ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΣΕ ΕΜΜΕΤΡΟ ΛΟΓΟ

Copyright © 2017 Μᾶρκος Σκουλᾶτος,
Τρίποδες Νάξου, 843 00 Νάξος,
Τηλ.: 22850-41277

Φωτοστοιχειοθεσία – Σχεδιασμὸς Ἐξωφύλλου:
Μπακογιάννη Ἀθ. Ἀσπασία
Σάμου 66, 123 43 Αἰγάλεω,
Τηλ.: 210-53 12 704
e-mail: aspampako@yahoo.gr

Ἐκτύπωση-Βιβλιοδεσία: Ζαρακιώτης Φώτης
Καλλιδρόμου 16, Περιστέρι,
Τηλ.: 210-57 71 008,
e-mail: printzar1@gmail.com
Διόρθωση κειμένου: Γεωργία Καλύβα
Εἰκόνα ἐξωφύλλου: Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια

Γίνονται εὐπρόσδεκτες εἰσφορές δι᾿ εὑρυτέραν διάδοσιν Χριστιανικοῦ ἱεραποστολικοῦ βιβλίου

Ἀπαγορεύεται ἡ μερικὴ ἤ ὁλικὴ ἀναδημοσίευση τοῦ ἔργου αὐτοῦ, καθώς καὶ ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ὁποιοδήποτε μέσο χωρὶς σχετικὴ ἄδεια τοῦ συγγραφέα.

Μᾶρκος Σκουλᾶτος Ἱεροψάλτης

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΣΕ ΕΜΜΕΤΡΟ ΛΟΓΟ

ΤΡΙΠΟΔΕΣ ΝΑΞΟΥ 2017

ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ.................................................................................................. 7
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟ (26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ) 23
Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ 30
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ 46
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ 60
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ (12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ) 75
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ (12 ΙΟΥΝΙΟΥ) 83
Η ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ................................................................................................ 94
Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ 117

- 5 -

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ

Τοῦ Ὁσίου Παϊσίου ἦταν καταγωγή του
στὴν Αἴγυπτο γεννήθηκε ἀπὸ πιστούς γονεῖς του.

Ἔτος 300 μ.Χ. ἦταν χρονολογία
γονεῖς εἶχαν ἑπτὰ παιδιὰ ἐντὸς οἰκογενείας.

Ἤτανε πολὺ πλούσια ἡ οἰκογένειά του
καὶ ἐμοίραζαν εἰς τούς πτωχούς ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά τους.

Ὅσο αὐτοὶ ἐμοίραζαν τόσο ὁ Θεὸς τούς δίνει καὶ τότε διπλασίασαν τὴν ἐλεημοσύνη.

Ἀπέθανε ὁ πατέρας τους, ἔμεινε ἡ φροντίδα ἀνάλαβε ἡ μητέρα του χήρα ἀλλ᾿ ἡρωίδα.

Φροντίδα στὸν Παΐσιον τώρα ἡ μητέρα ἔχει καὶ σὰν μικρότερο παιδὶ θέλει νὰ τὸ προσέχει.

Ἡ μητέρα του τὸν ἀφιερώνει στὸν Θεό

Μιὰ νύκτα ποὺ κοιμότανε ἡ μητέρα Παϊσίου ἐφάνηκε στὸν ὕπνο της ὁ Ἄγγελος Κυρίου.

Τῆς εἶπε μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς ἐδῶ νὰ μὴν λυπᾶσαι δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσει ἡ χάρη του ποτὲ μονάχη νὰ ᾿σαι.

Μονάχα ἕνα ἀπὸ τούς γιούς νὰ τὸν ἀφιερώσεις καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεὸν πρόθυμα αὐτὸ νὰ δώσεις.

Ἡ μητέρα λέγει στὸν Ἄγγελο νὰ πάρει ὅποιον θέλει,
ὁ Ἄγγελος τότε ἔπιασε Παΐσιον ἀπ᾿ τὸ χέρι·
αὐτὸς ἀρέσει στὸν Θεόν, εἶπε εἰς τὴν μητέρα.

Ἡ μητέρα τοῦ Παΐσιου πῆρε χαρὰ μεγάλη,
καὶ τὸ πρωὶ ἐξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο πάλι.

Κοντὰ στὸν Ἀββὰ Παμβῶ

Τὴν προσευχή της ἔκανε στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει, νὰ ἀφιερώσει Παΐσιον εἶν᾿ εὐχαριστημένη.

Ἐγέμιζε ὁ Παΐσιος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη στὴν ἡλικία ἔφθασε ἔγινε παλικάρι.

Τοῦ ἔκανε τότε ὁ Παμβῶ καλὴ διδασκαλία πιὸ νέος ὁ Παΐσιος ἦταν στὴν ἡλικία.

Τοῦ ἔλεγε ἕνα ἄνθρωπο ὅταν τὸν κουβεντιάζει δὲν πρέπει εἰς τὸ πρόσωπο ποτὲ νὰ τὸν κοιτάζει.

Στὴ γῆ πάντοτε ὁ ἄνθρωπος σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ μὲ τὸ νοῦ νὰ σκέφτεται τοῦ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Τὰ φλογερὰ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπε τοῦ Παϊσίου τὰ ἄκουγαν προσεκτικὰ τὰ ὦτα τοῦ ὁσίου.

Ὁ Παΐσιος λόγια Θεοῦ νὰ ἀκούει πάντα θέλει ποὺ ὁ Παμβῶ τοῦ τὰ ᾿λεγε γλυκύτερα ἀπ᾿ τὸ μέλι.

Ὁ θάνατος τοῦ Παμβῶ

Ὁ Παμβῶ τελείωσε τὴν πρόσκερη ζωή του ἔπρεπε στὰ οὐράνια νὰ πάει ἡ ψυχή του.

Εὐχήθη τὸν Παΐσιον, τοῦ εἶπε προφητεῖες καὶ ἔφυγε χαρούμενος δι᾿ οὐράνιες οἰκεῖες.

Ζωή μας ἐπερνούσαμε οἱ δυό μας κάθε μέρα μὲ τὸν Παμβῶ τὸν εἴχαμε πνευματικὸ πατέρα.

Μᾶς ἔλεγε λόγια Θεοῦ νὰ ᾿χουμε τὴν εὐχή του
καὶ αἰώνια στὸν οὐρανὸ θὰ ἀγάλλεται ἡ ψυχή σου.

- 8 -

Σε ὑψηλότερη ἄσκηση

Τὸ πνεῦμα τὸ Πανάγιον τὸν εἶχε ἐνισχύσει καὶ ἀγωνίζεται σκληρὰ θέλησε να ἀρχίσει.

Ὅλη ἑβδομάδα ἐνήστευε τὸ Σάββατο τρώει κάτι καὶ τότε οὔτε φαγητὸ μόνο ψωμὶ καὶ ἁλάτι.

Ἐδιάβαζε λόγον Θεοῦ νὰ τόνε δυναμώνει
καὶ ἡ καλύτερη τροφὴ ἦταν γιὰ ἐκεῖνον μόνη.

Ἐμελετοῦσε ἐδιάβαζε ὡραία προφητεία στὴ Διαθήκη Παλαιὰ εἶν᾿ τοῦ Ἱερεμία.

Ἐδιάβαζε πολλές φορές καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε πολλές φορές στὸν Παΐσιον προφήτης ἐξηγοῦσε.

Τ᾿ ἀπόκρυφα νοήματα τῆς κάθε προφητείας στὸν Παΐσιο τὰ ἐξηγεῖ ὅλα ὁ Ἱερεμίας.

Ὁ Ἰωάννης καὶ Παΐσιος κάνουν τὴν προσευχή τους νὰ δοῦν ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ζήσουν τὴ ζωή τους.

Ἐπῆγε ἕνας Ἄγγελος ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν,
στὸν Ἰωάννη ὁ Ἄγγελος ἐμίλησε πρῶτα.

Ἐσὺ ποὺ κάθεσαι ἐδῶ στὸ μέρος νὰ καθήσεις θὰ λέγεις λόγον τοῦ Θεοῦ ψυχές θὰ ὠφελήσεις.

Καὶ λέγει στὸν Παΐσιον ψυχὴ νὰ ὠφελήσει νὰ πάει εἰς τὴν ἔρημο ἐκεῖ νὰ κατοικήσει.

Στὴν ἔρημο ὁ Παΐσιος εὐρῆκε ἕνα βράχο
τὸν ἔσκαψε τὸν ἔκανε σὰν σπήλαιο μονάχο.

Εἶχε τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ὀρθοφροσύνη
στίς ἀρετές τὸν ἐπαινεῖ Χριστὸς τὴν ὥρα ἐκείνη.

- 9 -

Ἐμφανίζεται ὁ Σωτῆρ

Μιὰ μέρα προσευχότανε Παΐσιος στὴ σπηλιά του ἔξαφνα φανερώνεται ὁ Σωτήρας μας μπροστά του.

Ἐκεῖ ποὺ ὁ Παΐσιος ἔκανε προσευχή του τοῦ ὁμίλησε ὁ Κύριος ἄκουσε τὴ φωνή του.

«Εἰρήνη σοὶ τῷ ἀγαπημένῳ μου Παΐσιῳ» φοβήθηκε ὁ Παΐσιος Κύριε τὶ ὁρίζεις;

Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστὸς βλέπεις αὐτὴ τὴν πλάτη θὰ ᾿ναι μὲ σένα ὅλη αὐτὴ μὲ ἀσκητάς γεμάτη.

Καὶ θὰ διδάξετε ἐδῶ τὸ Ἅγιον ὄνομά μου·
θὰ εἶναι ὅσοι πιστέψουνε αἰώνια κοντά μου.

Σὰν ἄκουσε ὁ Παΐσιος τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἔπεσε κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ λέγει τοῦ ἰδίου.

Στὴν ἔρημο οἱ ἀσκηταὶ θὰ κάνουν θέλημά σου παρακαλῶ ὅμως πολὺ τὴν ἀγαθότητά σου.

Ποὺ θὰ βρεθοῦν τὰ πράγματα ποὺ θὰ ᾿χουν ἀναγκαία γιὰ νὰ περνοῦν στὴν ἔρημο ὄμορφα καὶ ὡραία;

Καὶ πάλι ὁ Παΐσιος τὸν Κύριον ἐρωτάει
πώς θὰ νικήσουν τὸν ἐχθρὸν ὁ Κύριος ἀπαντάει.

Τάς ἐντολάς μου ἄν τηροῦν μὲ καθαρὰ καρδία θὰ ἀναδείξω κληρονόμους τῆς Ἄνω Βασιλείας.

Αὐτὰ εἶπε στὸν Παΐσιο ὁ Κύριος καὶ μόνο καὶ ἔφυγε ἀνέβηκε στοῦ οὐρανοῦ τὸν θρόνο.

- 10 -

Ὁ διάβολος τὸν πείραξε

Ὁ σατανάς στὴν Αἴγυπτο ἐτότε κατεβαίνει πηγαίνει σ᾿ ἕναν πλούσιο, μορφὴ Ἀγγέλου παίρνει.

Τοῦ εἶπε πάρε χρήματα καὶ ὅταν ξεκινήσεις στὴν ἔρημο Παΐσιον ἐκεῖ θὰ συναντήσεις.

Εἶναι Ἡγούμενος ἐκεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι
καὶ θὰ μοιράσει χρήματα σ᾿ ὅλους τούς καλογήρους.

Στὴν ἔρημο ὁ πλούσιος Παΐσιον τὸν βλέπει
τοῦ ἔδωσε τὰ χρήματα νὰ δίνει ἐκεῖ ποὺ πρέπει.

Δέν θέλουν ἐδῶ χρήματα τοῦ εἶπε οἱ καλογῆροι ἔχουνε ὅτι χρειάζεται μέσα στὸ μοναστήρι.

Τοῦ εἶπε ὑπάρχουνε πτωχοὶ μέσα στὴν πολιτεία σ᾿ αὐτούς νὰ δώσει χρήματα ποὺ ἔχουν δυστυχία.

Στοῦ Παϊσίου τὴ σπηλιὰ πῆγε νὰ συναντήσει ὁ διάβολος τὸν Παΐσιον ἐκεῖ νὰ τοῦ μιλήσει.

Μὲ νίκησες Παΐσιε καὶ φεύγω ἀπὸ ἐσένα συνέτριψες παγίδες μου νικήθηκα ἀπὸ σένα.

Ὁ Παΐσιος στὸν διάβολο ἐμίλησε καὶ πάλι τοῦ εἶπε ἡ κακία του εἶναι πολὺ μεγάλη.

Ἔφυγε τότε ὁ διάβολος καταντροπιασμένος ἀπὸ πατέρα Παΐσιον ἤτανε νικημένος.

Τὸ χάρισμα τῆς ἀσιτίας

Ἔφυγε ὁ Παΐσιος στὴν ἔρημο νὰ ζήσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ θέλει ἐκεῖ νὰ ζήσει.

Τὸ πνεῦμα τὸ Πανάγιον μέσα του κατοικοῦσε
μὲ τὸ Δεσπότη καὶ Χριστὸν πάντα συνομιλοῦσε.

- 11 -

Τὸ πνεῦμα τὸ Πανάγιο μέσα του κατοικοῦσε καὶ τῶν δικαίων θησαυρούς πάντοτε ἐθωροῦσε.

Μιὰ μέρα προσευχότανε δὲν τόχε καταλάβει· καὶ βρέθηκε στὸν οὐρανὸ ἔκσταση εἶχε λάβει.

Σὰν Παῦλο τὸν Ἀπόστολον ἔβλεπε ἡ ψυχή του· ὡραία καὶ ἐξαίσια κάλλη τοῦ παραδείσου.

Χάρισμα πῆρε ἀπ᾿ τὸ Θεὸν ἐγκράτεια ἀσιτία
καὶ κοινωνοῦσε κάθε Κυριακὴ τὴ Θεία Κοινωνία.

Ὅλην ἑβδομάδα νηστικὸς πάντα τὴν ἐπερνοῦσε ὡς τὴν ἑπομένη Κυριακὴ ποὺ ξανακοινωνοῦσε ἀπίστευτο καὶ ἀληθινὸ γράφει ἡ βιογραφία.

Ἰωάννης ἐλεγότανε συνασκητής Ἁγίου αὐτὸς τὸν βίον ἔγραψε ὁσίου Παϊσίου.

Δεκαετίες ὁλόκληρες ἔκανε τὴν νηστεία χωρίς σωματικὴ τροφὴ μὲ Θεία Κοινωνία.

Τοῦτο δὲν εἶναι θαυμαστὸν οὔτε ἀδυναμία εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα καὶ παντοδυναμία.

Τὸ σῶμα γιὰ τὰ φαγητὰ εἶχε ὁ Θεὸς πλασμένο ὅμως τὸ χάρισμα αὐτὸ τοῦχε ὁ Θεὸς δοσμένο.

Τὸ χάρισμα στὸν Παΐσιον Θεὸς τόχε χαρίσει ἦταν ὁ Θεῖος Παΐσιος ἀνώτερος ἀπ᾿ τὴ φύση.

Ἤτανε θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ χάρισμά του δῶρον τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς διὰ χαρίσματά του.

- 12 -

Πλήθη πιστῶν

Ἐπήγαιναν κόσμος πολύς ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦσε καὶ ὁ ὅσιος Παΐσιος ὅλους τούς νουθετοῦσε.

Ὅσοι γινόταν μοναχοὶ τούς βάζει σὲ μοναστήρι νὰ τούς διδάσκουνε Θεοῦ λόγια οἱ καλογῆροι.

Τούς ἄλλους ποὺ ἐπήγαιναν νὰ μένουνε κοντά του ποτὲ δὲν ἀπόδιωχνε ἀπὸ τὴν συντροφιά του.

Ὅσοι μποροῦσαν καὶ ἔκαναν τὴν κάθε ἐργασία τούς εὕρισκε πάντα δουλειά, τρέχουν μὲ προθυμία.

Τούς εἶπε μὲ τὸν κόπο του ἐργάζεται νὰ δίνει νὰ δίνουνε εἰς τούς πτωχούς τὴν ἐλεημοσύνη.

Τούς ἔδωσε μιὰ ἐντολὴ νὰ ἔχουν κάθε ἡμέρα· νὰ κάνουν πάντα θέλημα πνευματικοῦ πατέρα.

Ποιὸ βαθειὰ στὴν ἔρημο

Ἔφυγε ὁ Παΐσιος στὴν ἔρημο πηγαίνει· μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο κατοίκησε καὶ μένει.

Μιὰ μέρα ποὺ ὁ Παΐσιος ἔκανε προσευχή του παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἤτανε μαζί του.

Ὁ ὅσιος τότε στὴ γῆ ἔπεσε φοβισμένος
ποὺ ἔβλεπε τὸν Κύριον μὲ λάμψη στολισμένο.

Ὁ δὲ Σωτήρας μας Χριστὸς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν σήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ· ψηλὰ τὸν εἶχε φέρει.

Τοῦ μίλησε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὴν φοβᾶται γιατὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του πολὺ εὐχαριστείται.

Ἐχάρηκε ὁ Παΐσιος στὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος στὰ μάτια Παϊσίου.

- 13 -

Νὰ φροντίζει γιὰ τὶς ψυχές τῶν ἄλλων

Νὰ ἀποφεύγει θέλησε ὁ ὅσιος τούς ἀνθρώπους καὶ ἡσυχία ζήτησε νὰ ζῆ σὲ ξένους τόπους.

Στὸν Παΐσιον λέγει ὁ Θεὸς τὴν ἔρημο νὰ ἀφήσει
καὶ σὲ μεγάλη ἔρημο πρέπει νὰ ἀναχωρήσει.

Ἄκουσε ὁ Παΐσιος Κυρίου προσταγή του καὶ τότε ἐξεκίνησε μὲ συμβουλὴ δική του.

Ὁ Κύριος στὸν Παΐσιον τοῦ εἶπε τὸν σκοπό του,
θὰ εἶχε στὰ οὐράνια διπλάσιο μισθό του.

Ὁ πλανόμενος γέροντας

Στὴν Αἴγυπτο ἕνας γέροντας ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του πλανήθηκε ἀπὸ ἄγνοια στὴν πίστη τὴ δικά του.

Ἔλεγε γιὰ τούς χριστιανούς «ὅτι οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ σέβονται καὶ νὰ λατρεύουν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν, τὸ δὲ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ μὴν τὸ λατρεύουν οὔτε νὰ τὸ ὀνομάζουν Θεόν», στὴν πλάνη ὅμως αὐτὴ ὁ Θεὸς ποὺ ἤθελε νὰ μὴν πᾶνε χαμένοι οἱ κόποι καὶ οἱ ἱδρῶτες τοῦ γέροντα, φανέρωσε στὸν Παΐσιον τὰ φρονήματα τοῦ γέροντα καὶ τούς ἱδρῶτες του καὶ τὸ χωριὸ ποὺ κατοικοῦσε.

Στὸν κόσμο ὁ Παΐσιος ἐξήγησεν ἀράδα
ἕνας Θεὸς εἶναι οἱ τρεῖς ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἁγία Τριάδα.

Πατέρα ἔχουμε Θεὸν καὶ τὸν Υἱὸν ἐπίσης
καὶ πνεῦμα τὸ Πανάγιον τὰ τρία μία φύσις.

Θαυμαστές ὁπτασίες προφητεύει γιὰ τὸν Ἀββὰ Ποιμένα

Ὁ Ἱερὸς Παΐσιος ποὺ ἔκανε νηστεία εἴκοσι μέρες μιὰ φορὰ μένει σὲ ἀσιτία.

Τότε τοῦ μίλησε ὁ Χριστὸς γιὰ κακοπάθειά του ποὺ ἔκανε ὁ Παΐσιος γιὰ χάρη ἰδικιά του.

Σ᾿ αὐτὸν ποὺ κάνει τὸ καλὸ θὰ τὸ ἀνταποδώσω διότι χαίρομαι γι᾿ αὐτὰ καὶ θὰ τόνε πληρώσω.

Τὸν κάλεσε ὁ Κύριος νὰ τὸν ἀκολουθήσει
ὁ Παΐσιος τὸν ἀκολουθεῖ ὅπου τὸν ὁδηγήσει.

Εἶδε ἄνδρα μές στὸ σπήλαιο καὶ ἔκανε νηστεία
θὰ τὸν πληρώσει ὁ Χριστὸς γι᾿ αὐτὴ τὴν κακουχία.

Ἔγινε ἄφαντος ὁ Σωτήρ δὲν ἤτανε μαζί του ὁ Παΐσιος ἐπέστρεψε μόνος του στὸ κελί του.

Ἔκανε περισσότερους ἀγῶνες στὴν νηστεία καὶ ἡ τροφή του μόνον ἤτανε ἡ Θεία Κοινωνία.

Χάρη τοῦ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριον νὰ τοῦ δώσει καὶ ἀπὸ πάθη τοῦ θυμοῦ νὰ τὸν ἐλευθερώσει.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ ὅσιος θυμὸν γιὰ νὰ νικήσει
νὰ μὴν μαλώσει μὲ βρισιές οὔτε περιφρονήσεις.

Ἄν τὰ φυλάξεις ὅλα αὐτὰ ποτέ σου δὲν θυμώσεις, τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ θυμὸν θὰ τὸν ἐλευθερώσεις.

Ὁ Παΐσιος ἐρωτᾶ τὸν Κύριον γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ εἶπε μὲ Θεῖον στόμα.

Ἐὰν ἕνας ἀγωνίζεται γιὰ ἄλλους καὶ ἑαυτόν του αὐτὸς εἶν᾿ κληρονόμος μου θὰ πάρει τὸν μισθόν του.

- 15 -

Ὁ ἐρημίτης τῆς Συρίας

Στὰ μέρη τῆς Συρίας ἦταν ἕνα γέροντας ἀγωνιστής ἔκανε προσευχή του.

Ἐπῆγε εἰς τὴν ἔρημο καὶ ἐκεῖ εἶχε συναντήσει ἐβγῆκε ὁ Παΐσιος γιὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσει
δέν ἤξερε ὁ Αἰγύπτιος τὴ γλώσσα νὰ λαλήσει.

Ὁ ξένος ὅταν ἔφθασε τότε εἰς τὴν Νητρία ἐρώτησε ὁ Παΐσιος ποὺ εἶχε κατοικία.

Ὁ Παΐσιος ὑποδέχθηκε τότε τὸν ἐρημίτη καὶ τόνε ἐφιλοξένησε εἰς τὸ δικό του σπίτι.

Ὁ ξένος ὅμως ὁ γέροντας τὴν γλώσσα δὲν ξέρει καὶ γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ πρέπει νὰ ὑποφέρει.

Ἀμέσως ὅμως σκέφτηκε ἔκανε προσευχή του καὶ ὁ Θεὸς τὸν φώτισε στὴ γλώσσα τὴ δική του.

Ὁ ἀγαθούτσικος μοναχός

Ὁ π. Παΐσιος εἶχε ἕνα μοναχὸ ἀγαθούτσικο τὸν ἔστελνε ὁ Παΐσος ποὺ ἦταν κοντά του στὴν πολιτεία νὰ πωλεῖ ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά του.

Ἕνας Ἑβραῖος μίλησε ἐτότε μὲ κακία
γιατὶ εἶχε μίσος φθονερὸ μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Εἶδε Ἀγαθὸ τὸν μοναχὸ πῆγε νὰ τοῦ μιλήσει
ἀπ᾿ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν παραπλανήσει.

Πικρὰ σὰν δηλητήριο ἡ γλώσσα ἡ δικιά του ἐμίλησε στὸν μοναχὸ τὴ γνώμη τὴ δικά του.

Τοῦ εἶπε νὰ μὴν πιστεύουνε εἰς τὸν Ἐσταυρωμένο· Μεσσία περιμένομεν ἀπ᾿ τὸν Θεὸν σταλμένο.

- 16 -

Ἴσως νὰ εἶναι ὅπως τὰ λές Ἑβραίου ἀπαντάει καὶ στὴν μονὴ ὁ μοναχὸς τοῦ Παϊσίου πάει.

Δέν τον ἔδωσε ὁ Παΐσιος καμία σημασία καὶ ἔπαθε ὁ μοναχὸς πολὺ στεναχωρία.

Δέν εἶδε ποιὰ χριστιανὸς τὶ τοῦ συνέβη ὅμως ἀπήντησε ὁ μοναχὸς γιὰ τὸν Ἑβραῖο μόνο.

Ὁ Παΐσιος τὸν μοναχὸ θέλησε νὰ τὸν διώξει μὰ ἔκλαιγε ὁ μοναχὸς ζωή του μὴ τελειώσει.

Ὁ ὅσιος τὸν λυπήθηκε στὴ θλίψη τὴ δική του καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔκανε προσευχή του.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τόνε συγχωρήσει·
τὴν χάρη Ἁγίου Βαπτίσματος νὰ μήν του ὑστερήσει.

Προσεύχονταν ὁ Ἅγιος εἶδε σὰν περιστέρι
ὁ μοναχὸς ὁ ἁμαρτωλὸς στὸ στόμα του νὰ φέρει.

Ἐνῶ πνεῦμα ἀκάθαρτο ἔφυγε ἀπὸ τὸ στόμα καὶ διελύθηκε σὰν καπνὸς εἰς τὸν ἀέρα ἀκόμα.

Καὶ λέγει τότε ὁ ὅσιος ποὺ ἤτανε κοντά του στὸν μοναχὸ ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ μετάνοιά του.

Πρόσεχε τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος ψυχή σου μὴν προδώσεις γιατὶ θὰ πᾶς στὴν κόλαση καὶ θὰ τὸ μετανιώσεις.

Ἡ ἀμέλεια μὴν σὲ κρατᾶ καὶ ἡ ἀπροσεξία γιὰ νὰ κερδίσεις τὴν ζωὴ ποὺ εἶναι αἰωνία.

Καὶ τότε διόρθωσε ὁ μοναχὸς τὸν βίον
καὶ ἡ ψυχή του ἐσώθηκε εἰς τὸν χορὸν Ἁγίων.

- 17 -

Ἡ οὐράνια τροφή

Μιὰ μέρα στὸν Παΐσιο εἷς μαναχὸς ἐφάνη τὸ ὄνομα τοῦ μοναχοῦ λεγόταν Ἰωάννης.

Κουράστηκε στὴν ἔρημο ποὺ μέρες περπατοῦσε ἀνάγκη εἶχε ἀπὸ τροφή, τὸ σῶμα τοῦ πεινοῦσε.

Ἐπῆγε στὸν Παΐσιον νὰ τὸν φιλοξενήσει νὰ ἑτοιμάσει φαγητὸ τὸ στόμα νὰ γεμίσει.

Ὁ Παΐσιος ὁλοπρόθυμος ὑποδοχὴ τοῦ κάνει ἑτοίμασε νὰ συνφάγουνε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη

Νὰ ἑτοιμάσει τράπεζα εἶπε στὸν μαθητή του ὁ μαθητής ἐκτέλεσε γέροντα ἐντολή του.

Ὁ γέροντας παρακαλεῖ τότε τὸν Ἰωάννη γιὰ νὰ συνφάγουνε μαζὶ ὑποδοχὴ νὰ κάνει.

Ὁ Ἰωάννης στὸν ὅσιο τοῦ εἶπε παρρησία ὅτι δὲν τρώγει σήμερα, θὰ ἔκανε νηστεία.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ ὅσιος ἔκανε προσευχή του καὶ Ἰωάννου ἔξαφνα ἐχόρτασε ἡ ψυχή του.

Ἀπὸ Ἀγγελικὴ τροφὴ ἤτανε χορτασμένος γεμάτος ἤτανε χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμένος.

Ὁ ἀρχάριος μοναχός

Ἤτανε ἄλλος ἀρχάριος, στὴν ἔρημο ἐζοῦσε
καὶ πάντα εἰς τὴν ἔρημο μόνος του ἑκατοικοῦσε.

Ἐπῆγε εἰς τὸν Παΐσιον νὰ ᾿πεῖ τούς λογισμούς του
νὰ πεῖ διὰ τούς δαίμονες τούς φοβερούς ἐχθρούς του.

Πῆγε καὶ αὐτὸς στὸν ὅσιο νὰ πεῖ τὸ λογισμό του ἐνόμιζε πώς πολεμοῦν δαίμονες ἑαυτόν του.

- 18 -

Τοῦ εἶπε τότε ὁ ὅσιος ὅτι οἱ λογισμοί του
δέν εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο ἀλλὰ ἤτανε δικοί του.

Νὰ πάει εἰς τὴν ἔρημο νὰ κάνει προσευχή του νὰ ἔχει θεία δύναμη διὰ ἐνίσχυσή του.

Προσεύχεται ὁ ὅσιος Θεὸν παρακαλοῦσε
νὰ τὸν φυλάξει ἀπ᾿ τὸν ἐχθρὸν αὐτὸ ἐπροσπαθοῦσε.

Ἔπειτα γίνεται ὁ ἐχθρὸς ἀνήμερο λιοντάρι καὶ μοναχοῦ τὴν ἄσπιλο ψυχὴ ἤθελε πάρει.

Τὰ βάζει μὲ Παΐσιο σὰν λέοντας μουγγρίζει τὸν ὅσιο Παΐσιον ὅλο τὸν φοβερίζει.

Τοῦ εἶπε τὸν νέον μοναχὸν νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει νὰ φύγει εἰς τὴν ἔρημο καὶ νὰ τὸν παρατήσει.

Προσεύχεται ὁ Παΐσιος ὁ Θεὸς Ἄγγελον στέλνει τὸν δαίμονα ὁ Ἄγγελος ἀμέσως τόνε δένει.

Ὁ Ἄγγελος στὸν ὅσιον τοῦ δίνει ἁλυσίδα
καὶ ἔδεσε τὸν σατανὰ σὰν νὰ ἤτανε κοτσίδα.

Ὁ ὅσιος εἰς τὸν Θεὸν ἔκανε προσευχή του
τοῦ μοναχοῦ νὰ φυλαχθεῖ σῶμα καὶ ἡ ψυχή του.

Ἐμούγκριζε ὁ δαίμονας τότε σὰν λεοντάρι
μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν τὴ δύναμη εἶχε πάρει.

Ὁ ὅσιος τὸν διάβολο διώχνει μὲ προσευχή του εἶχε κατάρα ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ὁ σατανάς μαζί του.

- 19 -

Πότε καὶ γιατὶ ὁ διάβολος πολεμᾶ τούς μοναχούς

Ἐρώτηση αὐτὴ ἔκανε ὁ Παΐσιος τοῦ διαβόλου τὰ σχέδιά του ὁ σατανάς δὲν ἔκρυψεν καθόλου.

Δέν πλησιάζω λέγει ὁ ἐχθρὸς ἐγὼ τούς ἀρχαρίους ἔχουν πολὺ θερμότητα στὸ μοναχικό τους βίον.

Μὰ ὅταν ὅμως ἀμελοῦν φεύγει ἡ Θεία Χάρη, τότε πλησιάζω ἐγὼ καὶ γίνονται κουβάρι.

Ἄν γίνουν προθυμότεροι καὶ ἔχουν Χάριν Θεία.

Διηγεῖται ὁ πατήρ Ἰωάννης διὰ τὸν π. Παΐσιον

Φυλάξετε τούς εἶπε συμβουλές τῶν πατέρων σας χάρισμα εἶχε ὁ Παΐσιος τὸ διορατικό του
ἔλεγε τὶ συνέβαινε τότε στὸν ἑαυτό του.

Εἰς τὸ κελί του μοναχοὶ πῆγαν τοῦ Παϊσίου
νὰ ἀκούσουνε καὶ πράξουνε τὶς ἐντολές Κυρίου.

Φυλάξετε τὴν παράδοση Παΐσιος τούς εἶπε καὶ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποτὲ νὰ μὴν ζητῆτε.

Ἐθαύμασαν οἱ μοναχοὶ διὰ τὰ ρήματά του
καὶ ἦταν ὅλοι εὐτυχεῖς διὰ τάς συμβουλάς του.

Ὁ αὐθάδης ἱερομόναχος

Οἱ μοναχοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ κελὶ τοῦ Παϊσίου ἐπήγαιναν νὰ ἀκούσουνε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.

Πῆγε κι ἕνας πρεσβύτερος νὰ ἀκούσει κήρυγμά του ὅμως δὲν ὠφελήθηκε ποὺ ἄκουσαν τ᾿ αὐτιά του.

- 20 -

Τότε εἶπαν στὸν Παΐσιον ὅλοι οἱ καλογῆροι νὰ διώξει τὸν πρεσβύτερο ἀπὸ τὸ μοναστήρι.

Καὶ τότε ὁ Παΐσιος τούς ἀπεκρίθη πάλι
στὸν κόσμο ὁ πρεσβύτερος ἐπιστροφὴ θὰ κάνει.

Καὶ θὰ εἶμαι ἐγὼ ὑπόδικος γιὰ τὴν καταστροφή του γιατὶ δὲν εἶχε ὑπομονὴ νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

Ἀμέσως ὁ Παΐσιος τὴν προσευχή του κάνει ἔφυγε τὸ δαιμόνιο τὴν δύναμή του χάνει.

Μετάνιωσε ὁ πρεσβύτερος κάνει μετάνοιά του
μὲ δάκρυα ἐξομολογήθηκε ὅλα τὰ πταίσματά του.

Τὸ πάθημα μία πρεσβύτερου τοῦ ἄλλαξε κεφάλι μὲ σεβασμὸ κηρύγματα ἀκούει τώρα πάλι.

Καὶ τότε μετανόησε διὰ τὰ παίσματά του ἀκόμα ἐδιόρθωσε τὰ ἐλαττώματά του.

Τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου

Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔφθασε βαθὺ γῆρας
παρέδωσε τὸ πνεῦμα του εἰς τοῦ Θεοῦ τάς χείρας.

Οἱ ἀρετές του ἤτανε σὰν λαμπερὸ ἀστέρι
τὸ ὄνομά του ξακουστὸ σὲ ὅλης τῆς γῆς τὰ μέρη.

Καὶ τὸν ἐκάλεσε ὁ Θεὸς αἰώνια κοντά του καὶ εἶναι στὸν παράδεισο αἰώνια κοντά του.

Τὸ σῶμα τοῦ ἐνταφίασαν τῶν μοναχῶν τὰ πλήθη καὶ εἰς ζωὴν αἰώνια ὁ ὅσιος ἐκοιμήθη.

Ἀπῆλθεν εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ὁ ἀοίδιμος ὁ Παῦλος καὶ εἶν᾿ οἱ ψυχές τονε μαζὶ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο.

- 21 -

Ἄκουσε ὁ πατήρ Ἰσίδωρος θάνατον Παϊσίου μπῆκε στὸ πλοῖο ἔφτασε στὸν τάφο τοῦ ὁσίου.

Πῆρε ὁ πατήρ Ἰσίδωρος τ᾿ Ἅγιον λείψανό του καὶ σὰν ἀστέρι λαμπερὸ ἔλαμψε πρόσωπό του.

Μὲ πλοῖο ὁ Ἰσίδωρος πῆγε στὴν Πισιδία πατρίδα Ἁγίου ἤτανε θὰ ἔκανε κηδεία.

Σὰν ἔφτασαν στὴν ἔρημο πλοῖο εἶχε σταματήσει ἤτανε θέλημα Θεοῦ ἄλλο μὴν προχωρήσει.

Ὁ Παῦλος καὶ Ἰσίδωρος φθάνουν στὴν Πισιδία καὶ ἱεροῦ Παΐσιου ἔκαναν συνοδεία.

