Copyright © 2016 Μᾶρκος Σκουλᾶτος,
Τρίποδες Νάξου, 843 00 Νάξος,
Τηλ.: 22850-41277
Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Γεωργία Καλύβα
Φωτοστοιχειοθεσία – Σχεδιασμὸς Ἐξωφύλλου:
Μπακογιάννη Ἀθ. Ἀσπασία
Σάμου 66, 123 43 Αἰγάλεω, Τηλ.: 210-53 12 704 e-mail: aspampako@yahoo.gr
Ἐκτύπωση-Βιβλιοδεσία: Ζαρακιώτης Φώτης Καλλιδρόμου 16, Περιστέρι,
Τηλ.: 210-57 71 008,
e-mail: printzar1@gmail.com
Εἰκόνα ἐξωφύλλου: Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας.
Γίνονται εὐπρόσδεκτες εἰσφορὲς δι' εὑρυτέρα διάδοση Χριστιανικοῦ ἱεραποστολικοῦ βιβλίου
Ἀπαγορεύεται ἡ μερικὴ ἢ ὁλικὴ ἀναδημοσίευση τοῦ ἔργου αὐτού, καθὼς καὶ ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ὁποιοδήποτε μέσο χωρὶς σχετικὴ ἄδεια τοῦ συγγραφέα.
Μᾶρκος Σκουλᾶτος Ἱεροψάλτης
Βίοι Ἁγίων
ΣΕ ΕΜΜΕΤΡΟ ΛΟΓΟ
ΤΡΙΠΟ∆ΕΣ ΝΑΞΟΥ 2016
ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ 9
ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ 11
ΦΕΥΓΕΙ ΚΡΥΦΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ 12
ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑ 13
ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΤΟΝ ΑΡΚΑ∆ΙΟ 13
∆Ι∆ΑΣΚΕΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ 14
ΤΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΛΟΓΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ 16
ΟΠΤΑΣΙΑ 16
Ο ΠΛΑΝΗΘΕΙΣ ΜΟΝΑΧΟΣ 17
ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΡΩΜΑΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ 19
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ 21
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ 24
ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ 25
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ 26
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ 27
ΓΙΑ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ 27
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΕΥΘΥΜΙΟ 28
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ 29
ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΕΥΘΥΜΙΟ 31
ΑΣΥΓΚΡΙΤΟΣ Α∆ΕΛΦΟΣ 33
ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΤΑΙ ΙΕΡΕΥΣ 34
ΒΑΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ 34
ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΗ 35
ΕΝ ΜΕΣΩ ∆ΑΙΜΟΝΩΝ 36
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ 37
ΠΑΝΤΑ ΓΑΛΗΝΙΟΣ 38
ΑΣΥΓΚΡΙΤΟΣ ∆ΑΣΚΑΛΟΣ 40
Η ΠΙΣΤΗ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ 40
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ 41
- 5 -
ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟ∆ΟΞΙΑ 42
ΑΣΘΕΝΟΥΝΤΩΝ ΙΑΤΡΟΣ 43
ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ 44
ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ 45
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΕΚ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ 48
ΤΟ ∆ΩΡΑΚΙ ΤΗΣ ΠΤΩΧΗΣ 50
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 52
Ο ΑΓΙΟΣ ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ 57
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ 58
ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΚΑΙ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΟΣ 58
ΕΚΡΥΨΕ ΤΟΝ ΦΟΝΙΑ ΤΟΥ Α∆ΕΛΦΟΥ ΤΟΥ 59
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ 60
ΑΝΑΚΗΡΥΣΕΤΑΙ ΑΓΙΟΣ 61
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ 61
ΞΑΝΑΜΠΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΛΑΡΝΑΚΑ 62
ΑΝΕΣΤΗΣΕ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙ∆Ι 63
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ∆ΙΟΝΥΣΙΟΥ 65
ΑΛΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ 66
Η ΤΥΦΛΗ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ 66
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΓΙΩΝ 68
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟ∆ΕΣΤΟΣ 70
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΑΙΓΥΠΤΟΝ 71
ΜΕ ΘΑΥΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ 72
ΤΑ ΒΟ∆ΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥ 73
ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΜΟΣΧΑΡΙ 74
ΤΑ 10 ΒΟ∆ΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ 75
O ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 79
ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΖΕΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ 80
ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ 82
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΒΑΠΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙ∆ΙΟΥ ΤΟΥ 82
ΠΡΟΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ 83
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΥ 84
ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ 85
ΚΑΤΑ∆ΙΚΑΖΕΤΑΙ ∆Ι' ΑΓΧΟΝΗΣ ΘΑΝΑΤΟΝ 86
ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ 87
Ο ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ 89
- 6 -
ΠΛΗΘΟΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ 90
ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ 93
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ 93
ΑΝΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ 94
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝ∆ΟΞΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ 96
ΑΠΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ 96
ΟΙ ΠΕΡΙΟ∆ΕΙΕΣ ΤΟΥ 97
ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ 98
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ 98
ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ 99
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ 101
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ 102
ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ 103
ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΚΑΙ ∆ΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΗ 104
Η ΟΛΓΑ 107
ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΒΗΝΟΝΤΑΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 108
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ 111
Ο ΣΤΑΒΛΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ 113
ΕΣΤΕΙΛΕ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗ ΜΕΚΚΑ 114
ΕΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΚΑΙ ΕΚΟΙΜΗΘΗ 117
Η ΑΝΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ 118
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ 119
ΚΡΑΤΕΙ ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ 120
ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΠΝΙΓΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ 121
ΠΩΣ ΗΛΘΕ ΣΤΟ ΠΡΟΚΟΠΙ ΕΥΒΟΙΑΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ
ΛΕΨΑΝΟ ΤΟΥ 122
Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ 122
ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΝ 124
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΩΖΩΝ 127
Ο ΣΩΖΩΝ ΑΝΑΚΡΙΝΕΤΑΙ 128
Ο ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ 130
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΩΖΩΝΤΑ 132
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ 134
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ 136
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ 138
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ 138
- 7 -
ΜΙΑ ΝΥΚΤΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 141
ΣΤΟ ΜΕΧΚΙΜΕ (∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΡΚΩΝ) 142
ΠΟ∆ΟΠΑΤΑ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΑΡΙΚΙ 142
ΑΥΣΤΗΡΑ ΜΕΤΡΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ 145
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 146
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣΙΑΣ 149
ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΘΑΥΜΑ 150
ΒΡΗΚΕ ΝΕΡΟ ΜΕ ΘΑΥΜΑ 151
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ 151
Η ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ 151
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ 153
ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΑΠΟ ∆ΑΙΜΟΝΙΑ 153
ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ 154
ΣΩΦΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΟΣ 157
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΕ ΣΤΗ ΡΩΜΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ 157
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ 159
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ ΣΤΗΝ ΜΑΣΣΑΛΙΑ 160
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ 167
Ο ΑΧΑΑΒ 168
∆ΕΝ ΕΒΡΕΞΕ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ 169
ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΧΗΡΑ ΣΤΑ ΣΑΡΕΠΤΑ 171
ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΑΙ∆Ι ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ 172
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΗΛΙΑ ΚΑΙ ΑΧΑΑΒ 173
ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΦΩΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 175
ΑΛΛΑ ΟΥΚ ΗΝ’ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΟΥΚ ΗΝ’ ΑΚΡΟΑΣΙΣ 177
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΙΣΧΥΝΗΣ 178
ΞΕΣΠΑ ΚΑΤΑΙΓΙ∆Α 179
Η ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 180
Ο ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΧΡΙΕΤΑΙ ΠΡΟΦΗΤΗΣ 183
Ο ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΘΑΙ 184
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΟΖΟΧΙΑΣ 186
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ 188
ΤΟ ΠΥΡΙΝΟ ΑΡΜΑ 189
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΤΙΜΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΟ 190
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ 191
- 8 -
ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὴ Ῥώμη
τὸ 400 μετὰ Χριστὸν· ἦταν ἔξυπνος πολὺ ἀπὸ μικρὸς ἀκόμη.
Φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ λογικὴ εἶχε μάθει
καὶ ὅλοι γιὰ τὶς γνώσεις του τὸν εἴχανε θαυμάσει.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ δὲν παραμελοῦσε διὰ νὰ σώσει τὴν ψυχὴ πολὺ ἐπροσπαθοῦσε.
∆ιδάγματα Ἁγίας Γραφῆς πάντα ἐμελετοῦσε ἔλαμπε μὲ τὶς ἀρετές, ἐνάρετα ἐζοῦσε.
Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος ποὺ ἤτανε στὴ Ῥώμη
∆ιάκο τὸν χειροτόνησε Ἀρσένιον ἀκόμη.
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος εἶχε τὴν βασιλεία
στὴ μεγάλη Βυζαντινὴ τότε Αὐτοκρατορία.
Ὁ βασιλιὰς σὰν ἔμαθε Ἁγίου τὴ ἀξία
τὸν κάλεσε στ’ ἀνάκτορα νὰ ἔρθει κατ' εὐθεία.
∆υὸ παιδιὰ στὸν βασιλιᾶ ὁ Θεὸς εἶχε δώσει, τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον θέλει νὰ τὰ μορφώσει.
Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀπὸ ταπεινοσύνη
ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνει.
Ὑποχωρεῖ ὁ Ἅγιος δὲν κάνει θέλημά του· ἀντάμωσε τὸν βασιλιὰ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά του.
Ἀρκάδιος καὶ Ὀνώριος εἶν’ τὰ ὀνόματά τους ὁ βασιλιὰς φόβο Θεοῦ εἶχε εἰς τὴν ψυχή του.
Μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιον ἔδωσε συμβουλή του
σοῦ παραδίδω δυὸ παιδιὰ νὰ σ’ ἔχουν σὰν πατέρα μετὰ Θεὸν νὰ σὲ ἀκοῦν τὴ νύκτα καὶ ἡμέρα.
- 9 -
Παρακαλεῖ ὁ βασιλιὰς καὶ ἐπαναλαμβάνει
ὅτι ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος καὶ τὰ παιδιὰ νὰ κάνει.
Καὶ συνεχίζει ὁ βασιλιὰς ἔκανε προσευχή του νὰ τὰ φωτίζει ὁ Θεὸς κατὰ τὴν θέλησή του.
Νὰ γίνουν δοῦλοι γνήσιοι ὡς ὁ διδάσκαλός τους βίον νὰ ζοῦν θεάρεστον νὰ σώσουν ἑαυτό τους.
Τελείωσε τὴν προσευχὴ μὲ δακρυσμένα μάτια καὶ εἶπε στὸν Ἀρσένιο λόγια Θεοῦ διαμάντια.
Πολυαγαπημένε μου ἀδελφὲ καὶ σεβαστὲ πατέρα σοῦ δίνω μία συμβουλὴ τὴν σήμερον ἡμέρα.
Ὅταν δὲν πράττουνε σωστὰ μὴν τὰ ὑπολογίσεις πὼς εἶναι βασιλόπουλα, μὰ νὰ τὰ τιμωρήσεις.
Ποτὲ νὰ μὴν τὰ ἐπαινεῖς σὰν κάθονται κοντά σου καὶ νὰ ἐνδιαφέρεσαι σὰν νὰ ἤτανε δικά σου.
Ἂν ἰδῶ πὼς δὲν ἐφύλαξες αὐτὴν τὴν ἐντολή μου θὰ σὲ ἔχω σὰν ἐπίβουλο Βασιλικῆς Αὐλής μου.
Ἔδωσε ὁ Θεοδόσιος τ’ Ἁγίου ὁδηγία
νὰ ἔχουνε φόβο του Θεοῦ τὰ δύο του παιδία.
Σὲ ἀνάκτορα βασιλικὰ Ἅγιον καὶ παιδιά του ἐκεῖ τοὺς ἐγκατέστησε νὰ βρίσκονται κοντά του.
Ὁ βασιλιὰς ἐτίμησε ἔτσι τὸν Ἅγιόν του
μὰ μὲ καλὸ παράδειγμα τίμησε ἑαυτόν του.
Ὁ κόσμος παρακολουθεῖ, ἐπαινεῖ τὸν βασιλέα στὸν Ἅγιον Ἀρσένιον ποὺ φέρθηκε ὡραία.
- 10 -
ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Ἐφρόντιζε ὁ ὅσιος ἔκτοτε κάθε μέρα
νὰ γίνουν τὰ παιδιὰ καλά, νὰ ἀρέσουν στὸν πατέρα.
Ἐδίδασκε Ἁγία Γραφὴ ἐτότε στὰ παιδία ποὺ εἶναι πιὸ ὠφέλιμη ἀπ’ ὅλα τὰ βιβλία.
Νὰ κάνουνε ὑπακοὴ στὸν βασιλιὰ πατέρα
νὰ ἀγαποῦν τοὺς δούλους τους ποὺ βλέπουν κάθε μέρα.
Νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται γιὰ τὸ ἀξίωμά τους ἀλλὰ νὰ εἶναι ταπεινοί, Χριστὸς παράδειγμά τους.
Συμπάθεια νὰ δείχνουνε εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐκεῖνοι καὶ νὰ δίνουν πάντα ἄφθονη τὴν ἐλεημοσύνη.
Πῆραν μεγάλη ὠφέλεια ἀπ’ τὰ μαθήματά τους ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο καὶ ἀπὸ παράδειγμά του.
Μιὰ μέρα πῆγε ὁ βασιλιὰς ἔξαφνα στὰ παιδιά του ὁ Ἅγιος τοὺς ἔκανε μαθήματα δικά του.
Βλέπει τοὺς βασιλόπαιδες στοὺς θρόνους εἶχαν καθίσει ὄρθιος εἶν’ ὁ Ἅγιος τὸ μάθημα νὰ ἀρχίσει.
Ὁ Ὅσιος τὴν ταπείνωση τὴν εἶχε ἀγαπήσει καὶ βασιλιὰ ἀξίωμα ἤθελε νὰ τιμήσει.
Λυπήθηκε ὁ βασιλιὰς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του βασιλικὰ ἐνδύματα φοροῦσαν τὰ παιδιά του.
Τὰ ἐνδύματα ἀπ’ τὰ παιδιὰ πολύτιμα τοὺς βγάζει τὰ ἔνδυσε ῥοῦχα ἁπλὰ ὅπως σὲ παιδιὰ ταιριάζει.
Τὸν Ἅγιον διέταξε ἐτότε νὰ καθίσει
καὶ τὰ παιδιά του ὄρθια νὰ παρακολουθήσει.
Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον τότε ὁ βασιλέας διὰ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ φέρνουνε ὡραία.
- 11 -
Καθημερινῶς νὰ ἐκτελοῦν ὅλας τὰς προσταγάς του διὰ νὰ λάβουν ἀξίωμα ἂν εἶναι θέλημά του.
Εἰδάλλως νὰ πεθάνουνε παρὰ νὰ κυβερνοῦνε κακῶς χωρὶς διάκριση στὴ γῆ ἐδῶ ποὺ ζοῦνε.
Ἐθαύμασε ὁ Ἅγιος τοῦ βασιλιᾶ τὴ γνώμη τὸν βασιλιὰ ἐπαίνεσε γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη.
ΦΕΥΓΕΙ ΚΡΥΦΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Στεναχωριέται ὁ Ἅγιος, ὁ κόσμος τὸν τιμοῦσε· στὴν ἔρημο νὰ ἐπήγαινε θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε.
Πολλὲς φορὲς εἰς τὸν Θεὸν ἔκανε προσευχή του νὰ φύγει ἀπ’ τὰ ἀνάκτορα γιὰ ἥσυχη ζωή του.
Καὶ ὁ Θεὸς φιλεύσπλαχνος οὐράνιος πατέρας τὴν προσευχή του ἄκουσε καὶ ἔφερε εἰς πέρας.
Σὲ σοβαρὸ παράπτωμα ὁ Ἀρκάδιος εἶχε πέσει καὶ ἔπρεπε ὁ Ἅγιος τώρα νὰ λάβει θέση.
Ὑβριστικὸ παράπτωμα ὅσιον εἶχε λαλήσει τὸν ἔδειρε ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσει.
Ὁ Ἀρκάδιος ἐθύμωσε μισεῖ διδάσκαλό του
νὰ τὸν σκοτώσει θέλησε τότε ἀπ’ τὸν θυμό του.
Τὸ εἶπε ὁ Ἀρκάδιος Ἅγιον νὰ σκοτώσει σὲ ἕνα Σπαθάριο ἐκεῖ νὰ τόνε θανατώσει.
Μὰ εἶχε αὐτὸς φόβο Θεοῦ δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάνει μὲ ἄλλο τρόπο τοῦ Θεοῦ τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνει.
Στὸν Ἅγιον Ἀρσένιο μὲ μυστικὸ τὸν τρόπο
τοῦ 'πε κρυφὰ νὰ ἔφευγε νὰ πάει σὲ ἄλλο τόπο.
Μιὰ νύκτα ὁ Σπαθάριος ποὺ ἐκοιμόταν ὅλοι τότε ἔβγαλε τὸν Ἅγιον κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλη.
- 12 -
ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑ
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται ὁ Θεὸς νὰ τὸν φωτίσει καὶ τὴν ζωή του ἤρεμα ὑπόλοιπη νὰ ζήσει.
Στὴν προσευχὴ τοῦ ἀπάντησε ὁ Οὐράνιος Πατέρας
«Ἀνθρώπους σὺ ἀπόφευγε καὶ θὰ σωθεῖς μιὰ μέρα».
Ἐχάρηκε ὁ Ἅγιος Θεοῦ τὸ πρόσταγμά του
καὶ ἀμέσως τότε ἔβγαλε πλούσια ἐνδύματά του.
Σχισμένο ῥάσο ἐντύθηκε ποὺ ἐπάνω του κρατοῦσε στὴν παραλία ἔτρεχε γοργὰ ἐπροχωροῦσε.
Τὸν ἐβοήθησε ὁ Θεὸς κάτω στὴν παραλία πλοῖο γιὰ Ἀλεξάνδρεια ἔφευγε κατ’ εὐθείαν.
Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ βρῆκε ἡσυχία ἔφτασε σὲ ψηλὸ βουνὸ ποὺ ἦταν ἐρημία.
Ἡσύχαζαν εἰς τὸ βουνὸ καὶ ἄλλοι ἐρημίτες εἶχε τὴν ἡσυχία του τὶς μέρες καὶ τὶς νύκτες.
ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΤΟΝ ΑΡΚΑ∆ΙΟ
Λυπήθηκε ὁ βασιλιὰς ποὺ ὁ Ἅγιος εἶχε φύγει
ἔστειλε ἀνθρώπους νὰ τὸν βροῦν, τὸν πήρανε κυνήγι.
Στὰ σπήλαια τὸν γύρευαν χαράδρες πολιτεία μὰ ὁ Θεὸς τὸν σκέπασε μὲ σκέπη Του τὴ Θεία.
Ὁ βασιλιὰς ἀπέθανε· μετὰ τὸν θάνατό του ἔγινε τότε βασιλιὰς Ἀρκάδιος ὁ γιός του.
Στὸν ὅσιον Ἀρσένιο στέλνει ἐπιστολή του
καὶ τοῦ ζητεῖ συγχώρεση γιὰ τὴν ἀπόφασή του.
Τὸν παρακάλεσε θερμὰ νὰ τόνε συγχωρήσει γιὰ ἄδικο μίσος στὸν Ἅγιο ποὺ εἶχε ἁμαρτήσει.
- 13 -
Ὁ ὅσιος παράγγειλε μὲ τὸν ἀπεσταλμένο τὸν βασιλιὰ Ἀρκάδιο ἔχει συγχωρεμένο.
Παράδειγμα τῶν ἀσκητῶν ἔγινε στοὺς πατέρες καὶ προεστὸν τὸν ἔκαναν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
∆ὲν ὑπερηφανεύετο εἶχε ταπεινοσύνη
παρ’ ὅλη τὴ σοφία του καὶ τὴ γραμματοσύνη.
Ἔλεγε μόνον Ἰησοῦν Χριστὸν ὅτι αὐτὸς γνωρίζει ποὺ ἐσταυρώθηκε γιὰ μᾶς καὶ τὸν ὑποστηρίζει.
∆Ι∆ΑΣΚΕΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ
Στὸν ὅσιον οἱ συνασκηταὶ τοῦ εἶπαν νὰ τοὺς μιλήσει ν' ἀκούσουν Θεῖον Λόγον του ποὺ θὰ τοὺς ὠφελήσει.
Τοὺς ἄκουσε ὁ Ἅγιος κάνει ὑπακοή του
καὶ σὰν πατέρας καὶ ἀδελφὸς ἔδωσε συμβουλή του.
Ἀπὸ τὸν κόσμο ἐφύγαμε μὲ ἀναχώρησή μας νὰ σώσουμε πολύτιμη καὶ ἀθάνατη ψυχή μας.
Μάθημα κάνει ὁ Ἅγιος γιὰ τῆς ψυχῆς τὰ πάθη σὲ ὅλους τοὺς συνασκητὲς καθένας νὰ τὸ μάθει.
Ἔδειξαν εἶπε μερικοὶ ἐγκράτεια στὸ σῶμα νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς καὶ πιὸ πολλὰ ἀκόμα.
Ὅμως γιὰ καθαρὴ ψυχὴ δὲν προσπαθοῦν καθόλου καὶ ἀκαθάρτους λογισμοὺς ποὺ εἶναι τοῦ διαβόλου.
Ἀπέχουν καλοπέραση καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία
ὅμως στὰ πάθη τῆς ψυχῆς δὲν κάνουν ἐγκρατεία.
Ὅμως δὲν ἐγκρατεύονται, φθόνο, φιλαργυρία ἀκόμα ὑπερηφάνεια καὶ τὴν φιλοδοξία.
- 14 -
Ὅμως ἡ πιὸ χειρότερη εἶναι ἡ περηφάνεια, ὁμοιάζει μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν ἀκαθαρσία.
Ἀπὸ τὰ πάθη τὰ κρυφὰ λοιπὸν ἂς προσπαθοῦμε ψυχὰς νὰ καθαρίσομε κατὰ Θεὸν νὰ ζοῦμε.
Ὁ διάβολος παρακινεῖ πολλὲς ψυχὲς ἀνθρώπων τοὺς συμβουλεύει πονηρὰ μὲ τὸν δικό του τρόπο.
Ἄλλους νὰ εἶναι γαστρίμαργοι, ἄλλους φιλαργυρία νὰ δίνουν τάχα στοὺς πτωχοὺς ἀπὸ φιλανθρωπία.
Ἄλλους πειράζει ὁ σατανὰς εἰς τὴν κενοδοξία
νὰ δέχονται τοὺς λογισμοὺς ποὺ στέλνει κατ’ εὐθείαν.
Τοὺς πονηροὺς τοὺς λογισμοὺς ὅταν αὐτοὶ δεχθοῦνε οἱ δαίμονες τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τότε περιγελοῦνε.
∆ιάφορες οἱ προσβολὲς καὶ μηχανήματά του πρέπει νὰ φυλαγόμαστε μακριὰ ἀπὸ κοντά του.
Μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια νὰ κάνομε προσευχή μας εἰς στὸν πατέρας μας Θεό, νὰ δίνει φώτισή μας.
Ἔχομε εἰς τὸν οὐρανὸν φιλόστοργον πατέρα ὅλοι νὰ τὸν δοξάζομεν τὴν νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐγνώριζε τὰς τέχνας τοῦ διαβόλου γι’ αὐτὸ δὲν ἐφοβότανε τὶς προσβολὲς καθόλου.
Στὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν ἔκανε προσευχή του
καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐφύλαγε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἐχθρούς του.
Εἶχε πολὺ ταπείνωση καὶ εἰς τὸ ντύσιμό του φοροῦσε ῥάσα παλαιὰ στὸ σῶμα τὸ δικό του.
Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε σὲ κάθε πολιτεία ἐρχόταν ποὺ τοὺς ἔλεγε θεία διδασκαλία.
Ἄκουγαν ἄνθρωποι ἁπλοὶ ἀλλὰ καὶ φωτισμένοι ἡγούμενοι, ἀρχιερεῖς καὶ ἄλλοι μορφωμένοι.
- 15 -
ΤΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΛΟΓΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
Τοῦ εἶπε ἕνας μοναχὸς τ’ Ἁγίου νὰ μιλήσει
νὰ ἀκούσει λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ τὸν ὠφελήσει.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος σ’ αὐτὴν τὴν ἀπορία ὅταν βρεθεῖ ὁ μοναχὸς σὲ μία πολιτεία
ψυχὴ γιὰ νὰ ἔχει καθαρὴ μὴν ἔχει γνωριμία.
Εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἔχομε πάντα ψυχὴ δοσμένη ἀπὸ τὰ θεῖα χέρια του ὅλοι εἴμαστε πλασμένοι.
ΟΠΤΑΣΙΑ
Ὁ Ἅγιος εἶδε κάποτε ὡραία ὀπτασία
εἶπε σὲ ἄλλο πρόσωπο αὐτὴν τὴν ἱστορία τὸν ἑαυτόν του ἔκρυψε ἀπὸ κενοδοξία.
Τοὺς εἶπε· κάποιος Γέροντας καθόταν στὸ κελί του καὶ μία φωνὴ ὁ Γέροντας ἄκουσε στὸ αὐτί του.
Σὰν βγῆκε τότε ὁ Γέροντας ἔξω ἀπ’ τὸ κελί του ἀκολουθεῖ ἕνα Ἄγγελο καὶ βάδιζε μαζί του.
Σὲ ἕνα μέρος ἄνθρωπος ξύλα ἐπελεκοῦσε
νὰ τὰ σηκώσει μόνος του ὅμως δὲν ἠμποροῦσε.
∆εμάτι ἔβαλε καὶ ἄλλα ξύλα
καὶ ἔκανε πολλὲς φορὲς αὐτὸ ἐν συνεχείᾳ.
Ὁ μοναχὸς καὶ ὁ Ἄγγελος προχώρησαν πιὸ κάτω ἔβγαζε ἕνας ἄνθρωπος νερὸ ἀπὸ ἕνα λάκκο.
Μὰ τὸ δοχεῖο ποὺ κρατᾷ ἤτανε τρυπημένο ὥσπου νὰ ἀνέβει τὸ νερὸ ὅλο ἤτανε χυμένο.
Πιὸ πέρα συναντοῦν Ναὸν· δυὸ ἄνδρες συναντοῦνε κρατοῦσαν ὁριζόντια ξύλο εἰς ναὸν νὰ μποῦνε.
- 16 -
Στὸν Γέροντα εἶπε τότε ὁ Ἄγγελος γιὰ τὴν περιοδεία πὼς ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴδανε ἔχουνε σημασία.
Αὐτὰ ἦταν παραβολικὰ ποὺ ὁ Γέροντας θωροῦσε καὶ ὁ Ἄγγελος στὸν Γέροντα ὅλα τὰ ἐξηγοῦσε ποὺ ἤτανε οἱ δυὸ μαζὶ καὶ τὰ παρατηροῦσε.
Τὸ ξύλον ποὺ ἐβάστασαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πιστεύουν εἶναι δίκαιοι καὶ ἔχουν δικαιοσύνη.
Ἔχουν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι τοῦ διαβόλου καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπουνε καθόλου.
Ὁ ἄλλος ποὺ ἔβγαζε νερὸ μὲ τρύπιο τὸ δοχεῖο καλλιεργοῦσε ἀρετὲς σὲ ὅλον του τὸν βίο.
Ἐνήστευε, προσεύχονταν, ἔκανε ἐλεημοσύνη
μὰ ἤτανε ἀνθρωπάρεσκος καὶ χάνει αὐτὰ ποὺ δίνει.
Ο ΠΛΑΝΗΘΕΙΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Τοὺς εἶπε τότε ὁ ὅσιος καὶ ἄλλη ἱστορία· ἐζοῦσε ἕνας μοναχὸς γέρος στὴν ἡλικία.
Στὴν πράξη εἶν’ θαυμάσιος εἶχε ἀγραμματοσύνη τὸν πείραξε ὁ διάβολος γιὰ ἔλλειψή του ἐκείνη.
Στὸν λογισμὸν τοῦ ἔβαλε γιὰ Θεία Κοινωνία ποὺ τὴν μεταλαμβάνουμε στὴ Θεία Λειτουργία.
Ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ἀλλὰ ἀντίτυπο αὐτῶν ἐντὸς Ἁγίου Ποτηρίου.
Σὰ ἄκουσαν οἱ μοναχοὶ τοῦ γέροντος τὴν πλάνη εἰς τὸ κελὶ τὸν πήγανε γι’ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει.
Ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν τοῦ εἶπαν τὴ αἰτία
τὴν πλάνη ποὺ εἶχε στὸ μυαλὸ νὰ βγάλει κατ’ εὐθεία.
- 17 -
Ὁ γέροντας τοὺς δέχθηκε καὶ τοὺς καλωσορίζει σὰν ἄκουσε τὰ λόγια τοὺς τότε αὐτὸς ἀρχίζει.
Ἐγὼ τὰ εἶπα τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἐπαναλαμβάνω
διότι δὲν πιστεύω σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἐντός μου βάνω.
Οἱ πατέρες τὸν σταμάτησαν μὴν βλασφημεῖ τὰ Θεία κατόπιν τοῦ ἐξήγησαν πὼς κὰτ' οἰκονομία
τὰ τακτοποίησε ὁ Θεὸς ὅλα μὲ πανσοφία.
Σάρκα νὰ φάει ὁ ἄνθρωπος καὶ αἷμα ὠμὸ ἐπίσης δὲν δύναται καὶ δὲν ἠμπορεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύση.
Ὁ Ἱερέας εὐλογεῖ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον
καὶ εὐθὺς πνεῦμα τὸ Ἅγιον κάνει τὸ θαῦμα ἐκεῖνο.
Τὸν γέροντα ποὺ ὁ διάβολος τὸν εἴχενε πλανέψει παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν διὰ νὰ τὸν προστατεύσει.
Ἑπτὰ ἡμέρες ἐπέρασαν πῆγαν στὴν ἐκκλησία νὰ παρακολουθήσουνε τὴ Θεία Λειτουργία.
Τὸ «ἐξαιρέτως» ἔλεγε ὁ ἱερεὺς στὴν Παναγία θαῦμα μεγάλο ἔγινε τότε στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Ἱερέας ἅπλωσε χέρι του νὰ μελίσει
τὸν Ἅγιον Ἄρτο οἱ γέροντες εἶχαν παρατηρήσει.
Μὰ τότε βλέπουν Ἄγγελο κρατοῦσε ἕνα μαχαίρι
τὸ Ἅγιον βρέφος ἔσφαξε στὸ Ἅγιον Ποτήριο εἶχε φέρει.
Μικρὲς μερίδες ἔκοπτε τὸν Ἄρτον ὁ Ἱερέας
ἔκοπτε καὶ ὁ Ἄγγελος Σῶμα Θείου βρέφους ὡραία.
Ὁ πλανεμένος Γέροντας πῆγε νὰ κοινωνήσει
τὰ Ἄχραντα Μυστήρια τὴν πλάνη του νὰ ἀφήσει.
Μετάλαβε κρέας ὠμὸ ποὺ ἔσταζε τὸ αἷμα
αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπαν οἱ Γέροντες δὲν εἶν’ καθόλου ψέμα.
- 18 -
Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας πολὺ ἀπ’ τὴ χαρά του καὶ ἀπέῤῥιψε τὴν φοβερὴ πλάνη τὴν ἰδικιά του.
Γιατὶ ἐβεβαιώθηκε καὶ βρῆκε τὴν ἀλήθεια
καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ 'πὲ ὁ διάβολος εἶν’ ὅλα παραμύθια.
Καὶ ἄλλοι δύο γέροντες ἦταν ἐκεῖ καὶ ἀκοῦνε
εἰς τὰ κελιά τους ἐστράφησαν Θεὸν εὐχαριστοῦνε.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὡραῖες διηγήσεις
ἔλεγε σὲ ὅσους πήγαιναν νὰ τοὺς φιλοξενήσει.
ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΡΩΜΑΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ
Τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
θέλησαν νὰ τὸν δοὺν πολλοὶ ποὖχε μεγάλη φήμη.
Ἦλθε στὴ Ἀλεξάνδρεια γυναίκα ἀπὸ τὴ Ῥώμη συγκλητικὴ ἀρχόντισσα νὰ τὸν ἰδεῖ ἀκόμη.
Νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια ψυχωφελείας ἦταν πολὺ ἐνάρετος εἶχε μεγάλη ἀξία.
Ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος εἶδε καταγωγή της καὶ τὴν ἐφιλοξένησε μετὰ ὑποδοχή της.
Παρακαλεῖ ἡ ἀρχόντισσα τότε τὸν Πατριάρχη νὰ πᾶνε μαζὶ στὸν Ἅγιον νὰ μὴν βρεθεῖ μονάχη.
Ξεκίνησαν σὰν ἔφθασαν ὁ Πατριάρχης προχωροῦσε τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον νὰ τὸν παρακαλοῦσε.
Γυναίκα αὐτὴν νὰ τὴν δεχθεῖ στ’ ἀξίωμα μεγάλη μεγάλο πόθο νὰ τὸν δεῖ μὲ εὐλάβεια μεγάλη.
Ὁ ὅσιος δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ λεγόμενά του
καὶ ὁ Πατριάρχης ἔφυγε ἄπρακτος ἀπὸ κοντά του.
- 19 -
Μὰ τὴ γυναίκα ἡ εἴδηση εἶχε στεναχωρήσει χωρὶς νὰ ἰδεῖ τὸν Ἅγιον δὲν θὰ ἀναχωρήσει.
Ἡ γυναίκα ἔμενε ἐκεῖ καὶ παρακολουθοῦσε πότε θὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ κελὶ νὰ ἰδεῖ νὰ τοῦ μιλοῦσε.
Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὸ κελὶ στὰ πόδια Ἁγίου πάει μὲ δάκρυα στὰ μάτια της καὶ τὸν παρακαλάει.
Λόγον σωτήριον νὰ πεῖ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου
θὰ τὸ εἶχε πάντοτε στὸ νοῦ στὸν ἰδικόν της βίο.
Ὁ Ἅγιος τὴν σήκωσε ἤτανε ὀργισμένος γυναίκα ὅταν εἶδε ἐκεῖ εἶν’ στεναχωρημένος.
Τῆς εἶπε ἂν ἦρθες ἐδῶ νὰ ἰδεῖς τὸ πρόσωπό μου κοίτα το μὰ δὲν ἄκουσες τὸ ἔργο τὸ δικό μου.
Γιατὶ λοιπὸν ταξίδευσες πρὸς χάρην ἰδική μου
νὰ ἔρθουν γυναῖκες νὰ ἰδοῦν καὶ ἐκεῖνες τὴ μορφή μου.
Ἡ ἀρχόντισσα ἀποκρίθηκε πὼς δὲν θὰ ἀφήσει ἄλλη γυναίκα γιὰ ἐπίσκεψη νὰ κάνει ὁσίου πάλι.
Εὐλάβεια ἔχω πολὺ στὴν Ἅγια μορφή σου
νὰ μνημονεύεις πάντοτε καὶ ἐμὲ στὴν προσευχή σου.
Καὶ ὁ Ἅγιος τῆς ἀπαντᾷ εἰς τὴν ἐνθύμησή της
«παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ ἐξαλείψει τὴν ἐνθύμησή σου ἀπὸ τὴν καρδιά μου».
Σὰν τ’ ἄκουσε ἡ γυναίκα αὐτὰ τότε εἶχε ἀῤῥωστήσει ὁ Πατριάρχης μίλησε νὰ τὴν παρηγορήσει.
Νὰ μὴν λυπᾶσαι ὦ ∆έσποινα αἰτία εἶναι ἄλλη
ποὺ ἀπάντηση ἀπ’ τὸν Ἅγιον τότε δὲν πῆρες ἄλλη.
Ὁ σατανὰς τοὺς μοναχοὺς πάντα τοὺς πολεμάει
μὲ ἐνθύμηση τῶν γυναικῶν κοντά του τοὺς τραβάει.
- 20 -
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος εἶχε μεγάλο ἀγώνα
τὸ ὄνομά του ξακουστὸ θὰ μείνει εἰς τὸν αἰώνα.
Τοὺς μαθητάς του ἐπρόσταξε βίον του νὰ μὴν γράψουν στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ τὸν δοξάσουν.
Ἔτσι καὶ μετὰ θάνατον θέλησε ἀποφυγή του ἀπέκρυπτε τὰς ἀρετὰς ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του.
Καὶ ὅταν ἐκατάλαβε πὼς ὁ θάνατος πλησιάζει θὰ τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος τοὺς μαθητὰς φωνάζει.
Ὅταν τοὺς ἀπεκάλυψε διὰ τὸν θάνατόν του θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα καὶ ἔκλαιγαν ἐμπρός του.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοὺς ἐπαρηγοροῦσε
μὴν κάνουνε παρακοὴ σ' ὅ,τι τοὺς συνιστοῦσε.
Μὴν δώσει ἀπὸ ἐσᾶς κανεὶς μετὰ τὸν θάνατόν μου καὶ δώσει καὶ ἐλάχιστον ἀπὸ τὸ λείψανό μου
θὰ τιμωρηθεῖται ἀπ’ τὸν Θεὸν μὲ θέλημα δικό μου.
Οἱ μαθηταὶ ἐρώτησαν διὰ τὸ λείψανό του ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ στόμα τὸ δικό του.
Τὰ πόδια μου μὲ ἕνα σχοινὶ θὰ τὰ 'χετε δεμένα καὶ σύροντάς με στὸ βουνὸ θὰ εἶναι ξαπλωμένα.
Θὰ βρεῖτε τόπον ὑψηλὸν νὰ 'χει γκρεμὸν ἐν πάσῃ νὰ μὴν μπορέσει ἄνθρωπος ἐκεῖ νὰ πλησιάσει.
Ἀπέφευγε ὁ Ἅγιος τὸν ἔπαινον ἀνθρώπων
γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ θάνατο διάλεξε ἄγνωστο τόπο.
Φοβήθηκε τὸν θάνατον πρὸ τῆς κοιμήσεώς του οἱ μαθητὲς ἐρώτησαν, σὰν ἦταν μοναχός του.
- 21 -
Φοβήθηκες τὸν θάνατον ἐσὺ Ἅγιε Πατέρα;
τὸν φόβον αὐτὸν ἀπάντησε τὸν εἶχα νύχτα μέρα.
Τοὺς ἀδελφοὺς χαιρέτησε καὶ ἔφυγε ἡ ψυχή του οἱ Ἄγγελοι τὴν πήρανε στὸν οὐρανὸ μαζί τους.
Στὴν ἄσκησή του ἔζησε 55 χρόνια
καὶ τώρα ζεῖ στὸν οὐρανὸ μὲ τὸν Θεὸν αἰώνια.
Κατὰ τὸν Ἅγιον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτη ὁ ὅσιος Ἀρσένιος 100 ἐτῶν ἐκοιμήθη.
Στὴ γῆ ἐδῶ ποὺ ἔζησε δὲν εἶχε ἀῤῥωστήσει ἀπὸ βαριὰ γεράματα εἶχε ἐξασθενήσει.
Ἤτανε ὑγιέστατος γιὰ τὴν ἐγκράτειά του ποὺ πάντα τὴν ἐφύλαγε ἀπὸ νεότητά του.
Τὸ γένειόν του ἦταν μακρὺ μέχρι εἰς τὴν κοιλιά του καὶ ἦταν ὡραιότατο στολίδι ἐμπροστά του.
Ἦταν στὸ σῶμα ὑψηλός, τὰ βλέφαρα εἶχαν πέσει τὸ γῆρας καὶ τὰ δάκρυα ἔλαβαν τότε θέση.
Οἱ μαθηταὶ τοῦ ἔψαλαν νεκρώσιμη ἀκολουθία
μὲ μηλωτὴ καὶ τρίχινο ὑπουκάμισο ἔκαναν τὴν κηδεία.
Καὶ τὸ ἐτοποθέτησαν σὲ ἀπόκρυφο τὸν τόπο
νὰ μὴν τόνε θωροῦν ποτὲ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ὦ! Ἅγιε Ἀρσένιε κάνε τὴν προσευχή σου νὰ ζήσομεν οἱ ἁμαρτωλοὶ αἰώνια μαζί σου.
- 22 -
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε εἰς τὴν Καππαδοκία μετὰ Χριστὸν ἔτος 493.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι ἐπίσης τὸ ὄνομά τους ξακουστὸ σὲ Ἀνατολὴ καὶ ∆ύση.
Ὄνομα τοῦ πατέρα του τὸν λέγαν Ἰωάννη Σοφία τὴ μητέρα του, χωριὸ τοὺς Μουταλάσκη.
Πέντε χρονῶν σὰν ἔγινε ὁ Σάββας στὴν ἡλικία τὸν ἄφησαν στὸν θεῖο του τὸν λέγανε Ἑρμεία.
Γονεῖς στὴν Ἀλεξάνδρεια πῆγαν μαζὶ παρέα νὰ ἐκτελέσουνε διαταγὴ ἐκεῖ τοῦ βασιλέα.
∆ὲν κάθισε πολὺν καιρὸ ὁ Σάββας στὸν Ἑρμεία εἶχε γυναίκα νευρικὴ ἦταν τοῦ Σάββα θεία.
Πῆγε σὲ ἄλλο θεῖο του ὁ Σάββας μία ἡμέρα σὲ ἀδελφὸ πατέρα του καὶ ἔζησαν ἐκεῖ πέρα.
Γρηγόριο τὸν λέγανε μὲ τὸν γλυκό του τρόπο
ὁ Σάββας ζεῖ ἐνάρετος μὲ θαυμασμὸ ἀνθρώπων.
Ὡσὰν παιδὶ δὲν ἔκανε ποτέ του ἀταξία·
οὔτε στοὺς δρόμους ἔτρεχε δὲν ἔκανε ἀστεία.
Κάλεσμα εἶχε θεϊκὸ ψυχή του ν' ἀποθάνει
νὰ ἀφήσει καλοπέραση, εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἀρέσει.
Μὲ ἀρετὴ καὶ ἄσκηση προσευχὴ καὶ νηστεία ἔφθασε σὲ Ἁγιότητα μὲ τὴν σκληραγωγία.
- 24 -
ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Εἰς τὸ χωριό του ἐκεῖ κοντὰ ἤτανε μοναστήρι Φλαβιαναὶ τὸ λέγανε καὶ ζοῦσαν καλογῆροι.
Ὁ Σάββας ποὺ τὸ ἔβλεπε τὴν σκέψη του τραβούσε καθημερνῶς μὲ μάτια του ἐκεῖνο ἐκοιτοῦσε.
Χρήματα δὲν τὸν συγκινοῦν οὔτε οἱ ἀπολαύσεις οὔτε οἱ πρόσκαιρες ὀμορφιὲς οὔτε διασκεδάσεις.
Σὰν ἔγινε ὀκτὼ ἐτῶν πῆγε στὸ μοναστήρι νὰ ζήσει καλογερικὰ μὲ ἄλλοι καλογῆροι.
Χαρούμενος ὁ Ἡγούμενος τότε τὸν ὑπεδέχθη ποὺ ἔβλεπε πρώτη φορὰ παιδὶ σ’ αὐτὴν τὴ θέση.
Οἱ θεῖοι του σὰν ἔμαθαν γιὰ τὴν ἀπόφασή του πῆγαν τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀκολουθεῖ μαζί τους.
Στὸ μοναστήρι ἔλεγαν ὅτι θὰ δυστυχήσεις ἐνῷ στὸν κόσμο ὅταν ζῆς τότε θὰ εὐτυχήσεις.
Τοῦ ἔλεγαν σκληρὴ ζωὴ δὲν θὰ τὰ βγάλεις πέρα ἐνῷ στὸν κόσμο θὰ χαρεῖς θὰ 'χεις ἄλλο ἀγέρα.
Οἱ θεῖοι του τὸν βίαζαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει μὰ ἦρθε τώρα οἱ σειρὰ ὁ Σάββας νὰ ὁμιλήσει.
Τελείωσαν τὰ λόγια τους καὶ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ ὁ Σάββας τότε ἔλαβε ἀμέσως ὁμιλία.
Γιὰ πλούσιο καὶ Λάζαρο τὸ θέμα τὸ δικό του ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό του.
Τοὺς εἶπε πὼς ὁ πλούσιος γεμάτο εἶχε στομάχι καὶ ὁ πεινασμένος Λάζαρος γυμνὸς οὔτε ψωμάκι.
Ἄσπλαχνος ὁ πλούσιος οὔτε ἕνα ψιχουλάκι δὲν ἔδινε στὸν Λάζαρο νὰ σπλαχνιστεῖ λιγάκι.
- 25 -
Καὶ τότε ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ πέθαναν κι οἱ δύο τὰ σώματά τους ἔθαψαν μὲς τὸ νεκροταφεῖο.
Ὁ πλούσιος στὴν κόλαση ἔλαβε τιμωρία
ὁ Λάζαρος στὸν παράδεισο βρῆκε τὴν εὐτυχία.
