Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ἐπίτιμος διδάκτωρ τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας (3.11.2008)

Ὁμιλία ποὺ ἐξεφώνησε, ἐκ μέρους τοῦ Τμήματος, ὁ καθηγητὴς Ἀπόστολος Νικολαΐδης, στὴν Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἔχω τὴ μεγάλη καὶ ἐξαίρετη τιμὴ νὰ εἶμαι σ᾿ αὐτὴ τὴ σημαντικὴ γιὰ τὸ Τμῆμα καὶ τὸ Πανεπιστήμιό μας ὥρα ὁ κύριος ὁμιλητὴς μὲ ἀποστολὴ τὴ σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας καὶ ἰδιαίτερα τῆς ποικίλης καὶ πλούσιας προσφορᾶς στὴν Ἐκκλησία, τὸ μοναχισμό, τὴ Θεολογία, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Μητροπολίτη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, τὸν κατὰ κόσμον Χατζηνικολάου, ἐκ Θεσσαλονίκης ὁρμώμενο, καὶ νῦν ὑπὸ τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας ὡς ἐπίτιμο διδάκτορα τιμώμενο.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ-μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Νικολάου ἀρχίζει τὸ 1989 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου Κονίτσης Ἰωαννίνων ὅπου κείρεται μοναχὸς ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Σεβαστιανό, καὶ συνεχίζεται σήμερα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, ὅπου ἀπὸ τὸ 2004 τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία τὴ διαποίμανση. Ἐνδιάμεσα στάδια, ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ πρεσβύτερο στὴν Κόνιτσα, ἡ ἀνάθεση τῆς διακονίας τοῦ Οἰκονόμου στὸ Ἱερὸ Μετόχι Ἀναλήψεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους στὸ Βύρωνα Ἀττικῆς, ἡ χειροθεσία του σὲ πνευματικὸ στὴν Κόνιτσα, ἡ γεροντία του στὴ σιμωνοπετρικὴ Καλύβη Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου Ἁγίου Ὄρους, ἡ κουρά του σὲ μεγαλόσχημο μοναχὸ στὴν ἴδια Καλύβη.

Ἡ ἐπιστημονικὴ πορεία τοῦ Νικολάου ποὺ διευκολύνθηκε μὲ τὴ γνώση τριῶν γλωσσῶν καὶ πλήθους ὑποτροφιῶν ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερικοῦ, συνδυάζει τρεῖς διαδρομές. Ξεκινᾶ μὲ τὴ διαδρομὴ στὶς Φυσικὲς Ἐπιστῆμες, παρεμβάλλεται ἡ διαδρομὴ στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ συνεχίζεται μὲ τὴ σύζευξη τῶν δύο καὶ ἰδιαίτερα στὸ πεδίο τῆς Βιοηθικῆς.

Ἡ σπουδὴ στὶς Φυσικὲς Ἐπιστῆμες ἄρχισε μὲ τὴ λήψη τοῦ Πτυχίου τῆς Φυσικῆς ἀπὸ τὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τὸ 1976 καὶ συνεχίστηκε μὲ τὸ Μάστερ στὸν τομέα τῆς Ἀστροφυσικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ τὸ 1981, τὸ Μάστερ στὸν Τομέα τῆς Μηχανικῆς στὸ Ἰνστιτοῦτο Τεχνολογίας στὴ Μασσαχουσέτη καὶ τὶς διδακτορικὲς σπουδὲς στοὺς τομεῖς Αἱμοδυναμικῆς καὶ Βιοϊατρικῆς Τεχνολογίας στὰ ἴδια κέντρα. Τὶς σπουδὲς διαδέχεται ἔρευνα ἀπὸ τὸ 1980 μέχρι τὸ 1986 στὴν Πυρηνικὴ Φυσικὴ καὶ τὴν Κοσμολογία στὸ Χάρβαρντ, τὴ Βιορευστοδυναμική, τὴν αἱμοδυναμικὴ μελέτη τοῦ κυκλοφορικοῦ συστήματος, τὶς τεχνητὲς καρδιές, τὶς τεχνητὲς βαλβίδες, τὴν ἐπινόηση νέων ἀγγειοχειρουργικῶν τεχνικῶν, τὴν αἱμοδυναμικὴ τῆς καρδιᾶς, τοὺς ὑπερήχους στὴ δυναμικὴ τῆς καρδιᾶς στὴ Μασσαχουσέτη, τὴ διαστημικὴ ἰατρικὴ τεχνολογία στὴ NASA. Ἡ ἔρευνα ἐπεκτάθηκε καὶ στὸ σχεδιασμὸ καὶ τὴν κατασκευὴ συσκευῆς μετρήσεως πιέσεως, ῥυθμοῦ ἀναπνοῆς καὶ καρδιακοῦ παλμικοῦ κύματος ἔξω ἀπὸ τὸ σκάφανδρο ἐντὸς τοῦ διασωστικοῦ ἑλικοπτέρου σὲ περίπτωση διαστημικοῦ ἀτυχήματος.

Ἡ θεολογική του κατάρτιση ξεκίνησε μὲ τὸ Μάστερ στὶς Θεολογικὲς σπουδὲς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ 1986 καὶ συνεχίστηκε μὲ τὸ Μάστερ Θεολογίας στὴν ἴδια Σχολὴ τὸ 1987, ἀλλὰ καὶ τὸ Διδακτορικὸ Δίπλωμα Θεολογίας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου, σχετικὸ μὲ τὴ Βιοηθικὴ καὶ τὶς μεταμοσχεύσεις τὸ 2003.

