Εἶναι πολὺ μεγάλο ἀγαθὸ ἡ ζωὴ γιὰ νὰ χωρέσει σὲ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια. Εἶναι πολὺ βαθιὰ ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ ἐπιθυμία της γιὰ νὰ τὴν χορτάσει κανεὶς ἢ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν πεπερασμένο χαρακτήρα της. Ὅσο κι ἂν κάποιος τὴν χαίρεται, καταλαβαίνει ὅτι τὸν ξεγελάει. Ὅσο κι ἂν πιστεύει στὴ μεταθανάτια συνέχισή της, δυσκολεύεται στὸν ἀποχωρισμό της. Εἶναι τόσο ἀνθρώπινο αὐτό, γιατὶεἶναι τόσο ἀνθρώπινη αὐτή.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔχει μέσα του καὶ τὴν ἄχρονη ζωὴ καὶ τὴν ὑπὲρ φύσιν θεϊκότητα. Ἐκεῖ ποὺ τὸν παραδίδει ἀβοήθητο ἡ ἰατρική, ἐκεῖ ποὺ τὸν προδίδει ἡ λογική, ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐγκαταλείπει τὸ συναίσθημα, ἐκεῖ ποὺ τὸν ἀφήνει ἀπαρηγόρητο ἡ φυσική του ἐπιθυμία, ἐκεῖ τὸν ἐνισχύει ἡ ἐλπίδα, ἐκεῖ τὸν ζωντανεύει ἡ πίστη, ἐκεῖ τὸν ὑποδέχεται ὁ Θεός.
Τότε μπορεῖ νὰ δεῖ μέσα στὴ ζωὴ τὸ ψέμα, νὰ διακρίνει μέσα στὴν ἐπιτυχία τὴν ἀπάτη, νὰ ἀντικρύσει μέσα στὴν ἐπιθυμία του νὰ ζήσει τὴν ἀπόδειξη τῆς αἰώνιας προοπτικῆς του.
Γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, ἀνάσταση, τελείωση, μακαριότητα. Μετάβαση ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκὴ ζωὴ αὐτοῦ του κόσμου στὸ λυτρωτικὸ φῶς τῆς ὄντως ζωῆς.
Εἶναι μεγάλη πύλη ἡ πίστη. Εἶναι ἀληθινὴ ζωὴ ἡ ...ἄλλη ζωή.
Ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἐπιθυμητός.
Πρὸ ἐτῶν, ἤμουν παρὼν στὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμὲς μίας κοπέλλας. Τότε ποὺ ἀντάλλασε τὶς τελευταῖες σταγόνες τοῦ χρόνου της μὲ τοὺς ποταμοὺς τῶν ἐλπίδων τῆς αἰωνιότητας. Μοῦ ζήτησε νὰ σκύψω, καὶ ψιθύρισε: δὲν προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν, προσδοκῶ τὴ δική μου ἀνάσταση. Εἶμαι βαθιὰ εὐτυχισμένη. Μοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ξεψύχησε... Τὸ χαμόγελο καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ἔμειναν ἀποτυπωμένα στὸ νεκρὸ πρόσωπό της. Δὲν εἶχε πεθάνει. Εἶχε κοιμηθεῖ...