Ἔφερε ὁ πατήρ Ἰσίδωρος Ἅγια λείψανά του γιατρεύονταν ἀπὸ δαιμόνια ὅσοι ἄγγιζαν κοντά τους.

Ἀμέτρητα τὰ θαύματα οἱ Ἅγιοι ἐνεργοῦσαν
μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια πιστοὶ ἐπροσκυνοῦσαν.

Δαιμόνια ἐδιώχνανε, θεράπευαν ἀρρώστιες πίστη ποὺ εἶχαν χριστιανοὶ καὶ τώρα καὶ ἐτότες.

Αὐτὰ εἶναι τὰ θαύματα, ἔγραψε Ἰωάννης
ἡ πίστη μας εἰς τὸν Χριστὸν θαύματα πάντα κάνει.

Ἀληθινὴ εἶν᾿ ἡ πίστη μας καὶ ἡ ὀρθοδοξία οἱ ἄλλες εἶναι ψεύτικες δὲν ἔχουνε ἀξία
ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα τὴν ψεύτικη θρησκεία.

Πιστεύουμε εἰς τὸν Θεὸν Τριάδα τὴν Ἁγία ποὺ εἶναι τρία πρόσωπα ἀλλὰ θεότης Μία.

Ἐλέησέ μας Κύριε καὶ πάντα φώτιζέ μας
ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ ἐχθροῦ Σὺ ἐλευθέρωσέ μας.

- 22 -

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟ
Γιορτάζει στὶς 26 Νοεμβρίου

Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε εἰς τὴν Παφλαγονία τὸ 400 μ. Χριστὸν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία.

Ἀπ᾿ τὴν κοιλιὰ μητέρας του ἦταν εὐλογημένος καὶ ὅσο ἐμεγάλωνε ἦταν εὐτυχισμένος.

Ἁγιασμένη εἶχε ζωὴ σὲ παιδικὴ ἡλικία
δέν ἄφησε στὴ σάρκα του κακὴ ἐπιθυμία.

Ἐσκέφτηκε ὅλα φθαρτὰ εἶναι στὴ ζωὴ ἐτούτη
καὶ στούς πτωχούς ὁ Στυλιανὸς ἐμοίρασε τὰ πλούτη σκόπευε ἁγιότερα νὰ ζήσει τὴ ζωή του.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς εἶχε Θεοῦ σοφία
δέν ζήλευε τὰ χρήματα οὔτε φιλαργυρία.

Ὁ ἀσκητής

Ἐμοίρασε εἰς τούς πτωχούς τότε ὑπάρχοντά του μόνη περιουσία του εἶχε ἐνδύματά του.

Ἀνέβασε στούς οὐρανούς γήινο θησαυρό του σὲ μοναστήρι ἐντύθηκε σχῆμα μοναχικό του.

Καμία σκέψη γήινη ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη
δέν ἠμπορεῖ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἀπομακρύνει.

Ἀρετή του θέλει ὁ Ἅγιος νὰ τελειοποιήσει
ἡ ψυχή του τὸν παράδεισο θέλει νὰ κερδίσει.

Ἀστράπτει ἡ ἁγιότης τους καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ νηστεία ἤτανε αὐστηροτάτη ἐκείνη.

Ἡ προσευχή του ἀληθινὴ εἶχε ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸν ποὺ ἔκανε θεάρεστη ἀγρυπνία.

- 23 -

Ἀγωνιζόταν πάντοτε μὲ καθαρὰ καρδία
στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ δὲν δίνει σημασία.

Τρεῖς στόχους κατέκτησε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπακοή, ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀκτημοσύνη.

Ἀγῶνες κάνει ὁ Ἅγιος στὸν Κύριον νὰ ἀρέσει
καὶ στὸν παράδεισο ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀξιώσει θέση.

Ἔγινε τότε ὁ Ἅγιος σὰν φωτεινὸ ἀστέρι
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἀρετές γιατὶ ἐκεῖνος ξέρει.

Μὲ τρεῖς ἐχθρούς πολέμησε δὲν κάθισε καθόλου σάρκα καὶ κόσμο ἐνίκησε καὶ πλάνες τοῦ διαβόλου.

Τὰ λόγια Κυρίου ἄκουγε Ἅγια καὶ Θεία μακάριοι ὅσοι ἔχουνε τὴν καθαρὰν καρδία.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς σκληρὰ εἶχε πολεμήσει
οἱ τρεῖς ἐχθροὶ τὸν πολεμοῦν τούς εἴχενε νικήσει.

Τὴν σάρκα, κόσμο, διάβολο ποὺ ἦταν τρεῖς ἐχθροί του ἡ χάρις Θεοῦ τὸν ἔσωσε ποὺ ἔκανε προσευχή του.

Τὸν εἶχαν σὰν παράδειγμα ὅλοι στὸ μοναστήρι καὶ πρότυπο μιμήσεως ὅλοι οἱ καλογῆροι.

Ὁ ἀναχωρητής

Ἐμελετοῦσε πιὸ πολύ, γέμιζε ἡ καρδιά του
στὸν κόσμο ποὺ ἔβλεπε Θεοῦ δημιουργήματά του.

Νὰ γίνει θέλει τέλειος εἶχε ἐπιθυμία
καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ νὰ ζεῖ στὴν ἐρημία.

Τούς ἀδελφούς, τούς μοναχούς τούς ἀποχαιρετάει σὲ σπήλαιο στὴν ἔρημο ἐκεῖ εἴχενε πάει.

- 24 -

Στὸ Σπήλαιο ἐκάθησε προσεύχεται ἀράδα
καὶ ἐδοξολογοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ εἶν᾿ Ἁγία Τριάδα.

Ὁ ἄνθρωπος ὁ σημερινὸς ἔργα Θεοῦ δὲν βλέπει μὰ κάνει θέλημα Θεοῦ ὅτι τοῦ ἐπιτρέπει.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σήμερα ζεῖ μές τὴν πολιτεία ἀκούει μόνο θόρυβο στὴν πολυκατοικία.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ζοῦσε στὴν ἐρημία ἐθαύμαζε σὰν ἔβλεπε Θεοῦ τὰ μεγαλεῖα.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς εἶχε Θεοῦ σοφία
καὶ ἔβλεπε κάτω στὴ γῆ Θεοῦ τὰ μεγαλεῖα.

Ἔβλεπε δημιουργήματα καὶ ἐφιλοσοφοῦσε ἀδύνατον νὰ γίνουν μόνα τους ὁ Ἅγιος ἐννοοῦσε.

Ἄπειρα ἀστέρια ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸν θωροῦσε εἶχαν πολὺ ταχύτητα Θεὸν δοξολογοῦσε.

Τὸν ἥλιον τότε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴ γῆ θωροῦσε κανονικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ γῆ κρατοῦσε.

Στὰ ζῶα βλέπει τὸν Θεὸν μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ποὺ ἔκανε ἄλλα μικρὰ καὶ ἄλλα πιὸ μεγάλα.

Τὸ φυτικὸ βασίλειο ἔβλεπε καὶ ἀποροῦσε
καὶ ἀπὸ καρδιᾶς ὡς ὁ Δαυΐδ, Θεὸν εὐχαριστοῦσε.

Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησην δὲ χειρῶν αὐτοῦ, ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα καὶ ἐσυμπλήρωνε ἀκόμα.

Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σοῦ Κύριε πάντα ἐν σοφία ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεως σου.

Στὴν ἔρημο ὁ ὅσιος διάβαζε δυὸ βιβλία
στὴν σάρκα λίγο ἔδινε ἔτρεφε τὴν ψυχή του.

Ἔδινε εἰς τὴν σάρκα του γιὰ τὴ συντήρησή της τὰ χόρτα ποὖχε ἡ ἔρημος ἦταν τροφὴ δική της.

- 25 -

Τὸν ἥλιο ποὺ εἶναι στὴ γῆ γίγαντα ὀνομάζει
καὶ στὰ ἄστρα βλέπει τοῦ οὐρανοῦ Θεὸς τὰ ἐξουσιάζει.

Σὰν ἔπαυε στὴν ἔρημο ἡ γῆ νὰ βγάζει χόρτα
τοῦ ἔστελνε ὁ Θεὸς τροφὴ σὰν τούς Ἁγίους πρώτα.

Μὲ τούς Ἀγγέλους ἔστελνε πάντα παραγγελία Ἅγιοι ζοῦσαν μοναχοὶ καὶ στὸν προφήτη Ἠλία.

Φωτεινὸς Λύχνος

Στὴν ἔρημο ὁ Ἅγιος ζοῦσε δεκαετίες στὴν πόλη μὲ τὸν διάβολο εἶχε ἐπιτυχίες.

Ἐπάλεψε τὰ πάθη του ὅλα νὰ ξεριζώσει
καὶ νὰ ἀποκτήσει ἀρετές ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δώσει.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ἦταν προστάτης τῶν παιδιῶν· ἐγνώριζεν ὁ Ἅγιος πῶς πρέπει γιὰ νὰ κερδίσεις τὸν Χριστὸν νὰ ἔχεις ψυχὴ μικρῶν παιδιῶν.

Τοῦ ἔκαναν ἐντύπωση τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γράφει γιὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ λόγια Εὐαγγελίου.

«Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γίνεσθει ὡς τὰ παιδία οὐ μὴ εἰσέλθετε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν τούτων ἔστι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν
τῶν μικρῶν παιδιῶν».

Ὁ Ἅγιος παράδειγμα παιδίον φέρνει πάλι κακία δὲν κρατεῖ παιδὶ ὅπως κρατοῦν μεγάλοι.

Τὸ ἔδειρε ὁ πατέρας του πάλι κοντά του τρέχει τόνε κτυπᾶ ὁ φίλος του κακία δὲν του ἔχει.

Σὰν τὴν καμήλα τὸ κρατοῦν τὸ μίσος οἱ μεγάλοι κρατᾶ κακία ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ τὴν βγάλει.

- 26 -

Γι᾿ αὐτὸ προστάτης τῶν παιδιῶν ὁ Ἅγιος ἐγίνει θαύματα κάνει καὶ ἔκανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ὁ ἅγιος Στυλιανὸς προστάτης τῶν παιδίων ἄρρωστα τὰ ἔκανε καλὰ γιὰ ὅλον τους τὸν βίον.

Παιδιὰ ποὺ ἔκανε καλὰ ἔκλαιγαν οἱ μητέρες ἦταν πολὺ χαρούμενες ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Διότι μὲ τὴν δύναμη Θεοῦ ἔδιωχνε τὴν ἀρρώστια· εἶχαν πάλι ὑγεία τους ὅπως τὴν εἶχαν πρῶτα.

Καὶ ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς Θεὸν δοξολογοῦσε ποὺ μὲ τὴ Θεία Χάρη του θαύματα ἐκτελοῦσε.

Ἀγγελικὸ χαμόγελο εἶχε τὸ πρόσωπό του
ποὺ πλασματάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν καλὰ ἐμπρός του.

Ὁ κόσμος τρέχει ἀπὸ παντοῦ νὰ τὸν παρακαλέσει παιδιὰ ποὺ ἦταν ἄρρωστα αὐτὸς νὰ τὰ γιατρέψει.

Καὶ ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς πάντα Θεὸν δοξάζει τὸ Ἅγιον Του ὄνομα τιμᾶ καὶ ἐγκωμιάζει.

Ὁ ὅσιος Στυλιανὸς εἶχε ἀφιερώσει
ζωὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ πάντα τὴν εἶχε δώσει.

Ὁ ἰατρὸς τεκνογονίας

Ὁ Ἅγιος θαυματουργεῖ καὶ μὲ τὴν προσευχή του ἄτεκνοι ἔκαναν παιδιὰ μὲ θείαν ὑπακοή του.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ στείλει εὐλογία στὰ ἄτεκνα ἀνδρόγυνα νὰ ἔχουνε παιδία.

Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ ὁ Ἅγιος εἴχενε τότε κάνει
τὸ αἴτημα τοῦ Στυλιανοῦ ὁσίου ἀμέσως κάνει.

- 27 -

Ἀνδρόγυνα ποὺ ἔλειπαν παιδιὰ στὸ σπιτικό τους τὸν Ἅγιον Στυλιανὸ τὸν εἶχαν βοηθό τους.

Μητέρες ποὺ τὰ ἐγέννησαν, ὅταν ἐβαπτιζόταν Στυλιανὸς ἤ Στυλιανὴ ἔτσι ὀνομαζόταν.

Αὐτὰ ποὺ γράφονται ἐδῶ εἶναι ὅλο ἀλήθεια βίοι Ἁγίων ἱεροὶ δὲν εἶναι παραμύθια.

Σὲ Κυκλαδίτικο νησὶ ἀνδρόγυνο ἐζοῦσε
εἶχε χαρὰ ἀπὸ παντοῦ μόνο παιδὶ ὑστεροῦσε.

Ἡ πεθερὰ στὴ νύφη τῆς εἶπε ἐὰν θελήσει
νὰ ἔχει στὸ σπίτι της παιδὶ καὶ ὅταν τὸ βαπτίσει τὸ ὄνομα Ἁγίου Στυλιανοῦ νὰ τὸ ὀνοματίσει.

Στυλιανὸς νὰ βαπτιστεῖ ἐὰν θὰ εἶναι ἀγόρι ἐὰν θὰ εἶναι θηλυκὸ νάν᾿ Στυλιανὴ ἡ κόρη.

Μητέρας τότε ἄκουσε Θεὸς τὴν προσευχή της
σὲ ἕνα χρόνο σπίτι τῆς στέλνει ὁ Θεὸς παιδί της.

Ἐγέννησε ἡ μητέρα της μία ὡραία κόρη Στυλιανὴ τὴν βάπτισαν ὄνομα Ἁγίου ἀκούει.

Δόξασαν ὅλοι τὸν Θεὸν ἡ οἰκογένειά της
καὶ Ἅγιον Στυλιανὸν ποὺ ἀκούει τὸ ὄνομά της.

Ἡ κοίμησή του

Ὁ Ἅγιος σὰν ἔφτασε βαθειὰ γεράματά του
ἔστειλε ὁ Θεὸς Ἀγγέλους του νὰ ἔχει συντροφιά του.

Πῆραν Ἁγίου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὴν ἀναπαύσουν ἀπὸ στερήσεις πολυχρόνιες νὰ τὸν καθησυχάσουν.

Πλήρης ἀρετῶν καὶ ἡμερῶν ἤτανε ἡ ζωή του ὅμως δὲν τὸ γνωρίζομεν ποὺ ἔγινε ἡ ταφή του.

- 28 -

Τὸ ὄνομά του σέβεται ὅλη ἡ χριστανοσύνη
ποὺ θαύματά του ἀκολουθοῦν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Κτίζουνε μεγαλοπρεπεῖς ναούς στὸ ὄνομά του ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ γιὰ τ᾿ ἄρρωστα παιδιά τους.

Στὴν Ἀθήνα τοῦ ἔκτισαν δύο ἐκκλησιές ὡραία στὴν θέση Γκύζη εἶν᾿ ἡ μιὰ καὶ ἄλλη στὸν Καρέα.

Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς εἶναι προστάτης τῶν παιδιῶν

Στὴν εἰκονογραφία του νήπιον συμβολίζει
εἶναι προστάτης τῶν παιδιῶν καὶ τὰ ὑποστηρίζει.

Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ ἑορτὴ τοῦ γίνεται 26 Νοεμβρίου.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα μας θέλει καὶ τὴν ψυχή μας νὰ σώσομεν οἱ χριστιανοὶ ὅλοι τούς ἑαυτούς μας.

Νὰ ἔχομεν εὐσέβεια μὰ καὶ δικαιοσύνη τὴν σωφροσύνη νὰ ἔχομε καὶ ἐλεημοσύνη.

Πίστη νὰ ἔχουμε θερμὴ ἄν θέμε νὰ σωθοῦμε
καὶ τὴν ἡμέρα κρίσεως Θεοῦ πρόσωπον νὰ δοῦμε.

Ἄγγελοι νὰ μᾶς πάρουνε στοῦ Θεοῦ τὴ Βασιλεία εὐτυχισμένοι νὰ ζήσομεν ζωὴν τὴν αἰωνία.

- 29 -

Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

Ἡ Ἁγία ἐγεννήθηκε στὴν πολιτεία Ρώμη 284-305 ἦταν Διοκλητιανὸς Αὐτοκράτορας στὴν πόλη.

Ὄνομα τοῦ πατέρα της τὸν λέγαν Πραιτεξτάτος ἤτανε ὅμως δυστυχῶς αὐτὸς εἰδωλολάτρης.

Ὄνομα τῆς μητέρας της τὴν ἔλεγαν Φλαβία ἐκείνη ἦταν χριστιανὴ ἀληθινὴ θρησκεία.

Γι᾿ αὐτὸ βάπτισε κόρη της ὄνομα Ἀναστασία ἀνέθρεψε τὴν κόρη της μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη ἐνωρίς ἔμεινε ὀρφανὴ ἡ μητέρα ἐκοιμήθη.

Ἐνάρετος παιδαγωγὸς τηνὲ παραλαμβάνει Χρυσόγονον τὸν ἔλεγαν μάθημα νὰ τῆς κάνει.

Ἦταν πολὺ ἐνάρετος εἶχε ἀκτινοβολία
μὲ θεῖον ζῆλον ἐδίδασκε χριστιανικὴ θρησκεία.

Παρθενία καὶ ταπείνωση

Ἡ κόρη ἐθυμότανε τὶς συμβουλές μητέρας
ἐνῶ Χρυσόγονο διδάσκαλο ἄκουγε κάθε μέρα τὰ εἴδωλα δὲν τὰ ἤθελε οὔτε τὰ προσκυνοῦσε.

Ὡραῖο σῶμα καὶ ψυχὴ εἶχε ἡ Ἀναστασία ἐσκέφθηκε μέγα μισθὸν νὰ ἔχει ἡ παρθενία.

Εἰδωλολάτρης ἤτανε ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας
μὲ εἰδωλολάτρη ἐπάντρεψε κόρη Ἀναστασία.

Στὸν εἰδωλολάτρη σύζυγο τοῦ ᾿πε ἡ Ἀναστασία πώς ἦταν καθημερινῶς σὲ ἀδιαθεσία.

Ὁ Πόπλιος εἶν᾿ ἄσωτος δὲν δίνει σημασία
ποὺ πῆρε Ἀναστασία σύζυγο γιὰ τὴν φιλαργυρία.

- 30 -

Δασκάλου Χρυσόγονου αὐτὴ ἄκουε διδασκαλία εἶχε πολὺ ταπείνωση τότε ἡ Ἀναστασία
τὸ σῶμα της τὸ στόλιζε πτωχὴ ἐνδυμασία.

Ἐνδύματά της τὰ καλὰ εἰς τούς πτωχούς δωρίζει θέλησε μὲ τὸν τρόπο της ψυχή της νὰ στολίζει.

Τὴ νύκτα μὲ τὴ δούλη της στὴ φυλακὴ πηγαίνει
γιὰ νὰ μὴν παίρνουν εἴδηση ἔπαινο νὰ μὴν παίνρει.

Ἦταν τότε χαρούμενη μὲ αὐτὸ ἡ Ἀναστασία ποὺ τὴν ψυχὴ τῆς ἐφρόντιζε νὰ ἔχει σωτηρία.

Ἡ Ἁγία ὑπὸ περιορισμό

Ὁ Πόπλιος ὁ ἄνδρας της ἔμαθε αὐτὰ ποὺ κάνει ἀμέσως ἐταράχθηκε στὴν φυλακὴ τὴν βάνει.

Ἀνείπωτη ἡ λύπη της ποὺ εἶχε ἡ Ἀναστασία
γιατὶ δὲν μποροῦσε σὲ πτωχούς νὰ κάνει ὑπηρεσία.

Ὁ βασιλιάς Χρυσόγονον εἶχε φυλακισμένο
καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἰδεῖ ὡς καταδικασμένο.

Σώζονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε ἡ Ἁγία,
ἀφοῦ Χρυσόγονο διδάσκαλο τὸν εἶχαν τιμωρία.

Ἐπιστολὴ Ἁγίας Ἀναστασίας πρὸς Χρυσόγονο

Ἡ Φλαβία ἡ μητέρα μου χριστιανὴ μὲ ἐποίησεν,

Ἤμουν μικρὴ ἐγώ, ὅταν ἡ μητέρα μου εἶχε ἀποδημήσει,
ὅμως στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μὲ εἶχε κατηχήσει.

Μὲ πάντρεψε ὁ πατέρας μου μὲ ἄνδρα εἰδωλολάτρη,
Πόπλιον τὸν ἐλέγανε δὲν πίστευε στὸν πλάστη.

Ἤθελε νὰ τὴν ἀρνηθῶ Χριστοῦ ἁγία πίστη,
μὲ τέτοιον ἄνδρα ἄθεο δὲν ζοῦσα μέσ᾿ στὸ σπίτι.

Καλύτερα νὰ πέθαινα καὶ ὁ ἄνδρας νὰ μοῦ λείπει ἔρροσω δοῦλε τοῦ Θεοῦ καὶ μέμνησό μου.

Ἐπιστολὴ Χρυσόγονου πρὸς τὴν Ἁγία

Χρυσόγονος Ἀναστασία χαίρειν

Ὁ Χρυσόγονος δάσκαλος ἔδωσε ὁδηγία ὑπομονὴ στὶς θύελλες νὰ ᾿χει ἡ Ἀναστασία.

Τῆς γράφει νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ τὴ βοηθήσει ὁ παντοδύναμος Θεὸς καὶ θὰ τὴν ἐλεήσει.

Εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μές τὴν καταιγίδα στὸν παντοδύναμο Θεὸν ἔχει ὅλη τὴν ἐλπίδα.

Τῆς εἶπε ὡς παράδειγμα ὁ Χριστὸς εἶχε βαδίσει στῆς θαλάσσης τὰ κύματα, νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ.

Νὰ μὴν ἐλπίζεις εἰς ἄνθρωπον μόνο εἰς τὸν Θεόν σου μὲ πίστην ὅταν τὸν καλεῖς θὰ εἶναι βοηθός σου.

Πρόσεχε μὴν ταράζεσαι κι ἀνησυχεῖ ἡ καρδιά σου· δυνάμωσε εἰς τὸν Θεὸν τὴν πίστη τὴ δικιά σου.

Νὰ ἔχομε ὑπομονὴ ἔγραψε στὴν Ἁγία
γιατὶ μονάχα στὸν Χριστὸν θὰ βροῦμε σωτηρία.

- 32 -

Δεύτερη ἐπιστολὴ Ἁγίας Ἀναστασίας καὶ ἀπάντηση Χρυσόγονου

Παρακαλεῖ τὸν Ἅγιον Χρυσόγονον ἐκείνη,
εἰς τὸν Θεὸν νὰ εὔχεται δύναμη νὰ τῆς δίνει.

Ὅπως τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι,
μετὰ τὴν θλίψη ὁ ἄνθρωπος πάλι χαρὰ θὰ λάβει.

Ὁ βίος εἶναι θάλασσα ποὺ ὁ ἄνθρωπος διατρέχει ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει.

Ἔγραψε παραβολικὰ δάσκαλο ἡ Ἁγία καὶ αὐτὸς ἐνθάρρυνε Ἁγία Ἀναστασια.

Ἐσὺ εἶσαι δούλη τοῦ Χριστοῦ σήκωσε τὸ σταυρό σου,
στίς θλίψεις καὶ στούς πειρασμούς Χριστὸς εἶν᾿ βοηθός σου.

Φονεύεται ὁ σύζυγὸς της καὶ ἐλευθερώνεται

Ὁ Χρυσόγονος χριστιανός
ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ εἶχε χάρη Θεία καὶ ὑπομονὴ παράγγειλε νὰ κάνει ἡ Ἁγία.

Σὲ λίγε μέρες ὁ ἄνδρας της, τῆς εἶπε θὰ πεθάνει καὶ θὰ ἔχει φώτιση Θεοῦ τὶς ἀρετές νὰ κάνει.

Ἐλεύθερα στὶς φυλακές ἐτότε θὰ πηγαίνει καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ζεῖ εὐτυχισμένη.

Ἀκόμα καὶ τούς ἄρρωστους θὰ τούς περιποιεῖται τότε δὲν θὰ ᾿χει ἐμπόδιο δὲν θὰ στεναχωρεῖται.

Ὁ ἄνδρας της ὁ Πόπλιος Ἁγίας Ἀναστασίας τότε διορίστηκε πρέσβης εἰς τὴν Περσία.

Ὁ Πούπλιος ταξίδευε νὰ πάει στὴν Περσία εἰς τὴν ὁδοιπορία ἀπέθανεν.

- 33 -

Ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτὸ ἡ Ἁγία Ἀναστασία
ἔκανε πάντα στούς πτωχούς τότε ὑπηρεσία.

Μιὰ ἐργασία ἔκανε τότε ἡ Ἁγία μόνο
στούς ἄρρωστους καὶ δυστυχεῖς θεράπευε τὸν πόνο.

Διὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἔδινε σ᾿ ὅλους θάρρος ὅσων ἦταν ἄρρωστοι ἐσήκωνε τὸ βάρος.

Βασίλευε ὁ Διοκλητιανὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἄσπονδος ἤτανε ἐχθρὸς εἰς τὴν Χριστιανοσύνη.

Τοῦ εἶπαν χριστιανοὶ ὑπάρχουνε στὴ Ρώμη θηρίον εἶν᾿ ἀνήμερο καὶ αἱμοχαρής ἀκόμη.

Βασάνιζαν τούς χριστιανούς καὶ εἴχανε μανία, γιὰ ὅσους δὲν θύσιαζαν στὴν εἰδωλολατρία.

Ἡ γενναιότης τῆς Ἀναστασίας

Εἶπαν στὸν Διοκλητιανὸν διὰ τὸν Χρυσόγονον
ὅτι κηρύττει εἰς τὴν φυλακὴν τὸν Ἰησοῦ καὶ μόνον.

Διέταξε ὁ βασιλιάς αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκοῦνε
νὰ βασανίζονται πολὺ καὶ νὰ τούς τυραννοῦνε.

Χρυσόγονον νὰ φέρουνε κατάδικο μπροστά του,
νὰ τόνε κάνει νὰ πεισθεῖ στὴν πίστη τὴ δικά του.

Οἱ στρατιῶτες παρέλαβαν τότε τὸν Χρυσογόνο ἡ Ἀναστασία ἀκολουθεῖ διδάσκαλόν της μόνο.

Ἦταν τὸ καλοκαίρι 304 μ.Χ. ὅταν συνέβη Τὸ μαρτύριο τοῦ δασκάλου Χρυσογόνου

Ὁ βασιλιάς σὰν εἶδε ἐκεῖ ἐμπρός του Χρυσογόνο τοῦ ἔδωσε διαταγὴ καὶ προσταγή του μόνο.

- 34 -

Θυσίασε εἰς τούς Θεούς ἄκουσε πρόσταγμά μου ἄν θές νὰ μὴν βασανισθείς στὰ χέρια τὰ δικά μου.

Ἄν τὸν ἀκούσει τοῦ ἔταξε ἀξίωμα ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ τὸν ἔκανε καὶ ἔπαρχο στὴ Ρώμη.

Ὁ Χρυσόγονος ἀπάντησε τότε μὲ παρρησία πιστεύω Ἀληθινὸ Θεὸν ποὺ ἔχει ἡ ὀρθοδοξία.

Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρώθη, ἐκεντήθη τὸν ἔθαψαν, τριήμερος ἐκ τάφου ἀνεστήθη.

Τὸν κόσμον τόνε φώτισε μὲ τὴν ἀνάστασὴ Του καὶ θάναι ὅλοι οἱ πιστοὶ αἰώνια μαζὶ Του.

Ἐθαύμασε ὁ βασιλίας διὰ τὴν παρρησία
ποὺ μίλησε ὁ Χρυσόγονος γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ὅμως ἀπὸ τὴν πώρωση καὶ τὸν ἐγωϊσμόν του διέταξε Χρυσόγονου τὸν ἀποκεφαλισμό του.

Διαταγή του ἐκτέλεσαν οἱ ὑπηρέτες πάλι καὶ Ἁγίου Χρυσόγονου ἔκοψαν τὸ κεφάλι.

Ἐκεῖ κοντὰ ζοῦσε ἀσκητής Ζωίλος ὄνομά του ἦταν ἱερομόναχος εἰς τὸ ἀξίωμά του.

Ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του, τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνει τὸ λείψανο μὲ εὐλάβεια τότε παραλαμβάνει.

Ζωίλος ὁ ἱερομόναχος πῆρε τὸ λείψανό του τὸ ἐνταφίασε εὐθύς κοντὰ κελὶ δικό του.

Τοῦ Χρυσογόνου ἄνοιξαν Ἅγιον λείψανόν του τρεῖς ἀδελφές ζοῦσαν ἐκεῖ στὸν τόπο τὸ δικό του.

Ἀγάπη ἔλεγαν τὴ μιά, Χιονία, καὶ Εἰρήνη ἦταν ἐνάρετες οἱ τρεῖς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ὁ ἀσεβής ὁ βασιλεύς ἔμαθε γιὰ ἀρετή τους ἡμέρες ἐννιὰ σὰν φύγουνε θὰ κόψει τὴ ζωή τους.

- 35 -

Θὰ μαρτυρήσουν γιὰ Χριστὸν Ἀληθινὴ θρησκεία θὰ ἔχουν γιὰ ἐνίσχυση Ἁγία Ἀναστασία.

Ἀκόμα ὁ Χρυσόγονος εἶπε εἰς τὸν Ζωίλο πήγαινε νὰ ἑτοιμαστείς κι ἔλα ἐδῶ σὲ λίγο.

Θὰ ἀνταμειφθείς τῶν κόπων σου καὶ διὰ τούς ἀγῶνες θὰ ζεῖς εἰς τὸν παράδεισο αἰώνιος αἰῶνες.

Τὴν ὀπτασία αὐτὴ ἀκριβῶς εἶδε ἡ Ἀναστασία καὶ στοῦ Ζωίλου ἀσκητικὸ ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεία.

Τοῦ Χροσογόνου τάφον του πῆγε νὰ προσκυνήσει οἱ τρεῖς ἀδελφές ἦταν ἐκεῖ τὶς εἶχε συναντήσει.

Συνέχισε κατέβηκε πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη ποὺ εὐκαιρία ἤτανε τότε νὰ τούς μιλήσει
νὰ τούς τονώσει στὴν ψυχὴ καὶ νὰ τούς ἐμψυχώσει.

Τὰ βασανιστήρια τῶν τριῶν Παρθένων

Ὁ βασιλεύς σὰν ἔμαθε τὸν τόπον τῶν παρθένων ἔδωσε μιὰ διαταγὴ νὰ τὶς συλλάβουν μόνον.

Στὸ θέατρο νὰ φέρουνε Ἀγάπη, Εἰρήνη, Χιονία· ἅμα τὶς ἔφεραν τὶς ἄρχισε τότε μὲ κολακεία.

Ἤρεμα ἐγκωμίαζε τὴν ἡμερότητά τους ἔπειτα τὶς κολάκευε γιὰ ὡραιότητά τους.

Τούς ἔδωσε ὑπόσχεση θὰ καλοπαντρευτοῦνε ἐὰν τὰ εἴδωλα οἱ τρεῖς Παρθένες προσκυνοῦνε.

Ἡ Ἀγάπη εἶν᾿ μεγαλύτερη τότε στὴν ἡλικία μὲ θάρρος ὁμολόγησε χριστιανικὴ θρησκεία.

Δέν μᾶς φοβίζουν βασιλιὰ βασανιστήριά σου
καὶ τὸν σκληρὸν τὸν θάνατον τῆς ἄπονης καρδιᾶς σου.

- 36 -

Τὴν πίστη δὲν προδίνουμε ὅσο μᾶς βασανίσεις
οὔτε μὲ κολακεῖες σου μπορεῖς ἐσὺ νὰ μᾶς νικήσεις.

Ὁ βασιλεύς ποὺ ἤτανε ὅλος αἱμοβορία
παρθένων θάρρος ἐθαύμασε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Θεσσαλονίκης φυλακὴ αὐτές ἐφυλακίσαν· στὸν τόπο αὐτὸ παρθένες τρεῖς ἐμαρτυρῆσαν.

Γελοιοποίηση τοῦ Ἐπάρχου

Δουλκίτιος τοῦ Ἔπαρχου ἦταν τὸ ὄνομά του εἶν᾿ πονηρὸς καὶ ἀσελγής ἀπὸ νεότητά του.

Τίς τρεῖς παρθένες ἀδελφές καλεῖ ἐνώπιόν του καὶ τότε ἐδοκίμασε μαρτυρικὸν σκοπόν του.

Διέταξε νὰ ἀφαιρέσουνε τὰ ὑποκαμισά τους
διὰ νὰ φαίνονται γυμνὰ παρθένων σώματά τους.

Ἀλλὰ τὰ ὑποκάμισα ἐκόλλησαν στὸ σῶμα καὶ μὲ ψαλίδι κοφτερὸ ἄν τὰ ἔκοβες ἀκόμα.

Οἱ στρατιῶτες ἐθαύμασαν τότε αὐτὸ τὸ θαῦμα
καὶ ἔμειναν κατάπληκτοι σὰν εἶδαν τέτοιο πράγμα.

Δεύτερο θαῦμα ἔγινε στὸν ἔπαρχο ἐμπρός τους· ἀμέσως ἐτυφλώθηκε καὶ ἔχασε τὸ φῶς του.

Τὸν ἔπαρχο στὸ σπίτι του τὸν πῆγαν δυὸ νομάτοι τυφλὸ ὅμως τὸν ἄφησαν ἐπάνω στὸ κρεβάτι.

Ἀνέλαβε ὁ Σισίνιος τότε τὴν ἐπαρχία φοβέριζε τὶς ἀδελφές ἀλλὰ καὶ κολακεία.

Μὰ βλέποντας ὁ δυστυχής ἄδικα κοπιάζει Ἀγάπη καὶ Χιονία νὰ κάψουνε ἀμέσως διατάζει.

- 37 -

Κράτησε τὴ μικρότερη τὴν λέγανε Εἰρήνη νομίζοντας στὰ βάσανα θὰ ὑπέκυπτε ἐκείνη.

Ἐτρέξανε οἱ ἄπιστοι μάζευαν ξύλα πάλι σὲ ἕνα τόπον ἄναψαν τότε φωτιὰ μεγάλη.

Οἱ Ἁγίες ὅλες μαζὶ ἔκαναν τὸ σταυρόν τους
καὶ ἐπήδησαν εἰς τὴν φωτιὰ θαῦμα ἔγινε ἐμπρός τους.

Ἡ φωτιὰ τὶς ἐσεβάστηκε· δὲν κάηκε ἀκόμα
ἀπὸ τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν στὸ Ἅγιόν τους σῶμα.

Ἀλλὰ ἀμέσως ὁ Θεὸς πῆρε ἁγνές ψυχές τους ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ νὰ πάρουν ἀμοιβές τους.

Τὰ λείψανά τους τὰ ἱερὰ πῆρε ἡ Ἀναστασία καὶ τὰ ἐνεταφίασε σὲ καλὴ τοποθεσία.

Ὁ Σισίνιος κολάκευε κατόπιν τὴν Εἰρήνη
δέν ἄκουγε καὶ μὲ ἀπειλές φοβέριζε καὶ ἐκείνη.