Ὁ πλούσιος τὸν Λάζαρον βλέπει εὐτυχισμένο τὸ στόμα του ἀπ’ τὴν φωτιὰ ἤτανε ἀναμμένο.
∆ιὰ νὰ βρέξει γλώσσα του νερὸ μία σταγόνα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ δροσιστεὶ τὸ στόμα.
Ὁ Σάββας ἐσταμάτησε ἐδῶ τὴν ὁμιλία
νὰ καταλάβουν οἱ θείοι του ποὺ εἶν’ ἡ εὐτυχία.
Γι’ αὐτὸ μὴν ἐπιμένετε διότι δὲν θὰ ἀκούσω ὅτι στὸν κόσμο τάζετε δὲν θὰ ἀκολουθήσω.
Τὰ πλούτη δὲν μὲ συγκινοῦν καὶ οἱ διασκεδάσεις γιατὶ ἑτοιμάζει ἡ ἡδονὴ αἰώνιες κολάσεις.
Οἱ θεῖοι σὰν τὰ 'κουσαν εἶν’ στεναχωρεμένοι μυαλό του δὲν τὸ ἄλλαξαν ὁ Σάββας ἐπιμένει.
Ἔτσι ὁ Σάββας ἔμεινε τότε στὸ μοναστήρι καὶ ἔκανε ὑπακοὴ ὅπως οἱ καλογῆροι.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Τὸ κτῆμα τοῦ μοναστηριοῦ ἐσκάλιζε μιὰ μέρα μὲ ἄλλα δέντρα μιὰ μηλιὰ ἤτανε παραπέρα.
Ἐσήκωσε τὸ χέρι του ἔκοψε ἕνα μῆλο
γιὰ νὰ δροσίσει στόμα του ποὺ δίψασε ὀλίγο.
Ὅμως προτοῦ στὸ στόμα του τὸ μῆλο δοκιμάσει δὲν ἦταν ὥρα φαγητοῦ γιὰ καλογήρων τάξη
καὶ δὲν ξανάφαγε ποτὲ μῆλο εἰς τὴ ζωή του.
- 26 -
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ
Ἡ πίστη ἦταν φλογερὴ ἦταν μεγάλο πράγμα
καὶ τώρα ἐδῶ θὰ γράψομε τὸ πρῶτο του τὸ θαῦμα.
Ἱερὰς μονῆς ὁ φούρναρης βράχηκε τὸν χειμώνα γιὰ νὰ στεγνώσει ῥούχα του, προσπάθησε ἀκόμα.
Μέσα στὸ φοῦρνο τὰ ἔβαλε διὰ νὰ τὰ στεγνώσει δὲν τὰ 'βαλε στὸ σῶμα του, διὰ νὰ μὴν κρυώσει.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ φούρναρης τὸν φοῦρνο εἶχε ἀνάψει ἐξέχασε τὰ ῥοῦχα ἐκεῖ ποὺ ὁ φοῦρνος θὰ τὰ κάψει.
Ὁ Σάββας ὅταν τ’ ἄκουσε στὸ φοῦρνο εἶχε τρυπώσει νὰ μὴν καοῦν τὰ ῥοῦχα του φούρναρη νὰ γλυτώσει.
Ἅρπαξε ῥοῦχα ἀνέγγιχτος ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν φοῦρνο τοῦ Σάββα δὲν ἐκάηκε τρίχα τῆς κεφαλής του θαῦμα τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς ποὺ ἤτανε μαζί του.
ΓΙΑ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
Εἰς τὴν μονὴ Φλαβιανῶν ὁ Σάββας εἶχε καθίσει καὶ γιὰ Ἱεροσόλυμα θέλει νὰ ἀναχωρήσει.
Νὰ συναντήσει μοναχοὺς καὶ ἀσκητὰς ἀκόμη ποὺ ἤθελε νὰ διδαχθεῖ μὲ τὴν δική τους γνώμη.
Ὁ Σάββας τ’ ἀνακοίνωσε εἰς τὸν Ἡγούμενόν του νὰ πάει Ἱεροσόλυμα ἔβαζε στὸ μυαλό του.
Σὰν τὸ ἄκουσε ὁ Ἡγούμενος ἔφερε ἄρνησή του καὶ ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ στὴν κλίνη τὴ δική του.
Τὴν ἴδια νύκτα ὁ Ἄγγελος Ἡγούμενο προστάζει
νὰ ἀφήσει τὸν Σάββα ἐλεύθερο ὅπου καὶ ἂν γυρίζει.
- 27 -
Μὲ ἔκπληξη ὁ Ἡγούμενος τὸν Σάββα εἰδοποιοῦσε εἶχε εὐλογία τοῦ Θεοῦ νὰ πάει ὅπου ποθοῦσε.
Ὁ Σάββας συγκινήθηκε καὶ παίρνει τὴν εὐχή του χαιρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἤτανε μαζί του.
Φεύγει 18 χρονῶν ἀπὸ τὸ μοναστήρι
ποὺ ζοῦσαν ὁ Ἡγούμενος μαζὶ καὶ καλογῆροι.
Ταξίδι πολυήμερο καὶ ἄγριο χειμώνα
πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα εἶχε νερὰ καὶ χιόνια.
Στὴν Πασαρίωνος Μονὴ εὐρῆκε ἡσυχία ἦταν γέροντας ἐκεῖ ἀπ’ τὴν Καππαδοκία.
Γιὰ ὅσιο Σάββα ἄκουσαν τότε οἱ καλογῆροι θέλησαν νὰ τὸν πάρουνε σὲ ἄλλο μοναστήρι.
Ἀλλὰ ἐπιθυμία του τοῦ Σάββα τοῦ ὁσίου ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ μονὴ Ἁγίου Εὐθυμίου.
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΕΥΘΥΜΙΟ
Ὁ ὅσιος Σάββας ἔτρεξε στὸν Εὐθύμιον τότε μὲ προθυμία· τὸν εἶδε ὁ Εὐθύμιος μικρὸ στὴν ἡλικία
τὸν στέλνει στὸν Θεόκτιστον διὰ παιδαγωγία.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔδειξε ὅλη τὴν ἀρετή του ἐβοηθοῦσε γέροντας μὲ τὴν ταπείνωσή του.
Φρόντιζε γιὰ τὴν θέρμανση, νερὸ τοὺς κουβαλοῦσε πάντοτε ἦταν πρόθυμος τοὺς ἐξυπηρετοῦσε.
Εἶδαν τὴν προθυμίαν του ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν
οἱ Γέροντες ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσαν.
- 28 -
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ
Ὁ Σάββας καὶ ἕνας μοναχὸς στὴν Ἀλεξάνδρεια εἶχε ἀναχωρήσει καὶ ὁ σατανὰς κατόρθωσε γονεῖς νὰ συναντήσει.
Γονεῖς του τὸν ἐγνώρισαν καὶ πήγανε κοντά του ἠθέλησαν τοῦ μοναχοῦ νὰ ἀλλάξουν τὰ μυαλά του.
Τοῦ εἶπαν στὰ ἀξιώματα νὰ πάει στὸν βασιλέα θὰ ζεῖ ζωῇ εὐχάριστη πάρα πολὺ ὡραία.
Ὁ Σάββας ὅταν τ’ ἄκουσε δὲν μίλησε καθόλου κατάλαβε ὅτι ἐμπόδιον ἤτανε τοῦ διαβόλου.
Μὲ φρονιμάδα ἔπειτα μίλησε στοὺς γονεῖς του ἐφ’ ὅσον τότε εἴχανε διάλογον μαζί του.
Τὸ πρῶτον πρέπει νὰ ἀγαπῶ ∆εσπότη τὸν Χριστό μου καὶ ἔπειτα νὰ ἀγαπῶ ἐσᾶς τοὺς δυὸ γονεῖς μου.
Τὴ δόξα τὴν βασιλικὴ δὲν θὰ τὴν προτιμήσω ἀπὸ τὸ σχήμα ἀγγελικὸ ποὺ θέλω νὰ τιμήσω.
Ἂν θέλετε τοὺς δυὸ γονεῖς νὰ σᾶς ἀναγνωρίζω τὸ ζήτημα ποὺ μοῦ εἴπατε ὀπίσω τὸ γυρίζω.
Γονεῖς του ἐσιώπησαν εἰς τὴν ἀπάντησή του ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς κάνει μία χάρη
τοῦ ἔδωσαν 20 νομίσματα χρυσὰ μαζί του νὰ τὰ πάρει.
Τὰ πῆρε καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὸ μοναστήρι
τὰ ἔδωσε στὸν Ἡγούμενο τὰ εἶδαν καὶ οἱ καλογῆροι.
Καὶ ἔτσι ἦταν νικητὴς Σάββας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔκανε θέλημα Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων.
∆έκα χρόνια ἔζησε ὁ Σάββας στῆς Λαύρας Μοναστήρι Θεόκτιστος ἐκοιμήθηκε μείναν οἱ καλογῆροι.
- 29 -
Ὁ Εὐθύμιος Ἡγούμενο ἔκανε τὸν Λογγίνο
ὁ ὅσιος Σάββας 30 ἐτῶν ἦταν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.
Ζωὴ ἀσκητικότερη θέλει ὁ ὅσιος νὰ ζήσει καὶ στὸν νέον ἡγούμενο ἀδεία νὰ ζητήσει.
Ἔγραψε ὁ Ἡγούμενος τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου νὰ δώσει συγκατάθεση τοῦ Σάββα τοῦ ὁσίου.
Ὁ Μέγας τότε Εὐθύμιος τοῦ εἶχε ἀπαντήσει ὅπου ὁ Σάββας θὰ διαβεῖ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίσει.
Ὁ Σάββας πῆρε ἄδεια σὲ μιὰ σπηλιὰ πηγαίνει
ποὺ ἦταν μὲς στὴν ἔρημο μὲς στὰ βουνὰ κρυμμένη.
Ἐγκατεστάθη στὴν σπηλιὰ ἔκανε προσευχή του μὲ οὐράνιον πατέρα του, συνομιλεῖ μαζί του.
∆άκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του κυλοῦν εὐγνωμοσύνης ὅλα εἶχαν θεῖο ἄρωμα εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Μόνο Σαββατοκύριακα πήγαινε στὴ μονή του ἐκοινωνοῦσε καὶ ἔφευγε εἰς τὴν ἀνάπαυσή του.
Ἐκύλησαν εἰς τὴν σπηλιὰ τότε ἄλλα 5 χρόνια τὸ καλοκαίρι ἥλιος καὶ τὸν χειμώνα χιόνια.
- 30 -
ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΕΥΘΥΜΙΟ
Ὁ Μέγας τότε Εὐθύμιος πίστη πολὺ ἀράδα
«εἶδε παιδάριο-Γέροντα» στὸν ὅσιο τὸν Σάββα.
Μαζὶ μὲ ∆ομιτιανὸ ποὺ ἔκαναν παρέα
μετὰ τὰ Φῶτα στὴν ἔρημο περνούσανε ὡραῖα.
Περνοῦσαν τὴν Τεσσαρακοστὴ στὴν ἔρημο νηστεία καὶ στὴν μονὴ ἑόρταζαν Ἀνάσταση Ἁγία.
Περνοῦσαν οἱ 3 Ἅγιοι στὴν ἔρημο νηστεία καὶ τὰ κορμιὰ τοὺς ἔλιωνε ὁ ἥλιος σὰν κηρία.
Ἡ δίψα ἀνυπόφορος ἐστέγνωναν τὰ χείλη
καὶ περιμένουν ὁ Θεὸς νερὸ γιὰ νὰ τοὺς στείλει.
Ὁ Σάββας ἀπ’ τὴ δίψα του εἶναι στὴ γῆ πεσμένος τὸν εἶδαν οἱ συνασκητὲς σὰν λιποθυμισμένο.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐπῆγε παραπέρα
μὲ δάκρυα παρακαλεῖ οὐράνιον πατέρα.
Λυπήσου εἶπε στὸν Θεὸν αὐτὸ τὸ παλικάρι γιατὶ ἐδίψασε πολὺ· ὁ χάρος μὴν τὸν πάρει.
Μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια εἰς τὸν Θεὸν μιλοῦσε μὲ κάποιο ἀντικείμενο κάτω τὴ γῆ κτυποῦσε.
Ἡ γῆ φωνὴ ποὺ ἄκουσε ἀπ’ τὸν δημιουργό της πέταξε ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της τὸ δροσερὸ νερό της.
Ἤπιε τότε ὁ ὅσιος Σάββας νερὸ λιγάκι ἐπῆρε θεία δύναμη στὸ δρόμο ἐπερπάτει.
Σὲ λίγο καιρὸ ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ἐκοιμήθη ἐπῆγε εἰς τὸν οὐρανὸ πατέρα του τὸ σπίτι.
Ὁ Σάββας εἰς τὴν ἔρημο βαθειὰ εἶχε προχωρήσει στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ πῆγε νὰ κατοικήσει.
- 31 -
Τριάντα πέντε ἦταν χρονῶν Σάββας στὴν ἡλικία τὸν φοβερίζει ὁ διάβολος τοῦ ἔφερνε δειλία.
Μιὰ νύκτα πρὶν νὰ κοιμηθεῖ ἔκανε προσευχή του νὰ ἀναπαύσει θέλησε ὁ ὅσιος τὸ κορμί του.
Προτοῦ κλίσει τὰ μάτια του ὁ διάβολος τὸν πειράζει φίδια, σκορπιοὺς στὰ μάτια του βλέπει μὰ δὲν τρομάζει.
Ὅταν τὰ εἶδε ὁ Ἅγιος ἔκανε προσευχάς του
καὶ τότε ἐξαφανίσθηκαν ὅλα ἀπὸ μπροστά του.
Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ διάβολος ἐπῆγε σὰν λιοντάρι τὸν νίκησε ὁ Ἅγιος μὲ προσευχὴ καὶ πάλι.
Ὁ Σάββας εἰς τὴν ἔρημο ἔζησε τέσσερα χρόνια ἔπειτα πῆγε σὲ βουνὸ πολὺ ψηλὸ ἀκόμα.
Μιὰ νύκτα ποὺ ἐκοίταζε τῶν ἀστεριῶν τὴν τάξη γυναίκα τὸν πλησίασε ντυμένη ἦταν ἐντάξει.
Ἡ γυναίκα αὐτὴ τοῦ ἔδειξε σπηλιὰ νὰ κατοικήσει καὶ ὅ,τι χρειαζότανε θὰ τόνε βοηθήσει.
40 χρονῶν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν σπηλιὰ πηγαίνει τροφές, νερὸ δὲν εἴχενε βοήθεια περιμένει.
Ἐκεῖ στὸ μέρος τῆς σπηλιᾶς ὑπῆρχαν λίγα χόρτα ἀλλὰ Θεοῦ τὸ θέλημα θέλει νὰ γίνει πρῶτα.
Ἰσμαϊλήτες ἐφώτισε ὁ Θεὸς ἐν συνεχείᾳ
πῆγαν ψωμὶ καὶ τρόφιμα Σάββα στὴν κατοικία.
Ὁ Ἅγιος στὸ Σπήλαιο ἔζησε πέντε χρόνια νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ καὶ ἐγκράτεια ἀκόμα.
Σταμάτησαν τοῦ σατανᾶ τότε οἱ πειρασμοί του μέχρι ἐκεῖ τὸν πείραξε κακία ἡ δική του.
Ἔκτισε ἐπάνω στὸ βουνὸ πύργο καὶ ἐκκλησία καὶ ἱερεῖς περαστικοὶ ἔκαναν λειτουργία.
- 32 -
ΑΣΥΓΚΡΙΤΟΣ Α∆ΕΛΦΟΣ
Τοῦ ὁσίου Σάββα οἱ ἀσκητὲς ποὺ πήγαιναν κοντά του ἀγάπη καὶ φροντίδα τους ἤτανε στὴν καρδιά του.
Νερὸ δὲν εἴχανε ἐκεῖ· ἤτανε μακριά τους
καὶ ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος νὰ εὑρεθεῖ κοντά τους.
Ὅταν ἐπροσευχήθηκε σὲ χείμαῤῥο πιὸ κάτω βλέπει ἐκεῖ ὄναργο καὶ ἔκανε ἕνα λάκκο.
Τὸ ζῷο μὲ τὰ πόδια του σὰν ἔσκαψε λιγάκι ἄνοιξε φλέβα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἦρθε τὸ νεράκι.
Καὶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ ἐγέμισε τὸ λάκκο καὶ ἔσκυψε ὁ ὄναγρος καὶ ἤπιε ἀπὸ κάτω.
Ὁ Σάββας παρακολουθεῖ στὸ βάθος ἀντίκρυ του κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς ἄκουσε προσευχή του.
Ὁ ὅσιος Σάββας ἔτρεξε πῆρε ἕνα σκαλιστήρι νὰ ἐξασφαλίσει ἤθελε νερὸ γιὰ μοναστήρι.
Τὸ ζῷο αὐτὸ τὸ ἄγριο ποὺ ἀπομακρυνόταν τὸ τόπος γέμισε νερὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε πρῶτα.
Κατόπιν τὸ νερὸ αὐτὸ πῆγαν στὸ μοναστήρι ἐδόξαζαν ὅλοι τὸν Θεὸν κόσμος καὶ καλογῆροι.
Ὁσίου Σάββα ἡ μονὴ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἔγινε τότε ξακουστὸ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Πολλοὶ ἔδιναν καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερσή του νὰ γίνουνε νέα κελιὰ καὶ γιὰ συντήρησή του.
Ὅμως ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, ποὺ τὸν Ἅγιον φθονοῦσαν στὸν Πατριάρχη πήγανε καὶ τὸν κατηγοροῦσαν.
- 33 -
ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΤΑΙ ΙΕΡΕΥΣ
Κατηγοροῦν τὸν Ἅγιον ἐχθροὶ στὸν Πατριάρχη
τοὺς εἶπε νὰ μένουνε ἐκεῖ ὥσπου καὶ ἐκεῖνος νὰ 'ῥθει.
Ἔλαβε μήνυμα ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη πὼς στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Σάββας πρέπει νὰ 'ῥθει.
Σὰν ἔλαβε τὸ μήνυμα πῆγε μὲ προθυμία
στὴν πρόσκληση δὲν ἔφερε ἀντίῤῥηση καμμία.
Ὁ Πατριάρχης φέρθηκε πάρα πολὺ ὡραία ἐμπρὸς στοὺς κατηγόρους του τὸν ἔκανε ἱερέα.
Στοὺς κατηγόρους ἔλεγε Θεοῦ ἦταν ἡ κλίση καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο γιὰ νὰ τοὺς κυβερνήσει.
Τὸν ἐχειροτονήσαμεν εἶναι Ἡγούμενός σας αὐτὸν ἐδιάλεξε ὁ Θεὸς δάσκαλο δικό σας.
Ἔφυγαν τότε ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὸ μοναστήρι καὶ ἄρχισε πάλι ἡ δουλειὰ μετὰ τὸ πανηγύρι.
Πενήντα καὶ τριῶν ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία ὅταν ὁ Ἅγιος Σάββας ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία.
ΒΑΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Τὸν ὅσιο Εὐθύμιον εἶχε παράδειγμά του
ὁ ὅσιος Σάββας ποὺ ἔμεινε πολὺ καιρὸ κοντά του πῆρε μαθητὴ Ἀγάπιον τότε γιὰ σύντροφό του.
Τὴν Μηλωτὴ ὁ Ἀγάπιος στὰ χέρια ἐκρατοῦσε κρατοῦσε καὶ ξηροὺς καρποὺς νὰ τρώει σὰν πεινοῦσε.
Στὸν Ἰορδάνη ποταμὸν σὰν εἶχαν ἀναχωρήσει ἄνθρωπο 38 χρόνια δὲν εἶχε συναντήσει.
- 34 -
Εἶχε προορατικότητα ὁ Γέροντας ἐκεῖνος ζοῦσε πνευματικὴ ζωὴ κατάλευκος σὰν κρίνος.
Ὁ Ἅγιος Σάββας στὴν σπηλιὰ τοῦ Γέροντα αὐτοῦ μπαίνει κουβέντιασαν πνευματικὰ οἱ δύο γεροντάδες
καὶ ἀντάμωσαν πάλι ἐκεῖ σὲ λίγες ἑβδομάδες.
Ἐπήγαν στὴν ἐπιστροφὴ τὸν γέροντα νὰ δοῦνε ὅμως τὸν βρήκανε νεκρὸ δὲν εἶχαν τὶ νὰ ποῦνε.
Τὰ χέρια εἰς θέση προσευχῆς ἤτανε σταυρωμένα καὶ τὸν ἐνταφιάσανε χωρὶς ἄλλο κανένα.
Γιὰ τὴν μεγάλη πίστη του, εἶπαν στὸ μοναστήρι παράδειγμά του νὰ πάρουνε ὅλοι οἱ καλογῆροι.
ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΗ
Ὅταν ὅμως ἀπέθανε τοῦ ὁσίου ὁ πατέρας ἔγινε τότε μοναχὴ τοῦ Σάββα ἡ μητέρα.
Τότε ἐδικαιολόγησε ὁσίου Σάββα δρόμο·
ὁ Σάββας τῆς παράγγειλε νὰ ἀφήσει ψευτιὰ καὶ κόσμο καὶ τὴν ζωήν της στὸν Θεὸν πάντα νὰ ἔχει μόνο.
Τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν ἔζησε χρόνια πολλὰ ἀγγελικὴ ζωή της λίγο καιρὸ ἀργότερα πέταξε ἡ ψυχή της.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν κάλεσε κοντά του ψυχή της νὰ ἀναπαυθεῖ μὲ τὰ καλὰ παιδιά του.
Φιλόστοργα ὁ Ἅγιος τὴν ἔχει ἐνταφιάσει
καὶ προσευχήθη ὁ Κύριος νὰ τὴν ἀναπαύσει.
- 35 -
ΕΝ ΜΕΣΩ ∆ΑΙΜΟΝΩΝ
Τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο ποὺ ἦταν ὁ Ἅγιος Σάββας ὀνομασία τοῦ εἴχανε τὸ λέγανε τῆς Λαύρας.
Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα βουνὸ Καστέλι ὄνομά του ἐκεῖ ἦταν ὁ διάβολος μὲ τὰ στρατεύματά του.
Ἄνθρωποι δὲν ἐπήγαιναν αὐτὸ βουνὸ νὰ δοῦνε ἐθορυβοῦσαν οἱ δαίμονες δὲν θένε νὰ ἀκοῦνε.
Ὁ ὅσιος παραβίασε ἀπάτητον αὐτὸν τόπο
ποὺ ἀπὸ φόβο ἔφευγαν τὰ γένη τῶν ἀνθρώπων.
Πῆρε μαζί του ὁ Ἅγιος ἀπὸ Ἁγίους λάδι
ὅπου ἐπερνοῦσε ἔριχνε καὶ προσευχὴ τροχάδι.
Οἱ δαίμονες ἀγρίεψαν ἐπίθεση εἶχαν κάνει τοῦ Σάββα ὅμως προσευχὴ μαζὶ καὶ ἡ νηστεία ἐλύγισαν τοὺς δαίμονες ποὺ εἶδαν ἀταραξία.
Εἶδαν ὅτι ἀστόχισαν καὶ εἶχαν ἀποτυχία
καὶ πικραμένοι ἐφώναζαν μὲ ἀνθρώπινη ὁμιλία.
Σάββα δὲν σοῦ ἄρεσε ἡ σπηλιὰ ποὺ εἶχες ἡσυχία μᾶς βγάζεις ἀπ’ τὸ σπίτι μας ποὺ ἔχομε κατοικία.
Ἔχεις μεγάλη δύναμη ἐμεῖς αὐτὸ θωροῦμε· σύμμαχο ἔχεις τὸν Θεὸν γι’ αὐτὸ ἀναχωροῦμε.
Ἄκουσαν οἱ τσομπάνηδες τὸ πανδαιμόνιό τους ποὺ φώναζαν οἱ δαίμονες γιὰ τὸ ξεσηκωμό τους.
Ὁ Ἅγιος τοὺς τσομπάνηδες σὰν εἶδε ταραγμένους τοὺς εἶπε γιὰ τοὺς δαίμονες ἔφυγαν τρομαγμένοι.
Στὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἔκτισε μοναστήρι
καὶ προσευχόταν ἀσκητὲς ἐκεῖ καὶ καλογῆροι.
- 36 -
Ὁ ὅσιος προσευχότανε καὶ ἔκανε νηστεία μεγάλη καὶ κοινωνικὴ κάνει φιλανθρωπία.
Νὰ ἁπαλύνει ἤθελε τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων γι’ αὐτὸ δραστηριότητα κάνει σὲ κάθε τόπο.
Καὶ μοναστήρια ἔκτισε μὰ καὶ ὑδραγωγεῖα καὶ ἀρτοποιεῖα ἔκτισε καὶ τὰ νοσοκομεῖα.
Ἦταν προστάτης τῶν πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν ἐπίσης ἔκανε πάντα τὸ καλὸ μὲ δίχως διακρίσεις.
Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τους ὅλοι οἱ βασανισμένοι τοὺς ἔντυνε τοὺς ἔτρεφε ἤτανε χορτασμένοι.
Ἀπὸ τὴν μιὰ ὅλοι οἱ πτωχοὶ ὅσιον εὐχαριστοῦσαν ὑπῆρχαν καὶ συκοφάντες του ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν.
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ
Γιὰ νὰ ἀποφύγει ὁ Ἅγιος τότε συκοφαντία πῆγε βαθειὰ στὴν ἔρημο νὰ εὔρῃ ἡσυχία.
Στὴν ἔρημο ποὺ ἐβάδιζε μία σπηλιὰ εὐρῆκε εὐρύχωρη καὶ καθαρὴ· μέσα ἐκεῖ ἐμπῆκε.
Εὐτυχισμένος στὴν σιγὴ ἦταν τὴν ὥρα ἐκείνη ἐξάπλωσε νὰ κοιμηθεῖ στοῦ τόπου τὴ γαλήνη.
Κοιμήθηκε καὶ ἔνοιωθε πὼς κάτι τὸν τραβοῦσε ξύπνησε ἕνας λέοντας εὑρέθηκε κοντά του
νὰ τόνε βγάλει προσπαθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά του.
Ὁ Ἅγιος στὸ λέοντα σοφὰ εἶχε μιλήσει
καὶ ἔφυγε ὁ λέοντας τὸν Ἅγιον δὲν εἶχε ἐνοχλήσει.
- 37 -
ΠΑΝΤΑ ΓΑΛΗΝΙΟΣ
Στὴν ἔρημο ὁ Ἅγιος μετὰ παραμονή του
στῆς Ἁγίας Λαύρας τὴ Μονὴ ἐστράφη στὴ δική του.
Ἐνόμιζε ὁ Ἅγιος πὼς θὰ εὔρῃ ἡσυχία
μὰ μερικοὶ καλόγεροι τοῦ κράταγαν κακία.
Τότε γι’ αὐτοὺς τοὺς μοναχοὺς ἐμίλησε μπροστά τους στεναχωρέθηκε πολὺ γιὰ τὸ κατάντημά τους.
Σὲ ὅλους τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε ὁμιλία
νὰ συγχωροῦνε τοὺς ἐχθροὺς μὴν ἔχουνε κακία.
Σοφότατος ὁ ὅσιος μὲ ἀγάπη καὶ γαλήνη ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο καὶ μόνους τοὺς ἀφήνει.
Στὴν ἔρημο μιὰ χαρουπιὰ εὐρῆκε σ’ ἕνα τόπο ἐκεῖ ἔμεινε ὁ ὅσιος δίχως φωνὲς ἀνθρώπων.
Ἡ προσευχὴ ἐζέσταινε ὁσίου τὴν καρδιά του καὶ τὰ χαρούπια ἔτρωγε γιὰ πείνα ἰδικιά του.
Πέρασε ἐκεῖ ἕνας πλούσιος εἶδε τὴν ἄσκησή του θαύμαζε τὴν ἀντοχὴ καὶ πίστη τὴ δική του.
Ὅπου ἦταν ὁ Ἅγιος ἐκεῖ λαμποκοποῦσε
γιατὶ τὸ φῶς δὲν κρύβεται καθένας τὸ θωροῦσε.
Λυχνάρι εἶν’ ἡ ἀρετὴ ποὺ ὅταν βάλεις λάδι
φῶς πλημμυρίζει λυχναριοῦ ποὺ ἦταν πρὶν σκοτάδι.
Εἶχε ἐχθροὺς ὁ Ἅγιος ποὺ τὸν συκοφαντοῦσαν δὲν πίστευαν στὰ ἔργα του διότι τὸν φθονοῦσαν.
∆ιέδωσαν οἱ φθονεροὶ σ’ ὅλα τὰ μοναστήρια
ὅτι τὸν Ἅγιο Σάββα στὴν ἔρημο τὸν ἔφαγαν λοντάρια.
Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 'παν στὸν Πατριάρχη λέοντες Σάββα ἔφαγαν καὶ αὐτὸς γιὰ νὰ τὸ μάθει.
- 38 -
Ὁ Πατριάρχης ἀπαντᾷ γεμάτος ἀπορία
τὸν ὅσιο θὰ φύλαξε ὁ Θεὸς ἀπ’ τ’ ἄγρια θηρία.
Ἤτανε γιὰ τὸν Ἅγιο καὶ αὐτὸ συκοφαντία πὼς λέοντες τὸν ἔφαγαν καὶ ἄγρια θηρία.
Παραμονὴ Τιμίου Σταυροῦ γιορτάζει ἡ ἐκκλησία ὁ ὅσιος στὰ Ἱεροσόλυμα ἔκανε παρουσία.
Ὁ Πατριάρχης εἶν’ ἐκεῖ τὸν Σάββα εἶδε κοντά του ἐτότες ἐπλημμύρισε ὅλος ἀπ’ τὴ χαρά του.
Τότε τοῦ συνέστησε νὰ πάει στὸ μοναστήρι ποιμένα νὰ τὸν ἔχουνε ἐκεῖ οἱ καλογῆροι.
Ταπείνωσε ὁ Ἅγιος τότε τὸν ἑαυτόν του·
τοῦ εἶπε εἶναι ἀνάξιος ποιμὴν στὸ ποίμνιό του.
Καὶ ἐπιστολὴ τοὺς ἔστειλε τότε ὁ Πατριάρχης οἱ μοναχοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ καθένας νὰ τὸ μάθει.
Νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ σεβασμὸ τὸν νέον τοὺς ποιμένα καὶ ὅσοι κάνουν σκάνδαλα νὰ μὴν δεχθοῦν κανένα.
Στὴν Λαύρα πῆγε ὁ ὅσιος τοὺς διάβασε τὸ γράμμα· μὰ ἦταν καὶ κακότροποι καλόγεροι στὴν Λαύρα.
Πύργο μονῆς ἐγκρέμισαν λοστοὺς καὶ μὲ σκαπάνες ἀπ’ τὸ κακὸ ποὺ εἴχανε ἔκαναν ζαβομάρες.
Πῆραν τὰ ῥάσα πήγανε σὲ ἄλλα μοναστήρια κανένας δὲν τοὺς δέχθηκε δὲν κάνανε χατίρια.
Κανένας δὲν τοὺς δέχθηκε ἔφυγαν μακριά τους ἐπήγαν σ’ ἕνα χείμαῤῥο καὶ ἔκτισαν κελιά τους.
Ὁ ὅσιος Σάββας ἤτανε γεμάτος μὲ ἀγάπη τότε τοὺς ἐλυπήθηκε καὶ τοὺς φροντίζει κάτι.
Ἐκεῖ πηγαίνει τρόφιμα νὰ ἔχουνε νὰ φᾶνε
καὶ εἰς τὰ νέα τους κελιὰ ὄμορφα νὰ περνᾶνε.
- 39 -
∆ιέθεσε 70 φλουριὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη
ποὺ εἰς Σάββα τὰ ἔδωσε αὐτὸς μόνος νὰ τάχει.
Νὰ κτίσουνε Ἱερὸ Ναὸ ὁ ὅσιος φροντίζει ἀρτοποιεῖο καὶ κελιὰ αὐτὸς τὰ κανονίζει.
Τοὺς ὅρισε σὰν ἡγούμενο καθήκοντα νὰ κάνει Ἕλληνας στὴν καταγωγὴ ὄνομα Ἰωάννης.
ΑΣΥΓΚΡΙΤΟΣ ∆ΑΣΚΑΛΟΣ
Ὁ Ἅγιος Σάββας αὐστηρὸς ἦταν στὴν ἁμαρτία ἔλεγε πὼς χρειάζεται καὶ μία τιμωρία.
Σὰν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ βάνει ἕνα κανόνα, νὰ τιμωρήσει ἑαυτὸν διὰ νὰ ζήσει αἰώνια.
Μὴν λέμε μόνο ἥμαρτον συγχώρεσὲ με Θεέ μου γιὰ τὴ μετάνοια γράφει ὁ Ἅγιος Σάββας
«Ἡ μετάνοια δὲν θέλει μόνο λόγια θέλει ἔργα,
θέλει συντριβὴ καρδιᾶς καὶ πόνο καὶ δάκρυα, νηστεία καὶ προσευχή».
Ὅταν σὲ παραπτώματα ἔπεφταν οἱ μαθητές του δοκιμασία ἔβαζε νὰ σώσουν τὶς ψυχὲς τους.
Η ΠΙΣΤΗ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ
Ἕνα καλὸς χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα προσκύνημα νὰ κάνει.
Ἔφιππος ἀνηφόριζε μαζὶ μὲ ἄλογό του καὶ εἰς τὸ ὄρος Ἐλαιὼν τὸ ἄλογο τρομάζει
τὸν πέταξε μὲ ὁρμὴ στὴ γῆ τὰ κόκκαλα τραντάζει.
- 40 -
Τσακίστηκαν τὰ κόκκαλα δὲν εἶχε θεραπεία ἡ ἰατρικὴ δὲν μπόρεσε βοήθεια καμία.
Ἡ πίστης ὅμως στὸ Θεὸν ποτὲ δὲν ἐξαντλεῖται παντοῦ προφθάνει ὁ Θεὸς ὅποιος τὸν ἐπικαλεῖται.
Ἔμαθε ὁ Ἅγιος πὼς ἄνθρωπος κινδυνεύει, ἔτρεξε τότε νὰ τὸν βρεῖ τὸν ἄῤῥωστο γυρεύει.
Τὸν βρῆκε προσευχήθηκε μὰ πιὸ πολὺ ἀκόμα
μὲ λάδι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ ἔχρισε τὸ σῶμα.
Τὰ θαῦμα εἶν’ ἐκπληκτικὸ τὰ μέλη κινηθῆκαν
ὁ ἄῤῥωστος ἔγινε καλὰ πληγὲς ἐξαφανιστῆκαν.
Ὁ Ἅγιος Σάββας προσευχὴ ἔκανε ἐν τῷ ἅμα
καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς στοὺς οὐρανοὺς τὸ θαῦμα.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ
Μία φορὰ ὁ Ἅγιος βάδιζε μὲ ἕνα μαθητή του
στὸ δρόμο εἶδαν κοσμικοὺς κοπέλα εἶχαν μαζί τους.
Ἐρώτησε ὁ Ἅγιος τὸν μαθητὴ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει νὰ δεῖ ἂν εἶναι στὴν ψυχὴ ὁ νεαρὸς ἐντάξει.
Καὶ ἄρχισε διάλογο Σάββας μὲ μαθητή του ὁ Ἅγιος τοῦ ἔκανε κήρυγμα στὴν ψυχή του.
Εἶπε στὸ νέον ὁ Γέροντας πὼς εἶχε ἕνα μάτι, δύο τοῦ εἶπε ὁ νεαρὸς ὄμορφη καὶ σπαθάτη.
Ὁ Ἅγιος τὸν συμβούλεψε μὲ διδασκάλου γλώσσα ὅτι μαθαίνει στὰ μικρὰ πουλάκια της ἡ κλώσσα.
Ὅπως τὰ λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅλα νὰ τὰ μιμεῖσαι καὶ ὅσοι δὲν τὰ ξέρουνε νὰ τοὺς τὰ διηγεῖσαι.
- 41 -
«Νὰ μὴν σὲ νικήσει κάλλος γυναικὸς οὔτε νὰ σκλαβωθεὶς ἀπὸ ἐκείνης τὰ βλέφαρα».
Ἀκόμα αὐτοῦ τοῦ νεαροῦ ἔκανε συμφωνία μὲς τὸ κελί μου δὲν θὰ μπεῖς γιὰ ἐπικοινωνία.
Καὶ μέχρι τὶς αἰσθήσεις σου νὰ χαλιναγωγήσεις
καὶ τότες στὸ κελάκι μου θὰ 'ῥθεῖς νὰ κατοικήσεις.
Τοὺς νεαρούς του μαθητὲς στὸ δρόμο ὁδηγοῦσε ὁδὸν ἀληθινῆς χαρὰς ποὺ καὶ αὐτὸς ἐζοῦσε.
ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟ∆ΟΞΙΑ
Ἐτότε στὸ Βυζάντιον εἶν’ ταραχὴ μεγάλη συνέβη ἀναστάτωση στὴν ἐκκλησία πάλι.
Αἵρεση μονοφυσιτῶν ∆ιόσκορο Σεβήρο αὐτοκράτωρ Ἀναστάσιος καὶ αὐλικοὶ τριγύρω.
Ἐξόρισεν Ἀρχιεπίσκοπον ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη Ἠλίαν τὸν ἐλέγανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Στέλνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Αὐτοκρατορία γράμμα στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἀντιπροσωπεία στὸν Ἅγιον Σάββα ἔδωσεν ἐτότε κὰτ' εὐθεία.
Ἔγραφε ἡ ἐπιστολὴ μεταξὺ ἄλλων ἐπίσης τὸν πόλεμο ἐκκλησιῶν εὐθὺς νὰ σταματήσει.
Ὁ Μέγας Σάββας καὶ ἀσκητὲς πήγανε στὴν αὐτοκρατορία εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη φθάνει ἡ ἀντιπροσωπεία
καὶ στὸ παλάτι ἔφθασε ὅλη ἡ συνοδεία.
Ὅλους τοὺς ὑποδέχθηκαν, ἐμπῆκαν στὸ παλάτι· τὸν ὅσιον δὲν ἄφησαν γιατὶ δὲν εἶχε κάτι
τοὺς ἀπασχόλησε πολὺ δὲν φόραγε καλὴ στολή.
- 42 -
Ὁ αὐτοκράτωρ διάβασε μὲ προσοχὴ τὸ γράμμα εἶδε πὼς ἔγραφε ἐκεῖ γιὰ Ἅγιον τὸν Σάββα.
Ἐρώτησε ποὺ εἶν’ αὐτός; τοῦ εἶπαν στὸ παλάτι εἶπε ὁ αὐτοκράτορας ἐμπρός του νὰ περάσει.
Μιὰ πόρτα τῆς ὑποδοχῆς ἄνοιξε ἐτότε ἐμπρός του εἶδε ὁ αὐτοκράτορας ἕνα Ἄγγελο ἐμπρός του
καὶ θεῖον φῶς ἐφαίνετο στὰ διαβήματά του.
Τότε ὁ αὐτοκράτορας εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη δῶρο ἔδωσε στοὺς μοναχοὺς ἀπὸ φιλοφροσύνη.
Ἀντὶ γιὰ δῶρο ὁ ὅσιος ἐζήτησε εἰρήνη
ὁ Πατριάρχης Ἠλίας νὰ 'ῥθη στὰ Ἱεροσόλυμα πάντα ἐκεῖ νὰ μείνει.
Νικᾷ τὸν αὐτοκράτορα ἡ σκέψις τοῦ Ἁγίου εἶχε τὴν Ἁγιότητα καὶ χάρη τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἄσπρη ἡ γενειάδα του μὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ῥυτιδωμένο ἤτανε ἀλλὰ ἔλαμπε ἐμπρός του.
Οἱ χριστιανοὶ ἐχόρταιναν ποὺ εὑρίσκοντο μαζί του ἔπαιρναν μέγα θησαυρὸ ἀπ’ τὴν ἁγνὴ ψυχή του.
ΑΣΘΕΝΟΥΝΤΩΝ ΙΑΤΡΟΣ
Ἁγίου Σάββα ἡ ζωὴ γεμάτη καλοσύνη
νηστεία, πίστη, προσευχὴ καὶ ταπεινοφροσύνη.
Ἀμείφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀῤῥώστους νὰ γιατρεύει, νὰ κάνει θαύματα πολλά, καὶ νὰ τοὺς θεραπεύει.
Μιὰ μέρα ποὺ ἐβάδιζε γυναίκα εἶχε συναντήσει πονοῦσε καὶ ἐφώναζε, εἶχε αἱμοῤῥαγήσει.
- 43 -
∆οῦλε Θεοῦ λυπήσουμε ἐφώναζε τ’ Ἁγίου τὴν πλησιάζει ὁ Ἅγιος κατ’ ἐντολὴ Κυρίου.
Ἀπὸ τὸ χέρι τὴν κρατᾷ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη ἐπέρασαν οἱ πόνοι της καὶ ἡ φοβερὰ ὀδύνη.
Τὸ ὄνομά του ἦταν γνωστὸ ὅλοι τρέχαν κοντά του καὶ ὅποιος ἦταν ἄῤῥωστος ἔβρισκε γιατρειά του.
Τοῦ ἔφερε ἕνα ἀνδρόγυνο κορίτσι δαιμονισμένο ἦταν ἀπὸ τὸν διάβολο πολὺ βασανισμένο.
Ὁ Ἅγιος τὸ γιάτρεψε τότε μὲ προσευχή του
καὶ μὲ χαρὰ τὸ ἔδωσε ἀμέσως στοὺς γονείς του.
Ἔκανε θαύματα πολλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνομβρία· εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε ξηρασία.
Ἡ δίψα ἀνυπόφορη ἦταν πολὺ μεγάλη
ὁ Ἅγιος τὸν Θεὸν τρεῖς ἡμέρες παρεκάλει.
Τὴν Τρίτη σύννεφα πολλὰ στὸν οὐρανὸν φανῆκαν ἀστραποβρόντια ἔπειτα καὶ μὲ βροχὴ ἀρχίσαν.
Ἀνοίξανε οἱ οὐρανοὶ γέμισαν τὰ λαγκάδια
οἱ στέρνες ἐπλημμύρισαν καὶ ὅλα τὰ πηγάδια.
ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ
Τὸ 533 μ.Χ. ἐκεῖνον τὸν χειμώνα ἀῤῥώστησε ὁ Ἅγιος πῆγε στὸ μοναστήρι
ἦταν στὰ Ἱεροσόλυμα Πατριάρχου τὸ χατίρι.
Ἐνενήντα τεσσάρων ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία
τὸν προειδοποιεῖ ὁ Κύριος θὰ ἀλλάξει κατοικία.
Καὶ ὅτι θὰ τὸν ἔπαιρνε ὁ Κύριος κοντά του ὁ Ἅγιος ἔκανε στὴ γῆ Θεοῦ τὸ θέλημά του.
- 44 -
Εὐτυχισμένος ἐστράφηκε τότε στὸ μοναστήρι καὶ παραδίδει τὴν ψυχὴ ποὺ ἦταν οἱ καλογῆροι.
ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ
Ὁ Πατριάρχης πῆγε ἐκεῖ μὲ ἱερὸ τὸν κλῆρο ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς πήγανε ἐκεῖ τριγύρω.
Κόσμος πολὺς μαζεύτηκε στ’ Ἁγίου τὴν κηδεία γιατὶ ἤτανε ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου παγκοσμία.
∆ιεκομίσθη λείψανο τότε στὴ Βενετία τὸν 13ον αἰώνα μ.Χ. μὲ τὴ σταυροφορία.
Τὸ 1965 τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σάββα
μὲ ἀεροπλάνο ἐπέρασε πάνω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.
Τὴν νύκτα τὸ προσκύνησαν μὲς στὸ ἀεροπλάνο τὴν ἄλλη μέρα ἔφυγε πάλι τ’ ἀεροπλάνο
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ πήγανε ἐπάνω.
Κλῆρος ἐτότε καὶ λαὸς ὅλοι ὑποδεχθῆκαν τὸ λείψανο ἦρθε ἐδῶ πάρα πολὺ ἐχαρῆκαν.
Ἀπὸ Ἱεροσόλυμα τὸ πήγανε στὴ Λαύρα
γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Λαύρα Ἁγίου Σάββα.
Στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου αὐτὴ εἶν’ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦσαν πέντε χιλιάδες μοναχοὶ ἐκεῖ ἐκατοικοῦσαν.
Στὴν Λαύρα ἐκείνη ὁ Ἅγιος πάντα ἐκατοικοῦσε πολὺ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐκεῖ τὴν ἐπερνοῦσε.
Πῆγε καὶ ἡ μητέρα του νὰ γίνει καλογραία
νὰ βλέπει ἡγούμενον υἱὸν καὶ νὰ περνᾷ ὡραία.