Ὁ ἐρευνητικὸς συνδυασμὸς θεολογίας καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν ἀρχίζει τὸ 1989 στὴ Θεολογική μας Σχολὴ μὲ τὴν ἔρευνα τῆς σχέσης χώρου-χρόνου καὶ ὕλης στὸ πλαίσιο τῆς Κοσμολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὶς κοσμολογικὲς ἀντιλήψεις τῆς σύγχρονης Φυσικῆς καὶ Ἀστροφυσικῆς καὶ συνεχίζεται ἀπὸ τὸ 1992 μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὴν ἔρευνα θεμάτων Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καὶ δεοντολογίας στὸ ὁμώνυμο Κέντρο στο Βύρωνα ποὺ ο ἴδιος ἵδρυσε. Ἡ ἔρευνα περιλαμβάνει τὰ ἔμβρυα, τὴν ἀναπαραγωγή, τὴ Γενετικὴ Μηχανική, τὶς Μεταμοσχεύσεις, τὴ νανοηθική, τὴ νευροηθική, τὴ νοσηλευτικὴ ἠθική, τὴ γναθοπροσωπικὴ καὶ ὀδοντιατρικὴ ἠθική, τὴν ἀθλητικὴ ἠθική, καὶ τὴ βιοηθικὴ τοῦ τελικοῦ σταδίου. Όπως δηλώνει ο ίδιος, το Κέντρο δὲν ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ κάνει πολιτικὴ ἢ νὰ ἐπηρεάσει ἀποφάσεις. Ἁπλὰ συμμετέχει στὸν κοινωνικὸ διάλογο καὶ καταθέτει ἐπεξεργασμένες ἀπόψεις. Σκοπός του είναι, νὰ μετεξελιχθεῖ σὲ ἕνα γενικότερο Κέντρο διαλόγου τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς ἀνάπτυξης μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἀλήθεια. Αὐτό, πιστεύει ὅτι θὰ καταδείξει πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται ὡς αἰώνια πνευματικὴ ἀξία. Ἰσχυρίζεται δὲ ὅτι οἱ τεχνολογίες ὅπως τὶς διαχειριζόμαστε σήμερα δὲν βοηθοῦν στὴν καλλιέργεια καὶ στὴν πνευματικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶλλον ἰσχυροποιοῦν τὸ βαρυτικὸ πεδίο τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ μᾶς παγιδεύουν» (ΒΗΜΑ 24.12.2006).

Ἡ διεπιστημονικὴ πλέον πορεία τοῦ Νικολάου διανθίζεται καὶ ἐμπλουτίζεται:

α) ἀπὸ τὴ διδακτική του δραστηριότητα σὲ Κολλέγια, Ἰατρικὲς Σχολές, νοσοκομειακὰ σεμινάρια καὶ μεταπτυχιακὰ σεμινάρια στὸ Κέντρο Βιοϊατρικῆς ἠθικῆς καὶ δεοντολογίας μὲ θέματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ σχέση Φυσικῆς, Βιολογίας καὶ Θεολογίας, σὲ βιοηθικὰ ζητήματα, στὴν ἰατρικὴ ἠθικὴ καὶ δεοντολογία.

β) ἀπὸ τὴ συμμετοχή του σὲ 11 Ἐπιτροπὲς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας (Ἑλλαδικῆς καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) καὶ Πολιτείας, ὅπως ἡ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς τῆς ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς τῆς Διακοινοβουλευτικῆς Συνέλευσης τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων, τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἰατρικῆς Ἠθικῆς καὶ Δεοντολογίας, τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἔρευνας καὶ Τεχνολογίας. Σημειώνουμε ὅτι εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ πρόεδρος τοῦ Κέντρου Βιοϊατρικῆς καὶ Δεοντολογίας μὲ πλούσια ἐρευνητικὴ δραστηριότητα.

γ) ἀπὸ τὶς διεθνεῖς ἐκκλησιαστικὲς ἐκπροσωπήσεις σὲ διεθνῆ συνέδρια, στὸ ΠΣΕ, στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὶς Ἐκκλησίες Ρουμανίας καὶ Ἀμερικῆς,

δ) ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή του σὲ 43 ἐπιστημονικὰ καὶ διεπιστημονικὰ Συνέδρια σὲ ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικὸ μὲ βιοηθικὰ κατά το πλεῖστον θέματα.

ε) ἀπὸ τὴ διοργάνωση 17 Συνεδρίων καὶ Σεμιναρίων σχετικῶν μὲ τὴ βιοηθική.

στ) Ἡ ἐπιστημονική του παρουσία γίνεται ἐντονότερη μὲ τὴ δημοσίευση 15 μονογραφιῶν καὶ 20 ἐπιστημονικῶν ἄρθρων μὲ θεματικὴ ποὺ ἀφορᾶ στὸ μοναχισμό, τὴν ἀνθρωπολογία, τὴ θεολογία, καὶ ἰδιαίτερα τὴ Βιοηθική. Ἀπὸ τὶς μονογραφίες, μέρος τῶν ὁποίων ἔχουν μεταφραστεῖ καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἀξίζει νὰ κατονομάσουμε τὸ «Ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ γονιδίωμα», «Ἀλλήλων μέλη. Οἱ μεταμοσχεύσεις στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ ζωῆς» (διδακτορική του διατριβὴ), «Ἄνθρωπος μεθόριος», «ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», «Ἅγιον Ὄρος. Τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς».

Αὐτὴ εἶναι ἡ διεπιστημονικὴ πορεία τοῦ σεβασμιωτάτου, ὅπως διαγράφεται μέσα ἀπὸ τὸ πλούσιο καὶ ἐντυπωσιακὸ βιογραφικό του. Θὰ ἤθελα ὡστόσο νὰ σᾶς δώσω καὶ μία συνοπτικὴ εἰκόνα γιὰ τὴ σκέψη, τὴ θεολογία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μοναχική του αὐτοσυνειδησία, τὸν τρόπο κατανόησης καὶ προσέγγισης τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἐξάγεται μέσα ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ γραφόμενα τοῦ ἴδιου τοῦ Σεβασμιωτάτου.

