Συνέντευξη στην Μαρία Παπουτσάκη
Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 11 Μαρτίου 2001
Ὅταν ἦταν 30 ἐτῶν, δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὸν ἑαυτό του κληρικό. Τώρα, στὰ 46 του, δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τὸν ἑαυτό του κάτι ἄλλο. Σπούδασε φυσικὴ στὴν Ἑλλάδα καὶ μετὰ ἀστροφυσικὴ στὸ Χάρβαρντ.
* Σύμβουλος στὸ Διαστημικὸ Κέντρο τῆς NASA, ὁ πατὴρ Νικόλαος Χατζηνικολάου δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε «κλασικὸς μοναχός».
* Ἀπεχθάνεται τὴ δημοσιότητα. Κι ἴσως αὐτὸς νὰ ἦταν ὁ βαθύτερος λόγος ποὺ ἀρνήθηκε νὰ γίνει ἐκπρόσωπος τοῦ ἀρχιεπισκόπου.
* Ἡ ἀγάπη του ὅμως «πρὸς τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ἡ ζωή», ἴσως τὸν ἔκανε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν βιοηθική, καθὼς εἶναι πρόεδρος τῆς ἁρμόδιας ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κέντρου ποὺ στεγάζεται στὸ μετόχι τῆς Σιμωνόπετρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους -ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει καὶ ὁ πατὴρ Νικόλαος, στὸν Βύρωνα.
ΕΡ.: Πῶς ἔρχεστε σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους;
ΑΠ.: Δὲν θέλω νὰ πείσω τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν θέλω νὰ τοὺς σώσω. Οὔτε κὰν νὰ τοὺς βοηθήσω. Ἡ ἐπαφή μου μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι προσπάθεια κοινωνίας: Νὰ μοιραστῶ! Γιατί βοηθῶ σημαίνει εἶμαι ὁ ἰσχυρός, ὁ κατέχων καὶ ὁ βοηθούμενος εἶναι ὁ ἀσθενής, ὁ στερούμενος, ὅποτε ἔχει ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς. Κι αὐτὸ εἶναι καταστροφὴ γιὰ τὸ Χριστιανισμό. Κοινωνῶ καὶ μοιράζω σημαίνει εἶμαι στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Ζοῦμε σὲ μία κοινωνία ποὺ στηρίζεται σὲ δυὸ πόδια: τὸ λόγο καὶ τὴν εἰκόνα. Ἔχουμε πολλὴ ῥαδιοφωνία καὶ τηλεόραση. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ εἶναι πληθωρικὴ στὸ λόγο, ἡ ἀνάγκη γιὰ σιωπὴ εἶναι μεγαλύτερη. Πιστεύω στὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ θησαυροὶ τοῦ Θεοῦ κρύβονται καὶ σιωποῦν. Ἡ ἀλήθεια ὅταν φανερώνεται ξοδεύεται καὶ ὑποβαθμίζεται. Ἡ Ἐκκλησία ὁμιλεῖ διότι ξέρει νὰ ἀγαπᾷ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀφάνεια. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ὁ πλοῦτος τῆς ἀλήθειάς της. Ἡ κύρια δύναμή της δὲν εἶναι ὁ λόγος καὶ τὸ κήρυγμά της, ἀλλὰ ἡ προσευχή της. Ὁ Θεὸς τὴν ἐνδιαφέρει πρωτίστως καὶ ἔπειτα ὁ λαός. Ὁ λαός, τὸ πλῆθος, συχνὰ ἀλλοιώνει τὸ πρόσωπο. Ὁ Θεὸς τὸ ἀναδεικνύει. Ἡ προσευχή, περισσότερο, εἶναι σιωπηλὸς ἀναστεναγμὸς παρὰ λόγος καὶ ἐπιχειρήματα στὸ Θεό.
ΕΡ.: Γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, ἀρνηθήκατε τὴ θέση τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστόδουλου;
ΑΠ.: Ὄχι ἀκριβῶς. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ὁ καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ ὁ καιρὸς τοῦ λαλεῖν. Ἁπλὰ νομίζω ὅτι τύποι σὰν τὸ δικό μου, δὲν κάνουν γιὰ τὸ γραφεῖο τύπου. Ἐγὼ οὔτε τηλεόραση βλέπω, οὔτε ῥαδιόφωνο ἀκούω, οὔτε ἐφημερίδες διαβάζω. Ζημιὰ θὰ προκαλοῦσα. Βέβαια καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μου στὴν Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς λειτούργησαν ἀπαγορευτικὰ γιὰ κάτι τέτοιο.
ΕΡ.: Πῶς κρίνετε τὴν εἰκόνα τῶν μητροπολιτῶν ποῦ λειτουργοῦν ντυμένοι μὲ πολυτελῆ ἄμφια;
ΑΠ.: Δὲν μ᾿ ἀρέσει αἰσθητικά. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ παρέλαση τῶν μιτροφόρων ἀρχίζει νὰ εἶναι κάτι τὸ ὑπερβολικό, παύει νὰ εἶναι σεμνό. Καταστρέφει τὸ κατανυκτικό. Σίγουρα, ὁ πειρασμὸς τῆς ἐπίδειξης μὲ κοσμικὰ κριτήρια εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ ἀμφίεση τῶν κληρικῶν δὲν πρέπει νὰ θυμίζει τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ τὴν θεόμορφη ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Ἂν καὶ ἡ δόξα τοῦ παρελθόντος καὶ ἡ ἱστορικὴ συνέπεια ἐπιβάλλουν κάποια μεγαλοπρέπεια, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ στρέφεται περισσότερο στὸ βάθος τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ μέλλον, τὴν προοπτική μας. Σεβόμαστε τὴν ἱστορία καὶ τοὺς συμβολισμούς. Ἀλλὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν οὐσία.