Ἀκόμα τὴν φοβέριζε γιὰ νὰ ἔχει τὴν τιμή της, νὰ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, μὴν ἔχει ἐνόχλησή της.

Καὶ ἡ παρθένος τότε ἀπάντησε ἐπάρχου Σισινίου θὰ μὲ φυλάξει ἀμόλυντη ἡ χάρη τοῦ Κυρίου
ἀπὸ ἄψυχα εἴδωλα· εἶν᾿ ἔργα δαιμονίου.

Τὰ εἴδωλα τ ψεύτικα δὲν προσκυνᾶ ἡ Εἰρήνη· ἀμέσως σὲ οἶκο ἀνοχῆς ὁ ἔπαρχος τὴν κλείνει.

Δέν τὴν ἀφήνει ὁ Θεὸς ὅμως κακὸ νὰ πάθει
τὸ πλάσμα ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς πρέπει καθείς νὰ μάθει.

Ἀγγέλους στέλνει ὁ Θεὸς στὴν φυλακὴ ἐτότες τὴν ἀνεβάζει στὸ βουνὸ σὰν νὰ ᾿ταν στρατιῶτες.

Ἔφιππος τότε κυνηγᾶ ὁ ἔπαρχος τὴν Εἰρήνη ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐφύλαττε ἐκείνη.

- 38 -

Ὁ ἔπαρχος εἶχε μαζὶ δικούς του στρατιῶτες καὶ ἕνας μὲ τὸ βέλος του τὴ σκότωσε ἐτότες.

Τὸ λείψανό της παρέλαβε Ἁγία Ἀναστασία τὴν ἔθαψε μὲ ἀδελφές Ἀγάπη καὶ Χιονία.

Τὴν μνήμη τῶν τριῶν ἀδελφῶν τῶν παρθενομαρτύρων ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία μας 16 Ἀπριλίου.

Φυλάκιση καὶ μαρτύρια Ἁγίας Ἀναστασίας

Τὰ νέα ἔμαθε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε σημασία καὶ ἔκλεισε στὴ φυλακὴ τότε Ἀναστασία.

Ἐσκόπευε μὲ βάσανα γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσει μὰ ἔμαθε τὴν πατρίδα της στὴ Ρώμη ἐγεννήθη γι᾿ αὐτὸ ὁ Αὐτοκράτορας θὰ ἔφερνε τὴ λύση.

Στὴ Ρώμη στὸν Αὐτοκράτορα πῆγε νὰ τὴν δικάσει ὁ αὐτοκάτωρ τὴ ρωτὰ γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσει.

Τὶ ἔκαμε τὴν ἐρωτᾶ πλούτη τὰ πατρικά της· ἡ Ἀναστασία ἀπάντησε μὲ εἰλικρίνειά της.

Τὰ μοίρασα εἰς τούς πτωχούς τους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου καὶ σὲ ψυχές ποὺ ὑπέφεραν εἰς δόξαν τοῦ Χριστοῦ μου.

Ψυχές πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ στὶς φυλακές βρισκόταν ψωμὶ νὰ φᾶνε φαγητὸ ὅλα τὰ ὑστερόταν.

Ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα μου ποὺ τὸ ἐξουσιάζω
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι αὐτὸ τὸ θυσιάζω.

Ὁ βασιλιάς στὸν ἔπαρχο στέλνει τὴν Ἀναστασία τὴν καλοπιάνει στὴν ἀρχὴ μὲ κάθε ἡσυχία.

Τῆς λέγει γιατὶ δὲν προσκυνᾶς ἀφοῦ τὰ προσκυνοῦσε καὶ ὁ πατέρας σου στὴ γῆ ὅταν ἀκόμα ζοῦσε.

- 39 -

Αὐτούς τούς ψεύτικους Θεούς ποὺ προσκυνᾶτε πάλι τούς ἔκαψα σὰν ἄναψα μία φωτιὰ μεγάλη.

Τούς ἔκαψα καὶ βρώμισαν μὲ μύγες καὶ ἀράχνες ἄν ἤτανε ἀληθινοὶ στολίδι θὰ εἶχαν δάφνες.

Ἀγρίεψε ὁ ἔπαρχος ποὺ ἀκούει Ἀναστασία καὶ εἶπε θὰ βάλει βάσανα μεγάλη τιμωρία.

Θαυμάζω ἐξυπνάδα σου τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία ποὺ ὀνόμασες πράξη καλὴ τὴν ἱεροσυλία.

Τὰ ἄψυχα αὐτὰ εἴδωλα γιατὶ δὲν βοηθοῦσαν σώα νὰ ἔμειναν αὐτὰ κι ἐμὲ δὲν τιμωροῦσαν;

Μὲ τὶς φοβέρες ὁ ἔπαρχος καὶ μὲ τὴν κολακεία δὲν νίκησε τὴν πίστη της ποὺ εἶχε ἡ Ἀναστασία.

Αὐτὴ στὸν Αὐτοκράτορα τὰ εἶχε ἀναφέρει
τὴν στέλνει ὁ Αὐτοκράτορας εἰς τὸν Ἀρχιερέα εἰδωλολάτρης ἦταν γιὰ νὰ τὰ ποῦν ὡραία.

Οὐπλιανὸν τὸν ἔλεγαν εἶχε τὴν ἐξουσία
ζωὴ νὰ δώσει ἤ θάνατον εἰς τὴν Ἀναστασία.

Σὲ εἰδωλολάτρη ἀρχιερέα τὴν πῆγαν νὰ τὴν κρίνει ἀνάλογη μὲ ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδινε ἐκείνη.

Ἐμπρός του σὰν τὴν πήγανε τῆς δίνει προθεσμία τριήμερη ἀπόφαση νὰ βγάλει ἡ Ἀναστασία.

Ὄχι τρεῖς μέρες νὰ σκεφτῶ καὶ νὰ ἀποφασίσω ἀλλὰ καὶ τρία χρόνια ὁ Θεὸς ἄν θέλημά του ζήσω.

Δέν πρόκειται τὴ γνώμη μου ποτὲ νὰ τὴν ἀλλάξω καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸν ποτὲ νὰ τὸν ξεχάσω.

Ἐγὼ τὸν ἕνα Ἀληθινὸν Θεὸν σέβομαι καὶ πιστεύω τὸν ἑαυτόν μου πρόθυμα σ᾿ αὐτὸν τὸν παραδίνω ἐωὼ στούς ψεύτικους θεούς θυσία δὲν τούς δίνω.

- 40 -

Ἐν συνεχεία ὁ τύραννος στὴν φυλακὴ τὴν κλείνει τρεῖς μέρες μές στὴ φυλακὴ ἐνήστεψε ἐκείνη.

Ἐπροσευχόταν στὸν Θὸν νὰ τήνε δυναμώσει νὰ ἀντέξει τὸ μαρτύριον, δύναμη νὰ τῆς δώσει.

Στὴ φυλακὴ γυναῖκες τρεῖς ὁ βασιλέας στέλνει Ἁγία νὰ διαστρέψουνε, μὰ ἀλύγιστη ὅμως μένει.

Ἀκλόνητη καὶ σταθερὴ στὴν πίστη τὴ δική της εἰς τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν ἔκανε προσευχή της.

Αἱ τρεῖς γυκαῖκες ἐφύγανε ἐτότε κατ᾿ εὐθεία ἀφοῦ ἡ Ἁγία δὲν τούς ἔδωσε καθόλου σημασία.

Ὁ δικαστής ξεκίνησε Ἁγία νὰ μολύνει
στὸ δρόμο ἐτυφλώθηκε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Τὸν τύφλωσε ὁ Κύριος τὸ ἔπιασαν οἱ πόνοι ἐφώναζε καὶ οὔρλιαζε μαζεύτηκαν γειτόνοι.

Μὲ πόνους τὸν ἀφήσανε εἰς τὸ δικό του σπίτι αὐτὸς ἀπὸ τὰ εἴδωλα βοήθεια ἐζήτει.

Τὸν πήγανε στὰ εἴδωλα δὲν εἶδε θεραπεία· ξεψύχησε ὁ ταλαίπωρος μὲ πόνους ἐν συνεχεία.

Τότε ἀπελευθερώθηκε ἡ Ἁγία Ἀναστασία
τὴν εἶχαν κλείσει φυλακὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Παρηγορία πρὸς τὴν Θεοδότη

Σὰν τὸ ἐλεύθερο πουλὶ τότε ἡ Ἀναστασία ἐβγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ ποὺ ἤτανε κλεισμένη
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν φυλακισμένη.

Σὰν βγῆκε ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ τότε ἡ Ἀναστασία ἔκανε ἱεραποστολὴ δὲν εἶχε ἡσυχία.

- 41 -

Τὴν Θεοδότη μάρτυρα εἶχαν φυλακισμένη πάρα πολλὰ μαρτύρια αὐτὴ εἶχε ὑπομένει.

Ἡ Ἀναστασία πῆγε ἐκεῖ νὰ τὴν παρηγορήσει στὴν πίστη νὰ στερεωθεὶ μὰ καὶ νὰ μαρτυρήσει.

Ὁ κόμητας συμβάντα αὐτὰ ἄκουσε κατ᾿ εὐθεία ἀμέσως ἐφυλάκησε καὶ τὴν Ἀναστασία.

Τὴν Θεοδότη ἔδεσε τὴν στέλνει Βιθυνία τὴν ἔδεσε τὴν ἔστειλε στὸν Ὕπατο εὐθεία.

Στὴν Βιθυνία ἔλαβε ὁ Ὕπατος Θεοδότη
διὰ τὴν ἄρνηση Χριστοῦ τῆς εἶπε λέξη πρώτη ὅμως πιστὴ εἰς τὸν Χριστὸν ἔμεινε ἡ Θεοδότη.

Μέσο σατανικότερο τώρα στὸ νοῦ του βάζει τὰ δυὸ παιδιὰ νὰ ἔρθουνε ὁ ἔπαρχος διατάζει.

Σὰν ἦλθαν τὰ παιδιὰ ἐκεῖ εἶπε νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα του ὡς θεούς, ἄν ἤθελαν νὰ ζήσουν.

Εἰδάλλως τὰ φοβέριζε πώς θὰ τοα θανατώσει ἐὰν δὲν προσκυνήσουνε καὶ τοῦ εἰποῦνε ὄχι.

Ὁ μεγαλύτερος υἱὸς Εὔωδος τὸ ὄνομά του
μὲ θάρρος ποὺ εἶχε πολύ, λέγει στὸν ἄρχοντά του.

Ἄρχοντα δὲν φοβόμαστε μαρτύρια στὸ σῶμα γιατὶ μὲ αὐτὰ κερδίζομεν παράδεισο αἰώνια.

Μόνο Θεὸν φοβόμαστε εἶπε τὸ παλικάρι ἀγρίψε ὁ ἔπαρχος καὶ ἔγινε λιοντάρι.

Ἀντὶ νὰ ἀκούσει ὁ ἄρχοντας παιδιοῦ ὡραία γνώμη ἀγρίεψε διέταξε νὰ ραβδιστεῖ ἀκόμη.

Νόμιζαν πώς ἡ μάνα τους θὰ τούς παρακαλοῦσε νὰ μὴν κτυποῦνε τὸ παιδὶ εἴδωλα θὰ τιμοῦσε.

- 42 -

Ἔκανε τὸ καθῆκον ἐκείνη σὰν μητέρα
χαιρόταν γιὰ παράδειγμα παιδιοῦ της ἐκεῖ πέρα

Θάρρος ἔδινε τοῦ παιδιοῦ τότε ἡ μητέρα· κράτα καὶ ἔχε ὑπομονὴ τοῦ ἔλεγε ὅλη μέρα.

Τοῦ τύραννου ὁ κόπος του ἐπήγαινε χαμένος εἶδε πώς ἐνικήθηκε καὶ ἦταν λυπημένος.

Φωτιὰ μεγάλη ἄναψαν καὶ ἔκαναν καμίνι
ρίχτηκαν μέσα καὶ κάηκαν οἱ τρεῖς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Πῆγαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἦταν εὐτυχισμένοι· ζοῦνε κοντὰ μὲ τὸν Θεὸν εἶν᾿ εὐχαριστημένοι.

Τελευταία μαρτύρια τῆς Ἀναστασίας

Βρισκότανε στὶς φυλακές τότε ἡ Ἀναστασία φιλάργυρος ὁ ἔπαρχος γιὰ φιλοχρηματία ἐμίλησε πονηρὰ ἐτότε στὴν Ἁγία.

Σὰν χριστιανὴ Ἀληθινὴ περιφρονάς τὰ πλούτη, δώστα σὲ ἐμένα νὰ χαρεῖς εἰς τὴν ζωὴ ἐτούτη.

Ἡ Ἀναστασία ἀπαντᾶ τότε εἰς ἐρώτησή του
ὁ Κύριος μας τούς πτωχούς ποὺ εἶναι πεινασμένοι εἶπε αὐτούς νὰ ἐλεήσομε νὰ εἶναι χορτασμένοι.

Ἐσὺ ὅμως τώρα δὲν πεινάς γιὰ νὰ σὲ ἐνισχύσω ἐὰν πτωχεύσεις καὶ ἐσὺ θὰ σὲ ἐλεῶ ἄν ζήσω.

Ἐθύμωσε ὁ τύραννος σὰν ἄκουσε ἀκόμα
εἶπε νὰ μπεῖ στὴ φυλακὴ λίγο ψωμὶ στὸ στόμα.

Ὁ τύραννος ἐνόμιζε ὅτι ἔτσι νικοῦσε τὴν Ἁγία μὰ τὴν ἐνισχύει ὁ Θεὸς καὶ ἔχει πάντα ὑγεία.

Ἡ Θεοδότη στὴ μάρτυρα πήγαινε στὸ κελί της καὶ δύναμη τῆς ἔδινε πάντα μὲ προσευχή της.

- 43 -

Τὴν σταυρώνουν καὶ τὴν καῖνε

Ὁ ἄρχοντας εἶν᾿ ἄνθρωπος τῆς εἰδωλολατρίας
εἶχε πολὺ μίσος καὶ ἐχθρότητα πρὸς τὴν Ἀναστασία.

Ἐβγῆκε ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ ἡ Ἁγία Ἀναστασία νὰ τὴν κοιτάζει δὲν μπορεῖ εἶχε στεναχωρία.

Ἤθελε νὰ μὴν ἔβλεπε καθόλου πρόσωπό της
νὰ φύγει ἀπὸ τὰ μάτια του νὰ βρεῖ τὸ θάνατό της.

Διέταξε καὶ ἔβαλαν σὲ βάρκα τὴν Ἁγία καὶ εἰδωλολάτρες 120 θὰ εἶχε συνοδεία
ἡ βάρκα θὰ εἶχε μέσα ἕνα χριστιανὸ τὸν λέγαν Εὐτυχιανό.

Νὰ πᾶνε εἰς τὴν θάλασσα τὴν βάρκα νὰ τρυπήσουν σὰν βγοῦνε στ᾿ ἀνοικτὰ ὅλους αὐτούς νὰ πνίξουν.

Ὅπως τὸ εἶπαν ἔγινε· τὴν βάρκα ἐτρυπήσαν καὶ τὰ ἀποτελέσματα πνιγμένων θὰ θωροῦσαν.

Ἀλλ᾿ ὦ τῶν θαυμασίων σου Χριστὲ ἡ βάρκα ἦταν μόνη ἀλλὰ παρουσιάζεται ἡ Θεοδότη στὸ τιμόνι.

Τὴν τρυπημένη βάρκα πιὰ αὐτὴ τὴν κατευθύνει θαῦμα μεγάλο εἶν᾿ αὐτὸ εἰς τὴν ἡμέρα ἐκείνη.

Εἰδωλολάτρες ποὺ εἴδανε τόσο μεγάλο θαῦμα ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Παρακαλοῦν χριστιανὸ Εὐτυχιανὸ καὶ τὴν Ἀναστασία γιὰ νὰ τούς κατηχήσουνε εἰς τὴν ὀρθοδοξία.

Στὴ βάρκα μέσα ἤτανε 120 ἄνδρες
ἐπίστεψαν εἰς τὸν Χριστὸν ἐνῶ ἦταν εἰδωλολάτρες.

Τὸ ἔμαθε ὁ ἄρχοντας σὲ μαρτύρια τούς βάνει
μὰ δὲν ἀρνήθηκαν Χριστὸν καὶ βάσανα τούς κάνει.

- 44 -

Τὸ ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τούς εἶπε νὰ ποιήσουν αὐτούς ποὺ μόλις πίστεψαν νὰ ἀποκεφαλίσουν.

Ξεχωριστὰ διέταξε γιὰ τὴν Ἀναστασία ἰδιαιτέρως σκέφτηκε νὰ πάθει τιμωρία.

Νὰ τῆνε δέσουν ζωντανὴ σὲ πάσαλους ἀκόμα σιγὰ σιγὰ εἰς τὴν φωτιὰ νὰ καίγεται τὸ σῶμα.

Μαρτύριόν της φοβερὸ μὰ μὲ χαρὰ ἡ Ἁγία
τὸ δέχτηκε χαρούμενη γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Μέσα στὶς φλόγες ἔδωσε ψυχή της ἡ Ἀναστασία ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὀρθοδοξία.

Εἰς τὸν Θεὸν παρέδωσε τὴν Ἅγια ψυχή της
ποὺ τόσο ἀγάπησε πολύ, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή της.

Ἡ μνήμη τῆς ἑορτάζεται 22 Δεκεμβρίου, ἐνταφιασμός, ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου

Κατόπιν τὸ ἱερὸν τῆς λείψανο τὸ πῆρε ἡ Ἀπολλωνία
τὸ ἔθαψε στὸν κῆπο τῆς ἔπειτα ἔγινε Ναὸς Ἁγίας Ἀναστασίας.

Στὴ Θεσσαλονίκη βρίσκεται μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας ἐκεῖ λέγεται ὅτι βρίσκεται ἡ κάρα τῆς Ἁγίας.

- 45 -

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

Ἑορτάζει 22 Ἰανουαρίου Μάγος ἀπὸ μάγους

Ὁ ἔνδοξος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσιος ἦταν ἀπ᾿ τὴν Περσία
610 μ.Χ. ἦταν χρονολογία.

Μάργουνδατ ἔλεγαν τὸ πρῶτο ὄνομά του
καὶ μάγος Βάβ ὁ πατέρας του στὴν οἰκογένειά του.

Στὴν τέχνη τὴν σατανικὴ ἄριστος ὁ πατέρας πήγαιναν τότε μαθηταὶ νὰ μάθουν τὴν μαγεία ἐπῆγε υἱός του μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδία.

Ὁ μάγος τότε ἔβαλε ὅλη τὴ δύναμή του μεγάλο μάγο ἤθελε νὰ κάνει τὸ παιδί του.

Μεγάλωσε ὁ Ἀναστάσιος τὸν ἔγραψε ὁ πατέρας τυρράνων νεοσύλεκτοι ἐπήγαιναν ἐκεῖ πέρα.

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς θαυματουργεῖ στὴν Περσία

Ἔτος 614 ἦταν χρονολογία ὅταν
οἱ Πέρσες στὰ Ἱεροσόλυμα ἔκανα ἐκστρατεία.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κάνουνε ληστεία
ἔκλεψαν πράγματα πολλὰ τὰ πῆγαν στὴν Περσία.

Ἐπῆραν πολλὰ πράγματα ποὺ εἴχανε ἀξία μὰ καὶ τὸ σπουδαιότερο ποῦχε μεγάλη ἀξία.

Πῆραν τὸν Τίμιον Σταυρὸ ποὺ ἔκανε θυσία
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ φιλανθρωπία.

- 46 -

Ἔχυσε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ τὸ Θεϊκό του αἷμα
ἡ ἀνθρωπότης νὰ σωθεῖ καὶ τοῦ Ἀδάμ τὸ πταῖσμα.

Πῆγαν τὸν Τίμιον Σταυρὸ στὴν εἰδωλολατρία ἐκεῖ ποὺ ἐβασίλευε σατανικὴ μαγεία.

Ἡ παρουσία τοῦ ἐκεῖ διέλυσε τὴν μαγεία θαύματα ἔκανε ὁ Σταυρὸς στὴν εἰδωλολατρία
καὶ ἐπίστεψε ὁ Ἀναστάσιος εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.

Ἡ θεϊκὴ φωτιά

Τότε ὁ Ἀναστάσιος τούς χριστιανούς ρωτοῦσε νὰ μάθει βίον τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε.

Σὰν ἔμαθε βίον Χριστοῦ πῆρε χαρὰ μεγάλη
δέν ἤξερε γιὰ τὸν Χριστὸν τὸν φώτισαν οἱ ἄλλοι.

Ἀρνήθηκε πατρίδα του καὶ συγγενεῖς καὶ πλούτη θέλει νὰ ζήσει αἰώνια καὶ ὄχι ζωὴ ἐτούτη.

Ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του ἐτότε κατ᾿ εὐθεία πῆγε στὴν Ἱεράπολη ἐκεῖ στὴν πολιτεία.

Σὲ χρυσοχόου ἐπάγγελμα ἐκάθησε στὸ σπίτι τὸν χρυσοχόο παρακαλεῖ νὰ τόνε βοηθήσει ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς τόσο ἐπιθυμοῦσε
καὶ Ἅγιον Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ πάντοτε ἐζητοῦσε.

Ὁ Ἀναστάσιος πολλές φορές στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει στούς τοίχους της οἱ Ἅγιοι ἦταν ζωγραφισμένοι.

Ρωτοῦσε ἄλλους χριστιανούς νὰ μάθει τῶν Ἁγίων γιὰ νὰ τοῦ ἱστορήσουνε αὐτοὶ Ἁγίων βίον.

Ἀκούγοντας τὸν βίον τους τοῦ κάθε ἑνὸς Ἁγίου ἀπὸ ἀγάπη ἄναβε ἡ καρδιὰ Ἀναστασίου.

- 47 -

Τρέχει στὰ Ἱεροσόλυμα σὰν διψασμένο ἐλάφι θέλει ἐκεῖ νὰ βαπτιστεῖ γιὰ τὸ Χριστὸν νὰ μάθει.

Ἐπῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τούς Ἁγίους Τόπους ἑβρῆκε ἕνα χριστιανὸ ἀπ᾿ τούς πολλούς ἀνθρώπους.

Τὸν πλησιάζει ὁ Ἀναστάσιος καὶ τὸν παρακαλοῦσε τοῦ ᾿πε θὰ γίνει χριστιανὸς καὶ βάπτισμα ζητοῦσε.

Τὸν πῆρε ὁ χριστιανὸς αὐτὸς ἐτότε κατ᾿ εὐθεία τὸν πῆγε σὲ πρεσβύτερο τὸν ἔλεγαν Ἠλία.

Στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως ὁ ἱερεύς τὸν βάνει
καὶ ὁ Πατριάρχης Μόδεστος εἶναι ἐκεῖ προφθάνει.

Ὁ Πατριάρχης τὸν ἐβάπτισε μεγάλη εἶν᾿ ἡ χαρά του τὸν βάπτισε Ἀναστάσιον ἄφησε τὸ ὄνομά του.

Ἔμεινε ὁ Ἀναστάσιος στὸ σπίτι ἱερέα Ἠλία ὀκταήμερον ἐπέρασε ὡραία.

Ὁ ἱερεύς τὸν ἐρωτᾶ τὶ σκέπτεται νὰ γίνει καλόγηρος τοῦ ἀπάντησε εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἐτότε ἑκατάλαβε ὁ πρεσβύτερος Ἠλίας
θὰ γίνει ὁ Ἀναστάσιος στολίδι τῆς ἐκκλησίας.

Γι᾿ αὐτὸ Ἠλίας ἱερεύς ἐδέχθη αἴτησή του
νὰ γίνει ἕνας μοναχὸς νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

Ὁ ἱερεύς φωτίστηκε εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη ὄχι μόνο καλόγερος Ἅγιος εἶχε γίνει.

- 48 -

Στὸ μοναστήρι

Σὰν τελείωσε ὁ ἱερεύς τὴ θεία λειτουργία πῆγε μὲ Ἀναστάσιον εἰς τὴν μονὴ εὐθεία.

Τὸ μοναστήρι ἤτανε Ἁγίου Ἀναστασίου τὸ ὄνομα θὰ ταίριαζε μὲ μοναχοῦ Ἁγίου.

Τέσσερα μίλια μακριὰ βρισκόταν ἀπ᾿ τὴν πόλη πηγαίνανε οἱ χριστιανοὶ καὶ προσκυνοῦσαν ὅλοι.

Ἦν ξακουστὸς ἡγούμενος εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ὄνομα καλογερικὸ τὸν λέγαν Αὐγουστίνο.

Εἶδε τὸν Ἀναστάσιον ὁ ἡγούμενος ἐχάρη
ποὺ θὰ γινόταν μοναχὸς νὰ ἔχει Θεοῦ τὴ χάρη.

Τὸν ἔστειλε σ᾿ ἕνα μοναχὸ ν᾿ ἀκούει τὸ ψαλτήρι στὸν γέροντα ὁ Ἀναστάσιος δὲν χάλαγε χατήρι.

Καὶ μοναχὸς προτοῦ γενεῖ ἔδειξε ἀρετή του ἀγάπη εἶχε ἀρετὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του.

Ὁ ἡγούμενος τὸν παρακολουθεῖ καὶ τὸν παραλαμβάνει εὐθύς τὸν Ἀναστάσιο ποὺ μοναχὸ τὸν κάνει.

Ἔπειτα διακονήματα τοῦ εἶχαν δώσει δύο
το ἕνα στὸν κῆπο κηπουρὸς ἄλλο στὸ μαγειρεῖο.

Μὲ δυὸ διακονήματα ποῦχε ὑπηρεσία
δέν ἔλειπε ὁ Ἀναστάσιος ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.

Στὸ μοναστήρι ὁ Ἅγιος ἐκάθησε ἑπτὰ χρόνια καὶ τώρα στὸν παράδεισο θὰ χαίρεται αἰώνια.

Σὰν βίους Ἁγίων διάβαζε γιὰ τὰ μαρτύριά τους ἐκλαίγανε τὰ μάτια τοῦ ἔτρεχαν δάκρυά τους.

- 49 -

Νίκησε τούς πειρασμούς του

Δέν ἄντεξε ὁ φθονερὸς διάβολος τὸν μισοῦσε καὶ τὴ μεγάλη ἀρετὴ Ἁγίου πολεμοῦσε.

Εἰς τὸ μυαλό του ἔβανε ὅλες τὶς ἀπολαύσεις ποὺ εἶχε στὴν πατρίδα του καὶ τώρα εἶχε χάσει.

Ὁ Ἅγιος εἶν᾿ ἄγρυπνος δὲν δίνει σημασία
καὶ δὲν φοβᾶται τοῦ ἐχθροῦ παγίδες του καμία.

Κατέφευγε στὴν προσευχὴ μὲ δάκρυα ζητοῦσε νὰ ᾿χει βοήθεια Χριστοῦ πάντα παρακαλοῦσε.

Ἀγώνα εἶχε ὁ Ἅγιος ἀπ᾿ τὸν ἐχθρὸ μεγάλο
τὸ εἶπε στὸ διδάσκαλο ἔπειτα καὶ τῶν ἄλλων.

Οἱ μοναχοὶ ὅλοι μαζὶ κάνουν τὴν προσευχή τους ἔφυγε τότε ὁ διάβολος τὸν ἔδιωξε ἡ εὐχή τους.

Προβλέπει τὸ μαρτύριό του

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς ὅραμα τότε βλέπει τὸ ὅραμά του ἐξηγεῖ κατόπι ὅπως πρέπει.

Εἶδε ὅτι ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνὸ ψηλὸ μὰ καὶ μεγάλο λίθοι ὡραῖοι τὸ στόλιζαν ὅσο κανένα ἄλλο.

Ἄνθρωπος τοῦ ἔδωσε κρασὶ νὰ πιεῖ σ᾿ ἕνα ποτήρι το .ἤπιε ὁ Ἀναστάσιος δὲν τοῦ χαλᾶ χατίρι.

Ἦταν καλὴ ἡ γεύση του εὐφράνθη ἡ ψυχή του κατάλαβε γλυκύτητα ἐτότε στὴ ζωή του.

Ὁ Θεὸς τοῦ ἐφανέρωσε μὲ ὅραμα δικό του δείχνει στὸν Ἀναστάσιον γιὰ τὸ μαρτύριό του.

Ὁ Ἅγιος ἐξύπνησε πῆγε στὴν ἐκκλησία
οἱ μοναχοὶ ἦταν ἐκεῖ στὴ Θεία Λειτουργία.

- 50 -

Γιορτὴ τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ἡμέρα ἐκείνη μεγάλη πανευφρόσυνη εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Πῆγαν στὸ διακονικὸ μὲ τὸν διδάσκαλό του καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του νὰ πεῖ τὸ μυστικό του.

Μὲ δάκρυα παρακαλεῖ τότε διδάσκαλό του θερμὴ νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ τέλος ἰδικό του.

Τοῦ εἶπε ξέρω διδάσκαλε ὅλες σου τὶς αἰτίες γιὰ ἐμένα ὅτι ἔκανες πολλές εὐεργεσίες.

Μοῦ ἔδωσε φῶς ἀληθινὸ ποὺ ᾿ναι ἡ χριστιανοσύνη καὶ τώρα νὰ προσεύχεσαι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει.

Καὶ τότε τὸν ἐρώτησε καὶ ὁ διδάσκαλός του πώς τὸ ἐγνώρισες ἐσὺ τὸ τέλος τὸ δικό σου;

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος τοῦ εἶπε τ᾿ ὅραμά του πηγαίνει εἰς τὸν οὐρανὸ ἀφήνει τὴ συντροφιά του.

Ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν Χριστὸ θέλει νὰ μαρτυρήσει
σὲ ἀνθρώπους γιὰ μαρτύριον δὲν θέλει νὰ μιλήσει.

Πηγαίνει γιὰ τὸ μαρτύριο

Παρηγορεῖ τὸν Ἅγιον τότε ὁ δάσκαλό του
γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ᾿δωσε θάρρος ἐμπρός του.

Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τοῦ Πάσχα ἡ λειτουργία κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια τὰ Θεία.

Νὰ κοιμηθεῖ ὁ Ἅγιος τότε δὲν ἠμποροῦσε τὸ Ἱερὸν Μαρτύριον πάντα ἐπιθυμοῦσε.

Ἄξαφνα ὅμως ἔφυγε κρυφὰ ἀπ᾿ τὸ μοναστήρι καὶ δὲν τὸν πῆραν εἴδηση οἱ ἄλλοι καλογῆροι.

- 51 -

Ἐπῆγε στὴν Καισάρεια τότε στὴν Παλαιστίνη στῆς Θεοτόκου τὸν Ναὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Δύο ἡμέρες κάθησε ἔκανε προσευχή του
νὰ τὸν ὁδηγήσει ἡ Παναγιὰ συμφέρον τῆς ψυχῆς του.

Ἐλέγχει τούς μάγους

Ἔπειτα πῆγε στὸ Ναὸν Ἁγίας Εὐφημίας
ἐκεῖ εἶδε μάγους μερικούς ποὺ ἦταν ἀπ᾿ τὴν Περσία.

Ὁ Ἅγιος ἐγνώριζε πώς ἦταν ἁμαρτία
τὰ μάγια ὅταν ἔκαναν ἦταν ἀκαθαρσία.

Τούς μάγους τότε ἐμάλωσε εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη γιατὶ ἀνθρώπου τὴν ψυχὴ τὰ μάγια τὴν μολύνει.

Τὴν πρέπουσα ἀπάντηση ὁ Ἅγιος τούς δίνει
ἀπ᾿ τὴ μαγεία νὰ στραφοῦν εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Μάθημα κάνει ὁ Ἅγιος εἶπε γιὰ ἑαυτόν του
οἱ μάγοι νὰ ἀκούσουνε τὸν βίον τὸν δικό του.

Τὰ ἔργα αὐτὰ ποὺ κάνετε ἐσεῖς ποὺ λέγεται μαγεία ὅλα τὰ ἔκανα καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν ἐν ἀγνοία.

Πίστη Χριστοῦ ἐγνώρισα ἀληθινὴ θρησκεία βαπτίστηκα εἰς τὸν Χριστὸν τὴν πίστη τὴν Ἁγία.

Τότε μαγεία ἄφησα εἶν᾿ ἔργο τοῦ διαβόλου
τὴν μίσησα καὶ εἰς τὸν νοῦ δὲν ἔβαλα καθόλου.

Αὐτὸ νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς μὲ ὅλη τὴ δύναμή σας θὰ χαίρεται καὶ ἀγάλλεται τότε ἡ ψυχή σας
νὰ διώξετε τὸν σατανὰ νὰ εἶναι μακριὰ σας.

- 52 -

Στὴ φυλακή

Ὁ Ἅγιος ποὺ ἔκανε μάγους συνομιλία ἐκατοικοῦσαν Πέρσες ἐκεῖ καὶ εἶχαν κατοικία.

Σὰν εἴδανε τὸν Ἅγιο στὴ φυλακὴ τὸν ρίξαν ὁ Ἅγιος τὶ ἔφταιγε οὔτε τὸν ἐρωτῆσαν.

Τότε Ἁγίου εἴπανε στὴ φυλακὴ νὰ κάτσει
ὥσπου νὰ ἔρθει ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ τὸν ἐξετάσει.

Σὰν ἔφθασε ὁ ἄρχοντας εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη ἐρώτησε τὸν Ἅγιον ποιὸς εἶναι νὰ τὸν κρίνει.

Καταγωγή μου ἄρχοντα εἶναι ἀπ᾿ τὴν Περσία καὶ θρήσκευμα εἶχα ἐκεῖ τὴν εἰδωλολατρία ἔγινα τώρα χριστιανὸς καὶ ἄφησα τὴν πλάνη.

Σὰν ἄκουσε ὁ τύραννος γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία μίλησε εἰς τὸν Ἅγιον τότε μὲ κολακεία.

Τοῦ ᾿πὲ ἄν ἀρνηθείς Χριστὸν τὴν πίστη τὴ δικιά σου θὰ σοῦ χαρίσω ὅτι θές νὰ χαίρεται ἡ καρδιά σου.

Στὰ λόγια ποὺ ᾿πὲ ὁ τύραννος αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε καὶ προσευχὴ ἔκανε κρυφά, τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσε.

Χλευασμοὶ καὶ μαρτύρια

Τότε ὁ σκληρὸς ὁ τύραννος βγάζει διαταγή του νὰ τυραννοῦν τὸν Ἅγιον σὲ ὅλο τὸ κορμί του.

Μὲ ἁλυσίδα νὰ δέσουνε πόδι καὶ τὸ λαιμό του
καὶ πέτρες νὰ τὶς κουβαλεῖ εἰς τὸ τοιχόκαστρό του.

Τὸν γνώριζαν σὲ ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ συμπατριῶτες ὅλοι τὸν κοροϊδεύανε ποὺ Πέρσες ἦταν τότε.

- 53 -

Ξερίζωναν τὰ γένια του ἄλλοι τόνε κτυποῦσαν ἄλλοι τὸν κορόιδευαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν.

Πολλὰ βασανιστήρια τοῦ εἶχαν καμωμένα
καὶ ἔπεσε μπρούμυτα στὴ γῆ μὲ χέρια ξαπλωμένα.