-Τὸν ρωτάει κάποιος δημοσιογράφος ἂν αἰσθάνεται ελεύθερος μέσα στὰ δεσμὰ τῆς ἐκκλησίας;» καὶ ἀπαντᾷ: «Τί θὰ πεῖ δεσμά; Δὲν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος ποὺ νὰ εἶναι πιὸ ἐλεύθερος. Δεσμὰ ἔχει ἡ ἐπιστήμη. Στὴ Φυσικὴ ὑπάρχουν, δεσμοὶ κινήσεως λέγονται. Οἱ ὁρισμοὶ καὶ οἱ ἐξισώσεις εἶναι νομοτέλειες. Ἡ ἐκκλησία δὲν ἔχει δεσμά, δὲν ἔχει περιορισμούς. Σᾶς μίλησα μέχρι τώρα γιὰ δεσμά;»

-Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν κάλεσε νὰ τὸν κάνει ἐπίσκοπο ξεκαθάρισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι προτιμᾶ νὰ εἶναι πρωτίστως μοναχὸς καὶ μετὰ ἐπίσκοπος. «ἐνῷ γίνομαι ἐπίσκοπος συνειδητὰ ἐπιλέγω ὡς πρότυπο ζωῆς αὐτὸ τοῦ μοναχοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸ στόχο ξεκίνησα, μὲ τὸν ἴδιο καὶ θέλω νὰ ξοφλήσω τὸ ἐπίγειο χρέος μου, μὲ αὐτὴν τὴν κληρονομιὰ ἐπιθυμῶ νὰ ταξιδεύσω τὴν αἰώνια πορεία μου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτόν, ἐκφράζω δημόσια τὴν ἐπιθυμία μου -καὶ πρὸς τοὺς πολιτικούς μας ἄρχοντες- νὰ μὴν μὲ μεταχειρισθεῖτε ὡς ἀνώτατο δημόσιο ὑπάλληλο μὲ μηνιαῖο μισθὸ καὶ δῶρο ἑορτῶν καὶ θερινῶν διακοπῶν, μὲ παραστάσεις σὲ δεῖπνα, δεξιώσεις, παρελάσεις καὶ ἐγκαίνια. Λέξεις ὅπως μισθός, σύνταξη, ἰδιοκτησία, ἀσφάλεια ζωῆς, διακοπές, προσωπικὲς φιλίες, κλπ., ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴ μοναχικὴ ζωή, θὰ ἤθελα νὰ παραμείνουν ξένες πρὸς τὸ λεξιλόγιο τῆς προσωπικῆς μου πολιτείας. Στὴν καρδιά μου ἀντηχεῖ ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἱερέας πρέπει νὰ εἶναι ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁ ἐπίσκοπος ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Τὸ πρῶτο δὲν θὰ τὸ ἐπιβάλλω σὲ κανέναν. Τὸ δεύτερο, ὅμως, ἀποτελεῖ γιὰ μένα ἀδιαπραγμάτευτο ὄρο καὶ ἀπαράβατο στόχο ζωῆς. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ πληρώνομαι, ἀλλὰ μόνον νὰ ξοδεύομαι, οὔτε νὰ ἀσφαλίζομαι στὶς ἐπίγειες τράπεζες ἀλλὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, οὔτε νὰ ξεκουράζομαι μακριὰ ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ποιμνίου μου στὶς ὄμορφες γωνιὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύομαι μέσα στὴ δρόσο τῆς καμίνου τῶν δοκιμασιῶν ὅλων μας. Ἡ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμῶ νὰ μὴ θυμίζει σὲ μεγαλοπρέπεια τὴν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία μου, ἀλλὰ σὲ λιτότητα καὶ ἀναζήτηση μυστικοῦ βάθους τὴ μοναχικὴ κουρά μου» (χειροτονητήριος λόγος).

-Ὅταν χρειάστηκε νὰ συγκρίνει τὴ μοναχικὴ ζωὴ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἐπιστήμονα ἔγραφε: «Ὁ ἀσκητὴς π. Ἡρῳδίων μου φάνηκε πολὺ πιὸ «ἔξυπνος» καὶ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου στὸ Harvard καὶ στὸ ΜΙΤ. Ἡ λογική τους ἔμοιαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο. Ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μὲ 320 χλμ. τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο μὲ περίπου 30.000 χλμ. τὴν ὥρα» («Ἅγιον Ὄρος»). Καὶ ἀλλοῦ δήλωσε: «Η NASA βρίσκεται στὴ γῆ καὶ ἐγὼ ψηλαφῶ τὸν οὐρανό. Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ NASA εἶναι καλὲς ἕως ὅτου κάποιος ἀποκτήσει τὴν πνευματική του ἀνάσα. Ἐγὼ τὸ ἔχω πράξει ἤδη» (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 2000). Ξεκαθαρίζει δε τι σημαίμει πνευματικὴ ζωὴ: «Πνευματικὴ ζωὴ δὲν σημαίνει ἠθικὴ ζωή, σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάσης φύσεως δεσμά. Σημαίνει ἐκτόξευση καὶ ταχύτητα διαφυγῆς...».(ΒΗΜΑ 24.12.2006). Σε μια άλλη ευκαιρία διευκρίνισε: «Ὅσο ψηλότερα ἀνεβαίνει κανείς, τόσο, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἐπιστήμονες, ἡ βαρύτητα ἀδυνατίζει, τόσο λιγότερο αἰσθάνεται κανεὶς τὴν ἕλξη τῆς γῆς, τόσο χαλαρώνουν οἱ δεσμοὶ μαζί της, τόσο πιὸ εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ διεκδικητικὴ παρουσία της, τόσο πιὸ ἀνάλαφρος γίνεται. Ἀλλὰ καὶ τόσο πιὸ κοντὰ αἰσθάνεται πρὸς τὸν οὐρανό· ποὺ εἶναι μὲν ἀσαφής, ἀλλὰ εἶναι τόσο ὑπαρκτὸς καὶ τόσο ποθητός. Ἂν καὶ λιγότερο ψηλαφητός, μοιάζει πιὸ ἀληθινὸς ἀπὸ τὴν γῆ. Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνει, τόσο ὁ ἀέρας καθαρίζει, οἱ ἀκοὲς ἐκλεπτύνονται, ὁ ὁρίζοντας διευρύνεται, ἡ σχέση μὲ τὸ ἀληθινὸ ἐντείνεται. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα» (ΒΗΜΑ 24.12.2006). Ὡστόσο ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἐπιστήμη ὄχι μόνο δὲν τὸν παρεμπόδισε ἀλλὰ καὶ συνέβαλε κατὰ ἕνα τρόπο στὸ νὰ γίνει μοναχός. Παραπέμπω στὰ λόγια του. «Γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ὅροι ὅπως ἄπειρο, αἰώνιο, τέλειο εἶναι δίχως φυσικὴ σημασία. Αὐτὴ μιλάει, ἰδίως τελευταία, γιὰ πεπερασμένο σύμπαν, γιὰ συγκεκριμένα χρονικὰ σημεῖα καὶ ἡλικίες, γιὰ "ἀνωμαλίες" ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση γιὰ τὸ σχεδὸν ἄπειρο, γιὰ τὸ σχεδὸν αἰώνιο, γιὰ τὸ σχεδὸν τέλειο. Ἡ ἀπόσταση, ὅμως, τοῦ σχεδὸν ἄπειρου, τοῦ σχεδὸν αἰώνιου καὶ τοῦ σχεδὸν τέλειου ἀπὸ τὸ ἄπειρο, τὸ αἰώνιο, τὸ τέλειο εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀπόστασή τους ἀντίστοιχα ἀπὸ τὸ μικρό, τὸ πρόσφατο, τὸ ἀτελές. Οἱ φραγμοὶ τῶν "σχεδόν", τῶν μισῶν καὶ τῶν "δῆθεν" ἐμένα μὲ πνίγουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόλμησα τὸ ἅλμα τοῦ ἀπολύτου. Ἢ ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ τοῦ ἀξίζουν τὰ πάντα ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ νὰ τελειώνει τὸ παραμύθι. Ἔκανα τὸ πήδημα. Δὲν ξέρω ἂν ἔκανα καλά. Πάντως ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Τὴν ὑποψία Του τὴν ὀφείλω στὴν μὴ πληρότητα τῆς ἐπιστήμης. Τὴν βεβαιότητά Του στὴν ἀποκάλυψή Του. Χαίρομαι ἀφάνταστα ποὺ γεννήθηκα Ὀρθόδοξος, ποὺ γεύθηκα τὰ καλύτερα φιλέτα τῆς ἐπιστήμης καὶ ποὺ τελικὰ δὲ χόρτασα μὲ αὐτά» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2003).

