Ὁμιλία στὴν Θεία Λειτουργία
Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Ἀθηνῶν, 28 Ἰανουαρίου 2007,
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Ἡ σημερινὴ μέρα δὲν εἶναι μεγάλη γιὰ τὸν ἀναμφίβολα μέγιστο καὶ παγκόσμιο Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τὸν ὁποῖο φέτος τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση 1600 χρόνων ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιους ἑορτασμούς.
Ἡ σημερινὴ μέρα εἶναι μεγάλη γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ζῶντας πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή του καὶ ἀκόμη μακρύτερα ἀπὸ τὸ πνεῦμα του, αἰσθανόμαστε ὡς μέγιστη ἀνάγκη νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ μεγαλεῖο του, ἀγωνιζόμαστε νὰ μαθητεύσουμε στὶς μυστικὲς γωνιὲς τῆς ἀνεπανάληπτης μοναδικότητός του, προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰώνιας δόξας καὶ τῆς χάριτός του.
Τὸν Ἅγιό μας μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε σὲ ποικίλα ἐπίπεδα. Ἡ μνήμη του μᾶς φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἱστορικὸ περίγραμμά του, ἡ μελέτη τῶν λόγων του καὶ ἡ ταπεινὴ τιμή του μὲ τὴν κρυμμένη μυστικὴ μορφή του∙ καὶ τέλος ἡ αἴσθηση τῆς προσευχῆς του μὲ τὸ συνήθως δυσδιάκριτο αἰώνιο πρόσωπό του.
α) Διαβάζοντας τὸν βίο, τὰ ἔργα καὶ τὸ συναξάρι του, γνωρίζουμε τὸ ἱστορικό, τὸ φανερὸ πρόσωπό του. Βλέπουμε πῶς πέρασε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ διωγμούς, πῶς ἀξιοποίησε τὶς εὐκαιρίες, τὰ γεγονότα καὶ τὰ τάλαντά του, πῶς ἐξαγίασε τὴ φύση του. Γνωρίζουμε τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν χαρακτήρα του, τὴν ὑπομονή, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀνωτερότητα, τὶς εὐαισθησίες, τὸ κοινωνικόν τῆς καρδίας του, τὴ φιλοπτωχία του. Μιὰ πολυτάραχη, γεμάτη ἐντάσεις καὶ πάθος ζωή, μὲ διωγμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀνεξικακία, μὲ ἀδικίες ἀλλὰ καὶ δικαίωση, μὲ ἐξορίες ἀλλὰ καὶ παλλαϊκὴ ἀποκατάσταση, μὲ ἀπέραντη ἀγάπη στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ συνεχῆ διάψευση ἀπὸ μέρους της τῆς κηρυττομένης ἀπὸ τὸν ἴδιο ἁγίας ἀποστολῆς της.
β) Προσεγγίζοντας σὲ βάθος τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς καὶ τῶν λόγων του, ὑποψιαζόμαστε κάπως τὸ μυστικὸ πρόσωπό του. Πίσω ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του κρύβεται ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπαράμιλλης πίστεως, τῆς ἀξιοθαύμαστης δυνάμεως, τῆς ἀπροσμέτρητης ἀγάπης, τῆς σπάνιας χάριτος. Αὐτὸς ποὺ βλέποντάς τον δὲν ἀναγνωρίζεις μόνον τὸ μεγαλεῖο τῶν ἐπιτευγμάτων του, ἀλλὰ ἀντικρύζεις κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Καμαρώνεις γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, κυρίως ὅμως χαίρεσαι γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Πάσχει, καὶ δὲν τὸν λυπᾶσαι συναισθηματικά, γιατὶ ξέρεις ὅτι ἔτσι δοξάζεται πνευματικά. Λυγίζει ὁ φυσικός του ἄνθρωπος, καὶ δὲν κλονίζεται ἡ πίστη σου στὴ χάρι του, γιατὶ ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων ἐνισχύει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Πεθαίνει ἐξόριστος καὶ προδομένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ δὲν σκανδαλίζεται ἡ σχέση σου μαζί της, γιατὶ πάνω στὴν ἀτίμωσή του προβάλλεται ἡ βεβαιότητα τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀναστάσεώς του.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μιλάει μαγευτικά, καὶ δὲν θαυμάζεις τὴν ὀξυδέρκεια ἢ τὴν καλλιέπειά του, γιατὶ φανερώνει τὸν Θεὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ χάρισμά του. Τὸν τιμᾶ καὶ τὸν δοξάζει ὁ λαὸς καὶ τὸν ὁμολογεῖ ἥρωά του, καὶ καταλαβαίνεις ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ δόξα του, γιατὶ ἐνέχει τὸν κίνδυνο τῆς ἐπίγειας ἀνταμοιβῆς του. Ἡ ὅποια γήινη πορεία καὶ εἰκόνα του ἀποτελεῖ ἁπλῆ μόνον προβολὴ τοῦ θεωμένου προσώπου του. Εἶναι «ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος», κατὰ τὸν ὑμνογράφο του.