Ὁ Ἅγιος τὴ μητέρα του δὲν ἤθελε νὰ τὴν στεναχωρέσει ὅμως αὐτὸν τὸν ἔφερε σὲ δύσκολη τὴ θέση.
- 45 -
Ἐπειδὴ ἤτανε αὐτὸ ἀνδρώο μοναστήρι
ἔκανε ἀφοῦ ἐσκέφτηκε καὶ τῆς μητρὸς χατίρι.
Ἔξω ἀπὸ τὴ Λαύρα αὐτὴ ἔκτισε ἕνα κελάκι· ἐκεῖ μόνασε ἡ μητέρα του τῆς πήγαινε φαγάκι.
Ἔτσι τὸν φώτισε ὁ Θεὸς καὶ τάχε κατορθώσει
νἄναι μακρυὰ ἀπὸ μοναχοὺς καὶ τὴν ψυχὴ νὰ σώσει.
Ὅσοι στὰ Ἱεροσόλυμα πᾶνε καὶ προσκυνοῦνε τ’ Ἁγίου Σάββα τὴν μονὴ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦνε.
Ἐκεῖ εἶναι μονόδρομος ταξὶ ὅμως πηγαίνει
τ’ Ἁγίου λείψανο προσκυνᾷ καὶ ἡ ψυχὴ χορταίνει.
Βγάζει πολλὰ διδάγματα ἐκεῖ στὴν ἐρημία ἐζούσανε οἱ μοναχοὶ μὲ προσευχῆς νηστεία.
Γι’ αὐτὸ τὰ Ἱεροσόλυμα λέγονται Ἅγιοι Τόποι
καὶ προσκυνοῦν σ’ ὅλη τὴ γῆ οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.
Κάνω μία ὑπενθύμιση ὅσοι ἔχουνε ἀγνοίᾳ
ἐκεῖ θὰ γίνει τοῦ Χριστοῦ ∆ευτέρα Παρουσία.
Εὔχομαι ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ πρῶτα ἡ Παναγία
νὰ κάνουν προσευχὴ γιὰ ἐμᾶς νὰ βροῦμε σωτηρία.
*+
- 46 -
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΕΚ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ἦταν ἀπ’ τὴν Ἀσία ἀδέλφια ἤτανε μαζὶ στὴν ἴδια κατοικία.
Εἶχαν πατέρα ποὺ ἦταν πρὶν στὴν εἰδωλολατρία ἔπειτα ὅμως πίστευσε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Λίγο καιρὸ ὅμως ἔζησε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ζωὴ ἐνάρετη μαζὶ καὶ σωφροσύνη.
Τὰ δυὸ παιδιά του τ’ ἄφησε στὴ θεία προστασία τὰ φρόντιζε ἡ μητέρα τους στὴν ἴδια κατοικία.
Ὄνομα τῆς μητέρας τους τὴν ἔλεγαν Θεοδότη
μὰ ἦταν καὶ στὴν εὐσέβεια ἀπ’ τὶς γυναῖκες πρώτη.
Εἴχανε πίστη στὸ Θεὸν· μόρφωσε τὰ παιδιά της ἰδίως ὅταν χήρεψε ἔβαλε δυνατά της.
Τὰ ἔβαλε στὴν ἰατρικὴ ἐκεῖ νὰ τὰ μορφώσει
καὶ προσευχόταν στὸν Θεὸν ἐκεῖνος νὰ τὰ σώσει.
Μία σύνεση γεροντικὴ εἶχαν τὰ δυὸ παιδιά της ἡ Θεοδότη τὰ ἔβλεπε εἶχε κρυφὴ χαρά της.
∆υὸ δρόμους μόνον γνώριζαν τὰ δυό της τὰ παιδία
ὁ ἕνας ποὺ πάει στὴ σχολὴ καὶ ὁ ἄλλος στὴν ἐκκλησία.
Ἐπῆραν τὰ πτυχία τους ἄνοιξαν ἰατρεῖα
καὶ στοὺς ἀῤῥώστους πήγαιναν νὰ κάνουν θεραπεία.
Ἀμέσως κινητήριον ἔβαλαν τὴν ἀγάπη
νὰ μὴν πεθαίνουν ἄνθρωποι τοὺς γιάτρευαν τὰ πάθη.
∆ὲν θέλουν νὰ πλουτίσουνε ἀπὸ φιλαργυρία ὅλους γιατρεύουν δωρεὰν ἀπὸ φιλανθρωπία.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν φώναζαν ποτὲ ὀνόματά τους Ἀνάργυροι τοὺς ἔλεγαν δὲν παίρνουν χρήματά τους.
- 48 -
Φιλανθρωπία εἴχανε καὶ ἐλεημοσύνη
ἰατρεύουν συνανθρώπους τους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ντόπιους καὶ ξένους γιάτρευαν εἶχαν δικαιοσύνη.
Ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ θεῖον χάρισμά του καὶ δωρεὰν θεράπευαν ὅλα τὰ πλάσματά του.
Μεγάλη ἡ ταπείνωση ἤτανε τῶν Ἁγίων ἐθεραπεύανε πληγὲς ἄνευ τῶν ἀργυρίων.
Ἀκόμα ἦταν σπλαχνικοὶ στὰ δύστυχα τὰ ζῷα ποὺ ὅταν ἦταν ἄῤῥωστα τὰ ἔκαναν ὅλα σῶα.
Ποτὲ δὲν ἐκαυχήθηκαν γιὰ δύναμη δικιά τους γίνονται ἄῤῥωστοι καλὰ ὅταν βρεθοῦν κοντά τους.
Μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ δύναμη ποὺ εἶναι πολὺ μεγάλη γίνονται ἄῤῥωστοι καλὰ καὶ ὑγιαίνουν ἄλλοι.
Εἶχαν διαβάσει οἱ Ἅγιοι στὰ παλαιὰ βιβλία
οἱ γιατροὶ ἐπικαλοῦντο τὸ Θεὸν καὶ ἔδιναν θεραπεία.
Καὶ μὲ τὴ δύναμη Χριστοῦ ἀνθρώπους τὴν ὑγεία τοὺς ἀφαιροῦν ἀσθένεια καὶ δίνουν θεραπεία.
Τυφλούς, χωλοὺς τοὺς ἔφερναν μὰ καὶ δαιμονισμένους καὶ ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ποὺ ἦταν κρεβατωμένους.
Ὅλοι ἔφευγαν χαρούμενοι ἔπαιρναν θεραπεία ποὺ εὕρισκαν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία.
Ποτέ τους δὲν ἐδέχοντο αὐτοὶ εὐχαριστίες νὰ εὐχαριστοῦνε τὸν Θεὸν ἔδιναν ὁδηγίες.
Εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔλεγαν μὴν τοὺς εὐχαριστοῦνε ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδαξε, καθῆκον ἐκτελοῦμε.
∆ὲν πληρωνόμαστε ἀπὸ ἐσᾶς, ἕνα μᾶς ἀπομένει εἴμαστε μὲ οὐράνιον μισθὸ ἀκριβοπληρωμένοι.
- 49 -
ΤΟ ∆ΩΡΑΚΙ ΤΗΣ ΠΤΩΧΗΣ
Μία γυναίκα ἄῤῥωστη τὴν λέγανε Παλλαδία εἰς τὸ κρεβάτι ἄῤῥωστη δὲν εἶχε τὴν ὑγεία.
Οἱ Ἅγιοι ἀναζητοῦν νὰ βροῦνε τοὺς ἀῤῥώστους οἱ ἴδιοι ἐρωτούσανε τοὺς ὑγιεῖς ἀνθρώπους.
Τοὺς ὁδηγοῦν καὶ πήγανε σπίτι τῆς Παλλαδίας τὴν γιάτρεψαν τόσο καλὰ καὶ βρήκε τὴν ὑγεία.
Αὐτὴ ἐγέμισε χαρὰ ποὺ πρῶτα εἶχε θλίψη
θέλησε νὰ πεῖ εὐχαριστῶ καὶ νὰ τοὺς ἀνταμείψει.
Μιὰ μέρα πῆρε 3 αὐγὰ μὲ τὸ δεξί της χέρι
στοὺς Ἀναργύρους ἰατροὺς δῶρο νὰ τὰ προσφέρει.
Οἱ Ἅγιοι δὲν ἔλαβαν δῶρον μὲ τὴν καρδιά τους δὲν ἤθελαν νὰ λάβουνε μισθὸ στὴ γιατρειά της.
Ἡ γυναίκα ἐλυπήθηκε αὐγὰ ποὺ δὲν κρατῆσαν τῆς φάνηκε σὰν προσβολὴ καὶ τὴν στεναχωρῆσαν.
Γυναίκα στὸν ∆ιαμιανὸν κάνει παράπονό της διότι δὲν ἐδέχθησαν δῶρον μικρὸ δικό της.
Καὶ ὁ ἰατρὸς τὸ εἶπε στὸν ἀδελφό του· στεναχωρέθηκε ὁ Κοσμᾶς διὰ τὸ φέρσιμό του.
Καὶ ἀπὸ τὴ στεναχώρια του εἶπε γιὰ τὴν ταφή του ὅταν πεθάνουνε κι δυὸ νὰ μὴν ταφεῖ μαζί του.
Μὰ ὁ Θεὸς ποὺ ἐγνώριζε ∆αμιανοῦ καρδία ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ θλίψη στεναχωρία.
Τὰ δυὸ ἀδέλφια ἔπειτα εἶχαν τὴν ἴδια γνώμη ἀφοῦ στεναχωρήθηκαν ἐζήτησαν συγνώμη.
Οἱ Ἅγιοι περιόδευαν στὰ μέρη τῆς Ἀσίας ἔκαναν ἀῤῥώστους καλὰ τοὺς χάριζαν ὑγεία.
- 50 -
Ἀῤῥώστησε ὁ ∆αμιανὸς στὴν Φερεμὰν πολιτεία ἀπέθανε καὶ ὁ Κοσμᾶς τοὺς ἔκαναν κηδεία.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐγνώριζαν Κοσμᾶ τὴν μετανοία ποὺ εἶπε νὰ τοὺς θάψουνε τοὺς δυὸ σὲ δυὸ μνημεῖα.
Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ στὴ γῆ εἶχαν διαφωνία καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ οὐρανοῦ ἔλυσε ἀπορία.
Μία καμήλα ἐμίλησε μὲ ἀνθρώπινη ὁμιλία ἔλεγε μὲ τὸ στόμα τῆς Θεοῦ παραγγελία.
«Ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ 2 ἀδέλφια νὰ ταφοῦνε στὸν ἴδιον τάφο καὶ οἱ δυὸ Θεὸν πρέπει ν’ ἀκοῦνε».
Σὰν εἶπε ἡ καμήλα αὐτὰ μὲ ἀνθρώπινη ὁμιλία τὸ ζῶον τότε στὸ βουνὸ ἔφυγε κατ’ εὐθεία.
Οἱ χριστιανοὶ σὰν ἄκουσαν τὸ θαῦμα στὸ σημεῖον στὸν ἴδιο τάφο ἔθαψαν τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς δύο.
- 51 -
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα Ἁγίων Ἀναργύρων λίγα ἐδῶ θὰ γράψομεν ποὺ ἔκανα τριγύρω.
Ὁ ὑδρωπικὸς
Γέροντας ἕνας χριστιανὸς ὑπέφερε ἀπὸ ὑδρωπικία καὶ στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους ζητοῦσε θεραπεία.
Τοὺς συγγενεῖς παρακαλεῖ ναόν τους νὰ τὸν πᾶνε τὸν πῆγαν στὴν εἰκόνα τους, αὐτοὶ ἀναχωρᾶνε.
∆ὲν ἔγινε εὐθὺς καλὰ ὑπέμεινε λιγάκι,
οἱ Ἅγιοι τὴν πίστη του νὰ δοῦν στὸ γεροντάκι.
Ἔβλεπε ἄλλους ἄῤῥωστους μέσα στὴν ἐκκλησία ἀμέσως ἐθεραπεύοντο κι ἔφευγαν κατ’ εὐθεία.
Ὑπομονή του ἔχασε πολὺ ἀδημονοῦσε
ἀντὶ νὰ κάνει προσευχὴ ἄρχισε βλαστημοῦσε.
Παράγγειλε σὲ συγγενῆ μιὰ χάρη νὰ τοῦ κάνει νὰ τόνε πάει σπίτι του, ἐκεῖ νὰ ἀποθάνει.
Τὸν πήρανε οἱ συγγενεῖς μαζὶ μὲ τὸ κρεβάτι στὸ δρόμο ὅλοι ἐβάδιζαν μὰ καὶ σὲ μονοπάτι.
Πέρασαν ὧρες μερικὲς γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε σὲ μιὰ πηγὴ μὲ κρύο νερὸ ἐκάθησαν νὰ πιοῦνε.
Οἱ ἄνθρωποι κουράστηκαν εἶν’ ταλαιπωρημένοι μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας ξύπνιος τοὺς περιμένει.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι φαίνονται σὰν διαβάτες
καὶ βλέπουνε τὸν γέροντα ποὺ γύριζε τὶς στράτες.
Γιατὶ εἶσαι κατάκοιτος ποὺ πᾶς τὸν ἐρωτοῦνε Κοσμᾶς καὶ ὁ ∆αμιανὸς τὸν γέροντα ἀκοῦνε.
- 52 -
Μὲ βλέπετε εἶμαι ἄῤῥωστος δὲν ξέρω τὶ νὰ κάνω· στὸ σπίτι μου εἶναι τὰ παιδιὰ ἐκεῖ νὰ ἀποθάνω.
Γιατὶ δὲν πῆγες σὲ ἐκκλησιὰ ποὺ 'ναι ἐδῶ τριγύρω; εἶναι κτισμένη στὸ ὄνομα Ἁγίων Ἀναργύρων.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι τότε μὲ προθυμία
ἂν ζητοῦσες θὰ ἐλάμβανες ἀμέσως τὴν ὑγεία.
Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ αὐτὴ ἦρθα πιὸ λίγη ὥρα ἀλλὰ καμία βοήθεια δὲν εἶδα μέχρι τώρα.
Μὴν βλασφημεῖς οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν τοῦ ἀνθρώπου πήγαινε ἐκεῖ θὰ ἰδεῖς δύναμῃ Χριστοῦ ∆εσπότου.
Ποιὸς θὰ μὲ πάει τώρα ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι κοιμοῦνται τοῦ λέγε ἄφησε αὐτοὺς διότι τυραννιοῦνται.
Ἐμεῖς θὰ σὲ πᾶμε ἐκεῖ γιὰ τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη καὶ σήκωσαν οἱ Ἅγιοι ἄῤῥωστον μὲ κρεβάτι.
Τὸν πήγανε εἰς τὸν ναὸν ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα καὶ ἔγιναν τότε ἄφαντοι δὲν τὸ 'πᾶν σὲ κανένα.
Οἱ συγγενείς του ἐξύπνησαν ἀφοῦ δὲν τὸν εὑρῆκαν ἐπήγαν πάλι στὸ ναὸν καὶ τόνε συναντῆσαν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι σὰν 2 περιστέρια
ἐπήγαν εἰς τὸν ἄῤῥωστο μὲ ξίφος εἰς τὰ χέρια.
Τὴν νύκτα τότε οἱ Ἅγιοι ἐπήγαν κατ’ εὐθεία
λέγει ὁ Κοσμᾶς στὸν ∆ιαμιανὸ νὰ σχίσει τὴν κοιλία.
∆ιότι εἶναι βλάστημος καὶ εἶναι ἁμαρτία νὰ λάβει τὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία.
Ὁ γέροντας ἐξύπνησε τὸν ἔπιασε φοβία καὶ ἤτανε πραγματικὰ σχισμένη ἡ κοιλία.
Ἐβγῆκε ὅλο τὸ νερὸ μὰ καὶ ἡ δυσωδία
τὸ σῶμα του ἔγινε καλὰ καὶ ἦρθε στὴν ὑγεία.
- 53 -
Τὸ τραῦμα ἐθεράπευσαν μὲ τὸν δικό τους τρόπο
ποὺ ἦταν θαυματουργικὸ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἄνθρωπος στὸ σπίτι του πῆγε καὶ ἡσυχάζει τοὺς Ἅγιους εὐχαριστεῖ καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Οἱ τρίχες τοῦ Κοσμᾶ
Ἔπασχε ἕνας ἄρχοντας μὲ ἀῤῥώστια δυσουρία τὰ χρήματά του ἐξόδευσε δίχως νὰ βρεῖ ὑγεία.
Ἀφοῦ δὲν θεραπεύετο μὲ ἰατροὺς τριγύρω ἐπῆγε καὶ εἰς ναὸν Ἁγίων Ἀναργύρων Ἁγίους παρακάλεσε νὰ βρεῖ τὴ θεραπεία.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι τὴν νύκτα τοῦ μιλοῦνε. ὁ ἄῤῥωστος μὲ ὑπομονὴ ἀκούει τὶ θὰ ποῦνε.
Λίγες τρίχες πάρε ἀπ’ τὸν Κοσμᾶ εἰς τὴν φωτιὰ νὰ κάψεις καὶ τότε θὰ θεραπευθεὶς μὰ καὶ θὰ ἡσυχάσεις.
Οἱ τρίχες αὐτὲς ὅταν καοῦν νερὸ ἀπὸ αὐτὲς νὰ πίνεις καὶ τώρα ποὺ 'σαι ἄῤῥωστος πολὺ καλὰ θὰ γίνεις.
Τὸ πρόβατο ποὺ λὲν Κοσμᾶ πῆγε στὴν ἐκκλησία δίπλα κοντὰ στὸν ἄρχοντα τοῦ ἔκανε συντροφία.
Τοῦ κόψαν λίγες τρίχες τὶς ἔκαψαν ὅλες εἰς τὴν φωτίαν ἤπιε ὁ ἄῤῥωστος τὸ νερὸ καὶ βρῆκε θεραπεία.
Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ θεραπεία τοῦ στομάχου
Ἕνας θεοφοβούμενος ἦταν ἐν ἀσθενείᾳ καρδιὰ καὶ τὸ στομάχι του πονοῦσε συνεχεία.
Οὔτε νὰ φάει οὔτε νὰ πεῖ καθόλου δὲν μποροῦσε θλίψη σὰν νὰ εἶχε δαίμονα καὶ τὸν στεναχωροῦσε.
- 54 -
Ἐλπίδα εἶχε στὸν Θεὸν καὶ γύριζε τριγύρω μιὰ μέρα πῆγε στὸν ναὸν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Πονοῦσε τὸ στομάχι του καὶ τὸν παρακαλάει ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε ὄσπρια νὰ μὴν φάει.
Πονοῦσαν καὶ τὰ δόντια τοῦ ἄρχοντα ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄρχοντας στὸν Ἅγιο τὸ εἶπε ἐπὶ τόπου.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε ἡ θεραπεία στομάχου εἶν’ ἀρκετὰ μεγάλη τὰ δόντια εἶναι πιὸ μικρὴ καὶ θὰ τὴν ἔχεις πάλι.
∆οντιῶν γιὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ 'πὲ νὰ ὑπομένει διότι ὃν ἀγαπᾷ ὁ Κύριος αὐτὸν παιδεύει.
Ὁ ἀσθενὴς ἐγύρισε στὸ σπίτι τὸ δικό του εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιον διὰ τὸν στόμαχόν του.
Ἡ τιμὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων
Οἱ ἱερεῖς στὴν προσκομιδὴ σὲ κάθε Λειτουργία
σ' Ἁγίους Ἀναργύρους βγάζουνε μερίδα τὴν Ἁγία.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι πολλὰ τὰ θαύματά τους
γι’ αὐτὸ καὶ μνημονεύονται Ἅγια ὀνόματά τους.
Ζούσανε ἱερὸν σκοπὸν μὲ ἀφιλοχρηματία
γι’ αὐτὸ Ἀνάργυρους ὀνόμασε Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία.
Ἔκαναν ἀσθενεὶς καλὰ σὲ ὅλη τὴ ζωή τους φρόντιζαν περισσότερο νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.
()
- 55 -
Ο ΑΓΙΟΣ ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος ἦταν καταγωγή του
σὲ ἕνα χωριὸ γεννήθηκε Αἰγιαλὸς Ζακύνθου.
Ὁ ἄρχοντας στὴ Ζάκυνθο εἰς τοὺς γονεῖς του δίνει κτήματα νὰ ἐργάζονται δὲν εἴχανε ἐκεῖνοι.
Μώκιον τὸν ἐλέγανε Ἁγίου τὸν πατέρα
Παυλίνα τὴν μητέρα του, 3 ἀδέλφια ἤτανε στὸ σπίτι κάθε μέρα.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἦταν ἀνάδοχός του Ἅγιος τῆς Κεφαλονιᾶς ποὺ ἔγινε νονός του.
Τῆς ἐκκλησίας γράμματα 10 ἐτῶν ἐμορφώθη καὶ σὲ σπουδὲς εὐρύτερες ἀκολουθεῖ κατόπιν.
Ἔμαθε ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μελέτησε πατέρες· σχόλια καὶ ἔργα ἔγραφε ποὺ εἶπαν οἱ πατέρες.
Τίποτα ἀπ’ τὰ ἐγκόσμια δὲν τὸν συγκινοῦσε
καὶ ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὸν κουνοῦσε.
Ἔβαλε αὐστηρότητα πολλὴ στὸν ἑαυτόν του τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ αὐτὸ εἶχε σκοπό του.
Ἦταν 21 ἐτῶν καὶ εἶχε ἀποφασίσει
νὰ κόψει κόσμου τὸν δεσμὸ καὶ νὰ ἀναχωρήσει.
Γονεῖς του ἐστερήθηκε εἶχε ἀναχωρήσει
καὶ τῶν Στροφάδων τὴ Μονὴ πάει νὰ συναντήσει.
∆ίνει στὰ δυὸ ἀδέλφια του, δική του περιουσία·
στὸ μοναστήρι ἔκανε νηστεία καὶ ἀγρυπνία.
Ἀνάγνωση Θείων Γραφῶν ἔκανε προσευχή του βίους Ἁγίων ἐδιάβαζε ἔδειχνε ἀρετή του.
- 57 -
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ
Ἔλαβε σχῆμα μοναχοῦ ∆ανιὴλ τὸ ὄνομά του καὶ διεδόθη στὸ νησὶ ἡ φήμη ἡ δικιά του.
Σὲ ἕνα χρόνο ἀργότερα ἔγινε ἱερέας
ἀπὸ Ἐπίσκοπο Φιλόθεον Ζακύνθου Κεφαλληνίας.
Τὸ 1577 ἀναχωρεῖ γιὰ Πειραιὰ
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θέλει νὰ προσκυνήσει.
Καὶ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Νικάνορος εὐχή του νὰ ζητήσει· ὁ ἐπίσκοπος Νικάνορας τὸν Ἁγίο εἶχε πείσει
στὴν Αἴγινα Ἐπίσκοπο νὰ τὸν χειροτονήσει.
Χειροτονεῖται ὁ ∆ανιὴλ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τότε ὀνομάζεται ∆ιονύσιος Αἰγίνης.
ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΚΑΙ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΟΣ
Καθήκοντά του ἐκτελεῖ μὲ εὐσυνειδησία
μὲ ἀκρίβειαν πάρα πολλή, ἀλλὰ καὶ προθυμία.
Πατέρας καὶ παιδαγωγὸς ἤτανε στὰ παιδία, ζοῦσε ζωὴν ἀσκητικὴ ὁ ἴδιος κατ’ ἰδίαν.
Ἐφρόντιζε τοὺς χριστιανοὺς ὅπου εἶχαν ἀνάγκη στὴν φτώχεια ἔδινε χαρὰ τὸν εἴχανε προστάτη.
Κόσμος πάει στὴν Αἴγινα νὰ ἀκούσει κήρυγμά του ὁ ἴδιος δὲν ἐπαίρεται γιὰ ταπεινότητά του.
Τὸ 1579 στὴ Ζάκυνθο πηγαίνει
ποὺ ὁ Ζακυνθινὸς λαὸς ἐκεῖ τὸν περιμένει.
Τότε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὑποδοχὴ μεγάλη ὅλοι τὸν ὑποδέχθηκαν εἰς τὴν πατρίδα πάλι.
- 58 -
ΕΚΡΥΨΕ ΤΟΝ ΦΟΝΙΑ ΤΟΥ Α∆ΕΛΦΟΥ ΤΟΥ
Στὴ Ζάκυνθο ποὺ ζούσανε πολλοὶ σ’ αὐτὸν τὸν τόπο μεγάλη ἔχθρα εἴχανε ἐτότε τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ κάτοικοι τότε ἐκεῖ ἦταν διηρεμένοι
στὸ ἕνα μέρος νικητὴς ἀλλοῦ οἱ νικημένοι.
Στὶς συμπλοκὲς ποὺ ἔκαναν εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἐφόνευσαν τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἁγίου, Κωνσταντίνο.
Ἔφυγε τότε ὁ φονιὰς φοβᾶται ἀστυνομία γυρεύει καταφύγιο τρέχει στὴν ἐρημία.
Ἔτρεξε καὶ σταμάτησε σὲ ἕνα μοναστήρι ζήτησε καταφύγιο ἀπὸ τὶς καλογῆροι.
∆ὲν γνώρισε ὅμως ὁ φονιὰς ἀδελφὸ τοῦ σκοτωμένου ποὺ ἦταν ὁ Ἡγούμενος στὰ ῥάσα τυλιγμένος.
Ὁ Ἅγιος τὸν ἄνθρωπο τὸν εἶδε φοβισμένο
κι ἀμέσως τὸν ἐρώτησε γιατὶ εἶναι τρομαγμένος.
Τοῦ ὁμολόγησε ὁ φονιὰς ὅτι τὸ κυνηγοῦνε
τοῦ Σιγούρου οἱ συγγενείς, νὰ τὸν ἐκδικηθοῦνε.
Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος ποὺ ἄκουσε τέτοιο πράγμα γιατὶ εἶχε ἕνα ἀδελφὸ ποὺ ζούσανε ἀντάμα.
Ταυτότητα ὁ Ἅγιος δὲν τοῦχε φανερώσει
ἐὰν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, αὐτὸς εἶχε σκοτώσει.
Τὸν ἐρώτησε ὁ Ἅγιος αὐτὸς τὶ σοῦ 'χε κάνει καὶ τὸν ἐσκότωσες ἐσὺ ἀμέσως νὰ πεθάνει;
Παρ’ ὅτι ἐπληγώθηκε Ἁγίου ἡ καρδιά του
τοῦ πρόσφερε καὶ φαγητὸ νὰ φάει ἡ ἀφεντιά του.
Προσπάθησε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν νὰ μεταπείσει νὰ μὴν βρεθεῖ στὴν κόλαση μὰ νὰ μετανοήσει.
- 59 -
Καὶ ὁ φονιὰς προσπάθησε σὲ ὅλη τὴ ζωή του μετάνοιωσε γιὰ τὸ κακὸ νὰ σώσει τὴν ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος τὸν ὁδηγεῖ κάτω στὸ περιγιάλι ἀπὸ τὸ μοναστήρι του μὲ ἐφόδια καὶ πάλι.
Τοῦ ἔδωσε χρήματα, τροφὲς νὰ ἔχει στὸ ταξίδι καὶ γιὰ τὴν Πελοπόννησο τὸ πλοῖο εἶχε φύγει.
Μεγάλη ἔδειξε ὁ Ἅγιος τὴν ἀνεξικακία
στοῦ ἀδελφοῦ του τὸν φονιὰ δὲν ἔδειξε κακία.
Μὲ προσευχὴ ὁ Ἅγιος νηστεία ἐλεημοσύνη βρύση ἦταν ἀέναος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Τοὺς διψασμένους πότιζε καὶ ὅσοι ἐπεινοῦσαν τοὺς φρόντιζε γιὰ τρόφιμα καὶ δὲν ἐδυστυχοῦσαν.
Τὸ Ἅγιο Πάσχα ἔστελνε λέμβο ἀπὸ μοναστήρι στὴν πόλη στέλνει τρόφιμα νὰ πᾶνε καλογῆροι.
Ἦταν γεμάτη τρόφιμα ὄσπρια καὶ σιτάρι ἀρνιά, ἐρίφια, βρώσιμα ἡ φτώχεια νὰ τὰ πάρει.
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Καὶ ἔτσι συνέχισε ὁ Ἅγιος τὴ ζωή του
μέχρι βαθειὰ γεράματα ποὺ βγῆκε ἡ ψυχή του.
Ὁλόγυρά του ἤτανε τὰ πνευματικὰ παιδιά του, θρηνούσανε τὴν στέρηση ὅλοι τοῦ γέροντά τους.
Προετοιμάσθη ὁ Ἅγιος παρέδωσε ψυχή του
εἰς τὸν Πανάγιον Θεὸν κατὰ τὴν προσταγή του.
75 ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἦταν στὴν ἡλικία
1622 ἡ ἡμερομηνία 17-12 ἔγινε ἡ κηδεία.
- 60 -
Ἄφησε περιουσία του, ὅλη στὸ μοναστήρι
νὰ τρέφονται ὅλοι οἱ πτωχοὶ μαζὶ καὶ καλογῆροι.
Στροφάδων ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Γεωργίου ἐθάψανε οἱ μοναχοὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.
Ἔγινε ἀνακομιδὴ μετὰ τὴν τριετία
τὸ Ἱερό του λείψανον ἔβγαζε εὐωδία.
Ὄρθιον στὸ ∆εσποτικὸ εἶχαν τὸ λείψανό του ἐκτὸς ὀδόντων καὶ ῥινὸς ἦταν τὸ πρόσωπό του.
ΑΝΑΚΗΡΥΣΕΤΑΙ ΑΓΙΟΣ
Θαύματα ἔκανε πολλὰ ὁ Ἅγιος σὰν ζοῦσε ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον τὰ ἐξακολουθοῦσε.
Ἀπ'τὸ νησὶ τὴ Ζάκυνθο τὸ 1703 οἱ μοναχοὶ ἔστειλαν 2 μοναχοὺς εἰς τὰ πατριαρχεῖα.
Πῆγαν Κωνσταντινούπολη βρῆκαν τὸν Πατριάρχη νὰ ὑπογράψει Ἅγιον ∆ιονύσιον νὰ ἄρχει.
Εἰς τῶν Στροφάδων τὴ μονὴ 1703
νὰ τὸν τιμᾷ ὡς Ἅγιον ἔκτοτε ἡ ἐκκλησία.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ
Στὸ μοναστήρι βρέθηκε ἕνας δαιμονισμένος
καὶ οἱ πατέρες τὸν θωροῦν εἶναι δυστυχισμένος.
Λάδι ἀπ’ τὸ κανδύλι του, τοῦ ἔριξαν μιὰ στάλα φοβήθη τὸ δαιμόνιο καὶ ἔφυγε τρεχάλα.
- 61 -
ΞΑΝΑΜΠΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΛΑΡΝΑΚΑ
Ὁ ∆ανιὴλ Ἡγούμενος ἦταν στὸ Μοναστήρι ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος περιοχῆς ἐκείνης.
Βασάνιζε τὸν ∆ανιὴλ κάποτε μία σκέψη ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος ἂν εἶχε Ἁγίου θέση.
Μιὰ μέρα εἰς τὸν ὕπνο του βλέπει σὲ ὀπτασία ὁ ἐκκλησιάρχης τὸν κτυπᾷ νὰ πάρει εὐλογία.
Ντύθηκε τότε ὁ ∆ανιὴλ στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει τὸν Ἅγιον βλέπει ὄρθιον ἐκεῖ νὰ περιμένει.
∆υὸ ἱερεῖς εἶδε ἐκεῖ εἶν’ λευκοφορεμένοι
καὶ δυὸ ἱεροδιάκονοι στὰ Ἄμφια ντυμένοι.
Τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος στοὺς ὤμους τους ἀκουμποῦσε καὶ ἕνας ἀπ’ τοὺς ἱερεῖς τὸν Ἡγούμενο ἐρωτοῦσε.
Ἐπείσθηκες Ἡγούμενε ἢ ἀκόμα ἀμφιβάλλεις;
ἐφοβήθη ὁ ἡγούμενος τὸ ὅραμα, βγαίνει ἀπ’ τὴν ἐκκλησία μὰ πάλι τὸ μετάνιωσε γύρισε κατ’ εὐθεία.
Στὴν πόρτα ὅταν ἔφθασε βλέπει τὸν Ἅγιον μπροστά του νὰ μπαίνει ὁ Ἅγιος μόνος του μέσα στὴν λάρνακά του.
Τρόμαξε ὁ ἡγούμενος γύρισε στὸ κελί του
καὶ στοὺς πατέρες ἔλεγε τὶ εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί του.
Λυπήθηκε ὁ ἡγούμενος γιὰ ὀλιγοπιστία καὶ Ἅγιον ∆ιονύσιον κήρυξε δημοσία
καὶ ἔγινε θερμότατος κήρυκας ἐκκλησίας.
Θαύματα κάνει πάμπολλα ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου στὴ Ζάκυνθο τὸ λείψανο Ἁγίου ∆ιονυσίου.
- 62 -
ΑΝΕΣΤΗΣΕ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙ∆Ι
Κάπου στὴν Πελοπόννησο ἀνδρόγυνο ἐζοῦσε καὶ δέκα χρόνια ἐπέρασαν παιδὶ δὲν ἀποκτοῦσε.
Ἂπ' τὸν Ἅγιον ∆ιονύσιον μὲ προσευχὴ ζητοῦνε νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδὶ τόνε παρακαλοῦνε.
Καὶ ὑπόσχονται στὸν Ἅγιον τότε θὰ ἀρμενίσουν στὴν Ζάκυνθο εἶν’ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ νὰ τὸ βαπτίσουν.
Ἡ γυναίκα τότε τὸν Ἅγιον εἶδε στὸ ὄνειρό της πὼς ὁ Θεὸς τὴν ἄκουσε γιὰ ἱερὸ σκοπό της.
Καὶ ἡ γυναίκα ἀπέκτησε υἱὸν χαριτωμένον καὶ ἦταν τὸ ἀνδρόγυνο πολὺ εὐτυχισμένο.
Θεὸν μὰ καὶ τὸν Ἅγιον δοξάσαν συγγενεῖς τους ποὺ θὰ εἶχε τὸ ἀνδρόγυνο μικρὸ παιδὶ μαζί τους.
Ὅλοι Θεὸν ἐδόξαζαν καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου ποὺ εἰσηκούσθη προσευχὴ Ἁγίου ∆ιονυσίου.
Πέντε μῆνες σὰν πέρασαν ἀπὸ γέννηση παιδίου θέλουν ἂν ξεπληρώσουνε τὸ τάμα τοῦ Ἁγίου.
Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὴ Ζάκυνθο νὰ πᾶνε νὰ γίνει ἐκεῖ ἡ βάπτιση καὶ πάλι νὰ γυρνᾶνε.
Μὰ ἄνεμος ἀντίθετος ἤτανε στὸ λιμάνι
τὸ πλοῖο ἐμποδίστηκε ταξίδι του νὰ κάνει.
Ἀῤῥώστησε ὅμως τὸ παιδὶ μὲ τὴν ταλαιπωρία καὶ ἔφυγαν σὰν σταμάτησε τότε ἡ κακοκαιρία.
Κοντεύανε στὴ Ζάκυνθο σὲ τρία μίλια φθάνει μὰ δυστυχῶς ποὺ τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶχε πεθάνει.
∆άκρυα καὶ κλάματα ἔχυσαν οἱ γονεῖς του
ποὺ πήγαιναν στὴ Ζάκυνθο διὰ τὴν βάπτισή του.
- 63 -
Ὅταν ἀγκυροβόλησε τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔφυγαν μάνι μάνι.
Θὰ πήγαιναν στὸν Ἅγιο παιδί τους πεθαμένο ἐκεῖ θὰ τὸ ἐβάπτιζαν τὸ εἴχανε ταμένο.
Ἀπέθεσαν τὸ πτῶμα του ἐμπρὸς στὴ λάρνακά του
καὶ ἔκλαιγαν τὸ παιδάκι τους καὶ ἔλεγαν μπροστά του.
Ὦ! Ἅγιε ∆ιονύσιε χάσαμε τὸ παιδί μας
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας δὲν εἶναι πιὰ μαζί μας.
Καὶ τότε ὅμως ξαφνικὰ ἔγινε ἕνα θαῦμα
τὸ παιδὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ ἔκλαιγε συνάμα ζητοῦσε τὴ μητέρα του νὰ 'ναι μαζὶ ἀντάμα.
Τὸ Κύριε ἐλέησον προσεύχονται οἱ ἀνθρῶποι σὰν ἀνεστήθη τὸ παιδὶ καὶ τὸ εἴδανε κατόπιν.
∆έκα ὀκτὼ ὧρες νεκρὸ ἦταν ἀποθαμένο καὶ τὸ εἶδε ἡ μητέρα του ξαναζωντανεμένο.
Συνῆλθε ἀπὸ τὴ λύπη της καὶ ἀπὸ τὰ δάκρυά της τὸ σήκωσε τὸ ἔβαλε μέσα στὴν ἀγκαλιά της.
Κατόπιν τὸ ἐβάπτισε τοῦ ἔδωσε ὀνομασία ὄνομα ∆ιονύσιον τὸν ἔλεγαν δημοσία.
Καὶ οἱ γονεῖς του ἔφυγαν τότε εὐχαριστημένοι καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζαν ποὺν' εὐεργετημένοι.
- 64 -
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ∆ΙΟΝΥΣΙΟΥ
Ἕνας τυφλὸς στὴ Ζάκυνθο ποὺ ἤτανε τσαγκάρης τὸν Ἅγιον παρακαλεῖ γιὰ νὰ τοῦ κάνει χάρη.
Ἔλαβε εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἁγίου τὴν εἰκόνα καὶ τόνε παρακάλεσε νὰ βλέπει χρόνια ἀκόμα.
Καὶ μιὰ βραδιὰ στὸν ὕπνο του ντυμένο σὰν ∆εσπότη πιάνει τὸ χέρι τὸ δεξὶ καὶ τοῦ εἴπενε κατόπι.
Πίστη νὰ ἔχεις στὸ Θεὸν κουράγιο νὰ 'χεις πρέπει καὶ σὲ τρεῖς μέρες σίγουρα τὸ φῶς σου θὰ σοῦ ἔλθει.
Αὐτὸ ποὺ σοῦ 'πα τώρα ἐδῶ νὰ μὴν τὸ φανερώσεις σὰν γίνεις ἐντελῶς καλὰ τότε νὰ διαδώσεις.
Ὁ τυφλὸς ὅταν ἐξύπνησε εἶπε τὸ ὄνειρό του· εἶπε στὴ γυναίκα του τότε τὸ μυστικό του.
Τῆς εἶπε μὴν τὸ συζητᾷ καὶ μάθουνε ἀνθρῶποι γιατὶ θὰ φανεῖ ἀνάξιος στὸν Ἅγιο κατόπι.
Σὰν γιόρταζε ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ἑσπερινό του ἐτότε εἶδε ὁ τυφλὸς ὀλίγον ἀπὸ τὸ φῶς του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἦταν ἡ ἑορτή του καὶ λιτανεία πέρναγε στὴ γειτονιὰ δική του.
Πέρναγε Ἁγίου λείψανο ἀπὸ σπίτι τοῦ ἀῤῥώστου τὸν βοηθᾷ ἡ γυναίκα του καὶ τότε πῆγε ἐμπρός του.
Γονάτισαν τ’ ἀνδρόγυνο ἔκαναν προσευχή τους καὶ θαῦμα κάνει ὁ Ἅγιος πρὸς χάρη ἰδικήν τους.
Σχεδὸν τριάντα βήματα ἔφυγε ἡ λιτανεία ἄνοιξαν μάτια τοῦ τυφλοῦ ἔβλεπε κατ’ εὐθεία δόξαζαν τότε τὸν Θεὸν εἶχε ἄκρα ὑγεία.
- 65 -
ΑΛΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Στὴ Ζάκυνθο κινδύνευε νὰ βυθιστεῖ τὸ πλοῖο
τρεῖς ναῦτες πέφτουν στὸ γιαλὸ μὲς τὸ νερὸ τὸ κρύο.
Ἅγιον ∆ιονύσιον ὅλοι παρακαλοῦνε
νὰ μὴν πνιγοῦν στὴ θάλασσα ἤθελαν νὰ σωθοῦνε.
Ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος τότε ἔτρεξε κοντά τους
καὶ κολυμπώντας στὴ Ζάκυνθο εἶν’ ὑγιεῖς μπροστά του.
Οἱ ναῦτες ποὺ ἑβράχηκαν κι εἶν’ ταλαιπωρημένοι στὴν ἐκκλησία πήγανε κι ἂς ἦταν κουρασμένοι.
Εὐχαριστοῦν τὸν Ἅγιον ποὺ ἤτανε μαζί τους καὶ ἀπὸ βέβαιον πνιγμὸ ἔσωσε τὴ ζωή τους.
Τὴν ἱερή του λάρνακα ζήτησαν ἐκεῖ νὰ ἀνοίξουν καὶ ἱερὸ τοῦ λείψανο ὅλοι νὰ προσκυνήσουν.
Ἔλειπε ὁ ἐφημέριος τὴν λάρνακα νὰ ἀνοίξῃ καὶ ἀκούγεται ἕνας θόρυβος γίνεται μιὰ τρίξη.
Εὐθὺς ἐκείνη τὴ στιγμὴ γίνεται ἕνα θαῦμα καὶ λάρνακα ἡ Ἱερὰ ἀνοίγει ἐν τῷ ἅμα.
Οἱ ναῦτες ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἔλεγαν δημοσία.
Η ΤΥΦΛΗ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ
Μία κοπέλα στὴ Ζάκυνθο Ἰάκωβου Αἰκατερίνη εἶχε ἀῤῥώστια τῶν ματιῶν ὑπέφερε κι ἐκείνη.
Παντοῦ γυρεύει γιατρειὰ χειρότερα πηγαίνει καμπούριασε ὡς τὰ γόνατα σ’ αὐτὴ τὴ θέση μένει.
Ἐπῆγε ὁ πατέρας της νὰ τήνε βοηθήσει
στὴν λιτανεία τῆς γιορτῆς ποὺ εἴχενε ἀρχίσει.
- 66 -
Τυφλή του κόρη τύλιξε τότε μὲ ἕνα σεντόνι γονατιστὸς παρακαλεῖ τὸν Ἅγιον ἀκόμη.
Μὲ τὰ ζεστά του δάκρυα ποὺ 'χε στὸ πρόσωπό του εἰς τοῦ Ἁγίου λείψανο ἔλεγε τὸν καημό του.
Ἡ λάρνακα ἐπέρασε ἀπὸ τυφλὸ κοριτσάκι
τὸ τύλιξε ὁ πατέρας της στὸ ἄσπρο σεντονάκι.
Στὸ σπίτι του τὸ ἔφερε ἦταν μεγάλο πράγμα ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος εἴχενε κάνει θαῦμα.
Μόλις ἦρθε στὸ σπίτι του εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη ἐξαναεῖδε πάλι φῶς ἡ κόρη Αἰκατερίνη.
Εἶχε διπλὴ τὴν γιατρειὰ ἡ Αἰκατερίνη ἀκόμα γιατὶ μαζὶ μὲ ὀφθαλμοὺς ἴσιωσε καὶ τὸ σῶμα.
Καὶ ἄλλος ἦταν ἄῤῥωστος ὀνόματι Ἰωάννης πιασμένος ἤτανε καὶ αὐτὸς δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνει.
Ἑορτὴ Ἁγίου ἤτανε τοῦ ἦρθε μία σκέψη
στὴν ἐκκλησιά του νὰ διαβεῖ νὰ τὸν παρακαλέσει.
Κατάστασή του ἐβάρυνε γιὰ νὰ ἀναχωρήσει στὴν ἐκκλησία ἐσκέφτηκε τὴ νύκτα νὰ καθήσει.
Κτυποῦσαν οἱ καλόγεροι τὴν πόρτα νὰ ἀνοίξει τὸν εἴδανε πὼς εἶν’ ἐκεῖ λίγο νὰ περπατήσει.
Μία φωνὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ λάρνακα τοῦ λέγει
«Εὐλογημένε σήκω καὶ ἄνοιξε».
Καὶ τότε ἐδυνάμωσε ποὺ ἦταν πιασμένος πρῶτα εἰς τὰ στασίδια ἀκούμπησε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
- 67 -
Καὶ ἄλλος σεληνιασμὸ στὴ Ζάκυνθο εἶχε πάθει μὲ προσευχὴ στὸν Ἅγιον τοῦ εἴχενε περάσει.
Πλοίαρχο Ἄγγλο ἔσωσε ἀπὸ τὴν τρικυμία γαλήνευσε ἡ θάλασσα καὶ ἦρθε ἠρεμία.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος ὑποδέχεται τὸν Ἅγιον Νεκτάριον
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα ἔχει πάει τὸν Ἅγιον ∆ιονύσιον στὸ δρόμο συναντάει.