Μὲ τὰ βασανιστήρια πῆγε ὁ ἄρχοντας κοντά του τοῦ ᾿πὲ νὰ ἀλλάξει τὰ μυαλὰ καὶ νὰ μετανοήσει γιατὶ ἄν πᾶς στὸν βασιλιᾶ σκληρὰ νὰ συναντήσεις.

Καὶ ὁ βασιλιάς λέγει ὁ Ἅγιος δὲν ἔχει ἐξουσία μόνο ὁ Θεὸς τοῦ σύμπαντος ἔχει κυριαρχία.

Ὁ τύραννος τὸν Ἅγιον στὴ φυλακὴ ἔχει ρίξει ἐνόμιζε θὰ φοβηθεῖ καὶ θὰ μετανοήσει.

Ἀρνήθηκε ὁ Ἅγιος εἴδωλα νὰ προσκυνήσει
γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιον εἶχαν κλείσει.

Καὶ μέσα εἰς τὴν φυλακὴ ἔκανε προσευχή του εἶχε βοήθεια Θεοῦ νυχθημερὸν μαζί του.

Τὶ εἶδε ὁ δήμιος Ἑβραῖος

Μιὰ νύκτα ὅπου ἔψαλε τὸν ἄκουσε ὁ δήμιος Ἑβραῖος τὸν εἴχανε στὴ φυλακὴ καὶ ἄκουγε μὲ δέος.

Ὁ Ἅγιος στὴ φυλακὴ δὲν ἐκοιμάτο βράδια
τὸν ἔβαλαν οἱ φύλακες νὰ κουβαλάει λιθάρια.

Εἶδε ὁ Ἑβραῖος δήμιος στὴ φυλακὴ ποὺ ἦταν στὴ θέση ποὺ ἦταν ὁ Ἅγιος ἄνοιξε μία τρύπα.

Μία θυρίδα φυλακῆς ἦταν μισοκλεισμένη κοίταξε πρὸς τὸν Ἅγιο μὲ τὴν φωνὴ κομμένη.

Θαῦμα εἶδε ἐξαίσιο ὁ δήμιος Ἑβραῖος
ἀπ᾿ τὴν σχισμὴ ποὺ κοίταξε τὸν Ἅγιον ὁ νέος.

- 54 -

Ἤτανε φωτοστόλιστη ἡ αἴθουσα ἐκείνη
στὴ φυλακὴ ποὺ ὁ Ἅγιος εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἄνδρες εἶδε στὴ φυλακὴ ἀστραποφορεμένους μὲ ἀρχιερατικές στολές τούς εἶδε ντυμένους.

Τριγύρω ἀπὸ τὸν Ἅγιο βρισκότανε κοντά του ἔλαμπαν σὰν τὸν ἥλιο ὅλων τὰ πρόσωπά τους.

Ντυμένος καὶ ὁ Ἅγιος κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἤτανε ὁλοφώτεινα σώματα τῶν ἀνθρώπων.

Ἀνένδοτος

Τὸν Ἅγιον ποὺ εἴχανε τότε στὴ φυλακή
μὲ λόγια μόνο ἄν ἤθελε Χριστὸν νὰ ἀρνηθεῖ.

Ἐὰν δὲν τὸν ἀρνιότανε τότε τὸν Χριστό του στὸν βασιλιᾶ θὰ πήγαινε νὰ βρεῖ τὸ θάνατό του.

Μὴ γένοιτο νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ ποτὲ Χριστό μου καὶ κάνετε ὅ,τι θέλετε ἐσεῖς στὸν ἑαυτόν μου.

Ὁ τύραννος βλέπει τὸν Ἅγιον πώς δὲν ἀλλάζει γνώμη στὸν βασιλιὰ μὲ δυὸ πιστούς τὸν ἔστειλε ἀκόμη.

Ἔτυχε τότε ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως Σταυροῦ Τιμίου ποὺ ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία 14 Σεπτεμβρίου.

Πῆγε ὁ ἀποθηκάριος τῆς φυλακῆς γιὰ νὰ τοῦ κάνει χάρη τὸν Ἅγιον μία βραδιὰ μαζί του νὰ τὸν πάρει.

Τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια μὲ δύο του συντρόφους
καὶ πήγανε στὴν ἐκκλησιὰ μὲ χριστιανούς ἀνθρώπους.

Σὰν εἴδανε τὸν Ἅγιον στὴν ἐκκλησιὰ νὰ μπαίνει οἱ χριστιανοὶ ἐδόξαζαν Θεὸν εὐτυχισμένοι.

- 55 -

Τὸν Ἅγιον ὑποδέχθηκαν μέσα στὴν ἐκκλησία
ποὺ ἦταν ἄνδρες χριστιανοὶ γυναῖκες καὶ παιδία.

Μὲ εὐλάβεια φιλούσανε πληγές τοῦ σώματός του ὁ Ἅγιος ταπείνωση εἶχε στὸν ἑαυτόν του.

Τότε στὴν Ἱεράπολη δυὸ γράμματα ὡραία ἔγραψε ὁ Ἀναστάσιος πρὸς τὸν ἀρχιερέα.

Τοῦ ἔγραψε στὰ γράμματα νὰ κάνει προσευχή του δύναμη νὰ ᾿χει ἀπ᾿ τὸν Χριστὸν καὶ ὑπομονὴ μαζί του.

Τὸν δρόμο τῆς ἀθλήσεως νὰ τόνε τελειώσει ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸν δύναμη νὰ τοῦ δώσει.

Τὸν Ἅγιον στὴ φυλακὴ τότε τὸν εἶχαν βάλει
σὲ λίγες μέρες ὁ βασιλιάς ὅμως τὸν εἶχε βγάλει.

Ἐμπρός του εἶπε ὁ βασιλιάς καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἄρχισαν τότε οἱ ἄνθρωποι Ἅγιον νὰ ἐρωτήσουν.

Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ ἀρνήθηκες την τῶν Περσῶν θρησκεία; ὁ Ἅγιος δὲν τούς ἔδωσε καμία σημασία.

Ὁ Ἅγιος ἐμίλησε μὲ τὸν διερμηνέα
καὶ ὄχι στὴν γλώσσα τὴν παλιὰ τούς μίλησε ὡραία.

Ἐγκατέλειψα τὴ θρησκεία σας γιὰ ἕνα λόγο μόνο στὴν κόλαση μᾶς ὁδηγεῖ θρησκεία τῶν δαιμόνων.

Ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι ἔφυγα καὶ ἦρθα εἰς τὰ φῶτα προσκυνῶ Θεὸν Ἀληθινὸν ποὺ ἄγνοια εἶχα πρῶτα.

Ὁ ἄρχοντας ἐμίλησε τοῦ Ἁγίου μὲ κακία
δέν τοῦ ἄρεσε ποὺ ἄκουσε Χριστοῦ Ἀληθινὴ θρησκεία.

Ὁ ἄρχοντας τὸν Ἅγιον πανάθλιον τὸν λέει
ποὺ ἐπροσκύνησε Θεὸν ποὺ ἐσταύρωσαν Ἑβραῖοι.

Ὁ Ἅγιος δὲν φοβήθηκε δὲν εἶχε δυσκολία ἀλήθεια εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ εἶπε κατ᾿ εὐθεία.

- 56 -

Σταυρώθηκε λέγει ὁ Θεὸς ἤτανε θέλημά του
νὰ ἐλευθερώσει ἄνθρωπο ἀπὸ ἁμαρτήματά του.

Σεῖς εἴσαστε ἀνόητοι καὶ ἐξακολουθεῖτε τὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα θεοὶ τὰ προσκυνεῖτε.

Καὶ προσκυνᾶτε τὴν φωτιά, τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι καὶ περιμένετε αὐτὰ ἐσάς νὰ κάνουν χάρη.

Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ὠφελοῦν τοῦ λέγει ὁ βασιλέας ἔλα εἰς τὴν θρησκεία μας καὶ θὰ περνᾶς ὡραία.

Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος τότε στὸν βασιλέα καθόλου δὲν φοβήθηκε τοῦ εἶπε θαρραλέα:

Δόξα τιμές καὶ δῶρα σας ὅλα ἔχω μισήσει τώρα ἀπὸ πολὺ καιρὸ τὰ ᾿χω περιφρονήσει.

Προτίμησα τῶν μοναχῶν σχῆμα Ἅγιον νὰ ζήσω καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴ νὰ τὴν κληρονομήσω.

Πράγματα γήινα, πρόσκαιρα ἐγὼ δὲν ὑποκύπτω
γιὰ ἐμᾶς ἐσταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴν πίστη μου δὲν κρύπτω.

Νέα μαρτύρια

Ὁ ἄρχοντας ἑκατάλαβε ἀδίκως πολεμοῦσε φοβέρες καλοπιάσματα Ἅγιον δὲν νικοῦσε.

Στὸ τέλος τοῦ ᾿πε γιὰ Θεὸν ἥλιον νὰ προσκυνήσει ἄν ἤθελε ὁ βασιλιάς νὰ μὴν τὸν τυραννήσει.

Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπατᾶ ἐγὼ Δημιουργό μου
δέν τὸν ἀρνοῦμαι ἐγὼ ποτὲ Κύριον τὸ Θεόν μου.

Ὁ τύραννος ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο σὰν πῆρε ἄρνησή του σκέφτηκε τὰ μαρτύρια βγάζει ἀπόφασή του.

- 57 -

Ἀνάσκελα τὸν βάζουνε στὴ γῆ δυὸ παλικάρια μὲ ξύλα τότε ἔδεσαν Ἁγίου τὰ ποδάρια.

Στὴ φυλακὴ τὸν ἔβαλαν τὸν Ἅγιον δεμένον
δυὸ βάσανα στὴ φυλακὴ ἦταν καὶ πεινασμένος.

Τὸν ὑπηρέτη του ἕνας χριστιανὸς ἔδωσε ἄδειά του νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Ἅγιον στὴ φυλακὴ κοντά του.

Οἱ χριστιανοὶ στὴ φυλακὴ ἐπήγαιναν ἐκείνη ὁ Ἅγιος ἐντρεπότανε ἀπὸ ταπεινοσύνη.

Τὸν θανατώνουν μὲ ἄλλους χριστιανούς

Ὁ Ἅγιος τὸ θάνατον στὴ φυλακὴ προσμένει μὲ 70 χριστιανούς ποὺ ἦταν ἐκεῖ κλεισμένοι.

Τούς πῆραν ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ πῆγαν σ᾿ ἕνα ποτάμι καὶ ἕναν ἕναν ἔπνιγαν τούς χριστιανούς τροχάδι.

Καὶ ἔλεγαν στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ μὴν μαρτυρήσει τοῦ βασιλιᾶ τὸ θέλημα νὰ κάνει ἄν θελήσει.

Ὁ Ἅγιος Θεὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὸ μαρτύριό του ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ ἤτανε ἐκεῖνος ὁ σκοπός του.

Καὶ εἶπε πρὸς τὸν τύραννο ἐγὼ αὐτὸ ποθοῦσα τώρα μοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυμοῦσα.

Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος ἔκλινε τὸ κεφάλι
οἱ δήμιοι τὸ ἔκοψαν δίχως κουβέντα ἄλλη.

Ἐπήγανε στὸν βασιλιὰ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ πιστέψει τὸν θάνατον Ἁγίου Ἀναστασίου.

- 58 -

Τὸ λείψανὸ Του θαυματουργεί

Πῆγε ὁ Σακελάριος νὰ πάρει λείψανό του
οἱ δήμιοι δὲν τὸν ἄφηναν νὰ κάνει τὸ σκοπό του.

Ἔπειτα ἐπήγανε παιδιὰ πλήρωσαν χρήματα πολλά
πῆραν τὸ σῶμα Ἁγίου ποὺ δὲν ἔφαγαν σκυλιὰ καθόλου τοῦ Ἁγίου.

Στὸ μοναστήρι τὸ ἔθαψαν τοῦ Ἁγίου Σεργίου τῆς βασιλείας ἤτανε ἔτος τοῦ Ἡρακλείου ἡμερομηνία ἤτανε 22 Ἰανουαρίου.

Δύο παιδιὰ στὴ φυλακὴ τότε ἐσυζητοῦσαν καὶ διὰ τὰ λείψανα Ἁγίου ὁμιλοῦσαν.

Τα ἕνα παιδὶ ἐμίλησε τὴ γνώμη τὴ δικιά του καθότανε τὰ δυὸ μαζὶ εἰς τὰ καθίσματά τους.

Τοῦ εἶπε οὔτε τὰ σκυλιὰ ποὺ ἤτανε τρυγύρω καθόλου δὲν ἐφάγανε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.

Τὸ ἄλλο παιδὶ ἐμίλησε γιὰ θαῦμα πιὸ μεγάλο εἶδε ἕνα φῶς ποὺ ἔλαμπε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου
καὶ τὰ σκυλιὰ δὲν ἔτρωγαν σῶμα Ἁγίου Ἀναστασίου.

- 59 -

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο τὸ 1517 σὲ ἕνα χωριὸ Αἰγιαλὸς λένε τ᾿ ὄνομά του.

Ἀπὸ Σιγούρων τὴν γενιὰ εἶν᾿ ἡ οἰκογένειά του Μωκίος ὁ πατέρας του, Παυλίνα ἡ μητέρα ἐζούσανε στὴ Ζάκυνθο τὴν νύκτα καὶ τὴ μέρα.

Ἡ μόρφωση τοῦ Ἁγίου

Ὑπάρχει μία παράδοση ὅτι ἀνάδοχος τοῦ Ἁγίου εἶναι ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας.

Μορφώθηκε ἀπὸ μικρὸς ποὺ ἤτανε παιδάκι καὶ ἔγινε ἕνα Ἅγιος Ζακύνθου τὸ νησάκι.

Τρεῖς γλῶσσες ἔμαθε μικρὸς ἦταν στὴν ἡλικία ἰταλική, λατινικὴ καὶ ἑλληνικὰ ἀρχαία.

Δέκα χρονῶν σὰν ἔγινε ἔμαθε νὰ διδάσκει
καὶ τὰ μικρότερα παιδιὰ γράμματα νὰ τὰ μάθει.

Τὰ ἔκανε νὰ μάθουνε γράμματα ἐκκλησίας ἔμαθαν προϊμιακόν, ψαλτήρι ὀκτώιχη
ἀλλὰ καὶ τὸν Ἀποστόλων τούς ἔβαλε προσθήκη.

Ἔπειτα ἄρχισε σπουδές μαζὶ μὲ διδασκάλους
ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα του δὲν πῆγε νὰ βρεῖ ἄλλους.

Μὲ τούς Ἅγιους τῆς ἐποχῆς εἶχε ἀλληλογραφία ὅπως Ἅγιον Γρηγόριον γιὰ τὴ Θεολογία.

Τίποτα ἀπ᾿ τὰ ἐγκόσμια δὲν τὸν ἐσυγκινοῦσε
τὰ Ἅγια λόγια τοῦ Θεοῦ νὰ μάθει ἐλαχταροῦσε.

Διδάσκαλους θεοσεβείς στὰ σπίτια τους πηγαίνει καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα ἀπὸ αὐτούς μαθαίνει.

- 60 -

Ἔνθεος ζῆλος

Σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν ἦταν ἐτότε μόνο ἀποφασίζει καὶ ἔκοψε κάθε δεσμὸ μὲ κόσμο.

Τίποτα ἀπ᾿ τὰ ἐγκόσμια δὲν τονε συγκινοῦσε μόνο τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ πάντα ἀκολουθοῦσε.

Τὴ βασιλεία τοῦ Θεοοῦ εἶχε πάντα ἐμπρός του καὶ εἴχενε αὐστηρότητα διὰ τὸν ἑαυτόν του.

Ἔφυγε 21 ἐτῶν ἀπὸ τὸ σπιτικό του
καὶ τῶν Στροφάδων τὴ μονὴ ἔχει προορισμό του.

Ἀπέναντι ἀπ᾿ τὴ Ζάκυνθο εἶν᾿ ἕνα μοναστήρι μονὴ Στροφάδων λέγεται μονάζουν καλογῆροι.

Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀδελφὸ τὸν λέγαν Κωνσταντίνο καὶ τὴν περιουσία του τὴν ἄφησε σὲ ἐκεῖνο.

Μὲ μία ὑποχρέωση· ὅταν θὰ μεγαλώσει
Σηγούρα ποὺ εἶχαν ἀδελφὴ σὲ ἐκείνη νὰ τὴ δώσει.

Στὸ μοναστήρι ἔκανε νηστεία ἀγρυπνία,
μὲ θαυμαστούς ἀγῶνες του ζοῦσε ζωὴ ἁγία.

Ἀνάγνωση Θείων Γραφῶν, ἔκανε προσευχή του βίους Ἁγίων διάβαζε εἶχε τὴν ἀρετή του.

Ἔλαβε σχῆμα Ἀγγελικὸ ἀπὸ τὸν γέροντά του καὶ Δανιήλ ὁ γέροντας κάλεσε τὸ ὄνομά του.

Ἡ φήμη του εἰς τὸ νησὶ ἀμέσως διεδόθη πολὺ τὸν ἐξετίμησαν τότε οἱ ἀνθρῶποι.

Ἡ Ζάκυνθος ἐξετίμησε τὴν προσωπικότητά του καὶ τὴν Μονὴ Ἀναφωνήτριας τοῦ ἔδωσε δικιά του.

- 61 -

Ἡ χειροτονία του

Σὰν ἕνας χρόνος ἐπέρασε ἔγινε ἱερέας
ἀπὸ Κεφαλληνίας Φιλόθεον ποὺ ᾿ταν ἀρχιερέας τὸν Ἰούνιο 1577 ἀναχωρεῖ εἰς Πειραιά.

Ὅταν χειροτονήθηκε εἶχε ἀποφασίσει
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα νὰ πάει νὰ προσκυνήσει.

Εἰς τὴν Ἀθήνα ἔφθασε ἐπῆρε εὐλογία Νικάνορα τὸν λέγανε τότε τὸν ἀρχιερέα.

Ποιμένας καὶ διδάσκαλος

Σὰν ἔγινε Ἐπίσκοπος ἄλλαξε ὁ βαθμός του ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα ποὺ ᾿χει ὁ ἑαυτός του.

Καὶ ὄνομα του Δανιήλ εὐθύς μετονομάζει· νέο ὄνομα ὡς ἀρχιερεύς Διονύσιον φωνάζει.

Στὴν Αἴγινα τὸν ἄφησε μονὴ καὶ μοναστήρι ἐκεῖ ἐμόναζαν πολλοὶ γινόταν καλογῆροι.

Ἐδίδασκε μὲ ἁπλότητα ὅλο τὸ ποίμνιό του γύρω νησιὰ ἀκούστηκε ἐκεῖ ὁ ἐρχομός του.

Νὰ τὸν ἀκούσουν ἄνθρωποι ἔφευγαν ἀπὸ Ἀθήνα μὰ καὶ ἀπὸ τὰ Μέγαρα καὶ ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα.

Στὴ συρροὴ τῶν χριστιανῶν δὲν ὑπερηφανεύθη ἤτανε πάντα ταπεινὸς σὲ κληρικοῦ τὴ θέση.

- 62 -

Τὸ διορατικὸ χάρισμα

Εἶχε μεγάλο χάρισμα τὸ διορατικό του,
φαίνεται ἀπὸ γεγονὸς ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του.

Ἕνας ἱερομόναχος Παγκράτιος ὄνομά του πῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ στὴν Ἁγιότητά του.

Τελείωσε ἡ ἐξομολόγηση ὁ Ἅγιος τὸν ρωτάει ἄν ἔχει ἄλλο νὰ τοῦ εἰπεῖ ἴσως τόχε ξεχάσει.

Τοῦ λέγει· μήπως ξέχασες κάποιο ἁμάρτημά σου
νομίζω πώς δὲν ἔκανε εἰλικρινῆ καὶ τελείαν ἐξομολόγηση.

Ὁ ἱερομόναχος σκέφτηκε καὶ ἀπαντᾶ δὲν ἔχω ἄλλο κρίμα.

Ὁ Ἅγιος τότε μὲ αὐστηρότητα τοῦ λέγει δὲν θυμᾶσαι τὴν ἡμέρα ποὺ λειτουργοῦσες
καὶ σοῦ ἔπεσε ὁ Τίμιος Μαργαρίτης ἐπειδὴ δὲν πρόσεξες;

Ὁ ἱερομόναχος μόλις
ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου ἔμεινει κατάπληκτος.

Ὅταν ἄκουσε τὸν Ἅγιον ποὺ ἐφανέρωσε τὸ θαῦμα τὸν συμβουλεύει ὁ Ἅγιος νὰ φύγει μὲ εἰρήνη
καὶ δάκρυα μετάνοιας εἶχε τὴν ὥρα ἐκείνη.

Παραίτηση καὶ ἐπιστροφὴ στὴ Ζάκυνθο

Τὸ 1579 πάλι τὸν δρόμο παίρνει
φεύγει ἀπὸ τὴν Αἴγινα στὴ Ζάκυνθο πηγαίνει.

Στὴ Ζάκυνθο οἱ κάτοικοι εἶχαν χαρὰ μεγάλη ποὺ εἶχε φύγει ὁ Ἅγιος καὶ ἐπιστρέφει πάλι.

- 63 -

Ὁ Ἅγιος στὴ Ζάκυνθο κάνει χειροτονία
νὰ μὴν γυρεύουν Δέσποτα εἰς τὴν Κεφαλληνία καὶ πήγαινε στὸν ἄρχοντα ἦταν στὴν Βενετία.

Ἡ ἀφορισμένη

Στὴν Ζάκυνθο ὁ Ἅγιος ἐνῶ ᾿χε ξαναγυρίσει
μία γυναίκα πέθανε, θὰ ἔκαναν στὴν ταφή της.

Σὰν ἕνα μνῆμα ἄνοιξαν καὶ ἔβγαλαν τὸ χῶμα ἄνθρωπος δὲν πλησίαζε κοντὰ ἀπὸ τὴ βρώμα.

Στὸν τάφο αὐτὸ ποὺ ἔσκαψαν γυναίκα ἦταν θαμμένη ἄλιωτο εἶν᾿ τὸ σῶμα της, ἦταν ἀφορισμένη.

Τὸν Ἅγιον παρακάλεσαν τότε οἱ συγγενείς της θερμὴ νὰ κάμει προσευχὴ γιὰ σῶμα καὶ ψυχή της.

Τὴν νύχτα τὰ μετάνυχτα πῆρε ἐφημέριόν του
καὶ πήγανε στὴν ἐκκλησιὰ πάει διάκο ἰδικόν του.

Τὸ λείψανο τῆς γυναικὸς ἔβαλαν στὴν ἐκκλησία καὶ τότε τὴν νεκρώσιμη ψάλουν ἀκολουθία.

Διάβασε συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ Ἅγιος ἀκόμα κι ἀμέσως μετατράπηκε τὸ λείψανο σὲ χῶμα.

Ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε διάκο καὶ ἐφημέριόν του μὴν ποῦνε λέξη κανενὸς διὰ τὸν ἑαυτόν του.

Ἔκρυψε τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του

Στὴ Ζάκυνθο δύο οἰκογένειες τότες εἶχαν μαλώσει οἱ ἀντίπαλοι τὸν ἀδελφὸν Ἁγίου εἶχαν σκοτώσει.

Φοβήθηκε τότε ὁ φονιάς τρέχει στὴν ἐρημία
νὰ μὴν κλειστεῖ στὴ φυλακὴ ἀπ᾿ τὴν ἀστυνομία.

- 64 -

Ἔτρεξε εἰς τὴν ἔρημο σὰν ἄγριο κατσίκι ἐκεῖ γύρευε ἄσυλο κάπου νὰ κατοικήσει.

Εἰς τὴν Ἀναφωνήτρια πῆγε στὸ μοναστήρι ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ παπάδες, καλογῆροι.

Δέν ἤξερε τοῦ θύματος πώς ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀδελφός του ἐκεῖ ἐπῆγε ὁ φονιάς νὰ σώσει ἑαυτόν του.

Τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἅγιος τὸν εἶδε φοβισμένο
τὸν ἐρώτησε γιατὶ πολὺ ἦταν στεναχωρημένος.

Ἐκεῖνος ὁμολόγησε τότε τὴν αἰτία
ποὺ τὸν Συγοῦρο ἐφόνευσε καὶ τρέμει ἀπὸ κακία.

Δέν ἤξερε τοῦ ἡγούμενου πώς ἦταν ἀδελφός του καὶ ἀδελφὸ τοῦ θύματος, εἴχενε στὸ πλευρό του.

Δέν εἶχε ὁ Διονύσιος ἄλλο ἀδελφὸ στὸν κόσμο οὔτε καὶ ἄλλη συντροφιὰ οὔτε καὶ κληρονόμο.

Δέν εἴπανε εἰς τὸν φονιὰ πώς ἦταν ἀδελφός του μονάχα τὸν ἐρώτησε μὲ τὸ παράπονό του.

Ἄνθρωπε τὶ σοῦ ἔφταιξε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος; ἄδικα τὸν θανάτωσες ποὺ ἔλαμπε σὰν κρίνος.

Τότε ὁ φονιάς ἐπλήγωσε Ἁγίου τὴν καρδιά του ὅμως ὁ Ἅγιος ἔκανε Θεοῦ τὸ θέλημά του.

Τότε νερὸ καὶ φαγητὸ εἰς τὸν φονιὰ προσφέρει τοῦ ᾿πε γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκανε νὰ τὸ μετανοήσει αἰώνια τὴν κόλαση νὰ μὴν κληρονομήσει.

Τὸν πῆγε κάτω στὸ γιαλὸ ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἀφοῦ τὸν ἐσυγχώρεσε τοῦ ἔκανε χατίρι.

Τὸν συμβουλεύει ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ μετανοήσει νὰ πάει στὸν παράδεισο μὲ τὴν χαρὰ νὰ ζήσει.

- 65 -

Καὶ ὁ φονιάς προσπάθησε διὰ τῆς μετανοίας καὶ στὸ ὑπόλοιπον ζωῆς εἶχε ὁδὸ εὐθεία.

Ἡ κοίμησή του

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέρασε τὴ ζωή του ἔφθασε ὅμως ὁ καιρὸς διὰ τὴν κοίμησή του.

Γράφει ὁ βιογράφος του τὰ κατορθώματά του πάντοτε στὰ οὐράνια εἶχε τὰ λογικά του.

Τάς νυχθημέρους προσευχάς ἀλλὰ καὶ τὶς νηστεῖες ἦταν ὅλος οὐράνιος μὲ ἀρετές ἁγίες.

Ἦταν πάντα ἀσχόλαστος στὴν ἐλεημοσύνη
νερὸ στὴ βρύση ἀέναος στούς διψασμένους δίνει.

Στούς διψασμένους πένητες ἔδινε κάθε Πάσχα
μία λέμβο τοῦ μοναστηριοῦ νὰ τὴν γεμίζει πάντα.

Ἡ λέμβος χῶρο εἶχε πολὺ τὰ δῶρα φορτωμένη
ποὺ πάντοτε γιὰ τούς πτωχούς ἦταν προορισμένη.

Εἶχε σιτάρι, ὄσπρια, ἀρνιά, μὰ καὶ ἐρίφια
διὰ νὰ τρῶνε οἱ πτωχοὶ νὰ μὴν πεινοῦν τὰ σπίτια.

Ἔτσι τὴ συνέχισε ὁ Ἅγιος τὴ ζωή του περίμενε σὰν γέρασε τότε τὴν κοίμησή του.

Ἐνθάρρυνε πνευματικὰ παιδιὰ ποὺ τότε ἐθρηνοῦσαν νὰ ζεῖ ἤθελαν πάντοτε γιατὶ τὸν ἀγαποῦσαν.

Ὁ Ἅγιος σὲ ὅλα ἦταν προετοιμασμένος παράδωσε Ἅγια του ψυχὴ εὐχαριστημένος.

1622 - 17 Δεκεμβρίου ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ κοίμηση τοῦ Ἁγίου 75 ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἦταν στὴν ἡλικία καὶ τὸν τιμᾶ Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία.

- 66 -

Ἀνακηρύσσεται Ἅγιος

Τὰ θαύματα πολλὰ ποὺ ἔκανε στὴ ζωή του
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη ἔγραψαν θαύματά του ὁ Πατριάρχης ἐκήρυξε τὴν Ἁγιότητά του.

Τὸ Ἅγιόν του λείψανο στὴ Ζάκυνθο φερμένο καὶ πολιοῦχος τοῦ νησιοῦ εἶν᾿ ἀνακηρυγμένος.

Τὸ ἔτος 1717 22 Αὐγούστου
τὰ δυό του ᾿χερια ἔκοψαν τότε γιὰ εὐλογία ποὺ θεραπεύει ὁ Ἅγιος ἀρρώστους ἐν ὑγεία.

Στῆς Παναχράντου τὴ Μονὴ ποὺ μένουν καλογέροι ἔχουν στὴν Ἄνδρο φυλακτὸ τ᾿ ἀριστερό του χέρι.

Ἡ Ζάκυνθος τὸν Ἅγιο Διονύσιο ἔχει ἀνακηρύξει τὸν προσκυνοῦν οἱ χριστιανοὶ σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση.

Θαύματα μετὰ θάνατον

Σὰν ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος θαύματα ἔχει κάνει
ποὺ εἶναι ἀναρίθμητα ἀνθρώπου ὁ νοῦς δὲν βάνει.

Ἔρχονται ἄνθρωποι ἄρρωστοι ἐμπρὸς στὸ σκήνωμά του μὲ πίστη τὸν παρακαλοῦν βρίσκουν τὴ γιατρειά τους.

Πῆγε στὸ μοναστήρι τους κάποτε ἕνας ξένος
οἱ καλογέροι βλέπουνε πώς εἶν᾿ δαιμονισμένος.

Λάδι ἀπ᾿ τὴν κανδύλα Του τὸν ἄρρωστο εἶχαν χρήσει Μέγα Βασιλείου ἐξορκισμὸ τότε εἶχαν ἀρχίσει.

Ἄνθρωπος ἔγινε καλὰ ξαναγυρνᾶ στὸ σπίτι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν μὲ ὅλη του τὴν πίστη.

Ἔφυγε τὸ δαιμόνιο καὶ δὲν τὸν βασανίζει καὶ ὑγιεῖς ὁ ἄρρωστος στὸ σπίτι τοῦ γυρίζει.

- 67 -

Ξαναμπαίνει μόνος του στὴ Λάρνακα

Ὁ Δανιήλ ἡγούμενος ἦταν στὸ μοναστήρι σὰν πέρασε πολύς καιρὸς Ἐπίσκοπος ἐγίνει.

Αὐτὸν τὸν ἐβασάνιζε μία ἀμφιβολία ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἄν εἶχε θέση Ἁγία.

Ὁ ἐκκλησιάρχης ἡγούμενον ἐπῆγε νὰ ξυπνήσει ὁ ὄρθρος ὅταν ἄρχιζε νὰ τὸν εἰδοποιήσει.

Ὁ ἡγούμενος στὴ Λάρνακα Ἁγίου σταματάει βλέπει ὄρθιον τὸν Ἅγιον καὶ λευκοφορεμένον.

Δυὸ ἱερεῖς στὸν Ἅγιο τότε εἶναι μπροστά του καὶ δυὸ ἱεροδιάκονοι ἤτανε συντροφιά του.

Ἕνας ἀπὸ τούς ἱερεῖς Ἡγούμενο ρωτοῦσε ἐπίστηκε ποὺ εἶδε αὐτὰ ἤ πάλι ἀπιστοῦσε;

Ταράχθηκε ὁ Ἡγούμενος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη γιατὶ αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν τοῦχε ξαναγίνει.

Ὁ Ἡγούμενος στὴ Λάρνακα πάλι ξανακοιτάζει
καὶ βλέπουνε τὰ μάτια του θαῦμα καὶ τὸ θαυμάζει.

Ἐτρόμαζε ὁ ἡγούμενος βγαίνει ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησία σύντομα ἐπέστρεψε καὶ βλέπει ὀπτασία.

Τὸν Ἅγιον Διονύσιον τότε βλέπει ἐμπρός του στὴν Λάρνακα ὁ Ἅγιος ἐπῆγε μοναχός του.

Ἐτρόμαξε ὁ Ἡγούμενος γύρισε στὸ κελί του ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν ποὺ ἤτανε μαζί του.

Τοῦ Ἡγούμενου ἔφυγε τότε ἡ ὀλιγοπιστία τὸν Ἅγιον Διονύσιον ἐκήρυττε παρρησία.

Ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί

- 68 -

Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ἀνδρόγυνο ὑπῆρχε δέκα χρόνια ἐπέρασαν ἀλλὰ παιδὶ δὲν εἶχε.

Παρακαλοῦν τὸν Ἅγιον παιδὶ νὰ ἀποκτήσουν
καὶ εἰς τὴν ἐκκλησία του νὰ πᾶν᾿ νὰ τὸ βαπτίσουν.

Ἡ γυναίκα ἐκοιμότανε στὸ ὄνειρό της βλέπει τῆς μίλησε ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε αὐτὸ ποὺ πρέπει.

Τῆς εἶπε ὅτι ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή σου
καὶ θὰ σοῦ στείλει ἕνα παιδὶ νὰ χαίρεται ἡ ψυχή σου.

Σὲ λίγο αὐτοὶ ἀπέκτησαν υἱὸν χαριτωμένο καὶ τότε τὸ ἀνδρόγυνο ἦταν εὐχαριστημένο.

Ἐδόξαζαν τότε τὸ Θεὸ καὶ Ἅγιον ἐπίσης
καὶ ὀνομασία τοῦ παιδιου θὰ λέγεται Διονύσης.

Σὰν πέντε μῆνες πέρασαν ἀπὸ τὴ γέννησή του
στὴ Ζάκυνθο θὰ πήγαιναν νὰ γίνει ἡ βάπτισή του.

Ὅταν θὰ ἐξεκινούσανε ἡ βάπτιση νὰ γίνει σφοδρὸς ἐγύρισε ἄνεμος ποὺ ἦταν πρίν γαλήνη.

Καὶ τὸ παιδὶ τότε βαριὰ τούς εἶχε ἀρρωστήσει αὐτὸ δὲν τούς ἐμπόδιζε παιδὶ ν᾿ ἀναχωρήσει.

Τὸ πλοῖο ἐξεκίνησε σὲ τρία μίλια φθάνει
στὴ Ζάκυνθο μὰ τὸ παιδὶ τώρα εἶχε πεθάνει.

Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ φαντασθεῖ τούς δύστυχους γονεῖς του νὰ τὸ βαπτίσουν πήγαιναν νεκρὸ εἶν᾿ τὸ παιδί τους.

Τέλος ἀγκυροβόλησε τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι τώρα εἶν᾿ ἀπόγευμα ἐβγῆκαν μάνι μάνι.

Ἀπεθαμένο πήγανε στὴν ἐκκλησιὰ παιδί τους αὐτὴ ποὺ θὰ γινότανε ἐκεῖ ἡ βάπτισή του.

Τὸ πτῶμα του ἀπέθεσαν στὴν λάρνακα Ἁγίου ἐκλαίγανε καὶ ἔλεγαν λόγια τους τοῦ Ἁγίου.

- 69 -

Ἅγιε Διονύσιε χάσαμε τὸ παιδί μας
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας ποὺ εἴχαμε στὴ ζωή μας.

Μὰ καὶ νεκρὸ τὸ φέραμε παιδί μας εἶν᾿ κοντά σου πού μας τὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς ἀπὸ τάς προσευχές σου.

