1η Ἀρετή,
Η ΠΙΣΤΗ
Εἰς τὸ Θεὸ δημιουργὸ νὰ ἔχομεν τὴν πίστη,
ἐπλασεν ἀνθρωπότητα κι ὁλόκληρη τὴν κτίση.
Εἶναι πατέρας στοργικὸς μὲ ἄπειρη ἀγάπη,
τὸν κόσμον ἔκανε σωστό, δίχως νὰ κάνει λάθη.
Ἐποίησε τὸν οὐρανὸ μὲ ἄπειρη σοφία,
εἶναι ἀνεξιχνίαστη ὅλη ἡ δημιουργία.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος βιβλίο ἔχει γράψει,
ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ πάρει νὰ διαβάσει.
Λέγεται «Ἑξαήμερος» ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου,
θεόπνευστη εἶναι ἡ γραφὴ τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
Σὲ ἕξι ἡμέρες ὁ Θεὸς μόνο ποὺ διατάσσει,
ὁ κόσμος δὲν ὑπῆρχε πρὶν κι ἔγινε ἡ πλάση.
Ὁ νοῦς μᾶς εἶναι ἀδύνατος, διὰ νὰ καταλάβει,
καὶ εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλει.
Πίστη μόνο χρειάζεται νἄχομεν στὸν Πατέρα,
πάντα νὰ Τὸν δοξάζουμε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Νὰ μιμηθοῦμε Ἀβραάμ, Μωϋσῆ καὶ Χαναναία
καὶ τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ τὴν προσευχὴν ὡραία.
Πίστη ζητοῦσε ὁ Χριστὸς προτοῦ τὰ θαύματὰ Του,
γιὰ νὰ πιστέψει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴ θεότητὰ Του.
Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, τὸν ἄνθρωπο νὰ σώσει,
ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τὸν ἐλευθερώσει.
Τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος ἔκανε ἁμαρτία,
ὁ Κύριος τὴν πλήρωσε μὲ σταυρικὴ θυσία.
Ὅμως ἂς μακαρίσομεν μητέρα Παναγία,
ποὺ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο δική μας σωτηρία.
Νάχομεν πίστη ζωντανὴ εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα
καὶ στὸν Υἱὸν Του, τὸ Χριστὸ καὶ Παναγία μητέρα.
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ποὺ εἶναι μία θεότης,
ὁ τρισυπόστατος Θεός, σωτὴρ τῆς ἀνθρωπότης.
Αὐτὴν τὴν πίστη νάχομεν ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία,
πίστη θερμὴ καὶ φλογερὴ δίχως ἀμφιβολία.
Νὰ προσευχόμεθα θερμὰ εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα,
μέρα - νύκτα τακτικὰ ὅλη τὴν ἑβδομάδα.
Νάχομεν πίστη ζωντανὴ μὲ ἔργα ζυμωμένη
κι ἔτσι ἡ συνείδηση θὰ ᾿ναι ἀναπαυμένη.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ ἔργα τοῦ τὴν πίστη του θὰ δείξει
καὶ τότε ἡ συνείδηση δὲ θὰ τὸν ἐνοχλήσει.
Ὅταν πεινάει ὁ πτωχὸς καὶ δὲν τὸν ἐλεήσει,
ἡ πίστις γίνεται νεκρά, δὲ θὰ τὸν ὠφελήσει.
Αὐτὸ τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος εἰς τὴν ἐπιστολή του,
εἶναι ὁ Ἀδελφόθεος, νἄχομεν τὴν εὐχή του.
2η Ἀρετή,
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ καὶ θαύματα τοῦ Κυρίου.
Τὴν προσευχὴν ὑπέδειξε πρῶτος ὁ Κύριός μας,
μᾶς ἔδειξε παράδειγμα ποὺ θέλει τὸ καλό μας.
Προσεύχεται ὡς ταπεινὸς εἰς τὸ Θεὸν Πατέρα,
ποὺ ἤτανε θεάνθρωπος σ᾿ ὅλη τὴν ἀτμοσφαίρα.
Ἀμέτρητα τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε στὴ ζωὴ Του,
ἀλλὰ προπορευότανε πάντα ἡ προσευχὴ Του.
Προσεύχεται στὴν ἔρημο, τὸ διάβολο νικάει,
ἐχθρὸς τόνε συμβούλευε πέτρα ψωμὶ νὰ φάει.
Νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐχθρὸ τὸν κάνει πέρα
καὶ ντροπιασμένος ἔφυγε κι ἔκλαιγε στὸν ἀγέρα.
Προσεύχεται στὸ Λάζαρο, νεκρὸ τὸν ἀνασταίνει,
ποὺ ἦταν μὲ τὰ σάβανα ἡ μέση του δεμένη.
Πέντε ψωμιὰ στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ δύο ψάρια
πέντε χιλιάδες χόρτασαν, γέροι καὶ παλικάρια.
Ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος, γιὰ νὰ ἐξιστορήσω,
θαύματα τοῦ Κυρίου μας· πῶς νὰ τὰ ἀριθμήσω;
Τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον γράφει τὰ θαύματὰ Του,
τὸ γράφουν Εὐαγγελιστὲς ποὺ ἤτανε κοντὰ Του.
Ἔφευγαν τὰ δαιμόνια μὲ μία προσταγὴ Του,
ποὺ παίδευαν τὸν ἄνθρωπο, σὰν ἤτανε μαζί του.
Προσεύχεται ὁ Κύριος πρὶν τὰ παθήματὰ Του,
Πατέρα Τοῦ παρακαλεῖ νὰ βρίσκεται κοντὰ Του.
Ὡσὰν Θεὸς ἐγνώριζε σταυρὸν καὶ θάνατὸν Του
ὡς λύτρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο δίνει τὸν ἑαυτὸ Του.
Γιὰ μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος, φιλανθρωπία τόση
ὑπέμεινε σκληρὸν σταυρὸν νὰ τὸν ἐλευθερώσει.
Δὲν τόκανε κανεὶς αὐτὸ σὰν τοῦ Χριστοῦ θυσία,
ἀνέλαβε στοὺς ὤμους Τοῦ δική μας τιμωρία.
Νὰ τὸν συναισθανόμαστε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε
κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε.
Ὁ Κύριος παράδειγμα γιὰ τὴν ἀχαριστία
δέκα λεπροὺς ὑπέδειξε, ποὺ εἶδαν θεραπεία.
Ἂς προσευχόμαστε κι ἐμεῖς μὲ τὸ παράδειγμὰ Του
καὶ νὰ δοξάζουμε πιστὰ τὴν ἁγιότητὰ Του.
Εἶναι πατέρας στοργικός, θέλει τὰ πλάσματὰ Του
ὡσὰν μητέρα στοργικὴ ὅλους στὴν ἀγκαλιὰ Του.
Καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν ἰδικὴ Τοῦ ἀγάπη,
πάντα στὸ νοῦ μᾶς νάχομε τὰ ἅγια Του Πάθη.
Τὸ Ἅγιὸν Του ὄνομα ἂς εἶναι δοξασμένο
σὲ ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τὸ τρισευλογημένο.
Σύ, παντογνώστα Κύριε, ποὺ ξέρεις τὴν καρδιά σας,
τ᾿ Ἅγιον Πνεῦμα στεῖλε μας νὰ βρίσκεται κοντά σας.
Ὅ,τι κι ἂν σοῦ προσφέρομεν κι ὅ,τι κι ἂν ποῦμε
ἐλέησέ μας Κύριε νὰ σὲ δοξολογοῦμεν.
3η Ἀρετὴ
Η ΕΛΠΙΔΑ
Τρεῖς εἲν᾿οἱ μεγάλες ἀρετές: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη,
ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς εἰς τὴ ζωή του νὰ ᾿χει.
Στὴν πίστη λίγα ἔγραψα καὶ τώρα ἡ γραφίδα;
γράφω ἐγὼ ὁ ἀμαθὴς δυὸ λόγια γιὰ ἐλπίδα.
Μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει
κι ἔτσι τὸ κάθε ἔργο του τότε ἀποφασίζει.
Μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ κάνει τὴν προσευχή του
κι εἶναι κύριο ἔργο του νὰ σώσει τὴν ψυχή του.
Ὁ ναύτης στὸν ὠκεανὸ φουρτοῦνα, σὰν ἀρχίζει,
ἔχει ἐλπίδα στὸ Θεό, ταξίδι συνεχίζει.
Ὁ ἄρρωστος στὸν πόνο του, ποὺ στὸ γιατρὸ πηγαίνει,
ἔχει ἐλπίδα στὸ Θεό, τὴν θεία χάρη παίρνει.
Καὶ ὁ γιατρὸς τὸν ἄρρωστο ποὺ τὸν περιποιᾶται,
σὰν ἔχει ἐλπίδα στὸ Θεό, ὑγείαν ἐγγυᾶται.
Ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα κι ἀκόμη τοὺς ἐμπόρους
μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ ψώνια πουλοῦν στοὺς δρόμους.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὁ γεωργός, τὰ κτήματά του σπέρνει,
καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλογεῖ, καὶ τοὺς καρπούς των παίρνει.
Ἡ ἐλπίδα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι περιουσία,
πάντα εἶναι χαρούμενος, δὲν ἔχει ἀπελπισία.
Μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ πᾶνε οἱ καλογῆροι
καὶ κατοικοῦν ἰσόβια μέσα στὸ μοναστῆρι.
Πηγαίνουνε στὴν ἔρημο, μόνοι νὰ κατοικοῦνε,
μὲ ἐλπίδα καὶ μὲ προσευχὴ κατὰ Θεὸ νὰ ζοῦνε.
Ὅταν ἐλπίζει ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ δὲ δειλιάζει,
ἔχει τὸ θάρρος στὸ Θεό, τίποτα δὲν τρομάζει.
Οἱ ἅγιοι εἰς τὸ Θεὸ εἶχαν ἐμπιστοσύνη,
δὲν προσκυνοῦσαν εἴδωλα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Βασάνιζαν τὸ σῶμα τους, τοὺς ἔκοψαν κομμάτια,
μὰ εἶχαν τὴν ἐλπίδα τους στοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Ἡ ἐλπίδα εἶναι ἀρετὴ ποὺ ὁ Θεὸς τὴ δίνει,
Ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ «ἐλπὶς οὐ καταισχύνει».
Χῆρες, πτωχοὶ καὶ ὀρφανὰ μὲ τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα
ζοῦνε σὰν ἔρημα πουλιά, σὰν πιάσει καταιγίδα.
Οἱ ἅγιοι κι ἥρωες μὲ τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα
ἤτανε πάντα νικητὲς στὴν πίστη, στὴν πατρίδα.
Πίστη καὶ ἐλπίδα στὴν ψυχὴ στὸ στόμα τοὺς τὸ ὄχι
νικοῦσαν πάντα τὸν ἐχθρὸ μ᾿ὅπλα καὶ ξιφολόχη.
Μὴ φοβηθεῖς τὸν ἄνθρωπο ποὺ στὸ Θεὸ ἐλπίζει,
εἶναι πουλὶ πετούμενο, ποὺ πάντα φτερουγίζει.
Καὶ τὰ πετούμενα πουλιά, ποὺ ὁ Θεὸς τὰ τρέφει,
ἐλπίδα ἔχουνε κι αὐτὰ καὶ σεργιανοῦν στὰ νέφη.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο νὰ ἔχουμε ἐλπίδα,
νὰ ἀξιωθοῦμε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ σὲ οὐράνια πατρίδα.
Τότε χαρᾶς στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζήσει τὴ ζωή του,
ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός, καὶ σώσει τὴν ψυχή του.
Θὰ εἶναι πάντα εὐτυχής, θὰ ᾿χεῖ χαρὰ μεγάλη,
θὰ ζεῖ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ εἰς τὴ ζωὴ τὴν ἄλλη.
Εὔχομαι ὁ ἁμαρτωλὸς ὅλους μας νὰ μᾶς σώσει
καὶ στὴν αἰώνιο ζωὴ νὰ μᾶς καταξιώσει.
4η Ἀρετὴ
Η ΑΓΑΠΗ
Θὰ γράψω ἕνα ποίημα νὰ λέγει γιὰ Ἀγάπη
ὁ ἴδιος νὰ μετανοῶ, ποὺ ῾μαὶ γεμάτος πάθη.
Εἶναι ἡ μόνη ἀρετὴ ἀπ᾿ ὅλες πιὸ μεγάλη,
ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς μὲς στὴν καρδιὰ νὰ βάλλει.
Μᾶς τὸ ῾πὲ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν πρώτη ἐντολὴ Του,
τὴν ἔδωσε στὸ Μωϋσῇ ποὺ μίλησε μαζὶ Του.
Νὰ ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας
καὶ πάντα θάχομε χαρὰ στὴν οἰκογένειά σας.
Ἐκεῖνος εἲν᾿ παράδειγμα, ὅλος εἶναι Ἀγάπη,
τὸν κόσμο ἐδημιούργησε καὶ δὲν ὑπάρχουν λάθη.
Μᾶς εἶπε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτόν μας
νὰ ἀγαπήσομε πολὺ σὰν σῶμα τὸ δικό μας.
Ὅταν πεινᾷ ἕνας πτωχὸς καὶ ὅταν ὑποφέρει,
ἂς τὸν ἐλεήσομεν μὲ τὸ δεξί μας χέρι.
Δὲ σῴζεται ὁ ἄνθρωπος, μόνο ὅταν πιστεύει,
νὰ εἶναι ἐλεήμονας κι ὄχι νὰ τσιγκουνεύει.
Ἀγάπη πάντα κήρυττε στὴ γῆ ὁ Κύριός μας
καὶ πρέπει νὰ τὸν ἔχομεν θεῖο διδάσκαλό μας.
Κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ ἐμᾶς, τὴ σωτηρία
ἀσπόρως ἐσαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία.
Στὴ γῆ ἦρθε Θεάνθρωπος ἀπὸ φιλανθρωπία,
γιὰ νὰ ξεπλύνει τοῦ Ἀδὰμ τὴν πρώτη ἁμαρτία.
Ἔδειξε εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπέραντη ἀγάπη,
Ἀδὰμ καὶ Εὔα νὰ σβηστοῦν τοῦ παραδείσου λάθη.
Δὲ βρέθηκε οὔτε θὰ βρεθεῖ ποτὲ τέτοια θυσία,
νὰ θυσιάσει ἑαυτὸν γιὰ ξένη ἁμαρτία.
Ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο δίνει τὸν ἑαυτὸν Του
κι ἐπάνω εἰς τὸ Γολγοθὰ σηκώνει τὸν σταυρὸν Του.
Τὸν πόνο καὶ τὰ βάσανα ποῖος νὰ τὰ περιγράψει;
Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ πρέπει πολὺ νὰ κλάψει.
Γιατὶ εἶναι ἀπερίγραπτα Θεῖα Χριστοῦ τὰ Πάθη,
ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα Του γιὰ τὰ δικά σας λάθη.
Ποῦ ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος νὰ σταυρωθεῖ ἐκεῖνος
κι ὄχι ὁ ἀναμάρτητος ὁ μυρωμένος κρίνος.
Γὶ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τὴ σταύρωση σὰν δοῦμε,
θὰ πρέπει μὲ συγκίνηση νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε.
Ὅμως μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ πρέπει εὐχαριστία,
νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ εἰς τὴν Παναγία.
Τὸν εἶδε ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ ἤτανε θλιμμένη,
γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ἀπέραντη στὸν ἄνθρωπο εἲν᾿ τοῦ Θεοῦ ἀγάπη,
ποὺ αἰωνίως σβήνουνε τῆς ἁμαρτίας λάθη.
Δὲν εἶναι μόνο του Ἀδὰμ ἡ πρώτη ἁμαρτία,
τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινο ἐβρῆκε σωτηρία.
Θεὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο τὶς θεῖες ἐντολές Του,
νὰ κάνομεν ὑπακοὴ εἰς τὶς διαταγές Του.
Καὶ πάλιν, ὅταν σφάλουμε, ποτὲ δὲ μᾶς ξεχνάει
καὶ σὰν μητέρα στοργικὴ τὸ σπλάχνο τῆς πονάει.
Ἕνα ζητὰ ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο, ἐλεύθερα νὰ ζήσει,
γιὰ ὅλα του τὰ σφάλματα ὅταν μετανοήσει.
Μεγάλη ἡ μετάνοια ἄνθρωπος σὰν θελήσει,
θὰ φύγει ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ κι ἐλεύθερος νὰ ζήσει.
Δυὸ εἶναι τὰ μυστήρια ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία,
εἶναι ἡ Ἐξομολόγησις καὶ ἡ Θεία Εὐχαριστία.
Ὅταν εἰς τὸν πνευματικὸν ποῦμε τὰ κρίματά σας,
διάβολος τότε χάνεται κι ᾿ναὶ ὁ Χριστὸς κοντά σας.
Ἄνθρωπος καθαρίζεται μὲ τοῦ Χριστοῦ τὸ αἷμα,
σὰν δοκιμάσει θὰ τὸ δεῖ ὅτι δὲν εἶναι ψέμα.
Κι ὅταν ἐξομολογηθεῖ μὰ καὶ μετανοήσει,
εὐτυχισμένος πάντοτε μὲ τὸ Θεὸ θὰ ζήσει.
Γιὰ τὴν Ἀγάπη ὅλα μιλοῦν τὰ Ἱερὰ Βιβλία,
ποὺ μᾶς διδάσκει πάντοτε μητέρα Ἐκκλησία.
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ εἴμαστε πλάσματὰ Του,
ποὺ πάντοτε μᾶς ἀγαπᾷ τὰ ἁμαρτωλὰ παιδιὰ Του.
Γιὰ σκέψου πῶς τὸν ἄσωτο ποὺ ζοῦσε σ᾿ ἄλλα μέρη
στὴν πατρικὴ ἀγκάλη Του μὲ ἀγάπη ἔχει φέρει.
Ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς κατὰ Θεὸν νὰ ζοῦμε·
εἶναι πατέρας στοργικός, ὅταν μετανοοῦμε.
Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, μᾶς δέχεται καὶ πάλι
γνωρίζει ἀδυναμίες μας, ὁ ἄνθρωπος πῶς σφάλλει.
Γὶ αὐτὸ μὴν τὸν πικραίνουμε μὲ κάθε ἁμαρτία,
ποὺ εἶναι τὸ χειρότερο ἡ ἀμετανοησία.
Σὲ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, Οὐράνιε Πατέρα,
φροντίζεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο πάντοτε νύκτα μέρα.
Εἶναι ἀνεξιχνίαστη Θεοῦ ἡ καλοσύνη,
στὸν ἄνθρωπο τὸ πλάσμα Του ποὺ μέρα νύκτα δίνει.
Ἐμεῖς ὅμως τὶ κάνομε; Ἔχομε τὴν Ἀγάπη ἢ
θέλομεν νὰ διορθώσομε τὰ ἰδικὰ μᾶς λάθη;
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ θὰ εἴμαστε κοντὰ Του,
νὰ κάνομε ὑπακοὴ εἰς τὰ θελήματὰ Του.
Νὰ ἔχομε ταπείνωση, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη
καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα τὰ ἰδικὰ μᾶς πάθη.
Νὰ κόψουμε τὰ πάθη μας, ποὺ εἴμαστε γεμάτοι,
νὰ φύγουν τὰ ζιζάνια, νὰ μένει ἡ ἀγάπη.
Εὔκολες εἶναι οἱ ἐντολές, ποὺ δίνει ὁ Θεός μας,
εἶναι πατέρας εὔσπλαχνος καὶ θέλει τὸ καλό μας.
Μὴν ἔχομε ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ὁ ἐχθρός μας,
μᾶς δίνει περηφάνια ὁ διάβολος ἐχθρός μας.
Εἶναι ὁ ἄσπονδος κι ἔχει τὴν κακία
καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο πάντα στὴν ἁμαρτία.
Γὶ αὐτὸ ποτὲ μὴ δίνουμε σ᾿ αὐτὸν τὴ σημασία,
ν᾿ ἀκοῦμε πάντοτε ἐμεῖς Μητέρα Ἐκκλησία.