Ἔλα εἶπε Νεκτάριε ἐγὼ σὲ περιμένω
καὶ ἕνας στρατιωτικὰ ποὺ ἤτανε ντυμένος ἐρώτησε ὁ Νεκτάριος ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ὁ ξένος.
Εἶναι ὁ Μηνᾶς τοῦ ἀπαντᾷ καὶ τοῦτος ἐδῶ μένει τρεῖς Ἅγιοι στὴν Αἴγινα ἤτανε συνηγμένοι.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τοὺς ντόπιους ἐρωτάει ναὸν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἂν ἔχει γιὰ νὰ πάει ναὸν δὲν ἔχει ὁ Ἅγιος μόνο ἐρημοκκλήσι.
Τὸ ἐρημοκκλήσι εἶν’ αὐτὸ εἰς τὴν Ἁγία Μαρίνα μὲ ζῷα ἐξεκίνησαν γιὰ τὰ βουνὰ ἐκεῖνα.
Τὸ ἐκκλησάκι εἶν’ ἐκεῖ ἐγκαταλελειμμένο
ἀπὸ τὸν κόσμο τὸν πολὺ τώρα εἶναι ξεχασμένο.
Ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος ἔχει Θεοῦ τὴ χάρη
τὸν ἔχουνε στὴ Ζάκυνθο οἱ κάτοικοι καμάρι.
Νὰ μιμηθοῦμε ὅλοι μας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ νὰ φωτίζει ὁ Θεὸς τὸν ἰδικόν μας βίον.
- 68 -
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟ∆ΕΣΤΟΣ
Νήπιον στὴ φυλακὴ μὲ τοὺς μάρτυρες γονεῖς του
Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στὴν πόλη Σεβαστεία μαρτύρησαν ἐκεῖ 40 μάρτυρες μέσα σὲ λίμνη κρύα.
Εὐσέβειος ὁ πατέρας τοῦ Θεοδούλη ἡ μητέρα στείρα εἶν’ ἡ μητέρα του· ἔκανε προσευχή της.
Μετὰ 40 ἔτη ὁ Θεὸς τῆς ἔστειλε παιδί της ἐτότε ἐβασίλευεν ἡ εἰδωλολατρία
γονεῖς Ἁγίου ἔβαλαν στὴ φυλακὴ εὐθεία.
Τοὺς τιμωροῦν σὰν χριστιανοὺς πῆραν παιδὶ μαζί τους προσεύχονται σὰν μάρτυρες νὰ δώσουν τὶς ψυχές τους.
Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἄκουσε τότε τὴν προσευχή τους τοὺς πῆρε εἰς τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ εἶν’ τὸ παιδί τους.
Τὸ ἀνδρόγυνο ὁ δεσμοφύλακας βρῆκε ἀποθαμένο καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ζωντανὸ ἐκεῖ παρατημένο.
Πέντε μηνῶν εἶν’ τὸ παιδὶ τὸ πᾶν’ στὸ βασιλέα ἦταν ὄμορφο πολὺ τὸ δέχθηκε ὡραία.
Τὸ ἔδωσε σὲ συγκλητικὸ νὰ 'ῥθει σὲ ἡλικία νὰ ὑπηρετεῖ μεγάλο πιὰ εἰς τὸν Θεὸν τὸ ∆ία.
Γιὰ τοὺς γονεῖς του ἔμαθε τότε τὴν ἱστορία
πὼς πέθαναν στὴ φυλακὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
∆έκατο τρίτο ἔφθασε ἔτος στὴν ἡλικία διδάχθηκε ἀπὸ χριστιανὸ χριστιανικὴ θρησκεία.
Ἔγινε ὀπαδὸς Χριστοῦ μὰ εἶχε στεναχωρία γιατὶ εἶχε συναναστροφὴ μὲ εἰδωλολατρία.
Ὁ βασιλιὰς ἐκήρυξε νὰ κάνουνε θυσία
οἱ κάτοικοι περιοχῆς στὴν εἰδωλολατρία.
- 70 -
Ἐτότε βρῆκε ὁ Ἅγιος μεγάλη εὐκαιρία
στὸν τάφο τῶν γονέων του ἐπῆγε κατ’ εὐθεία.
Γονεῖς του παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλευθερώσουν νὰ βαπτισθεῖ χριστιανὸς ὄνομα νὰ τοῦ δώσουν.
Ἕνας χρυσοχόος ἄκουσε τότε τὴν προσευχή του καὶ στὴν Ἀθήνα πήγαινε τὸν πῆρε αὐτὸν μαζί του ὁ Ἀρχιερέας χάρησε διὰ τὸ βάπτισμά του.
Τὴν ὥρα ποὺ τὸν βάπτιζε τότε ὁ Ἀρχιερέας μιὰ στήλη ἔβλεπε φωτιᾶς ποὺ ἐφώτιζε ὡραία.
Ἄρχισεν ἀπ’ τὸν οὐρανὸν ἔφθανε στὸ κεφάλι καὶ εἰς τὸν βαπτιζόμενον ἦταν τιμὴ μεγάλη.
Μόδεστον τὸν ἐβάπτισαν καὶ εἶχε σημασία σπουδαῖος θὰ γινότανε Χριστοῦ τὴν ἐκκλησία.
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΑΙΓΥΠΤΟΝ
Ὁ Ἅγιος Μόδεστος μετὰ τὴν βάπτισή του θαύματα τότε ἔκανε ἀμέσως στὴν ζωή του.
Τοῦ Χρυσοχόου ἀδελφὸν ποὺ ἦταν ἐν ἀσθενείᾳ ἀμέσως τὸν θεράπευσε καὶ βρῆκε τὴν ὑγεία.
Ὁ Χρυσοχόος ἀῤῥώστησε βλέπει ὅτι θὰ ἀποθάνει καὶ διαθήκη ἐσκέφτηκε πὼς ἔπρεπε νὰ κάνει.
Στοὺς δυὸ γιοὺς καὶ Ἅγιον δίνει περιουσία σὲ τρία μέρη ἐμοίρασε ὅτι εἶχε ἐξουσία.
Ὁ Ἅγιος εἰς τοὺς πτωχοὺς δίνει τὸ μερδικό του τίποτα δὲν ἐκράτησε διὰ τὸν ἑαυτόν του.
Τοῦ Χρυσοχόου οἱ δυὸ υἱοὶ στὴν Αἴγυπτο θὰ πᾶνε νὰ κάνουνε ἐμπόριο καὶ πίσω θὰ γυρνᾶνε.
- 71 -
Ἐσκέφτηκαν τὸν Ἅγιον νὰ πάρουν συντροφιά τους αὐτὸς τοὺς ἀκολούθησε νὰ βρίσκεται κοντά τους.
Ἀλλὰ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ τότε μὲ πονηρία
σὲ ἕνα τὸν ἐπούλησαν ποὺ εἶχε ἄλλη θρησκεία.
Σὰν δοῦλος ὁ Μακάριος ἔζησε ἑπτὰ χρόνια πολλὰ βασανιστήρια ὑπέφερε ἀκόμα.
Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔκανε θερμὴ τὴν προσευχή του ἀφέντη τοῦ ἐλευθέρωσε στὴν πλάνη τὴ δική του.
Ἀκόμη τὸν κατάφερε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία ἐπίστεψε βαπτίστηκε εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Καὶ ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια τὸν εἶχε θεραπεύσει ποὺ ἦταν δύσκολη πολὺ μὰ καὶ δεινὴ ἡ θέση.
ΜΕ ΘΑΥΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
Ὁ ἀφέντης του σὰν πέθανε πῆγε νὰ προσκυνήσει εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὴν Αἴγυπτο νὰ ἀφήσει.
Πανάγιον τάφο προσκυνᾷ ὄρος Σινὰ πηγαίνει ἔκανε θαύματα πολλὰ παντοῦ ὅπου διαβαίνει.
Στὸν τάφο τὸν Πανάγιον πάλι καὶ ἐπιστρέφει εἶχε πεθάνει ὁ Ἀρχιερεὺς εὐθὺς καὶ ἐκηδεύθη.
Οἱ κάτοικοι μαζεύτηκαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία πόρτες ναοῦ ἐσφάλισαν ὅλες ἐν ἀσφαλείᾳ.
Ποιμένα ἐπερίμεναν ποιὸν ὁ Θεὸς θὰ στείλει αὐτὸς θὰ ἦταν Ἄξιος γιὰ νὰ τοὺς κατευθύνει.
Μὲ προσευχὴ πόρτες κλειστὲς νὰ ἀνοίξει ἂν μποροῦσε ἐτότε καὶ Ἀρχιερεὺς νὰ γίνει ἠμποροῦσε.
- 72 -
Τὸν Μόδεστο ὁδήγησε ἐκεῖ ἡ Θεία Χάρη
μπροστὰ στὶς πύλες τοῦ Ναοῦ ἔλαμπε σὰν φεγγάρι.
Ἄρχισε τότε ὁ Μόδεστος ἔκανε προσευχή του ὅλες οἱ πόρτες ἄνοιξαν μετὰ τὴν δέησή του.
Ἀρχιερέας τοῦ Θεοῦ ὁ Μόδεστος εἶχε γίνει
ποὺ ἄνοιξαν πόρτες μοναχὲς ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ὅταν χειροτονήθηκε τότε Ἀρχιερέας εὐαρεστοῦσε τὸν Θεὸν πάρα πολὺ ὡραία.
Ἔκανε θαύματα πολλὰ σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ ζῷα ὅταν ἀῤῥώσταιναν καὶ αὐτὰ τ’ ἔκανε πάλι σώα.
ΤΑ ΒΟ∆ΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥ
Μιὰ μέρα ἕνας γεωργὸς τὰ βόδια τοῦ εἶχε φέρει ἐπήγαινε στὸ ἁλώνι του ποὺ ἦταν καλοκαίρι.
Ὁ διάβολος τὸν γεωργὸ στὸ δρόμο τὸν πειράζει πέφτουν τὰ βόδια κατὰ γῆς ὁ ἄνθρωπος τρομάζει.
Καὶ κλαίγοντας στὸν Ἅγιον ἔκανε προσευχή του τότε ὁ Ἅγιος Μόδεστος ἄκουσε δέησή του.
Ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος κάνει καλὰ τὰ βόδια,
καὶ ἔτρεχαν χαρούμενα μὲ τέσσερα τὰ πόδια.
Τὰ βόδια προχωρούσανε, ἔπεσαν κάτω πάλι,
καὶ μὲ Ἁγίου προσευχὴ ἐπροχωροῦσαν πάλι.
Τὰ σήκωσε ὁ Ἅγιος βόδια μὲ προσευχή του,
ἔδεσε τότε στὸ ζυγὸ τὴν ζώνη τὴ δική του.
Καὶ λέγει εἰς τὸν γεωργόν· ἄνθρωπε μὴ φοβᾶσαι,
πήγαινε τώρα στὸ καλό, ἀσφαλισμένος θὰ ῾σαι.
- 73 -
Ὁ Ἅγιος ποὺ ζώνη του ἔβαλε στὸ ζυγό του ἐμπόδιο ὁ διάβολος θωρεῖ γιὰ ἑαυτόν του.
Καὶ ἐφώναξε στὸ Ἅγιο πὼς τοῦ ἔκανε ἀδικία καὶ ὁ ἄνθρωπος πὼς ἔδειξε σ’ αὐτὸν ἀχαριστία.
Ὁ Ἅγιος Μόδεστος τὸν ἐπίπληξε καὶ τοῦ 'πε ἐπὶ λέξει τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον εἶναι δική του θέση.
Φοβήθηκε τὸν Ἅγιον ὁ σατανὰς ἐκρύβη
στὴν ἔρημο ποὺ κατοικεῖ ἐκεῖ εἶχε καταφύγει.
ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΜΟΣΧΑΡΙ
Ἐψόφισε τὸ μοσχάρι τότε κάποιου ἀνθρώπου,
μὲ προσευχὴ τὸ ἀνέστησε ὁ Ἅγιος ἐπὶ
τόπου.
Σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα αὐτὸ ἦταν ἐκεῖ ἀνθρῶποι,
ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἅγιον διάφορα κατόπιν.
Οἱ χριστιανοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐκεῖ ἦταν καθισμένοι,
ποὺ ἄλλοι τὸν λέγαν ἅγιον ἀνέστησε
τὸ μοσχάρι,
δοξολογοῦσαν τὸν Θεὸν ποὺ εἶχε θεία χάρη.
Ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἀσεβεῖς ποὺ ἔλεγαν ἀστεία πὼς εἶναι μάγος ὁ Ἅγιος καὶ ἔκανε μαγεία.
Αὐτὰ ἔλεγαν οἱ ἀνόητοι· οἱ ἐνάρετοι νικοῦσαν ποὺ τὴν ἀλήθεια ἔβλεπαν καὶ τὴ διαλαλοῦσαν.
Ἡ ἀλήθεια πάντοτε νικᾷ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοὺς φώτισε τότε ὁ Θεὸς καὶ εἶπαν τὴν ὥρα ἐκείνη.
Καὶ σὲ ἄλλο τόπο ὁ Ἅγιος σκώτωσε ἕναν ὄφι ποὺ ἦταν πρῶτα ἄπιστοι καὶ πίστεψαν κατόπιν.
- 74 -
ΤΑ 10 ΒΟ∆ΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Τὰ 10 βόδια ἔτρεφε μία γυναίκα χήρα διότι ἄλλο πορισμὸ δὲν εἶχε ἡ κακομοίρα.
Ὅμως αὐτὰ ἀῤῥώστησαν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε δὲν εἶχε ἄνθρωπο ἐκεῖ νὰ τὴν παρηγοροῦσε.
Ἁγίους τοὺς παρακαλεῖ γιὰ νὰ τὴ βοηθήσουν
τὰ βόδια της εἶν’ ἄῤῥωστα παρακαλεῖ νὰ ζήσουν.
Ἐγύρισε τὶς ἐκκλησιὲς ποὺ ἤτανε τριγύρω
καὶ πῆγε καὶ στὴν ἐκκλησιὰ Ἁγίων Ἀναργύρων.
Προσκύνησε τοὺς Ἅγιους καὶ τοὺς παρακαλοῦσε νὰ ζήσουνε τὰ βόδια της κανένα μὴν ψοφοῦσε.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς στὸν ὕπνο της ἐπῆγε καὶ τῆς λέει
ποὺ ἀῤῥώστησαν τὰ βόδια της καὶ μέρα νύκτα κλαίει.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τῆς εἶπε νὰ μπαρκάρει
νὰ βρεῖ Ἅγιον Μόδεστο ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴ χάρη.
Ὁ Ἅγιος Μόδεστος στὸν ὕπνο της τὴν εἶχε ἐνημερώσει καὶ ἡ γυναίκα κλαίγοντας ἄρχισε νὰ τοῦ λέει.
Ἀῤῥώστησαν τὰ βόδια μου φοβοῦμαι μὴν ψοφήσουν αὐτὰ εἶναι τὸ θάῤῥος μου ἔρημη μὴν μὲ ἀφήσουν.
Τὴν νύκτα ποὺ κοιμότανε ὁ Ἅγιος πηγαίνει τὴν χήρα ἐνεθάῤῥυνε μὰ καὶ τῆς παραγγέλνει.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μόδεστος, ἄκουσα προσευχή σου τὰ ζῷα σου θὰ 'ναι καλὰ μὲ πίστη ἰδική σου.
Ὁ Ἅγιος τῆς ἔδωσε μία παραγγελία
ἡ χήρα τὴν ἐκτέλεσε καὶ βρῆκε σωτηρία.
Ἦταν πολὺ ἐνάρετος ὁ Ἅγιος σὲ ἀξία ποτέ του δὲν ἐθύμωνε εἶχε ἀνεξικακία.
- 75 -
Πολλὰ βασανιστήρια ἔκαναν τοῦ Ἁγίου
ἐκάρφωσαν τὰ πόδια του μὲ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου.
Τόνε λιθοβολούσανε μὲ πέτρες στὰ ποδάρια καὶ ἔπεφταν ἐπάνω του σὰν ἄγρια κοντάρια.
Μεγάλα τὰ μαρτύρια ποὺ τοῦ ἔκαναν ἀκόμα μολύβι ἔκαιγαν πολὺ καὶ ἔκαιγαν τὸ σῶμα.
Μὰ ἐκεῖνος ὁ μακάριος Θεὸν εὐχαριστοῦσε
ὁ κόσμος ἦταν ἄσπλαχνος ποὺ τὸν ἐτυραννοῦσε.
Στὰ εἴδωλα τοῦ ἔλεγαν τότε νὰ θυσιάσει
νὰ μὴν τὸν βασανίζουνε κι αὐτὸς νὰ ἡσυχάσει.
Οἱ ἀσεβεῖς οἱ τύραννοι ἦταν δαιμονισμένοι ποὺ εἶχε μεγάλη δύναμη κι ἦταν ἀνδριωμένοι.
Ἄλειψαν τὸ κεφάλι του μὲ πίσσα καὶ μὲ λάδι ἔπειτα τοῦ ἔβαλαν φωτιὰ τὸν ἔδιωξαν τροχάδι.
Γιὰ τὸ βασάνισμα αὐτὸ θύμωσε ἡ πολιτεία ἐφώναζαν γιὰ τοὺς ἄρχοντες ποὺ εἴχανε κακία.
Σὰν εἴδενε τότε ὁ βασιλεὺς ὁ Ἅγιος δὲν λυγίζει διέταξε τοὺς ἄρχοντες τὸ τὶ ἀποφασίζει.
Τοὺς εἶπε νὰ ἀφήσουνε αὐτὸν ἡσυχασμένον
μὴν διαγείρουν τὸν λαὸν εἰς τὸν ἐσταυρωμένον.
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν νὰ ἀποφασίσει τὸν Μόδεστον τὸ Ἅγιον νὰ ἀποκεφαλίσει.
Ὁ βασιλιὰς τοῦ ἔδειξε στὸν Ἅγιον τὸ ξίφος καὶ λέγει εἰς τὸν μάρτυρα μὲ ἀγριεμένο ὕφος.
Μόδεστε ὁμολόγησε μαγεῖες τὶς δικές σου
ἢ διατάζω τώρα εὐθὺς τὴν ἀποκεφάλισή σου.
Μὲ θάῤῥος τότες ὁ Ἅγιος κάνει ὁμολογία ὁμολογεῖ δημόσια πίστη Χριστοῦ Ἁγία.
- 76 -
Ὁ βασιλιὰς σὰν τ’ ἄκουσε ἀμέσως διατάζει τοῦ Ἁγίου τὴν κεφαλὴ νὰ κόψουνε προστάζει.
Τότε ὁ Ἅγιος Μόδεστος κάνει τὴν προσευχή του παρακαλεῖ τὸν Κύριον νὰ σώσει τὴν ψυχή του.
Καὶ ὅποιος ἐπικαλεσθεῖ τὸ Ἅγιον ὄνομά του νὰ εἶναι πάντοτε καλὰ ἡ οἰκογένειά του.
Καὶ βλάβην καὶ ἀσθένειαν μὴν πάθουνε τὰ κτήνη ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Καὶ ἀποκεφαλίσθηκε 18 ∆εκεμβρίου
ἡμέρα εἶν’ Παρασκευὴ Σταυρώσεως Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος μὲ προσευχὴ ζήτησε αὐτὴ τὴ χάρη ἡμέρα τῆς Σταυρώσεως ἤθελε νὰ τὸν πάρει.
- 77 -
O ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Εἶναι πολλοὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔχει ἡ ἐκκλησία
ποὺ ἐμαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ὀρθοδοξία.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μάρτυρες εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο εἶν’ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Ἐκεῖ δὲν ἐγεννήθηκε μὰ ἔδωσε μαρτυρία καὶ τότε τοῦ ἐδόθηκε αὐτὴ ἡ προσωνυμία.
Στὰ Γρεβενὰ γεννήθηκε Τσούρχλι τὸ ὄνομά του καὶ Ἅγιον Γεώργιον τὸ λὲν’ τιμὴ δικιά του.
Γονεῖς του τοὺς ὀνόμαζαν πατέρα Κωσταντίνο Βασίλω τὴ μητέρα του ἀπ’ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.
Εἶχε ἀδελφὸ καὶ ἀδελφὴ στὴν οἰκογένειά τους καὶ ἦταν ὁ Γεώργιος μικρότερος κοντά τους.
Γονεῖς ἦταν εὐσεβεῖς καὶ τὸ παράδειγμά τους
τὸ ἔδωσαν στὸν Γεώργιον ποὺ ἤτανε κοντά τους.
Πτωχοὶ ἀγρότες ἤτανε κάτω ἀπὸ τυραννία καὶ ἔμειναν ἀγράμματοι ἦταν τουρκοκρατία.
Ὀκτῶ χρονῶν ὀρφάνεψε πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ πέντε χρόνια ἔμεινε μὲ δύο ἀδελφούς του.
Κατόπιν τὸ διάστημα τῶν δέκα πέντε χρόνων χαρὰ καὶ ἐλπίδα εὕρισκε στὴν ἐκκλησία μόνον.
Στοῦ Γεωργίου τὸ χωριὸ ἕνας Ἀγὰς περνάει
καὶ μὲ τὸ τάγμα του ἐκεῖ τρεῖς μέρες σταματάει.
Ἐτότε ὁ Γεώργιος μικρὸς στὴν ἡλικία ἤτανε εὔρωστο παιδὶ στὰ ἔτη δέκα τρία.
Ἔξαφνα πᾶνε στὰ παιδιὰ οἱ Τοῦρκοι καὶ ῥωτάνε ποὺ ἔχει ἐκεῖ κοντὰ νερὸ τὰ ζῷα τους νὰ πιοῦνε.
- 79 -
Μὲ προθυμία ὁ Ἅγιος τοὺς ἔδειξε τὴ βρύση
ὁ κάθε Τοῦρκος ζῷο του νὰ πάει νὰ ποτίσει.
Οἱ Τοῦρκοι ἐνθουσιάστηκαν τὸν πήρανε μαζί τους χωριό του ἀποχαιρέτησε μὲ πόνο τῆς ψυχῆς του.
Γκιαοὺρ χασὰν τοῦ ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι τ’ ὄνομά του καὶ ἱπποκόμος ἔγινε τότε στ’ ἀφεντικά του.
Ὁ Γεώργιος ἐταξίδευσε μὲ τὸ ἀφεντικό του στὰ Γιάννενα ἐπήγανε τὸν εἶχε βοηθό του.
Ζοῦσε ἐκεῖ ὁ Γεώργιος χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τακτικὰ ἐπήγαινε πάντα στὴν ἐκκλησία.
Εἶδε ὁ πασὰς τὸν Ἅγιον τὸν εἶχε ἐκτιμήσει καὶ οἰκονόμον παλατιοῦ τὸν εἶχε διορίσει.
ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΖΕΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Ἦρθε καιρὸς νὰ νυμφευθεῖ καὶ νὰ ἀνοίξει σπίτι
μιὰ νέα βρῆκε ποὺ ἤτανε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.
Ἑλένη ἐλέγανε τὴν κοπέλα στὸ ὄνομά της πάμπτωχη ἦταν ὑλικὰ τὰ εἰσοδήματά της.
Στὰ ψυχικὰ χαρίσματα ἦταν πλουσιοτάτη ἦταν θεοφοβούμενη ψυχὴ ὡραιοτάτη.
Ὁ Ἅγιος ἦταν ταπεινὸς ἰδίως ἡ πραότης
τὸ ἄκακο τῶν τρόπων του, ψυχῆς ἡ καθαρότης.
Ἤτανε ὀλιγόλογος ζοῦσε μὲ ἑαυτόν του πάντοτε ἐδιόρθωνε τὸ σφάλμα τὸ δικό του.
Εἴκοσι καὶ ὀκτὼ χρονῶν ἔγινε παλικάρι σὲ ἕνα καλύβι ἔζησε μιὰ νέα νὰ τοῦ πάρει.
- 80 -
Μάθανε στὰ Ἰωάννινα πὼς ἀῤῥαβωνιασμένοι ἤτανε ὁ Γεώργιος μαζὶ μὲ τὴν Ἑλένη.
Ὁ Χότζας ὁ φανατικὸς τὸν εἶχαν ἱερέα
τὸ ἔμαθε γιὰ Γεώργιον δὲν τ’ ἄρεσε ὡραία.
Εὑρίσκει τὸν Γεώργιον ὁ χότζας καὶ τοῦ λέει:
ἐσὺ ἀφοῦ ἐτούρκεψες θὰ πάρεις τὴν
Ἑλένη;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος τότε μὲ ἠρεμία,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς ζητῶ νὰ πάρω ὁμοία.
Μὲ ἐβάπτισαν Γεώργιον καὶ χριστιανὸς ἔχω γίνει,
τὴν πίστη μου δὲν ἄλλαξα ἀπὸ
τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τ’ ἄκουσε ὁ χότζας τρέμοντας, τρέχει λαχανιασμένος,
καὶ τὸν κατὴ ἐνημέρωσε στὴν
ἕδρα καθισμένος.
Τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Γεώργιον πὼς εἴχενε τουρκέψει,
τώρα γυναίκα χριστιανὴ θέλει νὰ
τὴν νυμφεύσει.
Καὶ ὁ Κατὴς ποὺ ἄκουσε αὐτὴ τὴν καταγγελία ἐκάλεσε τὸν Γεώργιον νὰ δώσει ἀπολογία.
Καὶ ὁ Κατὴς Γεώργιον καλεῖ τὸν ἐρωτάει
ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ Χασὰν ὁ Τοῦρκος ὁ Ἅγιος ἀπαντάει.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ μὲ θάῤῥος καὶ ἀνδρεία
ὅτι δὲν ἐγκατέλειψε την τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Βαπτίστηκα εἶμαι χριστιανὸς Γεώργιος ὄνομά μου ποτὲ δὲν τὴν ἀρνήθηκα θρησκεία τὴ δικιά μου.
- 81 -
ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
Ὁ Γεώργιος ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ τὴν κατηγορία ἑτοίμαζε τὸ γάμο του εὐρῆκε εὐκαιρία.
Ἔγινε ὁ γάμος Κυριακὴ τ’ Ἁγίου ∆ημητρίου ἡ τελευταία Κυριακὴ μηνὸς τοῦ Ὀκτωβρίου.
Μὲ δύναμη ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔκανε τὰ καθήκοντα εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Πῆγε ἐξομολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του λουσμένος μὲ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰ δάκρυά του.
Ἐπῆρε τὴ γυναίκα του πῆγαν στὴν ἐκκλησία καὶ ἐκοινώνησαν οἱ δυὸ τὴ Θεία Κοινωνία.
Χαιρότανε ὁ Γεώργιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
ποὺ εἶχε συναναστροφὴ μὲ τὴν χριστιανοσύνη.
Ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρὸς πάντα μὲ εὐτυχία πέρασαν τὰ Χριστούγεννα τὰ χιόνα καὶ τὰ κρύα.
Ὁ Τοῦρκος τότε ὁ πασὰς ἐκάλεσε παρέα Γεώργιος τὸν χριστιανὸν γιὰ νὰ περνοῦν ὡραία.
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΒΑΠΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙ∆ΙΟΥ ΤΟΥ
Καὶ εἰς τὰ Ἰωάννινα Γεώργιον τὸν στέλνει ἦταν ἑτοιμογέννητη ἐτότε ἡ Ἑλένη.
Ὅταν ἐπήγανε ἐκεῖ ἕνα ἀγόρι κάνει
τὸ ὄνομα ποὺ τοὔδωσαν, θὰ εἶναι Ἰωάννης.
Γιατὶ Ἁγίου ἑορτὴ θέλει νὰ τὸ βαπτίσει
προστάτης θὰ 'ναι τοῦ παιδιοῦ σὲ ὅλη του τὴ ζήση.
Ἔτσι εἶχαν συνήθεια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
καὶ ἐκράτησαν παράδοση ἀπ’ τὴ χριστιανοσύνη.
- 82 -
Παιδί του τὸ ἐβάπτισε εἰς τὴν χριστιανοσύνη τραπέζι κάνει στὸ σπίτι του χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Οἱ Τοῦρκοι ἔμαθαν αὐτὸ μὰ εἴχανε κακία
γιατὶ μισοῦν τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὴν ὀρθοδοξία.
ΠΡΟΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Τελείωσαν οἱ ἑορτὲς 11 Ἰανουαρίου
ἕνας ὕπνος γλυκύτατος τοῦ ἦρθε τοῦ Ἁγίου.
Ἔπεσε στὸ κρεβάτι του, δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει,
τὸ βράδυ τὸν ἐξύπνησαν, νὰ φάει, νὰ
δειπνήσει.
Μιὰ λάμψη εἶχε παράξενη σὲ ὅλο τὸ πρόσωπό του,
καὶ ἔκανε τὴν προσευχὴ προτοῦ τὸ
φαγητό του.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐζήτησε ῥοῦχα τὰ γιορτινά του,
στὴν πόλη ἑκατέβηκε διὰ νὰ βρεῖ
δουλειά του.
∆ύο φορὲς ἐκοίταξε δικούς του μὲς στὸ σπίτι,
θὰ τοῦ ῾ρθε μιὰ προαίσθησῃ σὲ λίγο πὼς θὰ λείπει.
Ὁ χότζας τὸν Γεώργιον στὸ δρόμο τόνε βλέπει,
μὲ ἀγριάδα τοῦ ὁμιλεῖ καὶ ὄχι ὅπως
πρέπει.
Τοῦρκος εἶσαι ἐσὺ ἢ χριστιανὸς ποὺ παίζεις μὲ τὴν πίστη;
ὁ Ἅγιος τὸν παρακαλεῖ
ἥσυχο νὰ τὸν ἀφήσει.
Ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε φασαρία,
τῆς γυναίκας του ὁ ἀδελφὸς περνοῦσε ἐν συγκυρίᾳ.
Ἀλέξη τὸν ἐλέγανε, αὐτὸς ἐπροσπαθοῦσε,
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πασᾶ, Γεώργιον ζητοῦσε.
Ἐπῆγαν καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ τὸν χότζα νὰ νικήσουν,
τὸν ἀδελφὸ Γεώργιον κρυφὰ νὰ
τόνε κρύψουν.
Ἡ κατοικία τοῦ πασᾶ ἦταν ἀπέναντί του,
καὶ ἔβλεπε ὅλη τὴ σκηνή, βγάζει ἀπόφασή του.
Κάλεσε Τούρκους μάρτυρες τώρα σ᾿ ἀπολογία,
πῶς ἔγινε ἡ συμπλοκή, νὰ δώσουν μαρτυρία.
Εἴπανε πὼς Τοῦρκος ἤτανε ἔχει ἄλλοπιστήσει
καὶ ἄλλαξε την πίστη του χριστιανὸς ἔχει γυρίσει.
Καὶ ὁ πασὰς τὸν Ἅγιον τότε τὸν ἐρωτάει
Τοῦρκος ἐσὺ εἶσαι ἢ χριστιανός; ὁ Ἅγιος ἀπαντάει.
Χριστιανὸς γεννήθηκα εἶμαι καὶ θὰ ἀποθάνω ἀπάντησε ὁ Γεώργιος, τὸ ἐπαναλαμβάνω.
Τότε στὸν ἱεροδικαστὴ ὁ πασὰς Ἅγιον στέλνει ποὺ εἶχαν τὴν ὑπόθεση μισοτελειωμένη.
Καὶ στὸν Κατὴ ὁ Ἅγιος δίνει ὁμολογία
ἦταν καὶ θὰ 'ναι πάντοτε εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΥ
Ἐκεῖ τότε βρέθηκε ἕνας ἑβδομηντάρης καλόγερος ἀρνήθηκε πίστη του ὁ φουκαριάρης.
Τ’ Ἁγίου ἔγινε πειρασμὸς τοῦ εἶπε νά τουρκέψει, τὸν ἔβαλε ὁ διάβολος νὰ ξεκαλογερέψει.
Καυχότανε ὁ ἄθλιος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη
ὅτι ἀρνήθηκε Χριστὸν καὶ Τοῦρκος εἶχε γίνει.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀντιδρᾷ σατανικὴ φωνή του
τοῦ κολασμένου γέροντα ποὺ ἐπούλησε ψυχή του.
Τὸν πρόσβαλε ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν του
νὰ εἶναι μὲ τὸν διάβολο Χριστὸν νὰ ἔχει ἐχθρό του.
- 84 -
Τοῦ εἶπε καὶ ἄλλα ὁ Ἅγιος τῆς πίστεως προδότη καὶ τὶ ψυχὴ εἰς τὸν Χριστὸν ἐσὺ θὰ παραδώσεις.
Αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ παλιοκαλογήρου φοβήθηκαν οἱ χριστιανοὶ μὴν ξαπλωθεῖ τριγύρω.
Ἤθελαν τὸν Γεώργιον νὰ τόνε ἐξασφαλίσουν μὲ κάθε τρόπο πολεμοῦν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν.
Ἐξέτασαν τὸν Ἅγιον δὲν εἶν’ περιτμήμενος· οἱ δικαστὲς τὸν ἤθελαν τουρκοφανατισμένο.
Ἀπὸ Κατή, Ἀνθύπατο ὁ Ἅγιος πηγαίνει
ὅμως τὸ πρόβατο Χριστοῦ στὴν ἴδια πίστη μένει.
ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιο τὸν εἶχαν τιμωρία τὸν βλέπανε οἱ χριστιανοὶ μὲ αἰσιοδοξία.
Τόνε παρακαλούσανε χριστιανὸς νὰ μείνει
διὰ νὰ ζοῦν πιστοὶ καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Τὸν βγάζουν ἀπ’ τὴ φυλακὴ τοῦ λένε νά τουρκέψει ὁ Ἅγιος ὅμως ἔμεινε στὴν πρώτη του τὴ θέση.
Ἔλεγε εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω καὶ ὅρμησαν οἱ ἄπιστοι στὸν Ἅγιο ἐπάνω.
Τὸν ἔδειραν πολὺ σκληρὰ διὰ τὴν ἄρνησή του τὸν ξαναβάνουν φυλακὴ ξεχωριστὸ κελί του.
Ἀκάνθας τότε ἔβαλαν μέσα στοὺς ὄνυχάς του ὀδυνηρὸ μαρτύριον ἐπόνεσε ἡ καρδιά του.
Τοῦ ἔβαλαν στὸ στῆθος του, 60 κιλὰ λιθάρι καθόλου δὲν τὸν ἔβλαψε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.
- 85 -
ΚΑΤΑ∆ΙΚΑΖΕΤΑΙ ∆Ι' ΑΓΧΟΝΗΣ ΘΑΝΑΤΟΝ
Στὸν Ἅγιο τότε ὁ Κατὴς λέγει ἀπόφασή του τώρα πὼς θὰ κανονισθεῖ Γεώργιου ἡ ζωή του.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ ὅ,τι θελήσεις κάμε
ἐγὼ τὶς ἀποφάσεις σου καθόλου δὲν φοβᾶμαι.
Τότε ὁ Κατὴς δὲν εὕρισκε ποινῆς καμιὰ αἰτία ἤθελε τὸν Γεώργιον νὰ δώσει ἐλευθερία
μὰ ἦταν ὁ Τουρκικὸς λαὸς σὰν ἄγρια θηρία.
Ὅπως οἱ Ἑβραῖοι ἐφώναζαν Ποντίου τοῦ Πιλάτου ἔτσι κι αὐτοὶ ἐφώναζαν εἶν’ ἄξιος θανάτου.
Ἀμέσως τότε ὁ πασὰς βγάζει ἀπόφασή του νὰ κρεμαστεῖ ὁ Γεώργιος μὲ ἐντολὴ δική του.
Πολύπλευρο ἦταν ἐκεῖ τότε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἤτανε δύο μέτωπα οἱ γνῶμες τῶν ἀνθρώπων.
Μητροπολίτες, Προύχοντες καὶ συγγενεῖς Ἁγίου ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν πασὰ ἄφεση Γεωργίου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν πλευρὰ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ χοτζάδες εἶχαν ἀγριέψει τὸν πασὰ μὲ ἄγριες φωνάρες.
Ἦταν καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ στὴ φυλακὴ κλεισμένοι κοιτάζουν τὴν ἀπόφαση Ἁγίου τὶ θὰ γένει.
Τὸν Ἅγιον τὸν καλοπιάνουνε κι ἄλλοι τὸν φοβερίζουν Χοτζάδες τὸν παρακινοῦν πὼς Τοῦρκος ὅταν γίνει
θὰ εἶναι τότε ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Οἱ χριστιανοὶ στὴ φυλακὴ ἦταν σὲ ἀπορία ἂν μαρτυροῦσε ὁ Ἅγιος ἢ θὰ 'χε ἐλευθερία.
Παρακινοῦν τὸν Ἅγιον διὰ νὰ μαρτυρήσει Ἁγίου τὸ παράδειγμα λαὸς θὰ ἀκολουθήσει.
- 86 -
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται μὲς στὸ ὑγρὸ κελί του
καὶ ἔλεγε στοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἦταν ἐκεῖ μαζί του.
Μὴν φοβηθεῖτε γιὰ Χριστὸν ἐγὼ θὰ μαρτυρήσω προσεύχομαι παρακαλῶ τὸ αἷμα μου νὰ χύσω.
Τὶς μέρες ποὺ ἦταν φυλακὴ πηγαίνανε χοτζάδες
γιὰ νά τουρκέψει τοῦ ἔλεγαν σὰν ἄλλοι σατανάδες.
Εἶμαι τοὺς εἶπε χριστιανὸς φύγε τε ἀπὸ ἐμπρός μου ἐγὼ πιστεύω στὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν μου.
Ἦταν καὶ ὁ δεσμοφύλακας πολὺ τὸν ἐνοχλοῦσε γιὰ νά τουρκέψει τοῦ ἔλεγε Γεώργιον νὰ ζοῦσε ἐγὼ ἀποθνήσκω χριστιανὸς αὐτὸ τοῦ ἀπαντοῦσε.
ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ
Μετὰ δύο μέρες ἤτανε τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ποὺ εἶναι πάντα ἡ μνήμη του 17 Ἰανουαρίου.
Στὴ φυλακὴ οἱ κρατούμενοι ἤτανε μαζεμένοι ἐπήγαν πέντε δήμιοι ἐκεῖ ἀπεσταλμένοι.
Σὰν πήγανε στὴ φυλακὴ ἐκάθησαν στὸ γραφεῖο νὰ 'ῥθει ὁ δεσμοφύλακας ποὺ ἔκανε καὶ κρύο.
Μαζὶ εἶχαν οἱ ∆ήμιοι καὶ ἕνα καλὸ τεχνίτη
ποὺ τὴν κρεμάλα θὰ ἔστηνε ὅπου θὰ τοῦ 'χαν δείξει.
Ῥώτησαν ἕναν δήμιο γιὰ ποιὸν εἶναι ἡ κρεμάλα εἶναι γιὰ τὸν Γεώργιον ἀπάντησε τρεχάλα.
Κρυφὰ εἰς τὸν Γεώργιον τὸ εἴπανε στὸ αὐτί του πὼς ἡ κρεμάλα εἶν’ γι’ αὐτὸν τελειώνει ἡ ζωή του.
Τοῦ εἶπαν νὰ μὴν φοβηθεῖ ὁ πόνος θὰ περάσει καὶ αἰώνια τὸν παράδεισο ἔπειτα θὰ χορτάσει.
- 87 -
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ Ἅγιος γενναῖο παλικάρι εἶχε οὐράνια χαρὰ μὰ καὶ τὴν Θεία Χάρη.
Καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ χάρη τοῦ 'χε κάνει στὸ ὄνομά του τὸ Ἅγιο ἄξιος νὰ πεθάνει.
Ἄνοιξε ὁ δεσμοφύλακας τὴν πόρτα στὸ κελί του μιὰ λέξη εἶπε στὸν Ἅγιον Σήκω ἦταν μαζί του.
Ὁ Ἅγιος χαρούμενος ἀντίῤῥηση δὲν φέρνει ἄρχισε ὁ δεσμοφύλακας ἀμέσως νὰ τὸν δένει.
Τοὺς καταδίκους συνήθιζαν προτοῦ ἐκτελεσθοῦνε τὰ πόδια τους τοὺς ἔδεναν ἀγχόνη πρὶν νὰ μποῦνε.
Φύγε σατανὰ ἐμίλησε ἡ γλώσσα ἡ δικιά του
τὸν διάβολο βάνει εἰς φυγὴν ἡ γλώσσα ἡ δικιά του.
Ἔτρεχε στὸ μαρτύριο μὲ τόση προθυμία σὰν διψασμένη ἔλαφος σὰν ἔχει ἀνυδρία.
Οἱ δήμιοι τοῦ λέγανε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσουν τὸν Ἅγιον Γεώργιον γιὰ νὰ τὸν δειλιάσουν.
Κάνετε ὅ,τι θέλετε τοὺς ἀπαντᾷ ἐκεῖνος
βαθειὰ ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸν ὁ μυρωμένος κρίνος.
Θαῦμα μεγάλο ἤτανε ἄνθρωπος νὰ τὸν βλέπει εἶχε ἀγάπη στὸν Χριστὸν καὶ ὅ,τι κάνει πρέπει.
Οἱ χριστιανοὶ τὸν ἔβλεπαν ἔκαναν τὸ σταυρό τους νὰ δυναμώνει ὁ Θεὸς αὐριανὸ Ἅγιόν τους.
Ὁ Ἅγιος στὸ μαρτύριον τρέχει μὲ προθυμία ἔνιωθε ἀγαλλίαση χαρὰ καὶ εὐθυμία.
Οἱ Τοῦρκοι ἀγχόνη ἔστησαν τὸν Ἅγιον ἐρωτοῦσαν τὶ εἶσαι σὺ τοῦ ἔλεγαν ἀπάντηση ζητοῦσαν.
Ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπαντᾷ τότε μὲ παῤῥησία
πὼς προσκυνᾷ Ἰησοῦ Χριστὸν καὶ μητέρα Παναγία.
- 88 -
∆ημίους παρακάλεσε νὰ τοῦ λυθοῦν τὰ χέρια τὰ λύσανε καὶ ἐπέταγε ὡσὰν τὰ περιστέρια.
Τότε μὲ εὐλάβεια πολλὴ ἔκανε τὸ σταυρό του
καὶ ἐφώναζε τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι ὅλοι ἐμπρός του.
Ἐζήτησε συγχώρεση διὰ τὸν ἑαυτόν του
καὶ ἐκεῖνος ἐσυγχώρεσε τότε κάθε ἐχθρό του.
Κατόπιν τοῦ περάσανε τὸν βρόγχο στὸ λαιμό του σιωπηλὸς καὶ ἀτάραχος ἦταν ὁ ἑαυτός του.
Φόβος καὶ νεκρικὴ σιγὴ τότε ἐπικρατοῦσε
στὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ποὺ παρακολουθοῦσε.
Οἱ Τοῦρκοι τότε ἔπαψαν τὴν ἄγρια φωνή τους καὶ τὸ σχοινὶ ἐτράβηξαν μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους.
Τότε ὁ μάρτυρας Χριστοῦ παρέδωσε ψυχή του
30 χρόνια ἔζησε στὸν κόσμο τὴ ζωή του.
Νιόπαντρος ἦταν ὁ Ἅγιος πατὴρ ἑνὸς νηπίου λίγα ἀκόμα γράφομεν στὸν βίον τοῦ Ἁγίου.
Τὴν ὥρα ποὺ ἐκρέμασαν Ἅγιον στὴν ἀγχόνη ἐφάνηκε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἕνας κρότος ἀκόμη.
Ἐφάνηκε ὁ Ἅγιος πιστὸς τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὸν ἐπλήρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη.
Ο ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ
Τὸ Ἅγιον του λείψανο τρεῖς μέρες κρεμασμένο τὸ ἄφησαν οἱ ἄπιστοι σὰν ξύλο πεταμένο.
Οἱ Τοῦρκοι τὸν φυλάγανε τὴν νύκτα στὸ σκοτάδι οὐράνιο φῶς κατέβαινε στὸ λείψανο τὸ βράδυ.
- 89 -
Σὰν κρέμασαν τὸν Ἅγιον ἐπῆγε μιά τουρκάλα τὴν κάλτσα Ἁγίου ἔβγαλε καὶ ἔφυγε τρεχάλα.
Ἐπίστευσε ὁλόψυχα στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
κι ὅτι θὰ κάνει θαύματα μὲ δύναμη Κυρίου.
Τὴν κάλτσα ἐκείνη ἔδωσε σὲ ἄῤῥωστη τουρκάλα καὶ ἀμέσως θερεπεύθηκε ποὺ ἦταν πρῶτα χάλια.
Τρεῖς μέρες ὅταν ἐπέρασαν τὸ Ἅγιο λείψανό του ἀκόμα ἤτανε ζεστὸ τὸ Ἅγιο πρόσωπό του.
