Ὅσο ψηλότερα ἀνεβαίνει κανείς, τόσο, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἐπιστήμονες, ἡ βαρύτητα ἀδυνατίζει, τόσο λιγότερο αἰσθάνεται κανεὶς τὴν ἕλξη τῆς γῆς, τόσο χαλαρώνουν οἱ δεσμοὶ μαζί της, τόσο πιὸ εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ διεκδικητικὴ παρουσία της, τόσο πιὸ ἀνάλαφρος γίνεται.
Ἀλλὰ καὶ τόσο πιὸ κοντὰ αἰσθάνεται πρὸς τὸν οὐρανό· ποὺ εἶναι μὲν ἀσαφής, ἀλλὰ εἶναι τόσο ὑπαρκτὸς καὶ τόσο ποθητός. Ἂν καὶ λιγότερο ψηλαφητός, μοιάζει πιὸ ἀληθινὸς ἀπὸ τὴν γῆ. Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνει, τόσο ὁ ἀέρας καθαρίζει, οἱ ἀκοὲς ἐκλεπτύνονται, ὁ ὁρίζοντας διευρύνεται, ἡ σχέση μὲ τὸ ἀληθινὸ ἐντείνεται. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν τόπος στὴν Ὀρθοδοξία ποὺ ὁ μοναχισμὸς γιὰ χίλια καὶ πλέον χρόνια βιοῦται στὴν πλέον ἀπόλυτη μορφή του. Μπορεῖ οἱ αἰῶνες νὰ προσθέτουν καὶ τὸ «κοσμικὸ» ἀποτύπωμά τους πάνω στὸ σῶμα του, μπορεῖ -καὶ εἶναι φυσικό- οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐκφράζουν καὶ ἐκεῖ τὰ ἐλαττώματα ἢ ἀκόμη καὶ τὰ πάθη τους, μπορεῖ καὶ ὁ σημερινὸς «πολιτισμὸς» νὰ ἔχει κάνει τὴ ζημιά του· ὅμως τὸ Ὄρος διατηρεῖ κατὰ ἕναν ἀνεξήγητο μυστικὸ τρόπο τὸ εὐλογημένο ἦθος του, τὶς συνεχεῖς καὶ μοναδικὲς ἀποδείξεις τῆς χάριτός του, τὴν σπάνια καὶ ἰδιότυπη πνευματικὴ δύναμή του, τὴν ὁλοζώντανη σχέση του μὲ τὸν «τόπο» τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν «καιρὸ» τοῦ Κυρίου. Τὸ φρόνημά του δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τὶς λάθος ἐπιλογές, δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὸν κακὸ ἐκσυγχρονισμό, δὲν φθείρεται ἀπὸ τὶς ἐποχὲς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὅποιους ἀνθρώπους. Ἡ ἀλήθεια του ἀντέχει.
Μοιάζει μὲ βράχο ποὺ τὰ κύματα τῶν πολιτικῶν ἐπιρροῶν, τῆς ἀλόγιστης χρήσης τῆς τεχνολογίας, τοῦ τουρισμοῦ, τῶν ἐνδομοναχικῶν διενέξεων, ἀντιζηλειῶν, ἀκόμη καὶ ἐμπαθειῶν, τῶν τοπικιστικῶν ἀντιλήψεων, τῶν πάσης φύσεως ἐχθρῶν, τὸ μόνο ποὺ καταφέρνουν εἶναι ἢ πρὸς καιρὸν νὰ τὸν σκεπάζουν ἢ ἁπλὰ νὰ γλείφουν τὴν ἐξωτερική του ἐπιφάνεια ἀφήνοντας τὸ περιεχόμενό του κυριολεκτικὰ ἀνέπαφο.