Σὰν ἔχει ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαρὰ μεγάλη,
ποὺ τὴν ἐδώρησε ὁ Θεός, στὸν κόσμον δὲν εἲν᾿ ἄλλη.
Ἀγάπη μὲ ταπείνωση καὶ ἐλεημοσύνη
χαρὰ σὲ κείνη τὴν ψυχὴ ποὺ ὅλη μέρα δίνει.
Ὅλα ὅσα κι ἂν ἔχομε, σὰν λείπει ἡ ἀγάπη,
δὲ θὰ ῾χομε ποτὲ χαρὰ καὶ τὴν ψυχὴ γεμάτη.
Παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ποὺ ἔχει καλοσύνη,
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν κι ἀγάπη νὰ μᾶς δίνει.
Ἂς κάνουμε μιὰ προσευχὴ καὶ εἰς τὴν Παναγία,
νὰ μᾶς χαρίζει πάντοτε τὴν ψυχικὴν ὑγεία.
5η Ἀρετὴ
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ μετὰ ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη
ἔρχεται ἡ ταπείνωση ποὺ διορθώνει λάθη.
Τὴν ἀρετὴ ταπείνωση τὴν ἔχει ὁ Κύριός μας,
νὰ πάρομε παράδειγμα ποὺ ᾿ ναὶ Δημιουργός μας.
Εἶναι Θεὸς καὶ Ἄνθρωπος, ἔκανε θαύματὰ Του,
ἀπέφευγε τὸν ἔπαινο νὰ λένε ἐμπροστὰ Του.
Ἀρρώστους ἔκανε καλὰ μὰ καὶ δαιμονισμένους,
χρόνια τους εἶχε ὁ σατανᾶς πολὺ τυραννισμένους.
Ὅταν τοὺς ἐθεράπευε, γινότανε τὸ θαῦμα,
ἀπὸ τὸν ὄχλο ἔφευγε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Δὲν εἶχε τὸν ἐγωισμὸ οὔτε τὴ φαντασία,
εἶχε ἀγάπη ἀπέραντη καὶ θεία εὐσπλαχνία.
Ἐγὼ εἶμαι ἕνα μηδέν, Θεό μου νὰ ἐπαινέσω
καὶ ἀμαθὴς κι ἀγράμματος μὴ Τὸν στεναχωρέσω.
Νὰ πάρουμε ἕνα μάθημα μὲ τὸ παράδειγμὰ Του,
νὰ ἔχομε κατὰ δύναμη τὴν ταπεινότητὰ Του.
Θεὸς εἶναι ἀπερίγραπτος μὲ ἄναρχο Βασιλεία,
νὰ προσκυνοῦμε πάντοτε Τριάδα τὴν Ἁγία.
Ταπείνωση θεάρεστη εἶχε κι ἡ Παναγία
κι ἔτσι μετὰ ἀπὸ Θεὸν ἔχει τὰ Δευτερεία.
Ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους παίρνουμε τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη,
ποὺ ἔδειξε ταπείνωση στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη.
Τοῦ ζήτησε ὁ Κύριος, διὰ νὰ Τὸν ἐβαπτίσει,
κι ἔτρεμε τὸ χέρι τοῦ κεφάλι Τοῦ ν᾿ ἀγγίξει.
Ἐπῆρε τὴν ταπείνωση ἀπὸ διδάσκαλό του,
δὲ θέλησε νὰ ᾿ ναὶ νονὸς εἰς τὸ Δημιουργό του.
Χριστὸς ἀπὸ ταπείνωση ἐμπῆκε εἰς τὸ ποτάμι
καὶ δέχτηκε τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.
Μεγάλη ἡ ταπείνωση τὸν ἄνθρωπο ὑψώνει
ἐνῷ ἡ ὑπερηφάνια τόνε καταρρακώνει.
Ταπείνωση εἶχαν πολλὴ κι Ἅγιοι Ἀποστόλοι,
οἱ μάρτυρες ἀμφότεροι κι οἱ Πατέρες ὅλοι.
Στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὁ Κύριος μας
Τελώνου τὴν παραβολὴ διὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Τελώνης ἣν στὴ μιὰ πλευρὰ κι ἄλλος Φαρισαῖος,
ἐνόμιζε στὴν προσευχὴ πῶς ἤτανε σπουδαῖος.
Εἶχε ὑπερηφάνια, Τελώνη κατακρίνει
δὲν εἶχε τὴν ταπείνωση, εἶχε ὑψηλοφροσύνη.
Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχή, ἦρθε ἡ σειρὰ Τελώνη,
μὲ δυὸ λέξεις ταπεινὲς τὴν προσευχὴ τελειώνει.
Αὐτὸν ἐτίμησε ὁ Θεός, ποὺ ῾χὲ ταπεινοσύνη
κι ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε γεμάτος καταισχύνη.
Μεγάλη ἡ ταπείνωση, χαρᾶς τὸν ποὺ τὴν ἔχει,
τὸν ταπεινὸ τὸν ἄνθρωπο Θεὸς τόνε προσέχει.
Οἱ Ἅγιοι στὴν ἔρημο ἀπὸ ταπεινοσύνη
ἑκατοικοῦσαν στὶς σπηλιὲς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἔπαιρναν ἀπ᾿ τὸν Κύριο θεῖο παράδειγμὰ Του,
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ τοῦ βίου Του καὶ τὰ παθήματὰ Του.
Ἔβλεπαν πάνω στὸ σταυρὸ ζωὴ νὰ θυσιάζει
τὸν κτίστη καὶ δημιουργὸ ποὺ τὰ πάντα ἐξουσιάζει.
Ἔδωσε ἕνα μάθημα σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα·
ἀγάπη καὶ ταπείνωση προσφέρουν τὴν πραότητα.
Γὶ αὐτὸ κι ἐμεῖς ταπείνωση πάντοτε νὰ ζητοῦμε,
ποὺ ᾿ ναὶ ἀρετὴ θεάρεστη στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ ζοῦμε.
Καὶ τὴν ὑπερηφάνια μὴ θέλουμε καθόλου,
διότι εἶναι ἐφεύρεση τοῦ σατανᾶ διαβόλου.
Πρῶτα ἦταν ἄγγελος κι ἔκανε ἀνταρσία
καὶ ἤθελε σὰν τὸ Θεὸ νὰ ἔχει ἐξουσία.
Τὸν εἶδε τότε ὁ Κύριος πῶς ἔγινε ἀντάρτης
κι ἀπὸ ἄγγελος φωτοειδῆς ἔγινε λιποτάκτης.
Ἔπεσε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ καὶ βρέθηκε στὸν Ἅδη
καὶ ἀπὸ φῶς οὐράνιο βρέθηκε στὸ σκοτάδι.
Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ σκοτεινὸ τὸν τόπο
ἐφθόνησε ὁ πονηρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ διώχνει τὴν ταπείνωση, πάσχει ἡ ἀνθρωπότης,
ἔπεσε ἀπὸ ἐγωισμὸ στὴ θέση του τὴν πρώτη.
Καὶ θέλει καὶ τὸν ἄνθρωπο νὰ τόνε παρασύρει,
μὲ τὴν ὑπερηφάνια νὰ τὸν διεγείρει.
Μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη νὰ τὸν περιφρονοῦμε
καὶ προσευχὴ εἰς τὸ Θεὸν μὲ πίστη νὰ ζητοῦμε.
Καὶ ὁ πανάγαθος Θεός, ποὺ ᾿ μαστε πλάσματὰ Του,
μᾶς ἀγαπᾷ καὶ θὰ ῾μαστε μέσα στὴν ἀγκαλιά του.
Νὰ τοῦ ζητοῦμε πάντοτε τὴν ταπεινοφροσύνη,
εἶναι πατέρας σπλαχνικός, ἀμέσως μᾶς τὴ δίνει.
Αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον μας, ψυχῆς μᾶς σωτηρία,
ὑπακοὴ εἰς τὸ Θεὸ δίχως ἀντιλογία.
Παρακαλοῦμε τὸ Θεό, Μητέρα Παναγία
νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας στὴν Ἄνω Βασιλεία.
6η Ἀρετὴ
Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
Ποτὲ μὴν κατακρίνομε ἐμεῖς τὸν ἀδελφό μας,
μόνο νὰ κατακρίνομε πάντα τὸν ἑαυτό μας.
Καμῆλα τὴν καμπούρα της δὲ βλέπει τὴ δική της,
τὸν ἑαυτὸ τῆς λησμονὰ καὶ βλέπει στὸ παιδί της.
Λέμε τὸν ἄλλον ἁμαρτωλὸ καὶ κεῖνος ἣν ἀθῷος,
γιατὶ ἐμετανόησε καὶ τώρα εἶναι σῶος.
Σὰν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν τὸν κατακρίνεις,
θὰ μᾶς κρίνει ὁ Θεὸς καὶ μὲ δικαιοσύνη.
Σὰν ἁμαρτάνει ὁ χριστιανός, νὰ θὲς νὰ τόνε σώσεις,
ἀγάπη δεῖξε τοῦ πολὺ νὰ τόνε διορθώσεις.
Πλησίασε τὸν στοργικὰ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη
καὶ πές του ἡ μετάνοια πῶς διορθώνει λάθη.
Ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι τραυματισμένος
καὶ θέλει ἰατρὸ καλὸ νάναι θεραπευμένος.
Πές του γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἦρθε ὁ Χριστὸς νὰ σώσει
κι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους νὰ τοὺς ἐλευθερώσει.
Ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο, νὰ πάει σὲ ἐκκλησία,
νὰ βρεῖ καλὸ πνευματικό, νὰ πεῖ τὴν ἁμαρτία.
Τὶς ἁμαρτίες ὅταν πεῖ ἀπ᾿ τὰ δικά του χείλη,
θὰ τοῦ τὶς σβήσει ὁ Χριστὸς κάτω ἀπὸ τὸ πετραχῆλι.
Τὴν πράξη αὐτὴ σὰν κάνομε διὰ τὸν ἀδελφό μας,
θὰ κάνουμε διπλὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μας.
Θὰ σώσουμε μία ψυχὴ ποὺ ῾τᾶν στὴν ἁμαρτία,
ἐφόσον ἡ κατάκριση εἶναι μνησικακία.
Δὲ διορθώνονται ποτὲ τὰ λάθη κι ἡ κακία,
μόνο μὲ ἐξομολογήση φεύγει ἡ ἁμαρτία.
Ἂς πᾶμε στὸν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθοῦμε
καὶ τότε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλοι μας θὰ σωθοῦμε.
7η Ἀρετὴ
Η ΥΠΟΜΟΝΗ
Εἶναι καὶ ἡ ὑπομονὴ μιὰ ἀρετὴ μεγάλη,
τὸν ἄνθρωπο τὸν βοηθᾷ εἰς τῆς ζωῆς τὴν πάλη.
Εἶν᾿ ἀρετή, γιὰ νὰ τὴν βρεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὴ ζήσεις,
θέλει ἀγῶνα ἀρκετό, γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις.
Ἀντίθετα ὑπομονῆς εἶναι ἡ ἀγωνία,
ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο εἰς τὴν ἀπελπισία.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπομονὴ εἰς τὴ ζωήν του νὰ ῾χεῖ
καὶ νὰ ὑπομένει πάντοτε ὅ,τι κι ἂν τοῦ λάχει.
Ἂς πάρουμε παράδειγμα ἀπὸ τὸν Κύριό μας,
τὶ πέρασε, γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ γένος τὸ δικό μας.
Εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ἄνθρωπος ἐγίνη,
τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ μὲ αἷμα νὰ ξεπλύνει.
Ἐπείνασεν, ἐδίψασε κι ἔγινε θυσία,
γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἐπάνω εἰς τὸ Γολγοθὰ ἔχυσε θεῖον αἷμα,
ὑπέμεινε, ὑπέφερε, γιὰ πρωτοπλάστου πταῖσμα.
Ὑπέμεινε, τοῦ ἔβαλαν ἀκάνθινο στεφάνι,
τὸ Ἅγιον Σῶμα κάρφωναν κακοῦργοι μὲ σκερπάνι.
Ὑπέμεινε εἰς τὸ σταυρὸ τὴν ὥρα ποὺ διψοῦσε,
ψυχὲς νὰ σώσει θέλησε ποὺ Ἅδης ἐκρατοῦσε.
Τὸν ἔβριζαν, Τὸν ἔφτυναν οἱ ἄνομοι τριγύρω
στὸν ἄραφο χιτῶνα Του κι ἐκεῖ ἔβαλαν κλῆρο.
Εἶναι φρικτὰ κι ἀμέτρητα Κυρίου μᾶς τὰ Πάθη,
ποὺ εἶχε τὴν ὑπομονὴ γιὰ τὰ δικά σας λάθη.
Τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο τὸν εἶχαν ἐξορία
καὶ τότε τὸν λυπήθηκε βασίλισσα κυρία.
Συμπόνεσε τὸν Ἅγιο ἀπὸ φιλανθρωπία,
ποὺ πέθανε στὸν Καύκασο ἀπὸ ταλαιπωρία.
Συγκίνησε τὸν Ἅγιο, ποὺ τοῦ ῾χὲ στείλει γράμμα,
κι ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἐξήγησε τὸ πρᾶγμα.
Ἔγραψε στὴ βασίλισσα, νὰ ξέρει καὶ νὰ μάθει,
νὰ σκέφτεται στὸ Γολγοθὰ τοῦ Ἰησοῦ τὰ Πάθη.
Πῶς ἤτανε φρικτότερα ἀπὸ τὰ ἰδικά του,
μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ νὰ σώσει τὰ παιδιὰ Του.
Μὰ ἔκανε ὑπομονὴ κι Παναγία μητέρα,
γιατὶ θυσία ἔκανε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Ἐγέννησε στὸ Σπήλαιο Θεὸν τὸν Κύριό μας
κι ἔγινε Θεάνθρωπος γιὰ τὸ καλὸ δικό μας.
Χριστός μας, σὰν γεννήθηκε, ὁ βασιλιὰς Ἡρῴδης
ἀμέσως ἐταράχθηκε, ἔγινε θηριώδης.
Ξέρομε τὴ συνέχεια, τὴ λέγει ἡ Ἐκκλησία,
μὰ ἔδειξε ὑπομονὴ πολλὴ ἡ Παναγία.
Φεύγει ὁ θεῖος Ἰωσήφ, Μαρία καὶ παιδίον,
πηγαίνουνε στὴν Αἴγυπτο τὴ νύκτα μὲς στὸ κρύο.
Στὴν ἐκκλησία ἔφτασε, γιὰ νὰ σαραντίσει,
στὸ θεοδόχο Συμεὼν Θεὸ νὰ εὐλογήσει.
Ἡ Παναγία ἔκανε ὑπομονὴ ἀκόμα,
τὸν Κύριο ἐφτύνανε οἱ ἀσεβεῖς στὸ σῶμα.
Ἀλλὰ τὸ κατακόρυφο ποὺ ῾χὲ ἡ ὑπομονή της,
σὰν βρέθηκε στὸ Γολγοθά, καὶ εἶδε τὸ παιδί της.
Πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ σκληρὴ ἡ τιμωρία,
γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Εἴχανε τὴν ὑπομονὴ κι ἅγιοι ἀποστόλοι,
ἐκήρυτταν πίστη Χριστοῦ σὲ οἰκουμένη ὅλη.
Ὑπομονὴ μᾶς δίδαξεν ὁ ἀπόστολος ὁ Παῦλος,
ποὺ ἔγραψε ἐπιστολὲς ὅσο κανένας ἄλλος.
Ὑπέμενε στὸ βίο τοῦ πολλὲς δοκιμασίες,
πεῖνα, ἐξορία, βάσανα καὶ ἄλλες κακουχίες.
Τὰ γράφει στὶς ἐπιστολές, ὁ κόσμος νὰ τὰ μάθει,
εἶχε μεγάλα βάσανα καὶ πειρασμοὺς καὶ πάθη.
Μὰ κι οἱ μεγαλομάρτυρες ὑπέφεραν γενναία
καὶ ὅλα τὰ μαρτύρια ὑπέμειναν ὡραῖα.
Ποιὸν νὰ πρωτοθαυμάσουμε γιὰ τὴν ὑπομονή του,
νὰ ποῦμε λίγα γιὰ Ἰώβ, ποία ἦταν ἡ ζωή του.
Ἐκεῖ ἔβαλε ὁ σατανᾶς ὅλα τὰ δυνατά του,
μὰ τὸν ἐνίκησε ὁ Ἰὼβ μὲ γενναιότητά του.
Ψόφησαν τὰ πρόβατα, τοῦ εἶπαν νὰ τὸ ξέρει
κι ἔμειναν οἱ τσοπάνηδες μὲ τὸ ραβδὶ στὸ χέρι.
Τὴν ἄλλη μέρα ἔμαθε πῶς ψόφησαν τὰ βόδια,
ἐκεῖ ποὺ ἤτανε καλὰ κόκκινα σὰν τὰ ρόδια.
Μιὰ μέρα ὅλα τὰ παιδιὰ ἔτρωγαν μαζεμένα,
τὰ πλάκωσε ὅλα ἡ σκεπή, δὲν ἄφησε κανένα.
Σὰν ἔμαθε τὸ γεγονὸς αὐτὸ γιὰ τὰ παιδιά του,
τὴν προσευχή του στὸ Θεὸ κάνει μὲ τὴν καρδιά του.
Ὑπέμεινε καρτερικὰ Θεοῦ δοκιμασία,
ποὺ τὰ παιδιὰ τοῦ ἔχασε καὶ τὴν περιουσία.
Ὁ Κύριος τὰ ἔδωσε, ὁ ἴδιος τὰ ῾χεῖ πάρει
ἔλεγε μὲ ὑπομονή, Θεοῦ εἶχε τὴ χάρη.
Ἀκόμα ἤθελε ὁ ἐχθρὸς νὰ τόνε βασανίσει
καὶ τὴν ὑπομονὴ Ἰὼβ αὐτὸς νὰ τὴ νικήσει.
Ὅμως δὲν τὴν ἐνίκησε ὁ σατανᾶς τελείως,
τὸν νίκησε μὲ ὑπομονὴ καὶ φάνηκε γελοῖος.
Τοῦ ᾿δῶσε κι ἄλλο πειρασμό, ἦταν ὁ τελευταῖος,
μὰ τὸν ἐνίκησε ὁ Ἰὼβ καὶ φάνηκε γενναῖος.
Ἐλέπριασε τὸ σῶμα του μὲ ὄστρακο, τὸ ξύνει,
πόνους πολλοὺς ὑπέφερε βάσανα καὶ ὀδύνη.
Τότε ἀπομονώνεται στὴν κοπριὰ καθίζει
καὶ ἡ ἀσεβὴς γυναῖκα του σὰν φίδι τὸν κεντρίζει.
Τοῦ ἔλεγε ἡ ἄμυαλη Θεὸ νὰ βλαστημήσει
καὶ τότε ποὺ στὸ τέλος τοῦ ἦταν νὰ ξεψυχήσει.
Τότε ὁ Ἰὼβ ἠθέλησε νὰ τὴν ἀποστομώσει,
τῆς εἶπε πῶς σὰν ἄφρονη ἀπάντηση εἶχε δώσει.
Τῆς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς τόσα καλά τους εἶχε δώσει
κι ὅτι αὐτὸς τὴν πίστη του δὲ θέλει νὰ λερώσει.
Τὸν τίμησε ὁ Κύριος γιὰ τὴν ὑπομονή του,
παιδιὰ καὶ πλούτη τοῦ ᾿ δῶσε κατόπιν στὴ ζωή του.
Ἐνίκησε τὸ διάβολο μὲ τὴν ὑπομονή του,
γιατὶ εἶχε παντοδύναμο πάντα Θεὸν μαζί του.
Τὸ Μέγα Σάββατο πρωὶ λέγει τὴν προφητεία
γιὰ τοῦ Ἰὼβ ὑπομονὴ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία.