-Ξεκαθάρισε ἀκόμη σὲ ποιὰ ἐκκλησία πιστεύει καὶ ποιὰ καλεῖται νὰ διακονήσει: «Δὲν πιστεύουμε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ζητάει, ἀλλὰ ποὺ τὴν ἐμπιστευόμαστε. Οὔτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ στηρίζει τὴν ἀποστολή της σὲ τράπεζες καὶ ἀναπτυξιακὰ προγράμματα, ἀλλὰ σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἡ λιτότητά της τὴν ἐγκαθιστᾶ σὰν μάννα στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Μιὰ τέτοια Ἐκκλησία ὄχι μόνον συντηρεῖ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ διαρκῶς ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός της. Ἐκκλησία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ παγκάρι, τὸν δίσκο, τὴν ἐνοχλητικὴ αἴτηση δωρεῶν, τὰ οἰκονομικὰ προγράμματα, εἶναι τόσο ριζωμένη στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ μᾶς μεταφέρει στὸν ἄλλον, τὸν ἀληθινό. Τὰ ἐγκόσμια προβλήματά μας ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι νὰ τὰ λύσουν. Ποιός ὅμως θὰ ἀπαντήσει στὸν πόνο μας, στὰ καθημερινὰ δράματα καὶ ἀδιέξοδά μας, στὰ ἀναπάντητα «γιατί» καὶ ἐρωτήματά μας; ποιὸς θὰ μᾶς ἀναστήσει στὴ λογικὴ ποὺ ἐλευθερώνει; ποιὸς θὰ μᾶς προσφέρει τὸν Θεὸ ποὺ λυτρώνει; Δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ κηρύττει Θεὸ ποὺ εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ ἀπὸ τὴ ζωή της ἀπὼν» (ἐνθρ. λόγος)

-Γιὰ τὸν ρόλο της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία κάθε στιγμὴ σηκώνει τὸ βάρος μιᾶς διαχρονικῆς παράδοσης καὶ τὸ δυσβάσταχτο φορτίο προβλημάτων, ἀγωνιῶν, προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης, δοκιμασιῶν καὶ πόνου. Σὲ καθημερινὴ βάση ἀναδέχεται ἀτέλειωτα οἰκογενειακὰ προβλήματα, στὴν ἀγκαλιὰ της καταλήγουν ἀδιέξοδα, διλήμματα, ψυχολογικὲς κρίσεις, ἀπίστευτες περιπλοκὲς τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ-ψυχολογικὸ σύμβουλο στὸν τόπο μας. Ποιὰ λογικὴ δικαιολογεῖ τὴ φίμωσή της; Ποιὰ ἠθικὴ μπορεῖ νὰ προχωρήσει δίχως τὴν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας της;». Ἀπὸ τὴν ἄλλη βέβαια πλευρὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει τὸ παράπονό του γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀγκυλώσεις ποὺ δυσκολεύουν τὸ ἔργο τῆς Βιοηθικῆς: «Ἀντὶ στὶς σύγχρονες βιοηθικὲς προκλήσεις, ποὺ ἀκουμποῦν τὴ ζωή μας καὶ παρεμβαίνουν στὴν καθημερινότητά μας, νὰ διακρίνουμε μία ἀγάπη ποὺ ἐλευθερώνει ἢ ἕνα οὐσιαστικὸ φρόνημα ποὺ μεταφέρει σὲ σφαῖρες ἄλλης λογικῆς, ἐμεῖς δουλικὰ ἐπιμένουμε σὲ νομικὲς σχολαστικότητες ποὺ πνίγουν τὴ χάρι ἢ σὲ ἐκκοσμικευμένους συμβιβασμοὺς ποὺ ἐντελῶς τὴν ἀπομακρύνουν. Ἀντὶ νὰ λειτουργοῦμε ὡς ἀφανῆ κύτταρα τοῦ πνευματικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς βλέπουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς σωματεῖο μὲ μέλη, καταστατικό, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη περισσότερο τῆς δικῆς μας βοήθειας παρὰ τῶν ἄλλων». Καὶ ἀλλοῦ: «Κατανοοῦμε τὴν Ἐκκλησία σὰν κάτι νομικό, ἐνδεχομένως ἀφιλάνθρωπο, στενόκαρδο, σὰν σωματεῖο μὲ καταστατικό, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἄποψή της περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μὰ εἶναι δυνατόν; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μεγάλη ἀγκαλιά. Χωράει μέσα της φτωχούς, πονεμένους, ἀρρώστους, δίκαιους, ἁμαρτωλούς, δύσπιστους. Χωράει μέσα της φόβους, ἀμφιβολίες, διλήμματα, λάθη, ἀδυναμίες, ἁμαρτίες. Ἔχει δύο χέρια· μὲ τὸ ἕνα δείχνει τὸν δρόμο, τὴν κατεύθυνση, τὴν ἀλήθεια. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὴν κάνει νὰ φαίνεται λίγο ἄκαμπτη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη. Τὸ ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ παρηγορεῖ, κατανοεῖ, ξεχνάει καὶ συγχωρεῖ. Μὲ τὸ πρῶτο δείχνει καὶ μὲ τὸ δεύτερο δίνει».