Σὲ μιὰ κουβέρτα τὸ τύλιξαν μὲ εὐλάβεια μεγάλη στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ ἐκεῖ τὸ εἶχαν βάλει.
Περίμεναν τρεῖς ἀρχιερεῖς μὲ πρόσωπα θλιμμένα καὶ ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ Ἅγιον περιμέναν.
Τότε ἐνεταφίασαν τὸ Ἅγιο λείψανό του Ἰωαννίνων ἐκκλησιὰ εἰς τὸν προορισμό του.
Ὄνομα ἐπικράτησε ἀπ’ τὸν καιρὸν ἐκεῖνο λέγεται «ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων».
ΠΛΗΘΟΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος μὲ τὸ μαρτύριό του θαύματα ἔκανε πολλὰ τὸ Ἅγιον λείψανό του.
Ἀλάλων ἐδόθη ἡ φωνὴ χωλῶν εὐθυδρομία καὶ ξηραμένος τῆς χειρὸς ἀνόρθωση τελεία.
Οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἀπὸ κοντὰ τὸν εἴχανε γνωρίσει τάφον Ἁγίου ἔπειτα τὸν εἶχαν κατακλύσει.
Ἑκατοντάδες τὰ κεριὰ προσέφεραν καὶ λάδι ἄναβαν τὴν κανδήλα του πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ.
- 90 -
Ἔκαναν θαύματα πολλὰ τὰ ῥοῦχα τοῦ Ἁγίου στὰ Γιάννενα ποὺ βρίσκεται τ’ Ἁγίου Γεωργίου.
Ἀκόμα καὶ ἀλλόθρησκοι ποὺ πήγαιναν κοντά του ἄρχισαν νὰ πιστεύουνε στὴν Ἁγιότητά του.
Λίγα ἀκόμα θαύματα θὰ γράψομεν Ἁγίου γράφει ὁ βιογράφος του σελίδες τοῦ βιβλίου.
Ἦταν μιὰ Γιαννιώτισσα τὸ ὄνομα Ἑλένη
δύο παιδιὰ εἶχε ἄῤῥωστα καὶ ἦταν πονεμένη.
Εἶχαν μεγάλο πυρετὸ μιὰ ἑξαμηνία
γύρισε ὅλους τοὺς γιατροὺς δὲν βρῆκε θεραπεία.
Μία βραδιὰ στὸν ὕπνο της εἶδε στὸ ὄνειρό της καὶ ὅτι θὰ θεραπευθεῖ ἀῤῥώστια τῶν παιδιῶν της
λάδι ἀπ’ τὴν καντήλα του νὰ πάει στὰ παιδιά της.
Ἔκανε τότε ὑπακοὴ τὰ σταύρωσε μὲ λάδι παιδιά της ἔγιναν καλὰ καὶ ἔτρεχαν τροχάδι.
Καὶ ἄλλη μιὰ παράλυτη μὲ ἀκίνητο τὸ χέρι παρακαλεῖ τὸν Ἅγιον ὑγεία νὰ τῆς φέρει.
Ἐπῆρε τὸν πατέρα της στὰ Γιάννενα πηγαίνει τὸ βράδυ πῆγαν στὸν Ἅγιον πρωία ὑγιαίνει.
Κι ἄλλος ποὺ Εὐστάθιος ἦταν τὸ ὄνομά του παράλυτο τὸ πόδι του δὲν εἶχε τὴν ὑγειά του.
Ἄκουσε γιὰ τὸν Ἅγιο καὶ διὰ τὰ θαύματά του
τὸν παρακάλεσε καὶ αὐτὸς καὶ βρῆκε γιατρειά του.
Καὶ ἕνα ὀκτάχρονο παιδί μουγκὸ ἐκ γενετῆς του ἄλαλο καὶ παράλυτο τὸ εἶχαν οἱ γονεῖς του.
Στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου τὸ πήγανε τότε μὲ ἀγωνία τὸ ἔκανε ὁ Ἅγιος καλὰ καὶ βρῆκε σωτηρία.
- 91 -
Καὶ δυὸ ἀδέλφια πόδια τοὺς ἦταν παραλυμένα ὁ Ἅγιος τὰ ἐθεράπευσε καὶ δὲν πονεῖ κανένα.
Καὶ ἄλλο ὀκτάχρονο παιδὶ ἦταν παραλυμένο τὸ πήγανε στὸν Ἅγιον καὶ ἦταν θεραπευμένο.
Μιὰ κόρην ἀπ’ τὸ Μέτσοβο εἶν’ σεληνιαζομένη μὲ πίστη εἰς τὸν Ἅγιον εἶναι θεραπευμένη.
Μητέρα ἀπὸ τὰ ∆ολιανὰ παράλυτο παιδί της τὸ ἔκανε ὁ Ἅγιος καλὰ μὲ πίστη ἰδική της.
Μία γυναίκα ἔπασχε φαγούρα εἰς τὸ σῶμα καὶ τὸ παιδί της δυὸ ἐτῶν τὰ ἴδια εἶχε ἀκόμα.
Καὶ μὲ τὴν πίστη ὁ Ἅγιος ποὺ εἶδε ἰδική της ἀμέσως ἔκανε καλὰ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της.
Καὶ ἄλλος νέος τὸ πόδι του πολὺ τὸν ἐπονοῦσε τὸν Ἅγιον Γεώργιον καὶ αὐτὸς παρακαλοῦσε.
∆υνάμωσε τὸ πόδι του καὶ εἶδε θεραπεία
ποὺ ἄῤῥωστο τὸ πόδι του ἤτανε χρόνια τρία.
Καὶ ἄλλη γυναίκα παράλυτη ἀλείφθηκε μὲ λάδι ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε καὶ ἔτρεχε τροχάδι.
Καὶ ἄλλη γυναίκα παράλυτη σὲ ζῷο φορτωμένη ὁ Ἅγιος τὴν ἐθεράπευσε εἶν’ εὐχαριστημένη.
Καὶ ἄλλος εἰς τὰ Γιάννενα τὴν κόρη του πηγαίνει
12 χρόνια ἄῤῥωστη σεληνιαζομένη
ὁ Ἅγιος τὴν ἐθεράπευσε καὶ τώρα ὑγιαίνει.
Ἔκανε θαύματα πολλὰ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου διότι ἐμαρτύρησε πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου.
- 92 -
ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ
∆υὸ λόγια τώρα γράφομεν γιὰ οἰκογένειά του γυναίκα του ἐστήριζε νὰ 'χει παρηγοριά του.
Στὸν ὕπνο της τὶς ἔδινε πάντοτε ὁδηγίες καὶ τῆς ζωὴ τῆς ἔλυνε ὅλες τὶς δυσκολίες.
Μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτύριον ἀνδρὸς της Γεωργίου ἀφιερώθη στὸν Θεὸν τοῦ ἰδικοῦ της βίου.
Ἐδιάβαζε συνέχεια θρησκευτικὰ βιβλία βίους Ἁγίων πιὸ πολὺ ποὺ ἔχει ἡ ὀρθοδοξία.
Τρεῖς μέρες προαισθάνθηκε προτοῦ τὴν κοίμησή της ἀπὸ τὴν μάταιη ζωὴ τὴν ἀναχώρησή της.
Στὸ τέλος τότε ἐκάλεσε Γιαννάκη τὸ παιδί της καὶ συμβουλὲς τοῦ ἔδωσε παρέδωσε ψυχή της.
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιον προτοῦ νὰ μαρτυρήσει ἐπῆγε ἕνας χριστιανὸς μαζί του νὰ μιλήσει.
Θάῤῥος εἰς τὸ μαρτύριον γιὰ νὰ τὸν ἐνθαῤῥύνει ὅ,τι τοῦ κάνουν οἱ ἐχθροὶ αὐτὸς νὰ ὑπομείνει.
Καὶ τότε ὁ Γεώργιος τοῦ 'πε γιὰ τὸ παιδί του μωρὸ εἴκοσι ἡμερῶν τοῦ 'πε νὰ τὸ φροντίσουν.
Ὁ ἄνθρωπος τὸ ὄνομα τὸν ἐφωνάζαν Τζίνη καὶ τὸ παιδὶ προστάτευσε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ὁ Γιαννάκης σὰν μεγάλωσε μεγάλο πιὰ ἀγόρι ὁ Τζίνης τὸ ἐπάντρεψε μὲ ἰδική του κόρη.
- 93 -
ΑΝΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ
Τὸ 1971 ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σεραφεὶμ ἀπεφάσισε νὰ κάμει ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του.
Ὅρισαν ἡμερομηνία 26 Ὀκτωβρίου Ἅγ. ∆ημητρίου
τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχε ἀῤῥαβωνιαστεῖ ὁ Ἅγιος Γεώργιος.
Πῆγαν πολλοὶ ἀρχιερεῖς ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μὲ ἀγρυπνία καὶ λειτουργία τὰ Ἅγια λείψανα
τοῦ Ἁγίου ἐτοποθέτησαν στὴν πλατεία Ἰωαννίνων μὲ δαπάνη εὐσεβεστάτης κυρίας.
Ὡραῖος κατανυκτικὸς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου νὰ ἔχομε ὅλοι τὴν εὐχὴ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὦ! Ἅγιε Γεώργιε τῆς ἐκκλησιᾶς καμάρι δοξάζουμε ὅλοι τὸν Θεὸ ποὺ σοῦ δώσε τὴ χάρη.
Προσεύχου πάντα στὸν Θεὸν νὰ σώσει τὰς ψυχάς μας μὰ καὶ ἰσόβιο γιατρὸ διὰ τὰ σώματά σας.
01
- 94 -
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝ∆ΟΞΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος εἶν’ στὴν Κεφαλληνία τὸ 1506 γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα Κορινθίας.
∆ημήτριον τὸν λέγανε Ἁγίου τὸν πατέρα Καλὴ ἄκουγε ὄνομα ἡ σεβαστὴ μητέρα.
Τὰ γράμματα ὁ Γεράσιμος πολὺ τὰ ἀγαποῦσε ἰδίως τὰ θρησκευτικὰ ἐκεῖνα μελετοῦσε.
Ἐδιάβαζε Ἁγία Γραφὴ τὸ Ἱερὸν Βιβλίον
ἡ ψυχή του εὐφραινότανε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων.
Εἶχε καλὴ διδάσκαλο τὴν εὐσεβῆ μητέρα καλλιεργοῦσε τὴν ψυχὴ τὴν νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Τὴν Κυριακὴ καὶ ἑορτὴ πάει στὴν ἐκκλησία ἐσταματοῦσε τὶς δουλειὲς καὶ κάθε ἐργασία.
Θέλει νὰ γίνει Ἅγιος αὐτὸ εἶχε ὡς σκοπό του ὅπως στὸν κάθε ἄνθρωπο εἶναι προορισμός του.
Μεγάλωσε ὁ Γεράσιμος τίμιο παλικάρι καὶ ἔγινε καὶ Ἅγιος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.
ΑΠΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ
∆όξα ποτὲ τὴν κοσμικὴ δὲν θέλει νὰ ἀποκτήσει δύσκολον δρόμον ἀρετῆς τὸν εἶχε ὁδηγήσει.
Ἐτότε εἰς τὰ χρόνια του τὰ 25 φτάνει γνωρίζει ἕνα μοναχὸ Παχώμιο Ῥουτσιάνη.
Ἐπῆρε τὴν ἀπόφαση γονεῖς του νὰ ἀφήσει
πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ τιμὲς Χριστὸν νὰ ἀκολουθήσει.
- 96 -
Οἱ γονεῖς του τὸν ἐπίεζαν νὰ νυμφευτεῖ μιὰ κόρη δὲν δέχθηκε καὶ ἔφυγε στὴ Ζάκυνθο μὲ βαπόρι.
Ἔζησε ἐκεῖ σὰν ἀσκητὴς μὲ τὸ παράδειγμά του τὴν ψυχική του δύναμη καὶ γενναιότητά του.
ΟΙ ΠΕΡΙΟ∆ΕΙΕΣ ΤΟΥ
Μετὰ ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο πῆγε στὴ Θεσσαλία κατόπιν στὰ Μετέωρα τὰ ὑψηλὰ τὰ θεῖα.
Πῆγε Κωνσταντινούπολη τόπους τοῦ Βυζαντίου ἐκεῖ ἐζοῦσαν Ἅγιοι στὸ δρόμο τοῦ Κυρίου.
Στὰ κέντρα αὐτὰ ὁ Γεράσιμος μελέτη εἶχε βγάλει ποὺ εἶδε κατόπιν στὴ ζωὴ ὠφέλεια μεγάλη.
Τὸ πνεῦμα τὸ μοναχικὸ τὸν εἶχε ἐπηρεάσει σὰν ἀσκητὴς τοῦ ἄρεσε ἐκεῖνος νὰ μονάσει.
Ἀπὸ τὴν πόλη ἔφυγε Κωνσταντινουπολίτης στὸ Ἅγιον Ὄρος τράβηξε ἔγινε Ἁγιορείτης.
Ἔγινε ἐτότε μοναχὸς τὴν ὥρα τῆς κουρᾶς του Γεράσιμον ὀνόμασαν τότε τὸ ὄνομά του.
Ἐκεῖ γιὰ νὰ καταρτισθῇ κάνει σκληρὸ ἀγώνα ἐπίμονον κουραστικὸν νὰ ζήσει εἰς τὸν αἰώνα.
Ἀπέκτησε ὑπακοὴ καὶ ταπεινοφροσύνη
πίστη καὶ τὴν συμπάθεια καὶ τὴ φιλοφροσύνη.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἤτανε μικρὴ ἡ παραμονή του εἶχε ἀνώτερο σκοπὸ στὴν σκέψη τὴ δική του.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ ἄρεσε μὲ μοναχοὺς ἀνθρώπους ὅμως θέλει νὰ ἐπισκευθεῖ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους.
- 97 -
ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ
Φεύγει ἀπὸ τὸν Ἄθωνα πάει στὴν Παλαιστίνη νέα περίοδο ζωῆς, τώρα τοῦ ἔχει γίνει.
Ἔτσι πραγματοποίησε δική του ἐπιθυμία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα στὴν πόλη τὴν Ἁγία.
Στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον ὅσα ἐμελετοῦσε ἀξιώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλα τὰ θωροῦσε.
Ἀγάλλεται καὶ χαίρεται Ἁγίου ἡ ψυχή του
ποὺ Ἁγίους τόπους εἴδανε τότε οἱ ὀφθαλμοί του.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἄνθρωπος σὰν πηγαίνει ψυχή του πάντα χαίρεται εἶν’ εὐχαριστημένη.
Καὶ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἀγάλλεται καὶ χαίρει ποὺ ἔγινε προσκυνητὴς στ’ Ἅγια αὐτὰ μέρη.
Καὶ εἰς τὸ ὄρος τὸ Σινὰ εἶχε μεγάλο πόθο
νὰ πάει ὡς προσκυνητὴς στὸν Ἅγιον αὐτὸ τόπο.
Καὶ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς προσκυνητὴς νὰ γίνει προσκύνησε καὶ στὸν ναὸν Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ
Ἔπειτα εἰς Ἀντιόχεια καὶ ∆αμασκὸ πηγαίνει καὶ σ' ὅλη τὴν Ἀνατολὴ περιοδεία βγαίνει.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πάλι ἐπιστρέφει τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ Ἅγια μέρη βλέπει.
Κανδηλαναύτης ἔγινε στὸν τάφον τοῦ Ἁγίου ἐκεῖ ποὺ ἀναστήθηκε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου.
∆ιάκονος καὶ ἱερεὺς τότε χειροτονεῖται
12 χρόνια ἦταν ἐκεῖ τὸν ἐξυπηρετοῦσε.
- 98 -
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς εἶν’ στὰ Πατριαρχεῖα ἔβλεπε στὸν Γεράσιμο μεγάλη προθυμία.
Στὸν γέροντα του ἐζήτησε μιὰ χάρη νὰ τοῦ κάνει καὶ τότε ἐπισκέφθηκε ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη.
Μιμήθηκε τὸν βαπτιστὴ καὶ ἔκανε νηστεία
στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ στὶς ὄχθες στὴν παραλία.
Ἔπειτα παίρνει ὁ Ἅγιος εὐχὴ τοῦ Πατριάρχη φεύγει ἀπὸ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Ἑλλάδα νὰ 'ῥθει.
Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἔγινε ἱερέας
τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ περνοῦσε πάντα ὡραία.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔφθασε στὴν Ζάκυνθο πηγαίνει καὶ σὲ Ζακύνθου τὸ βουνὸ πενταετία μένει.
Ἀσκήσεις ἔκανε ἐκεῖ μὰ καὶ σκληραγωγία
τὸ σῶμα δὲν τὸ ἔτρεφε περνοῦσε μὲ νηστεία.
Χωρὶς ἁλάτι ἔτρωγε βρασμένα κολοκύθια
καὶ ὄσπρια μέσα στὸ νερὸ ὅπως τὰ τρῶν’ τὰ ὀρνίθια.
ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
Φεύγει ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο πῆγε Κεφαλληνία καὶ πολιοῦχος ἔγινε μετὰ πολυετία.
∆ιάλεξε μιὰ μικρὴ σπηλιὰ πάνω ἀπ’ τ’ Ἀργοστόλι
11 μῆνες κάθισε σὰ νὰ 'τανε στὴν πόλη
«Στῆθος μὲ στῆθος στὴ σπηλιά, πάλεψε μὲ τὸν σατανά».
Στὸ μέρος ποὺ ἔγινε αὐτὸ ναὸν Ἁγίου κτίζει καὶ δυὸ φορὲς τὸν Ἅγιον ἔτος πανηγυρίζει.
Τὴν φήμη του οἱ χριστιανοὶ εἰς τὸ νησὶ ἀκοῦνε καὶ πήγαιναν στὸν Ἅγιον νὰ ἐξομολογηθοῦνε.
- 99 -
Νὰ ἀκούσουν λόγια σοφὰ καὶ ἕνα πράγμα ἀκόμα καὶ κατευθύνσεις νὰ ἔχουνε εἰς πνευματικὸ ἀγώνα.
Χαρὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ μὲ ἐπικοινωνία ὁ Ἅγιος ὅμως ἤθελε νὰ 'χει καὶ ἡσυχία πῆγε σὲ τόπο ὁμαλών, ποὖχε ὀνομασία.
Γύρω ἀπ’ τὸ μοναστήρι του ἦταν κλαδιὰ καὶ βάτα ἀπέναντι σ’ ἕνα χωριὸ λέγεται Βαλσαμάτα.
Ἕνας πατὴρ Γεώργιος ἦταν σ'αὐτοῦ τοῦ τόπου παραχωρεῖ στὸν Ἅγιον ναὸν τῆς Θεοτόκου.
Ὁ ἱερεὺς Γεώργιος εἶχε δυὸ ἀδελφάδες καλόγριες ἦταν καὶ οἱ δυὸ πιστὲς νοικοκυράδες.
Τὸν Ἅγιον παρακαλοῦν στὸν τόπο αὐτὸ νὰ μείνει νέα δουλειὰ ὁ Ἅγιος ηὗρε τὴν ὥρα ἐκείνη.
Καθάριζε καὶ ἐφύτευε δέντρα, ἐλιές, ἀμπέλια ἔσκαψε γιὰ νὰ βρεῖ νερὸ νὰ βάζει στὰ βαρέλια.
Ἔσκαψε βρῆκε τὸ νερὸ καὶ ἔκτισε πηγάδι
ποὺ πίνουν μέχρι σήμερα κάθε πρωὶ καὶ βράδυ.
Ἐπάνω στὸ πηγάδι αὐτὸ γίνεται ἕνα θαῦμα ποὺ βλέπουνε οἱ ἱερεῖς ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
∆έησῃ κάνουν οἱ ἱερεῖς μὲ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ βάζουνε τὸ λείψανο στὸ χεῖλος πηγαδίου.
Ὅταν κάνουν τὴ δέηση τὸ ὕδωρ ἀνεβαίνει
καὶ ὡς τὸ χεῖλος πηγαδιοῦ θέση πλημμυρισμένη.
Καὶ ὅταν τὸ σηκώνουνε ἐτότε κατεβαίνει
θέση στὴν προηγούμενη ποὺ 'ναι συνηθισμένη.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ποὺ εἶχε ἁγιάσει δὲν ἄφηνα τὸν Ἅγιον ἐκεῖ νὰ ἡσυχάσει.
- 100 -
Ἄλλοι νὰ ἀκούσουν κήρυγμα ἄλλοι νὰ τὸν ἰδοῦνε καὶ ἄλλες παρθένες μοναχὲς πήγαιναν νὰ γεννοῦνε.
Ὁ Ἅγιος ἐσκέφθηκε στὸ μέρος αὐτὸ νὰ κάνει
σὰν τὰ καράβια τοῦ γιαλοῦ πηγαίνουν στὸ λιμάνι.
Τὸ ἐκκλησάκι του αὐτὸ τὸ ἔκανε μεγάλο ἔπειτα ἔκτισε κελιὰ το ἕνα πίσω στ’ ἄλλο.
Τὸ μοναστήρι ποὺ ἔκτισε ἤτανε γυναικεῖο
τοῦ παπᾶ Γιώργη οἱ ἀδελφὲς πῆγαν ἐκεῖ κι οἱ δύο.
Ὁ ἀριθμὸς καλογραιῶν ἔφθασε εἴκοσι πέντε ἔκανε πάντα προσευχὴ γι’ αὐτὲς καὶ ἀγρυπνοῦσε ἤξερε γιὰ ψυχὲς αὐτὲς πὼς θὰ λογοδοτοῦσε.
Στὸ μοναστήρι ἔδωσε μία ὀνομασία
καὶ Νέα Ἱερουσαλὴμ λέγεται κατ’ εὐθεία.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Ὅπως ὅλα τὰ νησιὰ καὶ ἡ Κεφαλληνία πάσχουν, δὲν ἔπεσε βροχὴ καὶ εἶχαν ἀνομβρία.
Κάποτε στὴν Κεφαλονιὰ ποὺ ἦταν ἀνομβρία οἱ κάτοικοι τῆς νήσου αὐτῆς ἔκαναν λιτανεία γιὰ τὰ σπαρτὰ οἱ γεωργοὶ ἔβλεπαν ξηρασία.
Καὶ παρακλήσεις ἔκαναν μὰ καὶ τὴν προσευχή τους μεγάλο ἀγαθὸ βροχῆς δὲν ἤτανε μαζί τους.
Κατέφυγε στὸν ἀσκητὴ ὅλη ἡ Κεφαλληνία ἀφοῦ δὲν ἔβρεξε ὁ Θεὸς μετὰ τὴ λιτανεία.
Τοὺς ἔδιωξε ὁ Ἅγιος ἀπὸ ταπεινοσύνη
ἀλλὰ καὶ δεύτερη φορὰ παρακαλοῦν ἐκεῖνοι.
Ὁ Ἅγιος ἀναγκάσθηκε τότε νὰ ὑποχωρήσει
καὶ τότε τοὺς λυπήθηκε τὰ μάτια εἶχαν δακρύσει.
- 101 -
Κάνει θερμὴ εἰς τὸν Θεὸν ὁ Ἅγιος προσευχή του καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἄκουσε τὴν εὐχή του.
Οἱ καταῤῥάκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν σὲ λιγάκι καὶ ἡ διψασμένη τότε ἡ γῆ ἐχόρτασε νεράκι.
Παρηγορεῖται ὁ λαός, χαίρει, πανηγυρίζει, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν στὰ σπίτια του γυρίζει.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα ἀπ’ τὸν Θεὸν δοσμένα στὸν κόσμο τὰ ἐχάριζε δὲν κράτησε κανένα.
Ὡσὰν γιατρὸς θεραπεύει ὅλους ἀῤῥωστημένους καὶ ἔδινε καὶ φάρμακα σὲ ἄπορους πονεμένους.
Ἦταν πολὺ φιλεύσπλαχνος εἰς τοῦ ἀῤῥωστημένους ἔδιωχνε πνεύματα πονηρὰ ἀπ’ τοὺς δαιμονισμένους.
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος τελείωσε ἡ ζωή του ὅπως καὶ στὸν κάθε ἕνα μας θὰ φύγει ἡ ψυχή του.
Ὅταν τὸ κατάλαβε ὅτι θὰ ἀποθάνει
τὰ τέκνα τὰ πνευματικὰ συνάζει μάνι μάνι.
Τὶς μοναχὲς συμβούλεψε τότε μὲ ὁδηγίες νὰ ζοῦν ἐνάρετῃ ζωὴ μὲ ἀγαθοεργίες.
Νὰ ἔχουνε ὁμόνοια, ἀγάπη μεταξύ τους
ἡ πίστη τους ἀκλόνητος ναν’ ὁ Χριστὸς μαζί τους.
Ἀπὸ τὸν κόσμον ἔφυγαν τὸν ἄλλον νὰ κερδίσουν καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν νὰ τὴν κληρονομήσουν.
Τελείωσε ὁ Ἅγιος τότε τὴ συμβουλή του καὶ παραδίδει στὸν πλάστη τὴν ψυχή του.
- 102 -
Φτερούγισε ἡ ψυχούλα του στὸν οὐρανὸ πετάει κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ποὺ τόνε λαχταράει.
15 Αὐγούστου ἀπέθανε εἶν’ ἡμερομηνία
στὶς 16 τοῦ μηνὸς τὸν γιορτάζει ἡ ἐκκλησία.
Ὅπως 15 Αὐγούστου ἐκοιμήθη ἡ Παναγία
70 ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία 1579 ἦταν χρονολογία.
Τὸ σῶμα του εἶναι ἄφθαρτο εἰς τὴν Κεφαλληνία κάνει μεγάλα θαύματα εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Ἐδῶ θὰ σημειώσομεν λίγα ἀπ’ τὰ πολλά του ὁ κόσμος ὅλος διαλαλεῖ ἄπειρα θαύματά του.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ
Στὴν νῆσο τὴν Κεφαλονιὰ θανατικὸ εἶχε πέσει
300 χρόνια μέχρι ἐδῶ θὰ εἶχε κενὴ θέση.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν ἔπεφταν οἱ ἀνθρῶποι ζαλίζονταν σὰν κοτόπουλα καὶ πέθαιναν κατόπι.
Καὶ ἄλλη χρονιὰ συνέβηκε πολλοὶ εἶχαν πεθάνει ζήτησαν ἀπ’ τὸν Ἅγιον βοήθεια νὰ τοὺς κάνει.
Στὸν Ἅγιον Γεράσιμο ἔκαναν λειτουργίες ὅλοι ἐπροσευχότανε νηστεῖες, λιτανεῖες.
Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἄκουσε τότε τὴν προσευχή τους γιὰ χάρη Ἁγίου ἔδωσε ὑγεία στὸ νησί τους.
- 103 -
ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΚΑΙ ∆ΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΗ
Λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου μία γυναίκα πῆγε ἐκεῖ χῶρον μοναστηρίου.
Κάθε ἡμέρα ἔκλαιγε στὰ γόνατα πεσμένη στὸν τάφο Ἁγίου ἔμενε πάντα προσευχομένη.
Τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον τὴν εἶχε βασανίσει παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν ὑγεία νὰ τῆς χαρίσει.
Τὴν τάραξε ὁ σατανὰς τὴν γκρέμισε ἕνα βράδυ τὴν ἔριξε εἰς μονὴ μέσα σ’ ἕνα πηγάδι.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος καλόγριες φωνάζει γυναίκα νὰ γλυτώσουνε μέσα ἀπ’ τὸ πηγάδι.
Οἱ ἀδελφὲς ἐξύπνησαν τρέχουν μὲ προθυμία καὶ ἡ γυναίκα μὴν πνιγεῖ μὲς στὰ νερὰ τὰ κρύα.
Οἱ ἀδελφὲς ἐσκύψανε γυναίκα γιὰ νὰ βροῦνε,
μέσ᾿ στὸ πηγάδι μὲ νερὸ ὄρθια τὴ θωροῦνε.
Ῥίξτε σχοινὶ ἔξω νὰ βγῶ ἐφώναζεν ἐκείνη,
καὶ ἔκλαιγε ἀπὸ χαρά, γλύτωσε δὲν ἐπνίγει.
Κατόπιν τοὺς ἐξήγησε ὅλα τὰ γεγονότα,
μέσ᾿ στὸ πηγάδι ὁ διάβολος τὴν εἶχε ῥίξει πρῶτα.
Καὶ πὼς ἕνας καλόγερος τὴν ἅρπαξε ἀπ᾿ τὸ χέρι,
καὶ τὴν κρατοῦσε μὴν πνιγεῖ καὶ θάῤῥος τῆς προσφέρει.
Νὰ μὴν φοβᾶσαι τώρα πιὰ γλίτωσες τὴ ζωή σου,
τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο δὲν εἶναι πιὰ
μαζί σου.
Ὅταν σχοινὶ ἐρίξανε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἔφυγε ὁ καλόγηρος ἄφαντος εἶχε γίνει.
Χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐπῆραν οἱ ἀνθρῶποι καὶ ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησιὰ ἐτρέξανε κατόπιν.
- 104 -
Ἐδόξαζαν ὅλοι τὸν Θεὸν καὶ τὸν δοξολογοῦσαν καὶ Ἅγιον Γεράσιμον τότε εὐχαριστοῦσαν.
Καὶ ὁ Θεὸς στὸν Ἅγιο, δίνει τὸ χάρισμά του
νὰ διώχνει τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ πλάσματά του.
Καὶ τοῦτο συνεχίζεται καὶ σήμερα ἀκόμα δαιμόνια ὁ Ἅγιος θὰ βγάζει εἰς τὸν αἰώνα.
Ὅσοι μὲ πίστη ἀκράδαντη εἰς τὸν Θεὸ πιστεύουν καὶ Ἅγιον Γεράσιμον τιμοῦν καὶ καταφεύγουν.
Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔκανε ∆ιάκο σεληνιασμένο
ἐπροσκύνησε τ’ Ἅγιὸ Του λείψανο κι ἦταν θεραπευμένος.
Ψωμί, νεράκι ἔπινε σὰν ἦταν διψασμένος εὐχαριστοῦσε Θεὸν καὶ Ἅγιον εἶν’ εὐχαριστημένος.
Στὸ μοναστήρι πήγανε πολλὲς δαιμονισμένες τὶς κάνει ὁ Ἅγιος καλὰ φεύγουν θεραπευμένες.
Καὶ ἄλλη γυναίκα ἤτανε βαριὰ ἀῤῥωστημένη καὶ στοῦ Ἁγίου λείψανο πιὸ τακτικὰ πηγαίνει.
Εὐχαριστίες στὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον προσφέρει ὁ Ἅγιος τὴν εὐλόγησε μὲ τὸ δεξὶ Του χέρι.
Καὶ ἔκλαιγε ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν εὐεργεσία ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι της καλὰ εἰς τὴν ὑγεία.
Καὶ ἄλλη γυναίκα στὸν Ἅγιο πῆγε ἀῤῥωστημένη ἔπασχε ἀπὸ εὐλογιὰ καὶ ἦταν πικραμένη.
Ἔπειτα τυφλώθηκε τελείως σ’ ἕνα μήνα
τὰ μάτια της δὲν ἔβλεπαν καὶ ἔκλαιγαν κι ἐκεῖνα.
Ἡ κόρη αὐτὴ καταγωγὴ εἶχε τὴν Αἰτωλία θλιβόταν καθημερινῶς εἶχε στεναχωρία.
Μιὰ βραδιὰ στὸν ὕπνο της καλόγερος τὶς λέγει νὰ πάει στὴν Κεφαλονιὰ καὶ αὐτὸς τὴ θεραπεύει.
- 105 -
Ξύπνησε τότε τοὺς γονεῖς εἶπε τὸ ὄνειρό της
καὶ πῆγαν στὴν Κεφαλονιὰ μὲ πίστη τῶν γονιῶν της.
Στὸ μοναστήρι ἐκάθησαν οἱ τρεῖς τους ἕνα χρόνο εἰς τὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον εἶχαν ἐλπίδα μόνο.
Στὸν ὕπνο της ὁ Ἅγιος ἐξύπνησε τὴν κόρη τῆς εἶπε ἔγινε καλὰ καὶ τὴν ἐπαρηγόρει.
Σήκω νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου ὁ Ἅγιος τῆς λέγει ἡ κόρη τότε ἐξύπνησε ἀπ’ τὴ χαρά της κλαίει.
Στὸ μοναστήρι ξύπνησαν μὲ δυνατὴ φωνή της καὶ ἔφυγε ἐντελῶς καλὰ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της.
Εἴκοσι μῆνες πέρασαν καὶ ἐπάντρεψαν τὴν κόρη μὲ ἕναν καλὸν χριστιανὸ καὶ εὐσεβὲς ἀγόρι.
Ἐπῆγε τὸ ἀνδρόγυνο εἰς τὴν Κεφαλληνία εἰς τὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον νὰ ποῦν εὐχαριστία.
Καὶ ἄλλος στὴν Πελοπόννησο ἦταν ἀῤῥωστημένος εἰς τὸ χωρίον Λεχαινὰ εἶν’ σεληνιασμένος.
Καὶ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ τὴν εἶχε ὀκτὼ χρόνια στὸν ἑαυτόν του ἔβαλε ὁ ἄῤῥωστος κανόνα.
Νηστεῖες καὶ τὶς προσευχὲς πάντοτε ἐτηροῦσε καὶ Ἅγιον Γεράσιμον θερμὰ παρακαλοῦσε.
Μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια πῆγε στὸ μοναστήρι
κι ὁ Ἅγιος στὴν πίστη του δὲν τοῦ χαλᾷ χατίρι.
Ἔλαβε τὴν ὑγεία του καὶ σὲ ὅλη τὴ ζωή του ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιον μεγάλη ἡ δύναμή του.
- 106 -
Η ΟΛΓΑ
Μία γυναίκα ἄῤῥωστη ἦταν δαιμονισμένη Ὄλγα εἶχε τὸ ὄνομα πολὺ βασανισμένη.
∆ικοί της τὴν ἐπήρανε νὰ πᾶνε Κεφαλληνία ὅμως αὐτὴ δὲν ἤθελε νὰ εὔρῃ θεραπεία.
∆ὲν ἤθελε ὁ σατανὰς νὰ φύγει ἀπὸ κοντά της
γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐμπόδιζε μὴν βρεῖ τὴ γιατρειά της.
Τὸν Ἅγιον Γεράσιμο ὁ διάβολος φοβᾶται
θὰ τὸν νικήσει ὁ Ἅγιος ἂν πάει συλλογᾶται.
Τὴν Ὄλγα τὴν ἐπήγανε μέχρι τὴν παραλία νὰ ταξιδεύσει ἀρνήθηκε θὰ πάθαινε ζημία.
∆ὲν ἤθελε ὁ σατανὰς νὰ φύγει ἀπὸ κοντά της τοῦ ἄρεσε νὰ κατοικεῖ μέσα στὰ σωθικά της.
∆ὲν ξέραν’ τὶ νὰ κάνουνε τότε οἱ δικοί της καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν διάβολο ἦταν ἡ ἄρνησή της.
Ἀλλὰ ἔξαφνα χαρούμενη καὶ γελαστὴ ἀκόμα μὲς τὸ καΐκι εἶχε μπεῖ καὶ μίλαγε τὸ στόμα.
Ὅλους θὰ σᾶς πνίξω σήμερα εἶπε μὲ παῤῥησία αὐτοὶ ποὺ ταξιδεύανε δὲν δῶσαν σημασία.
Θαυμάσιος ἦταν ὁ καιρὸς ἡ θάλασσα γαλήνη καὶ τὸ καΐκι ἔφυγε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Σὰν ὅμως προχωρήσανε ἔγινε τρικυμία καὶ ἡ δαιμονιζόμενη ἦταν σὲ μιὰ γωνία.
Ἔβγαλε δυνατὴ φωνὴ ἔλεγε θὰ σᾶς πνίξω
τὰ σώματὰ σας ποὺ εἶναι ἐδῶ στὴ θάλασσα θὰ ῥίξω.
Τὸν Ἅγιον Γεράσιμον φωνάζουν νὰ τοὺς σώσει καὶ ἀπὸ βέβαιο πνιγμὸ ὅλους νὰ τοὺς γλυτώσει.
- 107 -
Ἡ Ὄλγα τότε σώπασε καὶ εἶχε σκυθρωπάσει σταμάτησε ὁ ἄνεμος καὶ εἴχενε κοπάσει.
Σὰν ὅλα ἐσταμάτησαν καὶ ἔγινε γαλήνη
ἡ Ὄλγα ξαναμίλησε πάλι στὴν ὥρα ἐκείνη.
Ὅλους σας θὰ σᾶς ἔπνιγα μὰ ἦρθε «ὁ Καψάλης» τὸν Ἅγιον Γεράσιμον βρισιὰ τοῦ εἶχε βγάλει.
Τιμόνι ὁ Ἅγιος κράτησε ἔκοψε τὸν ἀέρα
καὶ ἔδιωξε τὸν διάβολο μακρυὰ αὐτὴ τὴν ὥρα.
ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΒΗΝΟΝΤΑΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ
Στὸ Μεσολόγγι ἀντάμωσαν τρία ἄτομα παρέα ἐπήγαν στὴν Κεφαλονιὰ γιὰ ἐκδρομὴ ὡραία.
Ὁ ἕνας εἶν’ καθηγητὴς ὁ ἄλλος δικηγόρος
ὁ τρίτος τελωνειακὸς ποὺ ἔπαιρνε τὸ φόρο.
Ῥωτήσαμε πὼς πέρασαν εἰς τὴν Κεφαλληνία στὸν Ἅγιον Γεράσιμον μᾶς εἶπαν κατ’ εὐθεία.
Μᾶς εἶπαν τοὺς ῥεζίλεψαν ἐκεῖ οἱ δαιμονισμένοι εἰς τοῦ Ἁγίου τὴν μονὴ ποὺ ἦταν μαζεμένοι.
Μόλις μᾶς εἶδαν στὴν αὐλὴ ἦρθαν ὅλοι κοντά σας στὸν κόσμο τότε φώναζαν τὰ ἁμαρτήματά σας.
Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἴχαμε καμωμένα
στὸν κόσμο τὰ διαλάλησαν δὲν ἄφησαν κανένα.
Μόνο γιὰ τὸν καθηγητὴ δὲν εἶπαν ἁμαρτία ἐμεῖς τοὺς ἐρωτήσαμε εἴχαμε ἀπορία.
Τ’ ἄκουσαν καὶ ἀναστέναξαν εἶπαν μαζὶ μὲ λύπη δικά του ἁμαρτήματα αὐτὸς τὰ ἔχει σβήσει.
- 108 -
Σὰν ἄνθρωπος εἶν’ καὶ αὐτὸς ἔκανε ἁμαρτία μὲ τὴν ἐξομολόγηση δὲν ἔμεινε καμία.
Αὐτοῦ οἱ ἁμαρτίες του εἶν’ ἐξομολογημένες του τὶς συχώρεσε ὁ Θεὸς ἦταν ὅλες σβησμένες.
Νὰ πάρεις παράδειγμα διὰ τὸν ἑαυτόν μας ποτὲ μὴν κρύβομεν καμιὰ τὶς ξέρει ὁ Θεός μας.
- 109 -
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ Ῥωσίας
1600 μ.Χ. ἦταν χρονολογία.
Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς εἰς τὴν ὀρθοδοξία μὲ τάξη τὸν ἐβάπτισαν Χριστοῦ τὴν ἐκκλησία.
Ἀπὸ μικρὸς ἐφύλαγε τότε ἁγνότητά του
καὶ τὶς κακὲς συναναστροφὲς δὲν ἤθελε κοντά του.
Αἰσχρὰ λόγια ἀπέφευγε καὶ ἄπρεπα ἀστεία προσεύχονταν καὶ ἔμαθε Χριστοῦ διδασκαλία.
Προσηλωμένος ἤτανε σ’ ὅλες τὶς ἐντολές του λόγια, τραγούδια ἄσεμνα δὲν ἔλεγε ποτές του.
Ἁγνότητα ἐφύλαγε ψυχὴ προσηλωμένη
στὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν εἶν’ ἀφιερωμένη.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε καὶ ἔγινε παλικάρι πόλεμος Ῥωσοτουρκικὸς ἐκεῖ τὸν εἶχαν πάρει.
Οἱ Τάταροι αἰχμάλωτον ἔπιασαν Ἰωάννη
σὲ Τοῦρκον ἀξιωματικὸν πουλοῦνε μάνι μάνι.
Τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ ἔπιανε ἐτότε ἡ Τουρκία τοὺς ἔκαναν νὰ ἀρνηθοῦν πίστη Χριστοῦ Ἁγία.
Πολλοὶ τότε ἐτούρκεψαν νὰ μὴν τοὺς βασανίσουν ἐπρόδωσαν τὴν πίστη τους, ζωή τους νὰ κερδίσουν.
Καὶ τότε ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Ῥώσου Ἰωάννη γιὰ νὰ ἀλλάξει πίστη του, ἔλεγαν μάνι μάνι.
Ὁ ἀφέντης τοῦ προσέφερε πολλὰ ἀπ’ τὰ ἀγαθά του ὁ Ἰωάννης ν’ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τὴ δικιά του.
Ὁ Ἰωάννης πρόθυμος κάνει ἀπολογία
ποὺ τοῦ 'λεγε ὁ ἀφέντης του νὰ ἀλλάξει τὴ θρησκεία.
- 111 -
Ἐσὺ τοῦ λέγει ἀφέντη μου εἶσαι τοῦ σώματός μου μὰ τῆς ψυχῆς μου ἀρχηγὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός μου.
Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴ Βηθλεὲμ τὴν πόλη καὶ εἶναι ὁ δημιουργὸς στὴν οἰκουμένη ὅλη.
Ὑπέμεινε στοὺς ῥαβδισμοὺς καὶ ἀκάνθινο στεφάνι καὶ θάνατον διὰ σταυροῦ Ἑβραῖοι τοῦ 'χαν κάνει.
Ἐδέχθηκε τοὺς ῥαβδισμοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ ξύδι τὸν ἐπότισαν ἀντὶ νεροῦ ἐτότες.
Μὲ κάλαμον ἐκτύπησαν Ἁγία κεφαλή του καὶ στέφανο ἀκάνθινο ἔβαλαν κεφαλή του.
Ἕτοιμος εἶμαι καὶ ἐγὼ αὐτὸ νὰ ὑπομένω πυρακτωμένο κάλυμμα νὰ εἶναι σιδερένιο.
Πολλὰ βασανιστήρια ἔχω τὴν προθυμία
παρὰ νὰ ἀλλάξω τοῦ Χριστοῦ ἀληθινὴ θρησκεία.
Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ ἔτσι θὰ ἀποθάνω
δὲν τὸν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν τίποτα παραπάνω.
Τὴ σταθερὴ τὴν πίστη του εἶδε ὁ Θεὸς τοῦ Ἁγίου τὴ γνώμη Τούρκου ἄλλαξε νὰ φύγει μαρτυρίου.
Ἔτσι ὁ πασὰς σιγὰ σιγὰ συμπάθησε τὸ Γιάννη καὶ χριστιανὸ τὸν ἄφησε ὥσπου νὰ ἀποθάνει.
Τοῦ ἐπέβαλε νὰ κατοικεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ στὸ στάβλο καὶ νὰ φροντίζει τ’ ἄλογα μὴν κάνει κάτι ἄλλο.
- 112 -
Ο ΣΤΑΒΛΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ
Τότε ὁ στάβλος ἔγινε τὸ ἀσκητήριό του ἐκεῖ ἀναπαυότανε τὸ σῶμα τὸ δικό του.
Κοιμᾶται μὲς στὰ ἄχυρα σκέπτεται τὸ Χριστό μας στὸ στάβλο ἐγεννήθηκε νὰ σώσει ἑαυτόν μας.
Ὁ Ἅγιος εἰς τὴν γωνιὰ πεινοῦσε καὶ διψοῦσε
μὲ λίγα ῥοῦχα πτωχικὰ παπούτσια δὲ φοροῦσε.
Καὶ τὸ χειμώνα ἐκρύωνε τὸ καλοκαίρι ζέστη μὲ προσευχὴ ὁ Ἅγιος ὅλα αὐτὰ ὑπέστη.
Εἰς τὴν ψυχή του ἔδινε πολὺ τροφοδοσία στὸ σῶμα του δὲν ἔδινε μεγάλη σημασία.
Κοιμόταν λίγο ἔτρωγε ψωμάκι καὶ νεράκι ψυχὴ πολὺ ἐχόρταινε τὸ σῶμα του λιγάκι.
Μιὰ ἐκκλησία ἦταν κοντὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κρυφὰ ἔκανε προσευχὴ τ’ Ἁγίου Ἀλεξίου.
Κάθε Σάββατο πήγαινε ἐκεῖ καὶ κοινωνοῦσε καὶ τὸν Πανάγαθον Θεὸν πάντα εὐχαριστοῦσε.