Ἔχομε χρέος οἱ πιστοὶ λόγια Χριστοῦ ν᾿ ἀκοῦμε,
ἂν θέμε στὴν αἰώνια ζωὴ νὰ κατοικοῦμε.
Σύ, Κύριε, ἀπὸ ψηλὰ φώτιζε τὴν καρδιά σας
νὰ σὲ δοξάζουμε πιστῶς μὲ τὴ διάνοιά σας.
Σὺ δίνε μᾶς ὑπομονὴ στὴ γῆ ἐδῶ ποὺ ζοῦμε,
ὅ,τι μᾶς στέλνεις στὴ ζωὴ νὰ σὲ εὐχαριστοῦμε.
Τὸ ὄνομά σου, Κύριε, νὰ εἶναι δοξασμένο
στὸν οὐρανὸ καὶ εἰς τὴ γῆ τὸ τρισευλογημένο.
8η Ἀρετὴ
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Μεγάλη ἡ μετάνοια· ὅποιος τὴν ἐφαρμόσει
εἶναι ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴ θὰ σώσει.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς ὅσο καιρὸ κι ἂν ζήσει
οἱ ἁμαρτίες σβήνουνε, ὅταν μετανοήσει.
Ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς εἰς τοὺς ἀνθρώπους εἶπε:
῾ἂν ἁμαρτίες κάνετε, τότε μετανοεῖτε.῾
Ποῖος εἶναι ἀναμάρτητος; Μόνο ὁ Κύριος μας,
ὁ σπλαχνικὸς Πατέρας μας καὶ Ἰησοῦς Χριστός μας.
Ἔχει τὴν προπατορικὴ ἄνθρωπος ἁμαρτία,
ἀκόμη κι ἂν στὴ ζωὴ ἔχει ἡμέρα μία.
Γὶ αὐτό, σὰν γεννηθεῖ παιδὶ κι ἀμέσως ἀρρωστήσει,
πρώτη δουλειὰ εἰς τοὺς γονεῖς εἶναι νὰ τὸ βαπτίσει.
Ἔχει τὴν προπατορικὴ ἐπάνω του ἁμαρτία
καὶ πρέπει νὰ συγχωρεθεῖ μὲ βάπτιση ἁγία.
Σὰν μεγαλώσει τὸ παιδὶ κι ἔρθει σὲ ἡλικία,
χρειάζεται κατήχηση μὴν πέσει σὲ ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος τὸν ἄνθρωπο στὴ γῆ τὸν ἔχει πλάσει
νὰ ῾χεῖ ἐλευθερία του καὶ νὰ τοῦ ὁμοιάσει.
Σὰν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, χάνει ἐλευθερία
καὶ τότες δοῦλος γίνεται σὲ κάθε ἁμαρτία.
Ὑπάρχει ὅμως φάρμακο, σὰν ἄνθρωπος θελήσει,
ν᾿ ἀκούσει ἐντολὴ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοήσει.
Ὤ! Εὔσπλαχνε Θεέ, θέλεις τὰ πλάσματὰ Σου
νὰ ζήσουνε παντοτινὰ αἰώνια κοντὰ Σου.
Ὁ Κύριος μας καὶ Θεὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία
τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ μισεῖ εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Ἀπὸ ἀγάπη ὁ Θεὸς ποιεῖ δημιουργία
κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει ἐξουσία.
Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἔπλασε ἀπὸ φιλανθρωπία
καὶ ἦταν στὸν παράδεισο Θεοῦ τὴν προστασία.
Τοὺς φθόνησε ὁ διάβολος ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πέσει
ἀπὸ ὑπερηφάνια ἔπεσε ἀπ᾿ τὰ νέφη.
Ἔγινε ὄφις πονηρὸς καὶ μίλησε στὴν Εὔα
τῆς ἔλεγε στὴν ἀκοὴ Θεοῦ τὸ νόμο, φεῦγα.
Ἡ Εὔα πῆγε στὸν Ἀδὰμ καὶ τόνε καταφέρνει,
τὸ μῆλο ἔφαγαν κι δυὸ ποὺ ἁμαρτία φέρνει.
Ὅταν τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, ἔδωσε ἐντολὴ Του
νὰ ζήσουν στὸν παράδεισο κατὰ διαταγὴ Του.
Νὰ τρῶνε ὅλους τοὺς καρποὺς ποὺ ῾χὲ τὸ περιβόλι
ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὴ φᾶν᾿ εἰς τὴ ζωὴ τοὺς ὅλη.
Ἀδὰμ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἄπ᾿ τὸ Θεὸν πατέρα,
ποὺ σὰν γονιὸς μὲ τὸ παιδὶ μιλοῦσε κάθε μέρα.
Καὶ ὁ Ἀδὰμ ἐκρύφτηκε γιὰ τὴν παρακοή του,
ἡ ἁμαρτία τοῦ ἔδωσε γιὰ δῶρο τὴ ντροπή του.
Πάλι τοῦ λέγει ὁ Θεός: ῾Ἀδὰμ γιατὶ τόση φοβία;
Μὴν ἔκανες παρακοὴ ποὺ εἶναι ἁμαρτία;῾
Δὲ μετανόησε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὴν ἀνταρσία,
ἔβαλε τὴ γυναῖκα του πῶς εἶναι ἡ αἰτία.
Καλεῖ τὴν Εὔα ὁ Θεὸς κι αὐτὸς τὴν ἐρωτάει
γιατὶ δικὴ Του ἐντολὴ αὐτὴ δὲν τὴν κρατάει.
Ἡ Εὔα τοῦ ἀπάντησε, ὁ ὄφις εἶναι ἡ αἰτία,
τὴν πλάνεψε κι ἔπεσαν κι δυὸ στὴν ἁμαρτία.
Τὸν ὄφι δὲν τὸν ρώτησε ὁ Κύριος καθόλου,
γιατὶ εἶναι ὑπερήφανο τὸ γένος τοῦ διαβόλου.
Ἔκανε δίκη ὁ Θεὸς καὶ μὲ σοφία ὅλη
βγάζει τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Τότε ἡ Εὔα κι ὁ Ἀδὰμ ἔκλαιγαν κάθε μέρα,
γιατὶ ἀπέρριψαν κι οἱ δυὸ τὴν ἐντολὴ Πατέρα.
Αὐτὰ εἶν᾿ τ᾿ ἀποτελέσματα ποὺ φέρνουνε ἁμαρτία
ὁ ἄνθρωπος, τὸ πλάσμα Του, ποὺ ἔκανε ἀνταρσία.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο γιὰ τοῦ Ἀδὰμ τὸ λάθος
τὸ πλήρωσε ὁ Κύριος μὲ Θεϊκὸ Του Πάθος.
Δὲν ἠμποροῦσε ἄνθρωπος τὸ χρέος νὰ πληρώσει,
Θεὸς ἔγινε Ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὸ ξεπληρώσει.
Αὐτὸ νὰ τὸ σκεπτόμαστε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θυσία,
νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε μὲ καθαρὴ καρδία.
Γράφουν χαρακτηριστικὰ οἱ θεῖοι ὑμνογράφοι
ἐν σχέσει ἀναλυτικὰ μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη.
Πῶς ἔπρεπε ὁ Κύριος σταυρὸ νὰ ὑπομείνει,
τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ μὲ αἷμα νὰ ξεπλύνει.
Ἀπὸ τὸ ξύλο ἔφαγαν κι ἦρθε ἡ ἁμαρτία,
γί᾿ αὐτὸ στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε ἡ θυσία.
Μὲ χέρια τοὺς ἐκόψανε καρπὸ κι ὄχι μὲ μαχαίρια,
γί᾿ αὐτὸ καρφῶσαν τοῦ Χριστοῦ καρφιὰ στὰ δυὸ Του χέρια.
Μὲ ξιφολόγχη ἐτρύπησαν τὴν Ἅγια πλευρὰ Του,
τὴν Εὔα ἔπλασε ὁ Θεὸς νὰ ἔχει συντροφιὰ Του.
Καὶ γί᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα ποὺ ἔγινε αἰτία,
ἐπλήρωσε μὲ αἷμα Τοῦ αὐτὴ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος εἰς τὸ σταυρὸ ἐζήτησε νεράκι,
ξύδι χολὴ τὸν πότισαν ποὺ ἤτανε φαρμάκι.
Εἶχε τὴ σημασία του κι αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει,
γιατὶ τὴ γεύση τοῦ Ἀδὰμ ἤθελε νὰ ξεπλύνει.
Σὰν φάγανε οἱ πρωτόπλαστοι καρπὸ στὸ περιβόλι
ἤτανε δηλητήριο εἰς τὴ ζωὴ τοὺς ὅλη.
Ἔβαλαν στὸ κεφάλι Τοῦ ἀκάνθινο στεφάνι
κι ἔτρεχαν τὰ αἵματα στὸ Γολγοθὰ ποτάμι.
Ἔχει ὄνομα ὁ Γολγοθάς, εἶναι κρανίου τόπος,
ἔχει τὴ σημασία του γιὰ γνώση τῶν ἀνθρώπων.
Στὸ μέρος ποὺ ἐσταύρωσαν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου
κεφάλι εἶχε ἐκεῖ θαφτεῖ, ἣν τοῦ Ἀδὰμ κρανίου.
Ὁ Κύριος ἐπλήρωσε ἀνθρώπου ἁμαρτία,
ἂν δὲ γινόταν Ἄνθρωπος δὲν εἶχε σωτηρία.
Καὶ στὸ Σταυρὸ ποὺ κρέμεται Σῶμα Του στὸν ἀγέρα
ὁ ὑμνογράφος ἐξηγεῖ παρὰ πολὺ ὡραία.
Ἀπὸ τὴ Γέννηση Χριστοῦ μέχρι Ἀνάληψὴ Του,
γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε τὴ ζωὴ Του.
Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε διὰ φιλανθρωπία,
νὰ δοῦμε, νὰ κτυπήσουμε ὅλοι τὴν ἁμαρτία.
Τὸν γέννησε σὰν Ἄνθρωπο παρθένος Παναγία
μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο ταπείνωσις ἁγία.
Κατόπιν ἐβαπτίστηκε μέσα στὸν Ἰορδάνη
κι αὐτὸ ἀπὸ ταπείνωση ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.
Ἂς δοῦμε πῶς τὰ ἐξηγεῖ ὅλα ὁ ὑμνογράφος,
γράφει γιὰ τὴ ζωὴ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ κάνει λάθος.
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς στὴ γῆ ποὺ εἶχε ζήσει
τὸν ἀνθρωποκτόνο σατανᾶ ἦρθε νὰ τὸν νικήσει.
Τὸν νίκησε ὁλοσχερῶς μὲ Τίμιον Σταυρὸν Του
γιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἔδωσε ἑαυτὸν Του.
Σὰν ὑπερηφανεύτηκε τότε ὁ ἑωσφόρος,
ἔπεσε ἄπ᾿ τὸν οὐρανὸ σκότος καὶ μαυροφόρος.
Ἔπεσαν καὶ τὰ τάγματα ποὺ ἤτανε μαζί του
καὶ διασκορπιστήκανε οἱ σύντροφοι οἱ δικοί του.
Ἄλλοι ἐπέσανε στὴ γῆ κι ἄλλοι στὸν ἀγέρα
κι ἄλλοι μέσα στὰ νερὰ σ᾿ ὅλη τὴν ἀτμοσφαίρα.
Ὅσοι ἐπέσανε στὴ γῆ μὲ ἁγία γέννησὴ Του,
τοὺς νίκησε ὁλόκληρα μὲ ἐνανθρώπησὴ Του.
Καὶ στὰ νερὰ τοὺς νίκησε, ἐβαπτίστη στὸ ποτάμι,
ποὺ στὸ κεφάλι ἔβαλε Πρόδρομος τὴν παλάμη.
Καὶ στὸν ἀγέρα ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐξαφανίσει,
γί᾿ αὐτὸ ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ἐχθρὸ εἶχε νικήσει.
Γί᾿ αὐτὸ ὁ κάθε χριστιανός, σὰν κάνει τὸ σταυρό του,
τότε νικᾷ τὸ σατανᾶ καὶ φεύγει ἀπὸ ἐμπρός του.
Ἐνόμιζε ὁ δυστυχὴς Χριστὸν πῶς θὰ νικήσει
καὶ θέλησε σὰν ἄνθρωπο νὰ τόνε πολεμήσει.
Ἐμπόδια καὶ πειρασμοὺς ἔβανε στὴ ζωὴ Του,
ἀλλὰ ὁ Τίμιος Σταυρὸς ἦταν καταστροφή του.
Τοὺς Ἰουδαίους ἔβαλαν, διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν,
ἐνόμιζαν οἱ μιαροὶ πῶς θὰ τὸν ἐξοντώσουν.
Ὅμως μετὰ τὴ Σταύρωση, Ταφὴν κι Ἀνάστασὴ Του
νικήθηκε ὁ διάβολος κι ὅλοι οἱ σύντροφοί του.
Γί᾿ αὐτὸ ἂς τὸν δοξάζομεν ὅλοι τὸν Κύριόν μας,
εὐεργεσία ἔκανε στὸ γένος τὸ δικό μας.
Ἂς μὴν λυπήζομε λοιπὸν Κύριον τὸν Θεόν μας,
σὰν ἁμαρτίες κάνουμε, εἶναι κακὸ δικό μας.
Ἀλλὰ καὶ τότε ὁ Θεὸς μὲ πατρικὴ ἀγάπη,
ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα Του γιὰ τὰ δικά σας πάθη.
ἔστειλε τὴ μετάνοια, γιὰ νὰ μετανοήσει
ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός, μαζὶ Του γιὰ νὰ ζήσει.
Ἂν ἔλειπε ἡ μετάνοια ὅλη ἡ οἰκουμένη
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας δὲ θάτανε σωσμένη.
Ἀκόμα καὶ οἱ ἅγιοι ἁμαρτῆσαν κι ἐκεῖνοι,
σὰν ὅμως μετανοῆσαν, ἀθῷοι εἶχαν γίνει.
Ἔχομε παραδείγματα πολλὰ τέτοιων ἁγίων,
ποὺ ἔσβησε ἡ μετάνοια ἁμαρτωλόν τους βίον.
Ἂς πάρουμε παράδειγμα Ἀπόστολο τὸν Παῦλο,
τὸν ἑαυτὸν τοῦ θεωρεῖ ἁμαρτωλὸ μεγάλο.
Ὅμως μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὸ παράδειγμά του
εἶναι διδάσκαλος σοφὸς εἰς τὰς ἐπιστολάς του.
Νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸ Δαυὶδ τὸν τότε βασιλέα
ἁμάρτησε σὰν ἄνθρωπος, δὲ φέρθηκε ὡραία.
Ὅμως, σὰν μετανόησε, ἔγραψε τὸ Ψαλτῆρι,
ποὺ εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ψυχῆς τὸ ξυπνητῆρι.
Μιὰ φορὰ ἁμάρτησε κι ἔκλαιγε κάθε μέρα
καὶ ἐζητοῦσε ἔλεος ἀπ᾿ τὸ Θεὸ Πατέρα.
Χῶμα καὶ στάχτη ἔτρωγε στὸ σῶμα, σὰν πεινοῦσε,
ποτὲ τὴν ἁμαρτία του δὲν τὴν ἐλησμονοῦσε.
Κι ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ποὺ ἔχει δικαιοσύνη
στέλνει ἕναν ἄλλο βασιλιὰ καὶ ἄφεση τοῦ δίνει.
Καὶ τελευταῖο ἂς εἶν᾿ παράδειγμα ὁσίας
ποὺ σ᾿ ὅλους μας εἶναι γνωστή, Μαρία ἡ Αἰγυπτία.
Ἁμάρτησε, σὰν ἤτανε μικρὴ στὴν ἡλικία,
δὲν ἤξερε ἀπὸ ἄγνοια τὶ εἶναι ἁμαρτία.
Ὅμως ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς τῆς εἶχε δώσει
μετάνοια μὲ θαύματα, διὰ νὰ μετανιώσει.
Ἂς εὐχαριστήσωμεν τὸν Οὐράνιον Πατέρα
καὶ νὰ τὸν ὑπακοῦμε τὴ νύκτα καὶ ἡμέρα.
Μὴ χάνομε τὸ θάρρος μας, πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα,
ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο οὐράνια πατρίδα.
Θὰ τὸν εὐχαριστήσομεν μὲ τὴ μετάνοιά σας
κι ἀχώριστό μας σύντροφο μέσα εἰς τὴν καρδιά σας.
9η Ἀρετὴ
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Ἄνθρωπος, σὰν ταπεινωθεῖ κι ὅταν μετανοήσει,
πρέπει καὶ μὲ τὰ ἔργα τοῦ ἀμέσως νὰ τὸ δείξει.
Σὰν ἁμαρτήσει ἡ ψυχή, σηκώνει ἕνα βάρος
καὶ πρέπει ἀμέσως νὰ πλυθεῖ, προτοῦ χαθεῖ τὸ θάρρος.
Ἔλεγχο στὴ συνείδηση φέρνει ἡ ἁμαρτία,
χρειάζεται πνευματικὸς νὰ δώσει θεραπεία.
Ὅταν τὰ ἁμαρτήματα ἄνθρωπος ἀναγγείλει,
τὰ σβήνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ κάτω ἄπ᾿ τὸ πετραχῆλι.
Νὰ μὴν ντραπεῖ ὁ χριστιανὸς νὰ πεῖ τὴν ἁμαρτία,
διάβολος φέρνει τὴ ντροπὴ ποὺ ἔχει τὴν κακία.
Ἀφοῦ τὰ ξέρει ὁ Θεὸς τὶ ἔχω καμωμένα,
πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ νἆναι συγχωρεμένα.
Ἄνθρωπος ὁ πνευματικός, μὰ ἔχει Θεοῦ τὴ χάρη,
θὰ πῶ τὶς ἁμαρτίες μου Ἐκεῖνος νὰ τὶς πάρει.
Μικρὲς μεγάλες ἢ πολλὲς νὰ τὶς ὁμολογήσεις
καὶ τὴν ψυχή σου φρόντισε νὰ τῆνε καθαρίσεις.
Μὴν κρύψομεν ἀπὸ ντροπὴ καμιὰ μᾶς ἁμαρτία,
ποὺ τὶς γνωρίζει ὁ Θεὸς ἀράδα μία-μία.
Ὁ σατανᾶς βάζει ντροπὴ νὰ μὴν ὁμολογήσει,
γιατὶ τὸν θέλει ὁ ἐχθρὸς κοντὰ νὰ τὸν κρατήσει.
Φέρνει πολλὰ ἐμπόδια ὁ βδελυρὸς ἐχθρός μας,
δὲ θέλει στὸν παράδεισο νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό μας.
Λέγει εἰς τὸν ἁμαρτωλὸ ἔχεις καιρὸ ἀκόμα,
ἔστω κι ἂν ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ σκεπαστεῖ στὸ χῶμα.
Τοῦ ψιθυρίζει ἀναβολὲς πάντα μὲς στὸ αὐτί του,
τὸν θέλει εἰς τὴν κόλαση αἰώνια μαζί του.
Σὰν ἔρθουν τὰ Χριστούγεννα, γιὰ Πάσχα ἀναβάλλει
κι ὅταν τὸ Πάσχα ἔρχεται, τὸ λησμονάει πάλι.
Γί᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸν περιφρονοῦμε
κι ὅ,τι μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς Ἐκεῖνον νὰ ἀκοῦμε.
Ἐκεῖνος εἶν᾿ ὁ πλάστης μας, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Θεός μας,
ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα Τοῦ διὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Γί᾿ αὐτὸ εἰς τὸν πνευματικὸ νάχομεν ἐμπιστοσύνη,
ποὺ μᾶς ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ ἄφεση μᾶς δίνει.
Σὰν ποῦμε ἁμαρτίες μας μὲ τὰ δικά σας χείλη,
καίγεται τότε ὁ σατανᾶς, τρέμει τὸ πετραχῆλι.