-Ὁ ἴδιος θέτει τὰ ὅρια τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ: «Ἐκσυγχρονισμὸς ποὺ δὲν θεμελιώνεται πάνω στὴν εὐλογημένη μας παράδοση εἶναι ὕπουλος καὶ ἐπικίνδυνος, ὅπως καὶ παράδοση ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σήμερα ἀποτελεῖ νεκρὸ γράμμα· ἄποψη καὶ ἰδεολόγημα ποὺ ἐγκλωβίζει καὶ ὄχι πίστη ποὺ ἐλευθερώνει. Ἡ δυναμικὴ τοῦ καινούργιου καὶ τοῦ σύγχρονου σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ δοκιμασμένο τῆς παραδόσεως εἶναι οἱ πόρτες μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες περνάει στὶς μέρες μας ὁ δρόμος καὶ ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ζωῆς» (χειροτ. λόγος).

-Πῶς γνωρίζεται ὁ Θεός, τὸν ρωτᾶνε, καὶ ἀπαντᾶ; «Ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζεται μὲ γνωστικὲς μεθόδους. Δὲν εἶναι μαθητικὴ ἐξίσωση ποὺ προσφέρεται πρὸς ἐπίλυση. Ὁ Θεὸς εἶναι ὄντως μυστήριο ποὺ ἀποκαλύπτεται στὶς καρδιὲς ἀνθρώπων καὶ οἱ ἄνθρωποι Τὸν πλησιάζουμε μὲ αὐτὴ τὴ βαθύτερη ἐσωτερικὴ διεργασία, τῆς ὁποίας τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ μᾶς κάνει ἀνοιχτοὺς μπροστὰ στὴ χάρι καὶ τὴν εὐλογία Του» («Ἄνθρωπος μεθόριος...»).

-Γιὰ τὴ σχέση ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ γονιδιώματος δηλώνει: «Ἀνθρώπινο πρόσωπο σημαίνει ἀσφαλῶς κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἀνθρώπινο γονιδίωμα. Ὁ ἄνθρωπος, παιδὶ μιᾶς μάνας, δότης καὶ δέκτης αἰσθήσεων καὶ αἰσθημάτων, μὲ πνεῦμα, συνείδηση, ἠθική, τέχνη, ἀρετὲς καὶ κακίες, χαρὲς καὶ λύπες, ἀποκλείεται νὰ ἑρμηνευθεῖ μόνο μὲ τὸ γονιδίωμά του. Ποῦ δὲν εἶναι σὲ θέση οὔτε κἂν νὰ ἁμαρτήσει» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακὴ 6 Ὀκτωβρίου 2002).

-Γιὰ ὅσους συγχέουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄποψη περὶ ψυχῆς μὲ ἀπόψεις ἄλλων χώρων, ὅπως ἡ Ψυχολογία καὶ Ψυχιατρικὴ διευκρινίζει: «Ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς ψυχιατρικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη θεραπεύει τὶς ψυχικὲς παθήσεις μὲ φάρμακα καὶ μεθόδους, ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τὶς πνευματικὲς παθήσεις τῆς ψυχῆς μὲ μετάνοια, μυστήρια καὶ χάρη Θεοῦ. Ἡ ψυχὴ τῆς ἐπιστήμης ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴ βιοχημεία τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ ψυχή, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ἡ Ἐκκλησία, φιλοξενεῖ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δυνατότητά του νὰ ἐργάζεται ἀρετὲς ἢ νὰ κάνει ἁμαρτίες, νὰ προσβλέπει στὴν αἰώνια προοπτική, ν᾿ ἀνακαλύπτει τὴ συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, νὰ ψάχνει τὴν ψυχή του στοὺς νευρῶνες τοῦ ἐγκεφάλου, νὰ τὴν ἀμφισβητεῖ. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲ διαπιστώνεται, οὔτε ἀνιχνεύεται ἐπιστημονικά· βιώνεται πνευματικά. Γιὰ φαντασθεῖτε νὰ ρωτήσετε ἕναν ἀσκητή, ποὺ ἔχει ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ εἶναι γαντζωμένος σὲ ἕνα βράχο, ἂν ὑπάρχει Θεός, ἂν ἔχει ὁ ἴδιος ψυχή. Δὲν θὰ σᾶς καταλάβει· δὲν θὰ καταλάβει τὴ φύση τοῦ ἐρωτήματος. Γιατὶ ἡ ψυχή του εἶναι πιὸ ἁπτὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, πιὸ ψηλαφητή. Αὐτὸς δὲν τὴν ψάχνει στοὺς νευρῶνες· τὴν ξέρει, τὴν ζεῖ στοὺς βράχους» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2003).

-Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Βιοηθικὴ; «Τὰ πράγματα δὲν εἶναι οὔτε τόσο ἁπλά, οὔτε τόσο εὔκολα. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μάθουμε εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὅσα ξέρουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει ἡ βιοηθική. Ὄχι γιὰ νὰ δίνει ἀπαντήσεις ἀλλὰ γιὰ νὰ προάγει τὸν προβληματισμό, νὰ προσδιορίζει τὰ ὅρια καὶ νὰ χαράζει κατευθύνσεις». (ΒΗΜΑ, 11.6.2003). Και αλλοὺ δηλώνει: «Ἡ σύγχρονη βιοϊατρικὴ δίνει ζωή, ἀλλὰ μεταλλάσσει τὴν ἠθική. Ἡ πορεία τῶν κοινωνιῶν μας τείνει νὰ γίνει εὐγονικὴ καὶ ἡ ἀντίληψη καὶ νοοτροπία αὐτὴ κερδίζουν συνεχῶς ἔδαφος, ἀφοῦ ἡ ἱκανότητα τῆς κοινωνικῆς ἀνάπτυξης μηχανισμῶν ἀποδοχῆς τῶν ἀδύναμων, ἀναπήρων καὶ ἀσθενῶν συνεχῶς μειώνεται. Ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ γίνει ὄχι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φτιάχνεται καὶ κατασκευάζεται. Δὲν γεννιέται γιὰ τὸν ἴδιο ἀλλὰ κατασκευάζεται γιὰ κάποιους τρίτους» (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 2000).