γ) Τέλος, ἀγαπῶντάς τον ὡς κατὰ χάριν ἅγιο καὶ προσευχόμενοι σὲ αὐτὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, προσκυνῶντας τὸ ἅγιο λείψανό του, ψάλλοντας τὴν ἀκολουθία του, ἐκζητῶντας τὶς πρεσβεῖες του, γινόμαστε κοινωνοὶ τοῦ αἰώνιου προσώπου του. Ζοῦμε τὸν Ἅγιο ὄχι ὅπως τὸν περιγράφουν οἱ βιογράφοι του, ὄχι ὅπως τὸν φανερώνουν τὰ ἔργα του, ὄχι ὅπως τὸν ὑπαγορεύει ἡ σκέψη μας, ὄχι ὅπως ἦταν, ἀλλὰ ὅπως τώρα εἶναι, ὅπως τὸν ἐκφράζει ἡ αἰώνια ὑπερουράνιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παράστασή του, ὅπως τὸν δοξάζει ὁ Θεὸς στὴ βασιλεία Του, «ἕτερον» καὶ «ὀθνείως ἠλλοιωμένον». Δὲν προσευχόμεθα σὲ αὐτὸν ποὺ ὑπέφερε στὴ γῆ, ἀλλὰ σὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἐσταυρωμένου, «ἐν ᾧ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» (Ἑβρ. β´ 18)∙ δὲν ἀκοῦνε τὰ αὐτιά μας τὸν χρυσὸ λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του, ἀλλὰ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας «ἄρρητα ρήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β´ Κορ. ιβ´ 4). Ἀξιολογοῦμε τὴν ἁγιότητά του ὄχι ἀπὸ τὸ μέτρο τῆς ἐνάρετης πολιτείας του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας δόξης του, ἀπὸ τὴν παγκαρπία τῶν προσευχῶν του, ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ παρρησίας του, ἀπὸ τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπό του, ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς εἰδικῆς χάριτός του.
Τὸν ἅγιο Χρυσόστομο τὸν ἐλάτρευσε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸς τὴν κόσμησε μὲ τὸν θησαυρὸ τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν προίκισε μὲ τὰ ἀπαράμιλλα κηρύγματά του, τὴν ἐνθουσίασε μὲ τὸν μαγευτικό, πρωτότυπο, διεισδυτικό, περιεκτικό καὶ πολυδιάστατο λόγο του, τὴ σαγήνεψε μὲ τὸ ἀσυμβίβαστο καὶ ἡρωικὸ ἦθος του, τὴ λάμπρυνε μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴ συνέπεια τῆς ἁγίας καὶ γεμάτης ἔμπνευση ζωῆς του.
Δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτοὺς ἦταν «βαρὺς καὶ βλεπόμενος» (Σοφ. Σολ. β´ 15). Τὸν πολέμησαν, τὸν ἀδίκησαν, τὸν ἐξόρισαν. Μὲ τὸν διωγμό τους ὅμως τὸν βοήθησαν νὰ ἀποκαλύψει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀδαμάντινης ψυχῆς του. Ἴσως, χωρὶς τὴν ἐμπάθεια καὶ τὸ μῖσος τους, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης νὰ ἦταν μόνον «Χρυσόστομος», «Χρυσολόγος», «Χρυσορρήμων» καὶ «Χρυσόφωνος». Αὐτὸς ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία ἀνεδείχθη, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «Χρυσοῦς τὸν λόγον χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν» καὶ «Χρυσουργὸς τῶν καρδιῶν τῶν πιστῶν». Χωρὶς νὰ θέλουν οἱ διῶκτες του, φανέρωσαν τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς του, ἀνέδειξαν τὸ μεγαλεῖο του, ἀπέδειξαν τὴν ἱστορικὴ μοναδικότητά του, ἐγκατέστησαν τὸ πρόσωπό του στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ, ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες τῆς ἱστορίας καὶ μοναδικοὶ δωρητὲς τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο τὸν ἀνεγνώρισαν οἱ πολλοὶ ἀλλὰ μικροί, οἱ ἄγνωστοι ἀλλὰ ἀληθινοί, οἱ ἀναρμόδιοι ἀλλὰ εὐαίσθητοι, οἱ ἀπόμακροι ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις ἀλλὰ ἁγνοὶ στὶς προθέσεις. Τὸν πολέμησαν τὰ κέντρα τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ὑπεραγάπησε ὁ λαός. Τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἀδίκησε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σύστημα, ἀλλὰ τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ὁμολόγησε μὲ δύναμη καὶ ἐπιμονὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Αὐτὸς τῆς δόθηκε ὡς λόγος καὶ παράδειγμα καὶ ἀνταμείφθηκε μὲ τὸ ἀνεκτίμητο νόμισμα τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ ἀγάπης της.
Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν τιμώμενο Ἅγιο εἶναι ἡ ἀνυποχώρητη διεκδίκηση τῆς ξεκάθαρης ἀλήθειας, ἡ τόλμη τῆς ἀμφισβήτησης τῶν φαινομένων καὶ εὐκόλως κατανοουμένων, ἡ ἀσυμβίβαστη διάθεση ἀντικατάστασής τους ἀπὸ τὸ μυστήριο ποὺ ἀποκαλύπτεται καὶ μᾶς ὑπερβαίνει, ὁ ἡρωϊσμὸς ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ συμφωνία λόγων καὶ ζωῆς, ὁ πανίσχυρος κοινωνικός του λόγος, ἡ ἐγκαρτέρηση στὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἀδικία. Εἶναι ἡ συνολικὴ καὶ μεγάλη ἀρετή του, εἶναι ἡ ἁγιότητά του, ποὺ ἔπεισε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἱστορία: «ἐνδιαίτημα ἐφάνης οὐρανίων ἀρετῶν... ἐν σοὶ γὰρ κατεσκήνωσε τῶν ἀρετῶν ἡ πᾶσα ἁγιωσύνη» (Τροπάριον ᾨδῆς γ´).
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ λόγος του χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπροσμέτρητη διεισδυτικότητα, ἀπὸ κοινωνικο-πνευματικὴ σφαιρικότητα, ἀπὸ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι θεολογικὸς ὡς πρὸς τὸν στόχο του, ἐπιστημονικὸς ὡς πρὸς τὴ μεθοδολογία του, ἀνατρεπτικὸς ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ ἐκφορά του. Εἶναι ἐπίκαιρος στὶς ἀφορμές του, σύγχρονος στὴ μορφή του καὶ διαχρονικὸς στὰ νοήματά του. Τὰ ἑρμηνευτικὰ κείμενά του, οἱ θεολογικὲς ὁμιλίες του, οἱ γεμᾶτες δόγμα καὶ ἀμεσότητα λειτουργικὲς καὶ μὴ προσευχές του, ἡ ἀνυποχώρητη στάση του στὶς διατυπώσεις τῆς πίστης καὶ τῆς θεολογίας δείχνουν μὲ ἐνάργεια τὴ θεοκεντρικότητα καὶ χριστοκεντρικότητα τῆς διδασκαλίας του. Ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «τῶν δογμάτων πέλαγος ἀνεξάντλητον» (Κεκραγάριον ἑσπερινοῦ), «θεολογίας ὑψηλῆς ἀκρίβειαν» (Ἀπόστιχον ἑσπερινοῦ), «νοῦν οὐράνιον τῆς θεολογίας» (Αἶνοι). Μέσα στὸ ὀρθὸ δόγμα διακρίνει ὁ ἅγιος τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γιὰ Τὸν Ὁποῖο ὁμιλεῖ.