Αὐτὰ ποὺ γράφονται ἐδῶ διδάσκουν οἱ Πατέρες,
μετάνοια νὰ ἔχομεν, εἶν᾿ πονηρὲς οἱ μέρες.
Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ λίγη εἶν᾿ ἡ ζωή του,
πενήντα χρόνια κι ἑκατὸ καὶ φεύγει ἡ ψυχή του.
Ποῦ εἶν᾿ οἱ πατέρες μας, παπποῦδες, συγγενεῖς μας
ποὺ ζούσαμε ὅλοι κοντὰ καὶ ἤτανε μαζί μας;
Γί᾿ αὐτὸ τὰ ψάλλει ὁ παππᾶς μέσα στὴν Ἐκκλησία,
ὅλα εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἔχουν σημασία.
Μαραίνεται ὁ ἄνθρωπος, ξερένεται σὰν χόρτο,
ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ πηγαίνει σ᾿ ἄλλο τόπο.
Χαρᾶς ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ ῾ναὶ ἑτοιμασμένη,
μὲ τὴν ἐξομολογήση εἰς τὸ Χριστὸν πηγαίνει.
Ὁ Κύριος τὴ δέχεται μέσα στὴν ἀγκαλιὰ Του,
ποὺ ἄφησε ἐδῶ στὴ γῆ τ᾿ ἁμαρτήματά του.
Ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ δὲ μετανοήσει,
δὲν ἐξομολογηθεῖ στὴ γῆ κι ὅταν δὲν κοινωνήσει.
Νάμαστε πάντα ἕτοιμοι, τὸν Κύριο ν᾿ ἀκοῦμε,
ποὺ εἶναι ὁ Σωτῆρας μας, ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.
Ὁ Κύριος μας ἀγαπᾷ, γιατὶ εἴμαστε παιδιὰ Του
καὶ θέλει πάντα νάμαστε αἰώνια κοντὰ Του.
Γί᾿ αὐτὸ ἂς ἐφαρμόζομε πάντα τὶς ἐντολές Του
μὲ προθυμία πάντοτε εἰς τὶς διαταγές Του.
10η Ἀρετὴ
Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σὰν μετανιώσει ὁ ἄνθρωπος καὶ πεῖ τὰ κρίματά του,
εἶναι πουλὶ πετάμενο καὶ χαίρεται ἡ καρδιά του.
Μοιάζει ὡσὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶν᾿ ἀρρωστημένος,
γίνεται στὸ γιατρὸ καλὰ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος.
Μὰ ὁ γιατρὸς στὸν ἄρρωστο τὸ φάρμακο τοῦ δίνει,
νὰ γιατρευτεῖ τὸ σῶμα του καὶ ὑγιὴς νὰ γίνει.
Αὐτό μας κάνει κι ὁ Χριστός, ψυχὴ σὰν ἀρρωστήσει,
μᾶς δίνει ἀπὸ τὸ σῶμα Του, ψυχή μας γιὰ νὰ ζήσει.
Στὸ Γολγοθὰ ποὺ ἔκανε τὸ σῶμα Τοῦ θυσία
δίνει στὴν Ἁγία Τράπεζα Ἁγία Κοινωνία.
Στὴν Ἐκκλησία γίνεται ἡ Θεία Λειτουργία
καὶ τότε θαῦμα γίνεται εἰς τὴ μυσταγωγία.
«Σὰ ἐκ τῶν σῶν» σὰν ψάλλουνε τοῦ ἱερέως χείλη,
τ᾿ ἅγιον πνεῦμα ἔρχεται, Θεὸς τὸ ἔχει στείλει.
Εἰς τὴν ἁγία τράπεζα γίνεται μέγα θαῦμα,
σῶμα Κυρίου γίνεται πρόσφορο ἐν τῷ ἅμα.
Καὶ ἅγιον ποτήριον ποὺ ἔχει μέσα οἶνο,
γίνεται αἷμα τοῦ Χριστοῦ μὲ θαῦμα κι ἐκεῖνο.
Καὶ κοινωνοῦνε οἱ πιστοὶ τὴ Θεία Κοινωνία,
ποὺ συγχωρεῖ τοῦ χριστιανοῦ τὴν κάθε ἁμαρτία.
Γί᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ χριστιανὸς ποὺ ἐξομολογεῖται,
ποὺ πρέπει ἡ μετάνοια πάντα νὰ προηγεῖται,
καὶ ξέρει ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἔχει συγχωρήσει,
τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Τοῦ πρέπει νὰ κοινωνήσει.
Τότε τοῦ χριστιανοῦ ψυχὴ ἔχει χαρὰ μεγάλη,
πετάει σὰν περιστερὰ στ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Μεγάλη ἡ χάρις σου, Χριστέ, Θεὲ καὶ Κύριέ μας,
μὲ τὸ μυστήριον αὐτὸ σωθῆκαν οἱ ψυχές μας.
Πάλιν ἐδῶ ὁ σατανᾶς βάζει τὰ σκάνδαλά του,
βάζει στ᾿ ἀνθρώπου τὸ μυαλὸ σχέδια δικά του.
Τοῦ ἀναβάλλει τὸν καιρό, γιὰ νὰ μετανοήσει,
τὰ ἴδια κάνει κι ἐδῶ, σὰν πάει νὰ κοινωνήσει.
Ὅλο ψευτιὲς καὶ πονηριὲς εἰς τὸ μυαλὸ τοῦ βάζει,
γιατὶ τοῦ φεύγει ἡ ψυχὴ κι ἄπ᾿ τὸ κακό του βράζει.
Γι᾿ αὐτὸ ποτὲ ὁ χριστιανὸς μὴ δίνει σημασία,
γιατὶ εἶναι ἄσπονδος ἐχθρὸς γεμάτος πονηρία.
Τὸν ἑαυτόν του ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ τὸν κοιτάξῃ,
πρέπει στὶς ἐντολὲς Χριστοῦ νὰ φέρεται ἐντάξει.
Σὰν κοινωνήσῃ ὁ πιστὸς τὴ Θεία Κοινωνία,
ἐτότε χαίρεται ἡ ψυχὴ ποὺ βρῆκε σωτηρία.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ κάθε χριστιανὸς κατὰ Θεὸν νὰ ζήσει,
ὅταν μὲ καθαρὴ ψυχὴ πάει νὰ κοινωνήσει.
Μᾶς συμβουλεύει ὅλους μας μητέρα Ἐκκλησία
μὲ τὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς μιλεῖ στόμα τοῦ ἱερέα.
Μὲ πίστι νὰ προσέλθωμε, μὲ φόβο καὶ ἀγάπη,
νὰ θεραπεύσῃ ὁ Χριστὸς ὅλα ψυχῆς τὰ πάθη.
Γλυκύτατέ μας Ἰησοῦ, πολὺ σ᾿ εὐχαριστοῦμε
θυσίασες τὸν ἑαυτόν, ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Τὶ ν᾿ ἀνταποδώσουμε ἐμεῖς τὰ πλάσματὰ Σου,
τίποτα ἐμεῖς δὲν ἔχομε, ὅλα εἶναι δικὰ Σου.
Ἀπ᾿ τὴν πολλὴν ἀγάπη Σου ζητᾷς τὴν ἁμαρτία,
νὰ ζοῦν αἰώνια ψυχὲς ποὺ ἔκανες θυσία.
Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, γί᾿ αὐτὸ βοήθησέ μας,
πλάστη μας, δημιουργέ, πατέρα κι ἀδελφέ μας.
Νὰ ἐκτελοῦμε πάντοτε τὸ νόμο τὸ δικὸ Σου,
νὰ μᾶς φυλάει ἡ χάρις Σου πάντοτε στὸ πλευρὸ Σου.
Τ ᾿ ὄνομὰ Σου, Κύριε, νὰ εἶναι δοξασμένο
καὶ στὸν αἰῶνα ἅπαντα ὑπὲρ δεδοξασμένο.
11η Ἀρετὴ
Η ΕΛΕΗΜΟΣΎΝΗ
Εἶναι μεγάλη ἀρετὴ ἡ ἐλεημοσύνη
χαρὰ σ᾿ ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ ἀντὶ νὰ παίρνει δίνει.
Ὁ Κύριος τὴν ἐπαινεῖ στὸ Εὐαγγέλιὸ Του,
διότι τὴν ἐφάρμοσε πρῶτος στὸν ἑαυτὸ Του.
Εἶν᾿ ἀρετὴ ποὺ ξεκινᾷ διπλὰ ἄπ᾿ τὴν ἀγάπη,
ἂν ἀγαπᾷς τὸν ἄνθρωπο θὰ τοῦ προσφέρεις κάτι.
Σὰν ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴ γῆ ὅλους μας νὰ μᾶς κρίνει,
θὰ κάμει κρίση δίκαια γιὰ ἐλεημοσύνη.
Ὅσοι μαζεύουνε χρυσὸ κι ἄνθρωποι πεινοῦνε
ἐτότε τὸν παράδεισο θὰ τὸν ὑστερηθοῦνε.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος στοὺς πλουσίους φωνάζει
κι ὅλους τοὺς τσιγκούνηδες πολὺ καυτηριάζει.
Τοὺς εἶπε: ῾ἐσεῖς ποὺ ἔχετε χρυσὸ πολὺ καὶ λίρες
νὰ ἐλεήσετε πτωχοὺς κι ὀρφανὰ καὶ χῆρες.
Γιατὶ θὰ κιτρινίζετε σὰν τῶν λιρῶν τὸ χρῶμα,
ἂν δὲν ταΐσετε πτωχοὺς καὶ πιὸ πολλοὺς ἀκόμα.῾
Ἴσως κανεὶς ἐρωτηθεῖ γιατὶ ὁ Θεὸς δὲ δίνει
καὶ χρήματα καὶ τρόφιμα ποὺ ῾ναὶ δικαιοσύνη.
Τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Κύριος ποὺ θέλει τὸ καλό μας
νὰ δοκιμάσει τὴν καρδιὰ καὶ τὸ φιλότιμό μας.
Νὰ γίνομεν εὐσπλαχνικοὶ εἰς τὸ συνάνθρωπό μας
μὴν εἴμαστε ἐγωιστὲς μόνο στὸν ἑαυτόν μας.
Ὁ ἕνας τρώει λαίμαργα καὶ πίνει καὶ μεθάει
κι ἄλλος μὲς στὸ σπίτι του δὲν ἔχει τὶ νὰ φάει.
Ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος ἔχει περίσσια χάρη
σὰν ἐλεήσει τὸν πτωχὸ ἄπ᾿ τὸν Θεὸν θὰ πάρει.
Δίνεις ἐσὺ τὸν ὀβολὸ μὲ τὸ δεξί σου χέρι
καὶ τότε ἀμέσως ὁ Θεὸς χίλια θὰ σοῦ προσφέρει.
Θὰ γράψω περιστατικὰ γιὰ βίους τῶν ἁγίων
ποὺ γίνεται ἀντιγραφὴ ἄπ᾿ τὸν δικὸ των βίον.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἤτανε Δεσπότης,
τόνε γνωρίζουν χριστιανοὶ κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότης.
Μιὰ μέρα στὸ δεσποτικὸ ἐπῆγε μία χήρα
ψωμὶ νὰ φᾶνε τὰ ὀρφανὰ δὲν εἶχε ἡ κακομοίρα.
Στὸν ἅγιο Νεκτάριο ζητᾷ ἐλεημοσύνη
κι ὁ ἅγιος ἐφώναξε Διάκο τὴν ὥρα ἐκείνη.
Διέταξε τὸ Διάκονο τὴ χήρα νὰ πληρώσει
κι ἀπὸ τὸ ταμεῖο τους νὰ πάρει νὰ τῆς δώσει.
Ὅταν ὁ Διάκος ἄνοιξε ἐτότε τὸ συρτάρι,
δὲν εἶχε μέσα ἀρκετὰ μόνο ἕνα πενηντάρι.
Πάει ὁ Διάκονος κρυφά, τὸ εἶπε στὸ Δεσπότη,
δῶσε τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος μὲ τὴν πρώτη.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔπρεπε νὰ πληρώσει
ἕνα ποσὸν ποὺ χρώσταγαν, γιὰ νὰ τὸ ξεχρεώσει.
Ὁ ἅγιος τὸ ἤξερε, πάλι τὸ Διάκο στέλνει
κι ἡ χήρα ἄπ᾿ τὸ Διάκονο τὸ πενηντάρι παίρνει.
Ἔχει ὁ Θεός, Διάκονε, γιὰ χρέος ποὺ χρωστοῦμε,
ἴσαμε αὔριο πρωὶ ποὺ θὰ ξημερωθοῦμε.
Πρωὶ πρωὶ τοῦ ἅγιου τοῦ κτύπησαν τὴν πόρτα,
γυναῖκα ἕνα φάκελο τοῦ δίνει πρῶτα πρῶτα.
Πάρε, Δεσπότη, φάκελο, γιὰ νὰ μοῦ λειτουργήσεις·
τὸ κράτησε ὁ ἅγιος μὲ δίχως ἀντιρρήσεις.
Γυναῖκα ὅταν ἔφυγε, Διάκονο φωνάζει
ἔχει, τοῦ λέγει, ὁ Θεὸς μὲ τὴ φωνὴ τοῦ κράζει.
Διάκονος τὸ φάκελο τὸν ἔβαλε στὴν τσέπη,
τὸ χρέος ἐπληρώθηκε ἐντάξει, ὅπως πρέπει.
Νὰ μὴν τσιγκουνευόμεθα, Κύριος τὰ πληθύνει,
πέντε δίνεις μὲ τὸ χέρι σου κι ἑκατό σου δίνει.
Ὁ Κύριος εὐλόγησε σ᾿ ἔρημο πέντε ἄρτοι
πέντε χιλιάδες ἔφαγαν μὲ τὴν κοιλιὰ γεμάτη.
Στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐλεεῖ χίλια καλά του δίνει
κι ἄγγελος στὸ κατάστιχο γράφει ἐλεημοσύνη.
Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα γιὰ ἐλεημοσύνη
θὰ γράψω, ποὺ τὴν παλαιὰν ἐποχὴ ἐτότε εἶχε γίνει.
Τὸ γράφει καὶ διαβάζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία,
εἶναι ἀλήθεια γεγονὸς γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζε μιὰ μέρα ὁ προφήτης,
χήρα γυναῖκα βρέθηκε καὶ μίλησε μαζί της.
Τὴν εἶδε μέσα σὲ ἀγρὸ ξυλάκια νὰ μαζεύει,
ἐνόμιζεν ὁ ἅγιος πῶς πάει νὰ μαγειρεύει.
Γυναῖκα εἰς τὸν ἅγιό του μίλησε μὲ πόνο,
γιὰ μιὰ ἡμέρα τρόφιμα εἶχε στὸ σπίτι μόνο.
Τοῦ εἶπε τὴν ποσότητα γιὰ λίγο ἀλευράκι,
μιὰ πίτα θὰ ἐζύμωνε μὲ μιὰ σταλιὰ λαδάκι.
Ἡ ἴδια θὰ ῾τρῶγε μ᾿ αὐτὸ μαζὶ καὶ τὸ παιδί της
καὶ τότε πιὰ θὰ πέθαιναν, τέλειωσε ἡ τροφή της.
Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ προφήτης ὁ Ἠλίας,
στὴ χήρα τὴ γυναῖκα αὐτὴ δίνει παραγγελία.
Τῆς εἶπε: ῾σῦρε σπίτι σου ζύμωσε τὸ ψωμί σου
θαρθῶ κι ἐγὼ στὸ σπίτι σου νὰ φάγω ἄπ᾿ τὴν τροφή σου.῾
Ἡ χήρα τὸν φιλοξενεῖ, στὸ σπίτι τῆς πηγαίνουν,
ἄπ᾿ τὸ ψωμὶ ποὺ ἔγινε τρία ἄτομα χορταίνουν.
Τὰ εὐλόγησε ὁ ἅγιος ποὺ ῾μεῖνε ἐκεῖ τὸ βράδυ
καὶ δὲν ἐλήφθηκαν ποτὲ ψωμὶ οὔτε καὶ λάδι.
12η Ἀρετὴ
Η ΧΑΡΑ
Θὰ γράψομε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Χριστός μας
νὰ πάρομε παράδειγμα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Ἂς πάρουμε ἀπ᾿ τὴ Γέννηση Ἁγίου τοῦ Χριστοῦ μας,
νὰ δίνουμε πάντα χαρὰ κι ἐμεῖς τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Εἰς τοὺς ποιμένες ἄγγελος μὲ παρρησία ψάλλει
ποὺ ἐγενήθη ὁ Χριστὸς νὰ ῾χοῦν χαρὰ μεγάλη.
Ἀρχάγγελος ὁ Γαβριὴλ στὴ Ναζαρὲτ πηγαίνει
καὶ στὴν Παρθένο Παναγιὰ χαρὰ μεγάλη φέρνει.
Εὐλογημένη ἐν γυναιξὶ εἶσαι ἐσύ, Μαρία,
γιατὶ στὸν κόσμο ἔφθασε χαρὰ καὶ σωτηρία.
Ἀκόμα καὶ ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἀνάστασὴ Του
γυναῖκες ἐχαιρέτησεν ποὺ μίλησαν μαζὶ Του.
Ἀκόμα καὶ οἱ μαθητὲς πῆραν χαρὰ μεγάλη
ποὺ εἶδαν τὸν διδάσκαλο ἀναστημένον πάλι.
Ἐχάρηκε τότε πολὺ μητέρα Παναγία,
ποὺ ὁ σταυρικὸς ὁ θάνατος τὴ γέμισε πικρία.
Κι ἔγινε ὁ πόνος της τότε χαρὰ μεγάλη,
ποὺ τὸν υἱὸν τῆς ἔβλεπε ἀναστημένο πάλι.
Ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ Χριστὸν Ἀπόστολος ὁ Παῦλος
γράφει χαρὰ νὰ ἔχομε, ποὺ ῾ναὶ Θεὸς μεγάλος.
Ὁ χριστιανὸς τὸ πρόσωπο χαρούμενο τὸ ἔχει,
ὅταν τὶς ἐντολὲς Χριστοῦ κατέχει καὶ προσέχει.
Χαίρεται πρῶτα ὁ χριστιανός, στὸν ἄλλο ὅταν δίνει
χαρὰ εἰς τὸν συνάνθρωπο γεμάτος καλοσύνη.
Ἁγνὴ καὶ καθαρὴ χαρὰ εἶχε κι ὁ Χριστός μας
κι ἔτσι θέλει νὰ θωρεῖ πάντα τὸν ἑαυτό μας.
Κύριε, δίνε ἀπὸ ψηλὰ χαρὰ τὴν ἰδικὴν Σου
κι ἀξίωσέ μας τὴ χαρὰ νὰ ἔχομεν μαζὶ Σου.
Εὐλογημένη ἡ χαρὰ ὁ χριστιανὸς σὰν ἔχει,
καθάρια νὰ ῾χεῖ τὴν ψυχὴ πάντοτε νὰ προσέχει.
Νὰ μὴ λερώνει τὴν ψυχὴ ποτὲ μὲ ἁμαρτία
νὰ ζήσει στὸν παράδεισο ζωὴ τὴν αἰωνία.
13η Ἀρετὴ
Η ΝΗΣΤΕΙΑ
Νηστεία εἶναι ἀρετὴ πάρα πολὺ μεγάλη,
γιατὶ τὸ σῶμα κι ἡ ψυχὴ ἔχει χαρὰ καὶ πάλι.
Στὴν ἔρημο ἐνήστευσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας
μᾶς ἔδειξε παράδειγμα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Σαράντα μέρες νήστευσε, διάβολος τὸν πειράζει,
ὁ Κύριος τὸ σατανᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τὸν σφάζει.
Γὶ αὐτὸ ἔχει κανονισμὸ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία
γιὰ κάθε χριστιανὸ ποὺ θέλει τὴ νηστεία.
Εἶναι τὸ σαρανταήμερο Σαρακοστὴ ἡ ἄλλη,
εἶναι ἡ αὐστηρότερη μὰ καὶ ἡ πιὸ μεγάλη.