-Διευκρινίζει δέ, Τί εἴδους Βιοηθικὴ ἀκολουθεῖ καὶ κτίζει ὁ ἴδιος; Πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ἡ βιοηθικὴ τῶν ὁρίων καὶ τῶν φραγμῶν καὶ ἡ βιοηθικὴ τῶν κατευθύνσεων καὶ τῶν ἀρχῶν. Ἡ πρώτη τοῦ φαίνεται ὅτι διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ κάτι τέτοιο. Ἐμεῖς, ὡς Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνει, κινούμαστε στὴν τροχιὰ τῆς βιοηθικῆς τῶν ἀρχῶν. Προσπαθοῦμε, δηλαδή, ἀντὶ νὰ προσδιορίσουμε ὅρια ποὺ «προστατεύουν» τὸν ἄνθρωπο, ν᾿ ἀνακαλύψουμε ἀρχὲς ποὺ τὸν ἐλευθερώνουν. Φαίνεται πιὸ εὔκολο αὐτό, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Σίγουρα, ὅμως, εἶναι πιὸ ρεαλιστικό, πιὸ οὐσιαστικὸ καὶ φυσικὰ πιὸ ταιριαστὸ στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἁρμοδιότητες τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν μὲ ρωτούσατε τί εἶναι πιὸ ὑγιές, ν᾿ ἀποφύγεις ἕνα λάθος ἀπὸ φόβο καὶ ἀνασφάλεια ἢ νὰ τὸ κάνεις μέσα ἀπὸ μία διαδικασία βιώσεως τῆς ἐλευθερίας σου, νομίζω ὅτι χωρὶς κανένα δισταγμὸ θὰ ἐπέλεγα τὸ δεύτερο. Βέβαια, ὅλα αὐτὰ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς συνέσεως» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2003). Καὶ ἀλλοῦ σημειώνει: «ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ σερβίρουμε στὸν κόσμο ἀπαντήσεις ἢ θέσεις ποὺ ἔμμεσα ἐπιβάλλουμε, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ δώσουμε κατευθύνσεις, νὰ προβάλουμε τὸν ἄνθρωπο, ὄχι τὴ συνταγή. Τὴν εὐθύνη τῆς ἀπαντήσεως τὴν ἔχει ὁ καθένας μόνος του. Τὴν εὐθύνη τῆς συμπαραστάσεως τὴν ἔχουμε ἐμεῖς. Βέβαια, ὑπάρχουν θέματα ποὺ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀντίληψης περὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐμφανίζουν ἀρκετὰ σαφῆ εἰκόνα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ καινοφανῆ θέματα ποὺ ἀσφαλῶς ἀπαιτοῦν ἐπεξεργασία, σκέψη, ὑπομονή, διάθεση μαθητείας. Εἶναι ἐνίοτε τόσο λεπτά, ποὺ σίγουρα ἡ σωστὴ ἀπάντηση δὲν θὰ δοθεῖ οὔτε ἀπὸ ἕνα «σοφό», οὔτε σήμερα. Οἱ μεταξύ μας διαφωνίες, ὁ διάλογος, οἱ ἀμοιβαῖες συμπληρώσεις, ἡ διάθεση ἐπανεξέτασης, ὁ αὐξανόμενος σεβασμὸς καὶ ἡ συστολὴ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ θέματα συχνά μας ὑπερβαίνουν, ἡ συμφιλίωσή μας μὲ τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὰ λάθη μας, ὅλα αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ βροῦμε ὄχι τὴ μία λύση καὶ τὴν ὁριστικὴ ἀπάντηση,ἀλλὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ὀρθότερη» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2003).

-Συνδυάζονται πίστη και επιστήμη; - «Δὲν εἶμαι τόσο σκεπτόμενος μὲ τὸ μυαλὸ ὅσο μὲ τὴν καρδιά. Καὶ μέσα στὴν καρδιὰ ὑπάρχει καὶ ἔρευνα, ὑπάρχει καὶ πίστη, ἀναζήτηση, ὑπάρχει καὶ προβληματισμός, ὑπάρχει ὅμως καὶ ἀπάντηση. Ἡ ἐπιστήμη θὰ δώσει τὸ πολὺ παλιό, θὰ δώσει τὸ πολὺ μεγάλο, τὸ πάρα πολὺ ὄμορφο. Δὲν μπορεῖ νὰ δώσει οὔτε τὸ αἰώνιο οὔτε τὸ ἄρτιο οὔτε τὸ τέλειο. Ἡ Ἐκκλησία ἀκουμπάει τὴν ψυχὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ ψυχὴ φτάνει κανεὶς αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει μὲ τὸ μυαλό. Ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μὲ ἕνα ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο. Τὸ περισσότερο ποὺ μπορεῖ νὰ τρέξει εἶναι 320 χλμ. τὴν ὥρα. Ἡ Ἐκκλησία μοιάζει μὲ πύραυλο. Στὴν πρώτη περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο ταχύτητας, γκρεμοτσακίζεσαι, στὴ δεύτερη ἐκτοξεύεσαι» (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 2000).

-Ὅσο γιὰ τὸ ἐρώτημα τί εἶναι πίστη σημειώνει: «πίστη δὲν εἶναι ἰδεολόγημα ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξουμε, οὔτε σκέψη ποὺ πρέπει νὰ κατανοήσουμε, οὔτε ἄποψη ποὺ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε. Ἡ πίστη δὲν εἶναι συναίσθημα, οὔτε ἠθικὸς κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε, οὔτε βίωμα ποὺ ψυχολογικὰ ἐπιβάλαμε στὸν ἑαυτό μας, οὔτε πάλι στόχος ποὺ κατακτᾶται μὲ ἀνθρώπινες προσπάθειες. Ἡ πίστη εἶναι χάρις καὶ ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ προσφέρεται, ἀναδύεται καὶ ἀποκαλύπτεται. Εἶναι κάτι ποὺ δίνει ὁ Θεός· κάτι ποὺ φανερώνει τὸν Θεὸ» («Ἅγιον Ὄρος. Τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς»).

