Συνέντευξη στὴν Μαρία Παπουτσάκη
Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 1 Αὐγούστου 2004
Δὲν πέρασε οὔτε ἕνας μῆνας ἀπὸ τὴν ἐνθρόνισή του καὶ ὁ νέος μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἵδρυσης τεμένους καὶ Κέντρου Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στὴν καρδιὰ τῆς δικῆς του «ἐπαρχίας», ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὴν Παιανία.
Πρὶν ὅμως ξεσπάσει ὁ θόρυβος, εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν Δῆμο Σπάτων ἔκταση 40 στρεμμάτων, προκειμένου νὰ γίνει ἕνα Κέντρο Ὀρθόδοξου Πολιτισμοῦ, γιατί «τελικὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι πὼς θὰ κάνουμε ἐμφανὴ τὴν Ὀρθοδοξία, οὔτε πὼς θὰ ἐμποδίσουμε τοὺς ἄλλους νὰ προβάλουν τὸν δικό τους πολιτισμὸ καὶ τὴν πίστη, ἀλλὰ πὼς θὰ ζήσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς δικῆς μας ὀρθόδοξης παράδοσης ὅσο πιὸ αὐθεντικὰ γίνεται».
Σχετικὰ μὲ τὸ ψηλὸ κόστος ἑνὸς τέτοιου ἔργου, ὁ Μητροπολίτης παρατηρεῖ: «Ὅπως ὁ βασιλιᾶς τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας χρηματοδοτεῖ ἰσλαμικὰ κέντρα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, πιστεύω ὅτι μία κυβέρνηση ποὺ καταλαβαίνει τί θὰ πεῖ ἱστορία καὶ πολιτισμὸς δὲν θὰ ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ βοηθήσει πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση».
Ὡστόσο, ὁ ἱεράρχης δὲν κατανοεῖ τὶς σκοπιμότητες ποὺ ἐπιβάλλουν νὰ γίνει ἕνα μουσουλμανικὸ καθίδρυμα στὴν Παιανία, σὲ μία περιοχὴ ποὺ δὲν ἔχει μουσουλμανικὸ στοιχεῖο, ἡ δὲ μετακίνηση εἶναι ἰδιαίτερα χρονοβόρα καὶ δαπανηρή. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μουσουλμάνοι ἔχουν ἀντιρρήσεις, γιατί δὲν τοὺς ἐξυπηρετεῖ ἡ τοποθεσία.
«Προφανῶς», τονίζει, «ὑπάρχει πολιτικὴ σκοπιμότητα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πρακτικὴ ἀναγκαιότητα. Ἐπιλέγεται ὁ χῶρος δίπλα στὴν Ἀττικὴ Ὁδό, στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου. Ἡ πρόκληση εἶναι ἐμφανὴς καὶ αὐτὸ ἐμβάλλει σὲ ὑποψίες. Κάτι ἀνάλογο, ποὺ ἔγινε σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς πρωτεύουσες, δημιούργησε πολλὰ προβλήματα».
*Ὁ ἱεράρχης δὲν εἶναι ἀντίθετος στὴ λειτουργία λατρευτικοῦ χώρου γιὰ τοὺς μουσουλμάνους, προσθέτει μάλιστα ὅτι πρέπει καὶ νὰ διευκολυνθοῦν πρὸς αὐτὸ τὸ σκοπό, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ ὄρους καὶ προϋποθέσεις σεβασμοῦ στὴν ἰδιοπροσωπεία, τὸ περιβάλλον καὶ τὴν ἱστορικὴ καὶ πολιτισμική μας παράδοση.
«Τὸ θέμα», τονίζει, «ἂν καὶ στὴ βάση του θρησκευτικό, στὴν οὐσία εἶναι κυρίως ἐθνικό, πολιτισμικὸ καὶ ἱστορικό. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Αὐτὴ ἔχει δώσει τὶς ἐξετάσεις τῆς στὸ στίβο τῶν προκλήσεων τῆς ἱστορίας καὶ τῶν κοινωνιῶν. Σχεδὸν παντοῦ, ζεῖ καὶ ἀναπτύσσεται μέσα σὲ ἕναν κόσμο μὴ ὀρθόδοξο, συχνὰ δὲ καὶ ἐχθρικό. Ἐξαίρεση πολυτελείας εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν Ἑλλάδα. Γιὰ παράδειγμα στὴ Συρία, ὅπου μόνο τὸ 10% εἶναι ὀρθόδοξοι, τίποτε δὲν ἐμποδίζει τοὺς χριστιανοὺς νὰ συνυπάρχουν ἁρμονικὰ μὲ μουσουλμάνους...