Τῶν γενιτσάρων τὸ χωριὸ ἤτανε τὸ Προκόπι
τὸν Ἅγιον Ἰωάννη φώναζαν ἄπιστο οἱ ἀνθρῶποι.
Τὸν ἔβριζαν τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν, δὲν ἐγόγγυζε ὁ Ἅγιος μὲ ὑπομονὴ περνοῦσαν.
- 113 -
ΕΣΤΕΙΛΕ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗ ΜΕΚΚΑ
Τὸ ἀφεντικό του ἐπλούτισε εἶχε ἀποφασίσει
στὴ Μέκκα τὴν θρησκεία του πῆγε νὰ προσκυνήσει.
Ἀπ’ τὸ Προκόπι ἔφυγε καὶ πῆγε εἰς τὴ Μέκκα τραπέζι εἰς τὸ σπίτι του ἔκανε ἡ γυναίκα.
Ἐκάλεσε τοὺς φίλους του καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του νὰ εὐχηθοῦν τὸν ἄνδρα της γιὰ τὴν ἐπιστροφή του.
Ὑπηρετοῦσε στὴν τράπεζα τότε καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ στὴν κυρά του πρότεινε τὶ φαγητὸ νὰ κάνει.
Ἤξερε ὅτι τοῦ ἀγᾶ πιλάφι τοῦ ἀρέσει
στὴν ἀνατολὴ τοῦ πιλαφιοῦ τοῦ δίνουν πρώτη θέση.
Ἔτσι τὰ ἐκανόνισε μαγείρευσαν πιλάφι
οἱ καλεσμένοι νὰ τὸ φᾶν καὶ ὅποιος ἄλλος λάχει.
Τότε ἡ οἰκοδέσποινα τὸν ἄνδρα τῆς θυμᾶται ὁ Ἰωάννης εἶναι 'κεῖ καὶ τοῦ ἀπολογᾶται.
Ἂν εἶχε ὁ ἀφέντης σου πιάτο ἕνα πιλάφι φαντάζεσαι πόση χαρὰ ἤθελε τότε νὰ 'χει.
Ἀπ’ τὴν κυρά του ζήτησε πιλάφι ἕνα πιάτο στὴ Μέκκα θὰ τὸ ἔστελνε εὐθὺς ἅμα γεμάτο.
Ἐγέλασαν σὰν τ’ ἄκουσαν οἱ συγγενεῖς τ’ Ἁγίου ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα ἦταν τοῦ συμποσίου.
Τότε εἶπε στὴ μαγείρισσα ἕνα πιάτο μὲ πιλάφι στὸν Ἰωάννη θὰ τὸ ἔδινε εἰς τὸ καλύβι νὰ 'χει.
Ἐνόμιζε ἡ οἰκοδέσποινα ὁ Ἅγιος θὰ τὸ φάει ἢ σὲ πτωχὸ ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ τὸ πάει.
Τὸ πῆρε τότε ὁ Ἅγιος τὸ πῆγε μὲς στὸ στάβλο καὶ προσευχήθηκε θερμὰ ἐκεῖ τὸ δίχως ἄλλο.
- 114 -
Γονατιστὸς τὴν ἔκανε ἐκεῖ τὴν προσευχή του παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν ἐκ βάθους τῆς ψυχῆς του.
Νὰ πάει θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα τὸ πιλάφι δίχως κανένα δισταγμὸ ὁ Ἰωάννης νὰ 'χει.
Προσεύχονταν εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Ἅγιου τὰ χείλη
μὲ ὅποιον τρόπον ὁ Θεὸς στὴ Μέκκα νὰ τὸ στείλει.
Ἐπίστευε ὁ μακάριος μὲ τὴν ἁπλότητά του ὅτι μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνει θέλημά του.
Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχὴ θαῦμα εἶδε κοντά του τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ δὲν ἤτανε μπροστά του.
Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα εἶχε πάει εἰς τὸ δωμάτιο Ἀγὰ ἐκεῖνος νὰ τὸ φάει.
Στὴ Μέκκα ὅταν ἔστειλε πιλάφι μὲ τὸ πιάτο
ὁ Ἰωάννης στὴν οἰκοδέσποινα τῆς εἶπε τὸ μαντάτο.
Αὐτὸ ὅταν τὸ ἄκουσαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι εἶπαν αὐτὸς τὸ ἔφαγε δὲν ἦταν πεπεισμένοι.
Σὲ λίγο χρόνο γύρισε στὸν τόπο του ὁ ἀφέντης τὸ ἄδειο πιάτο ἔφερε ἐκεῖ ποὺ εἶχαν γλέντι.
Τότε ὅλοι ἐξεπλάγησαν μόνο ὁ Ἰωάννης
ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου του αὐτὸς δὲν ἐξεπλάγη.
Ὁ Ἀγὰς τότε ἐξήγησε σ’ αὐτοὺς τὴν ἱστορία γιὰ τὸ πιλάφι ποὺ ἔβλεπε τὴν ἡμερομηνία.
Τοὺς ἔδειξε ποὺ ἔφερε μαζί του τὸ ἄδειο πιάτο ἡ σύζυγος μὲ φαγητὸ πιλάφι ἦταν γεμάτο.
Τὴν ἡμέρα ποὺ γλεντούσανε ὅλοι στὸ σπιτικό του ἐτότε ἔλαβε καὶ αὐτὸς πιλάφι τὸ δικό του.
Εὑρήκα στὸ δωμάτιο ποὺ ἦταν κλειδωμένο πιλάφι μὲ τὸ πιάτο αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀχνισμένο.
- 115 -
Μέσα στὸ πιάτο ἐκοίταξα ποὺ εἶχα ἀπορία τὸ ὄνομά μου ἔγραφε μὲ καθαρὰ ψηφία.
Καὶ τὸ πιλάφι ἔφαγα μὲ ὄρεξη μεγάλη
καὶ ἄδειο πιάτο ἔφερα στὸ σπίτι πίσω πάλι.
Τὰ λόγια αὐτὰ σὰν ἄκουσαν Ἀγὰ τὴν ἱστορία ἐτότε ὅλοι ἐπίστευσαν ἔφυγε ἡ ἀπορία.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα τὸ ἔμαθαν σὲ ὅλο τὸ Προκόπι ἔτσι ἐλεγόταν τὸ χωριὸ ποὺ ἦσαν οἱ ἀνθρῶποι.
Τὸν Ἰωάννη ἔβλεπαν τότε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἀγαπητὸ εἰς τὸν Θεὸν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦν καὶ δὲν τὸν ἐνοχλοῦσαν καὶ ὁ κύριός του καὶ ἡ κυρὰ τόνε παρακαλοῦσαν.
Στὸ στάβλο ἕνα δωμάτιο νὰ τοῦ παραχωρήσει
καὶ τὴ γωνιὰ τοῦ στάβλου του ἄδεια νὰ τὴν ἀφήσει.
Ἀφέντη τὸν εὐχαριστεῖ μὰ θέση δὲν ἀλλάζει
εἰς τὴν γωνιὰ προσεύχεται καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Στὰ ζῷα περιποίηση ἔκανε ὁ Ἰωάννης θελήματα τ’ ἀφέντη του ἔκανε μάνι μάνι.
Τὴν νύκτα ἐπροσευχότανε ἔκανε ψαλμωδία σύμφωνα μὲ διάταξη ποὺ ἔχει ἡ ἐκκλησία.
Περνοῦσε ἥσυχη ζωὴ εἶν’ εὐχαριστημένος ἔκανε θέλημα Θεοῦ ὁ τρισευλογημένος.
- 116 -
ΕΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΚΑΙ ΕΚΟΙΜΗΘΗ
Σὰν λίγα χρόνια ἐπέρασαν ἔζησε μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν ἔκανε συνεχεία.
Τὸ σῶμα του ταλαιπωρεῖ κοιμότανε στὸ χῶμα ἀσθένησε καὶ ἔμεινε πάνω στὰ χόρτα μόνα.
Στὸ στάβλο αὐτὸν ὁ Ἅγιος ποὺ εἶχε κατοικήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸν εἶχε ἀγαπήσει.
Καὶ ὅταν προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του στὰ χόρτα στάβλου ἔμεινε στὴν κακοπάθησή του.
Τὸν ἱερέα ἐκάλεσε τότε νὰ κοινωνήσει
τὰ Ἄχραντα Μυστήρια προτοῦ νὰ ξεψυχήσει.
Ὁ ἱερέας ἐδέχθηκε μὰ σκέπτεται κάτι ἄλλο
οἱ Τοῦρκοι νὰ μὴν τὸν ἰδοῦν πὼς πήγαινε στὸ στάβλο.
∆ὲν ἤθελε νὰ ξέρουνε πὼς θὰ τὸν κοινωνήσει καὶ ἱερέα ὁ Θεὸς τὸν εἴχενε φωτίσει.
Τότε ἕνα μῆλο ἔκοψε τὸ 'χε βαθουλωμένο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἐκεῖ βαλμένο.
Τὸ ἔδωσε στὸν Ἅγιο ἔπειτα νὰ τὸ φάει
Οἱ Τοῦρκοι δὲν τὸν εἴδανε Θεὸς τόνε φυλάει τὸν ἱερέα ποὺ Ἅγια στὸ στάβλο εἶχε πάει.
Τὰ Ἅγια Μυστήρια πῆρε ὁ Ἰωάννης
καὶ εὐχαριστία στὸν Θεὸν ἀμέσως ἔχει κάνει.
Σὲ λίγο δίνει στὸ Θεὸ ὁ Ὅσιος τὴν ψυχή του μετοίκησε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ πῆγε ἐκεῖ μαζί του.
Ἔφυγε πρόσκαιρη σκλαβιὰ βρῆκε ἐλευθερία καὶ πῆγε καὶ ἑκατοίκησε στὴν πόλη τὴν Ἁγία.
- 117 -
27 Μαΐου ἤτανε ἡ ἡμερομηνία
1730 μ.Χ. ἦταν χρονολογία.
Ὁ ἀφέντης του σὰν ἄκουσε κοίμηση Ἰωάννη
τοὺς ἱερεῖς καὶ χριστιανοὺς παράκληση τοὺς κάνει.
Χριστιανικὰ νὰ θάψουνε τὸ Ἅγιό του σῶμα καὶ δῶρο πρὸς τὸν Ἅγιον κάνει ὁ Ἀγὰς ἀκόμα.
Πολύτιμο ἕνα τάπητα βάζει στὸ φέρετρό του
καὶ πῆραν τότε οἱ χριστιανοὶ τ’ Ἅγιον λείψανό του.
Τὸν 'θαψαν σὲ χριστιανικὸ τότε νεκροταφεῖο λαμπάδες, θυμιάματα τοῦ εἴχανε τριγύρω.
Η ΑΝΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ
Τριάμισι χρόνια ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ποὺ παρέδωσε στὸν Κύριον τὴν ἅγια ψυχή του.
Γέροντας ἕνας ἱερεὺς βλέπει στὸ ὄνειρό του νὰ κάμει ἀνακομιδὴ στὸ Ἅγιο λείψανό του.
Ὁ ἱερεὺς τὸ ὄνειρο τὸ εἶχε ἀποῤῥίψει σὰν ὅσιο δὲν εἴχανε Ἅγιον ἀνακηρύξει.
Μιὰ νύκτα τὰ μεσάνυκτα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου εἴδανε φῶς ποὺ ἔλαμπε Πατρὸς ἐπουρανίου.
Τὸ μνῆμα τότε ἄνοιξαν γεμάτο εὐωδία πῆραν πνευματικὴ χαρὰ καὶ χάρη οὐρανία.
Καὶ μὲ χαρὰ τὸ ἔθαψαν λείψανο τοῦ Ἁγίου δίπλα σὲ μία ἐκκλησιὰ τ’ Ἁγίου Γεωργίου.
Σὰν ἔμαθαν οἱ χριστιανοὶ γιὰ Ἅγιο στὴν πόλη στὸν Ἰωάννη πήγαιναν καὶ προσκυνοῦσαν ὅλοι.
- 118 -
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Τοὺς Τούρκους τοὺς γενίτσαρους ποὺ ἦταν στὸ Προκόπι πάντα τοὺς ἐφοβόντουσαν οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.
Φεύγουν γυναῖκες καὶ παιδιὰ εἰς τὶς σπηλιὲς πηγαίνουν γιατὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ὅσο τοὺς βλέπουν τρέμουν.
Ἐκάνανε καταστροφὲς μὰ καὶ λεηλασία
στὸν Ἅγιον Γεώργιον μπῆκαν στὴν ἐκκλησία.
Κανδήλα σκεύη ἱερὰ εἴχανε ἀπὸ 'κεῖ πάρει ἄνοιξαν καὶ τὴ λάρνακα τ' Ἁγίου Ἰωάννη.
Ἐνόμιζαν ὅτι θὰ βρουν χρυσαφικὰ κρυμμένα μὰ οὔτε καὶ ἀσημικὰ δὲν βρήκανε κανένα.
Θύμωσαν ποὺ δὲν βρήκανε χρυσάφι στὸ Ναό του νὰ κάψουν ἀπεφάσισαν Ἅγιο Λείψανό του.
Εἰς τὴν αὐλὴ τὸ ἔβγαλαν ἔξω τῆς ἐκκλησίας βάζουν φωτιὰ οἱ βάρβαροι ἐχθροὶ ὀρθοδοξίας.
Μέσα στὶς φλόγες ἔριξαν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄφλεκτο ὅμως ἔμεινε μὲ δύναμη Κυρίου.
Καὶ διηγοῦντο στὸν πασὰ οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες πὼς εἴδανε τὸν Ἅγιον σὰν ζωντανὸ ἐτότες.
καὶ ὅτι τοὺς ἐφοβέριζε καὶ φύγαν τρομαγμένοι κι ἦταν ἀπὸ τὸν φόβο τους μισοαπεθαμένοι.
Ὁ Ἅγιος τοὺς ἔδιωξε ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ναό του
καὶ ἄφησαν ποὺ ἐτρόμαξαν τ' Ἅγιον λείψανό του.
Οἱ Τοῦρκοι ποὺ νομίσματα πρὶν εἴχανε ἁρπάξει κατόπιν εἰς τὸν τάφο του τὰ εἴχανε πετάξει.
- 119 -
ΚΡΑΤΕΙ ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Καὶ ἄλλο θαῦμα γράφομεν ποὺ εὐσεβὴς κυρία εἶπε σὲ ἄλλες χριστιανὲς στοῦ Ἁγίου ἐκκλησία.
Στὸ ὄνειρο της εἶχε δεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη βγῆκε ἀπὸ τὴ λάρνακα καὶ θαῦμα εἶχε κάνει.
Τὰ δύο χέρια ἔβλεπε Ἰωάννη τοῦ Ἁγίου
πὼς ἐκρατοῦσε ὁ Ἅγιος τὴν σκέπη τοῦ σχολείου.
Γυναίκα ἔλεγε αὐτὰ ἐτότε δημοσία
τὴν ὥρα ἐκείνη ἀκούστηκε κρότος στὴν ἐκκλησία καὶ ὅλοι ἔξω ἐβγήκανε ἀπὸ βοὴ ἀγρία.
Καὶ ἀπὸ τὴν τρομάρα τους οἱ ἄνθρωποι τὴν τόση νόμιζαν ἡ σκέπη τοῦ σχολειοῦ παιδιὰ εἶχε πλακώσει.
Μὲ θρήνους καὶ μὲ κλάματα τὴν στέγη ξεσηκώνουν νόμιζαν πὼς οἱ μαθητὲς πτώματα θὰ 'ναι μόνον.
Ἀμέσως τότε βλέπουνε τοῦ Ἁγίου τὸ θαῦμα παιδιὰ ποὺ ἦταν 20 δὲν εἶχαν οὔτε τραῦμα.
Ἔβγαλαν τότε τὰ παιδιὰ κάτω ἀπὸ τὰ θρανία δὲν εἶχαν πάθει τίποτα καλὰ ἦταν στὴν ὑγεία.
Καὶ τὰ παιδιὰ ἐρώτησαν τότε πὼς ἔγινε αὐτὸ καὶ ἐκεῖνα ἀπαντοῦνε.
Ἀκούσαμε τρίξιμο δοκῶν καὶ δυνατὸ ἕνα κρότο κάτω ἀπὸ τὰ θρανία πήγαμε γιὰ ἀσφαλῆ τὸν τόπο.
Ἡ στέγη τότε ἔπεσε μὲ θόρυβο μεγάλο
καὶ ἔπεσαν τότε οἱ δοκοὶ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο.
Ὅλοι οἱ δοκοὶ ἀκούμπησαν ἐπάνω στὰ θρανία
ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου ἐγλύτωσε τὰ 20 παιδία.
- 120 -
ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΠΝΙΓΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Ἕνα κορίτσι ἔχασαν γονεῖς ἀπὸ τὸ σπίτι ἔψαξαν τὸ ζητοῦν παντοῦ μὰ τὸ κορίτσι λείπει.
Στὸ τέλος ἐπροσπέσανε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη πολὺ τὸν παρακάλεσαν τὸ θαῦμα του νὰ κάνει.
Λάδι κερὶ προσέφεραν καὶ τὸν παρακαλοῦνε
ποὺ ἔχασαν τὴν κόρη τους καὶ θέλουν νὰ τὴ βροῦνε.
Ἡ κόρη 12 χρονῶν ἦταν στὴν ἡλικία
ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὴν κατοικία.
Οἱ ἱερεῖς παράκληση στὸν Ἅγιον εἶχαν κάνει ἡ κόρη αὐτὴ ποὺ χάθηκε νὰ ἐπιστρέψει πάλι.
Ὁ Ἅγιος σὲ ὄνειρο στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μητέρα ἐπῆγε καὶ στὸν ὕπνο της τῆς εἶπεν μία ἡμέρα.
Τὴν κόρη σου πῆρε κρυφά, τάδε πτωχή τουρκάλα τὴν πῆγε εἰς τὸ σπίτι της χαϊδέματα μεγάλα.
Πῆρε τὰ σκουλαρίκια της καὶ τὰ χρυσαφικά της ὅτι καλὸ εἶχε ἐπάνω καὶ ὅλα τὰ φλουριά της.
Καὶ ἔπειτα τὸ ἔπνιξε τὸ ἄψυχο της σῶμα
στὸν καπνοδόχο τοῦ σπιτιοῦ τὸ ἔκρυψε ἀκόμα.
Ἡ γυναίκα μὲ τὸ ὄνειρο ἤτανε ταραγμένη ἐξύπνησε τὸν ἄνδρα της τοῦ 'πὲ ὅ,τι συμβαίνει.
Σπίτι Τουρκάλας πήγανε βρήκανε τὸ κορίτσι στὸν καπνοδόχον ὁ Ἅγιος ποὺ εἶχε ὑποδείξει.
Καὶ ἀνακρίνουν οἱ ἀρχὲς ἀλήθειες ἀποδείξεις πὼς ἡ Τουρκάλα σπίτι της κορίτσι εἶχε πνίξει.
- 121 -
ΠΩΣ ΗΛΘΕ ΣΤΟ ΠΡΟΚΟΠΙ ΕΥΒΟΙΑΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΛΕΨΑΝΟ ΤΟΥ
Τὸ 1924 μ.Χ. Ἑλλάδα καὶ Τουρκία ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν ἔκαναν συνεχείᾳ.
Ἀπ' τὸ Προκόπι Ἅγιον Λείψανο ἦταν στὴν Καισαρεία εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ ἔφεραν στὴν Εὔβοια κατ' εὐθεία Νέο Προκόπι ὀνόμασαν τοῦ ἔκτισαν ἐκκλησία.
Γίνεται κοσμοσυῤῥοὴ 27 Μαΐου
εἰς τὸ Προκόπι Εὔβοιας στὴν ἑορτὴ τ' Ἁγίου.
Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ
Ἕνας γιατρὸς ἦταν ἄπιστος στὴν Λίμνη τῆς Εὐβοίας δὲν πίστευε στὰ θαύματα χριστιανικῆς θρησκείας.
Σὰν ἄκουγε γιὰ θαύματα ἤτανε ἐναντίον ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔλεγαν στοὺς βίους τῶν Ἁγίων.
Ὅμως κάποτε ἀῤῥώστησε μία φορὰ ἐκεῖνος καὶ εἶχε τὴν ἀσθένεια τὴ φοβερὴ καρκίνος.
Πῆγε στὸν Παντοκράτορα στὴν κλινικὴ Ἀθήνα ἐκεῖ ἐξετάσεις ἔκανε καὶ ἄλλα τοῦτα ἐκεῖνα.
Οἱ ἐξετάσεις ἔδειξαν στὸ παχὺ ἔντερο καρκίνο μὰ ὁ γιατρὸς ἦταν ἄπιστος εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τώρα ἐπίστεψε στὸν Θεὸν ποὺ ἔπαθε καρκίνο.
Ἐγχείρηση θὰ τοῦ ἔκαναν τότε οἱ συνάδελφοί του καὶ ὁ γιατρὸς ὁλόθερμα κάνει τὴν προσευχή του.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τόνε συγχωρέσει ποὺ μὲ τὴν ἀπιστία του εἶχε στεναχωρέσει.
Ὅμως τότε ξαφνικὰ κάποιος κτυπᾷ τὴν πόρτα καὶ τὸν γιατρὸ ἐρώτησε τὶ ἔχει πρῶτα πρῶτα.
- 122 -
Καὶ ὁ γιατρὸς ἀπάντησε τότε στὸν ἐπισκέπτη ὅτι εἶναι ἄῤῥωστος ποὺ θὰ κάνει ὅ,τι πρέπει.
Ἀκόμα εἰς τὸ ἔντερο ἀῤῥώστεια ἔχω καρκίνο αὔριο θὰ ἐγχειριστῶ νὰ ἀφαιρεθεῖ ἐκεῖνο.
Ὁ νέος τότε τοῦ ἀπαντᾷ πὼς τίποτα δὲν ἔχει ἐγὼ σὲ ἔκανα καλὰ τοῦ εἶπε· νὰ προσέχει.
Ὅταν τὰ ἄκουσε ὁ γιατρὸς ἐνόμισε εἰρωνεία ὁ νέος πὼς τοῦ ἔλεγε τὸ πέρασε γι' ἀστεία.
Ἀφοῦ δὲν πίστεψε ὁ γιατρὸς ὁ νέος μάνι μάνι τοῦ εἶπε ἐμπρός του βρίσκεται ὁ Ῥῶσος Ἰωάννης.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ γιατρὸς πῆγε στὸ χειρουργεῖο νυστέρια κρατοῦσαν οἱ γιατροὶ στὰ χέρια τους τὰ δύο.
Μίλησε τότε ὁ ἄῤῥωστος εἰς τοὺς συνάδελφούς του ὅτι δὲν ἔχει τίποτα νὰν' ἥσυχος ὁ νοῦς του.
Τοὺς εἶπε τὴν ὑπόθεση γιὰ ὅ,τι εἶχε κάνει
καὶ ὁ Ἅγιος τὸν ἔκαμε καλὰ ὁ Ῥῶσος Ἰωάννης.
Τὰ λόγια αὐτὰ σὰν ἄκουσαν γιατροὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἐπέμεναν στὸν ἄῤῥωστο ἐγχείρηση νὰ γίνει.
Τὸν ἄνοιξαν τὸν ἄῤῥωστο ἐγχείρηση νὰ γίνει καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους ἕνα μεγάλο πράγμα ὁ ὄγκος δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ εἶχε γίνει θαῦμα.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης·
μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θαύματα πάντα κάνει.
Καὶ γιὰ ἐμᾶς ἁμαρτωλοὺς κάνε τὴν προσευχή σου
νὰ ἐλεηθοῦμε ἀπ' τὸν Θεὸν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν εὐχή σου.
- 123 -
ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΝ
Ἤτανε ἕνας ἄῤῥωστος ἀπ' τὴν Εὐρυτανία Ἠλία τὸν ἐλέγανε εἰς τὴν ὀνομασία.
Ἦλθε ἀπ' τὴν Ἀμερικὴ ποὺ εἶχε ταξιδεύσει
μὰ ἀσθενὴς στὸ σῶμα του τότε εἶχε ἐπιστρέψει.
Ἀῤῥώστησε τότε πολὺ μὲ καρδιοπαθεία
λοίμωξη τῶν ἐντέρων του μὰ καὶ ἀπὸ πνευμονία.
Ὅλοι οἱ γιατροὶ προσπάθησαν τότε νὰ τὸν σώσουν ἦταν ἑτοιμοθάνατος θέλουν νὰ τὸν γλυτώσουν.
Φίλος του εἰς τὸ σπίτι του ἐπῆγε κάποια μέρα καὶ ἄνοιξε συζήτηση στοῦ φίλου τοῦ μητέρα.
Τῆς εἶπε τότε νὰ ἔχουνε εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίδα
καὶ ὅτι γνωρίζει ἕνα Ἅγιον ποὺ εἶναι στὴ Χαλκίδα.
Ὁ Ἅγιος ὀνομάζετε ὁ Ῥῶσος Ἰωάννης
καὶ ὅποιος εἶναι ἄῤῥωστος εὐθὺς καλὰ τὸν κάνει.
Ὁ ἀσθενὴς ὁ φίλος του ἦταν σὲ τέτοια θέση
τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἐπισκέπτη.
Ὁ ἀσθενὴς κινδύνευε ἐτότε στὴν ὑγεία
δὲν ἠμπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ γιατὶ εἶχε ἀϋπνία.
Μὰ ξαφνικὰ τὸν ἀσθενῆ ὁ ὕπνος τόνε παίρνει καὶ τότε εἶδε ὄνειρο ποὺ ἀξέχαστο τοῦ μένει.
Πὼς ἕνας νέος ἔφθασε μὲς στὸ δωμάτιό μου
καὶ μὲ λευκὸ ὑποκάμισο ἐφάνηκεν ἐμπρός μου.
Ἀφοῦ μὲ ἐχαιρέτησε μὲ ἐρώτησε τὶ κάνω
καὶ τότε τοῦ ἀπάντησα κοντεύω νὰ ἀποθάνω.
Ὁ νέος τότε μοῦ ἀπαντᾷ μὲ τὴν ἁπλή του γλώσσα ὅπως φωνάζει σιγανὰ πουλάκια της ἡ κλώσσα.
- 124 -
Ὁ Ἀη-Γιάννης εἶμαι ἐγὼ ποὺ τόνε λένε Ῥῶσο
σὲ πέντε ἡμέρες θὰ 'σαι καλὰ ἐγὼ θὰ σὲ γλυτώσω.
Ὅταν γενεῖς ὅμως καλὰ δὲν θὰ τὸ λησμονήσεις
καὶ εἰς τὴν ἐκκλησία μου θὰ πᾶς νὰ προσκυνήσεις.
Ἂν δὲν ἠμπορεῖς ἐσὺ στεῖλε ἕνα δικό σου ἐκεῖνος νὰ προσευχηθεῖ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν σου.
Καὶ τὸ πρωὶ ποὺ ἐξύπνησα εἶδα κατάστασή μου βελτιωμένη ἤτανε χαρούμενη ἡ ζωή μου.
Τότε διηγήθηκα σὲ ὅλους τοὺς δικούς μου
τὸ ὄνειρο καὶ Ἅγιον ποὺ εἶδα μὲ τὸ νοῦ μου.
Σὲ πέντε μέρες ἤμουν καλὰ πάρα πολὺ ἐντάξει
σὰν τὸ πουλὶ ποὺ βγάζει φτερὰ καὶ θέλει νὰ πετάξει.
Τότε ἐπληροφορήθηκα γιὰ Ἅγιο στὴν Χαλκίδα ποὺ τὴν Ῥωσία ὁ Ἅγιος εἶχε αὐτὸς πατρίδα.
Ὡραῖος συγκινητικὸς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου
στὴν Εὔβοια εὑρίσκεται χωρίου Προκοπίου.
Πηγαίνουνε προσκυνητὲς ἀπ' ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ποὺ ἔρχονται ἀράδα.
∆οξάζομεν ὅλοι τὸν Θεὸν τ' ἁμαρτωλὰ παιδιά του μᾶς ἔχει βάλει σπλαχνικὰ ὅλους στὴν ἀγκαλιά του.
Εἶναι πατέρας στοργικὸς θέλει μετάνοιά σας εὔχομαι νὰ τὸν ἔχομεν αἰώνια κοντά σας.
()
- 125 -
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΩΖΩΝ
Καταγωγή του ἤτανε ἀπὸ Λυκαονία
ἡ πόλη αὐτὴ εὑρίσκεται εἰς τὴν Καππαδοκία.
3ος αἰώνα μ.Χριστὸν εἶν’ τὰ γενέθλιά του Ταράσιον τὸν λέγανε πρῶτα τὸ ὄνομά του.
Καὶ Σώζων ὀνομάσθηκε στὸ θεῖον βάπτισμά του ἐπάγγελμα εἶχε ὡς ποιμὴν ἔβοσκε πρόβατά του καὶ ἔλεγε λόγια τοῦ Θεοῦ ὅσοι ἤτανε κοντά του.
Ἤτανε πάντα γελαστὸς κατὰ Θεὸν ἐζοῦσε μέρα καὶ νύκτα τοῦ Θεοῦ νόμο ἐμελετοῦσε.
Μία φορὰ ποὺ ἔβοσκε πρόβατα στὸ χορτάρι τότε ὕπνος γλυκύτατος τὸ Σώζοντα εἶχε πάρει.
Μία γλυκύτατη φωνὴ τὸν εἴχενε ξυπνήσει
ὁ τόπος αὐτὸς ποὺ βρίσκεται πολλοὺς θὰ ὠφελήσει.
Σὰν ξύπνησε καὶ ἔβαλε κοπάδι στὸ μαντρί του πῆγε στὴν Πομπηούπολη εἶχε ἀποστολή του.
Μὰ μόλις ἔφθασε ἐκεῖ ἐντύπωση πικρία
εἰς τὴν καρδία προξένησε ἡ εἰδωλολατρία.
Εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεὸν εἶν’ παραμελημένη ἀλλὰ συγχρόνως ἤτανε καὶ περιφρονημένη.
Εἶδε ἐκεῖ ὁ Ἅγιος πτωχῶν τὴ δυστυχία
καὶ στοὺς πλουσίους κοίταξε τὴν ἀδιαφορία.
Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος τότε σ’ αὐτὴν τὴν πόλη ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἤτανε εἰδωλολάτρες ὅλοι.
Μπῆκε κρυφὰ μὲς στὸ ναὸν τῆς εἰδωλολατρίας δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἰδοῦν μάτια τῆς ἀσεβείας.
- 127 -
Σπάζει ἀπὸ ἄγαλμα χρυσὸ τὸ δεξιό του χέρι
καὶ τὸ πουλεῖ στὴν ἀγορὰ δίχως κανεὶς νὰ ξέρει.
Τὸ ἀγόρασε χρυσοχόος καὶ σὲ μεγάλη ἀξία
εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ χρήματα ἔδωσε κατ’ εὐθεία.
Οἱ φύλακες εἰς τὸν ναὸν ἐμπήκανε στὴ μέση σὰν εἴδανε τὸ ἄγαλμα τὸ χέρι τοῦ 'χαν κλέψει.
Ὁ Σώζων ὅταν ἔμαθε τότε πληροφορία
πῆγε στοὺς φύλακας ναοῦ, λύνει τὴν ἀπορία
Ὅτι αὐτὸς τὸ ἔσπασε ἀγάλματος τὸ χέρι
τοὺς φύλακας πληροφορεῖ καθένας νὰ τὸ ξέρει.
Οἱ νεοκόροι ἄκουσαν Ἁγίου μαρτυρία
τὸν πᾶνε στὸν Μαξιμιανὸν ἄρχοντα Κιλικίας.
Ο ΣΩΖΩΝ ΑΝΑΚΡΙΝΕΤΑΙ
Ὁ ἡγεμόνας κάθησε ἐτότε εἰς τὸν θρόνο διέταξε τὸν μάρτυρα νὰ τόνε φέρουν μόνο.
Τὸν νέον τότε ἐκοίταξε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη εἶδε στὴν ἡλικία του τὴν ταπεινοφροσύνη.
Μὲ βλέμμα ὑπεροπτικὸ τῆς ὑπερηφανείας ἄρχισε τὴν ἀνάκριση στὸν νέον κατ’ εὐθεία.
Τὸ ὄνομά του ἐρωτᾷ καὶ ποιὰ ἔχει θρησκεία ἀκόμα ποιὰ ἡ πατρίδα του ποιὰ ἔχει ὀνομασία.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ τὸ ὄνομα τὸ δικό του Ταράσιον τὸν ἔλεγαν τὰ χείλη τῶν γονιῶν του.
Μετὰ τὸ θεῖον βάπτισμα Σώζοντας ὀνομάσθη καὶ ἔτσι τὸ πρῶτο ὄνομα ἀμέσως ἐξεχάσθη.
- 128 -
Πατρίδα ποὺ γεννήθηκα εἶν’ ἡ Λικαονία
στὴν πίστη εἶμαι χριστιανὸς εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Χριστὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκεῖνον προσκυνάω δημιουργὸν τοῦ σύμπαντος γι’ αὐτὸ τὸν ἀγαπάω.
Ὁ ἡγεμὼν ἀρώτησε τὸν Σώζοντα ἀκόμη
νὰ πάρεις χέρι τοῦ Θεοῦ ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὴν τόλμη.
Ὁ Σώζων τοῦ ἀπάντησε ἐτότε μάνι μάνι
δὲν εἶναι πράγμα τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ εἶχα κάνει.
Καμιὰ ὀργὴ δὲν ἔδειξε σὰν τοῦ ἔκοψα τὸ χέρι τὸ ἄγαλμα οὔτε πονεῖ οὔτε καὶ ὑποφέρει.
Ἂν εἶχε ὅμως τὴ φωνὴ καὶ στόμα νὰ μιλήσει δικαίως αὐτὸς ἔπρεπε νὰ σᾶς κατηγορήσει.
Ἀφήσατε δημιουργὸν πιστέψατε στὴν ὕλη καὶ προσκυνᾶτε εἴδωλα ψεύτικα μὲ τὰ χείλη.
Ἀχάριστοι φανήκατε εἰς Θεὸν τὸν εὐεργέτην ποὺ εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς σ’ αὐτὸν ἡ δόξα πρέπει.
Ὁ ἡγεμὼν συζήτηση τοῦ ἄλλαξε πορεία
νὰ προσκυνήσει τοὺς Θεοὺς στὴν εἰδωλολατρία.
Ὁ Σώζων τοῦ ἀπάντησε δὲν ἔχω ἀναισθησία Θεούς σας πῆρα χέρι του δίχως φωνὴ καμία.
∆ὲν διαμαρτυρήθηκε πὼς ἔπαθε ζημία
γιατὶ θρησκεία ψεύτικη εἶν’ ἡ εἰδωλολατρία.
Ὁ ἡγεμόνας ἐθύμωσε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη
καὶ τότε στοὺς βασανιστὲς τὸν Σώζοντα τοὺς δίνει.
- 129 -
Ο ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ
Τὸ πρῶτο του μαρτύριο μὲ νύχια σιδερένια ἐξύνανε τὸ σῶμα του καὶ ἔτρεχε τὸ αἷμα.
Μεγάλη εὐχαρίστηση εἶχε στὸν ἑαυτόν του ὁ Σώζωντας ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ μαρτύριό του.
Ὡσὰν νὰ εἶχε ὁ Ἅγιος τὸ σῶμα σιδερένιο ὁ Ἅγιος ὁ Σώζωντας εἶν’ εὐχαριστημένος.
Βοήθεια ἐζήτησε Θεοῦ καὶ συμμαχία
καὶ τὰ βασανιστήρια ἔκαναν συνεχεία.
Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἄθεος εἰς τὴν γνώμη καὶ ἄλλα βασανιστήρια διέταξε ἀκόμη.
Ἐφόρεσαν στὸν Ἅγιον παπούτσια σιδερένια ποὺ εἶχαν μέσα τους καρφιὰ καλὰ στερεωμένα.
Ἀνάγκαζαν τὸν Ἅγιον νὰ περπατεῖ νὰ τρέχει
τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ πόδια του τότε ἄρχισε νὰ πέφτει.
Καθόλου δὲν αἰσθάνονταν ὁ Ἅγιος τὸν πόνο νόμιζε σὲ τριαντάφυλλα ὅτι πατάει μόνο.
Τὰ αἵματα στὰ πόδια του εἶν’ κατατρυπημένα ἐνόμιζε ὁ Ἅγιος νερὰ ἦταν χυμένα.
Τοὺς χλευασμοὺς καὶ ἐμπαιγμοὺς γιὰ τὸ μαρτύριό του τοὺς θεωροῦσε ἐγκώμια διὰ τὸν ἑαυτόν του.
Ὁ τύραννος τὸν πείραζε γιὰ τὰ μαρτύριά του ποὺ ἔβλεπε τὸν Ἅγιον πὼς ἦταν στὴ χαρά του.
Τοῦ ἔλεγε ὁ Ἅγιος ἐτότες τοῦ τυράννου
διὰ τὴν πίστην στὸν Χριστὸν θέλω νὰ ἀποθάνω.
Ὁ Ἅγιος στὸν ἡγεμὼν μίλησε κατ’ εὐθεία
τοῦ εἶπε διὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀληθινὴ θρησκεία.
- 130 -
Ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπο νὰ σώσει καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του νὰ τὸν ἐλευθερώσει.
Ἐνῷ ἡ δική σου ἡ θεὰ στέκεται κάθε μέρα
σὰν τὸ γαϊδούρι στέκεται καὶ παίζει τὴ φλογέρα ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη ἡ εἰδωλολατρία.
Θηρίον ἔγινε ὁ τύραννος τότε ἀπ’ τὸν θυμό του διέταξε νὰ διαλυθοῦν κλειδώσεις τῶν ὀστῶν του.
Ἐντόσθια του νὰ χυθοῦν καὶ ὅλο του τὸ σῶμα καὶ ὅταν πεθάνει διέταξε καὶ νὰ καεῖ ἀκόμα.
Ἀπαγορεύει καὶ ταφὴ ὁ τύραννος κατόπιν·
νὰ μὴν ταφῂ ὅπως συνήθως θάβονται οἱ ἀνθρῶποι.
Ἐτήρησαν διαταγὲς τότε οἱ βασανιστές του
καὶ ἔπεφταν οἱ σάρκες του κομμάτια ἔμπροσθέν του.
∆ιέλυσε τὸ σῶμα του καὶ τὰ ἐντόσθιά του
νόμιζε ὁ Ἅγιος πὼς ἔβλεπε λουλούδια ἐμπροστά του.
Χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ὁ Ἅγιος εἶχε νιώσει
καὶ τὴν ψυχὴ στὸν Κύριον τὴν εἶχε παραδώσει.
Ποὺ τὸν ἀγάπησε πολὺ ὁ Ἅγιος στὴ ζωή του
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς παρέλαβε ψυχή του.
Ὅταν ἐβγῆκε ἡ ψυχὴ καὶ ἔμεινε τὸ σῶμα οἱ δήμιοι περίμεναν γιὰ νὰ καεῖ ἀκόμα.
Ἀμέσως ἄναψαν φωτιὰ τὸ σῶμα του νὰ κάψουν μὰ μιὰ φοβερὴ βροντὴ ἔκανε νὰ τρομάξουν.
Χαλάζι δυνατὴ βροχὴ ἦρθε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἔγινε τότε ἄφαντο τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων.
- 131 -
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΩΖΩΝΤΑ
Οἱ δήμιοι ἐφύγανε τότε τρομαγμένοι
καὶ ἔμειναν οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ συνηθροισμένοι.
Ἐτότε ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ εἶχαν ἡσυχία ἐμάζεψαν τοῦ μάρτυρος τὰ λείψανα τὰ θεῖα.
Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ τότε εἶχε νυκτώσει κανεὶς δὲν τοὺς ἐμπόδιζε ταφὴ νὰ τελειώσει.
Ὅμως στὸν τόπο τῆς ταφῆς ἔγινε ἕνα θαῦμα ἔλαμπε φῶς λαμπρότατο φώτιζε ἐν τῷ ἅμα.
Ἐφώτιζε τοὺς χριστιανοὺς μέλη διασκορπισμένα τοποθετοῦν στὸ σῶμα τους ὡς ἤτανε πλασμένα.
Τὸ φῶς αὐτὸ τοὺς φώτιζε σ’ ὅλη τὴν ἐργασία ὥσπου Ἅγια Λείψανα μποῦν στὴν τοποθεσία.
Τέλεσαν μὲ κατάνυξη ποὺ εἶχε ἡ ψυχή τους ταφὴ Ἁγίου Σώζοντος εἰς τὴν ἀποστολήν του.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσαν σκοτείνιασε καὶ πάλι γιατὶ τὸ λαμπερὸ αὐτὸ φῶς ἔφυγε πίσω πάλι.
Αὐτὰ ὅλα συνέβηκαν ἑβδόμην Σεπτεμβρίου ἡ ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Τοῦ ἔτους 288 μετὰ Χριστὸν εἶν’ ἡ χρονολογία ποὺ ὁ Ἅγιος ἔδωσε ψυχή του τὴν Ἁγία.
Προσεύχου Ἅγιε Σώζωντα ὁ Κύριος νὰ μᾶς σώσει καὶ στὴν πίστη τὴν ὀρθόδοξο νὰ μᾶς στερεώσει.
- 132 -
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ
Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος εἶχε καταγωγή του
στὸν Τάρνοβο χωρίον Κάμπροβα ἐκεῖ ἦταν οἱ γονεῖς του.
Ὄνομα πατέρα ∆έντζιο καὶ τὴ μητέρα Ἄννα ὀνομαζόνταν οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου συνάμα.
Ἦταν οἱ δυὸ τοὺς πλούσιοι ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους μὰ καὶ καλοὶ χριστιανοὶ εἶν’ τοῦ καιροῦ ἐκείνου.
Ὅταν ἐγεννήθη τὸ παιδὶ τὸν βάπτισαν Ματθαῖον θὰ ἔβλεπαν σὰν μεγάλωνε ἕναν ὡραῖο νέον.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τόνε καθοδηγοῦνε
εἰς τὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ὅπως καὶ αὐτοὶ τὴ ζοῦνε.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε λίγο στὴν ἡλικία
τὰ γράμματα Βουλγαρικὰ ἔμαθε στὰ σχολεῖα.
Σὰν ἔγινε 9 ἐτῶν κάνει μιὰ ἀταξία
καὶ οἱ γονεῖς τὸν ἔδειραν γιὰ τὴν ἀπροσεξία.
Καὶ ὁ Ματθαῖος θύμωσε τοῦ ἦρθε μία σκέψη
ἦταν καὶ Τοῦρκοι ἐκεῖ μπροστὰ εἶπε πὼς θά τουρκέψει.
Ἂν δὲν τὸν καλοπιάνανε τότε οἱ γονεῖς του
οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὸν ἄκουσαν θὰ τὸν ἔπαιρναν μαζί τους.
Τὸ πράγμα λησμονήθηκε· σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία
τὴ λέξη ποὺ εἶπε Τοῦρκος θὰ γενεῖ θεώρησε ἁμαρτία.
Τὸν ἔλεγχε ἡ συνείδηση καὶ τέλος ποιὰ ἐσκέφθη στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ διαβεῖ καὶ νὰ καλογερεύσει.
Φεύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του ἀπόφαση εἶχε πάρει στὸ Ἅγιον Ὄρος βρέθηκε μονῆς στὸ Χιλιανδάρι.
Ἔμεινε χρόνια ἀρκετὰ σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ποὺ κατοικοῦν παντοτινὰ οἱ Σέρβοι καλογῆροι.
- 134 -
Τόνε ἀξίωσε ὁ Θεὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἱεροδιάκονος εἰς τὴν μονὴ νὰ γίνει.
Ἀπὸ Ματθαῖος Μανασσὴς λέγεται τὸ ὄνομά του μὰ τύψη στὴ συνείδηση εἶχε γιὰ ἁμάρτημά του.
Εἶχε πεῖ Τοῦρκος θὰ γενεῖ καὶ θὰ ἀλλαξοπιστήσει γι’ αὐτό του τὸ ἁμάρτημα θέλει νὰ μαρτυρήσει.
Αὐτὸ σκεπτόταν στὸ μυαλὸ δὲν εἶχε ἡσυχία
ἡ συνείδηση τὸν ἔλεγχε γι’ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τόνε δυναμώνει
νὰ ὁμολογήσει πίστη στὸν Χριστὸν ἀληθινὴ καὶ μόνη.
Ἐπῆγε σὲ πνευματικὸ ζήτησε συμβουλή του τοῦ εἶπε ὁ πνευματικὸς τὴν γνώμη τὴ δική του.
Τοῦ εἶπε νὰ σκεφτεῖ καλὰ προτοῦ ὁμολογήσει Χριστὸν Ἀληθινὸ Θεὸ δημιουργὸν ἐπίσης.