Τότε ὅμως ξαφνικὰ ἐγίνηκε τὸ θαῦμα
καὶ τὸ παιδάκι ἄνοιξε μάτια του ἐν τῷ ἅμα.

Σὰν ἄνοιξε τὰ μάτια του ἔκλαιε καὶ ζητοῦσε μητέρα του ποὺ ἔλειπε καὶ δὲν τὴν ἐθωροῦσε.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε ἦταν ἐκεῖ ἀνθρῶποι ἔλεγαν «Κύριε Ἐλέησον» ἐψάλλανε κατόπι.

Καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶχε ξεψυχήσει δὲν ἤξερε πώς τὸ παιδὶ πάλι θὰ ξαναζήσει.

Συνῆλθε ἡ μητέρα του τὸ πῆρε στὴν ἀγκάλη ἀφοῦ τὸ εἶδε ζωντανὸ Θεὸν καὶ Ἅγιον δοξάζει.

Τὸ βάπτισαν καὶ τοῦ ἔδωσαν τότε ὀνομασία τὸ ὄνομα Διονύσιο μέσα στὴν ἐκκλησία.

Ἔφυγαν ἀπ᾿ τὴ Ζάκυνθο παιδὶ καὶ οἱ γονεῖς του πῆγαν στὴν Πελοπόννησο εἰς τὴν κατοίκησή τους.

Ὁ Διονύσιος ἔχαιρε σὲ ὅλη τὴ ζωή του
καὶ ἐτίμησε τὸν Ἅγιον μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.

Ἔβλεπε ὁ τυφλός

Σὲ ἕνα τυφλὸν ὁ Ἅγιος τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς του ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἕνα τυφλὸ θωροῦσε.

Τοῦ ἔδινε θάρρος ὁ Ἅγιος καὶ τὸν παρηγοροῦσε ὁ Ἅγιος πιάνει τὸν τυφλὸ μὲ τὸ δεξί του χέρι.

- 70 -

Σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἔβλεπε τοῦ εἶπε νὰ τὸ ξέρει στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὸν ξυπνήσει τοῦ εἶπε πώς θὰ δεῖ τὸ φῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσει.

Ἄφαντος τότε ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ ἐμπρός του καὶ τότε στὴ γυναίκα του εἶπε τὸ ὄνειρό του ποὺ τοῦχε πεῖ ὁ Ἅγιος ὅτι θὰ δεῖ τὸ φῶς του.

Σὲ τρεῖς ἡμέρες γιόρταζε ἡ ἑορτὴ Ἁγίου καὶ λιτανεία ἔκαναν Ἁγίου Διονυσίου.

Ἡ λιτανεία ἀπ᾿ τοῦ τυφλοῦ τὸ σπίτι θὰ περνοῦσε παράκληση θὰ ἔκαναν ἐκεῖ θὰ σταματοῦσε.

Ἐβγῆκε τότε ὁ τυφλὸς εἰς τὴν αὐλόπορτά του
νὰ προσκυνήσει εἰκόνα του νὰ δεῖ τὴ γιατρειά του.

Τὸν βοηθᾶ ἡ γυναίκα του στὴν πόρτα τους νὰ βγοῦνε μὲ πίστη καὶ μὲ σεβασμὸ εἰκόνα προσκυνοῦνε.

Ἀφοῦ τὸν παρακάλεσαν τυφλὸς νὰ δεῖ τὸ φῶς του ἡ λιτανεία ξεκινᾶ ἔφυγε ἀπὸ ἐμπρός του.

Τριάντα μέτρα προχωροῦν καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα τὰ δύο μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν ἐν τῷ ἅμα.

Δόξασαν ὅλοι τὸν Θεόν, Ἅγιον Διονύση
ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς τυφλοῦ εἶχε δωρήσει.

Ἄνοιξε ἡ λάρνακα μόνη γιὰ νὰ προσκυνήσουν ναυαγοί

Εἰς τῆς Ζακύνθου τὸ νησὶ ἐκόντευε νὰ βυθιστεῖ κάποτε ἕνα πλοῖο ποὺ τρικυμία ἔκαναν παρὰ πολὺ καὶ κρύο.

Τρεῖς ναῦτες μές στὰ κύματα ἔπεσαν μὲ ἀνδρεία Ἁγίου Διονυσίου καὶ οἱ τρεῖς ζητοῦν τὴν βοηθεία.

- 71 -

Ἀφοῦ τὸν πρακάλεσαν τὸν Ἅγιον βοώντας στὴ Ζάκυνθο τούς ἔβγαλε τότε κολυμπώντας.

Ὁ Ἅγιος τούς γλύτωσε καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα ζητοῦν νὰ εὐχαριστήσουνε τὸν Ἅγιον συνάμα.

Βρεγμένοι ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ κατακουρασμένοι νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Ἅγιον ποὺ ἤτανε σωσμένοι.

Τὸ Ἱερό του λείψανο πῆγαν νὰ προσκυνήσουν
καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν Ἅγιον νὰ δείξουν.

Ἔλειπε ὅμως ἐφημέριος ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ ἐκεῖνος μόνο ἐκράταγε τῆς Λάρνακας κλειδιά.

Οἱ ναῦτες τότε θὰ ἔφευγαν χωρίς νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἅγιον Διονύσιον νὰ τὸν εὐχαριστήσουν.

Ὅμως κρότος ἀκούστηκε· ἔγινε ἕνα θαῦμα καὶ αὐτομάτως ἡ λάρνακα ἄνοιξε ἐν τῷ ἅμα.

Ἔμειναν ἐκεῖ κατάπληκτοι ὅσοι ἤτανε παρόντες οἱ ναῦτες καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἤτανε παρόντες.

Οἱ ναῦτες μὲ κατάνυξη καὶ φόβον τοῦ Κυρίου ὅλοι μαζὶ προσκύνησαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου.

Πάλι ἡ λάρναξ ἔκλεισε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα
οἱ ναῦτες καὶ οἱ χριστιανοὶ ἐκήρυτταν τὸ θαῦμα.

Ἡ τυφλὴ καὶ καμπουριασμένη

Τὸ ἔτος 1841 μιὰ κόρη Αἰκατερίνη
στὴ Ζάκυνθο ἀρρώστησε τυφλὴ ἦταν ἐκείνη.

Τὰ μέτρα τῆς ἰατρικῆς ὅλα μεταχειρήσθη
ὅμως καμία γιατρειὰ στὰ μάτια της δὲν βρίσκει.

- 72 -

Ὁ πατέρας ἀπελπίσθηκε στὸν Ἅγιο προφθάνει καὶ τὸν ἐπαρακάλεσε τὸ θαῦμα του νὰ κάνει.

Ἡμερομηνία ἤτανε 17 Δεκεμβρίου
ποὺ λιτανεία γίνεται λειψάνου τοῦ Ἁγίου.

Τότε τυφλὴ τὴν κόρη του τύλιξε μὲ σεντόνι καὶ τὴν κρατοῦσε μὴν τὴν ἀφήσει μόνη.

Παρακαλεῖ τὸν Ἅγιον τότε στὴ λιτανεία
καὶ στὸ σεντόνι πάλι εὐθύς τὴν πῆγε στὴν οἰκία.

Καὶ τότε θαῦμα ἔγινε ἡ κόρη βλέπει ἐμπρὸς της Θεὸν δοξάζουν καὶ Ἅγιον ἡ κόρη εἶδε τὸ φῶς της.

Στὴν ἐκκλησία στὴ Ζάκυνθο ἕνας ἀρρωστημένος τονε γιατρεύει ὁ Ἅγιος εἶν᾿ εὐχαριστημένος.

Στὴ Ζάκυνθο κάποια φορὰ ποὺ ἦταν τρικυμία τότε ἕνα πλοῖο ἄραξε ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία.

Ὁ πλοίαρχος τὸν Ἅγιον τόνε παρακαλάει
ὁ Ἅγιος κάνει θαῦμα του φουρτούνα σταματάει.

Ὁ Ἄγγλος εἰς τὸν Ἅγιον ἔκανε προσευχή του εὐχαριστεῖ τὸν Ἅγιον ποὺ ἔσωσε τὴ ζωή του.

Δῶρο καντήλι χάρισε ἐτότε ἀσημένιο εὐχαριστεῖ τὸν Ἅγιον ποὺ ἤτανε σωσμένος.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὑποδέχεται τὸν Ἅγιο Νεκτάριο

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα εἶχε πάει τὸν Ἅγιον Διονύσιον Αἰγίνης συναντάει.

Στὴν Ζάκυνθο εὑρίσκεται Ἅγιο λείψανό του ἔχουν καὶ ἐκκλησάκι ἐκεῖ στὸ ὄνομα δικό του.

- 73 -

Τοῦ ᾿πε ὁ ἄλλος ἀδελφὸς ποιὸς εἶναι καὶ ποὺ μένει εἶναι Μηνᾶς ὁ Ἅγιος καὶ τοῦτος ἐδῶ μένει.

Ἐδῶ τελειώνει ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὴ Ζάκυνθο εὑρίσκεται λείψανο τοῦ Ἁγίου.

Μὲ λίγα λόγια ἐγράψαμε Ἁγίου βιωτή του
νὰ μᾶς θυμᾶται εὔχομαι ὅλους στὴν προσευχή του.

Ἀπολυτίκιον Ἁγίου, ἦχος Α΄ τοῦ λίθου σφραγισθέντος

Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον,
τὸν φρουρὸν μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεω συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινώς· Tαῖς λιταῖς τους τὴν σὴν μνήμην
ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι·
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένω σὲ ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Μεγαλυνάριον

Χαῖρε τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός
Πρόεδρε Αἰγίνης καὶ Στροφάδων μέγας φρουρὸς χαῖρε ἐκκλησίας νέος φωστήρ τρισμάκαρ Ἀρχιερέων Δόξα ὦ Διονύσιε.

Ἅγιε Διονύσιες κάνε τὴν προσευχή σου
γιὰ νὰ μᾶς σώσει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου.

- 74 -

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ (12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμονας γεννήθηκε στὴν Κύπρο τὸ ἔτος 555, ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Ἐπιφάνειος.

Ἡ μητέρα τοῦ Κοσμία ἦταν γεμάτη ἀρετές·
χαρὰ καὶ εὐτυχία ὁ Ἰωάννης ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία γονεῖς του τότε θέλησαν νὰ μπεῖ σὲ συζυγία.

Τὸν Ἰωάννη ἐνύμφευσαν δίχως νὰ τὸ θελήσει
καὶ πῆρε τὴν γυναίκα του μὴν τούς στεναχωρήσει.

Ἐζοῦσε μὲ ἐγκράτεια τότε καὶ σωφροσύνη
μὲ σύσταση τῶν συγγενῶν ἐγκράτεια ἀφήνει.

Τότε ἐγέννησε παιδιὰ μέσα στὴν κατοικία πεθάναν ὅμως τὰ παιδιὰ μικρὰ στὴν ἡλικία.

Πέθανε κι ἡ γυναίκα τοῦ Θεὸν εὐχαριστοῦσε ὅ,τι τοῦ ἔστελνε ὁ Θεὸς πάντα εὐγνωμονοῦσε.

Ὁ Ἰωάννης βρέθηκε τότε στὴ μοναξιά του
καὶ στούς πτωχούς ἐμοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐλεήμονας γνωστὸς τὸ ὄνομά του.

Τὸν Ἰωάννη ἐψήφισαν τότε διὰ τῆς βίας
καὶ Πατριάρχη ἔκαναν εὐθύς Ἀλεξανδρείας.

Στὸν θρόνο τότε ἀνέβηκε τοῦ Μάρκου Ἀποστόλου δὲν ἤθελε ἀξιώματα καὶ ὕψωση καθόλου.

Ἑπτὰ ὀρθόδοξους ναούς εἶχε ἡ Ἀλεξανδρεία τούς αὔξησε σὲ 63 σὲ λίγη διαρκεία.

Ἀπονομὴ ἐφρόντιζε πάντα δικαιοσύνης
τῶν ἀδυνάτων στήριγμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

- 75 -

Στοργικὸς καὶ δίκαιος ποιμενάρχης

Ἐπροσπαθοῦσε πάντοτε γιὰ τὴν δικαιοσύνη εὐσπλαχνιζόταν τούς πτωχούς, τοῦ ἄρεσε νὰ δίνει.

Βοήθημα εἰς τούς πτωχούς διὰ φιλανθρωπία χρήματα ἱερῶν ναῶν ἔδινε ἀπὸ ταμεῖα.

Ξενοδοχεῖα ἔκτισε μὰ καὶ νοσοκομεῖα
καὶ στούς πτωχούς καθημερινὰ δίνει τροφοδοσία.

Καὶ ἱερεύς ποὺ ἤτανε, πτωχούς ὅλους τούς ἐλεοῦσε καὶ οἱ θλιμμένοι πήγαιναν καὶ τούς παρηγοροῦσε.

Γυναῖκες ἐστολίστηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἁγίου ἐζητούσανε τότε ἐλεημοσύνη.

Ἄνθρωποι λέν στὸν Ἅγιον νὰ μὴν τὶς ἐλεήσει διότι τὸ ὅλο σῶμα τους τὸ εἴχανε στολίσει.

Ὁ Πατριάρχης ἀπαντᾶ ὅλα τὰ ἀγαθά σας μας τὰ ἔδωσε ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἰδικά σας.

Νὰ δίνομεν εἰς τούς πτωχούς σε ὅτι μᾶς γυρεύουν κα νὰ μὴν ἐξετάζομε αὐτούς ποὺ ζητιανεύουν.

Τελείωσε ἡ συζήτηση καὶ ἦταν ἡσυχία τότε τούς εἶπε ὁ Ἅγιος δική του ἱστορία.

Στὰ 15 χρόνια μου μιὰ νύκτα στὸ κρεβάτι στὸν ὕπνο μου ἐφάνηκε γυνὴ ὡραιοτάτη.

Στάθηκε στὸ κερεβάτι μου ἄγγιξε στὸ πλευρό μου ἐγὼ ἀμέσως ξύπνησα ἦρθα στὸν ἑαυτόν μου.

Εἶχε εἰς τὸ κεφάλι της ἕνα κλαδὶ ἐλαίας
καὶ ἤτανε στὸ πρόσωπο πάρα πολὺ ὡραία.

Ἀφοῦ ἐγὼ ἐξύπνησα ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ ἡ κοπέλα ἤτανε συνέχεια ἐμπρός μου.

- 76 -

Ποιὰ εἶσαι ἐσὺ τὴν ρώτησα κι ἦρθες νὰ μὲ ξυπνήσεις καὶ ἡ κοπέλα μοῦ ἔδωσε ἀμέσως ἀπαντήσεις.

Ἡ θυγατέρα εἶμαι ἐγὼ Μεγάλου Βασιλεία
καὶ ἄν συμφιλιωθῶ μ᾿ αὐτὴν θὰ βρῶ Χριστὸν ὡραία.

Τούς εἶπε ἀλληγορικὰ πώς ἤτανε ἐκείνη ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ ἡ ἐλεημοσύνη.

Στὴν ἐκκλησία ἔτρεξε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
τὸν Ὄρθρο νὰ τελέσει ἐκεῖ καθῆκον του νὰ κάνει.

Συνάντησε ἕναν πτωχὸ στὸν δρόμο παγωμένο καὶ τὸ δικό του ἔδωσε ποὺ ἦταν ζεσταμένο.

Σὰν ἔφτασε ὁ Ἅγιος κοντὰ στὴν ἐκκλησία συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο μὲ λευκὴ ἐνδυμασία.

Εἶχε 100 νομίσματα δεμένα σὲ μαντίλι
Μοῦ εἶπε πάρε αὐτὰ καὶ δώστα ὅπου νομίζεις.

Ἀμέσως τότε ἐχάθηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμπρός μου καὶ τότε ἐθυμήθηκα τὴν νύκτα τ᾿ ὄνειρό μου.

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος γιὰ ἐλεημοσύνη
παίρνει ἑκατονταπλάσια, αὐτὸς ποὺ ἕνα δίνει.

Ὁ Ἅγιος ἦταν ξακουστὸς στὴν ἐλεημοσύνη μὰ ἕνα ξένος τ᾿ ἄκουσε δὲν εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Θέλησε νὰ βεβαιωθεῖ καὶ νὰ τὸ ἐξετάσει
καὶ τρεῖς φορές στὴν πόλη αὐτὴ ἔκανε ἐπαιτεία ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ μὴν ἔχει ἀπορία.

Βγάζει τὰ ροῦχα ποὺ φορεῖ ἀλλάζει ἐνδυμασία ζητιάνου ροῦχα ἔβαλε καὶ ἔκανε ἐπαιτεία.

Ὁ Ἅγιος συνήθιζε καὶ γύριζε στὴν πόλη
γιὰ τούς πτωχούς ὁ Ἅγιος εἶχε ἕνα πορτοφόλι.

- 77 -

Ὁ ξένος ποὺ δὲν πίστευε βγῆκε νὰ ζητιανέψει ἄν δώσει ὁ Ἅγιος λεπτὰ τότε θὰ τὸν πιστέψει.

Δεσπότης εἶν᾿ ὁ Ἅγιος καὶ ὅπου περπατοῦσε εἶχε Διάκονο μαζὶ καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.

Ὁ ξένος καιροφύλαγε Ἅγιον νὰ περάσει
καὶ στούς πτωχούς τῆς πόλεως χρήματα νὰ μοιράσει.

Ἀφοῦ καμουφλαρίστηκε ἦταν φτωχὸς ντυμένος ψηλὰ σηκώνει τὸ χέρι του σὰν παραπονεμένος.

Ὁ Διάκος εἶχε χρήματα ὁ Ἅγιος διατάζει
καὶ εἰς τὸ χέρι τοῦ πτωχοῦ Διάκονος τὰ βάζει.

Μὲ τούς ζητιάνους τούς πολλούς εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὁ ξένος δῆθεν ὁ πτωχὸς πῆρε ἐλεημοσύνη.

Μὰ πάλι δὲν ἐπείσθηκε τὸν δρόμο προσπερνάει πάλι ἐμπρὸς τούς βρίσκεται βοήθεια ζητάει.

Τὸν γνώρισε ὁ Διάκονος τὸ εἶπε στὸν Δεσπότη ὅτι τὸν ἐβοήθησαν καὶ ἦρθε στὸ κατόπι.

Καὶ Τρίτη ὅμως πάλι φορὰ ἐφάνηκε ἐμπρός τους καὶ ὁ Ἅγιος στὸν Διάκονο δίνει διαταγές του.

Δῶσε του μήπως ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ πρόσωπό του καὶ ἐλεημοσύνη μᾶς ζητᾶ διὰ τὸν ἑαυτόν του.

Ὁ Ἅγιος σὰν ἔγινε στὴν πόλη Πατριάρχης
θέλει νὰ δεῖ πόσοι πτωχοὶ στὸν ἀριθμὸ ὑπάρχει.

Τούς οἰκονόμους ἐκάλεσε τότε τῆς ἐκκλησίας
νὰ μάθει πόσοι ἦταν πτωχοὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν πολιτεία.

Ἑπτὰ χιλιάδες ἔγραψαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ κάθε μέρα ἔπαιρναν τὴν ἐλεημοσύνη.

Κυρίους τούς ὀνόμαζε πτωχούς ὁ Ἰωάννης
αὐτοὶ γιὰ μᾶς παράδεισο θὰ ἀνοίξουν μάνι μάνι.

- 78 -

Ὁ Ἅγιος διαταγὴ δίνει τὴν μέρα ἐκείνη
νὰ εἶναι ἀρκετὴ εἰς τούς πτωχούς ἡ ἐλεημοσύνη.

Καὶ στούς ἐμπόρους ἔλεγε νὰ ἔχουν σωστὰ τὰ ζύγια. μὴν εἶναι ὀλιγοβαρὴ νὰ εἶναι ὅλα ἴδια.

Δυὸ μοναστήρια ἔκτισε ποὺ ἦταν Πατριάρχης ἀνθρώπους ἔβαλε ἐκεῖ νὰ κατοικοῦν μονάχοι.

Τούς εἶπε νὰ προσεύχονται καὶ ἐκεῖνος θὰ φροντίσει σὲ ἄλλες δουλειές μοναστηριοῦ μόνους δὲν θὰ ἀφήσει.

Τὸ πλοῖο ἦταν καμωμένο μὲ ἀδικίες

Ταξίδευε ἕνας ἔμπορος μὲ τὸ ἐμπόρευμά του τὸ ἐμπόρευμα ἐπνίγηκε ἔφυγε ἀπὸ κοντά του.

Ὁ ἔμπορος στὸν Ἅγιον πῆγε τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔδωσε τὴν ἐλεημοσύνη.

Μὰ πάλι ἐναυάγησε καὶ τότε ξαναπάει
στὸν Πατριάρχη ἔρχεται καὶ τὸν παρακαλάει.

Στὸν ἔμπορο ἀπάντησε εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι ἄδικα πλοίο του εἶχε γίνει.

Ἀλλὰ ξανὰ ἔκανα γιὰ σέ, συντρίφτηκε τὸ πλοῖο ντρεπότανε τὸν Ἅγιον γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ἀντίο

Τὸ ἔμαθε ὁ ἔμπορος τὸν κάλεσε κοντά του πολὺ τὸν ἐλυπήθηκε τότε ὁ Πατριάρχης.

Καὶ εἴπανε στὸν ἔμπορο ὑπομονὴ νὰ ἔχει
τοῦ ἔδωσε πλοῖο ἐκκλησιᾶς εἴκοσι τόνους στάρι
καὶ τοῦ εἶπε ἀπὸ τὸ φορτίο αὐτὸ πολλὰ λεπτὰ θὰ πάρει.

Εἴκοσι ἡμερόνυχτα στὴν θάλασσα ἀρμενίζει οὔτε τὴ γῆ δὲν ἔβλεπε δὲν ξέρει ποὺ βαδίζει.

- 79 -

Τὸν Πατριάρχη ἔβλεπε ποὺ ἦταν στὸ τιμόνι καράβι νὰ τὸ ὁδηγεῖ εἶχε ἐλπίδα μόνη.

Σὲ εἴκοσι ἡμέρες ἔφθασαν νησιὰ τῆς Βρετανίας ἐκεῖ ἐδυστυχούσανε καὶ εἴχανε πενία.

Τὸ πάπλωμα τοῦ Πατριάρχου

Μεγάλος εἶν᾿ ὁ Ἅγιος στὴν ἐλεημοσύνη εἶχε καὶ ἄλλη ἀρετὴ τὴν ταπεινοφροσύνη.

Στὰ λόγια του στὰ ροῦχα του καὶ στὴν διατροφή του ὅλα μὲ τὴν ταπείνωση περνοῦσε τὴ ζωή του.

Τὸ στρῶμα του ἕνας Ἄρχοντας εἶδε κατεστραμμένο ἕνα καινούργιο τοῦ ἔδωσε ποὺ ᾿χε ἀγορασμένο.

Νομίσματα ἐκόστιζε ὅλο τριάντα ἕξι
ὁ Ἅγιος τὸν εὐχαριστεῖ δὲν τοῦ ᾿πε ἄλλη λέξη.

Τὸ Σωτήριον καρβέλι τοῦ φιλαργύρου

Κάποια μέρα ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι τούς δίδαξε ὁ Πατριάρχης ἕνα περιστατικό.

Στὴν Κύπρο ὅταν ἤμουνα εἶχα ἕναν ὑπηρέτη ἠθικὰ ἔζησε τὴν ζωή του ὅλη ἐν παρθενία.

Αὐτὸς λοιπὸν στὴν Ἀφρικὴ εἶχε ἕνα Κύριον τελώνη τὸν ἔλεγαν Πέτρο ἦταν πολὺ τσιγκούνης.

Ὅλοι οἱ πτωχοὶ τῆς γειτονιᾶς μιὰ μέρα μαζεμένοι καὶ ἔλεγαν γιὰ ἐλεήμονες φιλοξενοῦσαν ξένοι.

Ἕνας ἀπὸ ὅλους τούς πτωχούς ποὺ ἦταν μαζεμένοι Πέτρο ὅλοι κατηγόρησαν αὐτὸς τούς ἐπιμένει.

- 80 -

Τούς ἄφησε ὅλους τούς πτωχούς σπίτι τοῦ Πέτρου πάει ὡσὰν ζητιάνος καὶ πτωχὸς βοήθεια ζητάει.

Στὴν πόρτα Πέτρου κάθησε καὶ τὸν παρακαλοῦσε ποὺ ἐπεινοῦσε ὁ πτωχὸς καὶ θὰ τὸν ἐλεοῦσε.

Ὁ Πέτρος ὅμως ἔβριζε ζητιάνο γιὰ νὰ φύγει
καὶ ὁ φούρναρης μὲ τὰ ψωμιὰ εὐθύς τὴν πόρτα ἀνοίγει.

Ὁ Πέτρος τότε ἐθύμωσε καὶ πιάνει ἕνα καρβέλι καὶ στὸν ζητιάνο τὸ ἔριξε νὰ πάει ὅπου θέλει.

Πῆρε καρβέλι καὶ ἔφυγε τότε ὁ πτωχὸς ζητιάνος
καὶ στούς πτωχούς συνάντησε εἶχε χαρὰ σὰν χάνος.

Μὰ σὲ δυὸ μέρες ὁ Πέτρος εἶχε ἀρρωστήσει καὶ εἶδε εἰς τὸν ὕπνο του Θεοῦ Δικαίου κρίση.

Στὴν πλάστιγγα ἐβάρυναν τὰ ἁμαρτήματά του δὲν εἶχε ἐλπίδα νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν τσιγκουνιά του.

Μὰ ἔξαφνα ἕνας Ἄγγελος λύνει τὴν ἀπορία
καὶ ρίχνει μές στὴν πλάστιγγα μιὰ ἀγαθοεργία.

Ἤτανε ἐκεῖνο τὸ ψωμὶ ποὺ πέταξε στὴν πλάτη ὁ Πέτρος ὅταν εἶδε αὐτὸ πῆρε ἄλλο μονοπάτι.

Ἀπὸ σκληρὸς ποὺ ἤτανε ἕως αὐτὴ τὴν ὥρα ἄρχισε τότε νὰ ἐλεεῖ πτωχούς σ᾿ ὅλη τὴν χώρα.

Βρῆκε γυμνὸ ἕναν ναυαγὸ ποὺ ροῦχο δὲν ἐφόρει δικό του ἀμέσως ἔδωσε καινούργιο πανωφόρι.

Τὸν Κύριον παρακαλεῖ μιὰ χάρη νὰ τοῦ κάνει νὰ δώσει τὰ ὑπάρχοντα ὅλα προτοῦ πεθάνει.

Εἶπε σὲ ἕνα δοῦλο του πράγματα νὰ ἀγοράσει
καὶ στούς πτωχούς ποὺ εἶχε ἐκεῖ ὅλα νὰ τὰ μοιράσει.

Ἀκόμα τὸν παρακαλεῖ τὸν Πέτρο νὰ πουλήσει καὶ χρήματα ποὺ θὰ ἔπαιρνε πτωχούς νὰ ἐλεήσει.

- 81 -

Τὸν ὅρκισε τὸν δοῦλον του ὁ Πέτρος τὴν ὥρα ἐκείνη ὅτι θὰ ἔμενε κρυφὴ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ὁ ὑπηρέτης ἐπούλησε σὲ ἕνα χρυσοχόο
τὸν Πέτρο τὸν ἀφέντη του ὡσὰν νὰ ἦταν ζῶο.

Τὸν χρυσοχόον ἔλεγαν Ζωίλο τ᾿ ὄνομά του γιὰ Πέτρο τόνε ὅρκισε μὴν πεῖ τὸ ὄνομά του.

Ὁ Πέτρος δούλευε σκληρὰ Ζωίλου κατοικία οἱ ἄλλοι δοῦλοι ζήλευαν καὶ τοὔχανε κακία.

Ὁ Πέτρος τότε Ἅγιασε μὲ ἐλεημοσύνη ἔδωσε σὲ κωφάλαλο φωνὴ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 64 χρονῶν.

- 82 -

Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ (12 ΙΟΥΝΙΟΥ)

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος τὸν τέταρτο αἰώνα ἔζησε σὲ κοινόβιο Θηβῶν τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Ἄκουσε γιὰ τὸν Πρόδρομον καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ πῆγε καὶ κατοίκησε μέσα στὴν ἐρημία.

Ἀπὸ τὸν κόσμο χωριστὰ ἔζησε 70 ἔτη
σὲ ἀνθρώπους ἦταν μακριὰ μὲ δίχως νὰ τούς βλέπει.

Παφνούτιος ὁ μοναχὸς βίο του ἔχει γράψει ποὺ τὸν ἐφώτισε ὁ Θεὸς ὁ κόσμος νὰ διαβάσει.

Ἡσύχαζε ὁ Παφνούτιος στῆς Αἴγυπτου τὰ μέρη Ὀνούφριος θέλει νὰ τὸν δεῖ νὰ μάθει καὶ νὰ ξέρει.

Ὁ Παφνούτιος φωτίζεται νὰ πάει στὴν ἔρημο

Βάδισε πρὸς τὴν ἔρημο ἀπὸ τὸ μοναστήρι
μὲ λίγους ἄρτους καὶ νερὸ πῆρε κι ἕνα ποτήρι.

Μὲ πόθο τότε ἄρχισε μεγάλη ὁδοιπορία ἀπὸ ἐρημίτες γέροντες νὰ πάρει εὐλογία.

Στὴν ἔρημο σὰν ἔφτασε βρίσκει σπηλιὰ κλεισμένη ἐνόμιζε πώς ἄνθρωπος ζοῦσε ἐκεῖ θὰ μένει.

Τὴν πόρτα τότε κτύπησα ὅμως μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἄκουσε καμιὰ φωνὴ τῶν ζώων ἤ ἀνθρώπων.

Θόρυβος δὲν ἀκούστηκε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα ὄρθιον βρῆκε ἄνθρωπον σὲ θέση προσευχόταν.

Μὰ μόλις τὸν ἀκούμπησε πέφτει στὴ γῆ στὸ χῶμα καὶ ἀπὸ φύλλα φοινικιάς ἔνδυμα εἶχε ἀκόμα.

Αὐτὸς τότε ἐτρόμαξα ἔκανε προσευχή του
τὸν ἄμωμο καὶ ἄλλους ψαλμούς ἔλεγε μὲ ψυχή του.

- 83 -

Ἐκεῖ τὸν ἐνταφίασα τότε ὅπως μποροῦσα καὶ ἔφραξα τὸ σπήλαιο καὶ θὰ ἀναχωροῦσα.

Ὁ Ἄγγελος βοηθᾶ τὸν Παφνούτιον

Ὁ ὅσιος Παφνούτιος γράφει καὶ συνεχίζει σὰν ἔφραξε τὸ σπήλαιο ὁδοιπορία ἀρχίζει
τέσσερις μέρες διαδρομὴ καὶ τοῦ ἐσώθει τὸ ψωμί.

Ἔπεσα καὶ εἰς τὴν γῆ ὡσὰν ἀποθαμένος
καὶ βλέπω ἕναν Ἄγγελον ἥν μεταμορφωμένος.

Τὸν εἶδα καὶ ἐτρόμαξα ἦρθε ὅμως κοντά μου καὶ μὲ δυνάμωσε πολὺ ἦταν παρηγοριά μου.

Μὲ ἐνεθάρυνε πολὺ μὲ θεία δύναμή του
τὴν πείνα ἐλησμόνησα μὲ ἁγία προσευχή του.

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ροῦχα δὲν ἐφοροῦσε
εἶχε μαλλιὰ στὸ σῶμα του πολλὰ καὶ πάντα ζοῦσε.

Φοβήθηκε ὁ Παφνούτιος τότε νὰ τοῦ μιλήσει κατάλαβε ὁ Ὀνούφριος καὶ τοῦ ᾿χε ἀπαντήσει.

Ἑβδομήντα χρόνια στὴν ἔρημο

Ἐχάρηκαν ποὺ ἀντάμωσαν οἱ δύο ἐρημίτες ὁ ἕνας ἦν στὴν ἔρημο ὁ ἄλλος εἰς τὶς σκῆτες.

Στὴν ἔρημο ὁ Ὀνούφριος ἦν ἑβδομήντα χρόνια τὸ θέρος ἥλιος καυτερὸς καὶ τὸν χειμώνα χιόνια.

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ἀγάλλεται καὶ χαίρει
ποὺ βλέπει τὸν Παφνούτιο εἰς τῆς ἐρήμου μέρη.

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ἐχάρηκε ἀκόμα
γιατὶ θὰ τὸν ἐνταφίαζε πέφτοντας σὲ κῶμα.

- 84 -

Καὶ τώρα ὁ Ὀνούφριος ζωή του διηγεῖται
ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Παφνούτιου τοῦ εἶπε

Ἤτανε ὁ πατέρας μου ὁ βασιλεύς Περσίας ἄτεκνη ἡ μητέρα μου δὲν ἔκανε παιδία.

Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν νὰ δώσει κληρονόμο καὶ προσευχήθηκαν πολὺ ὁλόκληρο τὸ χρόνο.

Συνέλαβε ἡ μητέρα μου εἶχαν χαρὰ μεγάλη καὶ στὸ παλάτι χάρηκαν ὅλοι μικροὶ μεγάλοι.

Μὲ θεία Ἀποκάλυψη εἰς τὸν ὀνομασία Ὀνούφριον μὲ ἐβάπτισαν μέσα στὴν ἐκκλησία.

Ἔπειτα μὲ ὁδήγησαν σὲ ἕνα μοναστήρι
εἰς τὴν μονὴν στὴν Αἴγυπτο ἦρθε μιὰ ἐλαφίνα μὲ ἔτρεφε μὲ τὸ γάλα της ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Οἱ μοναχοὶ ἦταν εὐσεβεῖς ἐντὸς μοναστηρίου μὲ εὐλάβεια τελούσανε τὶς ἐντολές Κυρίου.

Ἐνήστευαν προσεύχονταν κάνουν ἐργόχειρά τους δὲν ὁμιλοῦσαν· σιωπὴ εἶχαν τὰ στόματά τους.

Ἀπὸ αὐτούς διδάχθηκα μέσα στὸ μοναστήρι κανόνες καὶ Ἁγία Γραφὴ δάσκαλοι οἱ καλογῆροι.

Προφήτας τότε ἐπαίνεσαν καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία μὲ Ἀνάληψη στὸν οὐρανὸ ζεῖ στὴν ἀθανασία.

Ἀκόμα ἐπαινούσανε τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη ποὺ βάπτισε τὸν Κύριον στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη.

Μαθαίνει τὴ διαφορά, ἀναχωρητῶν ἀπὸ τούς κοινοβιάτας

Ἐξήγησαν στὸν Ὀνούφριον τότε στὸ μοναστήρι
τούς δύο τρόπους ποὺ θὰ ζοῦν ἄν θένε οἱ καλογῆροι.

- 85 -

Τρόπος ὁ ἕνας κοινόβιος ἦν τοῦ μοναστηρίου ὁ ἄλλος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ ἡσυχαστηρίου.

Γιὰ ἐρημίτες ρώτησα ἀπὸ ἐμᾶς ἦν πιὸ μεγάλοι ναὶ ὅλοι μοῦ ἀπάντησαν καὶ συνεχίσαν πάλι.