»Γιὰ μᾶς τὸ πρόβλημα δὲν ἀποτελεῖ ἀπειλὴ ἀλλὰ πρόκληση καὶ εὐκαιρία: Ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὄχι νὰ ὑποστηρίζουμε ἀλλὰ νὰ ζοῦμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ προσφέρουμε στὸν σύγχρονο κόσμο τὴ μαρτυρία της. Τότε οἱ μουσουλμάνοι θὰ χρειάζονται περισσότερο νὰ μάθουν τὴν Ὀρθοδοξία στὸν τόπο ποὺ τοὺς δίνει τὸ ψωμί τους καὶ λιγότερο τὸν ἰσλαμισμὸ ποὺ ἤδη γνωρίζουν. Τὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο εἶναι ποὺ χρειαζόμαστε ὅλοι μας».
Μία συζήτηση ὅμως μὲ τὸν συγκεκριμένο ἱεράρχη, ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἐντυπωσιακὸ ἐπιστημονικὸ παρελθόν, μὲ καθαρὰ θετικὴ σκέψη καὶ μὲ ἀφοπλιστικὴ ἁπλότητα, δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ στὸ θέμα τῆς ἐπικαιρότητας.
Τριάντα μέρες στὴν περιοχή, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἀπεχθάνεται ἀξιώματα, πολυτελῆ ἐνδύματα καὶ πομπώδεις ἐμφανίσεις, κατάφερε μὲ εὐγένεια καὶ σύνεση νὰ δώσει τὸ στίγμα μίας Ἐκκλησίας ποὺ ξέρει νὰ κάνει παρὰ νὰ δείχνει, καὶ προτιμᾷ νὰ ἀγκαλιάζει παρὰ νὰ ἀντιπαρατίθεται. Ἤδη μοιράζεται τὸ ὅραμά του γιὰ νέες ἐνορίες στὴν ἀναπτυσσόμενη ἐπαρχία του, μεταξὺ τῶν ὁποίων μία ἀγγλόφωνη, μία ἀραβόφωνη καὶ μία ῥωσόφωνη.
«Ἡ Ἐκκλησία», τονίζει, «εἶναι μία ἀγκαλιὰ ποὺ ξέρει νὰ τολμᾷ, νὰ ἀνοίγεται, νὰ συγχωρεῖ καὶ νὰ προσφέρεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο».
Στόχος του ἡ «ἀναβάθμιση» τῶν μυστηρίων, ἡ ἀποδέσμευσή τους ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ παράμετρο, ἡ προσφορὰ τοῦ Θεοῦ ἐντελῶς «δωρεάν». «Ὁ Θεὸς προσφέρεται, χαρίζεται. Δὲν ἐξαγοράζεται, οὔτε ἀνταλλάσσεται». Καὶ συνεχίζει:
«Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι δύσκολο, γιατί οἱ ναοὶ ἔχουν ἔξοδα. Μὰ ὁ κόσμος ἤδη καταθέτει τὴν εἰσφορά του, ἀγοράζοντας τὸ κεράκι του. Στὴν οὐσία, ἡ ἀγορὰ τοῦ κεριοῦ εἶναι πλούσια εἰσφορὰ στὸν ναό. Γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ πουλάει τὸ κερὶ ἀλλὰ νὰ τὸ προσφέρει στοὺς πιστούς...
»Ἀνάβουμε ὅλα τὰ φῶτα, ξεδιπλώνουμε τὸ καλύτερο χαλί, βγάζουμε ὅ,τι καλύτερο ἔχουμε. Γάμο κάνουμε, χαρὰ ἔχουμε. Δὲν ζητοῦμε τίποτα. Τὰ δίνουμε ὅλα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχοντιά. Μοῦ φαίνεται ἀδιανόητο, ὅταν σὲ ἕνα γάμο ὅλοι, συγγενεῖς καὶ φίλοι, προσφέρουν τὸ δῶρο τους, ἡ Ἐκκλησία νὰ ἁπλώνει τὸ χέρι. Εἶναι σὰν νὰ κάνει τὸν γάμο χωρὶς νὰ συμμετέχει σ᾿ αὐτὴν τὴ χαρά.
»Ἐγὼ θὰ πρότεινα νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ δῶρο μας. Σὲ κάθε γάμο. Ἕνα ἐκκλησιαστικὸ δῶρο. Γιὰ παράδειγμα, μία χρυσόδετη Καινὴ Διαθήκη. Κι ἂς μὴ τὴν ἀνοίξουν ποτέ. Θὰ ἔχει ἤδη ἀνοίξει ἡ καρδιά τους. Θὰ ἔχουν γνωρίσει μία Ἐκκλησία ποὺ εἶναι μάνα μὲ εὐγένεια καὶ ἀρχοντιά. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρῶ αὐτονόητα. Ἐκκλησία σημαίνει κοινωνία, μοίρασμα, προσφέρομαι καὶ κομματιάζομαι γιὰ τὸν ἄλλον. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἀξίζει. Αὐτὴν θέλουμε».
Copyright © 2004 Χ. Κ. Τεγόπουλος Ἐκδόσεις Α.Ε.