Κάτι ὑπάρχει ποὺ πραγματικὰ τὸ προφυλάσσει. Ἴσως νὰ εἶναι ἡ μοναχικὴ πολυμορφία του, ἴσως ἡ διαχρονικὴ ἀντοχή του, ἴσως ἡ φυσικότητα τῆς μοναχικῆς ἔκφρασής του, ἴσως οἱ θησαυροί, τὰ κειμήλια καὶ ἡ αἴγλη του, ἴσως τὸ «ἄβατο» καὶ τὸ «αὐτοδιοίκητό» του, ἴσως ὁ οἰκουμενικὸς χαρακτήρας του, ἴσως ἡ Θεομητορικὴ σκέπη καὶ προστασία του, ἴσως ἡ εἰδικὴ χάρι του. Τὸ Βυζάντιο, παρὰ τὴν θεοκρατικότητά του, ὕστερα ἀπὸ ἕνδεκα αἰῶνες δόξης ἔπεσε. Τὸ Ὄρος διανύει τὸν 14ο αἰῶνα τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ βαδίζει μὲ τὸν βηματισμὸ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ σοῦ δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἕνας τόπος «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. ιη´ 36) ποὺ ἡ σχέση του μὲ τὸν χρόνο εἶναι ὅση καὶ ἡ ἐπαφὴ τῆς ἐπιφάνειάς του μὲ τὸν ἀέρα, τὸ δὲ πολίτευμά του «ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ´ 20).
Ἔχοντας χαλαρὴ σχέση μὲ τὴν ἐγκοσμιότητα καὶ ἐφημερότητα, ὄντας συνεχῶς ἐστραμμένο πρὸς τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ὑψηλά, μοιάζει μὲ μία ἀγκαλιὰ ποὺ χωρεῖ ὅλους καὶ ἕνα βλέμμα ποὺ διακρίνει καὶ τὰ ἐπέκεινα καὶ τοῦ χρόνου καὶ τῆς λογικῆς. Τὸ Ὄρος ἔχει γεωγραφικὲς συντεταγμένες στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ δὲν ἀνήκει σὲ αὐτήν.
Ἴσως νὰ εἶναι τὸ κατεξοχὴν κομμάτι τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στὰ μοναστήρια του, ἔχει ἕνα Ρώσικο, ἕνα Σέρβικο καὶ ἕνα Βουλγάρικο. Διαθέτει δυὸ Ῥουμάνικες σκῆτες καὶ φιλοξενεῖ μοναχοὺς ἀπὸ χῶρες καὶ πολιτισμοὺς μακρυνούς, ὅπως τὸ Περοὺ καὶ ἡ Κολομβία. Μέσα στὰ γεωγραφικά του πλαίσια ὁμιλοῦνται καὶ προσφέρεται ἡ θεία λατρεία σὲ πλεῖστες ὅσες γλῶσσες, ἐκφράζονται ποικίλοι πολιτισμοί, ἀποτυπώνονται πολλὲς παραδόσεις, ὑπάρχει μία θαυμάσια καὶ ἰσόρροπη ποικιλομορφία. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν παρεμποδίζει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὴν καθολικότητα τοῦ Ὀρθοδόξου πνεύματος, τὴν οἰκουμενικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας.
Ἀντίθετα ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν περιορίζεται ἀπὸ γλῶσσες, δὲν περισφίγγεται ἀπὸ σύνορα, δὲν ἀσφυκτιᾶ ἀπὸ πολιτισμικὲς ἐκφράσεις· ἴσως οὔτε καὶ ἀπὸ θρησκεῖες. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συλλόγου «Οἱ φίλοι του Ἁγίου Ὄρους» στὴν Ἀγγλία, μόνον τὸ ἕνα τρίτο εἶναι Ὀρθόδοξοι. Οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς ποὺ καταθέτουν τὸν ἐντυπωσιασμό τους καὶ τὴν ὑποψία τῆς μυστικῆς δυνάμεώς του ὅλο καὶ πληθαίνουν. Τὸ Ὄρος συγκινεῖ κάθε καρδιά.
Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος ἀποκτοῦν ἄλλη διάσταση καὶ προοπτική. Ἡ σχέση μὲ τὰ γήινα, τὰ ἐφήμερα, τὰ φθαρτὰ εἶναι ἐντελῶς συμβατική. Ἔννοιες ὅπως χρῆμα, ἰδιοκτησία, περιουσία, ἐπένδυση, διασκέδαση, ἀνταγωνισμός, συμφέρον, ἐκφυλίζονται σὲ ἐντελῶς δευτερεύοντες ὄρους. Ἀπὸ τὰ γήινα ἐδῶ ἐπιλέγονται τὰ ἐντελῶς ἀναγκαῖα. Ἡ ψυχὴ ξανοίγεται στὰ οὐράνια. Ἐδῶ κυριαρχεῖ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ αἰώνια, γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ λατρεύεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεμελιώνει τὸ παρόν. Τὸ μέλλον δὲν παρουσιάζεται γιὰ νὰ ἐκτονώνει τὰ πιεσμένα συναισθήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μεταμορφώνει τὸ παρόν. Ὅλος ὁ χρόνος συμπυκνώνεται στὴν ἀγκαλιά του. Τὸ Ὄρος ἀκολουθεῖ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν συνείδηση ὅτι εἶναι λάθος, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐνοχλεῖ, καὶ μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι εἶναι γιὰ τὸν τόπο τὸ δοκιμασμένο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Βυζαντινὸς χρονικὸς κύκλος τῆς ἡμέρας, ποὺ εἶναι τόσο ἄβολος στὴν πράξη, φαίνεται πὼς ἐδῶ ἔχει τὸν λόγο του. Τὸ Ὄρος ζεῖ στὸν δικό του χρόνο. Ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τοὺς πιὸ σφιχτοὺς κλοιοὺς καὶ ἔχει νικήσει καὶ τὶς πιὸ παντοδυναμες κυριαρχίες.
Ὁ χρόνος δὲν δεσμεύει. Ἡ παράδοση δὲν περιορίζει. Τὸ λειτουργικὸ τυπικὸ δὲν φυλακίζει. Ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ ἡ γλώσσα δὲν ἀπολυτοποιοῦνται. Ἡ μόρφωση δὲν ἀποτελεῖ προνόμιο. Διακρίσεις δὲν ὑπάρχουν. Οἱ συγκρίσεις ἀποφεύγονται. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τὸ πρῶτο ἰδίωμα τοῦ Ἀθωνα εἶναι ὅτι εἶναι Ὄρος καὶ μάλιστα νοητόν. Εἶναι σημεῖο ὑψηλόν. Ἀντιπροσωπεύει μία ζωὴ ποὺ προσεγγγίζεται ὡς ἀνάβασις, ἀπολαμβάνεται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», ἀναφέρεται στὴν «τὰ ἄνω ἀτενίζουσαν καρδίαν», ποὺ ἐπιζητεῖ τὸν «ἐν ὑψηλοῖς κατοικοῦντα», τὸν Ὕψιστον. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχουν τέσσερις ἁγιογραφικὲς ἀναφορὲς σὲ ὄρη στὰ ὁποῖα συνέβησαν ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα.
Στὸ Ὄρος Σινᾶ, ὁ Μωυσῆς παραλαμβάνει τὶς δέκα ἐντολές, τὴν ἔκφραση τῆς θείας βουλήσεως. Συνομιλεῖ μαζί Του, ἀκούει τὴν φωνή Του καὶ ἀντικρύζει τὰ ὀπίσω Του (Ἔξοδος κεφ. ιθ´ καὶ κ´).
Στὸ Καρμήλιον Ὄρος, ὁ προφήτης Ἠλίας προσεύχεται, εἰσακούεται ἡ φωνή του, λαμβάνει τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθάνεται τὴν παρουσία Του. Γεύεται τὰ σημεῖα τῆς δυνάμεώς Του (Γ´ Βασ. κεφ. ιη´, ιθ´ καὶ κ´).
Στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, λαμβάνει χώρα τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος θεώνει τὸ πρόσλημμα καὶ «ἐπὶ τῶν ὤμων τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας ἀνθρωπείαν φύσιν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγε» (Ψαλμ.). Ἐδῶ ὑπεμφαίνεται ἡ δόξα καὶ τιμὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (Πραξ. α´ 12).
