Τὸ πότε ἀρχίζει ἢ τελειώνει ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐπιστημονικὸ θέμα
Ἄρθρο ποὺ ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς
Νικόλαος
στὸ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ἡ εὐγονική, ἡ εὐθανασία καὶ τὰ κρίσιμα διλήμματα
γιὰ τὸ ἔνθετο Βῆμα Ἰδεῶν τῆς ἐφημερίδας ΒΗΜΑ, Παρασκευή, 1 Ἰουνίου
2007
http://www.vimaideon.gr/Article.aspx?d=20070530&nid=4855570
Ἴσως τὸ μεγαλύτερο δῶρο νὰ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ πιὸ σίγουρος σύντροφός του· τὸ τέλος της, ὁ θάνατος. Σίγουρα ὅμως ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος ἀποτελοῦν καὶ μεγάλα καὶ ἱερὰ μυστήρια. Ἡ ζωὴ μὲ τὴ βιολογική της ἔννοια δίνει ὑπόσταση καὶ ἔκφραση στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ποὺ θυμόμαστε ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο εἶναι ἡ μορφή του. Ὁ λόγος καὶ ἡ σκέψη του δὲν εἶναι ξένα πρὸς τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἐγκεφάλου του. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κινεῖται, ἡ δύναμη ἢ ἡ ἀσθενικότητά του ἔχουν καὶ αὐτὰ βιολογικὸ ὑπόβαθρο.
Παρὰ ταῦτα, ὁ ἄνθρωπος φαίνεται πὼς εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἕνα βιολογικὸ κυτταρικὸ σύστημα. Ἡ ποικιλία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ χαρακτηριστικὴ διαφορετικότητά του, ἡ ἰδιομορφία τῆς ψυχικῆς ἔκφρασής του, ἡ δημιουργικότητα τῆς σκέψης του, τὸ κτίσιμο τοῦ προσώπου τοῦ εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνατομικὰ ἰδιώματα καὶ ἀνιχνεύσιμες βιοχημικὲς διεργασίες. Ἡ βιολογική του ὑπόσταση τὸν κοσμεῖ μὲ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς ὀργανωμένης νομοτέλειας, ἐνῶ ἡ πνευματική του μὲ τὸ μεγαλεῖο μιᾶς ἀνεπανάληπτης αὐτεξουσιότητας.
Ἡ βιολογικὴ ἀρχὴ σηκώνει τὸ βάρος τῆς ὑπαρκτικῆς ἔναρξης, ἐνῶ τὸ τέλος παραπέμπει στὴν εὐθύνη τῆς ἄγνωστης, ἐνδεχομένως πολὺ ἀνώτερης, συνέχειας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στὴν ὑποψία τοῦ μὴ τέλους του καὶ στὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς του.
Ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια, τὸ «ἄν», τὸ «πῶς» καὶ τὸ «πότε» τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τῆς βιολογικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξέχουσας σημασίας καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ἐποχή μας μὲ τὴν ἀντισυλληπτικὴ καὶ περιγεννητικὴ τεχνολογία της μπορεῖ νὰ καθορίσει τὸ ἂν κάποια ἀνθρώπινη ὕπαρξη θὰ συλληφθεῖ, δηλαδὴ ἂν θὰ ὑπάρξει καὶ τὸ ἂν τελικὰ θὰ γεννηθεῖ, δηλαδὴ ἂν θὰ ζήσει. Μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνει τὴ μορφὴ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐπιβραδύνει τὸν θάνατο, μπορεῖ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο, μπορεῖ νὰ παρέμβει τεχνολογικὰ καὶ νὰ δημιουργήσει νέες καταστάσεις ζωῆς καὶ πρωτοφανεῖς συνθῆκες θανάτου. Μπορεῖ νὰ προκαλεῖ τὴ δυνατότητα ἀπείρων ἐπιλογῶν. Μπορεῖ νὰ θέτει καινοφανῆ ἐρωτήματα, ποὺ ὅμως ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει, καὶ νὰ προκαλεῖ πρωτόγνωρα διλήμματα, ποὺ ὅμως προσπαθεῖ μάταια νὰ ὑποβαθμίσει.