Κατόπιν ἑορτάζομεν Ἁγίων Ἀποστόλων,
ποὺ εἶναι ἐλαφροτέρα καὶ ἡ μικρὴ των ὅλων.
Καὶ τὸ Δεκαπενταύγουστο γιορτὴ τῆς Παναγίας
ἡ Ἐκκλησία ὅρισε ὀλιγοήμερη νηστεία.
Νηστεία σῶμα ὀφελεῖ καὶ τὴν ψυχὴν ἐπίσης,
ὅταν μὲ θέληση καλὴ θὰ τὴ διατηρήσεις.
Ἂς ποῦμε γιὰ τὸ σῶμα μᾶς ὠφέλεια ποὺ ἔχει,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος σωστὰ βαδίζει καὶ προσέχει.
Τὸ σῶμα τοῦ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τὸ νηστεύει,
κι ὅλες τὶς λιπαρὲς τροφὲς δὲν τὶς ἀποφεύγει,
θὰ καταλάβει λάθος του καὶ θὰ μετανοήσει
κι ἔπειτα θὰ ζητᾷ γιατρό, γιὰ νὰ ἀδυνατήσει.
Ἐνῷ, σὰν εἶναι ἐγκρατής, κρατάει τὴ νηστεία
θὰ ἔχει εἰς τὸ σῶμα τοῦ πάντοτε τὴν ὑγεία.
Κρέας καὶ ψάρι θὰ τὸ φᾶς, ὅταν δὲν εἶν᾿ νηστεία,
μὰ πρέπει ν᾿ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν πολυφαγία.
Ὅταν χορτάσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ σταματήσει,
ἂν θέλει τὴ ζωὴ ἐδῶ μὲ ἐγκράτεια νὰ ζήσει.
Καὶ τὸ πιοτὸ ποὺ πίνουμε ἕνα δυὸ ποτηράκια,
δὲ θέλει περισσότερα τὸ σῶμα μᾶς κρασάκια.
Ὅμως ἂς δοῦμε τὴν ψυχὴ πόσο τὴ ζημιώνει
Νηστεία, σὰν ἀφαιρεθεῖ, κλαίει καὶ μαραζώνει.
Σὰν δὲ νηστεύει ὁ χριστιανός, γίνεται ἁμαρτία
γί᾿ αὐτὸ σωστὰ τὴ θέσπισε μητέρα Ἐκκλησία.
Ἂν ἀρρωστήσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν πρέπει νὰ νηστέψει,
κι ὅταν ὁ πνευματικὸς τότε τοῦ ἐπιτρέψει.
Γιατὶ νηστεία τοῦ Χριστοῦ ὁ χριστιανὸς σὰν κάνει,
ἀδυνατίζει τὸ κορμί, μὰ ἡ ψυχὴ αὐξάνει.
Μὲ ἐλεύθερη τὴ θέληση πρέπει ν᾿ ἀποφασίζει
κι ἔτσι κάθε χριστιανὸς τὴν ἀρετὴ ἀρχίζει.
Ἔχει μεγάλη δύναμη στὸν ἄνθρωπο ἡ νηστεία
τὴν τρέμουν τὰ δαιμόνια σὰν τὴν ὁλονυκτία.
Σὰν δὲ νηστεύει ὁ ἄνθρωπος, μόνο τὴ σάρκα τρέφει
τότε λυπᾶται ἡ ψυχὴ καὶ φεύγει γιὰ τὰ νέφη.
Εἶναι ἄκρα ἀντίθετα ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα,
ψυχὴ μᾶς εἶναι ἄϋλη τὸ σῶμα εἶναι χῶμα.
Γί᾿ αὐτὸ ἀγῶνας γίνεται εἰς τὸν ὀργανισμόν μας
καὶ πρέπει νὰ προσέξομεν συμφέρον τὸ δικό μας.
Ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη, αἰώνια θὰ ζήσει,
ἐνῷ τὸ σῶμα σὲ ἑκατὸ χρόνια θὰ διαλύσει.
Ἅμα σκεφτεῖ ὁ ἄνθρωπος ποῖος εἶναι ὁ ἑαυτός του,
θὰ πρέπει νάναι δίκαιος μὰ καὶ κριτὴς ἐντός του.
Τροφὴ νὰ δίνει στὴν ψυχὴ τροφὴ καὶ γιὰ τὸ σῶμα,
ἀλλὰ πάλι διαύγεια χρειάζεται ἀκόμα.
Τὸ σῶμα εἶναι ὑλικὸ καὶ τρέφεται μὲ ὕλη,
μὰ ἡ ψυχὴ χρειάζεται ἀκοίμητο καντῆλι.
Πολύπλοκη εἶν᾿ ἀρετὴ ποὺ λέγεται νηστεία
στὶς πέντε τὶς αἰσθήσεις μᾶς ἔχει τὴν ἐξουσία.
Δὲν εἶναι μόνο ἡ τροφὴ ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὸ στόμα,
ἀλλὰ θὰ συνεχίσουμε εἶναι πολλὲς ἀκόμα.
14η Ἀρετὴ
ΑΓΝΟΤΗΤΑ & ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ
Ἁγνότητα, ταπείνωση, ἀγάπη, σωφροσύνη,
εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς κι εὐλογία δίνει.
Εἶναι μεγάλες ἀρετές, ὁ χριστιανὸς ἂν ἔχει,
μὴν ἁμαρτήσει ἡ ψυχὴ πάντοτε νὰ προσέχει.
Ἀγῶνα θέλουνε ἀρκετὸ οἱ ἀρετὲς οἱ δύο,
νὰ τὶς νικήσει ὁ χριστιανὸς νὰ πάρει τὸ βραβεῖο.
Ἐπάνω στὸ ἀγώνισμα θὰ πρέπει νὰ κοιτάξει,
ἂν μὲ τὸ θέλημα Θεοῦ γίνεται κάθε πράξη.
Πρῶτα αὐτὸ χρειάζεται καὶ δεύτερο θὰ δοῦμε
ποῖοι τὰ ἐφάρμοσαν αὐτά, γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Σὰν ἄνθρωπος τὸ ἐφάρμοσε πρώτη ἡ Παναγία,
ζοῦσε ζωὴ ἀγγελικὴ μ᾿ ἀμφοτέρα ὑγεία.
Ἂς δοῦμε κι ἄλλοι ἅγιοι ποὺ εἶχαν σωφροσύνη,
ζοῦσαν μὲ φόβο τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι.
Μεγάλη Δευτέρα τὸ πρωὶ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία
τὸν σώφρονα τὸν Ἰωσήφ, ποὺ γράφει ἡ προφητεία.
Τὸν πούλησαν τ᾿ ἀδέλφια τοῦ σκλάβο στὸ βασιλέα,
ἦταν λεβέντης στὴ ζωὴ κι ὄψη τοῦ ὡραία.
Ἐφθόνησε ὁ σατανᾶς τὴ σώφρονα ζωή του
καὶ πειρασμὸ τοῦ ἔβαλε νὰ χάσει τὴν ψυχή του.
Ἐζήλεψε ἡ βασίλισσα τότε τὴν ὀμορφιά του
καὶ ἁμαρτία γύρευε νὰ κοιμηθεῖ κοντά του.
Ὁ Ἰωσὴφ ἀρνήθηκε, τῆς γύρισε τὰ νῶτα
κι ἔμεινε σώφρων κι ἅγιος, ὅπως καὶ ἦταν πρῶτα.
Καὶ εἶπε στὴ βασίλισσα: ῾ἐγὼ πῶς θ᾿ ἁμαρτήσω,
ἀφοῦ μὲ βλέπει ὁ Θεός, τὸ νόμο Του θὰ λύσω;῾
Κι ἔφυγε ἡ βασίλισσα ἐτότε ντροπιασμένη
μὲ ἔλεγχο τοῦ Ἰωσὴφ καὶ καταφρονεμένη.
Καὶ τὸν ἐτίμησε ὁ Θεός, ποὺ ἔφυγε ἁμαρτία,
ὁ Φαραὼ τοῦ ἔδωσε κατόπιν βασιλεία.
Τὰ γράφει ὅλα ἡ γραφὴ κι ἂς πιάσει νὰ διαβάσει
τὴ Διαθήκη Παλαιὰ λίγο νὰ κοπιάσει.
Γιατὶ ὁ Πατέρας μᾶς Θεός, ποὺ εἶναι ὅλος ἀγάπη,
τὶς ἐντολὲς τοῦ ἔδωσε ὁ κόσμος νὰ τὶς μάθει.
Δύο βιβλία ἱερὰ ὑπάρχουνε στὸν κόσμο
ποὺ γράφουν γιὰ συμφέρον μᾶς Θεοῦ Πατρὸς τὸ νόμο.
Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεὸς ποὺ θέλει νὰ σωθοῦμε,
τὰ θεῖα του προστάγματα ἐκεῖ ἂς μελετοῦμε.
Τὸ ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς τὸ πρῶτο αὐτὸ βιβλίον,
τὴ Διαθήκην Παλαιὰ γράφει τὸ νόμο θεῖον.
Ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Γέννηση καὶ τὴ Δημιουργία,
ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ ἄπειρη σοφία.
Χαρᾶς σὲ κεῖνον τὸν πιστὸ ποὺ τὴ Γραφὴ διαβάζει
καὶ εἰς τὸ νοῦν τοῦ τὸ κακό, σὰν ἔρχεται, τὸ βγάζει.
Νὰ ἐρευνοῦμε τὰς Γραφᾶς ὁ Κύριός μας λέει,
ἐτότε χαίρεται ἡ ψυχὴ καὶ ὁ ἐχθρός μας κλαίει.
Τὸ ἄλλο βιβλίο λέγεται Καινὴ Διαθήκη,
ποὺ πρῶτο νὰ τὸ ἔχομε εἰς τὴ βιβλιοθήκη.
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφώτισε Μωϋσῇ καὶ Ἀποστόλους·
ὅσοι μὲ πίστη μελετοῦν δίνουν χαρὰ εἰς ὅλους.
Τέσσερεις εὐαγγελιστὲς ἐν πνεύματι ἁγίῳ
ἔγραψαν Εὐαγγέλιον θεῖον, Θεοῦ βιβλίο.
Ὅλα γιὰ σωτηρία μᾶς ὁ Κύριος μας δίνει,
πρέπει νὰ τοῦ προσφέρομεν βαθειὰ εὐγνωμοσύνη.
Ψυχὴ νὰ καθαρίζομεν, σὰν κάνει ἁμαρτία,
γιατὶ τὴν τραυματίζομεν μὲ τὴν παρανομία.
Πανάγαθος ὁ Κύριος θέλει τὰ πλάσματὰ Του
εὐτυχισμένα, αἰώνια νὰ βρίσκονται κοντὰ Του.
15η Ἀρετὴ
Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ
Ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Κύριος Δευτέρα παρουσία,
ποὺ εἶναι ἄπειρος Θεὸς κι ἔχει ἐξουσία,
θὰ ῾ναὶ σὲ θρόνο θεϊκὸ ὅλους μας νὰ μᾶς κρίνει
καὶ ὡς Πατέρας στοργικὸς θὰ ῾χει δικαιοσύνη.
Ὅσοι ἐζήσανε ἐδῶ κατὰ τὸ θέλημὰ Του
δικαίως θὰ καταταχθοῦν ὅλοι στὰ δεξιὰ Του.
Κι ὅσοι δὲν ἀκούσανε τὸ θεϊκὸ τὸ νόμο
θὰ κατοικοῦν μὲ συντροφιὰ δαιμόνων παρανόμων.
Ἂς δοῦμε λίγα πράγματα γιὰ τὴ φιλοξενία
ποὺ Ἀβραὰμ ἐτίμησε Τριάδα τὴν ἁγία.
Εἶχε ψυχὴ πονετική, πλησίον ἀγαποῦσε
καὶ ὅσοι πήγαιναν ἐκεῖ τους ἐφιλοξενοῦσε.
Ἤθελε πάντα σπίτι νὰ ἔχει ἕνα ξένο,
μὲ ἄδειο τὸ στομάχι του νὰ φεύγει χορτασμένο.
Ἐγύρευε νἆναι κυνηγός, νὰ κυνηγήσει ξένους
κι ἐτάϊζε στὸ σπίτι τοῦ πτωχοὺς καὶ πεινασμένους.
Κι ὁ καλός μας ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν καρδιά του
ἀγγέλων πῆρε τὴ μορφὴ καὶ βρέθηκε κοντά του.
Ἐπῆγαν τρία πρόσωπα, ἦταν Ἁγία Τριάδα
καὶ τοὺς ἐφιλοξένησε μὲ ἀγάπη, φρονιμάδα.
Θυσίασε πρὸς χάρη τοὺς ἕνα καλὸ κριάρι
μ᾿ ὅλη τὴν εὐχαρίστηση καὶ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.
Τὴ Σάρρα ἐδιέταξε ψωμί, γιὰ νὰ ζυμώσει,
γιὰ νὰ πάρει ἀπὸ τὸ Θεὸν πίστη νὰ δυναμώσει.
Κι ὁ Πανάγαθος Θεός, ποὺ εἶδε τὴν προθυμία
καὶ τόση ἀγάπη καὶ στοργὴ διὰ φιλοξενία,
ἀμέσως εἰς τὸν Ἀβραὰμ δίνει ὑπόσχεσὴ Του
σ᾿ ἕνα χρόνο θὰ γεννηθεῖ στὸ σπιτικὸ παιδί του.
Ἡ Σάρρα, σὰν τὸ ἄκουσε, ἐγέλασε λιγάκι,
γιατὶ στὰ χρόνια ἦταν γριά, πῶς θὰ βρεθεῖ παιδάκι;
Σὰν διατάξει ὁ Θεός, τότε νικᾷ Του ἡ φύσις,
ποὺ ῾νὲ Θεὸς δημιουργὸς καὶ κυβερνᾷ τὴν κτίση.
Ὁ Ἀβραὰμ ἐπιστευσεν στὴ Θεία ὁμιλία
καὶ Ἰσαὰκ ἐγέννησε μὲ ἐντολὴ Τοῦ Θεία.
Γί᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾷ μὲ θεία εὐσπλαχνία
τὸν πλήρωσε πανάκριβα γιὰ τὴ φιλοξενία.
Ποῦ δύο γέροι ἤτανε, ὁ Ἀβραὰμ κι Σάρρα,
πῆραν τὸ δῶρον τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴχανε λαχτάρα.
Πῆραν παράδειγμα πολλοὶ γιὰ τὴ φιλοξενία
ποὺ ἔκανε ὁ Ἀβραὰμ Τριάδα τὴν Ἁγία.
Ἰδίως οἱ καλόγεροι ποὺ ῾ναὶ στὸ μοναστῆρι
θὰ σὲ φιλοξενήσουνε νερὸ μ᾿ ἕνα ποτῆρι.
Θὰ σὲ κεράσουνε καφέ, λουκοῦμι κι ὅ,τι ἄλλο
καὶ θὰ σοῦ δώσουν φαγητὸ νὰ φᾶς τὸ δίχως ἄλλο.
Τὸ βράδυ, ὅπως στὸ στρατό, σοῦ ἔχουνε κρεβάτι
κι ὄμορφα νὰ κοιμηθεῖς, ὅταν τσιμπήσεις κάτι.
Αὐτὰ ποὺ γράφω στὸ χαρτὶ συμβῆκαν στ᾿ Ἅγιον Ὄρος,
στὸ περιβόλι Παναγιᾶς ποὺ ῾ναὶ σημαιοφόρος.
Ὅταν τὸ ἐμπιστευτήκανε, βρῆκαν φιλοξενία
ποὺ ἐπιτρέπει πρόθυμα πάντα ἡ Παναγία.
Εἶναι πολὺ φιλόστοργη Χριστοῦ μας ἡ μητέρα
καὶ πρέπει νὰ τὴν ἔχομε προστάτη νύχτα μέρα.
Ὅταν κινδυνεύει ὁ ἄνθρωπος, φωνάζει, Παναγιά μου,
κι ὁ ἄρρωστος παρακαλεῖ, δῶσε μου, τὴν ὑγειά μου.
Κι ἡ Παναγία πάντοτε μὲ ὅλη τὴ στοργή της
πάντα ἀκούει πρόθυμα σὰν μάνα τὸ παιδί της.
Ὤ !!! Παναγία Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα
νὰ μᾶς σκεπάζει ἡ χάρις σου τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Καὶ φώτιζέ μας πάντοτε, ποὺ ἔχεις ἐξουσία,
νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεὸς τὴν Ἄνω Βασιλεία.
Ὅσοι σὲ παρακάλεσαν δὲ βγῆκαν ζημιωμένοι,
γιατὶ εἶσαι ἡ μητέρα μας ἡ κεχαριτωμένη.
Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ πρῶτος σου γράφω
συγχώρεσέ μας, Δέσποινα, ἀπὸ τὸ κάθε πάθος.
16η Ἀρετὴ
Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ
Λένε πῶς ἡ διάκριση εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη
ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀρετές, ὁ νοῦς μὲς στὸ κεφάλι.
Σὰν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ τοῦ δὲ θὰ σφάλλει,
τὸ κάθε πρᾶγμα πρὶν γενεῖ νὰ μελετήσει πάλι.
Ἂν συμφωνεῖ ἡ συνείδηση καὶ συμφωνεῖ κι ἡ σκέψη,
τότε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔργον νὰ ἐπισπεύσει.
Ἂν ὅμως τὴ συνείδηση ἄνθρωπος δὲν προσέχει
βάζει μηχάνημα ἐμπρὸς καὶ δίχως φρένα τρέχει.
Ἄνθρωπος νὰ προσεύχεται, νὰ παίρνει εὐλογία
εἶναι τὸ σπουδαιότερο πρὶν κάθε ἐργασία.
Σὲ κάθε ἔργο νὰ ρωτᾷ πρῶτα συνείδησή του
καὶ νὰ τὴ συμβουλεύεται σὲ ὅλη τὴ ζωή του.
Ἄνθρωπος νὰ ῾ν᾿ προσεχτικὸς σὲ ὅλους του τοὺς τρόπους
καὶ νὰ συμπεριφέρεται μ᾿ ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους.
Εἶναι, ὡσὰν παράδειγμα, δύο καὶ συζητοῦνε
καὶ λένε μυστικὸ νὰ συνεννοηθοῦνε.
Ἐτότε πρέπει νὰ σκεφτεῖ «πρέπει νὰ τοὺς μιλήσω;
Ποῦ συζητοῦν οἱ δυὸ μαζὶ καὶ θὰ τοὺς ἐνοχλήσω.»
Θὰ βγάλει τὸ συμπέρασμα ἴδιος ὁ ἑαυτός του
νὰ μὴν ἀκούσει μυστικὰ ποὺ λέει ὁ διπλανός του.
Εἴτε εἶναι μεσάνυκτα κι ἕνας ἔχει μεθύσει
θὰ πρέπει κι ἂν εἶναι συγγενὴς νὰ πάει νὰ τὸν ξυπνήσει.
Ἄνθρωπος ἀδιάκριτος κάνει ὅ,τι γουστάρει
οἱ ἄλλοι τὸν προσβάνουνε δὲν δίνει αὐτὸς χαμπάρι.
Σὲ ὑπηρεσίες ὁ καθεὶς σειρὰ τοῦ περιμένει,
πάει ὁ ἀδιάκριτος μπροστὰ καὶ τὴ σειρὰ τοὺς παίρνει.
Ἀλλοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο κι ἀλλοῦ μὲ πονηρία
καπατσοσύνη τοῦ θωρεῖ κάθε παρανομία.
Γί᾿ αὐτὸ πάντα ἡ διάκριση ἔχει τὴν πρώτη θέση,
ἔχει χαρὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἡ τάξις τοῦ ἀρέσει.
17η Ἀρετὴ
Η ΣΙΩΠΗ
Ἡ σιωπὴ εἶναι καλή, ἄνθρωπος σὰν κρατάει,
νὰ ξέρει πότε νὰ σιωπᾷ καὶ πότε νὰ μιλάει.
Νὰ σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος ὅλες τὶς περιπτώσεις,
γιατὶ ὑπάρχουνε πάντοτε οἱ νῖκες καὶ οἱ πτώσεις.