Τέλος, στὸ Ὄρος Θαβώρ, ὁ Κύριος φανερώνει τὴν δόξαν Του στὸ μέτρο ποὺ ἀντέχει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐκπέμπει τὸ θεῖο φῶς Του (Ματθ. ιζ´ 1-8).
Τὸ Ὄρος εἶναι ὄρος τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι τόπος τοῦ πρακτικοῦ βίου, τόπος ὑπομονῆς, ταπείνωσης, ἀγάπης, τόπος θείων ἐπενδύσεων. Εἶναι τόπος «διηνεκοῦς βίας τῆς φύσεως, καὶ ἀνελλιποῦς φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων», εἶναι τόπος ἄκρας, ἀδιαλείπτου καὶ ἀνυποχωρήτου ἀσκήσεως καὶ ἀποταγῆς.
Εἶναι τόπος προσευχῆς καὶ σημείων. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀδιάκοπη, ἀπὸ πολλούς, ἐκτενὴς καὶ μακρά. Οἱ ἀσκητὲς ξεκινοῦν μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου τὴν ὁλονυκτία τους, οἱ κοινοβιάτες παίρνουν τὴ σκυτάλη τὸ μεσονύκτιο, τὸ πρωῒ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας οἱ ἀκολουθίες τῶν Ὠρῶν, στὸ διακόνημα, στὸ κελλί, στὸν χρόνο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς φιλόθεης ἀδολεσχίας ἀκούγεται διαρκῶς καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἡ ἐπανάληψις τῶν θείων νοημάτων τῆς εὐχῆς. Οἱ γλῶσσες προσεύχονται, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν ὑπογραμμίζει τὴν ἔνταση τῆς προσευχῆς, τὸ πρόγραμμα, οἱ μακρὲς ἀκολουθίες, οἱ καρδιὲς τῶν μοναχῶν ὅλα διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς προσευχητικῆς μελῳδίας.
Τὸ Ὄρος φανερώνει τὴν ἀκρότητα τῶν ἀνθρωπίνων καταστάσεων. Ἔχει τὴν μεσότητα τοῦ διακριτικοῦ ἤθους, ἀλλὰ καὶ τὴν δίχως ἄκριτες ἀκρότητες θεία ἀκρότητα τοῦ ἀπόλυτου καὶ ἀσυμβίβαστου βίου καὶ φρονήματος. Ἡ καθημερινὴ ἀγρυπνία, ἡ ἀπουσία τῆς γυναικείας παρηγορίας ἔστω καὶ ὡς εἰκόνος, ἡ δεδομένη ὑπακοή, ἡ χωρὶς προσωπικὲς ἐπιλογὲς ζωή, ὑπογραμμίζουν τὴν φυσικότητα τῆς ὑπὲρ φύσιν καταστάσεως. Στὸ Ὄρος ἀναδεικνύεται τὸ μεγαλεῖο της ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ τόπος λειτουργεῖ ὡς ἐργαστήριο θεώσεως. «Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν ἀγγέλων τάγματα», ψάλλει ὁ Ἀθωνικὸς κόσμος τιμώντας τὸν πατέρα του Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη. Τὰ ἀνθρώπινα μέτρα ἐκτείνονται στὰ ἔσχατα ὅριά τους. Ἐδῶ, ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γίνονται ἐπόπται τῆς θεότητος. Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἀποτινάσσουν τὴν γήινη βαρύτητα ὥστε καὶ νὰ ἵπτανται. Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκφράζουν τὴν εὐφυΐα τους ὡς φωτισμὸ καὶ μεταμορφώνουν τὴν γνώση τους σὲ ἀποκαλυπτικὸ λόγο. Ἅγιοι, ὅπως οἱ σύγχρονοί μας π. Παΐσιος, π. Ἐφραίμ, γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς συνδυάζουν τὴν βία στὴν ζωή τους μὲ τὴν χάρι, ὅπως οἱ παλαιοὶ γέροντες τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας. Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἢ οἱ ἐπίσης σύγχρονοί μας π. Σωφρόνιος καὶ π. Πορφύριος ἀντλοῦν δυνάμεις ἀπὸ τὸ Ἀθωνικὸ φρέαρ γιὰ λίγα χρόνια καὶ μεταμορφώνονται σὲ παγκόσμιους ἀναμορφωτὲς καὶ ἱεροκήρυκες καὶ θεολόγους διὰ βίου.