Ἀλλὰ ὄχι μόνον μέσα σὲ αὐτό. Δόγμα, δίχως καθαρὴ καὶ συνεπῆ ζωή, μοιάζει περισσότερο μὲ φιλοσοφικὴ ἐμμονὴ καὶ ἐγωιστικὸ ἰδεολόγημα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του δὲν ἔχει τὸν χαρακτήρα ἀφηρημένης ἀκαδημαϊκῆς πραγματείας, ἀλλὰ ἀγκαλιάζει τὴ ζωή, τὴν καθημερινότητα, τὶς λεπτομέρειες, τὴν ἀδύναμη καὶ ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη φύση. Τὴν ἀγκαλιάζει μὲ βαθειὰ γνώση τῶν ἀντικειμενικῶν στοιχείων της ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ τῶν δυνατοτήτων καὶ προοπτικῶν της ἀφ᾿ ἑτέρου. Ἀνεβάζει ψηλὰ τὸ κριτήριο τῆς ἀνθρώπινης ποιότητος γιὰ νὰ καταδείξει τὸ «βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους» (Ψαλμ. η´ 4) ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνοίγει ὅμως καὶ τοὺς κρουνοὺς τῆς ἐπιεικείας καὶ κατανόησης γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν σεβασμό του στὸν «ὡς ἄνθος τοῦ ἀγροῦ ἐξανθισμό» (Ψαλμ. ρβ´ 15) του. Ἀξιοποιεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴ λογική του ἱκανότητα γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ μοναδικότητά τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ Ἁγιος Ἰωάννης ἀντικρύζει τὸν Θεὸ μέσα στὸν πεπτωκότα ἀλλὰ καὶ θεούμενο ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος ὅμως διακρίνει τὸν Θεὸ ἀντικατοπτριζόμενο καὶ μέσα στὴν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40) δὲν ἀποτελεῖ οὔτε ὑπερβολὴ οὔτε ἀναλογία∙ ἔχει πραγματικὸ νόημα καὶ ἀπόλυτη ἰσχύ. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε γι᾿ αὐτοὺς πούλησε ἀκόμη καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐπισκοπικοῦ μεγάρου, κατήργησε τὰ ἐπίσημα γεύματα καὶ ἔφτασε σὲ ἀκρότητα ἁπλότητος στὴν προσωπική του παρουσία καὶ ζωή.
Αὐτὸς ποὺ συνέθεσε τὴ Θεία Λειτουργία, μιλάει μὲ ἰδιαίτερα καινοτόμο τρόπο καὶ γιὰ τὴν ἱερουργία τῆς πρὸς τὸν ἀδελφὸ ἀγάπης. Αὐτὸς ποὺ προτρέπει σὲ ἐντὸς τοῦ ναοῦ λατρευτικὴ συνάντηση τοῦ «ἀοράτως δορυφορουμένου ταῖς ἀγγελικαῖς τάξεσιν βασιλέως τῶν ὅλων», ὁ ἴδιος φέρεται νὰ διακηρύσσει δημόσια: «Ἂν πηγαίνοντας στὴν Ἐκκλησία συναντήσεις ἕναν φτωχό, πάρε τον στὸ σπίτι σου∙ κάνεις τὸ σπίτι σου Ἐκκλησία. Βάλε τον νὰ καθίσει στὸ τραπέζι σου∙ κάνεις τὸ τραπέζι σου Ἁγία Τράπεζα. Δῶσε του νὰ φάει ἀπὸ τὸ φαγητό σου∙ κάνεις τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί σου Θεία Κοινωνία».
Στὸν ναὸ πηγαίνουμε γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Θεό. Ὅταν πέφτουμε πάνω σὲ ἕναν φτωχό, τὸν ἔχουμε ἤδη συναντήσει.
Βαθὺς γνώστης τῆς φυσιολογίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, σπουδαῖος ἀναλυτὴς τῶν κοινωνικῶν παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν, ἀληθὴς ἐπιστήμων τῶν μυστικῶν τῆς θεϊκῆς σοφίας! Ὁμιλεῖ μὲ παροιμιώδη γλυκύτητα γιὰ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ἀλλὰ ἐλέγχει ἀδυσώπητα τὴ νοθεία τῆς ἀλήθειας, τὴ διαστροφὴ τοῦ κλήρου καὶ τὴν ἀπροκάλυπτη ἁμαρτία. Βασιζόμενος στὴν κοινὴ λογική, ἀξιοποιῶντας τοὺς θησαυροὺς τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, καὶ κυρίως ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁμιλεῖ σὲ γιορτές, σὲ μνῆμες ἁγίων, σὲ εὐκαιρίες ἐκτάκτων κοινωνικῶν γεγονότων, ἑρμηνεύει, ἀναλύει, συνθέτει, ἐνθουσιάζει, προτρέπει, ἐμπνέει, μυσταγωγεῖ ἀκατάπαυστα ὄχι μόνον τὸν κόσμο ποὺ ἔχει μπροστά του καὶ τὸν ἀκούει, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ποὺ στὸ μέλλον θὰ τὸν μελετάει.