Ἤθελε ὁ μακάριος καὶ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε
νὰ πεῖ πὼς εἶν’ ὀρθόδοξος ἔπειτα ἂς ξεψυχοῦσε.
Ἀκόμα ὁ πνευματικὸς τοῦ ἔδωσε ὁδηγία
νὰ ἑτοιμάσει ἑαυτὸν μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Ὁ Ἅγιος ὑπακοὴ κάνει στὸν Γέροντά του γιατὶ ὠφελήθηκε πολὺ τότε μὲ συμβουλὰς του.
Καὶ τρεῖς ὁσιομάρτυρες ἐσκέφθηκε ἀκόμη
Εὐθύμιο, Ἀκάκιο, Ἰγνάτιον ποὺ εἶχαν σεβαστὴ τὴ γνώμη.
Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος θέλει νὰ μαρτυρήσει
νὰ βρεῖ καλὸν πνευματικὸν γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει.
Τιμίου Προδρόμου τὴ Μονὴ ἐπῆγε εἰς τὴν σκήτη εὐρῆκε τὸν πνευματικὸν ποὺ ἤθελε καὶ ἐζήτη.
Στὸ ὄνομα τὸν ἐλέγανε πατέρα Νικηφόρον αὐτὸν εὐρῆκε ὁ ὅσιος ἐκεῖ στὴ σκήτη μόνον.
- 135 -
Εἶχε ἑτοιμάσει καὶ τοὺς τρεῖς γιὰ τὰ μαρτύριά τους ποὺ πρὶν ὀλίγον γράψαμε καὶ τὰ ὀνόματά τους.
Θερμὰ τὸν παρακάλεσε στὴν καλύβα νὰ μονάσει καὶ διὰ τὸ μαρτύριον καὶ αὐτὸν νὰ ἑτοιμάσει.
∆έχομαι λέγει ὁ Γέροντας μὲ μία συμφωνία κανεὶς μὴν μάθει τίποτα γιὰ ἐπικοινωνία.
∆οκιμασία τοὺς εἶχε πεῖ πὼς πρέπει νὰ περάσει καὶ ἔπειτα τὸ μαρτύριον θὰ τὸ προετοιμάσει.
Ἂν συμφωνεῖς μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦς τὰ λόγια τὰ δικά μου ἀπάντησέ μου ὅ,τι σκεφτεῖς καὶ κάθισε κοντά μου.
Τοῦ εἶπε ὅτι δέχεται καὶ κάθισε μαζί του
καὶ ἄκουγε πνευματικοῦ πάντα τὴ συμβουλή του.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Ἐπῆγε στὴν πατρίδα του εἰς τὴν γενέτειρά του καὶ στοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε ὅλα τὰ χρήματά του.
Ἐπίσης ἔδωσε χρήματα ἐκεῖ στὸ μοναστήρι
ὁ πατέρας του ἐκεῖ ἦταν μοναχὸς καὶ ἄλλοι καλογῆροι.
Χρήματα ἄφησε ἐκεῖ ὅλοι νὰ συντηροῦνται καὶ τὸν πατέρα ὅσιο νὰ τὸν περιποιοῦνται.
Πατέρα του ἐχαιρέτησε καὶ ἄλλοι καλογῆροι καὶ ἔφυγε ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Καὶ ξαναπῆγε ἔπειτα εἰς τὸν πνευματικό του ποὺ εἶχε συμβουλάτορα γιὰ ἱερὸ σκοπό του.
Τὸν δέχθηκε ποὺ ἐστράφηκε τοῦ ἔδωσε σπιτάκι καὶ ὁδηγίες πῶς νὰ ζεῖ διὰ νὰ εἶναι ἐντάξει.
- 136 -
Ὅρισε ἕνα ἀδελφὸ φροντίδα του νὰ ἔχει
μὲ ἄλλους νὰ μὴν συνομιλεῖ σὲ ὅλα νὰ προσέχει.
Κλείστηκε ὁ μακάριος σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἔκανε τὸν κανόνα του ὅπως οἱ καλογῆροι.
Σαράντα μέρες νήστευε καὶ ἔτρωγε λιγάκι
100 γραμμάρια ψωμὶ καὶ ἔπινε νεράκι.
Μαγειρεμένο φαγητὸ ποτὲ δὲν εἶχε φάει
ἐκτὸς Σαββατοκύριακο φαγητὸ ποὺ τοῦ 'χαν πάει.
Κάθε εἰκοσιτετράωρο ἔκανε τὶς μετάνοιες ποὺ ἤτανε στὸν ἀριθμὸ τέσσερεις χιλιάδες.
Ἔκανε προσκυνήματα καὶ μὲ τὸ κομποσχοίνι ποὺ ἤτανε ἀμέτρητα ὅλα τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἡ προσευχὴ ἀδιάλειπτος στὸ στόμα στὸ μυαλό του τὸ πένθος καὶ κατάνυξη ἦταν ὁ σύντροφός του.
∆υὸ βρύσες εἶν’ τὰ μάτια του τρέχουν τὰ δάκρυά του ποὺ ἦταν ἀσταμάτητα καθημερινῶς κοντά του.
Ἡ πιὸ μεγάλη του τροφὴ καὶ ἡ παρηγορία ξηροφαγία ἔκανε καὶ ὀλιγοφαγία.
Ναρκώθηκε τὸ σῶμα του καὶ εἶχε παραλύσει ὁ γέροντας διακριτικὸς τὸν εἶχε νουθετήσει.
Τότε του ἐμετρίασε τὴν πολυήμερη νηστεία καὶ ὁ ὅσιος ὑπακοὴ ἔδειξε κατ’ εὐθεία.
Ἀφοῦ λοιπὸν δοκιμάσθηκε ὡς χρυσὸς σὲ χωνευτήριο ἄναψε ὁ πόθος μέσα του πόθος τοῦ μαρτυρίου.
Πρῶτα τὸν λέγαν Μανασή, Ὀνούφριος ὀνομάσθη καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ μοναχὸς ἐν πάσει.
Τοῦ γέροντος πνευματικοῦ παίρνει τὴν εὐλογία καὶ ἀδελφῶν του μοναχῶν καὶ ἔφυγε κατ’ εὐθεία.
- 137 -
Καὶ συνοδίτη ἀδεφὸν τοῦ δίνει ὁ γέροντάς του
γιὰ νὰ τὸν ἔχει συνεργὸν ὁ Ὀνούφριος κοντά του.
Αὐτοὺς ποὺ ἐμαρτύρησαν τοὺς εἶχε συνοδεύσει ὁ γέροντας Ὀνούφριον τοῦ εἶπε νὰ προσέξει.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Ὀνούφριος καὶ ὁ μοναχὸς ξεκίνησαν οἱ δύο μὲ τὸ καράβι ἔφθασαν τότε στὴν νῆσο Χίο.
Ἑπτὰ ἡμέρες ἔμειναν τότε ἐν ἡσυχίᾳ
διὰ τὴν πρόνοια Θεοῦ κάνουν δοξολογία.
Συνάμα μὲ τὴν προσευχὴ ἔκαναν καὶ νηστεία καὶ κοινωνοῦσε τακτικὰ τὴ Θεία Κοινωνία.
Ἐπεριμένανε ἐκεῖ ὥσπου νὰ γίνει ἡ κρίση Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν Θεὸν νὰ ὁμολογήσει.
Ἑπτὰ ἡμέρες Ὀνούφριος ἦταν ἐκεῖ κλεισμένος
καὶ ἔκανε πάντα προσευχὴ στὰ μάτια δακρυσμένος.
Λίγη τροφὴ ἔτρωγε ἐκεῖ, ποὺ ἔφερναν τὸ βράδυ οὔτε ἐλιὲς δὲν ἔτρωγε οὔτε ἄλλο προσφάγι.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ
Μία μέρα ὁ μακάριος ποὺ ἦταν κουρασμένος
τὸν πῆρε ὕπνος ἐλαφρὸς σὰν νὰ 'ταν ξυπνημένος.
Τοῦ φάνηκε πὼς πῆγε ἐκεῖ ἕνα τάγμα ἱερέων καὶ ἕνα τάγμα στρατιωτῶν καὶ ἕνα ἀρχιερέων.
Τότε τὰ τρία τάγματα ἐστάθηκαν μπροστά του τοῦ εἶπαν πὼς ὁ βασιλεὺς τὸν ζήτησε κοντά του.
- 138 -
Εἶδεν λοιπὸν ὁ Ἅγιος μεγάλη ἐπιμονή τους καὶ μὲ τὰ δύο τάγματα ἐβάδιζεν μαζί τους.
Τὸ ὅραμα συνεχίζεται μαζὶ μὲ τάγματά του καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος τὶ ἔγινε κοντά τους.
Ἦλθε σὲ τόπο εὐχάριστον ὡραῖον ἴσιο δρόμο τὸν Βασιλέα εἶδε ἐκεῖ καθήμενον στὸ θρόνο.
Ὁ ὅσιος ἐπροσκύνησε τότε τὸν Βασιλέα
καὶ ὁ βασιλιὰς εἰς στρατιῶτες ἐμίλησεν ὡραία.
Ὁ τόπος εἶναι ἕτοιμος τους τόνε εἶχε δείξει τελείωσε τὸ ὅραμα ὅσιος εἶχε ξυπνήσει.
Τὸν Βασιλέα τὸν Χριστὸν ποὺ τόνε προσκαλοῦσε ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος θερμὰ εὐχαριστοῦσε.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τόνε βοηθήσει τὰ ἄχραντα μυστήρια θέλει νὰ κοινωνήσει.
Πνευματικὴ ἐνέργεια ἔνοιωθε στὴν καρδιά του
τοῦ Παναγίου πνεύματος ἡ χάρις ἦταν μπροστά του.
Γρηγόριον τὸν λέγανε τὸν καθοδηγητή του
γιὰ συντροφιὰ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔστειλε μαζί του.
Σὰν ἐξημέρωσε πρωὶ δίνει διαταγές του
στὸν ὅσιον Ὀνούφριον νὰ κάνει συμβουλές του.
Εἰς τοὺς παρόντας ποῦν’ ἐκεῖ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια τους μὲ ταπεινοφροσύνη.
Καὶ νὰ ζητήσει ὁ ὅσιος ὅλων τὶς προσευχές τους καὶ μὲ πολὺ ταπείνωση νὰ ἔχει τὶς εὐχές τους.
Γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια μάθημα αὐτὸ τοῦ δίνει κενοδοξία νὰ μισεῖ νὰ 'χει ταπεινοσύνη.
Στὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἐκεῖ στὴν συνοικία εἶχαν οἱ νεομάρτυρες ἐκεῖ μιὰ ἐκκλησία.
- 139 -
Μία ἡμέρα ἐκλείστηκε στὴν ἐκκλησία ἐκείνη σὲ κάθε εἰκόνα μάρτυρος ἔκανε κομποσχοίνι.
Μὲ ζῆλον ὑπερβολικὸ καὶ συντριβὴ καρδιά του ἔβγαζε κατὰ διάστημα τὰς ζωηρὰς κραυγὰς του.
Ὁ Γρηγόριος τὸν ἄκουσε δὲν τοῦ 'πε142 ὅμως λέξη δὲν ἤθελε στὴν προσευχὴ ὅσιον νὰ ἐλέγξει.
Ἄλλη φορὰ τὸν ἔλεγξε γιὰ νὰ τοῦ βάλει γνώση τοῦ κόβει ὑπερηφάνεια γιὰ νὰ τὸν ταπεινώσει.
Τοῦ εἶπε μὲ αὐστηρότητα τὶ λέγει ὁ Κύριός μας στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιον γιὰ τὸ καλὸ δικό μας.
Μὴν ξέρει χέρι ἀριστερὸ τὶ κάνει τὸ δεξί σου ἐσὺ λοιπὸν κενόδοξα φώναζες προσευχή σου
νὰ σὲ ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ πάρεις ἀμοιβή σου.
Ἐπῆγε τοῦ 'πε ὁ γέροντας ὁ κόπος σου χαμένος γατὶ ὑπερηφανεύθηκες καὶ εἶσαι δυστυχισμένος.
Ταπείνωση σὰν τ’ ἄκουσε ἔλαβε αὐτὴ τὴν ὥρα βλέποντας κάτω χαμηλὰ ἐταπεινώθη τώρα.
Ἥμαρτον λέγει γέροντα μὲ ταπεινὴ φωνή του τοῦ εἶπε νὰ προσευχηθεῖ νὰ σώσει τὴν ψυχή του.
Καὶ τὴν ὑπερηφάνεια παγίδα τοῦ διαβόλου νὰ τὸν φυλάει ὁ Θεὸς μὴν τὴ ζητᾷ καθόλου.
Ὁ μάρτυς τότε τοῦ ἐχθροῦ παγίδες εἶχε συντρίψει καὶ ἦταν τώρα ἕτοιμος Χριστὸν νὰ μαρτυρήσει.
- 140 -
ΜΙΑ ΝΥΚΤΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Τὴν Πέμπτη εἶν’ παραμονὴ ἡμέρας μαρτυρίου Παρασκευὴ θὰ γίνονταν ἡ δίκη τοῦ Ἁγίου.
Καὶ μιμητὴς ὁ Ἅγιος ἔγινε τοῦ Κυρίου
Μεγάλη Πέμπτη παραμονὴ Χριστοῦ μας μαρτυρίου.
Ἔτσι τότε ὁ Ἅγιος κάνει ἑτοιμασία
τὸ σῶμα του διὰ τὸν Χριστὸν θὰ ἔκανε θυσία.
Ἐξύρισε τὰ γένια του, μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του τὰ ἔκοψε ὁ Γρηγόριος ποὺ ἤτανε μαζί του.
Σταυροειδῶς τοῦ ἄλειψε μέλη τοῦ σώματός του ἀπὸ κανδῆλες Ἅγιων ποὺ ἦταν βοηθός τους.
Ἔπειτα προσευχότανε νύκτα ἐν συνεχείᾳ μέχρι τὸν ὄρθρο ποὺ ἄρχισε τότε ἀκολουθία.
Προσκύνησε τὰ λείψανα πάρα πολλῶν Ἁγίων ἤτανε μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν νεομαρτύρων.
Ἔπειτα ἐπροσκύνησε καὶ εἶχε κοινωνήσει τούρκικα ῥοῦχα φόρεσε γιὰ νὰ ἀναχωρήσει ἤτανε νύκτα σκοτεινὰ δὲν εἶχε ξημερώσει.
Ἤθελε κάποιον ὁδηγὸ νὰ τὸν κατευοδώσει εἶχε μαζί του ὁδηγὸ καὶ ἐβάδιζε στὴν πόλη.
Τοποθεσία ἔφθασαν τὴν ἔλεγαν Βουνάκι φοῦρνος ὑπῆρχε τότε ἐκεῖ ποὺ ἔβγαζε ψωμάκι.
Ὁ φούρναρης ἦταν χριστιανὸς τοῦ εἶπε τὸ σκοπό του παπούτσια κόκκινα ἀγόρασε τὰ φόρεσε ἐμπρός του.
Ὁ πωλητὴς Ἀγαρηνὸς ἤτανε καὶ ἐμίρης
τοῦ μίλησε τότε φιλικὰ αὐτὸς ὁ κακομοίρης.
- 141 -
ΣΤΟ ΜΕΧΚΙΜΕ (∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΡΚΩΝ)
Ὁ ὅσιος στὸ ∆ικαστήριο Κατὴ ἀναζητάει ἀπὸ μικρὴ ἡλικία του, τὸν βίον ἀρχινάει.
Ἀγάδες ἤτανε ἐκεῖ συγκεντρωμένοι Τοῦρκοι ἔλεγε ἱστορία του τὸν ἄκουγαν μπουλούκι.
Εἰς στοὺς γονεῖς μου ἔλεγε σὰν ἦμουν ὀκτὼ χρόνων ἀρνήθηκα τὴν πίστη μου μὲ μία λέξη μόνον.
Μὲ μάλωσαν τότε οἱ γονεῖς εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο καὶ τότε τοὺς ἀπάντησα Τοῦρκος ἐγὼ θὰ γίνω.
Ἀρνήθηκα τὴν Ἅγια πίστη μου εἶχα πληγὴ μεγάλη μὰ τώρα πάλι εἶμαι χριστιανὸς ἔχω χαρὰ μεγάλη.
Τὰ λόγια «Τοῦρκος γίνομαι» τὰ ἀναθεματίζω ὁμολογῶ εἶμαι χριστιανὸς πίστη σας δὲν γνωρίζω.
ΠΟ∆ΟΠΑΤΑ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΑΡΙΚΙ
Ἀμέσως τότε ἔβγαλεν τὸ πράσινο σαρίκι ὅλους τοὺς καταφρόνησε τοὺς ἔβαλε σὲ λύπη.
Τότε ἕνας Τοῦρκος ζηλωτὴς Μωάμεθ στὴ θρησκεία ἐμίλησε στὸν μάρτυρα τότε μὲ παῤῥησία.
Νὰ πάρει τὸ σαρίκι του μὴν τὸ πετάξει πάλι ἅγιο πράγμα εἶν’ αὐτὸ νὰ βάλει στὸ κεφάλι.
Τὸ ξαναπῆρε ὁ μάρτυρας πάλι τὸ σαρίκι
οἱ Τοῦρκοι τότε ἔγιναν σὰν λυσσασμένοι λύκοι.
Ἀφοῦ τὸ ποδοπάτησε βγῆκε σὲ ἀχρηστία
εἶπε πολλὰ ἐνάντια στοῦ Μωάμεθ τὴ θρησκεία.
- 142 -
Οἱ ἄνθρωποι τὰ ἄκουσαν ἤτανε ὅλοι Τοῦρκοι τοὺς ἔβριζε τὴν πίστη τους καὶ ἔγιναν μπαρούτι.
Φώναξαν ὅλοι δυνατὰ αὐτὰ ποὺ εἶπε τώρα πρέπει αὐτὸς νὰ δικασθεῖ καὶ νὰ πεθάνει τώρα.
Ἀμέσως τότε οἱ ἄπιστοι ποὺ εἶχαν ἐξουσία τὸν Ἅγιον στὴ φυλακὴ ἔβαλαν κατ’ εὐθεία.
Καὶ ἄλλα βασανιστήρια ὁ Ἅγιος ὑπομένει
ἀπὸ τὸν Τουρκικὸν λαὸν ποὺ ἦταν ἀγριεμένοι.
Τὸν ῥάπιζαν τὸν χτύπησαν τοῦ ἔκαναν τυραννία κλητῆρες τὸν ἐπήγανε εἰς τὴν ἀστυνομία.
Στὸ μάγγανο τὸν ἔβαλαν τότε γιὰ τιμωρία καὶ προσευχόταν ὁ Ἅγιος τότε ἐν συνεχείᾳ.
Σὰν πῆγε εἰς τὴ φυλακὴ ἐπήγανε κοντά του
οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ νὰ πεῖ τὸ ὄνομά του.
Καὶ τότε ἀποκρίθηκε στοὺς χριστιανοὺς γενναῖος γεννήθηκε στὸ Μέγα Τάρνοβο τὸ ὄνομα Ματθαῖος.
∆ὲν εἶπε τὸ Ὀνούφριος γιατὶ θὰ τὸν ἐρωτοῦσαν ποιὸ μοναστήρι ἤτανε καὶ ἄλλα θὰ ζητοῦσαν.
Τότε οἱ ἀγάδες στὸ τζαμὶ τὸν πήγανε κατόπι
καὶ ἐκεῖ συνομιλούσανε οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ ἀνθρῶποι.
Πῆραν τὴ γνώμη ἑνὸς πασὰ ἐξόριστος ποὺ ἦταν καὶ ἀπ' τοῦ Ἁγίου τὴ ζωὴ ὅ,τι ἤξεραν τοῦ εἶπαν.
Καὶ ὅλοι ἀπεφάσισαν Ἁγίου καταδίκη
καὶ θάνατος στὸ μάρτυρα τοῦ πρέπει καὶ ἀνήκει.
Τὸν Ἅγιον ξεφυλάκισαν τὸν ῥώτησαν συντόμως ἀκλόνητος στὴν πίστη του εἶπε πὼς εἶναι ὅμως.
Εἶπαν νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὸ δικό του σῶμα νὰ ῥίξουνε στὴ θάλασσα νὰ μὴν ταφεῖ στὸ χῶμα.
- 143 -
Ὁ Ἅγιος ποὺ τὰ ἄκουσε γόνατα κλίνει κάτω τοῦ εἴπανε οἱ δήμιοι νὰ πᾶνε παρακάτω.
Ὁ Ἅγιος τόπο διάλεξε ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει
τὸν Ἅγιον Μάρκο μάρτυρα εἶχαν ἀποκεφαλίσει.
Τοῦ Μουσελίμη ὁ μάγειρας ἔβγαλε τὸ μαχαίρι κόβει Ἁγίου τὸ λαιμὸ μὲ τὸ δεξί του χέρι.
Ὅταν σὰν τρία δάκτυλα ἔκοψε τὸ λαιμό του ὁ μάρτυς κεφάλι ἔκλινε καὶ ἔπεσε ἐμπρός του.
Ἄλλο ὅμως δὲν τάραξε μέλος τοῦ σώματός του σὰν νὰ κοιμόταν ὁ Ἅγιος ἦταν ὁ ἑαυτός του.
Τότε ἕνας ἄλλος δήμιος σκληρὸς στὸ χαρακτήρα εἶχε τοῦ σατανᾶ μορφὴ κάνει δική του πείρα.
Τοῦ ἔδωσε δυὸ μαχαιριὲς μὲ τὸ δεξί του χέρι ψυχὴ Ἁγίου ἔφυγε λευκὴ σὰν περιστέρι.
Ὅλα αὐτὰ ἐγίνανε μέσα σὲ πέντε ὧρες
καὶ ἔτρεξαν πλῆθος χριστιανῶν ἄνδρες, γυναῖκες, κόρες.
Ἔβλεπαν τὴν ἀποτομὴ τοῦ μάρτυρος Ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος ὁσίου Ὀνουφρίου.
1818 ἦταν χρονολογία Ἰανουαρίου 4 ἡ ἡμερομηνία ἦταν 32 ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία
τὴν σύνεσή του θαύμαζαν ὅλοι καὶ τὴν ἀνδρεία.
Νεκρὸν ὅσοι τὸ εἴδανε τότε τὸ πρόσωπό του ἔλαβε οὐράνια χαρὰ μετὰ μαρτύριόν του.
- 144 -
ΑΥΣΤΗΡΑ ΜΕΤΡΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔβλεπαν Ἁγίου αὐτὴ τὴ χάρη δοξολογοῦσαν τὸ Θεὸ γιὰ ἄξιο παλικάρι.
Ἐχάρηκαν οἱ χριστιανοὶ λυπήθηκαν οἱ Τοῦρκοι ποὺ Ἁγίου μορφὴ ἔλαμπε μὲς στὴ λειψανοθήκη.
Ἀπὸ τὸ μίσος ποὺ ἔχουνε εἰς τὴν ὀρθοδοξία ὅ,τι κακία εἴχανε τὸ ἔλεγαν δημοσία.
Οἱ χριστιανοὶ θὰ ἔπαιρναν ἀπ’ τὸ μαρτύριό του κάτι ἀπὸ τὸν Ἅγιον νὰ τὸ ἔχουν φυλακτό τους.
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως βάρβαροι καὶ ἄπιστοι ἀκόμα ἀπαγορεύουν χριστιανοὺς μὴν πάρουν οὔτε χῶμα.
Ἔβγαλαν μία διαταγὴ τὸ Ἅγιο του σῶμα
νὰ ῥίξουνε στὴ θάλασσα νὰ μὴν ταφῂ στὸ χῶμα.
Σύμφωνα μὲ διαταγὴ ποὺ εἶχαν διατάξει
καθόλου ἀπὸ τὸ αἷμα του κάτω στὴ γῆ μὴν στάξει.
Τὸ Ἅγιόν του λείψανο τὸ σήκωσαν οἱ Τοῦρκοι σὲ μία βάρκα τὸ ἔριξαν οἱ ἄπιστοι μπουλούκι.
Οὔτε ἀχθοφόρους χριστιανὸς ἔβαλαν νὰ σηκώσουν φοβέριζαν τοὺς χριστιανοὺς ὅτι θὰ τοὺς σκοτώσουν διαταγὴ ποὺ ἔβγαλαν θέλουν νὰ ἐφαρμόσουν.
Στὴ βάρκα τότε ποὺ ἔβαλαν τὸ Ἅγιο του σῶμα ἀκόμα καὶ τὰ ξύλα της τὰ ἔπλυναν ἀκόμα.
Μὴν προσκυνοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ πάρουν εὐλογία οἱ Τοῦρκοι μίσος ἔχουνε εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν γνωρίζομε τὸ Ἅγιον λείψανό του κατόπιν τὶ ἀπέγινε ἔσωσε ἑαυτόν του
ἀνήκει εἰς τὸν ἐκλεκτὸν χῶρον νεομαρτύρων.
- 145 -
Ἐπῆγε στὸν παράδεισο ἐκεῖ νὰ ἀπολαύσει
νὰ πληρωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν στὴ γῆ ὅ,τι εἶχε πράξει.
Στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς τουρκοκρατίας μὲ λύσσα ἐπολεμούσανε τότε Χριστοῦ θρησκεία.
Οἱ ἄπιστοι πολέμησαν μὲ ἄπιστόν τους βίον μὰ ἐστόλισαν τὸ οὐρανὸν χριστιανῶν Ἁγιῶν.
Οἱ Ἅγιοι ἀπέθαναν γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία μὰ οἱ ψυχὲς στὸν οὐρανὸ θὰ χαίρονται αἰωνία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εἶναι πολὺ ἀσκητικὸς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου
τὸ τέλος του μαρτυρικὸν Ἁγίου Ὀνουφρίου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐαγγελικὴ ἄσκησις ἀρετῆς του αὐτὸ εἶναι τὸ μαρτύριο πίστεως τῆς δικῆς του.
Μακάριον τὸ τέλος του ἦταν καὶ δοξασμένο διὰ τὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ εἶχε φυλαγμένο.
Εἰς τὸν ἀγώνα ἀρετῆς ἀπὸ μικρὸ παιδίον ἔτσι καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ὅλον του τὸ βίον.
Φόβο Θεοῦ εἶχε ὁ Ἅγιος μὰ καὶ ἀγάπη θεία ἐκείνη τὸν ὁδήγησε εἰς τὸν Χριστὸν εὐθεία.
Μαρτυρικός του θάνατος τὸν εἴχενε ὑψώσει καὶ πνεύμα τὸ οὐράνιον τὸν εἶχε στεφανώσει.
∆ιαβάζοντας τὸν βίον του νὰ τόνε μιμηθοῦμε
καὶ ἐμεῖς κατὰ προαίρεση γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε.
Μποροῦμε ὅταν θέλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μαρτυροῦμε τὴν πίστη πάντα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε.
- 146 -
Καθημερνῶς ἐργάζονται ἐχθροὶ τῆς πίστεώς μας πίστη νὰ ξεριζώσουνε Χριστοῦ ἀπὸ ἐμπρός μας.
Ἂν ὅμως ἀδρανήσομε ποία ἀπολογία
θὰ δώσομεν εἰς τὸν Θεὸν τότε ἐν παῤῥησίᾳ;
Πίστη νὰ διαδώσομεν καὶ Εὐαγγέλιόν μας
τότε μάρτυρες θὰ εἴμαστε στὸ ἔργο τὸ δικό μας.
Ἂς πάρομεν παράδειγμα ὁσίου Ὀνουφρίου ποὺ τὴν ζωή του ἔδωσε εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.
./
- 147 -
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣΙΑΣ
Ὑπάρχει καὶ ἄλλος Ἅγιος γιορτάζει ἡ ἐκκλησία ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ἀπ’ τὴν Κορωνησία.
∆ὲν ἔγραψαν τὸν βίον του νὰ τὸν διηγηθοῦμε μόνο ἀπ’ τὴν παράδοση ὀλίγα θὰ σᾶς ποῦμε.
Στὴν Πρέβεζα ἕνα νησὶ τὸ λὲν’ Κορωνησία
80 μέτρα ἀπ’ τὴ θάλασσα ἔχει ὑψομετρία.
Ἐπάνω στὸ κατάφυτο ἀπὸ ἐλιὲς νησάκι τὸν ὄγδοον αἰώνα ἐκεῖ εἶχε μοναστηράκι.
Τὸ ὄνομα μοναστηριοῦ Γενέθλιον Θεοτόκου σώζεται μέχρι σήμερα μονὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Ἄνθρωποι ἐκεῖ δὲν ζούσανε ἔξω ἀπ' τὸ μοναστήρι καὶ κατοικούσανε ἐκεῖ μόνο οἱ καλογῆροι.
Γι’ αὐτὸ καὶ καλογερικὸ ἔλεγαν τὸ ὄνομά του γιατὶ ἀνθρῶποι λαϊκοὶ δὲν κατοικοῦν κοντά του.
Καὶ ὁ ὅσιος Ὀνούφριος σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἐζοῦσε ὁ μακάριος μὲ ἄλλοι καλογῆροι.
Ἦταν θεοσεβέστατος καὶ ταπεινὸς ἀκόμη
καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους μοναχοὺς ἐνάρετος στὴ γνώμη.
Εἶχε σκοπόν του στὴ ζωὴ ψυχή του πῶς νὰ σώσει μοναχικὰ καθήκοντα μὲ ἀκρίβεια νὰ τελειώσει.
Ἀγωνιζότανε πολὺ κατὰ Χριστὸν νὰ ζήσει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤθελε νὰ κερδίσει.
Ἤτανε πάντα ὑπήκοος καὶ εἶχε προθυμία ἔκανε τοῦ μοναστηριοῦ τὴν κάθε ἐργασία.
Ἐπάνω εἰς τὸ ῥάσο του ἐκάθησε λιγάκι
τὸ ἔριξε στὴ θάλασσα καὶ βγῆκε στὸ νησάκι.
- 149 -
Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος δὲν εἶχε γενειάδα καὶ τόνε κοροϊδεύαν οἱ μοναχοὶ ἀράδα.
Στεναχωρέθηκε πολὺ ἔκανε προσευχή του καὶ τὰ γενάκια τράβηξε μὲ χέρι τὸ δεξί του.
Καὶ θαῦμα τότε ἔγινε τὸ εἶχε δεῖ ἐμπρός του μεγάλωσαν τὰ γένια του ὡς νύχια τῶν ποδιῶν του.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ εἴδανε τότε οἱ καλογῆροι δὲν τὸ ξανακορόιδεψαν ποτὲ στὸ μοναστήρι.
ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΘΑΥΜΑ
Θὰ ἔκαναν στὴν Ἀμερικὴ μία χειροτονία θαῦμα μεγάλο ἔκανε τότε ἡ Παναγία.
Ἄνθρωπο τότε λαϊκὸ θὰ ἔκαναν ἱερέα
οἱ ἄνθρωποι τὸν θέλανε νὰ ξυρισθεῖ ὡραία τότε αὐτὸς ἀρνήθηκε τὸ εἶπε στὴν Παναγία.
Ἡ Παναγία ἄκουσε γένια πολλὰ τοῦ στέλνει
τὸν εἶδαν καὶ ἐπίστεψαν ἄνθρωποι οἱ μοντέρνοι.
Μεγάλο θαῦμα ἔγινε τότε στὸν ἑαυτόν του
τὰ νύχια του ἐπήγανε ὡς νύχια τῶν ποδιῶν του.
Ἔτσι καὶ ὁ Ὀνούφριος δὲν εἶχε γενειάδα
ἡ Παναγία ∆έσποινα ἔκανε ἀμέσως θαῦμα.
Τὸ θαῦμα δὲν τὸ βλέπομε οὔτε καὶ ἐρευνᾶται ἀλλὰ μόνο πιστεύεται καὶ τότε προσκυνᾶται.
- 150 -
ΒΡΗΚΕ ΝΕΡΟ ΜΕ ΘΑΥΜΑ
Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ὀνούφριος σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι δὲν εἴχανε νὰ πιοῦν νερὸ νὰ ζοῦν οἱ καλογῆροι.
Σὲ ἕνα μέρος ἔσκαψε Ὀνούφριος κατόπιν νερὸ ὅμως δὲν βρέθηκε χαμένοι πᾶν οἱ κόποι.
Κατόπιν ὅμως ἐντολὴ ἀπὸ Θεὸν λαμβάνει
καὶ σκάψιμο εἰς τὴν Μονὴ τὸ ἐπαναλαμβάνει.
∆ώδεκα μέτρα ἔσκαψε στὸ βάθος ἕνα πηγάδι εὐρῆκε ἐκεῖ πολὺ νερὸ καὶ ἔτρεχε τροχάδι.
Καὶ ἡ μονὴ ἔχει νερὸ τώρα καὶ πίνουν ὅλοι ὑδρεύεται καὶ ἕνα χωριὸ Κορωνησίας πόλη.
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
∆ὲν ἐγνωρίσαμεν πολλὰ διὰ τὴν κοίμησή του ὅμως θαύματα πολλὰ ἔκανε στὴ ζωή του.
Ναίδριον στὸν τάφον τοῦ ἔκτισαν πρὸς τιμή του εἰκόνα του ποὺ φαίνεται γενειάδα ἡ μακρύ του.
Γιορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Ὀνουφρίου Κορωνησίας τοῦ μηνὸς 12 Ἰουνίου.
Η ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ
Σὰν πέθανε ὁ ὅσιος καθάριζαν μιὰ μέρα
μὲς στὸ πηγάδι τῆς μονῆς βρῆκαν μιὰ ταμπακιέρα.
Ἡ ταμπακιέρα ἔπεσε τοῦ Τούρκου στὸ ποτάμι θαῦμα ἔκανε ὁ ὅσιος τὴν βρῆκαν στὸ πηγάδι.
Ὁ Τοῦρκος τότε ἐπίστεψε ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα καὶ στοῦ ὁσίου τὴ μονὴ ἔκανε τότε τάμα.
- 151 -
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ
Γεννήθηκε στὰ Μάγδαλα καὶ ἔχει ὀνομασία λέγετε ἰσαπόστολος Μαγδαληνὴ Μαρία.
Πατρίδα τῆς βρισκότανε σὲ μία πεδιάδα πάνε πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ Τιβεριάδα.
Ὄνομα Σύρον ἔλεγαν Ἁγίας τὸν πατέρα μητέρα εἶχε ὄνομα τὴν λένε Εὐχαριστία.
ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΑΠΟ ∆ΑΙΜΟΝΙΑ
Ἄκουσε γιὰ τὸν Ἰησοῦν καὶ γιὰ τὰ θαύματά του πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ εἶναι ἐκεῖ κοντά του.
Ἄκουσε φήμη τοῦ Χριστοῦ ἀῤῥώστους θεραπεύει τυφλοὺς τὸ φῶς τους βλέπουνε νεκροὺς τοὺς ἀνασταίνει.
Τὸν Κύριο στὰ Μάγδαλα τὸν εἴχενε γνωρίσει καὶ τότε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν εἶχε ἀκολουθήσει.
Σὰν γνώρισε τὸν Κύριον ποὺ βρέθηκε κοντά του ἔγινε Ἰσαπόστολος πιστὴ μαθήτριά του.
Τὴν ἐθεράπευσε ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀσθένειά της εἶχε ἑπτὰ δαιμόνια νυχθημερὸν κοντά της.
- 153 -
ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ
Μετὰ τὴ θεραπείαν της φυγὴ τῶν δαιμονίων ἐνδύθηκε ἡ Μαγδαληνὴ τὸ ἔνδυμα τὸ θεῖον.
Ἀκολούθησε τὸν Κύριον μαθήτριά του ἐγίνη μαζὶ μὲ ἄλλους μαθητές, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τὴν μέριμνα εἰς ἐγκόσμια τὴν εἶχε παρατήσει διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ θέλει νὰ ἀποκτήσει.
Μὲ τοῦ Χριστοῦ μαθήτριες τότε ἦταν παρέα ὑπηρετοῦν ἔργο Χριστοῦ πάρα πολὺ ὡραία.
Γιὰ τὴν ἀγάπη της αὐτὴ ποὺ 'χε στὸν Κύριόν μας ἀμείφθηκε ἡ Μαγδαληνὴ Κύριον καὶ Θεόν μας.
Ἡ πληρωμή της ἤτανε τὸν εἶδε ἀναστημένο μετὰ τὴν Παναγία μας στὸν τάφο καθισμένο.
Γράφουν οἱ Εὐαγγελισταὶ ποιοὶ ἤτανε μαζί του ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθὰ στὴ Θεία Σταύρωσὴ Του.
Μαρία μήτηρ τοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος μνημονεύει καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ μαζὶ τοὺς συντροφεύει.
Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς γράφει ἐν συντομίᾳ εἱστήκετο στὴ Σταύρωση Μαγδαληνὴ Μαρία.
Μὲ στάση γενναιόψυχη μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη ἔτρεχε ἡ Μαγδαληνὴ σὲ ὅλα τ’ Ἅγια Του πάθη.
Γράφουν οἱ Εὐαγγελιστὲς μύρα κρατεῖ στὸ χέρι στὸν τάφον Ἰησοῦ Χριστοῦ πῆγε νὰ τὰ προσφέρει.
Τ’ ἀγόρασε ἀποβραδὶς τὴν νύκτα ξεκινάει
αὐτὴ στὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ τὸν ἴδιο συναντάει.
Εἶδε τὸν λίθον μνήματος καὶ ἦταν κυλισμένος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν Ἀναστημένος.
- 154 -
Σὰν εἶδε μνῆμα ἀνοικτὸ ἔτρεξε μάνι μάνι Μαρία εἰδοποίησε Πέτρον καὶ Ἰωάννη.
Σὰν ἄκουσαν οἱ μαθηταὶ αὐτὴ τὴν ἀγγελία εἰς τὸ μνημεῖον ἔτρεξαν οἱ δύο κατ’ εὐθεία.
Βρῆκαν τὸν τάφον ἀνοικτὸν στράφηκαν πίσω πάλι ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἐκεῖ Θεὸν ἐπαρακάλει.
Τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ ἔκλαιγε εἶδε δύο ἀγγέλοι τὴν ἐρώτησαν τὶ ἐγύρευε τὶ ἔχασε τὶ θέλει.
Φιλόστοργα ἡ Μαγδαληνὴ τότε τοὺς ἀπαντάει σῶμα Κυρίου πήρανε δὲν ξέρω ποὺ ἔχει πάει.
Ὅταν σὲ Ἄγγελους τελείωσε αὐτὴ τὴν ὁμιλία γύρισε πίσω κοίταξε εἶδε ἄνθρωπο ἡ Μαρία.
Ὁ Ἰησοῦς στεκότανε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη
τὰ δακρυσμένα μάτια της δὲν εἶχαν διακρίνει.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ ἀμέσως τὴν ῥωτάει γυναίκα εἶπε γιατὶ κλαῖς, ῥώτησε ποιὸν ζητάει.
Ἐκείνη ἀπὸ τὴ λύπη της τὰ εἴχενε χαμένα
δὲν γνώρισε τὸν Ἰησοῦν μὲ μάτια θαμπωμένα.
Τῆς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τότε τὴ ῥωτάει
δὲν τὸ ἐφανταζότανε ὁ δάσκαλος τῆς μιλάει τὸν ἐνόμιζε γιὰ κηπουρὸ ἀμέσως τὸν ῥωτάει.
Ἂν μετακίνησε αὐτὸς Κυρίου της τὸ σῶμα καὶ μία λέξη νὰ τῆς πεῖ ποὺ τὸ ἔθαψε ἀκόμα.
Ἂν ἐσὺ τὸν πῆρες ἀπὸ ἐδῶ πές μου το νὰ τὸ ξέρω νὰ ἐνταφιασθεῖ ἀλλοῦ ἔχω ἐνδιαφέρον.
Τότε ἀκούει ξαφνικὰ τὸ ὄνομα Μαρία καὶ τότε ἀναγάλιασε καὶ ἔνιωσε εὐτυχία.
- 155 -
∆ιδάσκαλέ μου ἔλεγε, ἦταν συγκινημένη·
τὸν εἶδε ποὺ ἀναστήθηκε εἶν’ εὐχαριστημένη.
Ἔπεσε εἰς τὰ πόδια Του, γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσει ὁ Κύριος μας πρόσταξε, Μαρία μὴν ἐγγίσεις.
Αὐτὸ τῆς εἶπε ὁ Χριστὸς διὰ νὰ τῆς θυμίσει δὲν εἶναι μόνον ἄνθρωπος Θεὸς καὶ Ἀνεστήθη.
Καὶ μήνυμα χαρμόσυνο Μαρία νὰ κηρύττει
στοὺς μαθητὲς καὶ στὸν λαὸν ἀπὸ νεκρὸς ἀνεστήθη.
Ἔγινε Εὐαγγελίστρια ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ τὴν Ἀνάσταση Χριστοῦ κήρυττε δημοσία.
Σ’ αὐτὴν πρωτοφανέρωσε ὁ Χριστὸς Ἀνάστασὴ Του Μάρκος ὁ Εὐαγγελιστὴς ἔγραψε στὴ γραφή του.
Στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον γράφει
Ἀναστὰς δὲ πρωὶ πρώτη Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη δὲ πορευθεῖσα
ἀπήγγειλε τοῖς μὲτ’ αὐτοῦ γενομένοις πένθουσι καὶ κλαίουσι.
Ὅταν δηλαδὴ Ἀνεστήθηκε ὁ Χριστὸς
τὸ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας φανερώθηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια.
Ἐκείνη ἀνήγγειλε αὐτὸ στοὺς μαθητὲς ποὺ ἦταν καὶ πρωτύτερα μαζί του καὶ πενθοῦσαν.
Ἀναστημένο ἔλεγε εἶδε διδάσκαλό τους
σὲ λίγο θὰ ἐρχότανε νὰ εἶναι στὸ πλευρό τους.
- 156 -
ΣΩΦΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΟΣ
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ γεμάτη καλοσύνη κόρη Παρθένος ἤτανε καὶ εἶχε σωφροσύνη.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γι ἄλλη Μαρία γράφει πὼς ἤτανε ἁμαρτωλὴ ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθει.
Ἐνόσω ἡ Μαγδαληνὴ τὸ ὄνομα Μαρία ὅλη τὴ ζωή της ἔζησε τότε μὲ παρθενία.
Οἱ Ἅγιοι τῆς ἐκκλησιᾶς παρθένον ὀνομάζουν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ τὴν ἐγκωμιάζουν.
Τὸ πρόσωπό της καθαρὸ σὲ ὅλη τὴ ζωή της ἡ παρθενία ἔλαμπε γιὰ τὴ διαγωγή της.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε πρώτη νὰ προσκυνήσει μὲ τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἐτότε ποὺ ἀνεστήθη.
Ἀκόμα εὐαγγελιστρία τὴν λέγει ἡ ἐκκλησία
οἱ Ἅγιοι πατέρες γράφουνε εἰς τὴν ὑμνολογία.
Τὰς χεῖρας νὰ κροτήσουνε εἶπε στοὺς Ἀποστόλους ποὺ Ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς χαρὰ ἔδωσε σὲ ὅλους.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΕ ΣΤΗ ΡΩΜΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐπῆγε ἡ Ἁγία
μὲ Ἀποστόλους συντροφιὰ καὶ μὲ τὴν Παναγία.
Στὸν ὑπερῶον ἤτανε ὅλοι συγκεντρωμένοι καὶ ὁ Πατὴρ οὐράνιος Ἅγιο Πνεῦμα στέλνει.
Καὶ ὅλοι ἐφωτίσθηκαν μαζὶ καὶ ἡ Μαρία καὶ γιὰ τὴ Ῥώμη ἔπειτα κάνει περιοδεία.
Ἐπῆγε εἰς τὸν Καίσαρα νὰ πεῖ τὰ γεγονότα τότε μὲ μιὰ ἀναφορὰ τοῦ λέγει πρῶτα πρῶτα.
- 157 -
Τοῦ 'πὲ στὰ Ἱεροσόλυμα Πιλάτο εἶχε στείλει καὶ ἔκανε κρίση Ἰησοῦ ἄδικη ἦταν ἐκείνη.
∆ιότι ἐθανάτωσε υἱὸν τον τῆς Μαρίας
εἰς τὸν λαὸν τοῦ ἔκανε θαύματα καὶ σημεῖα.
Λεπροὺς τοὺς ἐκαθάριζε, τυφλοὺς εἶχε φωτίσει, ἀῤῥώστους ἐθεράπευε, νεκροὺς εἶχε ἀναστήσει, οἱ Ἀριχερεὶς τὸν ζήλευαν δὲν ἤθελαν νὰ ζήσει.
Ὁ Πιλάτος τὸν ἐξέτασε μὰ δὲν τοῦ βρῆκε αἰτία στοὺς Ἰουδαίους νὰ σταυρωθεῖ ἔδωσε κατ’ εὐθεία.