-Τὸν ρωτᾶνε ἂν ἀγαπᾷ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἀπαντᾷ ὅτι τῆς ἔχει μεγάλη ἀγάπη. Ἡ ἐπιστήμη ἔχει μία γοητεία, εἶναι μία εὐλογία, ἀλλὰ τὸ μεγαλεῖο της δὲν κρύβεται τόσο σὲ αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ὅσο στὴν κρυμμένη αἴγλη αὐτοῦ ποὺ ἀγνοοῦμε. Ἕνας καλὸς ἐρευνητὴς ποὺ ψηλαφεῖ τὸ ὅριο τῆς γνώσης δὲν μαγεύεται τόσο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατανόησε, ὅσο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποψιάζεται πὼς ἀγνοεῖ. Ἒτσι κατακτᾶται τὸ νέο καὶ τὸ ἄγνωστο. Ἐπιστήμη σημαίνει τόλμη στὴν ἀνακάλυψη, ταχύτητα στὸ καινούργιο καὶ διεισδυτικότητα στὸ ἄγνωστο. Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴ φρενάρει καὶ γιατί νὰ κάνει αὐτὸ τὸ λάθος; Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε δὲν εἶναι νὰ στερήσουμε τὴν ἐπιστήμη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία της, ἀλλὰ μετὰ συνέσεως νὰ χειριστοῦμε τὶς τεχνολογικὲς ἐφαρμογές της. Πρᾶγμα ποὺ δὲν στηρίζεται οὔτε στὴ γνώση οὔτε στὴν κατανόηση, ἀλλὰ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν αἴσθηση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τοῦ ψεύτικου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ ἀσήμαντου καὶ τοῦ οὐσιαστικοῦ, στοιχείων ποὺ πάλι μᾶς ὁδηγοῦν πρὸς ἔννοιες καὶ ἰδιώματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν Θεό» (ΒΗΜΑ 24.12.2006).

- Τὸ ἴδιο ἐντυπωσιακὰ ἀπαντᾶ καὶ στὸ ἐρώτημα, ἂν ἀπειλεῖται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ἐπιστήμη. «Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπειλεῖται, γιατὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ἀπειλεῖται. Ἂν ἡ Ἐπιστήμη ἀπειλεῖ τὴν ἀλήθεια, τότε ἀπειλεῖται καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἡ Ἐπιστήμη συμμαχεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια, τότε συμμαχεῖ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦμε συχνὰ νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸ τέλος τοῦ Θεοῦ. Τέλος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἡ Ἐπιστήμη ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὰ πεπερασμένα καὶ πιστεύει πὼς τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέλος. Ὄχι ὁ Θεός. Στὴν Ἐκκλησία, τέλος σημαίνει ἀρχὴ καὶ τελείωση» (ΒΗΜΑ 24.12.2006). Ποιὸν ὅμως ἀπειλεῖ ἡ ἐπιστήμη; «Ἀπειλεῖ μία θρησκεία ποὺ ἐγκλωβίζεται στὶς ἀπόψεις της, ποὺ προστατεύει συγκεκριμένα ἰδεολογήματα, ποὺ ἐκφράζει κοινωνικὲς καὶ ἠθικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ προσδιορίζει τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ διαμαρτυρίες, ἀπαγορεύσεις, ἐνστάσεις ἡ ταυτίζει τὴ μία ἀλήθεια μὲ τὶς ἀνελεύθερες ἀντιλήψεις κάποιων δῆθεν σοφῶν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιβεβαιωμένη ἐμπειρικὰ ἀλήθεια, εἶναι μὴ ἀποδομήσιμη. Δὲν κινδυνεύει ἀπὸ κάτι. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπαρκτός, ἀληθινὸς καὶ μεθεκτός. Ὅταν κοινωνεῖς, συνομιλεῖς μαζί Του, ἡ ἐπιστήμη δὲν ἀγγίζει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία. Τὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα -ποὺ ἐνίοτε ἀναιροῦνται- μᾶς φωτίζουν γιὰ ἄγνωστα ὡς τώρα στοιχεῖα καὶ μᾶς βοηθοῦν νὰ προσαρμόσουμε τὴ γνώση μας. Ὅπως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν τὶς περὶ τοῦ κόσμου ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς τους, κατὰ ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ χαρὰ θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν καινούργια γνώση, γιὰ νὰ περιγράψει τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου, τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν εὐλογία τῆς ζωῆς. Νομίζω ζοῦμε σὲ πολὺ ὡραία ἐποχή! Πιστεύω ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ γνώση καὶ νὰ τολμοῦμε τὴν ἀμφισβήτηση. Πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλη ἀλήθεια κρύβεται μία τολμηρὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀμφισβήτηση. Οἱ φαινόμενες ἀμφισβητήσεις θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀποτελέσουν ἀγκωνάρια ποὺ δομοῦν τὶς μὴ περιγραφεῖσες ὡς τώρα πτυχὲς τῆς ἀλήθειας» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2003).

-Γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δηλώνει: «Η Ἐκκλησία ἀγαπᾶ τὴ ζωὴ καὶ ἐκτιμᾶ τὴ διάρκειά της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μῆκος της δὲν θέλει, δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸ περικόψει. Θέλει ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι ὅσο πιὸ μεγάλη γίνεται. Αὐτὸ δὲν σημαίνει μόνο κανεὶς νὰ ζήσει πιὸ πολύ· σημαίνει καὶ νὰ ἔχει γεννηθεῖ πιὸ νωρίς. Ἡ ζωὴ εἶναι αἰώνια, μὲ ἀρχὴ ἀλλὰ δίχως πέρας. Ἀρχή της ὅμως εἶναι ἡ πιὸ ἀρχὴ ποὺ ὑπάρχει· ἡ πρώτη στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζεται ὁ νέος καὶ ἀνεπανάληπτος ἄνθρωπος. Ἡ σχολαστικὴ προσπάθεια ἐπακριβοῦς προσδιορισμοῦ χρονικῶν σημείων ὑπερβαίνει τὸ φρόνημα τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης. Παρὰ ταῦτα, βασιζόμενη στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀρχὴ στὸ σημεῖο τῆς γονιμοποίησης, διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλο σημεῖο πρὶν ἀπὸ αὐτὴν» (ΒΗΜΑ 1.6.2003). «Πέρα απὸ όλα αυτὰ Τὸ μεγάλο θέμα δὲν εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ σχολαστικὸ ἐρώτημα πότε ἀρχίζει ἡ ζωή. Αὐτὸ μᾶς ὑπερβαίνει. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πὼς θὰ σεβαστοῦμε τὸ κάθε ἔμβρυο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἀνθρώπινο εἶδος. Ἀκόμη καὶ ἕνα ἄρρωστο ἔμβρυο. Τὰ ἔμβρυα δὲν τὰ καταστρέφουμε γιὰ νὰ τὰ σώσουμε, ἀλλὰ τὰ σεβόμαστε γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἂν ἡ ἔρευνα κυριαρχεῖται ἀπὸ σεβασμό, ἂς κάνει ὅ,τι θέλει. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση δὲν παρέχει συνταγές· καλλιεργεῖ συνειδήσεις. Περιποιεῖται τὴν εἰκόνα χωρὶς νὰ φυλακίζεται στὶς πινελιές».(ΒΗΜΑ 24.12.2006).

-Γιὰ δὲ τὴν κοινωνία ποὺ βιάζεται νὰ κάψει τοὺς νεκροὺς ὑπογραμμίζει: «Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος: τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της - αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα - μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν με κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων. Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολιτισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγχυσης τῆς ἀθεΐας, εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας» («Ταφὴ ἢ καύση των νεκρὼν).

-Καὶ ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς γίνεται λόγος γιὰ ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας σημειώνει πὼς «αυτὴ δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τίποτε. Ἡ σκέψη ὅμως μίας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ κιβωτὸς σωτηρίας καὶ ἀλήθειας, γίνεται ἐπίγειος ὀργανισμὸς μὲ ἐφήμερη νοοτροπία καὶ ἀντίληψη, προκαλεῖ βάναυσα τὴν πίστη. Αὐτὸς εἶναι ὁ κίνδυνος νὰ χάσουμε ἐμεῖς τὴν Ὀρθοδοξία. Νομίζω ὅτι κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση. Δηλαδή, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀποκτᾷ ὑπερβολικὴ ἐφημερότητα ἐπιγειότητα, τότε χάνει τὴν ἀληθινὴ ἔκφραση καὶ ὀμορφιά της. Γυμνώνεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο της. Ὁ ἱερέας δὲν εἶναι ὑπηρέτης τοῦ λαοῦ, ἂν εἶναι ὑπηρέτης, τότε εἶναι μόνον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐξαντλεῖ τὸ μήνυμά της στὸ σήμερα, στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, τότε φράζει τοὺς ὁρίζοντες τῆς ψυχῆς στὸ αἰώνιο, στὸ θεϊκό, στὸ ὑπερβατικό. Τὸ μοντέλο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ καλός, ἠθικός, σωστός, τίμιος, ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος. Κι ὁ ἅγιος εἶναι θεόμορφος. Τὸν βλέπεις καὶ χωρὶς ν᾿ ἀνοίξει τὸ στόμα, τοῦ λές: Ναί, ὑπάρχει Θεός» (ΒΗΜΑ 24.12.2006).

Ἀπὸ ὅσα ἐλάχιστα καὶ ἐπιγραμματικὰ καὶ ἐνδεικτικὰ ἀνέφερα πιστεύω ὅτι καταφέραμε νὰ σχηματίσουμε μία εἰκόνα, ἑνὸς φυσικοῦ ποὺ τὸν μάγεψε τὸ ἅγιον Ὄρος, ἑνὸς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ βασανίζει καὶ παλεύει μὲ τὸ Θεό του, ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ λατρεύει τὸ μοναχισμό του, ἑνὸς ἐπισκόπου ποὺ ἀμφισβητεῖ καὶ ξοδεύει τὸ ἀξίωμά του, ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς ποὺ ξέρει τί ἀκριβῶς εἶναι ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τῆς σήμερα καὶ πάντοτε, κυρίως ὅμως τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἐρωτευμένου ἐπιστήμονα ποὺ δὲν ἀγαπᾶ ἁπλῶς καὶ τιμᾶ τὴν ἐπιστήμη του, ἀλλὰ ποὺ παιδεύεται νὰ τῆς δώσει πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ περιεχόμενο, ἐπιστήμη ποὺ δὲν τοῦ ἀπαγορεύει ἀλλὰ τὸν διευκολύνει νὰ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἰδιαίτερα στὸ κεφάλαιο τῆς Βιοηθικῆς, ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας, εἶναι παραγωγὸς βιοηθικῆς καὶ ὄχι ἀντιγραφέας, εἶναι ἐπιστήμονας τῆς ἐπίγειας ἀλλὰ καὶ τῆς οὐράνιας γνώσης, ἐπιστήμονας ποὺ δὲν ἐγκλωβίζεται σὲ θεολογικοὺς σχολαστικισμοὺς καὶ νομικισμούς, ἀλλὰ προχωρεῖ μὲ ἀφετηρία, μέσο καὶ σκοπὸ τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας μετὰ ἀπὸ πρόταση ποὺ ὑπέγραψαν ἡ Κοσμήτωρ Ἑλένη Χριστινάκη, ὁ πρόεδρος τοῦ Τμήματος ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος Κατερέλος, καὶ οἱ Καθηγητὲς Ἀθανάσιος Βουρλῆς καὶ Γεώργιος Φίλιας, ὁμόφωνα ἀποφάσισε νὰ τὸν τιμήσει, τιμώντας στὸ πρόσωπό του ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ δὲν ἀρκέστηκαν νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ ἀξίωμά τους ἀλλὰ ποὺ τὸ ἔθεσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ κουρασμένου καὶ ταλαιπωρημένου ἀνθρώπου, σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴν ἐπιστήμη ἀλλὰ τὴν θεώρησαν εὐκαιρία γιὰ ἕναν πραγματικὸ καὶ οὐσιαστικὸ διάλογο μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ προβλήματά του.