Καὶ τώρα μοῦ ἐξήγησαν ἀξίωμα μεγάλο οἱ ἐρημίτες μοναχοὶ ἔχουνε δίχως ἄλλο.

Ἐμεῖς βλεπόμαστε μαζὶ ὅλοι μας κάθε μέρα αὐτοὶ μόνο ἔχουν συντροφιὰ τὸν καθαρὸ ἀέρα.

Ἐμεῖς διαβάζομε μαζὶ ὅλοι Ἀκολουθία
αὐτοὶ μόνοι προσεύχονται μὲ καθαρὴ καρδία.

Ὅταν πεινοῦμε βρίσκομε τὴν τράπεζα στρωμένη καὶ οἱ μοναχοὶ στὴν τράπεζα εἶν᾿ ὅλοι καθισμένοι.

Ἐμεῖς ἄν ἀρρωστήσουμε ψυχὴ εἴτε στὸ σῶμα μᾶς θεραπεύουν ἀδελφοὶ καὶ βοηθοῦν ἀκόμα.

Οἱ εὐλογημένοι ἡσυχαστές δὲν ἔχουνε ἀνθρώπους γιὰ νὰ τούς βοηθήσουνε στῆς ἐρημιᾶς τούς τόπους.

Ἄν τούς πειράξει ὁ δαίμονας μὲ πονηρή του σκέψη δὲν ἔχουν ἕναν ἄνθρωπον γιὰ νὰ τούς συμβουλέψει.

Ἐὰν πεινάσουν ἤ διψοῦν ἤ καὶ γυμνοὶ γυρίζουν δὲν ἔχουν ἕνα συγγενὴ αὐτοὶ νὰ τούς φροντίζουν.

Σωματικὸ ἐργόχειρο δὲν ἔχουν νὰ ἀσχολοῦνται
καὶ στὸν Θεὸν προσεύχονται, μόνο σ᾿ αὐτὸ ἀρκοῦνται.

Καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ βλέπει διάθεσή τους
Ἀγγέλους στέλνει συντροφιὰ καὶ βρίσκονται μαζί τους.

Καὶ ὅταν βγαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ Ἅγιόν τους σῶμα τὴν φέρνουνε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ χαρὰ ἀκόμα.

- 86 -

Ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν ἔρημο

Σὰν ἄκουσα ὁ ἐλάχιστος αὐτὰ στὸ μοναστήρι ποὺ μοῦ διηγηθήκανε πατέρες καλογῆροι

Ἄναψε φλόγα στὴν καρδιὰ μὰ καὶ ἐπιθυμία πώς λαχταροῦσε ἡ ψυχὴ νὰ βρεῖ τὴν ἐρημία.

Παρακαλοῦσα τὸν Θεὸν γιὰ νὰ μὲ ὁδηγήσει ψυχή μου εἰς τὴν ἔρημο ποῦ νὰ μὲ ὠφελήσει.

Ἐπῆγα εἰς τὴν ἔρημο σὲ ἕνα βουνὸ νὰ μένω μεγάλο φῶς βλέπω ἐκεῖ ἐμπρός μου ἀναμμένο.

Εἶδα τὸ φῶς φοβήθηκα μοῦ ἦρθε μία σκέψη πώς πάλι στὸ κοινόβιο νὰ ἔχω ἐπιστρέψει.

Τὸ φῶς ἐξανακοίταξα καὶ εἶδα ἕνα πράγμα
καὶ βλέπουνε τὰ μάτια μου αὐτὴ τὴν ὥρα θαῦμα ἄνθρωπον ὡραιότατον θαυμάσιον στὴν ὄψη.

Ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἄγγελος Θεὸς τὸν εἶχε στείλει στὸν ὅσιον Ὀνούφριον ὁ ἴδιος τοῦ ὁμίλει.

Τοῦ εἶπε θὰ εἶναι φύλακας σὲ ὅλη τὴ ζωή του
καὶ ὅταν πεθάνει στὸν Θεὸν θὰ δώσει τὴν ψυχή του.

Συνέχισε ὁ Ἅγιος τότε διαδρομή του
μίλια 70 ὁ Ἄγγελος εἶν᾿ συντροφιὰ μαζί του.

Μὲ πῆγε σ᾿ ἕνα σπήλαιο χάθηκε ἀπὸ ἐμπρός μου ἐκτύπησα τοῦ σπήλαιου τὴν πόρτα μοναχός μου.

Ἐβγῆκε ἕνας γέροντας σπηλιὰ ποὺ κατοικοῦσε στὴν ὄψη εἶν᾿ ἐνάρετος καὶ μὲ προϋπαντοῦσε.

Ἀφοῦ τὸν προσεκύνησα μὲ ἀσπάσθηκε καὶ ἐκεῖνος στὴν ὄψη χαριέστατος ἐμύριζε σὰν κρίνος.

- 87 -

Ὁ γέροντας ἀπὸ χαρὰ ἐστάθηκε κοντά μου τέκνον ἀδελφὲ Ὀνούφριε εἶπε καὶ τὸ ὄνομά μου.

Ὀλίγες μέρες κάθησα μέσα στὸ σπήλαιό του καὶ πῆρα τότε συμβουλές ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του.

Ὁ ἀσκητής τὸν ὁδηγεῖ στὸ μόνιμον σπήλαιό του τὸν δαίμονα νὰ πολεμᾶ νὰ ἔχει ἀντίπαλό του.

Τέσσερα ἡμερόνυκτα ἐκάναμε πορεία
σὲ μιὰ καλύβα φθάσαμε πάρα πολὺ ὡραία.

Τριάντα ἡμέρες μοῦ ἔκανε τότε διδασκαλία μοναχικὴ τοῦ ἔλεγε νὰ ἔχει πολιτεία.

Ὁ γέροντας στὸν Παφνούτιον εἶπε γιὰ τὴ ζωή του σὰν ἄκουσε ὁ Παφνούτιος τότε τὸν γέροντά του.

Στὴν ἔρημον ποὺ βρέθηκε καὶ ἤτανε κοντά του τοῦ ᾿πὲ πώς ἀπελπίσθηκε μὲ ὅλα τὰ βάσανά του.

Τὸ καλοκαίρι καύσωνα καὶ κρύο τὸν χειμώνα τὸ σῶμα τοῦ ἤτανε γυμνὸ δὲν ἄντεχε ἀκόμα.

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος μιλᾶ γιὰ βάσανά του

Μιλοῦσε στὸν Παφνούτιο ὅλα γιὰ νὰ τὰ μάθει τὶ ἔπαθε στὴν ἔρημο Παφνούτιος νὰ μάθει.

Ἐλιώσανε τὰ ροῦχα μου ὅλα καταστραφῆκαν μὲ κρύο καὶ μὲ τὴν βροχὴ ὁλόγυμνο μ᾿ ἀφῆκαν.

Εἶχα καὶ ἄλλους πειρασμούς ἀρρώστησε τὸ σῶμα γλώσσα νὰ τὰ διηγηθεῖ δὲν ἠμπορεῖ ἀκόμα.

Ὁ Κύριος ποὺ ἔβλεπε τὴν λύπη μου ἀκόμα τρίχες πολλές ἐγέμισε τὸ ἰδικό μου σῶμα.

- 88 -

Μὲ ὑπομονὴ ὑπέμεινα ὅλα τὰ βάσανά μου
καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου.

Μὲ Ἀγγελό του μοῦ ἔστελνε, τὸν ἄρτο κάθε μέρα ἀρώτησα τὸν Ἄγγελο τότε ἄν κοινωνοῦσε
καὶ παρευθύς ὁ Ἄγγελος τότε μοῦ ἀπαντοῦσε.

Ἐρχόταν κάθε Κυριακὴ Ἄγγελος εἰς τὶς σκῆτες καὶ μᾶς μεταλαμβάνανε ὅλους τούς ἐρημίτες.

Ὅση ὥρα ὁ Ὀνούφριος σὲ ᾿μένα ὁμιλοῦσε
ψυχή μου τότε ἐχόρταινε λόγον Θεοῦ ἐντρυφοῦσε.

Στὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου

Σὲ τρία μίλια ἑφτάσαμε ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ καλύβα εἶχε ἕνα δέντρο φοίνικα καὶ μιὰ πηγὴ ποὺ εἶδα.

Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε τελείωσε ἡ ἡμέρα
μές στὸ κελὶ εἴχαμε βρεῖ ἕνα ἄρτο παραπέρα.

Μοῦ εἶπε τότε ὁ Ἅγιος σήκω νὰ φᾶς παιδί μου πιες καὶ νερὸ ποὺ ὁ Κύριος ἔστειλε στὸ κελί μου.

Ἀφοῦ τὸν παρακάλεσα μαζὶ νὰ φιλευτοῦμε ἐκάναμε τὴν προσευχὴ προτοῦ ἐμεῖς γενθοῦμε.

Φάγαμε καὶ χορτάσαμε κάναμε εὐχαριστία εὐχαριστήσαμε Θεὸν γιὰ τὴ φιλοξενία.

Μὰ ὅταν ἐξημέρωσε τὸ πρόσωπο τ᾿ Ἁγίου
τοῦ ἐφάνηκε πολὺ χλωμὸ στὰ μάτια τοῦ ὁσίου.

Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος τὸν Ἅγιο ἐρωτάει
τὶ ἔπαθε καὶ ἀρρώστησε ὁ Ἅγιος ἀπαντάει.

Σήμερα ποὺ εὑρέθηκες ἐδῶ στὸ σπήλαιό μου στὴν τελευταία μέρα ζωῆς εἶναι ὁ ἑαυτός μου.

- 89 -

Σὲ ἔστειλε ἐδῶ ὁ Κύριος νὰ μὲ ἐνταφιάσεις·
μὴ φοβηθείς σὲ ἔστειλε τὸ σῶμα μου νὰ θάψεις.

Καὶ ὅταν πᾶς στὴν Αἴγυπτο τότε νὰ κηρύξεις
στούς μοναχούς καὶ χριστιανούς αὐτὸ νὰ διαλαλήσεις.

Ἐζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸν μιὰ χάρη νὰ μοῦ δώσει ὅποιος γράψει τὸν βίον μου κηρύξει καὶ φωνάξει νὰ μὴν μπορεῖ ὁ διάβολος αὐτὸν νὰ τὸν πειράξει.

Καὶ μίλησε ὁ Παφνούτιος τ᾿ ὁσίου Ὀνουρφίου κι ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀπάντηση ἔδωσε τοῦ ἰδίου.

Καὶ νὰ κηρύξεις ἔπειτα γι᾿ αὐτούς τούς ἐρημίτες ἐνῶ κατοικοῦν ἐδῶ στὴ γῆ εἶν᾿ οὐρανοῦ πολίτες.

Τὸν Ἅγιον παρακαλεῖ στὴ θέση τὴ δική του νὰ εἶναι καὶ ὁ Παφνούτιος αἰώνια μαζί του.

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ἔκανε προσευχή του παρακαλεῖ τὸν Κύριον νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

Ἡ κοίμηση τοῦ ὁσίου

Κύριε εἰς χεῖρας Σοῦ παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου· ἔπεσε τότε εἰς τὴ γῆ καὶ μυστικὰ κάνει προσευχή του.

Τὸ πρόσωπο του ἔλαβε τότε φωτοχυσία ἔκθαμβος τότε αἰσθάνθηκε ἄρρητη εὐωδία

Τότε βροντές καὶ ἀστραπές στὴ γῆ ἔγιναν αἰσθητές ὡσὰν λευκὴ περιστερὰ βγαίνει ἡ ψυχὴ πετάει·
ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς στούς οὐρανούς τὴν πάει.

Ἀγγέλων τότε στρατιὰ ψάλλει μὲ μελωδία, τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν εἶχε γιὰ συνοδεία.

- 90 -

Διάκονοι στὰ χέρια τους κρατοῦσαν θυμιατήρι εἶχαν καὶ μοσχολίβανο ἀπὸ τὸ κοιμητήρι.

Ἀπὸ τὸν τάφο ἔβγαινε φωνὴ ὡραιοτάτη
καὶ τὴν ψυχὴν ὀνόμαζαν ὡραία, γλυκυτάτη.

Οἱ Ἄγγελοι τὴν πήρανε τότε μὲ εὐφροσύνη
τὴν συνοδεύαν μὲ ψαλμούς ὅλη τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ὁ ὅσιος Παφνούτιος ὅλα αὐτὰ θωροῦσε
μὲ δάκρυα καὶ σεβασμὸ Ἅγιον προσκυνοῦμε.

Μοσχοβολοῦσε συνεχῶς λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ ᾿μεῖς εὐχή του νὰ ᾿χομε Ἁγίου Ὀνουφρίου.

Λέοντες ἄνοιξαν τὸν τάφο του

Θὰ ἄνοιγα τὸ τάφο του δὲν εἶχα ἐργαλεῖα
μὰ αὐτὴ τὴν ὥρα ἐφάνηκαν δυὸ λέοντες θηρία.

Μὲ σεβασμὸν ἐχαιρέτησαν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου καὶ σὰν νὰ ἦταν ἄνθρωποι εἶπαν ἐντολὴ Κυρίου.

Θέλω νὰ μὲ βοηθήσετε μίλησε στὰ λιοντάρια·
δέν ἔχω γιὰ νὰ σκάψω ἐδῶ, ἀξίνες οὔτε φτυάρια.

Σημείωσα μὲ ράβδο μου τὸ μῆκος τοῦ μνημείου καὶ ἔσκαψαν οἱ λέοντες τὸ τάφο τοῦ Ἁγίου.

Οἱ λέοντες δὲν εἴχανε ἀξίνες οὔτε φτυάρια
μὲ προθυμία ἔσκαβαν τὰ δυό τους τὰ ποδάρια.

Τύλιξα τὸν Ἅγιον ὅλο τὸ λείψανό του μετάνοια ἔκαναν λέοντες τοῦ Ἁγίου.

Καὶ μιὰ ἀκόμα ἔκαναν ἐμέ του ἀναξίου· σεισμὸς κατόπιν ἔπιασε καλύβη τοῦ ὁσίου

- 91 -

Ἔφυγε ὁ Παφνούτιος πάει Αἰγύπτου μέρη γιὰ νὰ κηρύξει στὸ λαό, ὅλα αὐτὰ ποὺ ξέρει.

Κατόπιν ὁ Παφνούτιος ἐπῆγε στὸ κελί του καὶ ἔζησε λίγον καιρὸ τελείωσε ἡ ζωή του.

Ἐπῆγε Ἅγιος Ἄγγελος διὰ νὰ τὸν καλέσει
νὰ βρεῖ εἰς τὸν παράδεισον μὲ τούς δικαίους θέση.

Ἡ μητέρα τοῦ Παφνούτιου εἶδε στὸ ὄνειρό της τὸν ὅσιο Ὀνούφριο πώς ἔσωσε τὸ γιό της.

Ἕνα θαῦμα Ἁγίου Ὀνουφρίου

Ἕνας ἐδιηγήθηκε ἀπὸ τὴν Κορινθία μικρὸ ποὺ ἤτανε παιδὶ τότε στὴν ἡλικία·

Στὸ σπίτι ἤμουν μὲ παπποῦ· τοῦ ἔκανα παρέα· στὰ κτήματα μας οἱ γονεῖς ἐθέριζαν ὡραία.

Μία μέρα φεύγει ὁ παππούς, πρωὶ εἶχε ξυπνήσει, δέματα ἀπὸ τὰ κτήματα πῆγε νὰ κουβαλήσει.

Τὴν πόρτα ὅμως τοῦ σπιτιοῦ τὴν εἶχε αὐτὸς κλειδώσει τότε ἕνα τρόπον σκέφτηκα δὲν εἶχα ὅμως γνώση.

Σκέφτηκα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο νὰ βγῶ μὲ ἕνα σάλτο δὲν εἶδα ὅμως τὸν γκρεμὸ ποὺ ἦταν ἀπὸ κάτω.

Ἐγλίστρησα καὶ στὸ κενὸ ἔπεσε τὸ κορμί μου· ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος εὐθύς τὴν ἴδια μέρα
στὴν ἐξοχὴ κοιμότανε Παφνούτιου μητέρα.

Τὴν ξύπνησε στὸν ὕπνο της εἶπε γιὰ τὸν υἱό της ὅτι αὐτὸς τὸν ἔσωσε νὰ ἔχει τὸ μυαλό της.

Ὀνομάζομαι Ὀνούφριος· ἑορτάζω στὶς 12 Ἰουνίου.

- 92 -

Ἐχάρηκε ἡ μητέρα του τότε γιὰ τὸ παιδί της καὶ ἔκραζε στὸν Ἅγιον τὴν εὐχαρίστησή της.

Ἦταν ἀσκητικότατος μὲ τρίχες καὶ γενειάδα
ἁγνὴ μορφὴ ἀσκητική, στὸν κόσμο στὴν Ἑλλάδα.

Ὦ Ἅγιε Ὀνούφριε καὶ μᾶς στὴν προσευχή σου νὰ εὔχεσαι νὰ εἴμαστε αἰώνια μαζί σου.

- 93 -

Η ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Ἔτος 200 μ.Χ. γεννήθηκε ἡ Ἁγία
Τύρος ἡ πόλη λέγεται ποὺ εἶναι στὴ Συρία.

Γονεῖς της ἦταν πλούσιοι ἐλάτρευαν τὸ χρῆμα εἰδωλολάτρες ἤτανε, οἱ ψυχές τους μέσ᾿ τὸ κρίμα.

Ὡραῖος εἶν᾿ ὁ βίος τῆς Ἁγίας τῆς Χριστίνας
πῆρε τὸ ὄνομα Χριστοῦ δύσκολα χρόνια ἐκεῖνα.

Γονεῖς τηῆς ἔζησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν εἰδωλολατρία μὰ ἐκείνη ἦταν χριστιανὴ καὶ ἔγινε Ἁγία.

Εἰς τὸν στρατὸ ὁ πατέρας της ἤτανε στρατηλάτης καὶ ζήλευε τὴν κόρη του διὰ τὴν ὀμορφιά της.

Ἐκεῖ σὲ πύργο ὑψηλὸ τὴν κόρη εἶχε κλειδώσει
ἀπὸ ἀνθρώπους τούς κακούς παιδί του νὰ γλυτώσει.

Πατέρας της τὸν ἔλεγαν Οὐρβάνο τ᾿ ὄνομά του ἐφύλαγε τὴν κόρη του, τὴν ἤθελε κοντά του.

Ὁ Χριστὸς ὅμως τῆς ἔδωσε τότε θεογνωσία
καὶ αὐτὴ ἀγάπησε Χριστόν, ὄχι εἰδωλολατρία.

Αὐτὴ ἐφώτιση ὁ Χριστός, τῆς δίνει ἐξυπνάδα· πίστεψε στὴ θρησκεία του σὰν λογικὴ ἀμνάδα.

Τῆς δίνει φώτιση ὁ Χριστός· τὸν οὐρανὸ κοιτάζει· τὴ γῆ μὰ καὶ τὴ θάλασσα μὲ πόθο ἐξετάζει.

Βλέπει δημιουργήματα ποὺ ἦταν γινομένα γύρευε τὸν δημιουργὸν ποὺ τὰ ᾿χει καμωμένα.

Βλέπει καὶ ὁ καλὸς Θεὸς ἁγνὴ προαίρεσή της· τῆς ἔστειλε ἕνα ἄνθρωπο διὰ τὴν μάθησή της.

Γνώρισε ἀληθινὸ Θεόν· εἶν᾿ ἀποφασισμένη νηστεῖες καὶ σὲ προσευχές εἶν᾿ ἀφιερωμένη.

- 94 -

Λέγομαι Χριστίνα

Στὸν πύργο ἀνεβήκανε γονεῖς της μιὰν ἡμέρα, νὰ τῆνε χαιρετήσουνε νὰ ποῦν μιὰ καλημέρα.

Μάλιστα τὴν προσκάλεσαν εἰδώλων τὴ θυσία νὰ φέρουνε τὴν κόρη τους στὴν εἰδωλολατρία.

Τῆς λένε ἀθάνατους θεούς πρέπει νὰ προσκυνήσει, ποὺ τῆς ἐδώσαν ὀμορφιὰ ὀφείλει νὰ τιμήσει.

Δέν ἄκουσε ἀπ᾿ τούς γονεῖς τὰ λόγια τους ἐκεῖνα· τὸ ὄνομά μου εἶχε πεῖ μὲ ἔλεγαν Χριστίνα.

Τῆς ἔλεγε ὁ πατέρας της πώς θὰ τὴν τιμωρήσει ἐὰν εἴδωλα ποὺ πίστευαν δὲν θὰ προσκυνήσει.

Ἡ Χριστίνα στὸν πατέρα της τοῦ μίλησε ἀράδα πιστεύει ἀληθινὸν Θεὸν ποὺ εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα.

Καὶ ἡ Χριστίνα ἔκανε πάλι τὴν προσευχή της καὶ ἦρθε ἕνας Ἄγγελος καὶ μίλησε μαζί της.

Τῆς δίνει οὐράνιο ψωμὶ κατόπιν τὴν σφραγίζει, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ φεύγει καὶ συνεχίζει.

Τὴν νύκτα κατάστρεψε τὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα εἰς τούς πτωχούς τὰ ἔδωσε εὐθύς τὴν ἴδια μέρα.

Ἀνέβηκε ὁ πατέρας της εἴδωλα ποῦ ᾿χε ἀφήσει
ὅλους τούς ψεύτικους θεούς αὐτούς νὰ προσκυνήσει.

Ζητᾶ ἀπὸ ὑπηρέτριες τότε τὰ εἴδωλά του τοῦ εἶπαν πώς τὰ πέταξε ἡ κόρη ἡ δικιά του.

Ὁ Οὐρβανὸς πατέρας της ἐκείνη τὴν ἡμέρα μὲ ἁλυσίδα στὸν λαιμὸ δένει τὴν θυγατέρα
τὴν ἔκλεισε στὴν φυλακὴ καὶ εἶχε κακιὰ μέρα.

- 95 -

Ὅλη τὴ μέρα νηστικὸς δὲν ἔφαγε καθόλου γιατὶ ἕνα ἔργο ἔκανε, ἄρεσε τοῦ διαβόλου.

Ἐπῆγε κι ἡ μητέρα της καὶ τὴν παρακαλοῦσε
νὰ προσκυνήσει εἴδωλα, νὰ μὴν τὴν τυραννοῦσε.

Μὲ κλάματα παρακαλεῖ μάνα τὴν θυγατέρα
νὰ προσκυνήσει εἴδωλα νὰ ἀκούσει τὸν πατέρα.

Ἡ Χριστίνα τότε ἀπαντᾶ νὰ μὴ μὲ λές παιδί σου ἀφοῦ ἀρνεῖσαι τὸν Χριστὸν δὲν εἶμαι πιὰ μαζί σου.

Γιὸς τοῦ διαβόλου ἔγινες μὲ τὴ διαγωγή σου
ἡ Χριστίνα τ᾿ ἀποκρίθηκε μὴν μ᾿ ἔχεις πιὰ παιδί σου.

Θηρίο τότε ἔγινε Χριστίνας ὁ πατέρας
διαταγὴ γιὰ κόρη του ἔβγαλε αὐτὴν τὴν ἡμέρα.

Νὰ τὴν κρεμάσουν ἀψηλὰ εἶπε στούς στρατιῶτες καὶ νὰ ξεσκίζαν σάρκες της τούς εἶχε πεῖ ἐτότες.

Κομμάτια ἀπὸ τὶς σάρκες της ἔρριχνε στὸν πατέρα βρισκότανε ὁ ἄσπλαχνος λίγο πιὸ παραπέρα.

Φάγε τοῦ εἶπε ἄσπλαχνε τὶς σάρκες τοῦ παιδιοῦ σου εἶσαι ὁ δύστυχος γονιὸς ποὺ δὲν τὸ βάνει ὁ νούς σου.

Στὸν τρομερὸ τροχό

Σκληρὰ βασανιστήρια ὁ ἄθεος πατέρας διέταξε γιὰ κόρη του ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Τὴν δέσανε σ᾿ ἕνα τροχό, φωτιὰ εἶχαν ἀνάψει τῆς ρίχνανε λάδι καυτὸ τὸ σῶμα της νὰ κάψει.

Τότε ἡ Ἁγία προσευχὴ ἔκανε ἐν τῷ ἅμα
καὶ τὴν εἰσάκουσε ὁ Θεὸν καὶ ἔγινε ἕνα θαῦμα.

- 96 -

Τότε ἡ φωτιὰ σκορπίστηκε σὲ διαφόρους τόπους εἰδωλολάτρες ἔκαψε ποὺ ἦταν ἐκεῖ ἀνθρώπους.

Τὴ Χριστίνα τότε ὁ τύραννος ρωτᾶ μὲ εἰρωνεῖες ἐσένα ποιὸς σὲ ἔμαθε καὶ ἔκανες μαγεῖες;

Ὁ τύραννος δὲν μπόρεσε Χριστίνα νὰ νικήσει καὶ νηστικιὰ ἀποφάσισε νὰ τήνε φυλακίσει.

Ὅμως φροντίδα ἀνέλαβε οὐράνιος πατέρας Ἄγγελοι ἔφερναν τροφὴ Χριστίνα κάθε μέρα.

Ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα της ἦταν κομματιασμένο Ἄγγελοι τὸ ἐγιάτρεψαν ποὺ ἦταν πληγωμένο.

Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ἐτότε ἡ Ἁγία
ποὺ φρόντιζε γιὰ ἀμφότερη Χριστίνας τὴν ὑγεία.

Σώζεται ἀπὸ τὴ θάλασσα

Κατόπι ὁ πατέρας της σκέφτηκε νὰ τὴν πνίξει τὴν νύκτα εἰς τὴν θάλασσα ἐπῆγε νὰ τὴν ρίξει.

Ἔστειλε πέντε δούλους του στὴ θάλασσα νὰ πᾶνε νὰ δέσουν πέτρα στὸ λαιμὸ τὰ ψάρια νὰ τὴν φᾶνε.

Ἐκεῖ βρεθήκαν ἄγγελοι ἐλύθηκε ἡ πέτρα
καὶ ἡ Χριστίνα στὸν γιαλὸ σὰν γλαροπούλι ἐπέτα.

Ἡ πέτρα σὰν ἐλύθηκε μὲ εὐχαρίστησή της
εἰς τὸν οὐράνιον Θεὸν κάνει τὴν προσευχή της.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ κάνει μία χάρη
στὴ θάλασσα νὰ βαπτισθεῖ ἐκεῖ ποὺ ζεῖ τὸ ψάρι.

Ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου νὰ μοῦ τῆς συγχωρέσεις ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἀπάντηση εἶχε ἔρθει.

- 97 -

Μὲ μιὰ νεφέλη φωτεινὴ ἐφάνηκε ἐμπρὸς της
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς Θεός μας καὶ Δεσπότης φοροῦσε ἐκεῖ ὁ Κύριος πορφύρα καὶ στεφάνι.

Γύρω του ἦταν ἄγγελοι μὲ ὕμνους καὶ εὐωδία φοβήθηκε καὶ μπρούμυτα ἔπεσε ἡ Ἁγία
ὁ Κύριος ἀπὸ τὴ γῆ τὴν σήκωσε εὐθεία.

Τῆς εἶπε· εἶμαι ὁ Χριστός· ὅσοι μὲ ἐπικαλοῦνται ὅλοι τότε φωτίζονται τὴν Χάρην Μου ἀξιοῦνται.

Ἡ βάπτιση τῆς Ἁγίας Χριστίνας

Σὲ βαπτίζω Χριστίνα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ του καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καὶ τὴν παρέδωκεν εἰς τὸν Ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ,

λέγοντας δῶσε της τὴν σφραγίδα μου
κάμε την λαμπρόφορο καὶ ὁδήγησὲ την στὴν ξηρά.

Ἀμέσως ὁ Κύριος ἐπέστρεψε στὰ οὐράνια ἡ δὲ Ἁγία Χριστίνα βρέθηκε στὴν ξηρὰ κοντὰ στὸ πατρικό της σπίτι.

Ὁ τύραννος πατέρας της πεθαίνει

Ὅταν λοιπὸν ξημέρωσε στὸν κόσμο νέα μέρα τὴν εἶδε νὰ προσεύχεται ὁ τύραννος πατέρας.

Νόμιζε πώς οἱ δοῦλοι τοῦ ἄθεου πατέρα
στὴν θάλασσα δὲν ρίξανε δική του θυγατέρα.

Ἐρώτησε τούς δούλους του ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ἐγλύτωσε ἡ κόρη σου ποὺ θαῦμα εἶχε γίνει.

Ὁ ἄσπλαχνος πατέρας της θέλει νὰ θανατώσει δὲν θέλει τὴ ζωὴ αὐτὴ χαρὰ γιὰ νὰ τοῦ δώσει.

- 98 -

Κακία εἴχενε πολὺ δὲν θέλει νὰ τὴν βλέπει καὶ ὅτι ἀποκεφάλιση χρειάζεται καὶ πρέπει.

Ἀπ᾿ τὸ θυμό του ὁ ἀσεβής διέταξε καὶ πάλι σὲ δύο μέρες νὰ κοπεῖ κόρης του τὸ κεφάλι.

Χριστίνα σὰν τὸ ἔμαθε ἔκανε προσευχή της πατέρας της δὲν πίστευε τὴν πίστη τὴ δική της.

Ἐκείνη ἦταν στὴν ψυχὴ πάντα ἑτοιμασμένη ἐχάρηκε ποὺ ἀπ᾿ τὸν Χριστὸν ἤτανε βαπτισμένη.

Τὴν νύκτα ἐκείνη ἀπέθανε Χριστίνας ὁ πατέρας καὶ τὸν ἐνταφιάσανε τὴν ἴδια αὐτὴ ἡμέρα.

Τὴν βράζουν στὴν πίσσα

Σὲ λίγες μέρες ἔπειτα πῆρε τὴ θέση τοῦ πατέρα της καινούργιος ἄρχοντας ποὺ λεγόντανε Δίων.

Αὐτὸς διάβασε ὅλα τὰ ἔγραφα τῆς Χριστίνας καὶ πρόσταξε νὰ τὴν φέρουν στὸ κριτήριον.

Σὰν εἶδε καὶ εἶχε ὀμορφιὰ πολὺ τὸ πρόσωπό της τῆς μίλησε ὄχι αὐστηρὰ μὰ ἤπια ἐμπρὸς της.

Τῆς εἶπε πώς μὲ ἄρχοντα καλὸ θὰ τὴν παντρέψει ἄν προσκυνήσει εἴδωλα καὶ στούς θεούς πιστέψει.

Ἄν τούς θεούς δὲν προσκυνᾶ καὶ εἰδωλολατρία νὰ ξέρει θὰ ἔχει βάσανα, μεγάλη τιμωρία
καὶ ἀμέσως τοῦ ἀπάντησε τοῦ δικαστῆ ἡ Χριστίνα.

Οὔτε στὶς κολακεῖες σου, οὔτε στὰ βάσανά σου
δέν συμφωνῶ ἐγὼ ἄρχοντα στὰ λόγια τὰ δικά σου.

Ὁ τύραννος διέταξε μιὰ σιδερένια σκάφη
πίσσα καὶ λάδι νὰ ᾿χει αὐτὴ ρετσίνι νάν᾿ γεμάτη
νὰ ἔχουν καὶ σοῦβλες μὲ σίδερο νὰ εἶναι πυρωμένες.

- 99 -

Ἡ μάρτυς τὸ μαρτύριο ὑπέμεινε μὲ γαλήνη μέσα στὴ σκάφη ἔβραζαν ἄγριοι τὴν Ἁγία ἐκείνη ἐπροσευχότανε μὲ ὑπομονὴ τελεία.

Τὴν διαπομπεύουν

Ὁ ἄθεος ὁ δικαστής εἶπε εἰς τὴν Χριστίνα
πώς οἱ θεοί της γιάτρεψαν τὰ τραύματα ἐκεῖνα.

Εἰς τὴν Χριστίνα τόπε αὐτὸ γιὰ τὰ τὴν παροτρύνει νὰ εὐχαριστεῖ τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνᾶ καὶ ἐκείνη.

Ὁ Χριστὸς μὲ ἔκανε καλὰ αὐτὴ ᾿ναι ἡ ἀλήθεια τὰ εἴδωλα εἶναι ψεύτικα ἄγνωστα παραμύθια.

Ὁ τύραννος τρελάθηκε τότε ἀπ᾿ τὸν θυμό του
γιὰ τὴν Χριστίνα ἄλλο κακὸ ἔβαλε στὸ μυαλό του.

Τούς δούλους διέταξε νὰ τιμωρήσουν πάλι καὶ τότε νὰ ξυρίσουνε Χριστίνας τὸ κεφάλι.

Ὁ τύραννος προσπάθησε Χριστίνα νὰ νικήσει ξανάπε γιὰ τὰ εἴδωλα νὰ πάει νὰ προσκυνήσει.

Εἰς τῶν εἰδώλων τὸν ναὸν ἐπῆγε ἡ Χριστίνα ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἀλλὰ νὰ διώξει ἐκεῖνα.

Εἰδωλολάτρες χάρηκαν ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ Χριστίνα ἀλλὰ τ᾿ ἀποτελέσματα δὲν τὰ ᾿ξεραν ἐκεῖνα.

Εἰς τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν κάνει τὴν προσευχή της καὶ ὁ Θεὸς στὸν οὐρανὸ ἔβλεπε τὴν ψυχή της.

Στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα ἐστάθηκε ἡ Χριστίνα Θεέ μου παντοδύναμε Ἀληθινὲ καὶ μόνο
βγάλε αὐτὸ τὸ ἄγαλμα σαράντα μέτρα δρόμο.

Ἄψυχο εἶν᾿ τὸ ἄγαλμα καὶ εἶχε περπατήσει σαράντα μέτρα ἀκριβῶς ἐκεῖ εἶχε σταματήσει.

- 100 -

Κάνει καὶ ἄλλη προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν ἡ Χριστίνα ἄγαλμα κομματιάστηκε καὶ ἔγινε συντρίμμια.

Εἶναι Θεὸς Ἀληθινὸς ὅλα τὰ πάντα ξέρει
καὶ δίνει εἰς τὸν ἄνθρωπο ὅ,τι τόνε συμφέρει.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε ἐπίστεψαν κατόπι ἐπίστεψαν εἰς τὸν Χριστὸν 3.000 ἀνθρῶποι.

Πολλὰ βασανιστήρια ἔπαθε ἡ Ἁγία
γιατὶ μισοῦσε ἄσπονδα τὴν εἰδωλολατρία.

Καὶ εἴδανε οἱ ἄνθρωποι τὸ ἄγαλμα κομμάτια θαῦμα Θεοῦ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦνε μὲ τὰ μάτια.

Τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη βαπτίστηκαν καὶ πίστεψαν εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Ὁ ἄρχοντας ξεψύχησε ἀπὸ μεγάλη λύπη
καὶ τὴν Ἁγία φυλακὴ τὴν πήγανε καὶ ἐκλείσθη.

Ἔπειτα ψήφησαν ἄρχοντα Ἁγία νὰ ἐξετάσει τὸν λέγαν Ἰουλιανὸν ὅλα νὰ ᾿ρθουν σὲ τάξη.

Ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν τὴν μάρτυρα ἐμπρός του ὁ νέος αὐτὸς ἄρχοντας εἴχενε τὸ σκοπό του.

Μὲ ὑποσχέσεις ἄρχισε ἀλλὰ καὶ μὲ φοβέρες διὰ νὰ τὸν φοβηθεῖ ἡ Ἁγία θυγατέρα.

