Βαρνάβας ὁ Ἀπόστολος γεννήθηκε στὴν Κύπρο,
ἀπ᾿ τὴν φυλὴ Λευῒ κι αὐτός, καὶ Ἰουδαῖος ἦτο.
Πρῶτα λεγόταν Ἰωσήφ, μετὰ εἶπαν Βαρνάβα,
ἔγινε Ἀπόστολος Χριστοῦ στὸ ποίμνιο ἀμνάδα.
Βαρνάβας «υἱὸς παρηγοριᾶς» σημαίνει τ᾿ὀνομά του,
κι ἑβδομήντα Ἀπόστολοι βρισκότανε κοντά του.
Μάρκος ὁ Εὐαγγελιστὴς ἤτανε ἀνεψιός του,
συνεργαζότανε μαζὶ τὸν εἶχε βοηθό του.
Ἦν τοῦ Βαρνάβα ἀδελφή, τοῦ Μάρκου ἡ μητέρα,
δεξί του χέρι στὶς δουλιὲς τὸν εἶχε πᾶσα ἡμέρα.
Μαρία ἡ μητέρα του γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι
ἔγινε «Δεῖπνος Μυστικὸς» εἰς τὸ δικό της σπίτι.
Ἐμοίρασε εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλη περιουσία,
καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμεινε πτωχὸς εἰς τὴν οὐσία.
Ὅταν ὁ Παῦλος ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι τοῦ εἶχαν δυσπιστία.
Βαρνάβας ὁ Ἀπόστολος τοὺς μίλησε κατόπιν
τοὺς εἶπε γιὰ τὴν Δαμασκό, πῶς ἄλλαξαν οἱ τρόποι.
Κατόπιν ἀνεζήτησε εἰς τὴν Ταρσὸν τὸν Παῦλο,
καὶ συνεργάτης ἔγινε σὲ δάσκαλο μεγάλο.
Στὴν Κύπρο κήρυξαν Χριστὸν Βαρνάβας μὲ τὸν Παῦλο,
ἦταν καὶ Μάρκος ἀνεψιός, βοήθεια τῶν δασκάλων.
Ἀπὸ τὴν Κύπρο φύγανε πῆγαν στὴν Πισιδία,
ὁ Μάρκος ἐκουράστηκε ἀπ᾿τὴν ὁδοιπορία.
Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀμέσως ἐπιστρέφει,
κήρυτταν οἱ Ἀπόστολοι μὲ ὄρεξη καὶ κέφι.
Τοὺς Ἰουδαίους δίδαξαν ποὺ ἦταν στὴν Πισιδία,
τοὺς εἶπαν γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Γιὰ τοὺς προφῆτες ἔλεγαν, Πρόδρομο Ἰωάννη,
τοὺς ἄρεσε τὸ κήρυγμα θέλουν ν᾿ ἀκούσουν πάλι.
Ἔτσι τὸ ἄλλο Σάββατο ἐκήρυξαν ἐπίσης,
ὅσοι ἦσαν φανατικοί, ἔφερναν ἀντιῤῥήσεις.
Τότε οἱ δυὸ Ἀπόστολοι κάνουν διδασκαλία
εἰδωλολάτρες βρήκανε τοὺς κάνουν ὁμιλία
χάρηκαν κι ἐπίστεψαν εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν πόλι Ἰκονίου
δίδαξαν στὴν Συναγωγὴ τὸν Λόγον τοῦ Κυρίου.
Πιστέψαν τότε ἀρκετοὶ καὶ Θέκλα ἡ πρωτομάρτυς
κι αὐτὴ μερίδα αἱρετικῶν βάζει τὰ σκάνδαλά της.
Ἐξεσηκώσαν τὸν λαόν, θέλουν ν᾿ ἀποφασίσουν
τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς λιθοβολήσουν.
Στὰ Λύστρα οἱ Ἀπόστολοι ξεκίνησαν νὰ πᾶνε,
ἕνας χωλὸς δὲν περπατῇ, τὰ πόδια του πονᾶνε.
Σὰν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ἐν τῷ ἅμα
ὁ Παῦλος προσευχήθηκε, περπάτησε μὲ θαῦμα.
Στὴ Δέρβη σὰν ἐδίδαξαν, πῆγαν Ἀντιοχεία,
νὰ στερεώσουν χριστιανοὺς στὴν πίστι τὴν ἁγία.
Φεύγουν ἀπὸ Ἀντιόχεια, πᾶνε Μικρὰν Ἀσία,
γιὰ νὰ στηρίξουν χριστιανοὺς εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Συμφώνησαν οἱ Ἀπόστολοι, Βαρνάβας μὲ τὸν Παῦλο
καὶ ἔκαναν τὸν κύκλο τους ἀκόμα πιὸ μεγάλο.
Πῆρε ὁ Παῦλος συντροφιὰ τὸν Σίλα στὴν Συρία,
γιὰ νὰ κηρύξουνε ἐκεῖ καὶ εἰς τὴν Κιλικία.
Βαρνάβας τότε ἐκάλεσε Μάρκο τὸν ἀνηψιό του,
στὴν Κύπρο πήγανε μαζί, τὸν εἶχε βοηθό του.
Καὶ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, πᾶνε στὴ Σαλαμίνα,
Ἐπίσκοπο χειροτονοῦν Βαρνάβα σ᾿ ἕνα μήνα.
Ἐπίσης χειροτόνησαν στὴν πόλι τοῦ Κιτίου
ἐπίσκοπον τὸν Λάζαρον, τὸν φίλο τοῦ Κυρίου.
Βαρνάβας κήρυττε Χριστὸν στὴν Κύπρο καὶ στὴ Ῥώμη,
τὸν Κλήμη ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο ἀκόμη.
Στὴν Σαλαμίνα ἐκήρυττε γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο
μιὰ μέρα ἐσηκώθηκε τὸ πλῆθος ἐρεθισμένο.
Τὸν δέσανε οἱ ἄπιστοι ἀπὸ τὸν τράχηλό του,
στὴν πόλι τόνε σέρνουνε, δὲν θέλουν τὸ καλό του.
Ἐκεῖ τὸν λιθοβόλησαν ἕνδεκα Ἰουνίου,
τὸ σῶμα ρίχνουν στὴν φωτιὰ γιὰ νὰ καῇ τ᾿ Ἁγίου.
Τὸ ἱερό του Λείψανο, Μάρκος ὁ ἀνηψιός του,
τὸ ἔδωσε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ ἐνταφιασμό του.
Μαρτυρικὸς ὁ θάνατος τ᾿ Ἀπόστολου Βαρνάβα,
στὴν Κύπρο ἐμαρτύρησε μὲ πόνο καὶ μὲ λαύρα.
Ὁ Μάρκος ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ, στὴν Ἔφεσο πηγαίνει,
τὸν θάνατο τοῦ θείου του, στὸν Παῦλο ἀπαγγέλλει.
Ἦταν πολλὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν οἱ δύο,
ὁ Παῦλος συνεργάτης του, Μάρκος δικός του θεῖος.
Στὸν τάφο ὅταν πήγαιναν Ἀπόστολου Βαρνάβα,
ἄῤῥωστοι ἐγιατρεύονταν ἀράδα στὴν ἀράδα.
|