Ἐνῶ εἶναι τόσο γνωστὸς καὶ φημισμένος γιὰ τὸ στόμα του, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς μελῳδικῆς ἔκφρασης τῆς βιωμένης ἀλήθειας, αὐτὸ ποὺ παρέμεινε στὴν ἱστορία ἀδιάφθορο εἶναι τὸ αὐτί του. Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα μὲ ὁλόκληρο τὸ ἀριστερὸ αὐτί του. Ὁ Ἅγιος εἶχε στραμμένο τὸ στόμα του στὸν κόσμο καὶ τὸ αὐτί του στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκούει τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας καὶ πληροφορεῖται τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπειρία τῶν θείων του ἀκουσμάτων κινεῖ τὸν ποταμὸ τῆς χρυσῆς γλώσσας του.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρόβαλε τὸν λόγο ὡς ἐκφραστικὸ ἐργαλεῖο∙ τὸν ἐτίμησε ὡς σκέψη, τὸν ἁγίασε ὡς ἐνδιάθετη κίνηση. Ἡ μοναδικὴ σὲ εὐαισθησίες καὶ ἁγιότητα ψυχή του, φώτισε τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψη του καὶ αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους τροφοδότησαν τὸ μεγάλο ρητορικὸ χάρισμά του. Θαυμάζει κανεὶς τὴν ἀναλυτικὴ σκέψη του, τὴν τόλμη τῆς ὑγιοῦς ἀμφισβητήσεώς του, τὴν πολυδιάστατη προσφορά του, τὸν συνδυασμὸ τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ὀμορφιά, τῆς θεολογίας μὲ τὴν τέχνη, τῆς πίστης μὲ τὴ λογική, τῆς διεισδυτικῆς σκέψης μὲ τὴν καθολικὴ ἀγάπη.
Σὲ στιγμὲς θριαμβευτικῆς δικαίωσής του, ὁμιλεῖ γιὰ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Σὲ στιγμὲς ἄφατης ἀδικίας καὶ ἄδικης ἐξορίας, δοξάζει τὸν Θεὸ ὡς μεγάλον εὐεργέτη: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν∙ οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (Ἐπιστολὴ ια´ Πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα). Ἔχει μπροστά του τὸν σταυρὸ καὶ ξεσπᾶ σὲ δοξολογία: «Διὰ τοῦτον οὐκέτι φοβούμεθα τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου· τὴν γὰρ πηγὴν τῆς ζωῆς εὕρομεν. Διὰ τοῦτον οὐκ ἐσμὲν ἐν χηρείᾳ· τὸν γὰρ νυμφίον ἀπελάβομεν. Διὰ τοῦτον οὐκέτι δεδοίκαμεν τὸν λύκον· τὸν γὰρ ποιμένα τὸν καλὸν ἐπέγνωμεν. Διὰ τοῦτον οὐκέτι φρίττομεν τὸν τύραννον· τῷ γὰρ βασιλεῖ προσεδράμομεν» (Λόγος εἰς τὸν σταυρόν).
Ζεῖ τὴν Ἀνάσταση καὶ ἐκφράζει μὲ θεϊκὸ τρόπο τὴν οἰκουμενικὴ ἀγκαλιὰ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ:
«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως... Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα· φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης· καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει· κακείνῳ δίδωσι καὶ τούτῳ χαρίζεται· καὶ τὰ ἔργα δέχεται καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται· καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ».
Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πιστὸ λαὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν πασχάλιο χαρὰ εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ ἐξαιρεθεῖ: «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν· καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾿ ἀλλήλων χορεύσατε· ἐγκρατεῖς καὶ ράθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε· νηστεύσαντες καὶ μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες... Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως· πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀγαπήθηκε ὅσο λίγοι ἅγιοι στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἅγιος μόνο τῆς Ἀντιόχειας, ἢ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε μόνον τῆς Ἀνατολῆς, ἢ τοῦ τέταρτου αἰῶνος. Εἶναι ἅγιος τῶν μοναδικῶν χαρισμάτων, τῆς μεγάλης δόξης, τοῦ πληρώματος τῆς χάριτος, «τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος, τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἰσοστάσιος, τῶν ἀποστόλων ὁμότροπος» (Κεκραγάριον ἑσπερινοῦ). Εἶναι ἅγιος ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ἅγιος καὶ τοῦ σήμερα. Εἶναι ὁ ἅγιος ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νὰ γίνει καὶ δικός μας. Νὰ κάνει δικό μας καὶ τὸν Χριστὸ ποὺ τόσο αὐτὸς ἀγάπησε καὶ Αὐτὸς τόσο τὸν ἀγάπησε.
«Ταῖς τοῦ σοῦ Ἁγίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».