Μὰ καὶ στὰ δυὸ δὲν εἴχενε καμίαν ἐπιτυχία ἡ Ἁγία δὲν τοῦ ἔδωσε καθόλου σημασία.

Διέταξε ὁ ἄρχοντας νὰ ἀνάψουνε καμίνι
νὰ βάλουνε τὴν μάρτυρα μέσα ἐκεῖ νὰ μείνει.

Σὰν ἄναψαν τὴν κάμινο τὴν Τρίτη τὴν ἡμέρα ἔβαλαν ἐκεῖ τὴν μάρτυρα Χριστίνα θυγατέρα.

- 101 -

Ἐσφάγισαν τὴν κάμινο ἀνάσα νὰ μὴν πάρει μὰ ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ μὲ τούς Ἀγγέλους ψάλλει
οἱ στρατιῶτες ποὺ φρουροῦν ἀκοῦνε ψαλμωδία.

Ἐπρόσταξε ὁ τύραννος τὴν ἕκτη τὴν ἡμέρα
νὰ βγάλουν ἀπ᾿ τὴν κάμινο Χριστίνα θυγατέρα.

Τὴν ἔβγαλε χαρούμενη στὸν τύραννο μπροστά του ὡσὰν νὰ ἦταν στὸ λουτρὸ ἀκούει πρόσταγμά του.

Τὴν ρώτησε ὁ ἄρχοντας ἐτότε τὴν Ἁγία ἐνόμιζε γιὰ νὰ σωθεῖ πώς ἔκανε μαγεία.

Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀπάντηση ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσει ἄν σὲ αὐτὸ ἀρνιότανε θὰ τῆνε θανατώσει.

Δέν σὲ φοβοῦμαι τύραννε τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία ὅσα μοῦ κάνεις βάσανα ἔχεις ἐλευθερία.

Οὐράνιον Πατέρα μου ἔχω γιὰ βοηθό μου
καὶ ὅταν μοῦ χρειάζεται πάντα εἶναι ἐμπρός μου.

Ἀνασταίνει νεκρό

Ὁ τύραννος νὰ τυραννεῖ θέλησε τὴν Ἁγία διέταξε τὸν φροντιστὴ ποὺ εἶχε στὰ θηρία.

Δυὸ φίδια φαρμακερὰ ποὺ λέγονται ἀσπίδες ὅταν τσιμπήσουν ἄνθρωπο δὲν ἔχει πιὰ ἐλπίδες.

Ἀκόμα καὶ ἔχιδνες φαρμακερὰ τὰ ἴδια
τὰ ἔφεραν τὰ ἔβαλαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Ἁγία.

Τὰ φίδια δὲν τὴν δάγκωσαν ἔδειξαν εὐσπλαχνία· ἔγλυφαν μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ πόδια τῆς Ἁγίας.

Τὰ φίδια ἐσκουπίζανε Ἁγίας τὸν ἱδρώτα
γιατὶ ἀγωνιζότανε γιὰ τὸν Χριστόν μας πρῶτα.

- 102 -

Ὁ τύραννος ἐμάλωνε τότε τὸν ὑπηρέτη
ὅτι δὲν ἔκανε καλά, δουλειά του ὅπως πρέπει.

Τότε εἶπε στὸν φύλακα φίδια νὰ ἐρεθίσει γιατὶ Ἁγία ἤθελε αὐτὸς νὰ ἐξαφανίσει.

Ἔπειτα πῆγε ὁ φύλακας φίδια νὰ ἐρεθίσει ὅλα τοῦ ἐπιτέθηκαν νεκρὸν τὸν εἶχαν ἀφήσει.

Τότε ἡ Ἁγία ἐπρόσταξε νὰ φύγουνε τὰ φίδια
νὰ μὴν πειράξουν ἄνθρωπο μέσα στὴν πολιτεία.

Κατόπιν πῆγε στὸν νεκρὸ εἶπε ἐν παρουσία στὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν ἔκανε ἱκεσία.

Ἀνέστησε καὶ τὸν νεκρὸ μεγαλοδύναμέ μου ἀκούσθη ἀπ᾿ τούς οὐρανούς τότε φωνὴ μεγάλη.

Χριστίνα ἐγὼ σὲ ἄκουσα ποὺ εἶμαι ὁ Θεός σου θὰ εἶμαι βοηθὸς διὰ τὸν ἑαυτόν σου.

Τότε ἐπῆγε στὸν νεκρὸν ἀμέσως ἡ Ἁγία
καὶ μὲ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐσφράγισε εὐθεία.

Εἰς τὸν νεκρὸν ἐμίλησε ποὺ ἦταν νεκρὸς στὸν τάφο καὶ ἀνεστήθη ζωντανὸς ἤπιε νερὸ δροσάτο.

Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ τὴν Ἁγία διότι τοῦ ἐχάρησε χαρὰ καὶ εὐτυχία.

- 103 -

Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΙΚΑ

Ἡ Μόνικα ἐγεννήθηκε στὴν Πόλη τὴν Ἀγάστη στὴν Νικομήδεια Ἀφρικῆς τὸ ἔτος 332 μ. Χριστοῦ.

Γονεῖς ἦταν χριστιανοὶ εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία ἐφρόντισαν καὶ ἀνέθρεψαν κόρη ἐν εὐσεβεία.

Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ἐδώσανε στὴν κόρη μὲ μία ὑπηρέτρια ποὺ εἶχαν γεροντοκόρη.

Ἡ ὑπηρέτρια αὐτὴ μὲ ἐνάρετο τὸν τρόπο
μὲ ἀγάπη διόρθωνε τὰ λάθη τῶν ἀνθρώπων.

Εἶχε καὶ αὐστηρότητα μαζὶ μὲ τὰ καλά της καὶ μὲ ἀγάπη ἔδειχνε τὴν αὐστηρότητά της.

Σὰν ἔτρωγαν τὸ φαγητὸ καὶ ἦταν χορτασμένοι τότε τούς ἀπαγόρευε νάν᾿ ξανακαθισμένοι.

Δέν ἐλυπήθη φαγητά, τὴ βρώση καὶ τὴν πόση τὴν λαιμαργία φρόντιζε νὰ τούς τὴν διακόψει.

Τῆς ἔδινε ἡ ὑπηρέτρια στὴν κόρη κάθε ἡμέρα χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ἀνώτερη ἀπὸ μητέρα.

Μὲ μέτρο θέλει τὰ παιδιὰ νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν νὰ τρῶνε νὰ χορταίνουνε μὰ λαίμαργοι μὴν γίνουν.

Ἔλεγε λόγια στὰ παιδιὰ ἡ ὑπηρέτριά της ἡ Μόνικα ἐνικήθηκε μὲ ἕνα ἐλάττωμά της.

Στὴν ἀποθήκη τοῦ κρασιοῦ τὴν στέλνουν οἱ γονεῖς της νὰ φέρει λίγο γιὰ νὰ ποιοῦν στὴν γειὰ τὴν ἰδική της.

Ἡ Μόνικα σὰν πήγαινε ἄνοιγε τὸ βαρέλι νὰ δοκιμάσει ἤθελε ἄν εἶν᾿ γλυκὸ σὰν μέλι.

Ὅταν τὸ ἐδοκίμαζε τῆς ἄρεσε λιγάκι κατόπιν περισσότερον βάζει στὸ ποτηράκι.

- 104 -

Τῆς ἄρεσε ὅμως τὸ κρασὶ μὲ ἀπερισκεψία ἔφυγε ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὴ δοκιμασία.

Μὰ ἔγινε συνήθεια ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ποτήρια τότε ὁλόκληρα κρασὶ τὰ εἶχε πίνει.

Ἡ κόρη δὲν ἐμπόρεσε νὰ κόψει ἐλάττωμά της μιὰ μέρα ἑλογόφερε μὲ ὑπηρέτριά της.

Τῆς μίλησε ἡ ὑπηρέτρια ἐμάλωσε καὶ ἐκείνη καὶ ἔλαβε τὴν ἀπάντηση μέθυσος εἶχε γίνει.

Τῆς ἄρεσε τῆς Μόνικας ὁ ἔλεγχος ποὺ ᾿χε γίνει δὲν ξαναήπιε πιὰ κρασὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἐγύρισε ἡ Μόνικα μὲ τὸ Χριστὸ μαζί της μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνέχισε ζωή της.

Τὴν διάβαζε προσεκτικὰ ἔβαλε δυνατά της
νὰ ἐφαρμόζει στὸ βίο της τὰ κατορθώματά της.

Ἡ Μόνικα εἰς τὸ ἑξῆς εἶχε ἐπιθυμία ἄνδρα νὰ εὕρει ἀγαθὸν νὰ ἔχει συζυγίαν.

Νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεὸς κατόπιν καὶ παιδία
νὰ τὰ ἀφιέρωνε μὲ τὸ Χριστὸ ὅλα στὴν ἐκκλησία.

Ὁ πόθος ἤτανε δυνατός· ἔκανε προσευχή της παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ ἀκούσει δέησή της.

Προσεύχονταν νὰ πληθυνθούν Εὐαγγελίου ἐργάτες νὰ γίνουν ὅλοι χριστιανοὶ ὄχι εἰδωλολάτρες.

- 105 -

Κεφάλαιο Β΄

Ἡ κόρη ὅταν ἔφτασε σὲ νόμιμη ἡλικία
οἱ γονεῖς της ἀπεφάσισαν διὰ τὴν ὑπανδρεία.

Εὑρῆκαν ἕνα νεαρὸν ἦταν ἀριστοκράτης· Πατρίκιον τὸν ἔλεγαν ἦταν εἰδωλολάτρης.

Ἡ Μόνικα εἰς τὸν Θεὸν τότε εἶχε ἐλπίσει
πώς χριστιανὸ ἀπ᾿ τὰ εἴδωλα πίστεψε νὰ γυρίσει.

Καὶ ὅπως πρῶτα στὸν Χριστὸν ἡ Μόνικα ἐζοῦσε ἔκανε τὸ καθῆκον της καὶ ἐξακολουθοῦσε.

Μελέτη Ἁγίας Γραφῆς, ἀγάπη, εὐσπλαχνία ἀλλὰ καὶ κάθε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησία.

Καὶ πάντα ὑποτάσσονταν καὶ εἰς τὸν σύζυγό της νὰ γίνει χριστιανὸς καὶ αὐτὸς εἶν᾿ ἱερὸς σκοπὸς της.

Ἡ Μόνικα στὸν ἄνδρα της ἔπρεπε νὰ παλέψει εἶχε δύο ἐλαττώματα γιὰ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει.

Το ἕνα του ἐλάττωμα ἤτανε ἀσωτία·
μὰ εἶχε καὶ ἕνα δεύτερον ποὺ ᾿ναι ἡ ὀξυθυμία.

Πολλές φορές ξεμυάλιζαν Μόνικας σύντροφό της καὶ τότε μόνη ἔμεινε στὸ σπίτι τὸ δικό της.

Γυναῖκες ἐξεμυάλιζαν τῆς Μόνικας τὸ ταίρι
τὸν παίρνανε καὶ φεύγανε ἀλλοῦ σὲ ἄλλα μέρη.

Ἡ Μόνικα στὴν ὄψιν τῆς ἦταν πολὺ ὡραία ἀλλὰ οἱ γυναῖκες οἱ κακές τὸν ἤθελαν παρέα.

Σὰν ἔφευγε ὁ ἄνδρα της τότε ἀπὸ κοντά της ἡ Μόνικα ἐσκούπιζε ὅλα τὰ δάκρυά της.

Στεναχωρεῖτο ἡ Μόνικα ἐτότε στὴν οἰκία
ποὺ ὁ ἄνδρας τῆς ἐκυλίετο μές στὴν ἀκολασία.

- 106 -

Τὶ ἔκανε νομίζετε γιὰ νὰ τὸν διορθώσει; οὔτε ἔβριζε, οὔτε φώναζε, φιλονικίες ὄχι.

Ἐξακολουθεῖ πάντοτε νὰ φέρνει τὴν ἀγάπη καὶ ἔσβηνε μὲ τρόπο της τοῦ ἄνδρα τὴν ἀπάτη.

Τῆς Μόνικας τῆς ἄναψαν στὸ σπίτι της καμίνι αὐτὴ μ᾿ ἀγάπη ἀντὶ νερὸ τὴ φλόγα ἐκείνη σβήνει.

Τὸν σύζυγον δὲν ἔβριζε γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε δὲν τοῦ ἐκράταγε θυμὸ ὅταν τὸν συναντοῦσε.

Εἶχε ἀνάψει μιὰ φωτιὰ ἔπρεπε νὰ τὴν σβήσει
καὶ τοῦ ἀνδρὸς παράπτωμα αὐτὴ νὰ συγχωρήσει.

Καὶ μὲ τὸν τρόπο τὸν καλὸ ἤθελε νὰ ἐκλύσει, διότι ἄν τὸν ἀγρίευε σπίτι θὰ διαλύσει.

Καὶ ὁ ἄνδρας της ποὺ ἔβλεπε γυνής του φρονιμάδα ξένες γυναῖκες ἐσκέφτηκε πώς φέρνανε ζαλάδα.

Ἡ Μόνικα ἐνίκησε μὲ πίστην ἰδικήν της ἔφερε σπίτι ἄνδρα της μὲ τὴν ὑπομονή της.

Καὶ ἐσταμάτησε ἐκεῖ αὐτὴ ἡ ἱστορία οὔτε καυγάδες ἔκαναν οὔτε λογομαχία.

Μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ποὺ στὸν Θεὸν ἐζήτει ξανάφερε ἡ Μόνικα τὸν ἄνδρα της στὸ σπίτι.

Δέν ἔχασε τὸ θάρρος της ἔκανε προσευχή της καὶ εὐτυχισμένος ἔζησε ὁ ἄνδρας της μαζί της.

Ὁ σύζυγος τῆς Μόνικας εἶχε ὀξυθυμία ἀκόμα ψύλλου πήδημα ἐνόμιζε ζημία.

Γιὰ πράγματα παραμικρὰ τὴν σύντροφό του βρίζει στὰ μάτια ὑπηρετριῶν φωνάζει καὶ στριγκλίζει.

Ὁ Αὐγουστίνος ὁ Ἅγιος γράφει γιὰ τὴν μητέρα μὲ ποιὸν τρόπο ἐφέρετο δικό της στὸν πατέρα.

- 107 -

Τὴν μάλωνε ὁ πατέρας του αὐτὴ δὲν τοῦ μιλοῦσε μὲ τρόπο πάντα ἤρεμο θυμό του σταματοῦσε.

Ἡ Μόνικα εἰρηνοποιός

Γειτόνισσες τῆς Μόνικας ποὺ εἴχανε μαλώσει ἐπήγαινε ἡ Μόνικα νὰ τὶς συμφιλιώσει.

Τούς ἔλεγε πώς ὁ Θεὸς μισεῖ μνησικακία πρέπει νὰ συμφιλιωθοῦν νὰ ζοῦνε μὲ ἠρεμία.

Αὐτὰ εἶπε γιὰ μητέρα του ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος Ἁγία ἡ μητέρα του ἁγίασε καὶ ἐκεῖνος.

Ἡ Μόνικα ἦταν ἀτυχής καὶ εἰς τὴν πεθερά της γιατὶ ἤτανε ἰδιότροπη εἶχε ἐλαττώματά της.

Ἡ Μόνικα ἐπάλευε τότε μὲ δυὸ θηρία
μὲ ἀσυμπάθεια πεθεράς καὶ γιὰ ἀκολασία.

Ἡ Μόνικα μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ τὶς προσευχές της ἐπέτυχε καὶ ἡρέμησε κάπως τὴν πεθεράν της.

Ἐπιστροφὴ συζύγου της

Ὁ σύζυγος της χρόνια πολλὰ εἰς τὴν ἀκολασία δέκα καὶ πέντε ἔτη ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία.

Ἐπέστρεψε ὁ σύζυγος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἔλειπε ἀπὸ τὴ σύζυγο μιὰ δεκαπενταετία.

Ἐπίστεψε εἰς τὸν Θεὸν καὶ τότε ἐβαπτίσθη
λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.

Ἐχάρηκε ἡ Μόνικα σὰν χριστιανὴ μητέρα ποὺ ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

- 108 -

Χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐπῆρε ἡ καρδιά της
ποὺ ἐβαπτίσθη ὁ ἄνδρας της στὴν πίστη τὴ δικιά της.

Μεταξὺ τῶν τριῶν τέκνων ποὺ ἄφησε ὁ Πατρίκιος
στὴν Μόνικα ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὰ τρία λεγόταν Αὐγουστίνος.

Ἦταν δεκαπενταετής τότε ὁ Αὐγουστίνος
ποὺ πέθανε ὁ πατέρας του κι ἦν ὀρφανὸς ἐκεῖνος.

Ἐδῶ γράφει ὁ βίος του τὰ προτερήματά του θέληση εἶχε ἰσχυρά, σοφία στὰ μυαλά του.

Ἡ μητέρα του ἡ Μόνικα ἀπὸ μικρὰ ἡλικία
τοῦ ἔμαθε γράμματα ἱερὰ διὰ Χριστοῦ θρησκεία.

Ὁ ἴδιος γράφει σὰν παιδὶ πώς πέρασε ἡλικία στὶς ἐξομολογήσεις του μὲ ἄλλα τὰ παιδία.

Γράφει ὅταν ἤτανε παιδὶ τὰ ἐλαττώματά του κάνει ἐξομολόγηση νὰ γιάνει τὴν καρδιά του.

Ἦταν 19 ἐτῶν ἤθελε νὰ σπουδάσει
στὴν Καρχηδόνα ἔπρεπε τότε γιὰ νὰ φθάσει.

Ἄδεια τότε τὸ παιδὶ παίρνει ἀπ᾿ τὴ μητέρα
μὲ φόβο τοῦ ἐπέτρεψε νὰ φύγει ἀπὸ ᾿κεῖ πέρα.

Στὴν μεγαλούπολη αὐτὴ ὑπήρχε ἀκολασία αἰχμάλωτος ἐπιάστηκε μικρὸς στὴν ἡλικία.

Τὸν θλιβερὸν κατήφορον σὰν ἔμαθε ἡ μητέρα στὴν Καρχηδόνα ἔτρεξε νὰ δεῖ τὸν γιὸ ἐκεῖ πέρα.

Συμβούλεψε μὲ μητρικὰ λόγια τὸν Αὐγουστίνο καὶ τῆς καρδιᾶς της δάκρυα ἐνίκησαν ἐκεῖνο.

Ὁ Αὐγουστίνος ἔπειτα εἶπε ἐν συντομία ὅτι θὰ ἀφήσει τάχιστα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία.

Ὅμως δὲν ἀπελπίζεται Μόνικα θυγατέρα ὁ παντοδύναμος Θεὸς στέκεται παραπέρα.

- 109 -

Διδάχθηκε ἀπὸ πεθερὰ καὶ ἀπὸ σύζυγό της
καὶ προσπαθεῖ δρόμο Θεοῦ νὰ φέρει τὸν υἱόν της τὰ μάτια της κοκκίνησαν ἀπὸ τὰ δάκρυά της.

Πώς κλαίει καὶ προσεύχεται τὴ βλέπει ὁ Αὐγουστίνος στεναχωριέται καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος εἶν᾿ καὶ ἐκεῖνος.

Ἡ ἁμαρτία ἔβλεπε τὸν εἴχενε σκοτίσει
μητέρα τὸν παρακαλεῖ ἄλλη δουλειὰ ν᾿ ἀρχίσει.

Μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφής ἀμέσως νὰ ἀρχίσει ὁ Αὐγουστίνος ἐδιάβαζε νὰ τὴν εὐχαριστήσει.

Ταξίδι στὴ Ρώμη

Ὁ Αὐγουστίνος θέλησε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη νὰ ἀποκτήσει θέλησε λίγες σπουδές ἀκόμη.

Ἡ μάνα του τὸ ἔμαθε, ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε καὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτα νὰ τὴν παρηγοροῦσε.
Ἀφήνομεν τὸν Ἅγιον νὰ πεῖ διηγήσή του. Ἤμουνα βαριὰ ἄρρωστος ποὺ ἔφθασα στὴ Ρώμη
ἐβάρυνε ἡ ἀρρώστια μου θὰ πέθαινα ἀκόμη.

Ἀπὸ τὰ ἀνομήματα ποὺ εἶχα διαπράξει
στὴν κόλαση θὰ πήγαινα δὲν ἤμουνα ἐν τάξει.

Ἡ μητέρα μου δὲν ἤξερε τότε τὶ εἶχε γίνει
μὰ δι᾿ ἐμὲ στὸ σπίτι της προσεύχονταν ἐκείνη.

Ἡ ἐπίμονος μητρικὴ στοργή

Ἔμαθε ἡ μητέρα του τότε γιὰ τὸν υἱόν της
πώς στὸ Μιλάνο βρίσκεται τότε ὁ μοναχογιὸς της.

- 110 -

Κατέβηκε στὴ θάλασσα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι
καὶ στὸ Μιλάνο ἡ μάνα του Μόνικα ἐπροχώρει.

Προσεύχεται ἡ Μόνικα θάλασσα γαληνεύει καὶ στὸ λιμάνι ἥσυχο τὸ πλοῖο ταξιδεύει.

Ἡ Μόνικα συνάντησε καὶ πάλι τὸν υἱόν της εἰς τὸ Μιλάνο ἔφθασε ἦταν ὁ γιὸς ἐμπρὸς της.

Εἰς τὸ Μιλάνο γνώρισε ἐκεῖ ἀρχιερέα μητροπολίτην Ἀμβρόσιον ἐπέρασε ὡραία.

Μιὰ μέρα ἐκαθόμουνα γράφει ὁ Αὐγουστίνος δίπλα μου ἀκούω μιὰ φωνὴ τὴν ἔγραψε ἐκεῖνος.

«Λάβε ἐσὺ ἀνάγνωσε τὸ Εὐαγγέλιόν μου»
τοῦ φίλου μου Ὀλύμπιου ποὺ ἦταν στὸ πλευρό μου.

Ὄχι μὲ ἄσεμνα συμπόσια καὶ μὲ μέθας
οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοτυπίες ἀλλὰ φορέσετε ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν
καὶ μὴν φροντίζετε διὰ τὴν σάρκα πῶς νὰ ἱκανοποιεῖτε τάς παρανόμους ἐπιθυμίας αὐτῆς.
Τὰ Ἱερὰ Θεία ταῦτα λόγια ἄρχισαν νὰ τοῦ δίνουν δύναμη γιὰ τὸν Χριστὸ οἱ δεσμοὶ τῆς ἁμαρτίας ἀποκόπτονται
καὶ ἡ καρδία τοῦ Αὐγουστίνου ἀρχίζει νὰ ἐλευθεροῦται τώρα ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων
ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ἀκολασία εἶναι τυραννία τοῦ ἔσχάτου εἴδους. Ἐπείσθη ἐκ τῆς πείρας ὅτι
ὁ ἄνθρωπος παρασυρόμενος εἰς τάς ἁμαρτωλάς ἀπολαύσεις μεταβάλλεται σὲ κτήνος.

Διαβάζοντας Ἱερὰ Γραφὴ τότε ὁ Αὐγουστίνος τὴν πορεία τότε τῆς ζωῆς του ἄλλαξε ἐκεῖνος.

Ἀφοῦ τούς ἀποστράφηκε φίλους καὶ ἁμαρτία
νὰ βαπτισθεῖ καὶ χριστιανὸς νὰ γίνει κατ᾿ εὐθεία.

- 111 -

Τὴν πράξη αὐτὴ τὴν Ἱερὰ τὴν εἶπε στὴ μητέρα
θὰ βαπτισθεῖ καὶ χριστιανὸς θάν᾿ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα.

Τ᾿ ἄκουσε ἡ μητέρα τοῦ ἦν ἐνθουσιασμένη
καὶ προσευχή της στὸν Θεὸν τότε ἀπ᾿ εὐθείας στέλνει.

Τὰ δάκρυα κι οἱ στεναγμοὶ τῆς Μόνικας μητέρας ἔφεραν τότε στὸν Χριστὸν υἱὸν τὴν ἴδια μέρα
ἡμέρα ἐπιστροφῆς του στὸν Χριστὸν ἦταν 24 Ἀπριλίου 387.

Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς Μόνικας

Ἔμεινε ἀπερίγραπτος Μόνικας ἡ χαρά της
υἱὸς της ποὺ ἐβαπτίστηκε στὴν πίστη τὴ δικιά της.

Οἱ δυὸ δοξάζουν τὸν Θεὸν ἀναζητοῦν ἀκόμη νὰ πᾶνε στὴν πατρίδα τους ποὺ ἤτανε ἡ Ρώμη.

Ἡ Μόνικα ὅμως ἀρρώστησε τὸ τέλος της πλησιάζει; ἐκάλεσε τότε τὸν γυιὸ ἡ μάνα ἐκεῖ πέρα
καὶ στὴν καρδιά του μίλησε ἡ Μόνικα μητέρα.

Ἐζήτησα ἀπὸ τὸ Θεὸν διὰ ἐπιστροφή σου
δοξάζω καὶ τὸν προσκυνῶ στὸ τέλος εἶμαι μαζί του.

Ἐζήτησα χριστιανὸ νὰ σὲ δῶ καὶ νὰ πεθάνω τώρα ποὺ ἐβαπτίστηκες τὶ θέλω παραπάνω;

Ἡ Μόνικα ἐβάρυνε ἔφερε ἀδελφό του,
ὁ Αὐγουστίνος νὰ σταθεῖ αὐτὸς εἰς τὸ πλευρό του.

Ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ Ἅγιος υἱός, ἡ Μόνικα τούς βλέπει καὶ παραγγέλνει στὰ παιδιά, λέγει αὐτὰ ποὺ πρέπει.

Τὸ τέλος μου ἔφθασε παιδιὰ τούς λέγει ἡ μητέρα καὶ θὰ ἐνταφιάσετε τὸ σῶμα μου ἐδῶ πέρα.

Ὡσὰν μαχαίρι δίστομον τὰ ἄκουσε ἐκεῖνος
τὰ λόγια τῆς μητέρας του ὁ μέγας Αὐγουστίνος.

- 112 -

Συνέχισε τὸν διάλογο ἡ Μόνικα ἀκόμα ἐμίλησε τότε ξανὰ προτοῦ νὰ μπεῖ στὸ χῶμα.

Μὴν ἔχετε τὴ μέριμνα ποῦ θὰ ταφεῖ τὸ σῶμα ἡ Μόνικα μία αἴτηση τούς ζήτησε ἀκόμα.

Τὸ σῶμα της τούς ἔλεγε ὅπου θέλουν νὰ θάψουν μόνο μία παραγγελιά της εἶπε νὰ μὴν ξεχάσουν.

Ὅπου στὴ γῆ εὑρίσκεσθε θέλω νὰ θυμηθεῖτε
καὶ στὸν Πανάγαθον Θεὸν δι᾿ ἐμὲ προσευχηθεῖτε.

Καὶ νὰ μὲ μνημονεύετε στὴ Θεία Λειτουργία νὰ σᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς σ᾿ ἀμφότερους ὑγεία.

Παρόντες ἦταν καὶ ἐκεῖ φίλοι τοῦ Αὐγουστίνου ἡ Μόνικα διάφορα εἶπε καὶ γιὰ ἐκείνους.

Εἶπε γιὰ ματαιότητα ζωῆς τῆς ἐπιγείας κατόπιν ὅμως ἐπρόσθεσε καὶ τῆς ἐπουρανίας.

Τῆς εἶπαν γιὰ τὸ σῶμα της δὲν τήνε πιάνει θλίψη μακρὰν ἀπ᾿ τὴν πατρίδα της νὰ τὸ ἐγκαταλείψει;

Ἐτότε στούς ἀκροατάς τούς εἶχε ἀπαντήσει γιατὶ ὁ Θεὸς τὴν Μόνικα τὴν εἴχενε φωτίσει.

Τὰ πάντα ξεύρει ὁ Θεὸς θὰ μᾶς διαφωτίσει
στὴ Δευτέρα Παρουσία του ὅταν θὰ κάνει κρίση.

387 μ.Χ. ἦταν χρονολογία
ἡ Μόνικα ποὺ ἀπέθανε 56 χρονῶν στὴν ἡλικία.

Καὶ λίγα λόγια ἀπὸ δυὸ υἱούς γράφει ὁ Αὐγουστίνος ποὺ ἦταν στὴν κηδεία της τὴν ἔθαψεν ἐκεῖνος.

Τούς ὀφθαλμούς της ἔκλεισα, βαθύτατη ὀδύνη εἶχα εἰς τὴν καρδίαν μου εὐθύς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ὅταν ἐζοῦσε εἰς τὴ γῆ ἡ Μόνικα μητέρα
τὰ μάτια της ἐκλαίγανε γιὰ μένα νύκτα μέρα.

- 113 -

Μὲ δάκρυα κατόρθωσε νὰ σώσει τὸν υἱόν της καὶ ἐλυπήθηκε ὁ Θεὸς τὸ τέκνο τὸ δικό της.

Στὴν ἐποχή της ἡ Μόνικα ἤτανε ἡρωίδα διότι μόνο στὸν Θεὸν εἶχε αὐτὴ ἐλπίδα.

Ἀκόλαστο εἶχε σύζυγο καὶ ὀξύθυμο ἐπίσης καὶ υἱὸν δεκαεπτάχρονο ἄσωτο καὶ ἀλήτη.

Ἡ Μόνικα ἀπ᾿ τὸν Θεὸν θὰ πάρει τὸν μισθό της γιατὶ ἐπλήρωσε στὴ γῆ κάθε προορισμό της.

Ἐφάνηκε σὰν ἥρωας γιὰ χάρη τοῦ ἀνδρὸς της καὶ ἀπ᾿ τὶς παρέες τὶς κακές ἔσωσε τὸν υἱόν της.

Διόρθωσε ὑπηρέτριες τρεῖς ἀλλὰ καὶ πεθερά της πάντα μὲ φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε στὴν καρδιά της.

Ὅλοι οἱ κόποι ποὺ ἔκανε τώρα εἶναι ξεχασμένοι ψυχή της εἰς τὸν οὐρανὸν εἶναι εὐτυχισμένη.

Τὸ γυιό της ξεμυαλίζανε κανένα δὲν ὑβρίζει κάνει μονάχα προσευχὴ καὶ στὸν Θεὸν ἐλπίζει.

Γιὰ τὸν υἱὸν προσεύχεται πάντα ἐν συνεχεία καὶ ὅταν 30 ἔτη ἄνδρας πιὰ ἦταν στὴν ἡλικία σὲ κάθε βῆμα ἔτρεχαν πάντα τὰ δάκρυά της.

Ἦταν 33 ἐτῶν τότε ὁ Αὐγουστίνος
εἰς τὸν Χριστὸν τελειωτικὰ ἐπέστρεψε ἐκεῖνος.

Ὁριστικῶς σταμάτησε τότε τὴν ἁμαρτία
καὶ ἀφοσιώθη ὁλότελα εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ σπάνιας ἀρετάς του τὸν ἔκανε ἐπίσκοπον εἰς τὸ ἀξίωμά του.

Ἀκόμα ἡ ἐκκλησία μας πρὸς μνήμη ἰδική του 15 μηνὸς Ἰούνιου εἶναι ἡ ἑορτή του.

- 114 -

Εἶναι πολὺ διδακτικὸς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου
νὰ πάρουμε παράδειγμα τοῦ ἰδικοῦ μας βίου.

Ἐὰν ἀπὸ τὸν σύζυγον γυναίκα ὑποφέρεις μελέτησε βίον Μόνικας νὰ μάθεις καὶ νὰ ξέρεις.

Τότε θὰ παρηγορηθείς μὰ καὶ θὰ διορθώσεις τὸν σύζυγο τὸν ἄσωτο σὰν Μόνικα θὰ σώσεις.

Ἀν σὰν μητέρα δὲν ἀκοῦν παιδιὰ τὴ συμβουλή σου νὰ σκέπτεσαι τὴ Μόνικα· τὴν προσευχὴ θυμήσου.

Ἡ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν ποὺ μιὰ φορὰ θὰ γένει θὰ τὴν ἀκούσει ὁ Ὕψιστος αἰώνια θὰ μένει.

Εἶναι πατέρας στοργικὸς Πανάγιος Θεός μας σβήνει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θέλει τὸ καλό μας.

Γράφει πολλὰ διδάγματα ὁ βιὸς τοῦ Ἁγίου
νὰ μιμηθοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου.

Ὅλοι ἤμαστε ἁμαρτωλοὶ ὡς λέγει ἡ ἐκκλησία
τ᾿ ἀνθρώπου ἡλικία του ἔστω κι ἄν μέρα εἶναι μία.

Ὁ Θεὸς εἶν᾿ ἀναμάρτητος μισεῖ τὴν ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπον τὸν ἔπλασε νὰ ζεῖ στὴν εὐτυχία οἱ βίοι τῶν Ἁγίων μας γράφουν ἐν συνεχεία.

Τὸν βίον ὅσοι διαβάζουνε τ᾿ Ἁγίου Αὐγουστίνου νὰ πάρουνε παράδειγμα ἐπιστροφῆς ἐκείνου.

Ὅπως ὁ ἄπιστος υἱὸς στράφηκε στὸν πατέρα
καὶ ὁ Αὐγουστίνος ἀργότερα αὐτὸ ἔκανε μιὰ μέρα.

Δάκρυα τῆς μητέρας του ἡ μητρική της θλίψη ὁ οὐράνιος Πατέρας μας τὴν εἶχε ἀνταμείψει.

Θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ δὲν θέλει ὁ πατέρας ζητᾶ ἀπὸ τὴν πτώση του μετάνοια μιὰ μέρα.

- 115 -

Αὐτὸ καὶ εἰς τὸν ἄσωτον ἐποίησε υἱόν του ποὺ ἦταν βασιλόπουλο μέσα στὸ σπιτικό του.

Σὲ εὐχαριστοῦμε Κύριε γιὰ τὴν φιλανθρωπία ποὺ συγχωρεῖς ἀπ᾿ ὅλους μας τὴν κάθε ἁμαρτία.

Σὺ φώτιζέ μας Κύριε πολὺ παρακαλοῦμε
καὶ εἰς τὴν Βασιλεία Σου ὅλοι νὰ ἀξιωθοῦμε.

Πρεσβεῖες τῆς μητέρα σου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων δῶσε μας την μετάνοια εἰς τὸν παρόντα βίον.

- 116 -

Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ

Γεννήθηκε στὴν Αἴγινα τὸ ἔτος 806 μ.Χ. πατέρας του ὁ Στέφανος μητέρα Εὐφροσύνη.

Πέντε παιδιὰ ἦταν Λουκᾶ ἡ οἰκογένειά του
ὁ ἀδελφός του Στέφανος καὶ ἡ ἀδελφὴ Καλή, ἔγινε μοναχή.

Ὁ Λουκᾶς ἦταν ἀγράμματος δὲν πῆγε σὲ σχολεία δὲν ἔτρεχε δὲν ἔπαιζε σὰν ὅλα τὰ παιδία.

Ἀπὸ μικρὸς ἐγκράτεια Λουκᾶς ἀναζητοῦσε ἀλλὰ καὶ λιπαρές τροφές δὲν τὶς ἐπιθυμοῦσε.