Ἡ κτίσης δὲν ὑπέφερε ποὺ εἶδε τὴν ἀδικία ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε ἐτότε κατ’ εὐθεία.
Τὸ ἴδιο ὅμως ἔπαθε τότε καὶ ἡ σελήνη
ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ἐσείσθηκε ὅλη τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τὸ καταπέτασμα ναοῦ ἐσχίσθη μάνι-μάνι
μὰ καὶ νεκροὶ ἀνεστήθηκαν ποὺ εἴχανε πεθάνει.
Ὁ Καίσαρας προσεκτικὰ ἄκουσε μὲ ἡσυχία στὴ Ῥώμη ὅσα μετέφερε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση σὰν ἄκουσε σκοτάδι
σ’ ὅλον τὸν κόσμο ποὺ 'γινε τὸ μεσημέρι βράδυ.
Καὶ ὁ ἥλιος ὁ ἄψυχος ἤτανε τρομαγμένος
σὰν εἶδε ἐπάνω στὸ Σταυρὸν τὸν κτίστη κρεμασμένο.
Σὰν τέλειωσε τὸν λόγο της ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία ἐνόχους τότε ἐκάλεσε στὴ Ῥώμη κατ’ εὐθεία
νὰ κάνει ἐκεῖ ἀνάκριση νὰ λάβουν τιμωρία.
Ὁ Καϊάφας πέθανε δὲν πῆγε εἰς τὴ Ῥώμη στὴν Κρήτη τὸν ἐθάψανε ἐκεῖ θὰ εἶν’ ἀκόμῃ.
Τότε στὴ Ῥώμη πήγανε Ἄννας μὲ τὸν Πιλάτο θὰ δοῦμε τὶ ἀπέγινε γράφομε παρακάτω.
- 158 -
Τὸν Ἄννα σὰν συνάντησε ὁ Καίσαρας στὴ Ῥώμη ἀμέσως τὸν τιμώρησε καὶ ζωντανὸ ἀκόμη.
Μία γελάδα γδείρανε καὶ στὸ ζεστό της δέρμα τὸν Ἄννα ἐτυλίξανε νὰ πληρωθεῖ τὸ πταῖσμα.
Τὸ δέρμα σὰν ξεράθηκε, ἦταν στὸν ἥλιο μόνο ἔσφιξε καὶ θανάτωσε τὸν Ἄννα ἀπὸ τὸν πόνο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ
Καὶ ἔπειτα συνέχισε ἀνάκριση Πιλάτου
ὁ Καίσαρας διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστά του.
Ἔκανε τὴν ἀνάκριση ὁ Καῖσαρ τοῦ Πιλάτου μὰ δικαιολογιότανε τὰ ἔφερνε ἄνω κάτω.
Τοῦ λέγει ἔκανες ἔγκλημα ποὺ δίκασες ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε θαύματα πολλὰ εἰς τὸν λαὸν ἐκεῖνο.
Ὁ κόσμος Πιλάτου φώναζε Χριστὸν νὰ σταυρώσει δὲν εἶναι φίλος Καίσαρος ἐὰν τὸν ἀθωώσει.
Ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἡγεμὼν ἀμέσως διατάζει
καὶ τὸν Πιλάτο παρευθὺς στὴ φυλακὴ τὸν βάζει.
Κυνήγι πῆγε ὁ Καίσαρας εἶδε ἕνα ἐλάφι·
νὰ τὸ σκοτώσει θέλησε καὶ ὄχι νὰ τὸ πιάσει.
Ἔριξε μὲ τὸ βέλος του γιὰ νὰ τὸ θανατώσει
μὰ στοῦ Πιλάτου τὴν καρδιὰ βέλος εἶχε καρφώσει.
Τὸ βέλος ἔσβυσε ζωὴ τότε τοῦ Πιλάτου
ποὺ τὸν Χριστὸ τιμώρηε μὲ τὴν ποινὴ θανάτου.
Γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία χάρηκε ποὺ ἐπέτυχε ἐνόχων τιμωρία.
- 159 -
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ ΣΤΗΝ ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Μὲ Μάξιμον Ἀπόστολον εἶχε συνεργασία εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ποὺ ἦταν Ἀποστόλοι ἤτανε καὶ ὁ Μάξιμος μία παρέα ὅλοι.
Αὐτὸν λοιπὸν ἀκολούθησαν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ μὲ τὸ κήρυγμα Χριστοῦ εἶχαν συνεργασία.
Τὸν Μάξιμον Ἀπόστολον μισοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ σὲ καράβι ἔβαλαν στὴ θάλασσα νὰ πλέει.
Μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς πῆραν καὶ τὴ Μαρία στὴν Μασσαλία πήγαιναν εἶν’ πόλη τῆς Γαλλίας.
Οὔτε πανιά, οὔτε κουπιὰ εἶχε αὐτὸ τὸ πλοῖο δὲν εἶχε οὔτε τρόφιμα, οὔτε νεράκι κρύο.
Μέσα στὸ πλοῖο τοὺς ἔβαλαν γιὰ νὰ τοὺς τυραννοῦνε τοὺς τιμωροῦν στὴ θάλασσα ἐκεῖ γιὰ νὰ πνιγοῦνε.
Μὰ ὁ Θεὸς τοὺς ἔσωσε ποὺ ἔχει εὐσπλαχνία χωρὶς κινδύνους ἔφθασαν τότε στὴ Μασσαλία.
Βρῆκαν ἐκεῖ ἕνα ἐχθρὸ χειρότερο ἀπ’ τὸν πρῶτο πείνα καὶ δίψα εἶν’ ἐκεῖ καὶ κρύωμα καμπόσο.
Ἀπ’ τοὺς κατοίκους ἔλλειπε σ’ αὐτοὺς ἡ εὐσπλαχνία γιατὶ ὅλοι πιστεύανε στὴν εἰδωλολατρία.
Ἐτρέχανε στὰ εἴδωλα θυσία νὰ προσφέρουν οἱ ξένοι ποὺ πήγαν ἐκεῖ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν.
Τοὺς εἶδε ἡ Μαγδαληνὴ ποὺ ἀπ' τὸ Θεὸ ἐστάλει οὔτε καὶ τοὺς ἐμάλωσε καὶ οὔτε τοὺς προσβάλλει.
Μὲ θάῤῥος χαμογελαστὸ ποὺ 'χε στὸ πρόσωπό της κήρυξε λόγον τοῦ Θεοῦ τὸ στόμα τὸ δικό της.
- 160 -
Γιὰ τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν εἶπε ἐν συνεχείᾳ ἐκεῖνον νὰ πιστεύσουνε ὄχι εἰδωλολατρία.
Τὰ εἴδωλα εἶναι κωφὰ καὶ ἄλαλα ἀκόμα
οὔτε ἀκοῦν, οὔτε λαλοῦν μὲ τὸ δικό τους στόμα.
Οἱ εἰδωλολάτρες θαύμαζαν ἐτότε τὴ Μαρία
μὲ τὸ γλυκὸ τὸν τρόπο της μιλοῦσε ἡ μακαρία.
Στὸ τέλος πῆγε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖ νὰ τὴν γνωρίσει μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του Μαρίας νὰ μιλήσει.
Πρωτύτερα στὰ εἴδωλα ἔκαναν μιὰ θυσία νὰ ἀποκτήσουνε παιδὶ εἴχανε ἀτεκνία.
Στὸν ὕπνο της τὸ βράδυ αὐτὸ ἐπῆγε ἡ Μαρία ἔλεγξε τὴν ἀρχόντισσα τότε ἐν παῤῥησίᾳ.
Στοὺς ξένους γιατὶ δὲν κάνετε ἐσεῖς μιὰ καλοσύνη; οὔτε ψωμί, οὔτε νερὸ κανένας δὲν τοὺς δίνει.
Εἶπε νὰ πεῖ στὸν ἄνδρα της τοὺς ξένους νὰ λυπᾶται στὸν ἄνδρα της δὲν μίλησε ἄφησε νὰ κοιμᾶται.
Τοὺς δυὸ γιὰ δεύτερη φορὰ ξύπνησε ἡ Ἁγία στὸν ἄρχοντα μὲ πολὺ θυμὸ ἐμίλησε ἡ Μαρία.
Ἐσὺ κοιμᾶσαι ἄρχοντα μὲ γεμάτη τὴν κοιλία τοὺς ξένους περιφρόνησες ποὺ ἔχουν δυστυχία.
Αὐτοὶ δὲν ἔχουνε ψωμί, οὔτε νερὸ νὰ πιοῦνε
δὲν ἔχουν καὶ κρυώνουνε ῥοῦχα γιὰ νὰ ντυθοῦνε.
Μὲ πλούσια σκεπάσματα ἐσὺ εἶσαι καλυμμένος
ὁ ξένος εἶν' ἀξεσκέπαστος καὶ ἐγκαταλελειμμένος.
Ὀργὴ Θεοῦ ὦ ἄρχοντα ἐπάνω σου θὰ πέσει
μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα σου ποὺ εἶσαι σ’ αὐτὴ τὴ θέση.
Γυναίκα καὶ ὁ ἄνδρας της ξύπνησαν τρομαγμένοι ποὺ εἶπε ἡ Μαγδαληνὴ στὸν ὕπνο τὶ συμβαίνει.
- 161 -
Σὰν ἐξύπνησαν τὸ πρωὶ ἔκαναν συμφωνία
νὰ κάνουν ὅ,τι εἶχε πεῖ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Τοὺς ξένους παραλάβανε νὰ τοὺς περιποιηθοῦνε καὶ τρόφιμα τοὺς δώσανε καὶ ῥοῦχα νὰ ντυθοῦνε.
Μαρία ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει κήρυγμά της
ὁ ἄρχοντας ἐρώτηση τῆς ἔκανε μπροστά της.
Πληροφορία ζήτησε νὰ μάθει ἀπ’ τὴ Μαρία νὰ τοῦ διδάξει πίστη της γιὰ τὴν ὀρθοδοξία.
Τότε μαζὶ τ’ ἀνδρόγυνο ἔκαναν συμφωνία μιὰ χάρη ἐζητήσανε οἱ δυὸ ἀπ’ τὴ Μαρία.
Εἰς τὸν Θεόν σου θὰ μπορεῖς μιὰ χάρη νὰ ζητήσεις; νὰ μᾶς χαρίσει ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μᾶς ἀπαντήσεις.
Ἂν γίνει αὐτὸ τὸ αἴτημα ἐτότε θὰ πεισθοῦμε καὶ λόγια ποὺ ἐκήρυξες ὅλα θὰ ἀσπασθοῦμε.
Μπορῶ μὲ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε ἡ Μαρία μὲ τὴν ἰδικήν του δύναμη καὶ μὲ τὴ βοηθεία.
Ἡ Ἁγία ὑποσχέθηκε ἔκανε δέησή της
καὶ ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ἄκουσε προσευχή της.
Ἀρχόντισσα ἔμεινε ἔγκυος ὁ ἄρχοντας ἀκόμη τότε θὰ ἐταξίδευε εἶχε δουλειὰ στὴ Ῥώμη.
Ἡ ἀρχόντισσα παρακαλεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ταξιδεύσει ὁ ἄνδρας της δὲν ἤθελε ποὺ ἦταν βαριὰ στὴ θέση.
Στὸ τέλος ἀναγκάσθηκε συμφώνησε μαζί της ἡ Μαρία τοὺς εὐλόγησε ἔκανε προσευχή της.
Ἐπῆραν χρειαζούμενα ἐμπήκανε στὸ πλοῖο γιὰ Ῥώμη ἐταξίδευαν, θὰ πήγαιναν οἱ δύο.
Μὰ ὅταν ἐταξίδευαν μέσα εἰς τὸ παπόρι ἐγέννησε ἡ ἀρχόντισσα καὶ ἔκανε ἀγόρι.
- 162 -
Μὰ τὸ παιδὶ ἀπέθανε μαζὶ καὶ ἡ μητέρα
ὁ ἄρχοντας τοὺς ἔκλαιγε μονάχος ἐκεῖ πέρα.
Οἱ ναῦτες ἀπεφάσισαν ὅλοι μαζὶ ἀκόμα
στὴ θάλασσα νὰ ῥίξουνε ἀρχόντισσας τὸ σῶμα.
Ὁ ἄρχοντας τοὺς παρακαλεῖ ἐκεῖ νὰ τήνε θάψουν καὶ ὄχι εἰς τὴν θάλασσα σῶμα της νὰ πετάξουν.
Οἱ ναῦτες τὸν λυπήθηκαν ἐσκέφτηκαν λιγάκι καὶ λίγο ἀπὸ τὴ θάλασσα εἶν’ ἕνα βουναλάκι.
Βρῆκαν σπηλιὰ καὶ ἔβαλαν μωρὸ καὶ τὴ μητέρα καὶ ὁ πατέρας τοὺς ἔκλαψε τοὺς ἄφησε ἐκεῖ πέρα.
Γιὰ Ῥώμη ἐταξίδευε ἔβαλε στὸ μυαλό του
νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα εἶπε στὸν ἑαυτόν του.
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τάφον νὰ προσκυνήσει
στὸ μέρος ποὺ ἐσταυρώθηκε καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀνεστήθει.
Στὸ πλοῖο ὅταν ἔφθασε ποὺ πήγαινε στὴ Ῥώμη ἀμέσως τότε ὁ ἄρχοντας εἶχε ἀλλάξει γνώμη.
Θυμήθη πὼς ταξίδευε μὲ σύζυγο σύντροφό του,
καὶ τώρα λύπη ἔβλεπε μόνο στὸν ἑαυτόν του.
Ἀκόμα τότε ἐσκέφτηκε τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ του·
θέλησε πίσω νὰ στραφεῖ νὰ πάρει
ἀέρα ὁ νοῦς του.
Τὰ λείψανα νὰ ἔπαιρνε γυναίκας καὶ παιδιοῦ του,
νὰ τὰ ἔχει μία συντροφιὰ σὲ ὅλη
τὴ ζωή του.
Ἡ σκέψη αὐτὴ τοῦ ἄρχοντα δὲν ἤτανε δική του,
τὴν εἶχε στείλει ὁ Θεὸς γιὰ παρηγόρησή του.
Ἡ μιὰ πλευρὰ ἦταν αὐτὴ ποὺ εἶχε σημασία ἡ δεύτερη νὰ δοξασθεῖ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Στὸ μέρος ποὺ ἔγινε ἡ ταφὴ σὰν ἄραξε τὸ πλοῖο τότε ἐκεῖ στὴ θάλασσα εἶδε ἕνα παιδίον.
- 163 -
Μόλις τοὺς εἶδε ἔτρεξε στὸ σπήλαιο ἐμπῆκε ἐκεῖ ἦταν ἡ μητέρα του καὶ μπῆκε καὶ τὴ βρῆκε.
Ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχε συνοδεία ἐμπήκανε στὸ σπήλαιο ἐτότε κατ’ εὐθεία.
Βρήκανε τὴ γυναίκα του κλειστὰ τὰ βλέφαρά της ἦταν σὰν νὰ κοιμότανε κι ἔβλεπε ὄνειρά της.
Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὶς φωνὲς τότε εἶχε ξυπνήσει ὁ ἄντρας τὴν ἐρώτησε πὼς εἶχε ξαναζήσει.
Καὶ ἀμέσως ἡ γυναίκα του σ' αὐτὸν εἶχε ἀπαντήσει Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ τοὺς εἶχε ὑπηρετήσει.
Τοῦ ἔλεγε πολὺ συχνὰ ἐρχόταν ἡ Μαρία
στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐδῶ νὰ φέρνει τροφοδοσία.
∆ὲν μπόρεσε σὰν τ' ἄκουσε ὁ ἄρχοντας νὰ μιλήσει· ἐνόμιζε ὄνειρο θωρεῖ καὶ εἴχενε ξυπνήσει.
Συνῆλθε τότε ἀπὸ χαρὰ ἐμπήκανε στὸ πλοῖο εὐτυχισμένοι ἤτανε σὲ ὅλο τους τὸ βίο.
Ἐκεῖ ἀξιωθήκανε εὑρῆκαν τὴν Ἁγία
καὶ εὐχαρίστησαν καὶ οἱ δυὸ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Ὁ ἄρχοντας βαπτίστηκε καὶ ὅλη του ἡ οἰκία δόξασαν ὅλοι τὸν Θεὸν ἐτότε κατ’ εὐθεία.
Ἔφυγε ἡ Μαγδαληνὴ κατόπιν μάνι-μάνι στὴν Ἔφεσο ἐταξίδευσε βγῆκε τὸν Ἰωάννη.
Ὁ Θεολόγος εἶν’ ἐκεῖ ἄκουσε κήρυγμά του θλίψη, δεσμὰ καὶ φυλακὴ καὶ ὅλα τὰ δεινά του.
Ἄνθρωπος ὅμως ἤτανε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία τότε λίγο ἀῤῥώστησε πέθανε κατ’ εὐθεία.
Φιλόχριστοι κηδεύσανε πάντιμον λείψανό της
θὰ ποῦμε γιὰ ἀνακομιδὴ λειψάνου της ἐν πρώτοις.
- 164 -
Τὸ ἔθαψαν στὸ σπήλαιον Ἁγίων 7 Παίδων
ποὺ οἱ παῖδες εἶχαν κοιμηθεῖ ὕπνον τῶν Μακαβαίων.
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ἡ Ἁγία
22 Ἰουλίου μνήμη της τιμᾷ ἡ ἐκκλησία.
*+
- 165 -
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
Στὴ Θέσβη ἐγεννήθηκε Ἠλίας ὁ Προφήτης
γι’ αὐτὸ ὀνομασία τοῦ λέγεται καὶ Θεσβίτης.
Σάβωκ λὲν’ τὸν πατέρα του, ἦταν τὸ ὄνομά του
καὶ ὅταν ἐγεννήθη τὸ παιδὶ θαῦμα εἶδε μπροστά του.
Ἄνδρες τὸ πλησιάσανε εἶν’ λευκοφορεμένοι Ἠλία τὸ ὀνόμασαν στὴν κούνια καθισμένοι.
Τὸ βρέφος ὁ πατέρας του τὸ παρακολουθοῦσε ἀμίλητος στὴ θέση του καθόλου δὲν μιλοῦσε.
Εἶδε νὰ γδύνουν τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ σπαργανώνουν καὶ φλόγες τότε τῆς φωτιᾶς, γύρω του νὰ φουντώνουν.
Οἱ ἄγνωστοι ἄνδρες ἔλαμπαν ὅλοι μὲ τὴ στολή τους καὶ μὲ φωτιὰ ἐτάιζαν ἐτότε τὸ παιδί του.
Εἶχε τρομάξει ὁ Σάβωκ ποὺ εἶδε ὀπτασία καὶ ὅταν ἐτελείωσε ἔκανε ἐργασία.
Πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα ἐκεῖ νὰ συναντήσει
τοὺς ἱερεῖς γιὰ τὸ παιδὶ νὰ τοὺς πληροφορήσει.
Καὶ κάθε λεπτομέρεια τότε ποὺ εἶχε γίνει
τὴν εἶπε εἰς τοὺς Ἱερεῖς καὶ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι.
Τοῦ εἶπαν τότε τοῦ Σάβωκ πατέρα νὰ τὸ ξέρει
πὼς τὸν λαόν του θὰ κυβερνᾷ μὲ φῶς καὶ μὲ μαχαίρι.
Καὶ βγῆκαν ὅλα ἀληθινὰ ὅσα εἶπαν στὸν πατέρα Ἠλίας σὰν μεγάλωσε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα.
Σκληρὰ πάντα ἐνδύματα φοροῦσε στὴ ζωή του καὶ δερματίνη ζώνη του στὴ μέση τὴ δική του.
Ἦταν στὴν πίστη δυνατὸς καὶ φλογερὸς ἀκόμη ἰδίως εἰς τὴν προσευχὴ σὰν ἔκανε ἀκόμη.
- 167 -
Ἔγινε τότε ξακουστὸς σὲ νέα ἡλικία
ἡ ἀγωνιστικότητα ποὺ εἶχε γιὰ τὴ θρησκεία.
Προφήτευσε ὅσα θὰ συμβοῦν ὅλα ἐν ἀληθείᾳ γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὀνόμασαν προφήτη τὸν Ἠλία.
Ο ΑΧΑΑΒ
Ὁ Ἀχαὰβ εἶν’ βασιλιὰς μὰ εἶχε ἄλλη θρησκεία ἐπίστευεν ὁ δυστυχὴς στὴν εἰδωλολατρία.
Γιὰ τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν δὲν πίστευε καθόλου μόνο στ' ἄψυχα εἴδωλα ποὺ εἶναι τοῦ διαβόλου.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα δύο χρυσὲς ἀγελάδες
νὰ προσκυνοῦνε ὡς Θεοὺς οἱ ἄνδρες κι οἱ μανάδες.
Καὶ τότε ἔκτισε ναὸν στὴν εἰδωλολατρία Ἑλλήνων ψεύτικον Θεὸν στὸ ὄνομα τοῦ ∆ία.
Ἰσραηλίτες στὸν Θεὸν ποὺ εἴχανε πιστέψει
μὲ εἰδωλολάτρες εἶχε πεῖ μὴν ἔχουν καμιὰ σχέση.
Ὁ Ἀχαὰβ ἐντολὴ Θεοῦ εἶχε καταπατήσει πῆρε εἰδωλολάτρισσα μαζί της γιὰ νὰ ζήσει.
Ἤτανε κόρη βασιλιὰ τότε τῶν Σιδωνίων ἦταν κακιὰ καὶ φοβερὴ μέγειρα δαιμονίων.
Κακία εἶχε μέσα της ἀλλὰ καὶ ἀπιστία τὴν κυβερνοῦσε ὁ σατανὰς εἶχε θηριωδία.
∆ὲν ἤτανε πονόψυχη γυναίκα ὅπως πρέπει σφαγὲς καὶ τὰ μαρτύρια μόνο ἤθελε νὰ βλέπει.
Αὐτὴ λοιπὸν πολέμησε τότε ὀρθοδοξία καὶ ἔφερε ἐξάπλωση στὴν εἰδωλολατρία.
- 168 -
Τὴν Ἀφροδίτη ὡς Θεὰ τῆς ἔκανε λατρεία
τὴν προσκυνοῦσαν μὲ τιμὲς στὴν εἰδωλολατρία.
Ὁ δυστυχὴς ὁ Ἀχαὰβ ἄβουλος εἶν’ μπροστά της ὑπέγραφε ὁ δυστυχὴς ὅλα προστάγματά της.
Μὲ σπαραγμὸ τὰ ἔβλεπε προφήτης ὁ Ἠλίας
πὼς οἱ ἰσχυροὶ νικοῦν καλοὺς γιατὶ ἔχουν τὴν κακία.
Ὁ βασιλέας ὁ Ἀχαὰβ γιὰ τὴν ἀποστασία εἶναι κακὸ παράδειγμα διὰ τὴν ἀπιστία.
Ἀντὶ εἰς τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν λαὸν νὰ ὁδηγήσει πέτρες καὶ ξύλα ψεύτικα τοῦ λέει νὰ προσκυνήσει.
Θεοῦ θυσιαστήρια εἶχε κατεδαφίσει προφήτας τοὺς κατέσφαζε καὶ ἱερεῖς ἐπίσης.
∆ΕΝ ΕΒΡΕΞΕ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ
Καὶ ὁ Ἠλίας ὕψωσε τότε ἀνάστημά του
μὲ θάῤῥος εἰς τὸν Ἀχαὰβ καὶ ἔλεγε μπροστά του.
Εἰς τὸν Θεὸν ποὺ ὑπηρετῶ σοῦ λέγω παῤῥησία πρέπει ἡ ἀποστασία αὐτὴ νὰ λάβει τιμωρία.
Βαδίζουν τὸν κατήφορο ἄρχοντες καὶ λαός του θὰ ἔρθει ἕνα κτύπημα, θὰ εἶναι γιὰ καλό του.
Καὶ ἐν ὀνόματι Θεοῦ συνέχισε ὁ Ἠλίας
αὐτὰ τὰ χρόνια εἰς τὴν γῆ θὰ εἶναι ἀνομβρία.
Μόνον ἂν ζητήσω ἐγὼ πάλι θὰ ξαναβρέξει
ποὺ εἶναι Θεὸς φιλάνθρωπος πλάσμα του θὰ πονέσει.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔφυγε ἀπὸ τὸν βασιλέα
ἡ φωνή του στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ ἠκούσθηκε ὡραία.
- 169 -
Ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀπάντηση λαμβάνει
νὰ πάει στὸν χείμαῤῥο Χαῤῥὰθ κοντὰ στὸν Ἰορδάνη.
Ὅταν διψᾷς θὰ δροσίζεσαι μὲ δροσερὸ νεράκι· τὴν τροφὴ θὰ σοῦ στέλνω πάντα μὲ τὸ κοράκι.
Κατόπιν ἦλθε τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ἡ τιμωρία
ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἐλάτρευαν τὴν εἰδωλολατρία.
Ἡ γῆ ἦταν κατάξερη ἀπὸ τὴν ἀνομβρία
εἶν’ ἀπιστίας ὁ καρπὸς καὶ τῆς ἀποστασίας.
Τὰ δένδρα δὲν καρποφοροῦν ἤτανε μαραμένα τὰ περισσότερα ξηρὰ ἦταν σκελετωμένα.
∆ῥοσιὰ δὲν εἶχε πουθενὰ καὶ τότε οἱ ἀνθρῶποι πηγάδια ἀνοίγουνε στὴ γῆ βαθειὰ σὲ κάθε τόποι.
Ἀλλὰ νερὸ δὲν εὕρισκαν εἶχαν ἀπελπισία
καὶ τὶς καρδιές τους ἔσφιγγαν ἀπὸ τὴν ἀγωνία.
Βασίλειον τοῦ Ἀχαὰβ τρέμει καὶ ὑποφέρει ἀπ’ τὴν ἀπελπισία του τὶ νὰ γενεῖ δὲν ξέρει.
Ὁ λαὸς γογγύζει κατ’ αὐτοῦ λέγει πὼς εἶν’ αἰτία καὶ ὁ Θεὸς τοὺς τιμωρεῖ μὲ μεγάλη ἀνομβρία.
Ἐνῷ εἰς τὴν Σαμάρια ὑπῆρχε ἀνομβρία Προφήτης Ἠλίας ἔκανε Θεοῦ παραγγελία
πῆγε στὸ χείμαῤῥο Χαῤῥὰθ δίχως στεναχωρία.
Εἶν’ τὸ ποτάμι δίπλα του μὲ γάργαρο νεράκι
καὶ ὁ Προφήτης στὴ δίψα πίνει ἀπὸ
ἐκεῖ λιγάκι.
Ὁ Ἠλίας δὲν ἐσκέφθηκε τὶ θὰ φάει, πῶς θὰ ζήσει,
εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίδα του τὴν
εἴχενε ἀφήσει.
- 170 -
ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΧΗΡΑ ΣΤΑ ΣΑΡΕΠΤΑ
Ὅμως εἶν’ θέλημα Θεοῦ ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ἠλίας καὶ ἐσώθει τὸ νερὸ καὶ ἦρθε ξηρασία.
Ὁ Ἠλίας ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε πάλι καὶ πάει εἰς τὰ Σαρεπτὰ νὰ πιεῖ νερὸ νὰ φάει.
Ἠλίας ὅταν τ’ ἄκουσε στὰ Σαρεπτὰ πηγαίνει ποτὲ τὴν ἐντολὴ Θεοῦ δὲν τῆνε παραβαίνει.
Στὸν δρόμο ποὺ ἐπήγαινε πεινοῦσε καὶ διψοῦσε ἀλλὰ τὴν ἐντολὴ Θεοῦ πάντα τὴν ἐκτελοῦσε.
Στὴν πόρτα ὅταν ἔφθασε στῆς πόλεως τὰ τείχη μιὰ χήρα τότε ἔτυχε ἐκεῖ νὰ συναντήσει.
Ὁ Προφήτης τοῦ 'πὲ ὁ Θεὸς καὶ εἶχε λάβει πείρα ὅταν θὰ πάει στὰ Σαρεπτὰ θὰ συναντήσει χήρα.
Καὶ ὅταν συναντήθηκαν ἐχάρηκε ἐκεῖνος τῆς ζήτησε νερὸ νὰ πιεῖ ἤτανε διψασμένος.
Ἔτρεξε σὰν τὸ ἄκουσε νὰ ἐξυπηρετήσει
μὰ ὁ Ἠλίας μὲ δεύτερη φωνὴ τὴν εἶχε σταματήσει τῆς ζήταγε λίγο ψωμὶ ποὺ πείναγε νὰ φάει.
Ἡ χήρα ὅταν τ’ ἄκουσε λυπήθηκε λιγάκι
ποὺ εἰς τὸν ξένον δὲν κρατᾶ νὰ δώσει τὸ ψωμάκι.
∆ὲν ἔχω οὔτε στὸ σπίτι μου εἶπε εἰς τὸν Ἠλία· ζεῖ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ 'πὲ ἐν ἀληθείᾳ.
Μιὰ χούφτα ἀλεύρι ἔχω ἐκεῖ σὲ ξύλινο δοχεῖο καὶ λίγο λάδι στὸ ταψὶ μέσα στὸ μαγειρεῖο.
Γι’ αὐτὸ τὰ ξύλα ἐμάζευσα πίτα μικρὴ νὰ κάνουμε καὶ ὅταν θὰ τὴν φᾶμε αὐτῇ ἔπειτα θὰ ἀποθάνουμε.
Ὁ Προφήτης μὲ ἐπιβλητικὴ φωνὴ τὴ χήρα σταματάει νὰ ἔχει πίστη στὸν Θεὸν στὴ χήρα ἀπαντάει.
- 171 -
Πὼς μὴν ἀπελπίζεσαι φτιάξε μικρὸ ψωμάκι φέρε νὰ φάω καὶ ἐγὼ ἀπὸ αὐτὸ λιγάκι.
Ἡ χήρα τότε ἄκουσε γι’ αὐτὴ μία προφητεία ὁ Κύριος τὴν εἶχε πεῖ εἰς τὸν Προφήτη Ἠλία.
Τὸ ἀλεύρι εἰς τὸν οἶκο σου πάντοτε θα ὑπάρχει καὶ ὁ καψάκης* τοῦ σπιτιοῦ πάντα λαδάκι θὰ 'χει.
Βροχὴ θὰ στείλει ὁ Θεὸς τὴ γῆ γιὰ νὰ ποτίσει
τ’ ἄκουσε καὶ στὸ σπίτι της ἡ χήρα εἶχε γυρίσει.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσε ἡ χήρα ἀπ’ τὸν Προφήτη μεγάλο θαῦμα ἔγινε εἰς τὸ δικό της σπίτι.
Εἴχανε τότε φαγητὰ ἔτρωγαν πρωὶ βράδυ καὶ ὁ καψάκης ἤτανε γεμάτος μὲ τὸ λάδι.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδενε στὸ σπίτι της ἡ χήρα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἦταν κακομοίρα.
Ἔκανε δῶρο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ φιλοξενία
δὲν ἤξερε στὸ σπίτι της ἔχει Προφήτη Ἠλία.
ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΑΙ∆Ι ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
Καὶ ὁ Θεὸς ὁ Ἅγιος τὴ χήρα θέλει νὰ ἀμείψει
καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία ἐκεῖ νὰ τῆς ἀποκαλύψει.
Μιὰ μέρα ποὺ βρισκότανε σπίτι της ὁ Προφήτης ἀῤῥώστησε καὶ ἀπέθανε ἔξαφνα τὸ παιδί της.
Μὴν τὸ κρατᾶς στὴν ἀγκαλιὰ τῆς εἶπε ὁ Προφήτης Καὶ τὸ παιδί της ἔβαλε ὁ Ἠλίας στὸ κρεβάτι
καὶ ἐπροσευχήθη στὸν Θεὸν μὲ πίστη θερμοτάτη.
* Καψάκης: δοχείο λαδιού.
- 172 -
Θεὸν ἐπαρακάλεσε ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψει
καὶ ὁ Θεὸς νεκρὸ παιδὶ νὰ ξαναζωναντέψει.
Σὰν τέλειωσε τὴ προσευχὴ ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα παιδίον ἐζωντάνεψε εἶχε γίνει τὸ θαῦμα.
Τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του ὡσὰν νὰ ἐκοιμόταν ἔζησε τότε στὴ ζωὴ χαρούμενο σὰν πρῶτα.
Ἡ χήρα γέμισε χαρὰ καὶ εἶπε στὸν Προφήτη ἐχάρηκε ποὺ ἄνθρωπο Θεοῦ ἔβαλε μὲς στὸ σπίτι.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΗΛΙΑ ΚΑΙ ΑΧΑΑΒ
Στὸ βασίλειον τοῦ Ἀχαὰβ ἔγινε ξηρασία καὶ ἀπὸ ἐτότε ἐπέρασε ἐκεῖ ἡ μιὰ τριετία.
Ἀῤῥώστησαν οἱ ἄνθρωποι τότε ἀπὸ τὴν πείνα δὲν εἴχανε νερὸ νὰ πιοῦν τὰ τρία χρόνια ἐκεῖνα.
Ἀῤῥώστιες ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ βρώση καὶ ἡ πόση ἀπελπισία θάνατος εἶχε ἐκεῖ φουντώσει.
Ὁ παντοδύναμος Θεὸς ποὺ ἔχει εὐσπλαχνία εἰς τὸν Προφήτη ἐντολὴ ἔδωσε κατ’ εὐθεία.
Νὰ πάει εἰς τὸν Ἀχαὰβ νὰ τοῦ εἰπεῖ εἰδήσεις ὅτι θὰ ἀνοίξει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ τὶς βρύσες.
Ἡ γῆ νὰ λάβει τὴ βροχὴ καὶ νὰ καρποφορήσει καὶ ὁ γεωργὸς χαρούμενος θὰ σπείρει θὰ θερίσει.
Ἄκουσε ἐντολὴ Θεοῦ χαρὰ εἶχε στὴν καρδία καὶ τότε στὴ Σαμάρεια ἐπῆγε κατ’ εὐθεία.
Τὸν βασιλέαν Ἀχαὰβ μὲ Ἀβδιοῦ τὸν οἰκονόμο
στὴν πόλη μέσα πρὶν νὰ μπεῖ συνήντησε στὸ δρόμο.
Ὁ βασιλέας ἔδινε Ἀβδιοῦ παραγγελία
καὶ ὁ Προφήτης ἄκουσε αὐτὴν τὴν ὁμιλία.
- 173 -
Ἔφιπποι ἦταν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἔρημο νὰ μποῦνε ἐκεῖνοι καὶ τὰ ἄλογα νὰ βρουν νερὸ νὰ πιοῦνε.
Ποὺ νὰ τὸ βροῦνε τὸ νερὸ ποὺ ἦταν ἀνομβρία; ὁ οὐρανὸς ἦταν κλειστὸς ἐτότες χρόνια τρία.
Ὅταν συνεννοήθηκαν Ἀβδιοῦ μὲ βασιλέα τοὺς εἶδε ποὺ ἐχώρησαν ἐνῶ ἤτανε παρέα.
Μοίραζαν τὴν περιοχὴ νερὸ ἀναζητοῦσαν
νὰ πιοῦν αὐτοὶ καὶ τὰ ἄλογα πάντοτε ἐδιψοῦσαν.
Ὁ Ἀβδιοῦ εἶχε εὐσέβεια μὰ καὶ φιλανθρωπία πολλοὺς ἀνθρώπους ἔσωσε μέσα ἀπ’ τὰ σφαγεῖα.
Ἡ Ἰεζάβελ σατανικὴ εἶχε τότε μανία
καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἔσφαζε σὰν ἐρίφια καὶ ἀρνία.
Καὶ τοὺς Προφήτας ἔσφαξε ἐτότες ἡ ἀθλία πίστευε ψεύτικους Θεοὺς στὴν εἰδωλολατρία.
Ὁ Ἀβδιοῦ στὸ δάσος προχωρεῖ μήπως ὑπάρχει βρύση νερὸ νὰ πιεῖ νὰ δροσιστεῖ τὴ δίψα του νὰ σβήσει.
Εἶδε ἕνα ἄνδρα σεβαστὸ στὸ βάδισμα μπροστά του καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του, τοῦ 'πὲ ἐρώτημα του.
Μήπως τοῦ εἶπε ἄνθρωπε εἶσαι ὁ Προφήτης Ἠλίας; μάλιστα τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος κατ’ εὐθεία.
Τοῦ εἶπε σὲ παρακαλῶ πήγαινε κατ’ εὐθεία στὸν Ἀχαὰβ πὼς τὸν ζητεῖ Προφήτης ὁ Ἠλίας.
Ἠρνήθη τότε ὁ Ἀβδιοῦ ἐντολὴ νὰ ἐφαρμόσει φοβήθηκε τὸν Ἀχαὰβ πὼς θὰ τὸν θανατώσει.
Μῆνες καὶ χρόνια ἐρευνᾷ νὰ βρεῖ νὰ σὲ σκοτώσει καὶ ὅταν τώρα σὲ ἰδεῖ ἐσὲ θὰ θανατώσει.
Ἀρνήθηκε πάλι ὁ Ἀβδιοῦ Προφήτης ἐπιμένει ὑπακοὴ κάνει ὁ Ἀβδιοῦ στὸν Ἀχαὰβ πηγαίνει.
- 174 -
Τοῦ εἶπε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία ὁ βασιλιὰς τὴν πρόσκληση ἐδέχθη κατ’ εὐθεία.
Καὶ ὅταν συναντήθηκαν μὲ τὸ θυμὸ στὸ στόμα πὼς διαστρέφεις Ἰσραὴλ Ἠλία τοῦ 'πε ἀκόμα.
Καὶ ὁ Προφήτης τοῦ ἀπαντᾷ ἐσὺ τὸν διαστρέφεις γιατὶ ἐπιβάλλεις στὸν λαὸν ὄχι αὐτὸ ποὺ πρέπει.
Ἀφήσατε Ἀληθινὸν Θεὸν ποὺ εἶναι ἡ ὀρθοδοξία καὶ προσκυνᾶτε εἴδωλα τὴν ψεύτικη θρησκεία.
Σὲ ἕνα ἀγώνα θαύματος νὰ ἀναμετρηθοῦμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Θεὸς ἐτότε θὰ τὸ δοῦμε.
Ὁ Ἀχαὰβ ἀπάντησε γεμάτος εἰρωνεία
πὼς δὲν φοβᾶται τίποτα εἶπε μὲ ὑπεροψία.
Σ’ ἀκούω λέγει ὁ βασιλιὰς εἰς τὸν Προφήτη Ἠλία τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Θεοῦ παραγγελία.
Μάζεψε ψευτοϊερεὶς ντροπῆς καὶ τῆς αἰσχύνης στὸ ὄρος τὸ Καρμήλιον ἐκεῖ νὰ διευθύνεις.
Καὶ τότε μαζεμένοι ἐκεῖ ποὺ θὰ προσευχηθοῦμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Θεὸς αὐτὸν νὰ προσκυνοῦμε.
Χίλιους διακόσους ἱερεῖς ὁ βασιλέας παίρνει στὸ ὄρος τὸ Καρμηλίον ἀμέσως ἀνεβαίνει.
ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΦΩΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Ὁ Ἅγιος στὸν βασιλιᾶ ἐμίλησε κατόπι
τοῦ εἶπε νὰ προσευχηθοῦν ὅλοι μαζὶ ἀνθρῶποι.
Στὸ τέλος θὰ προσευχηθῶ ἐγὼ μόνος δίχως παρέα· αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος στὸν Ἀχαὰβ τὸν βασιλέα.
- 175 -
Ἀπ’ τὸν Θεόν του καθένας μας θὰ τοῦ ζητήσει θαῦμα καὶ ὅποιος εἶν’ Ἀληθινὸς θὰ γίνει ἐν τῷ ἅμα.
Εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἐκάλεσε ὁ βασιλέας
στὸ ὄρος τὸ Καρμήλιον γιὰ προσευχὴ ὡραία.
Καὶ ὅταν ἐσυνάχθηκαν γιὰ νὰ προσευχηθοῦνε τότε μὲ αὐστηρότητα Προφήτη Ἠλία ἀκοῦνε.
Ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε καὶ ἀπὸ τὰ δυό σας πόδια
μιὰ μὲ τὸν Ἀληθινὸ Θεὸν καὶ ἄλλη μὲ ἀγάλματα βόδια;
Ἔσκυψαν τότε ὁ λαὸς ὅλη τὴν κεφαλήν τους
τὴν ἁμαρτίαν ἐσκέφθηκαν μὰ καὶ τὴν ἐνοχή τους.
Συγκεντρωθήκαμε ἐδῶ ἐμίλησε ὁ Προφήτης
καὶ ὅποιος εἶν’ ἀληθινὸς Θεὸς μὲ θαῦμα θὰ μᾶς δείξει.
Μόνος εἰς τὸ Καρμήλιον ὁ Ἠλίας Τοῦ ὁμίλει· αὐτοὶ ἤτανε στὸν ἀριθμὸ πάρα 50 χίλιοι.
Ὁ κόσμος ποὺ τὸν ἄκουγε προφήτη τὸν Ἠλία μὲ εἰδωλολάτρες ἔκανε τότε μιὰ συμφωνία.
Τοὺς εἶπε τὶ θὰ κάνουνε δυὸ βόδια θὰ σφαγοῦνε σὲ δυὸ θυσιαστήρια ἐκεῖ θὰ θυσιαστοῦνε.
Το ἕνα θὰ θυσιάσουνε στὸ Βάαλ τὸν Θεόν τους
τὸ ἄλλο στὸν Ἀληθινὸν Θεὸν Ἠλίας γιὰ ἑαυτόν του.
Εἰς τὸ θυσιαστήριον ξύλα συγκεντρωμένα σὲ δυὸ θὰ τὰ χωρίσουμε ξεχωριστὰ καθένα.
Μόνο θὰ προσευχόμαστε φωτιὰ δὲν θὰ ἀνάψει καὶ ὁ Ἀληθινὸς Θεὸς βόδι θὰ κατακαύσει.
Καὶ ὅποιος στείλει τὴ φωτιὰ ποὺ ὅλοι μας θὰ δοῦμε εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Θεὸς αὐτὸν νὰ προσκυνοῦμε.
Καὶ στὸ λαὸν ἄρεσε πολὺ καὶ ὅλη τὴν ὥρα ἐκείνη ὅτι σωστὰ καὶ δίκαια ὁ Ἅγιος προτείνει.
- 176 -
Ὁ Ἠλίας τότε ἐμίλησε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ ἀρχίσουνε πρῶτοι αὐτοὶ οἱ ἱερεῖς αἰσχύνης.
Τοῦ Βάαλ τότε οἱ ἱερεῖς ὅλοι συγκεντρωθῆκαν καὶ στὸ θυσιαστήριον σφαγμένο βόδι ἀφῆκαν.
Ἀπ’ τὸ πρωὶ προσεύχονται μέχρι τὸ μεσημέρι
ἐπάκουσον ἡμῶν Βάαλ ἐπάκουσον, ἀκοῦν σὲ ὅλα τὰ μέρη.
ΑΛΛΑ ΟΥΚ ΗΝ’ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΟΥΚ ΗΝ’ ΑΚΡΟΑΣΙΣ
Καὶ τότε εἰρωνευτικὰ τοὺς εἶπε ὁ Προφήτης φωνάξτε πιὸ δυνατὰ ἂν κοιμᾶται νὰ ξυπνήσει.
Φώναζαν ὡς τὸ δειλινὸ ἀπογοητευτῆκαν·
ἀφοῦ δὲν ἄκουγε κανεὶς καὶ αὐτοὶ ἐσταματῆσαν.
Σταμάτησαν προσεύχεται προφήτης ὁ Ἠλίας τὸν κοίταζαν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μὲ ἀγωνία.
Κάνει θυσιαστήριον δώδεκα πέτρες κτίζει καὶ τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ τὶς 12 θυμίζει.
Γύρω ἀπ’ τὸ θυσιαστήριο ἄνοιξε ἕνα λάκκο ἔπειτα τὶ ἀπέγινε συνέχεια πιὸ κάτω.
Τέσσερις κάδους μὲ νερὸ νὰ φέρουν διατάζει ξύλα ποὺ εἴχανε ἐκεῖ, νὰ βρέξουν τοὺς προστάζει.
Ὅταν ἔριξαν τὸ νερὸ εἶπε νὰ δευτερώσει
καὶ ὅταν ἐδευτέρωσαν τοὺς εἶπε νὰ τριτώσει.
Τὰ ξύλα ἐμουσκεύθηκαν νερὸ γεμίζει ὁ λάκκος καὶ τὸ θυσιαστήριον ἦταν νερὸ γεμάτο.
Οἱ ἄνθρωποι ἐγέλασαν πὼς μὲ βρεγμένα ξύλα θὰ ἀνάβανε μ’ αὐτὸ φωτιὰ ποὺ θένε ξερὰ ὅλα.
- 177 -