Θὰ ποῦμε παραδείγματα ποὺ γίνονται στὸν κόσμο
βλέπεις ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς στὸ δρόμο μεθυσμένο.
Τὸν γνώρισες, εἶναι γνωστὸς καὶ φίλος σου ἀκόμα
καὶ ρένεται ὁ ἄμυαλος τὴ νύκτα μὲς στὸ χῶμα.
Τὸν ἑαυτόν σου ἐρωτᾷς: ῾πρέπει νὰ τοῦ μιλήσω;
καὶ τὶ λόγια νὰ τοῦ πῶ μὴν τὸν στεναχωρήσω;῾
Πρέπει ἐκεῖ, ὅταν βρεθεῖς, νὰ σιωπᾷ τὸ στόμα
χρειάζεται ὑπομονὴ πάρα πολὺ ἀκόμα.
Τὴν ἄλλη μέρα, σὰν τὸν δεῖς, μπορεῖς νὰ τοῦ μιλήσεις
καὶ νὰ τοῦ πεῖς λόγια καλά, γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσεις.
Ἂν σὲ ἀκούσει, κέρδισες τότε τὸν ἑαυτόν σου
καί, ἂν σὲ διώξει, ἔκανες καθῆκον τὸ δικό σου.
Ὁ κόσμος εἶναι δυὸ λογιῶν· στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ ζοῦμε
καλοὶ κακοὶ οἱ ἄνθρωποι, τὸν τρόπο τους θὰ δοῦμε.
Ὅταν ἐλέγξεις χριστιανό, ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει,
θὰ παρατήσει τὸ κακὸ καὶ θὰ σ᾿ εὐχαριστήσει.
Μὰ ὅταν τὸν ἐγωιστὴ ἄνθρωπο τὸν ἐλέγξεις,
δὲ δέχεται τὴ συμβουλή, μαζί του ἔχεις μπλέξει.
Αὐτὸς δὲ θέλει συμβουλές, ἰδέα ἔχει μεγάλη
τὸ σφάλμα του δὲ δέχεται καὶ νὰ τοῦ πεῖς πῶς σφάλλει.
Θὰ γράψω ἐδῶ ἕνα ρητὸν ποὺ ἔχει σημασία,
γραμμένο σὲ βιβλία ἱερά, ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία.
«ἔλεγξε ἀγαθὸν καὶ θὰ σ᾿ ἀγαπήση
μὴν ἐλέγξεις ἀσεβῆ, θὰ σὲ μισήσει».
Γί᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὴ σιωπὴ μπορεῖ ἄνθρωπο νὰ σώσεις
μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα νὰ τόνε διορθώσεις.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσιώπα στὸν Πιλᾶτο
ποὺ ῾ἄρον ἄρον᾿ φώναζαν Ἑβραῖοι ἀπὸ κάτω.
18η Ἀρετὴ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀρετὴ ποὺ ὁ Θεὸς τὴ θέλει,
ὅταν τὴ λέγει ὁ ἄνθρωπος εἶναι γλυκιὰ σὰν μέλι.
Ἔχει χαρὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια
ὁ ἴδιος τὴν αἰσθάνεται δὲν εἶναι παραμύθια.
Ἀλήθεια λέγει ὁ χριστιανὸς καὶ τὴν ψευτιὰ καθόλου,
ἡ πρώτη εἶναι τοῦ Θεοῦ κι ἄλλη τοῦ διαβόλου.
Χριστὸς γιὰ τὴν ἀλήθεια ἦρθε ἐδῶ στὸν κόσμο
κι ἐντολὲς μᾶς ἔδωσε στὸ θεῖον τοῦ τὸ νόμο.
Ἀλήθεια κήρυττε παντοῦ, νὰ σώσει τὰ παιδιὰ Του
εἰδωλολάτρες πίστευαν ποὺ βλέπαν θαύματὰ Του.
Τὰ ἱερὰ εὐαγγέλια γράφουν τὴν Ἀλήθεια,
τὰ ἄλλα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὅλα παραμύθια.
Οἱ ἅγιοι μαρτύρησαν λόγω τῆς Ἀληθείας
κι εὐτυχεῖς πεθάνανε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Εἰδωλολάτρες ἄνθρωποι θεοὺς ἐπροσκυνοῦσαν
ποὺ ἦταν ψεύτικα εἴδωλα μὲ πίστη τοὺς τιμοῦσαν.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τοῦ Θεοῦ, χαρᾶς τὸν ποὺ τὴν ἔχει,
γιατὶ τὸν βλέπει ὁ Θεὸς καὶ πάντα τὸν προσέχει.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀντίθετη ἀπέναντι στὸ ψέμα,
ὁλόρθη μένει πάντοτε, δὲν πέφτει μὲς στὸ ρέμα.
Σὰν λέγει ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος ὅλοι τὸν ἀγαποῦνε
τὸν ψεύτη καὶ τὸν πονηρὸ δὲ θέλουν νὰ τὸν δοῦνε.
Σὰν εἶναι ψεύτης ὁ ἄνθρωπος ὁ ἄλλος δὲν πιστεύει,
γιατὶ τοῦ λέγει ψέματα καὶ τὸν κοροϊδεύει.
Ὁ κόσμος θέλει πάντοτε ν᾿ ἀκούει τὴν ἀλήθεια
καὶ ριζωμένη πάντοτε τὴν ἔχει μὲς στὰ στήθια.
Βιβλία γράφτηκαν πολλά, ἔγραψαν οἱ πατέρες
κι ὅ,τι ἔγιναν καὶ θὰ γενοῦν στὶς τωρινὲς ἡμέρες.
Αὐτὰ νὰ τὰ διαβάζομε, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε
καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέσα ἐκεῖ νὰ βροῦμε.
Ὅλοι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη,
γιατὶ εἶναι ἀληθινά, θὰ γίνουν κι ἔχουν γίνει.
Θεέ μου, δίνε φώτιση στὸν κόσμο καὶ σὲ μένα,
Ἀλήθεια νὰ πιστεύομε κι ὄχι ποτὲ τὸ ψέμα.
19η Ἀρετὴ
Η ΕΝΤΡΟΠΗ
Ἡ ἐντροπὴ τὸν ἄνθρωπο πάντα τὸν προσέχει
κι εἶναι πάντα εὐγενής, ἀφοῦ τῆνε κατέχει.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ντροπαλὸς ἔχει μεγάλη χάρη
κι εἶναι πάντα νικητής, γενναῖο παλικάρι.
Ἔχει ἐπάνω ἄνθρωπο ποὺ τόνε διακρίνει
δὲν ἔχει ἀπανθρωπιὰ κι ἀποτσιπωσύνη
Ἂν θέλει ἀπὸ ἄνθρωπο κάτι νὰ τοῦ ζητήσει,
ἐντρέπεται νὰ τοῦ τὸ πεῖ, μὴν τὸν στεναχωρήσει.
Πάντα εἶναι διακριτικός, πάντα συνεσταλμένος
δουλειὲς τὶς κάνει ἥσυχα κι ῾ναὶ εὐχαριστημένος.
Ἐντρέπεται τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ἀδικήσει
γυρεύει πάντα ἀφορμή, γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσει.
Ἔχει στὸ πρόσωπο χαρά, γεμάτος καλοσύνη
κι ἀγαπᾷ τὶς ἀρετὲς κι ἐλεημοσύνη.
Ἔγινε σπουδαία ἀρετὴ ἡ ἐντροπή, μὲ δίχως νόμους
ποτὲ δὲν βρέθηκε γδυτὸς νὰ περπατᾷ στοὺς δρόμους.
Δὲ θέλει νὰ τὸν βλέπουνε νὰ γίνεται κουρέλι,
νὰ ντύνεται πάντα σεμνά, ὅπως Θεὸς τὸν θέλει.
Αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἐδῶ εἶναι ὅλα γιὰ τοὺς ἄνδρες
γιὰ τὶς γυναῖκες θὰ λεχθοῦν, φοροῦν κολιὲ καὶ χάντρες.
Πρέπει νὰ ἔχουν ἐντροπὴ κι εὐσέβεια μεγάλη,
μαντήλια νὰ φορέσουνε ἐπάνω στὸ κεφάλι.
Αὐτὰ ποὺ γράφονται ἐδῶ μας τὰ διδάσκει ἄλλος,
ποὺ γράφει στὶς ἐπιστολές, Ἀπόστολος ὁ Παῦλος.
Γιατὶ μὲ γυμνοσύνη τὸν ἄνδρα θὰ σκανδαλίσει
κι ὁ Θεός, ἀφοῦ τὴν κρίνει, λόγο θὰ τῆς ζητήσει.
Πολλὰ γινήκανε κακά, αἰτία ἡ γυμνοσύνη·
εἶναι τὸ μόνο φάρμακο, ντροπὴ καὶ σωφροσύνη.
Νὰ ἔχουν ὅλες σιωπὴ μέσα στὴν ἐκκλησία
τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος γί᾿ αὐτὲς στὴν ὁμιλία.
«αἰσχρὸν γὰρ ἐστιν γυναιξὶν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν»
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
20η Ἀρετὴ
Η ΑΝΔΡΕΙΑ
Εἶναι καλὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει τὴν ἀνδρεία
καὶ νὰ νικᾷ μὲ δύναμη τὴν κάθε δυσκολία.
Πρέπει σὰν ἔλθει πειρασμὸς νὰ μὴν τόνε δειλιάσει,
ἀλλὰ νὰ πολεμᾷ ἄοκνα νὰ τόνε ξεπεράσει.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἔχει ὁπλισμένους
καὶ μὲ τὴ θεία χάρη Τοῦ κοντὰ Του φυλαγμένους.
Ἀνδρεία νὰ ῾χεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα,
γιὰ νἆναι πάντα νικητὴς στὴν πίστη, στὴν πατρίδα.
Μὲ τὴν ἀνδρεία ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὁπλισμένος,
γιὰ νἆναι εἰς τὴ νίκη τοῦ πάντοτε κερδισμένος.
Καὶ νὰ κρατᾷ στὸν ἑαυτὸν ξίφος καὶ ξιφολόγχη
κι ὅταν ἔρθει ὁ ἐχθρὸς ἀμέσως νὰ τὸν διώξει.
Εἶναι καὶ ὁ ἀόρατος ἐχθρὸς ποὺ φέρνει τὴ δειλία,
ἀμέσως νὰ τὸν διώχνομε ποὺ ἔχει τὴν κακία.
Τὸν ἄνθρωπο τόνε φθονεῖ, ζητᾷ νὰ τὸν κολάσει,
γί᾿ αὐτὸ ρίχνει τὰ δίχτυά του καὶ ὅποιο ψάρι πιάσει.
Τοὺς πονηρούς του λογισμοὺς βάζει εἰς τὸ μυαλό μας,
γιατὶ εἶναι ἄσπονδος ἐχθρὸς δὲ θέλει τὸ καλό μας.
Ὅταν μᾶς κάνει προσβολή, μᾶς λένε οἱ πατέρες,
νὰ κλείνομε πόρτα τῆς ψυχῆς νἆναι ἄχρηστες οἱ σφαῖρες.
Κι ἔτσι πάντα ὁ χριστιανὸς θὰ φαίνεται ἀνδρεῖος
καὶ θὰ νικᾷ τὸν πειρασμὸ νὰ φαίνεται γελοῖος.
Ὁ ἐχθρός μας εἶναι ἀδιάντροπος καὶ θὰ θελήσει πάλι
νὰ βάλει ξανὰ λογισμοὺς στὸ νοῦ καὶ στὸ κεφάλι.
Εἶναι ἐχθρὸς ἀνίσχυρος, ἄνθρωπο φοβερίζει,
νὰ θεωροῦμε σὰν σκυλὶ εἶν᾿ ἔξω καὶ γαυγίζει.
Ἀμέσως νὰ τὸν διώχνουμε, νὰ φεύγει ντροπιασμένος
κι ἔτσι πάντα ὁ χριστιανὸς θὰ εἶναι κερδισμένος.
21η Ἀρετὴ
Η ΦΙΛΙΑ
Ἕνα ρητὸ στὴν Ἐκκλησία μᾶς λέγει τὸ ἑξῆς:
«φίλος πιστὸς σκέπη κραταιά, ὁ δὲ εὑρὼν αὐτὸν εὗρε θησαυρόν».
Πάνω σ᾿ αὐτὸ θὰ γράψομε δυὸ λόγια γιὰ φιλία,
εἶναι ὡραία συμβουλὴ κι ἔχει σημασία.
Καὶ ὁ Κύριος εἶχε τὸ φίλο τὸ δικὸ Του,
ποὺ Λάζαρο τὸν λέγανε ὄνομα τὸ δικὸ Του.
Νά, φίλους Του ἐκάλεσε κι ἁγίους ἀποστόλους
ποὺ ἀγαποῦσε σὰν Θεὸς καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους.
Κι ἅγιοί μας εἴχανε ἀδελφικὴ φιλία
Βασίλειος, Γρηγόριος ποὺ ἦταν στὰ σχολεῖα.
Ὡραία στάθμη ἤτανε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο
καὶ πρωτοπόροι ἤτανε στὰ μάτια τῶν δασκάλων.
Ἄνθρωποι ὑπάρχουνε πολλοὶ ποὺ θέλουν τὴ φιλία·
τὸ κάνουν γιὰ συμφέρον τους κι ὄχι φιλανθρωπία.
Τὸν ἄνθρωπο τὸν πλούσιο τὸν πλησιάζουν φίλοι,
ποὺ ἔχει λίρες ἀρκετὲς δεμένες στὸ μαντήλι.
Ὅταν τελειώσουν τὰ λεπτὰ κι ὅταν τὶς λίρες χάσει
οἱ φίλοι φεύγουν μακριά, τὸν ἔχουνε ξεχάσει.
Ἐνῷ ὁ φίλος ὁ πιστὸς πεντάρα νὰ μὴν ἔχει,
ἀπὸ ἀγάπη φίλο του σὲ ὅλα τὸν προσέχει.
Θὰ πάει στὴν ἀνάγκη του, σὰν εἶναι στὸ κρεββάτι,
νὰ τὸν κυτάξει ὁ γιατρός, νὰ τοῦ προσφέρει κάτι.
Ἔχει λοιπὸν διαφορὰ ὁ ἕνας ἄπ᾿ τὸν ἄλλο
θέλει νὰ δεῖ τὸ φίλο του, νὰ πάρει τὸ ρεγάλο.
Ὅμως τὸ φίλο τὸν πιστὸ ποὺ θέλει τὸ καλό σου
θὰ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾷς ὅπως τὸν ἑαυτόν σου.
Ἴσως σου κάμει ἔλεγχο γιὰ ἐλαττώματά σου,
θέλει νὰ εἶναι ὁ Θεὸς παντοτινὰ κοντά σου.
Λοιπὸν τὸ φίλον τὸν πιστὸν ποτὲ μὴ λησμονήσεις
ὁ Κύριος τὸν ἔστειλε νὰ τὸν εὐχαριστήσεις.
22η Ἀρετὴ
Η ΟΜΟΝΟΙΑ
Καὶ πάλι ἐδῶ ἄλλο ρητὸ λέγει:
«ἡ ὁμόνοια φτιάχνει σπίτι κι ἡ διχόνοια τὸ χαλάει».
Εἶναι ὡραῖο τὸ ρητὸ ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια
τὸ βλέπομε ἄπ᾿ τὴ ζωή, δὲν εἶναι παραμύθια.
Ἂς πάρομε παράδειγμα νεόνυμφο ζευγάρι,
ὁ ἄνδρας τὴ γυναῖκα του μὲ γάμο ἔχει πάρει.
Ἂν συμφωνοῦν οἱ γνῶμες τους, ζωὴ χρυσὴ θὰ ζοῦνε
καὶ μόνο μὲ ὁμόνοια θὰ εὐχαριστηθοῦνε.
Ἐὰν ὁ ἕνας λέγει ῾ναί῾, δὲ συμφωνεῖ ὁ ἄλλος,
ἀντάρα τότε γίνεται καὶ πόλεμος μεγάλος.
Καὶ τότε στὴν ἀντίρρηση θὰ στεναχωρηθοῦνε
κι ἂν συνεχίσει τὸ κακὸ μπορεῖ νὰ χωριστοῦνε.
Χρειάζεται ὁμόνοια, χρειάζεται ἀγάπη
δυὸ γνῶμες μιὰ νὰ γίνεται, νὰ σβήνονται τὰ λάθη.
Ὅλη ἡ οἰκογένεια νὰ ῾χεῖ τὴν ἴδια γνώμη
κι ὅποιος φταίει τ᾿ ἀλλουνοῦ νὰ τοῦ ζητᾶ συγγνώμη.
Ἂς ποῦμε δύο ἔμποροι μὲ τὸ κατάστημά τους
μὲ μία γνώμη τ᾿ ἄνοιξαν γιὰ τὰ συμφέροντά τους.
Μὰ δὲν ταιριάζει ἡ γνώμη τους, ὅταν διαφωνήσουν,
σίγουρα τὸ κατάστημα ἐτότες θὰ τὸ κλείσουν.
Στὸν κόσμο γίνονται πολλά, ἄνθρωπος νὰ προσέξει,
ἅμα σὲ βρίζει ἄνθρωπος ἐσὺ μὴ βγάλεις λέξη.
Τότε ἐσὺ τὸν νίκησες κι εἶσαι εὐχαριστημένος,
ὁ ἄλλος μὲ τὸν τρόπο του θὰ φύγει ντροπιασμένος.
Ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴ ζωὴν ὁμόνοια γιὰ νὰ ῾χεῖ,
πρέπει νὰ ἔχει ὑπομονὴ εἰς ὅ,τι κι ἂν τοῦ λάχει.
Γιὰ νὰ εἶναι πάντα νικητής, ὁμόνοια νὰ ἔχει,
στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια τοῦ πάντοτε νὰ προσέχει.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο χρειάζεται ἀγάπη,
ὅταν τὸν ἄλλο συγχωρεῖ, ποὺ τοῦ ἔχει κάνει κάτι.
Κύριε, ποὺ μᾶς δίδαξες ὁμόνοια, εἰρήνη,
συγχώρεσε τὰ λάθη μας ποὺ ῾σαὶ δικαιοσύνη.
Γιατὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ὅλοι, γεμάτοι λάθη·
Σοὺ εἴμαστε εὐγνώμονες, μᾶς γιάτρεψες τὰ πάθη.
23η Ἀρετὴ
Η ΠΡΑΟΤΗΤΑ
Εἰς τοὺς μακαρισμοὺς ὁ Κύριος μας λέγει:
«Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆ».
Ἂς δοῦμε ποίους ὁμιλεῖ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου
τὸ γράφει ἀπολυτίκιον Νικόλαου ἁγίου.
Ἂς πάρουμε παράδειγμα ἄπ᾿ τοῦ ἁγίου βίο,
νὰ γράψω λίγες ἀρετὲς σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο.
Ἦταν κανόνας πίστεως, πραότητος εἰκόνα
δὲ βρίσκεις τέτοιον ἄνθρωπο σὲ τοῦτο τὸν αἰῶνα.
Πρᾶος γίνεται ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἔχει ἠρεμία,
καὶ τὴ ζωὴ εὐάρεστη μὲ θεία εὐλογία.
Ἥσυχος σὰν τὸ πρόβατο, ποτὲ τοῦ δὲ θυμώνει
καὶ ὅταν τὸν στεναχωροῦν κανένα δὲ μαλώνει.
Ἔχει ἤρεμη συνείδηση, γεμάτος καλοσύνη
καὶ γιὰ σκοπὸ πάντοτε τὴν ἐλεημοσύνη.
Τοῦ ἁγίου Νικολάου τὸ βίο σὰν διαβάσεις,
ἄπ᾿ τὰ πολλά του θαύματα μετανοεῖς, θὰ κλάψεις.
Τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε Χριστὸς καὶ Παναγία.
Ἐρωτῆσαν ἅγιο ποία ἦταν ἡ αἰτία
καὶ βρέθηκε στὴ φυλακὴ καὶ εἶναι τιμωρία.