Κρέας δὲν ἔτρωγε ποτὲ τυρί, αὐγὰ οὔτε γάλα ἦταν σὲ ὅλα ἐγκρατής μικρὸ παιδὶ σὰν τ᾿ἄλλα.

Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἔκανε τὴ νηστεία σὰν ἔδυε ὁ ἥλιος τάιζε τὴν κοιλία.

Δέν τὸν ἐδίδαξε κανείς νὰ κάνει τὴν νηστεία μόνος του ἐκανόνιζε σὲ παιδικὴ ἡλικία.

Σὰν ἐμαγείρευαν οἱ γονεῖς ἤ κρέας εἴτε ψάρι
τότε ὁ Λουκᾶς δὲν ἔτρωγε οὔτε μυρωδιὰ εἶχε πάρει.

Βοήθαγε καὶ τούς γονεῖς καὶ ἔβοσκε τὰ ζῶα νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουνε νὰ εἶναι ὅλα σώα.

Βοηθοῦσε τούς πτωχούς

Μὲ ὅλες του τὶς ἀρετές ποὺ εἶχε καλοσύνη
τοῦ ἄρεσε εἰς τούς πτωχούς νὰ δίνει ἐλεημοσύνη.

Στὰ κτήματα στὴν ἐξοχὴ ἄρχισε νὰ πηγαίνει
καὶ ὅταν ἄνθρωποι πέρναγαν ἐμπρός του πεινασμένοι τούς δίνει δικό του φαγητὸ νὰ εἶναι χορτασμένοι.

- 117 -

Ὅμως τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ ἐνδύματά του
εἰς τὸν γυμνὸν πάντα ἔδινε τὰ ροῦχα τὰ δικά του.

Τὸν ἔβλεπαν στὸ σπίτι του γυμνὸν οἱ συγγενεῖς του τίποτα δὲν τὸν ἔνοιαζε ποὺ γκρίνιαζαν μαζί του.

Ἀκόμα καὶ ὁ πατέρας του γυμνὸ τόνε θωροῦσε καὶ πότε, πότε τὸν Λουκᾶ τὸν ἐξυλοκοποῦσε.

Πολλές φορές τὸν ἀφήνουν Λουκᾶ στὴν γυμνωσύνη ὅλα αὐτὰ ὑπέφερε ἀφοῦ εἶχε δείξει καλοσύνη.

Ἐλεημοσύνη καὶ προσευχή

Ὅταν ἐπήγαινε στούς ἀγρούς καρπούς γιὰ νὰ τούς σπείρει σκεπτόταν πάντα τούς πτωχούς ποὺ ἤτανε τριγύρω.

Τούς ἔδινε τὸ μισὸ καρπὸ μισὸ καὶ στὸ χωράφι εἶχε εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγέμιζε τὸ ράφι.

Λίγος καιρὸς ἐπέρασε ὁ πατέρας του πεθαίνει μὲ τὴν μητέρα κι ἀδελφὸ ὅσιος τότε μένει.

Τότε ὁ Λούκας παράτησε τῶν ζώων τὴν φροντίδα καὶ στὸν Θεὸν ἀνέθεσε ὅλη του τὴν ἐλπίδα.

Ὁ Λουκᾶς μετὰ τὴν κοίμηση σὰν εἶδε στὸν πατέρα ἐπλήθυνε τὶς προσευχές ἐτότε νύκτα μέρα.

Ἡ μητέρα παρακολουθεῖ τὴν προσευχὴ υἱοῦ της κανόνα διὰ νὰ πεισθεῖ βαίζει στὸν ἑαυτόν της.

Ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε κρύφτηκε νὰ τὸν βλέπει τότε παρακολούθησε καὶ εἶδε αὐτὰ ποὺ πρέπει.

Ὁ γιὸς της προσευχότανε μὲ νοῦ συγκεντρωμένο στὴ γῆ πατούν πόδια του, σῶμα ἀνεβασμένο.

- 118 -

Σὰν εἶδε ἡ μητέρα του στὸν υἱόν της τέτοιο θαῦμα κατάλαβε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ πώς εἶν᾿ αὐτὸ τὸ πράγμα.

Στὴ φυλακή

Ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του πάει στὸ μοναστήρι θέλει νὰ γίνει μοναχὸς ποὺ πᾶνε καλογῆροι.

Στὸ δρόμο τὸν σταμάτησαν ποὺ πήγαινε πορεία ἀμέσως τὸν ὁδήγησαν εἰς τὴν ἀστυνομία.

Ἐνόμισαν πώς ἤτανε ὁ ὅσιος ἀλήτης
καὶ ὅτι τοῦ ἀφεντικοῦ ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ σπίτι.

Τὸν ἐρωτοῦν στὴ φυλακὴ ποιὸ εἶν᾿ ἀφεντικό του δοῦλος Θεοῦ εἶμαι ἐγὼ ἔλεγε ἑαυτόν του.

Θέλει νὰ γίνει μοναχὸς καὶ τώρα ὑποφέρει ὅμως τοῦ φέρνει ἐμπόδια ὁ διάβολος, τὸ ξέρει.

Παρακαλεῖ ὁ ὅσιος Θεὸν στὴν προσευχή του
θέλει νὰ γίνει μοναχὸς ὁ Χριστὸς νὰ ᾿ναι μαζί του.

Τὴν προσευχή του ἄκουσε τότε ὁ Θεὸς ἀκόμη δυὸ μοναχοὶ στὸ σπίτι του πῆγαν ἀπὸ τὴ Ρώμη.

Τότε τούς παρακάλεσε νὰ τὸν δεχθοῦν ἐκεῖνοι γιατὶ ἤθελε ἀπὸ μικρὸς καλόγερος νὰ γίνει.

Ἐκεῖνοι δὲν ἐδέχθησαν αὐτὴ τὴν συμφωνία διότι ἦταν ὁ Λουκᾶς μικρὸς στὴν ἡλικία.

Ἀντίρρηση ἡ μητέρα του θὰ ἔφερνε ἡ ἰδία καὶ θὰ ᾿χε ξεμπερδέματα μὲ τὴν ἀστυνομία.

Σὰν ξένος ὅμως ἔφυγε τότε ἀπ᾿ τὸ χωριό του
καὶ στὴν Ἀθήνα πήγαινε τὸν εἶχαν σύντροφό του.

- 119 -

Στῆς Θεοτόκου τὸ ὄνομα ἦν ἕνα μοναστήρι ἐκεῖ ἐπροσευχήθηκαν μαζὶ μὲ καλογῆροι.

Ἔδωσαν στὸν ἡγούμενο Λουκᾶ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν θέλει μοναχὸς νὰ γίνει.

Οἱ δυὸ ποὺ τὸν συνόδεψαν βρῆκαν κι ἄλλους ἀνθρώπους πῆγαν νὰ προσκυνήσουνε εἰς τούς Ἁγίους τόπους.

Ὁ ἡγούμενος ἐρώτησε Λουκᾶ γιὰ τούς γονεῖς του ἀπάντηση δὲν ἔδωσε εἰς τὴν ἐρώτησή του.

Εἶδε ὅμως ἀφοσίωση καὶ ἐπιμέλειά του
καὶ μοναχὸ τὸν ἔντυσε στὴν ἀδελφότητά του.

Ἡ μητέρα του ὑποφέρει γιὰ τὴ στέρησή του

Μὰ ἡ μητέρα τοῦ Λουκᾶ ἦταν ἐτότε χήρα
καὶ τοῦ παιδιοῦ της στέρηση ἔκλαιγε ἡ κακομοίρα.

Παραπονιόταν στὸν Θεὸν ποὺ ἄνδρα της εἶχε πάρει καὶ τώρα ἀπὸ τὸ σπίτι της φεύγει τὸ παλικάρι.

Ἡ μητέρα δὲν κλαίει τὸ παιδὶ ποὺ πῆρε Θεοῦ δρόμο ποὺ λείπει ἀπὸ τὸ σπίτι της αὐτὸ καὶ κλαίει μόνο.

Θέλει νὰ βλέπει τὸ παιδὶ νὰ ᾿ναι πάντα μπροστά της
γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγει στὸν Θεὸν σὲ ὅλες τὶς προσευχάς της.

Ὡσὰν μητέρα στοργικὴ ποὺ ἀγαπᾶ παιδί της
μὲ πίστη καὶ μὲ σεβασμὸ κάνει τὴν προσευχή της γιὰ νὰ ἀκούσει ὁ Θεὸς θερμὴ τὴν δέησή της.

Μὲ προσευχὴ ποὺ ἔκανε Ἁγίου ἡ μητέρα στὸν ὕπνο τοῦ ἡγούμενου ἐφάνη μιὰ ἡμέρα.

Παραπονιόταν πώς παιδὶ τὴν εἴχενε ἀφήσει δὲν ἔπρεπε ὁ ἡγούμενος ἐκεῖ νὰ τὸ κρατήσει.

- 120 -

2-3 φορές στὸν ὕπνο του παράπονά της βλέπει ἔπρεπε ὁ ἡγούμενος νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ πρέπει.

Ὅταν λοιπὸν ξημέρωσε εἰς τῆς μονῆς τὸν τόπο καλεῖ Λουκᾶ καὶ ὁμιλεῖ δίχως ἄλλων ἀνθρώπων.

Τότε μὲ αὐστηρότητα ὁ ἡγούμενος μιλάει
τὰ λάθη ποὺ ἔκανε ὁ Λουκᾶς ἐτότε ἐρωτάει.

Ὅταν πρωτόλθες στὴν μονὴ εὐθύς τὴν ἴδια μέρα γιατὶ δὲν μοῦ τὸ ἔλεγες πώς εἶχες καὶ μητέρα.

Ἔλαβες σχῆμα μοναχοῦ καὶ εἶχες ὑποκρισία νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μονὴ γιατὶ εἶναι ἁμαρτία.

Νὰ πᾶς εἰς τὴν μητέρα σου ὅπου σὲ περιμένει
τρεῖς νύκτες εἰς τὸν ὕπνο μου ἔρχεται μὲ πικραίνει.

Αὐτὰ εἶπε ὁ ἡγούμενος καὶ ὁ Λουκᾶς θλιμμένος κλαίει ἀπαρηγόρητος στὰ μάτια δακρυσμένος.

Ὁ Λουκᾶς τότε ἡγούμενον ἀμέσως χαιρετάει καὶ στὴ μητέρα του ὁ Λουκᾶς ξεκίνησε νὰ πάει.

Ὁ ἡγούμενος εἶδε Λουκᾶ τὴν ταπεινοφροσύνη τότε τὸν συμμερίστηκε καὶ ὁδηγίες δίνει.

Τοῦ εἶπε σὲ τόπο ἥσυχο ἄν θέλει νὰ γυρίσει ἐκεῖ γιὰ νὰ προσεύχεται κατὰ Θεὸν νὰ ζήσει.

Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας

Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι του ἕβρῆκε τὴν μητέρα καὶ λυπημένη ἤτανε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ποὺ τὸ παιδί της ἔφυγε αὐτὴ εἶχε ἀδυνατήσει τὴν προσευχή της ἔκανε στὸ σπίτι νὰ γυρίσει.

- 121 -

Μόλις τὸ εἶδε τὸ παιδὶ δὲν τόχε ἀγκαλιάσει ἔκανε ἀμέσως προσευχὴ Θεὸν γιὰ νὰ δοξάσει.

Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἄκουσε προσευχή της στὸ σπίτι του τὸ πατρικὸ ἔφερε τὸ παιδί της.

4 μῆνες ἤτανε Λουκᾶς μὲ τὴν μητέρα ἔκανε ὑπηρεσίες της ἐτότε κάθε μέρα.

Ἔπειτα ἔβαλε στὸν νοῦ Θεὸν νὰ ὑπηρετήσει καὶ πάλι τὴν μητέρα του μονάχη νὰ ἀφήσει.

Δέν ἔφερε ἀντίρρηση ἐτότε ἡ μητέρα
ποὺ στὸν Θεὸν θὰ πήγαινε νὰ εἶναι νύκτα μέρα.

Τότε εὐχή της ἔλαβε καὶ στὸ βουνὸ τραβάει Ἁγίων Ἀναργύρων ἐκκλησία ἦταν ἐκεῖ καὶ πάει.

Ἀγωνίζεται καὶ ἀφοσιώνεται στὸν Θεό

Ὅλη τὴ νύκτα ἤτανε ὁ ὅσιος στὸ κελί του
καὶ ὁ Λουκᾶς εἰς τὸν Θεὸν ἔκανε προσευχή του.

Κοντὰ εἰς τὸ καλύβι του εἶχε ἕνα περιβόλι φύτευε καὶ λαχανικὰ διὰ νὰ τὰ τρῶνε ὅλοι.

Τὸν μάθανε πήγαιναν ἐκεῖ οἱ πεινασμένοι
ὅσοι ἐφτάναν νηστικοί, ἔφευγαν χορτασμένοι.

Ζωὴ σκληρὴ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία

Νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐκεῖ ὁ Λουκᾶς ἐζοῦσε τὸ σῶμα ἐβασάνιζε καὶ τὸ ταλαιπωροῦσε.

Ἔτρωγε κρίθινο ψωμὶ καὶ ἔπινε νεράκι ὄσπρια, λάχανα ἔτρωγε, ἦταν τὸ φαγητό του σκληραγωγία ἔκανε στὸ σῶμα τὸ δικό του.

- 122 -

Τὴν ἡμέρα ἐργαζότανε τὴν νύκτα προσευχόταν ἄγρυπνος τὶς μετάνοιες του ἔκανε πρῶτα πρῶτα.

Τὸ σῶμα τοῦ ἐπάγωνε μὲ κρύο του χειμώνα καὶ ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ τὸν ἔκαιγε ἀκόμα.

Ἤτανε χαριέστατος πάντα στὸ πρόσωπό του καὶ ἱλαρὸς καὶ ἤρεμος πάντα ὁ ἑαυτός του.

Μὲ τὶς τροφές ποὺ εἶχε ἐκεῖ ἔτρεφε τούς ἀνθρώπους ὅμως ποτὲ δὲν ἔλειψε Θεὸς τὸ φαγητό του.

Ἐκπληρώνεται ὁ πόθος του

Σχῆμα νὰ λάβει ἀγγελικὸ ὁ ὅσιος ποθοῦσε
καὶ τοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσε.

Δυὸ Γέροντες μοναχοὶ ἐπήγαιναν στὴ Ρώμη ἀπ᾿ τὴν καλύβη τοῦ Λουκᾶ ἐπέρασαν ἀκόμη.

Τούς ἐπεριποιήθηκε μὲ ἀγάπη καλοσύνη συζήτησαν τὴν γνώμη του τὸν ἄκουσαν ἐκεῖνοι.

Νὰ γίνει μεγαλόσχημος ἦταν ἡ αἴτησή του
οἱ μοναχοὶ ἐδέχθηκαν Λουκᾶ τὴν πρότασή του.

Ἱερολογίες διάβασαν οἱ μοναχοὶ ἀκόμα
καὶ σχῆμα τὸ Ἀγγελικὸ τὸν ἔντυσαν στὸ σῶμα.

Τὸ σχῆμα σὰν ἐφόρεσε ἐχάρησαν κατόπι
καὶ ὁ Θεὸς οἱ ἄγγελοι καὶ ἐπὶ γῆς ἀνθρῶποι.

Ἕνας μόνο λυπήθηκε τὸν εἴχενε ἐχθρό του αὐτὸς ἦταν ὁ διάβολος ποὺ ἦταν ἀντίπαλός του.

Φοβήθηκε ὁ διάβολος Χριστοῦ τὸν στρατιώτη
θὰ πολεμοῦσε τὸν ἐχθρὸν εἰς τὴν γραμμὴ τὴν πρώτη.

- 123 -

Ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ φιλοξενία μοναχῶν

Με ὅτι εἶχε πρόχειρο κάνει φιλοξενία
ὅταν περνοῦσαν μοναχοὶ καὶ πήγαιναν πορεία.

Οἱ μοναχοὶ κάποιο πρωὶ καθόταν στὸ ἀκρογιάλι ὁ ἥλιος ἦταν καθαρὸς ἀνέτειλε καὶ πάλι.

Ἐκοίταζαν τὴν θάλασσα εἶν᾿ εὐχαριστημένοι
καὶ κύμα φέρνει ἡ θάλασσα μεγάλο ψάρι βγαίνει.

Καὶ δεύτερο ἔστειλε ὁ Θεὸς ἀλλὰ καὶ τρίτο ψάρι ὅλοι ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν γιὰ τὴ μεγάλη χάρη.

Ὅταν τὰ ψάρια ἔφαγαν ἦν εὐχαριστημένοι χαιρέτησαν καὶ ἔφυγαν ἤτανε χορτασμένοι.

Τίς ἀρετές ποὺ ἔκανε εἶχε διπλασιάσει νηστεία καὶ τὰ δάκρυα τὰ εἶχε πιὰ χορτάσει.

Ἦταν μικρὴ ἡ καλύβη του τὸ σῶμα του χωροῦσε ἄν ἦταν μεγαλύτερη θὰ τὸν στεναχωροῦσε.

Γιὰ νὰ θυμᾶται θάνατον ἔσκαψε ἕνα λάκκο
καὶ ἔμπαινε μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸ σῶμα του γεμάτο.

Ἔπαιρνε λίγο ὕπνο ἐκεῖ σήκωνε τὸ κορμί του καὶ ὁ Λουκᾶς συνέχιζε πάλι τὴν προσευχή του.

Ἤτανε ἐλεήμονας ἔτρεφε τούς ἀνθρώπους
ζῶα καὶ φίδια ἔτρεφε ποὺ ἦταν ἐκεῖ στούς τόπους.

Καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ὅλα τὰ ἐλεοῦσε
ποὺ στὴν καλύβη τοῦ Λουκᾶ κάποιο θὰ ἐπετοῦσε.

Τὸ θησαυρὸ φανερώνει

Δυὸ ἀδέλφια πήγανε εἰς τὸν Λουκᾶ μιὰ μέρα ποὺ εἴχανε διαφορὰ οἱ δυὸ μὲ τὸν πατέρα.

- 124 -

Ἤθελε ποὺ εἶχε χρήματα διανομὴ νὰ κάνει
δέν πρόφθασε ὁ δυστυχής γιατὶ εἴχενε πεθάνει ἐμοίρασαν τὰ χρήματα πατέρα ποῦ ᾿χαν λάβει.

Ἡ φοβερὴ ἀσθένεια

Ὁ ἐχθρὸς στὸν ὅσιον Λουκᾶ στέλνει δοκιμασία κνησμός, φαγούρα λέγεται ἡ ἀσθένεια.

Στὰ παιδογόνα μέρη του εἶχε τοῦ σώματός του φαγούρα καὶ κνησμὸς πολύς εἶχε ὁ ἑαυτός του.

Ὁ ὅσιος παρακαλεῖ Θεὸν γιὰ ἀσθένειά του καὶ ἅγιον ποὺ εἶναι ἐκεῖ Ἅγια λείψανά του.

Ὁ ὅσιος στὸν ὕπνο του Θεὸν παρακαλοῦσε
ὁ Θεὸς τοῦ στέλνει Ἅγιον μὲ τὸν Λουκᾶ ὁμιλοῦσε.

Ὁ Ἅγιος τότε στὸν Λουκᾶ τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνει ἄν θέλει ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ κνησμὸς νὰ γιάνει.

Τοῦ ἔδειχνε ἕνα βότανο νὰ γιάνει τὴν πληγή του θὰ ἔχανε ὅμως ὁ Λουκᾶς μισθὸ γιὰ ὑπομονή του.

Ἐξύπνησε προτίμησε νὰ ᾿χει ὑπομονή του παρὰ νὰ χάσει αἰώνια ὁ ὅσιος τὴν ψυχή του.

Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὅσιο ποὺ εἶδε ὑπομονή του τὸν γιάτρεψε ὅπως ἤξερε καὶ ἤτανε μαζί του.

Ἀγαποῦσε τούς ἀδελφούς ποὺ κινδύνευαν

Ὁ Ὅσιος εἶχε ἀδελφή, ἦν μοναχὴ καὶ ἐκείνη πέντε καρβέλια τὸ ψωμὶ τοῦ ἔφερνε ἐκείνη.

Ὁ ὅσιος ἦταν σὲ νησὶ λεγόταν Ἀμπελώνας μὰ τὸ νησὶ ὁ Ἅγιος τὸ ἔκανε ξενώνα.

- 125 -

Μοίραζε σ᾿ ὅλους τούς πτωχούς ὅτι τοῦ εἶχαν πάει τούς πεινασμένους χόρταινε ὅσοι δὲν εἶχαν φάει.

Κατάξερο ἦταν τὸ νησὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀφοῦ δὲν εἴχενε νερὸ ὁ κόσμος γιὰ νὰ πίνει.

Ὁ ὅσιος ἐπήγαινε μὲ βάρκα σὲ ἄλλα μέρη
νὰ δροσιστοῦν οἱ ἄνθρωποι νεράκι νὰ τούς φέρει.

Κρασὶ καὶ ἄλλα φαγητὰ ὅταν τοῦ εἶχαν φέρει
τότε μὲ ἀγάπη καὶ χαρὰ στούς ἄλλους τὰ προσφέρει.

Πολλές φορές στὴ θάλασσα ἐψάρευε τὰ ψάρια τὰ μοίραζε εἰς τὸν λαὸν ποὺ ᾿χε στομάχια ἄδεια.

Στὸ Στείριον ὄρος

Ὁ ὅσιος ὅμως ὁ Λουκᾶς εἶχε ἀποφασίσει
καὶ εἰς τὸ ὄρος Στείριον θέλει νὰ κατοικήσει.

Ἐκεῖ ἐπόθησε ὁ Ἅγιος νὰ ᾿ναι ὁ ἑαυτός του σήμερα βρίσκεται ἐκεῖ τ᾿ Ἅγιον λείψανό του.

Εἰς τὸ νησὶ ποὺ ἔμειναν οἱ χριστιανοὶ σιμά του θέλησαν νὰ τὸν ἔχουνε παντοτινὰ κοντά τους.

Προβλέπει τὸν θάνατό του

Ὁ Ὅσιος στὸ Στείριον ἑπτὰ ἔτη εἶχε μείνει καὶ τέλος του προέβλεψε ὅτι τότε θὰ γίνει.

Ἀπ᾿ τὸ κελί του ἔφυγε τὴν πόρτα εἶχε κλείσει πῆγε γιὰ φίλους καὶ γνωστούς νὰ ἀποχαιρετήσει.

Φιλοῦσε σὲ ὅλους στόμα τούς μάτια καὶ μάγουλά τους τότε μετὰ τὸ φίλημα ἔλεγε στὰ αὐτιά τους.

- 126 -

Γιὰ μένα εὔχεσθε ἀδελφοὶ μικρὸ καὶ σὲ μεγάλο δὲν ξέρουμε ἄν θὰ ξαναδεῖ ὁ ἕνας μας τὸν ἄλλο.

Καὶ ὅταν ἐτελείωσε γύρισε στὸ κελί του κατόπιν ἔζησε στὴ γῆ τρεῖς μῆνες τὴ ζωή του.

Ἀρρώστησε τότε ἐλαφρὰ τὸ τέλος πλησιάζει
καὶ εἰς τάς χείρας τοῦ Θεοῦ εἶν᾿ ἕτοιμος νὰ πάει.

Ὀκτῶ ἡμέρες ἐβάρυνε ἐτότε ἡ ζωή του
καὶ στὸν Θεὸν παρέδωσε τὴν ὅσια ψυχή του.

Ὅμως προτοῦ νὰ κοιμηθεῖ πηγαίνανε οἱ ἀνθρῶποι εὐχή του γιὰ νὰ πάρουνε καὶ θὰ ἔφευγαν κατόπι.

Ὁ ὅσιος ποὺ ἱλαρὸν εἶχε τὸ πρόσωπό του πόση λύπη θὰ ἔπαιρναν μετὰ τὸ θάνατό του.

Ὁ ὅσιος τὸν Γρηγόριον τὸν εἶχε ἐρωτήσει
ὁ ἥλιος ἄν πλησίαζε νὰ φτάσει εἰς τὴν δύση.

Τοῦ εἶπε ὁ Γρηγόριος πώς εἴχενε βραδιάσει
ὁ ὅσιος τοῦ ἀπάντησε τὸν ἑσπερινὸ νὰ διαβάσει.

Ὁ Γρηγόριος τὸν ἐρώτησε ποὺ θέλει τὴν ταφή του νὰ τὸν ἐνταφιάσουνε μετὰ τὴν κοίμησή του.

Ὑποδεικνύει τὸν τόπο διὰ τὸν τάφον του

Ἐζήτησε ὁ Γρηγόριος τὴ γνώμη τὴ δική του
ποὺ νὰ ταφεῖ τὸ σῶμα του νὰ δώσει ἐντολή του.

Ὁ Ὅσιος ἦταν ταπεινὸς δίνει ἀπάντησή του
ποὺ νὰ τὸ θάψει ὁ Γρηγόριος ὁσίου τὸ κορμί του.

Τὰ πόδια δέσε μὲ σχοινὶ τοῦ ᾿πε ἐν συντομία μέσα στὸ δάσος ρίξε με νὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία.

- 127 -

Καὶ πάλι ὁ Γρηγόριος Λουκᾶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια του μιὰ χάρη ἐζητοῦσε.

Τοῦ λέγει τότε ὁ ὅσιος στὸν τόπο ἐδῶ πιὸ κάτω κρυμμένα τοῦβλα ἐκεῖ θὰ βρεῖς καὶ σκάψε παρακάτω.

Καὶ τότε θάψε το ἐκεῖ τὸ σῶμα μές στὸ χῶμα μὲ τοῦβλα πάλι σκέπασε τὸν τάφο μου ἀκόμα.

Θὰ ᾿ρχονται ἐδῶ προσκυνητές διὰ νὰ προσκυνοῦνε καὶ τὸν Πανάγαθον Θεὸν θὰ τὸν δοξολογοῦνε.

Τελείωσε ὁ ὅσιος τότε τὴ συμβουλή του
φίλησε τὸν Γρηγόριον καὶ ὅσοι ἤτανε μαζί του.

Τελείωσε καὶ μάτια του στὸν οὐρανὸ ὑψώνει τὴν προσευχή του ἔπειτα ἀμέσως δυναμώνει
εἰς χεῖράς σου Κύριε παρατήθημι τὸ πνεῦμα μου.

Ὁ ὅσιος παρέδωσε ψυχή του τὴν Ἁγία καὶ τότε ἐκληρονόμησε ζωὴν τὴν αἰωνία.

Ἔσκαψε ὁ Γρηγόριος τότε παρακάτω
κάτω ἀπ᾿ τὰ τοῦβλα ἔκανε Λουκᾶ ὁσίου τάφο.

Πηγαίνανε οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ καὶ προσκυνοῦνε καὶ τὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον ὅλοι δοξολογοῦνε.

Ὁ Ἅγιος θαυματουργεῖ

Ἐπέρασε ἕνας μοναχὸς πήγαινε στὴ Γαλλία Κοσμᾶς ἦταν τὸ ὄνομα ἀπ᾿ τὴν Παφλαγονία.

Ἤτανε θέλημα Θεοῦ ἐκεῖ νὰ κατοικήσει καὶ τὴν μοναχικὴ ζωὴ ἐκεῖ γιὰ νὰ τὴ ζήσει.

Ἔγινε τότε μοναχὸς καὶ βρῆκε εὐκαιρία εἰς τοῦ ὁσίου τὸ κελὶ ἔμεινε κατ᾿ εὐθεία.

- 128 -

Ἐτότε τακτοποίησε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔγινε προσκύνημα τότε Λουκᾶ ὁσίου.

Ζητοῦσε ὁ νέος μοναχὸς ὁσίου τὴν εὐχή του
στὸν τάφο του καθημερινῶς ἔκανε προσευχή του.

Δυὸ χρόνια ὅταν ἐπέρασαν ὁσίου τὴν ταφή του καὶ ἐκκλησία μὰ καὶ κελιὰ ἔκτισαν πρὸς τιμή του.

Ἅγιας Βαρβάρας ὁ Ναὸς ἦν μισοτελειωμένος καὶ ἐτελείωσαν κι αὐτὸν κι ἦταν ἁγιασμένος.

Ναὸν ὁσίου ἔφτιαξαν ἐτότε κατ᾿ εὐθεία
καὶ ἔκτισαν γιὰ προσκυνητές διάφορα κελιά.

Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου

Μία γυναίκα δυστυχής εἶχε τὴν ἀσθενεία στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια της εἶχε παραλυσία.

Νὰ κινηθεῖ δὲν ἠμπορεῖ στὸ σῶμα της καθόλου πολὺ καιρὸ ὑπέφερε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου.

Στὴ γῆ ποὺ ὁ μισόκαλος υἱόν της τὸν σπαράζει τὴν δύστυχη μητέρα του πολὺ τῆνε τρομάζει.

Σὲ ζῶον τὴν ἐφόρτωσαν τότε οἱ συγγενεῖς της στὸν τάφο Ἁγίου ἔφεραν μαζὶ μὲ τὸ παιδί της.

Οἱ συγγενεῖς τὴν ἄφησαν στὸν Ἅγιον· ἐκείνη μόνο μὲ τ᾿ ἄρρωστο παιδὶ ἡ μάνα εἶχε μείνει.

Ἡ γυναίκα ἦταν ἄρρωση μαζὶ μὲ τὸν παιδί της ἐκόντεψε ὁλότελα νὰ χάσει ὑπομονή της.

Ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἅγιος ἤξερε αὐτὸ τὸ πράγμα μὰ εἶχαν καὶ ὑπομονὴ καὶ ἔγινε τότες θαῦμα.

- 129 -

Μύρο βρῆκε ἀπότομα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ τότε ἐμοσχοβόλησε εἰς τὰ αὐτιὰ παιδίου.

Εἶδε τὸ μύρο τὸ παιδὶ θέλει νὰ τὸ ρουφήξει
μὰ τὸ ᾿δε καὶ ἡ μητέρα του καὶ τόχε ἐμποδίσει.

Καὶ τὸ παιδὶ ἐπέμενε τὸ μύρο καταπίνει κυλιόταν τὸ παιδὶ στὴ γῆ δὲν ξέρει τὶ νὰ γίνει.

Τὸ εἶδε ἡ μητέρα του βάζει τὰ δυνατά της
τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια της ἦταν περαστικά της.

Τὸ θαῦμα ἔγινε διπλὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα θεράπευε ὁ Θεὸς υἱὸν μαζὶ καὶ τὴν μητέρα.

Θεράπευε ὅλα τὰ παιδιά

Καὶ ἄλλη γυναίκα ἄρρωστα εἶχε δυὸ παιδιά της το ἕνα ἀγόρι ἤτανε τὸ ἄλλο ἦν κορίτσι.

Τὰ πόδια τους δὲν μπόρεσαν καθόλου νὰ πατήσουν τὰ φόρτωσε πῆγε κι αὐτὴ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.

Ἐπήγαν καὶ προσκύνησαν στοῦ ὁσίου ἐκκλησία περπάτησαν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι κατ᾿ εὐθείαν.

Ἄκουσε τότε ὁ ὅσιος π᾿ ἔκαναν προσευχή τους καὶ μὲ τὰ πόδια ἐβάδιζαν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους.

Καὶ ἄλλη γυναίκα ἄρρωστη ποὺ εἴχενε καρκίνο κι αὐτὴν τὴν ἐθεράπευσε εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο.

Καὶ ἕνα ἄνθρωπο λεπρὸ τὸν εἶχε καθαρίσει τὸν ὅσιον ἱκέτευε γιὰ νὰ τὸν ἐλεήσει.

Τὴν λέπρα του τὴν πέρασε ζητοῦσε θεραπεία τοὔδωσε ὁ ὅσιος Λουκᾶς μὲ κάθε εὐκολία.

- 130 -

Καὶ ἕνα δαιμονιζόμενο κι αὐτὸν τὸν ἰατρεύει
τοῦ φύσηξε στὸ στόμα του καὶ τὴν ὑγεία παίρνει.

Καὶ σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο τυφλὸ τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς του ὅταν τὸ θαῦμα ἔγινε εἶδε ὁ τυφλὸς ἐμπρός του.

Ἦταν καὶ ἄλλος ἄρρωστος ὄνομα Ἰωάννης
ἄκουσε γιὰ τὸν ὅσιον Λουκᾶ τὴν προσευχὴ τοῦ κάνει.

Ὅταν τὸν ἔκανε καλὰ ἀπ᾿ τὴν ἀσθένειά του ὁ Ἰωάννης ἔτρεξε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του.

Πῆγε στὸν ὅσιο Λουκᾶ νὰ τὸν εὐχαριστήσει ποὺ ἀπὸ μεγάλη ἀσθένεια τὸν ἔκανε νὰ ζήσει.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα Λουκᾶ πατρὸς ὁσίου
ποὺ ἔκανε στούς ἄρρωστους πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου.

Ἡ Κοίμησή του

Ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος τὰ θαύματα νὰ φθάσει
ὁσίου Λουκᾶ σὰν νὰ μετρᾶ στὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης.

Λίγα ἐγράψαμεν ἐδῶ ἀπὸ τὰ θαύματά του
νὰ μᾶς θυμᾶται ὁ ὅσιος ὅλους στάς προσευχάς του.

Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν μνήμη τοῦ ὁσίου τὴν ἑορτάζει πάντοτε 7 Φεβρουαρίου.

Ὁ μεγαλοπρεπέστατος ναός του

Τότε ὁ ὅσιος Λουκᾶς μετὰ τὸν θάνατό του θαύματα κάνει ποὺ ἀγαπᾶ χριστιανικὸ λαό του πενήντα χρόνια καὶ ἑπτὰ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του.

Στὰ χρόνια 14 ποὺ ἦταν στὴν ἡλικία ἔγινε τότε μοναχὸς ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν οἰκία.

- 131 -

Πῆγε στὴν Πελοπόννησο γιὰ δεκατρία ἔτη καὶ δέκα ἔτη ἔζησε στὸ Στείριον εἰσέτι.

Πηγὴ θαυμάτων ἔγινε Λουκᾶ ὁ θάνατός του ἄρρωστοι γίνονται καλὰ στὸν τάφο τὸν δικό του.

Καὶ πρὸς τιμήν του ἔκτισαν μεγάλο μοναστήρι ὁ αὐτοκράτωρ Ρωμανὸς ἀπὸ εὐγνωμοσύνη.

Ὁσίου Λουκᾶ τὸ ἔκτισε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶναι πολὺ ἱστορικὸ αὐτὸ τὸ μοναστήρι.

Πηγὴ θαυμάτων ἔγινε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου
εἶναι Ἱερὸν προσκύνημα ἀλλὰ καὶ παγκοσμίου.

Κάθε προσκυνητής ἐκεῖ πάει νὰ προσκυνήσει σὰν τὸν μαγνήτη τὸν τραβᾶ δὲν θὰ μετανοήσει.

Εἶναι στολίδι καύχημα αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἐνάρετοι τὸ κατοικοῦν πάντοτε καλογῆροι.

Τούς κληρικούς σεβόμεθα καὶ τούς παρακαλοῦμε
νὰ κάνουν προσευχὴ γιὰ ἐμᾶς ὅλοι μας νὰ σωθοῦμε.

Καὶ εἰς τὸν ὅσιον Λουκᾶ ποὺ ἔχει Θεοῦ τὴ χάρη ὅλοι μας στὸν παράδεισο νὰ ποῦμε ἐκεῖ μακάρι.

- 132 -