Τὸ Ὄρος ὅμως δὲν εἶναι μόνον τόπος τῆς ἀνθρώπινης πνευματικῆς δόξας. Καὶ στὰ τέσσερα προαναφερθέντα ὄρη, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση κάποιας νεφέλης. Στὸ Σινᾶ ὡς «νεφέλη γνοφώδης», ἐντὸς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ Μωυσῆς, αἰσθανόμενος ἀλλὰ μὴ ὁρῶν τὸν Κύριο (Ἔξοδος ιθ´ 16 καὶ κδ´). Στὸ Καρμήλιον ὄρος ἡ «νεφέλη» λύει τὴν σιγὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ φέρνει «ὑετὸν» κατὰ θαυμαστὸν τρόπον (Γ´ Βασ. ιη´ 44). Στὸ Ὄρος τῆς Θείας Ἀναλήψεως «νεφέλη ὑπέλαβε» τὸν Κύριο καὶ τὸν ἀναφέρει στὸν οὐρανὸ (Πραξ. α´ 9). Τέλος, στὸ Θαβὼρ «νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασε» τοὺς μαθητὲς καὶ «φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε», καταδεικνύει τὴν συμπαρουσία τοῦ Θεοῦ Πατρός (Ματθ. ιζ´ 5).
Τὸ Ὄρος ζεῖ μέσα στὴν νεφέλη τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ. Ἅγια λείψανα εὐωδιάζουν, ἱερὲς εἰκόνες μυροβλύζουν, τὰ ἀναμενόμενα ἀνατρέπονται, τὰ προσδοκώμενα ὑπερβαίνονται, οἱ ἐκπλήξεις ξεπερνοῦν τὰ συνηθισμένα γεγονότα, ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ τὴν λογική. Μέσα στὴν Ἁγιορείτικη νεφέλη εἰσέρχεσαι ὡς ἐπισκέπτης καὶ διαπιστώνεις, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ὅτι στὰ χέρια σου βρίσκονται οἱ πλάκες τῶν θείων ἐντολῶν. Διευκολύνεσαι στὴν τήρησή τους. Σὲ ξαφνιάζει ἡ παρουσία της καὶ αἰφνιδιάζεσαι ἀπὸ τὸ «σημεῖον» τοῦ ὑετοῦ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τὴν αἰσθάνεσαι ὡς μυστήριο καὶ «πίπτεις ἐπὶ πρόσωπον φοβούμενος σφόδρα», ὅπως οἱ μαθητὲς στὸ Θαβώρ. Τὴν ἀντικρύζεις καὶ ἀκοῦς τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μέσα σου. Τὴν νοιώθεις ὡς ἀψηλάφητο θεϊκὸ μεγαλεῖο καὶ «ἀτενίζεις εἰς τὸν οὐρανόν», ὅπως οἱ ἀπόστολοι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ «ἐπιστρέφεις» μετὰ μεγάλης μυστικῆς «χαρᾶς».
Ἂν τὸ Ὄρος τῆς θεϊκῆς παρουσίας φωτίζει μὲ τὴν θέα τῶν ἀποκαλύψεων, ἡ νεφέλη τοῦ θείου μυστηρίου πληροῖ τὴν καρδία μὲ τὴν ταπείνωση τῆς ἀκτίστου χάριτος. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ζεῖς τὸ θαῦμα, ἀντιλαμβάνεσαι τὴν ἁγιότητα, φωτίζεσαι ἀπὸ ὅσα μπορεῖς νὰ δεῖς, τρέφεσαι ἀπὸ ὅσα ἀδυνατεῖς νὰ προσεγγίσεις, «φρονεῖς ἐν ἑαυτῷ ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιπ. β´ 5).
Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια μὲ πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής. Μὲ πολλὴ διαστακτικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό. Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε νὰ μοιρασθεῖ μαζί μου τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μία ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.
- Ξέρεις ὁλοκληρώματα ἢ διαφορικὲς ἐξισώσεις; τὸν ρώτησα.
- Δυστυχῶς ὄχι, μοῦ ἀπαντᾶ. Εἶμαι τῆς φιλοσοφικῆς.
- Κρίμα! διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη, εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.
Ἔνοιωσε ἀμήχανα καὶ κάπως σιώπησε γιὰ λίγο.
- Κύταξε, τοῦ λέω. Συγγνώμην ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ Τὸν πίστευαν. Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος; ἔχεις ποτὲ συναντήσεις κανέναν ἀσκητή;
- Ὄχι, πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά; Ἂν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο νὰ πάω νὰ τὸν συναντήσω;
- Τί προτιμᾶς; Μορφωμένον ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει ἢ ἅγιον ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;
- Προτιμῶ τὸν μορφωμένο. Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους.
- Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Γιὰ δοκίμασε μὲ κανέναν ἅγιο. Πῶς σὲ λένε; ρωτῶ.
- Γαβριήλ, μοῦ ἀπαντᾶ.
Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο προσβάσεως καὶ τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε κι ἕνα σχεδιάγραμμα.
- Θὰ πᾶς, τοῦ εἶπα, καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πράγμα. Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς, καὶ θέλω νὰ πιστεύσω. Θέλω μία ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.
- Φοβᾶμαι, ντρέπομαι, μοῦ ἀπαντᾶ.
- Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα; ῥωτῶ. Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζήτα τὸ ἴδιο πράγμα.
Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του. Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σὲ κάτι κούτσουρα. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ βρῆκε δειλὰ τὴν θέση του. Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.
- Τί γίνεστε, παιδιά; Ρωτάει. Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;
- Εὐχαριστοῦμε, γέροντα, ἀπήντησαν, μὲ συμβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.
- Ἔλα ἐδῶ, λέει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριήλ, ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Θὰ φέρω ἐγὼ τὸ νερό, πάρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια. Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό: Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος, ἀλλὰ νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου καὶ νὰ εἶναι ἄθεος; Αὐτὸ πρώτη φορὰ μοῦ συμβαίνει.
Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του; Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του; Τί, τελικά, ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;
- Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο; Μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελίσει.
- Κύτταξε, τώρα σουρουπώνει· πάρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστήρι νὰ διανυκτερεύσεις.
- Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;
- Τί νὰ ποῦμε, ρὲ παλληκάρι; Γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνοιωσα ἀμέσως νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου, ἀφηγεῖται. Ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη. Ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται. Οἱ ἀπορίες νὰ λύνονται χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τὰ «ἄν», τὰ «γιατί», τὰ «μήπως» καὶ ἔμεινε μόνον τὸ «πῶς» καὶ τὸ «τί» ἀπὸ δῶ κι ἐμπρός.
Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων, τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τέταρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί. Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾶς. Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά. Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη στὴν καρδιά, χωρὶς νὰ σοῦ κουράσουν τὸ μυαλό.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τὸ πανεπιστήμιο τῆς καρδιᾶς, εἶναι τὸ θεραπευτήριο τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Σὲ φιλοξενεῖ σὲ πνευματικὲς κορυφὲς ποὺ δὲν τὶς προσεγγίζεις οὔτε μὲ τὸ πιὸ σύγχρονο ἀερόστατο τῆς κοσμικῆς συλλογιστικῆς. Ἡ χάρις ἐδῶ δίνει ἀσυνήθεις ἐκφράσεις στὴν ἀλήθεια.