Ὁ ἅγιος ἀπάντησε: ῾γιὰ τὴ δικὴ Σου ἀγάπη,
μὲ δίχως ἄλλο ἔγκλημα νὰ ἔχω κάνει κάτι.῾
Κι ὁ Κύριος στὸν ἅγιο σὰν δῶρο τοῦ προσφέρει
τὸ ἅγιο εὐαγγέλιο νὰ τὸ κρατᾷ στὸ χέρι.
Στὸν ὦμο ὠμοφόριον τοῦ δίνει ἡ Παναγία,
ποὺ ῾ν ἅγιος στὴ φυλακὴ χωρὶς ἄλλη αἰτία.
Ἂς πάρομε παράδειγμα γιὰ τὴν πραότητά του
καὶ νὰ ζητοῦμε πάντοτε καὶ μεῖς βοήθειά του.
Γι᾿ αὐτὸ ὅποιος πραότητα εἰς τὴ ζωὴ τοῦ ζήσει
σίγουρα τὸν παράδεισο θὰ τὸν κληρονομήσει.
Τὸ εἶπε στόμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέει τὴν ἀλήθεια,
ὅταν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος κι ἔχει ἁγνὰ τὰ στήθια.
Ὤ! ἅγιε Νικόλαε, νάχομε τὴν εὐχή σου,
νὰ μᾶς θυμᾶσαι πάντοτε ὅλους στὴν προσευχή σου.
24η Ἀρετὴ
Η ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ
Ὅλο ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, δὲ θέλει τὴν κακία,
εἶναι πατέρας στοργικός, μισεῖ τὴν ἁμαρτία.
Καὶ θέλει κάθε Τοῦ παιδὶ νὰ βρίσκεται κοντὰ Του,
σὰν περιστέρι ἄχολο νἆναι στὴν ἀγκαλιὰ Του.
Θεέ μου πολυέλεε, πόση ἀγάπη ἔχεις,
τὰ πλάσματὰ Σου τὰ πονεῖς κι ὅλα τὰ προσέχεις.
Ἀντὶ γιὰ δῶρα μᾶς ζητᾷς τ᾿ ἁμαρτήματά σας
νὰ σβήσεις μὲ ἀγάπη σου ὅλα τὰ πταίσματά σας.
Ἂν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ νὰ καταλάβει,
θὰ ῾κλαιγε ἀπὸ συγκίνηση ἄπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ.
Ὤ! πόσο σὲ πικραίνομε, σὰν κάνομε ἁμαρτία,
γιὰ ἀνθρώπους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐγίνηκες θυσία.
Ἔχυσες τίμιο αἷμα Σου ἐπάνω στὸ σταυρό σου,
νὰ παίρνουμε παράδειγμα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου.
Κατόπιν ἄλλο παράδειγμα μᾶς ἔδωσες καὶ πάλι
εἰς τὸν σταυρὸν κρεμάμενος μὲ ἀγκάθια στὸ κεφάλι.
Παρακαλεῖς πατέρα Σου νὰ μὴν τοὺς τιμωρήσει
τοὺς σταυρωτές Σου κι ἐχθροὺς ὅλους νὰ συγχωρήσῃ.
Ἂς δοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεῖο παράδειγμὰ Του,
νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ῾ναὶ κι αὐτοὶ παιδιὰ Του.
Ὅ,τι σου φταῖνε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὰ ἀλησμονήσεις,
ποτὲ μὲς στὴν ψυχοῦλα σου κακία μὴν ἀφήσεις.
Τὸ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦμε,
κακία μέσα στὴν καρδιὰ μὴν ἔχομε ὅσο ζοῦμε.
Ὅταν θὰ συγχωρέσομε ἐχθρὸ μὲ τὴν καρδιά σας,
θὰ σβήσει κι ὁ πατέρας μᾶς τ᾿ ἁμαρτήματά σας.
Ἐὰν δὲ συγχωρέσομεν, δὲ θὰ συγχωρεθοῦμε·
τότε θὰ κλαῖμε ἀνώφελα, δὲ θὰ ὠφεληθοῦμε.
Θὰ κλείσω μὲ μίαν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστός μας·
πρέπει νὰ τὴν ἀκούσομεν, γιατὶ εἶναι γιὰ καλό μας.
Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον γράφει:
«Τὶ γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ;
Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»
Λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Εὐλάβεια κι εὐσέβεια εἶναι ἡ ἴδια λέξη,
ἔχουνε ἱερὸ σκοπὸ κανεὶς μὴν τοὺς μπερδέψει.
Ἂς ποῦμε τὴν εὐλάβεια ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη
κι ἄλλη εἶναι σεβαστὴ ὕστερα ἡ μιὰν ἄπ᾿ τὴν ἄλλη.
Εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ νὰ ἔχομε στὰ Θεῖα
καὶ προπαντὸς σὰν εἴμαστε μέσα στὴν ἐκκλησία.
Στὴν ἐκκλησία πηγαίνομε, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε,
κι ὅ,τι ἀνάγκη ἔχομε Θεοῦ νὰ τὸ ζητοῦμε.
Χρειάζεται εὐλάβεια καὶ προσοχὴ μεγάλη
εἶναι ὁ τόπος ἱερὸς μὴ συζητᾷς μὲ ἄλλοι.
Στὸν τόπο αὐτὸ τὸν ἱερὸ γίνεται Λειτουργία
διὰ ἀνάπαυση ψυχῶν καὶ ζωντανῶν ὑγεία.
Ὁ Κύριος ἀπὸ ψηλὰ τὶς σκέψεις μας τὶς βλέπει,
νὰ αἰσθανθῇ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὅπως πρέπει.
Καὶ θέλει ὅλες οἱ ψυχὲς νὰ βρίσκονται κοντὰ Του,
νὰ προσευχόμεθα θερμὰ στ᾿ ἅγιον ὄνομὰ Του.
Ψυχὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ παίρνει χαρὰ μεγάλη,
π᾿ ἀκούει ψάλτη καὶ παπὰ εἰς τὸν Θεὸν νὰ ψάλῃ.
Τέτοια τροφὴ θέλει ἡ ψυχή, ὕμνους καὶ ψαλμῳδία,
εἶναι πνευματικὴ τροφὴ ποὺ δίνει ἡ ἐκκλησία.
Ὁ νοῦς νὰ εἶναι στὸ Θεό· μιὰ συμβουλὴ ἀκόμα
τὰ αὐτιά σας νἆναι ἀνοικτὰ ἀλλὰ κλειστὸ τὸ στόμα.
Νὰ κάνομε προσεκτικὰ πάντοτε τὸ σταυρό μας
καὶ σεβασμὸ νὰ ἔχομε πάντα στὸ διπλανό μας.
Ὅλοι ἀδέλφια εἴμαστε, ἕναν ἔχομε πατέρα
καὶ χαίρεται στὴν ἐκκλησιὰ σὰν πᾶμε κάθε μέρα.
Διὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ λένε ἅγιοι πατέρες
νὰ μὴν πηγαίνει ὁ χριστιανὸς τὸ χρόνο πέντε μέρες.
Κάθε ἑβδομάδα Κυριακὴ π᾿ ἀκοῦμε τὴν καμπάνα
καλεῖ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς στὴ στοργική μας μάνα.
Δὲ μᾶς βιάζει ὁ Θεός, ζητᾷ τὴ θέλησή μας,
γιὰ μᾶς ἐθυσιάστηκε νὰ σώσει τὴν ψυχή μας.
26η Ἀρετὴ
Η ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ
Θεὸς εἶναι πολυεύσπλαχνος σ᾿ ὅλα τὰ πλάσματὰ Του,
θέλει γιὰ τὸ συμφέρον μᾶς ν᾿ ἀκοῦμε ἐντολάς του.
Καὶ ὄχι μόνο ἀκοὴ νὰ ἔχομε στὰ Θεῖα
νὰ κάνομε ἐφαρμογή, αὐτὸ ἔχει τὴν οὐσία.
Ὁ Κύριος παράδειγμα ὁ ἴδιος ἔχει δώσει
κι εὔκολα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐφαρμόσει.
Ὅταν θὰ ποῦμε στὸ φτωχὸ ψωμὶ ποὺ μᾶς ζητάει
νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεὸς νὰ εὕρει καὶ νὰ φάει,
τότε τὸν ἐχορτάσαμε μὲ λόγια χορτασμένος
κι ἔφυγε ἄπ᾿ τὴν πόρτα μᾶς ἔρημος, λυπημένος.
Αὐτὰ τὰ γράφει ὁ ἀπόστολος εἰς τὴν ἐπιστολή του,
ὁ θεολόγος τοῦ Χριστοῦ φίλος καὶ μαθητής Του.
Ἀγάπη θέλει ὁ φτωχὸς κι ὄχι ὡραία λόγια
τροφὴ γιὰ τὸ στομάχι του κι ὄχι κομπολόγια.
Δῶσε τοῦ μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ νὰ φάει καὶ νὰ ζήσει,
τότε ἡ εὐσπλαχνία σου θὰ τὸν εὐχαριστήσει.
Στὸ δρόμο ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς βλέπεις τραυματισμένο,
μὴν τὸν ἀφήσεις ἔρημο καὶ παραπονεμένο.
Νὰ μιμηθεῖς τὸν Κύριο, τὴν Ἱεριχῶ περνοῦσε
ἄνθρωπο χτύπησαν λῃστὲς βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσε.
Δὲν πέρασε ἀδιάφορος τότε ὁ Κύριός μας
μᾶς ἔδωσε παράδειγμα διὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Στὸ ζῷο τὸν ἐκάθησε καὶ προχωροῦν οἱ δύο
σὲ λίγη ὥρα ἔφθασαν εἰς τὸ νοσοκομεῖο.
Καὶ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ λέγει στὸ νοσοκόμο
κάνε τὸν ἄρρωστο καλὰ τὸν κόπο σου πληρώνω.
Ἔτσι νὰ κάνομε κι ἐμεῖς ἀπὸ φιλανθρωπία,
σὰν ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος κι ἔχει δυστυχία.
Νὰ εἴμαστε φιλεύσπλαχνοι, γεμάτοι καλοσύνη
μὲ ἀγάπη σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ κι ἐλεημοσύνη.
Καὶ τότε ἀπὸ τὸ Θεὸν θὰ ἔχομε εὐλογία
θὰ μᾶς πληρώσει ἐν καιρῷ στὴν Ἄνω Βασιλεία.
27η Ἀρετὴ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Σὰν σκλαβωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ φθάσει στὴ δουλεία,
ἐτότε θὰ τὸ αἰσθανθεῖ πιὰ εἶναι ἡ ἐλευθερία.
Γιὰ πήγαινε στὴ φυλακὴ ἄνθρωπο νὰ ρωτήσεις
καὶ θὰ ἀκούσεις ἀπ᾿ αὐτὸν ὡραῖες ἀπαντήσεις.
Θὰ ἀκούσεις ἄπ᾿ τὸ στόμα του, πῶς εἶναι ἡ δουλεία,
ποὺ πρὶν νὰ μπεῖ στὴ φυλακὴ εἶχε ἐλευθερία.
Πουλιά, ἂν εἴχανε φωνὴ ποὺ ῾ν στὸ κλουβὶ κλεισμένα,
θὰ σοῦ ἔλεγαν τὸν πόνο τους σὰν παραπονεμένα.
Πρὶν νὰ τὰ κλείσουν στὸ κλουβὶ πετοῦσαν στὸν ἀέρα,
γιατὶ εἴχανε τὴ λευτεριὰ τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ κλουβὶ τώρα ποὺ κελαηδοῦνε
τραγοῦδι κάνουν πόνο τους, τὴ λύπη νὰ ξεχνοῦνε.
Ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ κάνει ἁμαρτία
δουλώνεται στὰ πάθη του, χάνει ἐλευθερία.
Ἀσώτου τὴν παραβολὴ ἂς πάρομε καὶ τώρα,
ἔφυγε ἄπ᾿ τὸ σπίτι του νὰ ζεῖ σὲ ξένη χώρα.
Στὸ σπίτι τοῦ ἐνόμιζε πῶς εἶναι σκλαβωμένος
κι ἂν ἐζοῦσε μακριὰ θὰ ῾ναὶ εὐχαριστημένος.
Ἐζήτησε ὁ δυστυχὴς νὰ βρεῖ ἐλευθερία
κι ὅταν ἐδοκίμασε βρῆκε φρικτὴ δουλεία.
Γί᾿ αὐτὸ ὁ κάθε ἄνθρωπος νἆναι εὐχαριστημένος,
ποὺ μὲ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶν᾿ ἐλευθερωμένος.
Γιατὶ πρῶτα ἐζούσαμε δοῦλοι στὴν ἁμαρτία,
σὰν φύγαμε ἄπ᾿ τὸν Θεὸν κι εἴχαμε ἀνταρσία.
Λυπήθηκε τὸ πλάσμα Τοῦ ὁ στοργικὸς Πατέρας
μᾶς ἔβγαλε ἄπ᾿ τὴ σκλαβιὰ καὶ φύσηξε ἀγέρας.
Ἀκόμη καὶ τὸ ἔθνος μας ποὺ ἦταν σκλαβωμένο
καὶ τετρακόσια χρόνια στήν τουρκιὰ ἦταν ὑποδουλωμένο,
Θεὸς μᾶς ἐλυπήθηκε, ἔδωσε ἐλευθερία
ὅπλισε τοὺς προγόνους μας κι ἔφυγε ἡ δουλεία.
Ἄνθρωπε, πέταξε ψηλὰ νὰ βρεῖς ἐλευθεριά σου
καὶ στὸν Πατέρα μᾶς Θεὸ ἄνοιξε τὴν καρδιά σου.
Καὶ νὰ τοῦ πεῖς: ᾿᾿Πατέρα μου, πάλι ἦρθα κοντὰ Σου
εἶμαι ὁ ἄσωτος υἱός, νὰ μπῶ στὴν ἀγκαλιὰ Σου;᾿᾿
Εἶναι Πατέρας σπλαχνικὸς καὶ θὰ σὲ ἀγκαλιάσει
θὰ σοῦ χαρίσει λευθεριὰ καὶ θὰ σὲ ἡσυχάσει.
28η Ἀρετὴ
Η ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ
Ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐγνώμονας ἔχει φιλοτιμία,
τὴ δείχνει στὸν πλησίον του ἀπὸ εὐχαριστία.
Ἂς πάρομε παράδειγμα· σὰν κάτι σου δωρίσουν
φίλοι σου εἴτε συγγενεῖς, γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσουν,
ἐσὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτοὺς τὸ δῶρο θὰ κρατήσεις,
ἔστω κι ἂν εἶναι ἀσήμαντο, θὰ τοὺς εὐχαριστήσεις.
Τὸ δῶρο εἰς τὸν ἄνθρωπο σὰν κάνουνε πεσκέσι
θέλει ἀπὸ φιλότιμο κάτι νὰ τοὺς φιλέψει.
Τοῦ πάνε δῶρο φαγώσιμο, αὐτὸς ἀγρὸ δὲν ἔχει,
θὰ βρεῖ τὶ τοῦ χρειάζεται μὲ ὅ,τι ἄλλο ἔχει.
Θὰ δώσει ὡς ἀντάλλαγμα μιὰ τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα
ποὺ θὰ κρατᾷ τὸ δῶρο του, περίπου ἕναν αἰῶνα.
Ἂν τύχει κι εἶναι ἄνεργος, τὸν βάζουν σὲ ἐργασία·
θέλει ἀπὸ φιλότιμο νὰ δείξει εὐεργεσία.
Ἔστω δυὸ τριαντάφυλλα θέλει νὰ τοῦ προσφέρει,
δείχνει φιλοτιμία τοῦ ὁ ἄλλος νὰ τὸ ξέρει.
Κάποιος πῆγε κάποτε σ᾿ ἕνα μοναστῆρι
τὸν κέρασαν καφέ, γλυκό, νερὸ μὲς στὸ ποτῆρι.
Κι ὅταν ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει ὁ ἐπισκέπτης
εἶδε καὶ τοῦ ἑτοίμαζαν καὶ δῶρα γιὰ τὴν τσέπη.
Ὁ ἐπισκέπτης ἀπαντᾷ: ῾ἦρθα μὲ ἄδεια χέρια
καὶ δῶρα δὲν σᾶς ἔφερα, κάτι στὰ περιστέρια.῾
Καὶ τοῦ ἁπαντὰ μιὰ μοναχή, ἔφερες τὴν ἀγάπη·
λυπήθηκε ὁ προσκυνητής, ποὺ δὲν κρατοῦσε κάτι.
Ὅμως σὰν πέρασε καιρὸς στέλνει ἕνα βιβλίο,
ὠφέλιμο, χριστιανικὸ μὲ τῶν ἁγίων βίο.
Ἤθελε ἀπὸ φιλότιμο νὰ τὴν εὐχαριστήσει
γιὰ τὴ φιλοξενία τῆς σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶχαν δείξει.
Εἶναι ἀλήθεια γεγονός, γί᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ γράφω,
ποὺ ἀγαπῶ φιλότιμο ποιὸ εἶναι νὰ τὸ μάθω.
Μιὰ χάρη σὰν μᾶς κάνουνε, νὰ τοὺς εὐχαριστοῦμε,
τότε καὶ τὸ φιλότιμο δικό μας θὰ τὸ δοῦνε.
29η Ἀρετὴ
Η ΣΤΟΡΓΗ
Σκεφθήκαμε πόση στοργὴ ἔχει ὁ Θεὸς πατέρας,
ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς ἀτμοσφαίρας.
Ὅπως ἡ κλῶσα τὰ πουλιὰ μὲ τὰ φτερὰ σκεπάζει,
ἔτσι κι ὁ ἅγιος Θεὸς ὅλους μας κοιτάζει.
Προσέχει μὴν τοῦ φύγουμεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ Του,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷ πολύ, ποὺ εἴμαστε πλάσματὰ Του.
Κι ὅσον παραβαίνομε τὸ θεῖο πρόσταγμὰ Του,
θέλει νὰ ἐπιστρέψομε, νὰ εἴμαστε κοντὰ Του.
Στὸν ἄνθρωπο καταστροφὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία·
ἂς δοῦμε τοὺς πρωτόπλαστους ποὺ ἦταν ἡ αἰτία.
Πρῶτα εἰς τὸν παράδεισο εἴχανε πρώτη θέση,
δὲν τήρησαν ὑπακοή, φύγανε ἄπ᾿ τὴ μέση.
Γιὰ ἐκείνη τὴν παρακοὴ ἔκλαιγαν νύκτα μέρα,
φύγανε ἄπ᾿ τὰ ἀνθόκρινα καὶ πέσανε στὴν ξέρα.
Μὰ τοὺς λυπήθηκε ὁ Θεὸς κι ὅλων ἀνθρώπων γένος,
στὴ γῆ υἱὸν Τοῦ ἔστειλε σὰν ἄνθρωπος σὰν ξένος.
Ἐσήκωσε μὲ τὸ σταυρὸ ὅλων ἀνθρώπων βάρη,
ἄνθρωπος τὸν παράδεισο νὰ τόνε ξαναπάρει.
Πικραίνομε τὸν Κύριο, σὰν κάνομε ἁμαρτία,
ὁ ἴδιος τιμωρήθηκε νὰ σβήσει ἡ αἰτία.
Δὲ θυσιάστηκε ἄνθρωπος γιὰ οἰκογένειά του,
Θεὸς θυσία ἔκανε νὰ σώσει τὰ παιδιὰ Του.
Νὰ εὐχαριστήσομε τὸν εὔσπλαχνο Πατέρα,
πάντα νὰ Τὸν δοξάζομε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Καὶ πάλι μᾶς συγχωρᾷ μετὰ τὴν ἁμαρτία,
σὰν πέσομε ὡς ἄνθρωποι ἀπὸ ἀδυναμία.
Μᾶς ἔδωσε ἕνα φάρμακο, ἂν θέλουμε νὰ σωθοῦμε,
ὁσάκις ἁμαρτήσουμε, νὰ τὸ μετανοοῦμε.