Ἔχει κατασκευάσει τράπεζες γιὰ νὰ κρυοσυντηρεῖ ἑκατομμύρια σήμερα ἔμβρυα in vitro· τέτοια δὲν εἴχαμε ὡς τώρα. Τὰ ὀνομὰ ζεῖ μὲ παραπλανητικοὺς ὅρους, τοὺς ἀμφισβητεῖ τὴν ἀξία ὡς ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὴν ὑπερβάλλει ὡς πειραματοζώων. Ἰσχυρίζεται πῶς δὲν εἶναι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ πείσει γιὰ τὸ δικό της «πῶς» καὶ «πότε» τῆς ἀνθρώπινης ἀρχῆς. Συζητήσεις ἀτέλειωτες σὲ συνέδρια, ἐπιτροπές, κοινοβουλευτικὰ σώματα προσδιορίζουν μὲ ἀπίστευτη ἀπόκλιση τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Ἔτσι μπορεῖ στὴν Ἀμερική, στὴν Ἰταλία ἢ στὴ Γερμανία τὰ ἔμβρυα αὐτὰ νὰ θεωροῦνται ἄνθρωποι καὶ στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο καὶ στὴν Ἑλλάδα ὄχι. Μπορεῖ ὡς χθὲς νὰ ὀνομάζονται ἔμβρυα μὲ συγκεκριμένα δικαιώματα καὶ ξαφνικὰ μετὰ ἀπὸ κάποια ἀπόφαση νὰ βαφτίζονται «γεννητικὸ ὑλικό» μὲ ἀμφίβολη προοπτική, νομικὰ ὅμως κατοχυρωμένη.
Μέρος τῆς ζωῆς εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια, ὁ πόνος, ἡ ἀναπηρία, ἡ ἀτέλεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονή, ἀγάπη, ταπείνωση. Τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν «θεραπεύεται» μὲ τὸν προκλητὸ θάνατο.
Ἀνάλογα καὶ μὲ τὸν θάνατο. Ἐκεῖ ἡ εὐθανασιακὴ λογικὴ ἀπαιτεῖ ὁ θάνατος νὰ μὴν ἔρχεται, ἀλλὰ νὰ τὸν φέρνουμε ὅποτε καὶ ὅπως ἐμεῖς θέλουμε. Αὐτὸ θεωρεῖται ἀνθρώπινο δικαίωμα. Ἔχουμε τὴν ἀπαίτηση νὰ ὁρίζουμε ἐμεῖς τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς καὶ μάλιστα ὡς προϋπόθεση συνέχισής της. Καὶ ἐπειδὴ ἀρνούμαστε τὴ μεταθανάτια πραγματικότητα μὲ ὕφος ἀποδεδειγμένης βεβαιότητας, ὑποβιβάζουμε τὸν ἄνθρωπο σὲ βιολογικὴ ὀντότητα μὲ συγκεκριμένο βάρος, μὲ παροδικὴ ἡλικία, μὲ ἀνεξέλεγκτη νομοτέλεια. Ἡ εὐγονικὴ ἐφημερότητα γίνεται καὶ ὁ μοναδικὸς σκοπός του, ποὺ βέβαια μπορεῖ νὰ «ἁγιάζει καὶ ὅλα τὰ μέσα». Ἄλλοτε πάλι, μὲ μιὰ ἐντελῶς ἀντίθετη λογική, προσπαθοῦμε νὰ ἀπαγορεύσουμε τὸν θάνατο καὶ ὅταν αὐτὸς ἔρχεται. Φτιάχνουμε ἀνθρώπους ποὺ ἦλθε ἡ ὥρα τους, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ τελειώσουν, ποὺ σταδιακὰ καταρρέουν τὰ συστήματά τους, ἔχει ἀμετάκλητα σβήσει ἡ συνείδηση, ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἔκφρασή τους, ἐμεῖς ὅμως ἀρνούμαστε νὰ συναινέσουμε στὴν ἀποσύνθεσή τους.
Ἡ ἔναρξη τῆς ζωῆς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἀναγνωρίζει τὸν θησαυρὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοεμφανίζεται. Τοῦ δίνει τὸν χρόνο ποὺ τοῦ ἀνήκει καὶ τὴν ἀξία ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει τὴν ἀξιοπρέπειά του ὅταν βασανίζεται καὶ πονᾶ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση. Χάνει τὴν ἀξία του ὅταν μὲ μυωπικὰ κριτήρια ταυτίζουμε τὸ καλό του μὲ τὴν ἐσπευσμένη προκλητὴ διακοπὴ τῆς βιολογικῆς πορείας του εἴτε στὴν ἀρχικὴ εἴτε στὴν τελικὴ φάση της.