Τὸ βασικὸ ἐρώτημα στὸ Ὄρος δὲν εἶναι ἂν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸ φαίνεται σὰν νὰ ἔχει λάβει πρὸ πολλοῦ τὴν ὁριστικὴ ἀπάντησή του. Οὔτε τὸ ἂν ὁ Θεός μας εἶναι καλύτερος ἀπὸ τῶν ἄλλων. Αὐτὸ τὸ μας δὲν νοεῖται κτητικὰ - ὁ Θεὸς εἶναι δικός μου-, ἀλλὰ διατυπώνεται υἱϊκά, κενωτικά -ἐγὼ ἀγωνίζομαι νὰ γίνομαι δικός Του. Τὸ ζητούμενο εἶναι ὁ ἀγώνας μετοχῆς στὴ θεία φύση Του (Β´ Πέτρ. α´ 4), ἡ ἀξιοποίηση τῆς συγγένειας μαζί Του, ἡ ἀπόκτηση τῆς αἴσθησης τῆς παρουσίας Του, τὸ πὼς καὶ τὸ ὑγιὲς τῆς ἐμπειρίας Του.
Ἡ ἀξία του δὲν ἔγκειται στοὺς ἐπιμέρους χαρισματικοὺς μοναχούς του, ὅσο πολλοί, ὅσο μεγάλοι κι ἂν εἶναι αὐτοί. Τὸ μεγαλεῖο του κρύβεται στὸ ὅτι ἀποτελεῖ τόπο ἀναπαύσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅπως γιὰ ἄγνωστους σὲ μᾶς λόγους, σὲ μερικὲς εἰκόνες, ποὺ ἱστοροῦν τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ ἄλλες, συγκαταβαίνει διαφορετικά, καὶ δίνει εἰδικὴ χάρι σὲ αὐτὲς ποὺ δὲν δίνει στὶς ὑπόλοιπες, ὅπως μεταξὺ τῶν δώδεκα ἀγαπημένων μαθητῶν του εἶχε καὶ τὸν «ἠγαπημένον», ὅπως ἀνάμεσα στοὺς λαούς του ἐπιλέγει καὶ τὸν «περιούσιον», ὅπως μόνον σὲ συγκεκριμένα σημεῖα, τὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ ἢ τοῦ Σιλωάμ, ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα τῆς φανερώσεώς Του, ἔτσι ἐπιλέγει καὶ τόπους μέσα στὴ δημιουργία Του ποὺ ἐκφράζει ἰδιαίτερα τὴν χάρι Του. Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τὸ Ὄρος τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ κατεξοχὴν τόπος στὴν Ὀρθοδοξία ὅπου ὁ μοναχισμὸς γιὰ χίλια καὶ πλέον χρόνια βιοῦται στὴν πλέον ἀπόλυτη μορφή του. Ἀριστερά: Εἰκόνα μὲ γενικὴ ἄποψη τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ τὰ καθιδρύματα, ἀπόστολοι, ἀρχάγγελοι, μοναχοὶ καὶ ἅγιοι. Ρουμάνικη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου (1859).
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἡ ψυχὴ ξανοίγεται στὰ οὐράνια. Ἐδῶ κυριαρχεῖ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ αἰώνια, γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔχοντας χαλαρὴ σχέση μὲ τὴν ἐγκοσμιότητα καὶ ἐφημερότητα, ὄντας συνεχῶς ἐστραμμένο πρὸς τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ὑψηλά, μοιάζει μὲ μία ἀγκαλιὰ ποὺ χωρεῖ ὅλους.
Τὸ Ὄρος ζεῖ μέσα στὴν νεφέλη τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ. Ἅγια λείψανα εὐωδιάζουν, ἱερὲς εἰκόνες μυροβλύζουν, τὰ ἀναμενόμενα ἀνατρέπονται, τὰ προσδοκώμενα ὑπερβαίνονται. Ἡ λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γεωργίου (Ἱ. Μονὴ Ζωγράφου, Ἅγιον Ὄρος).
Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος ἀποκτοῦν στὸ Ὄρος ἄλλη διάσταση καὶ προοπτική. Ἡ σχέση μὲ τὰ γήινα, τὰ ἐφήμερα, τὰ φθαρτὰ εἶναι ἐντελῶς συμβατική.