ΕΡ.: Ποιὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος ποῦ ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία;
ΑΠ.: Δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τίποτε. Ἡ σκέψη ὅμως μίας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ κιβωτὸς σωτηρίας καὶ ἀλήθειας, γίνεται ἐπίγειος ὀργανισμὸς μὲ ἐφήμερη νοοτροπία καὶ ἀντίληψη, προκαλεῖ βάναυσα τὴν πίστη. Αὐτὸς εἶναι ὁ κίνδυνος νὰ χάσουμε ἐμεῖς τὴν Ὀρθοδοξία. Νομίζω ὅτι κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση. Δηλαδή, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀποκτᾷ ὑπερβολικὴ ἐφημερότητα ἐπιγειότητα, τότε χάνει τὴν ἀληθινὴ ἔκφραση καὶ ὀμορφιά της. Γυμνώνεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο της. Ὁ ἱερέας δὲν εἶναι ὑπηρέτης τοῦ λαοῦ, ἂν εἶναι ὑπηρέτης, τότε εἶναι μόνον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐξαντλεῖ τὸ μήνυμά της στὸ σήμερα, στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, τότε φράζει τοὺς ὁρίζοντες τῆς ψυχῆς στὸ αἰώνιο, στὸ θεϊκό, στὸ ὑπερβατικό. Τὸ μοντέλο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ καλός, ἠθικός, σωστός, τίμιος, ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος. Κι ὁ Ἅγιος εἶναι θεόμορφος. Τὸν βλέπεις καὶ χωρὶς ν᾿ ἀνοίξει τὸ στόμα, τοῦ λές: Ναί, ὑπάρχει Θεός.
ΕΡ.: Ποιὸς εἶναι ὁ στόχος σας, πατέρα Νικόλαε; Ἡ ἁγιότητα;
ΑΠ.: Οἱ ἁμαρτίες εἶναι ἕνα τίποτα μπροστὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ἁπλῶς γιὰ νὰ ταπεινώνουν. Ἐγὼ βάζω τὸν πῆχυ ὅσο πιὸ ψηλὰ γίνεται. Καί, φυσικὰ στὴν Ἐκκλησία, δὲν περιμένουμε νὰ περάσουμε πάνω ἀπ᾿ αὐτόν, γιατί κινδυνεύουμε ἀπὸ ἀλαζονεία. Περνώντας κάτω ἀπ᾿ αὐτόν, μᾶς μένει ἡ ταπείνωση.
ΕΡ.: Εἶστε μοναχός, ἀλλὰ ζεῖτε μέσα στὸν κόσμο;
ΑΠ.: Εἶμαι μισὸς μοναχὸς καὶ μισὸς παπάς. Ἀλλὰ προσπαθῶ νὰ τιμῶ τὸ μισὸ πετραχείλι μου καὶ τὸ μισὸ κουκοῦλι μου.
ΕΡ.: Δὲν νομίζετε ὅτι μερικὲς φορὲς ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος;
ΑΠ.: Ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε καὶ σὲ ὅλους ἄδικος. Ἀλλὰ μὲ πολὺ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἡ πεζὴ ἀνθρώπινη λογικὴ ὑπαγορεύει. Ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεός Του, ζητοῦμε νὰ ξεχάσει τὴ δικαιοσύνη Του. Μὲ τὸ «Κύριε ἐλέησον», ῥουσφέτι ζητᾶμε. Ἡ σωτηρία μας στηρίζεται στὴν ἀδικία τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ ἐλέους Του.
ΕΡ.: Τί πιστεύετε γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα;
ΑΠ.: Ἔχω μεγάλη δυσκολία νὰ κατανοήσω τί θὰ πεῖ «ἐκκλησιαστικὴ πολιτική», «ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης» καὶ τί θὰ πεῖ «θρησκευτικὴ ἐπίσκεψη». Ἐγὼ καταλαβαίνω τί θὰ πεῖ Θεὸς Πατέρας, ὄχι ἡγέτης, καὶ τί χάρις, ὄχι πολιτική. Ὅσο γιὰ τὸν ὅρο ἐπίσκεψη, αὐτὸς μοῦ θυμίζει κονφορμισμό, τουρισμό, συμβατικότητα. Στὴν Ἐκκλησία μία ἐπίσκεψη γνωρίζουμε, αὐτὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Δὲν κάνουμε ἐπισκέψεις. Δεχόμαστε «ἐπισκέψεις». Πάντως, ἂν ὁ πάπας εἶχε ἀληθινὴ ἀγάπη, θὰ καταλάβαινε ὅτι κανέναν δὲν θὰ ὠφελήσει ἡ δική του ἐπίσκεψη στὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι χρειαζόμαστε εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας.
Copyright © 2004 Χ. Κ. Τεγόπουλος Ἐκδόσεις Α.Ε.