Κανένας ὡς σήμερα δὲν σκέφθηκε νὰ προσδιορίσει τὴν ἀρχὴ τοῦ Σύμπαντος κάποια ἄλλη στιγμὴ μετὰ τὸ big bang, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ πέρασε λίγος χρόνος γιὰ νὰ ἐμφανισθοῦν τὰ πρῶτα λεπτόνια ἢ νὰ σχηματισθοῦν οἱ πρῶτοι πυρῆνες ἢ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ πρῶτα ἀστέρια ἢ πολὺ περισσότερο νὰ δημιουργηθοῦν οἱ συνθῆκες ζωῆς. Κάποιοι ἐπιστήμονες ὅμως σήμερα παλεύουν νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὸ ἀναπόδεικτο τῆς ἀποσύνδεσης τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴ συγκλονιστικὴ στιγμὴ τῆς γονιμοποίησης. Ἐπίσης προσπαθοῦν νὰ τὴν ταυτίζουν μὲ τὴν πολυδιαφημιζόμενη «ποιότητά» της. Σὰν τὸ Σύμπαν νὰ ἀξίζει μόνο ὅταν γεννιοῦνται ἀστέρες καὶ ὄχι ὅταν καταστρέφονται.
Ἡ Ἐκκλησία σέβεται καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου· περιμένει νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του. Καὶ μόλις ἔρθει ἁπλὰ τὴν ὁμολογεῖ καὶ τὸν συνοδεύει στὴν ἑτερότητα τῆς συνεχιζόμενης πορείας του. Μέρος τῆς ζωῆς εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια, ὁ πόνος, ἡ ἀναπηρία, ἡ ἀτέλεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονή, ἀγάπη, ταπείνωση. Τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν «θεραπεύεται» μὲ τὸν προκλητὸ θάνατο. Ὅ,τι ὀνομάζεται «θεραπευτικό», εἴτε αὐτὸ εἶναι ἄμβλωση εἴτε κλωνοποίηση, γιὰ νά ῾ναι τίμια ἡ χρήση τοῦ ὄρου, πρέπει νὰ θεραπεύει αὐτὸν στὸν ὁποῖο ἐφαρμόζεται.
Τὸ πότε ἀρχίζει ἢ τελειώνει ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐπιστημονικὸ θέμα. Οὔτε προσδιορίζεται μὲ ἀκριβεῖς ὁρισμούς, παρατηρήσεις, ἀποφάσεις ἢ ἀριθμούς. Ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πρώτη του ἀρχή, ἡ γονιμοποίηση. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι φάσεις τῆς ζωῆς του. Τὸ πῶς καὶ γιατὶ συμβαίνει εἶναι μυστικὸ ἀνεξιχνίαστο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ θάνατος.
Εἶναι ἐπίσης δοσμένη ἡ ζωή, ὄχι ἐπιλεγμένη. Αὐτὴ ἀναδεικνύει τὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ προσώπου. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι κι ἂν κάνουμε τὸ τέλος της εἶναι ἀναπόφευκτο. Ὅ,τι κι ἂν κάνει ὁ ἄνθρωπος θὰ παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ ἀλλὰ θὰ κληρονομεῖ τὸν θάνατο. Ἡ κατὰ συρροὴν καταστροφὴ τῶν ἐμβρύων προκειμένου νὰ ζήσουν αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ὑπενθυμίζει πιὸ πολὺ τὸν θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐνισχύει τὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐθανασιακὴ ἀνακούφιση δὲν τὸν ἀπομακρύνει, τὸν ἐπιταχύνει. Ἡ ζωὴ ἀναδεικνύεται ὅταν κανεὶς ἀγκαλιάσει σωστὰ τὸν θάνατο. Ὅταν τὸν ὁμολογήσει ὡς τὸ καλύτερο κάτοπτρό της καὶ ὄχι ὡς τὸ ἀμετάκλητο τέλος της.
Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἀντικρίζουμε ὡς δικαίωμα ποὺ μᾶς ἀνήκει ἀλλὰ τὴ σεβόμαστε ὡς μυστήριο ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει. Ἡ ἀξία της δὲν στηρίζεται στὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὸν σεβασμὸ ὅλων μας.