Νὰ ποῦμε ἁμαρτίες μᾶς κάτω ἄπ᾿ τὸ πετραχῆλι,
νὰ πάρουμε συγχώρεση ἄπ᾿ τοῦ παπᾶ τὰ χείλη.
Καὶ ὅταν κοινωνήσομε μὲ Θεία Κοινωνία,
νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μακροθυμία.
30η Ἀρετὴ
Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Ἐφόσον ζοῦμε στὴ γῆ καὶ στὴ ζωὴ ἀκόμη,
ὅταν σ᾿ ἀνθρώπους φταίξαμε, νὰ λέμε τὸ συγγνώμη.
Κανεὶς δὲν εἶναι τέλειος ποὺ νὰ μὴν κάνει λάθη,
γιατὶ μᾶς κυριεύουνε κακίες καὶ τὰ πάθη.
Πλασμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀγάπη γιὰ νὰ ἔχει,
καὶ πρέπει τὸν πλησίον του πάντοτε νὰ προσέχει.
Συμβαίνουν στὴ ζωὴ πολλὰ πράγματα, περιστάσεις,
καὶ πρέπει προσοχὴ πολὺ πάντα μαζί σου νὰ ῾χεις.
Ὅταν σου φταίξει ἄνθρωπος, πρῶτος νὰ πεῖς συγγνώμη
καὶ τότε τόνε κέρδισες γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη.
Μὴν ἔχομε ἐγωισμό, νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση
καὶ τότε τὴν ταπείνωση νὰ φέρει ὅποιος ἔχει.
Τσακώνονται δυὸ ἄνθρωποι, εἶναι καυγᾶς μεγάλος,
ἕνας νὰ σβήσει τὴ φωτιὰ καὶ θὰ κοπεῖ ὁ σάλος.
Φταίξιμο πᾶρε ἀλλουνοῦ καὶ πὲς τὸ ῾ἐγὼ φταίω῾,
τὸν ἑαυτόν σου νὰ θωρεῖς πάντοτε τελευταῖο.
Ἐτότε στὴ συνείδηση ἐσὺ εἶσαι ἐντάξει
κι ἀμέσως τὸν ἀντίπαλο τὸν ἔβαλες σὲ τάξη.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ διὰ συνάνθρωπό μας,
νὰ πάρομε ἕνα μάθημα διὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Ἂν σὲ ραπίσει ἄνθρωπος στὸ ἕνα μάγουλό σου
καὶ δεχθεῖς κι ἀπὸ τὰ δυό, νίκησες τὸν ἐχθρό σου.
Ἂν συνεχίσει ὁ καυγᾶς, ὁ ἕνας θὰ νικήσει,
ἀλλὰ γί᾿ αὐτὸ ποὺ ἔπραξε θὰ τὸ μετανοήσει.
Στὸ στῆθος ἡ συνείδηση πάντα θὰ τὸν ἐλέγχει,
γιατὶ πάντα ταράζεται, ἀνησυχία ἔχει.
Γί᾿ αὐτὸ χρειάζεται συχνὰ νὰ λέμε τὸ συγγνώμη,
κι ὅταν ἐμεῖς δὲ φταῖμε μὲ τὴ δική μας γνώμη.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινὸς εἶναι σὲ κάθε τόπο
παράδειγμα μὲ τρόπο τοῦ τῶν ἄλλων τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ πάντα θὰ ῾ναὶ νικητής, σὰν λέει τὸ συγγνώμη,
κι ὅλοι θὰ ἀσπάζονται τὴν ἰδικὴ τοῦ γνώμη.
31η Ἀρετὴ
Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Τελειώσανε τὰ ποιήματα, σελίδα τελευταῖα
ποὺ στὸ βιβλίο γράφτηκαν ἀπὸ τὸ συγγραφέα.
Ὅμως μὲ μιὰν ἐξήγηση ὅλα εἶναι γραμμένα
τὰ ἔχει πάρει δανεικὰ κι ὅλα εἶναι ξένα.
Ἐγὼ μόνο ἁμαρτίες μου κι ἐλαττώματά μου
καὶ πάθη, ἀδυναμίες μου ξέρω εἶναι δικά μου.
Ὅλα τὰ παραδείγματα κι οἱ συμβουλὲς ποὺ γράφω,
δὲν κάνω τὸ διδάσκαλο οὔτε συμβολαιογράφο.
Εἶναι παρμένα ἄπ᾿ τὴ Γραφὴ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη
κι ἂς διαβάσει ὁ ἄνθρωπος μικρὴ δροσιὰ νὰ πάρει.
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ἔχει μεγάλη δόξα,
καὶ βγάζει πάντα ἄχρηστά του σατανᾶ τὰ τόξα.
Φθονεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπο, δὲ θέλει τὸ καλό του
οὔτε καὶ θέλει τὸ Θεὸ γιὰ διδάσκαλό του.
Τὸ ξέρει πῶς θὰ κολαστεῖ, δὲ δίνει σημασία
ἔχει ὑπερηφάνια, μάνα τὴν ἁμαρτία.
Ἂς τὸν περιφρονήσουμε τὸ βδελυρὸν ἐχθρό μας,
ποὺ τὴν ψυχὴ μᾶς πολεμᾷ, δὲ θέλει τὸ καλό μας.
Εὐτυχισμένοι εἴμαστε ποὺ ἔχομε Πατέρα,
ἄγγελοι Τὸν δοξολογοῦν τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, τ᾿ ἅγιο ὄνομὰ Σου
ποὺ πάντα εἶσαι ἄκακος στ᾿ ἁμαρτωλὰ παιδιὰ Σου.
Γῆ, οὐρανὸ καὶ θάλασσα ἐστόλισες ὡραία
κι ἑτοίμασες ἄλλη ζωή, αἰώνια, σπουδαία.
Ἐκεῖ καλεῖς τὸν ἄνθρωπο νὰ τὴν κληρονομήσει,
ὅταν τὸ Θεῖο Νόμο Σου στὴ γῆ ἐδῶ τηρήσει.
Ἡ Παναγία Δέσποινα, ποὺ βρίσκεται κοντὰ Σου,
νὰ μεσιτεύει καὶ γιὰ μᾶς τ᾿ ἁμαρτωλὰ παιδιὰ Σου.
Μετὰ Θεὸν τὸ θάρρος μᾶς εἶναι ἡ Παναγία
κι ἅγιοι πρεσβεύουνε γιὰ μᾶς τὴ σωτηρία.
Ἔλεος κάνε, Κύριε, γιὰ ἁμαρτήματά σας,
συγχώρεσε καὶ σβῆσε ὅλα τὰ σφάλματά σας.
Σὲ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, οὐράνιε Πατέρα,
πάντα νὰ σὲ δοξάζομε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Ἔδωσε εἰς τὸν ἄνθρωπον Θεὸς πέντε αἰσθήσεις
τοῦ εἶπε: ῾μὲ καλὸ σκοπὸ νὰ τὶς χρησιμοποιήσεις.῾
Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος αἰσθήσεις ποὺ ῾χεῖ πάρει
εἰς τὸν ἴδιον του τὸν ἑαυτὸ νὰ βάλει χαλινάρι.
Πέντε εἶναι οἱ αἰσθήσεις ποὺ πρέπει νὰ προσέξει,
ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἁφή, ὄσφρησις καὶ γεύση.
Στὶς αἰσθήσεις ὅλες αὐτὲς νὰ κάνομε νηστεία,
πάντα νὰ τὶς προσέχομεν, νάχομεν ἐλευθερία.
Ἂς πάρομε μὲ τὴ σειρὰ τὴν ὅραση, τὰ μάτια,
ὅταν δὲν τὴν προσέξομεν κάνει ψυχὴ κομμάτια.
Ὁ βασιλέας ὁ Δαβὶδ μόνο μ᾿ ἕνα βλέμμα
σὰν τὸ συγκατατέθηκε κι ἔπεσε στὸ πταῖσμα.
Τὴν ἡδονὴ ὁ ἄνθρωπος νομίζει εὐτυχία,
δάκρυα ὅμως ἕπονται, νὰ φύγει ἡ ἁμαρτία.
Γί᾿ αὐτὸ λοιπὸν χρειάζεται στὰ μάτια χαλινάρι,
ὅταν κοιτάζουν πονηρὰ χάνομε θεία χάρη.
Ὅ,τι εἶναι ἁγνὸ κι ὠφέλιμὸ τὰ μάτια νὰ κοιτοῦνε,
ποτὲ μὲ περιέργεια μὴν παρακολουθοῦνε.
Γιατί, ἂν δὲν προσέξουμε ὅλο αὐτὸ τὸ πρᾶγμα,
τὸ μόνο κέρδος θὰ ἔχομε τὴ λύπη καὶ τὸ κλάμα.
Ἂς δοῦμε καὶ τῆς ἀκοῆς τὴν αἴσθηση λιγάκι,
τὸ τὶ πρέπει ν᾿ ἀκούσομε στὸ κάθε μᾶς αὐτάκι.
Ν ᾿ ἀκοῦμε λόγια τοῦ Θεοῦ τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα
σὰν τὸ ἁγνὸ βοσκόπουλο ποὺ παίζει τὴν φλογέρα.
Νὰ ἐκκλησιαζόμαστε πάντα στὴν ἐκκλησία,
τότε θὰ χαίρεται ἡ ψυχὴ καὶ θὰ ῾χεῖ χάρη θεία.
Τὴν ἀκοὴ τὴν ἔδωσε Κύριος στὰ παιδιὰ Του
νόμον Του νὰ τηρήσομεν καὶ τὰ θελήματὰ Του.
Νὰ μὴν τὰ ἐπιτρέπομεν οἱ χριστιανοὶ τ᾿ αὐτιά σας
ν᾿ ἀκοῦνε λόγια ἄπρεπα, λερώνουν τὴν καρδιά σας.
Καί, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος τὸν ἀδελφό του κρίνει,
ἀμέσως νὰ τὸν σταματὰ καὶ τ᾿ αὐτιὰ νὰ κλείνει.
Ἂν μ᾿ ἀγαθὸ σκοπὸ πρέπει νὰ μᾶς μιλήσει,
μὰ ἂν μιλάει γιὰ κακὸ τὸ στόμα του νὰ κλείσει.
Νὰ μὴν ἀκοῦμε ἀνόητα κουτσομπολιὸ σὰν κάνει,
μὰ σὰν λερώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὴ δική του χάνει.
Ὑπάρχουν στὴ ζωὴ πολλὰ εὐχάριστα ν᾿ ἀκούσει,
ὅταν θελήσει ὁ ἄνθρωπος Θεὸ νὰ ὑπακούσει.
Νὰ ἔχει πάντα στὴν ψυχὴ θερμὴ ἐπιθυμία,
νὰ ἀκούει εἰς τὴν ἐκκλησία τὴ θεία ψαλμῳδία.
Ἐτότε χαίρεται ἡ ψυχή, στὰ ὕψη ἀνεβαίνει
καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τὴν εὐλογία στέρνει.
Ὅταν βρεθεῖς στὴν ἐξοχή, ἄκουσε τ᾿ ἀηδόνια,
ποὺ μέρα νύκτα τὸ Θεὸν δοξάζουνε αἰώνια.
Νὰ πᾶς σὲ θεῖο κήρυγμα, ψυχὴ θὰ ὠφελήσεις
κι ὅ,τι δὲν ξέρει ὁ διπλανός, σωστὰ θὰ ἐξηγήσεις.
Ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου σὰν βρίσκεσαι ἐπίσης,
ἄνοιξε ραδιόφωνο νὰ παρακολουθήσεις.
Δίνει πνευματικὴ τροφὴ παντοῦ ἡ ἐκκλησία,
ὅταν θὰ ἔχει ὁ χριστιανὸς ὄρεξη, προθυμία.
Νὰ μὴν ἀκοῦμε ἐκπομπὲς ποὺ βλάπτουν τὴν ψυχή μας,
γιατὶ ἔχουν δηλητήριο κι εἶναι καταστροφή μας.
Καὶ γιὰ τὴν τηλεόραση καλύτερα νὰ λείπει
νὰ μὴν ὑπάρχει πουθενὰ σε χριστιανοῦ τὸ σπίτι.
Αὐτὴ τὴ νέα μας γενιὰ τὴν ἔχει καταστρέψει·
νὰ ἀκούει κάθε χριστιανὸς ὅ,τι Θεοῦ ἀρέσει.
Μιλήσαμε γιὰ ὅραση καὶ ἀκοὴ ἀκόμα
καὶ τώρα γεύση θὰ λεχθεῖ ποὺ βρίσκεται στὸ στόμα.
Στόμα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς ,τὰ δόντια νὰ μασοῦμε
καὶ μὲς στὸ στόμα γλῶσσα μας νὰ Τὸν δοξολογοῦμε.
Γί᾿ αὐτὸ ὅλα τὰ ἔκανε ὁ πλάστης μὲ σοφία
κι ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος θεία δημιουργία.
Εἶναι σπουδαῖο ὄργανο ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου,
ὅταν Θεὸν δοξολογεῖ, τιμᾷ τὸν ἑαυτόν του.
Νὰ σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, προτοῦ ὅμως μιλήσει,
νὰ ῾χεῖ χαρὰ ὁ ἄνθρωπος μὴν τὸν στενοχωρήσει.
Ἀκόμα καὶ στὴ γλῶσσα μας νὰ ῾χομε χαλινάρι,
γιατὶ σὰν εἶν᾿ ἐλεύθερη, δρόμο πολὺ θὰ πάρει.
Χρειάζεται ἐγκράτεια μεγάλη καὶ στὴ γλῶσσα,
σὰν τὰ πουλάκια τὰ μικρὰ ποὺ τὰ φωνάζει ἡ κλῶσα.
Ἡ γλῶσσα εἰς τὸν ἄνθρωπο εἶν᾿ δίκοπο μαχαῖρι,
νὰ τὴν παιδαγωγήσομε πάντα χαρὰ νὰ φέρει.
Ὁ χριστιανὸς τὴ γλῶσσα του νὰ τὴν καλλιεργήσει,
νὰ μάθει πρῶτα σιωπή, κατόπιν νὰ μιλήσει.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ δίνει χαρὰ στὸν ἄλλο
καὶ πάλι μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κάνει καυγᾶ μεγάλο.
Σὰν μάθει ἕνα μυστικό, δὲν πρέπει νὰ μιλήσει
οὔτε εἰς τὸ συνάνθρωπο νὰ τὸ ὁμολογήσει.
Μόνο ἂν εἶναι εὐχάριστο τότε μὲ ἀγάπη
κι ἂν αὐτὸ ἐπιτρέπεται ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθει.
Καλύτερα νὰ τὸ κρατᾷς μέσα τὸ μυστικό σου,
ὁ ἄλλος σὲ ἐμπιστεύτηκε, νὰ τὸ κρατᾷς δικό σου.
Πολλὰ κακὰ θὰ γλύτωναν, ἂν σώπαινε ἡ γλῶσσα,
ποὺ κάθε μέρα γίνονται μέσα στὸν κόσμο τόσα.
Ἂν θέλεις τὸν πλησίον σου πολὺ νὰ ὠφελήσεις,
δῶσε τοῦ μ᾿ ἀγάπη συμβουλή, νὰ τὸν εὐχαριστήσεις.
Πὲς τοῦ δυὸ λόγια τοῦ Θεοῦ πάντοτε μὲ ἀγάπη
καὶ τότε τόνε κέρδισες, τ᾿ ἀφαίρεσες τὰ πάθη.
Ὅταν ἀκούσεις ἄνθρωπο καὶ θεία βλαστημήσει,
σὰν τοῦ περάσει ὁ θυμός, ἡ γλῶσσα ἂς μιλήσει.
Καὶ πές του τὶ ἐκέρδισε ποὺ εἶπε βλασφημία,
ψυχῆς τοῦ ἔκανε κακὸ ποὺ ἔβρισε τὰ θεῖα.
Ἂν σὲ ἀκούσει, κέρδισες τότε τὸν ἀδελφό σου
κι ἀπὸ τὸν ἅγιον Θεὸν θὰ πάρεις τὸ μισθό σου.
Ἂν δὲν σ᾿ ἀκούσει, δὲ θὰ πᾶν᾿ τὰ λόγια σου χαμένα,
Θεὸς βλέπει τὸν τρόπο σου καὶ θὰ πληρώσει ἐσένα.
Ἀκόμα κι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δυὸ λόγια νὰ μιλήσεις
καὶ νὰ τοῦ πεῖς περαστικὰ θὰ τὸν εὐχαριστήσεις.
Λέγει τὸ Εὐαγγέλιον φωνὴ τοῦ παραλύτου
δὲν εἶχε ἕναν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μιλεῖ μαζί του.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ σὰν Θεὸς τὰ ξέρει
μιλοῦσε καὶ θεράπευε στὰ ἱερὰ τὰ μέρη.
Μᾶς ἔδειξε παράδειγμα κι ἐμεῖς νὰ συμπαθοῦμε
σ᾿ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας μὲ ἀγάπη νὰ μιλοῦμε.
Ἦταν ἁπλὸς καὶ ταπεινός, σὲ ὅλους ὁμιλοῦσε
ποὺ πλάσματά του εἴμαστε κι ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε.
Ἂς πάρουμε παράδειγμα ἀπὸ τὸν Κύριό μας,
νὰ ἀγαπᾶμε πάντοτε τὸ φίλο, τὸν ἐχθρό μας.
Αὐτὰ καὶ γιὰ τὴ γλῶσσα μας νὰ τὸ ῾χοῦμε ὑπόψη,
νὰ ῾μαστε πάντα ζηλευτοὶ στὸ πρόσωπο, στὴν ὄψη.
Καὶ γιὰ νὰ τελειώνουμε, ἡ γλῶσσα μᾶς καθόλου
ποτὲ μὴ λέγει ψέματα, γιατὶ εἶναι τοῦ διαβόλου.
Νὰ ἀνοίγομε τὸ στόμα μας, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια
καὶ τότε πάντα θὰ ἔχομε ἄπ᾿ τὸ Θεὸ βοήθεια.
ΑΦΗ
Θὰ γράψομεν γιὰ τὴν ἁφή, ποὺ εἶν᾿ αἴσθηση κι ἐκείνη,
κι ἔπειτα γιὰ τὴν ὄσφρησιν κι αὐτὴ μὴν παραμείνει.
Ἁφὴ λέγεται αἴσθησις ποὺ πιάνομε στὰ χέρια
καὶ κάθε πρᾶγμα βλέπομε τὶ ἔχει νταραβέρια.
Εἶναι σκληρὸ ἢ μαλακό, τὶ ἀξία ἔχει,
κάνει ἔρευνα ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα τὰ προσέχει.
Τὰ χέρια εἰς τὸν ἄνθρωπο παίζουν μεγάλο ρόλο
ἔχουν κι αὐτὰ δύο μαζὶ ἀγάπη – πυροβόλο.
Ὅπως θελήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ μεταχειρίσει,
σκέπτεται πρῶτα μὲ τὸ νοῦ πάντα, προτοῦ ἀρχίσει.
Ἂς ποῦμε πρῶτα γιὰ καλό, μὲ χέρια ὅταν δίνει
κι ἂς πάρομε παράδειγμα τὴν ἐλεημοσύνη.
Χαίρεται τότε ἡ ψυχὴ ποὺ δίνουνε τὰ χέρια
καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ σατανᾶ καρφώνονται μαχαίρια.
Γιατὶ αὐτὸς πολὺ μισεῖ τὴν ἐλεημοσύνη,
τοῦ ἐλεήμονα ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες σβήνει.
Εὐρήκαμεν ἕνα καλὸ ποὺ ἄνθρωπος μὲ τὸ χέρι
στὸν ἄρρωστο καὶ στὸν πτωχὸ βοήθεια τοῦ προσφέρει.
Ἂς δοῦμε κι ἄλλο ἀγαθὸ ποὺ ἄνθρωπος τὸ κάνει
κι ἀφήνει ὄνομα καλό, ἀκόμα κι ἂν πεθάνει.
Εἶναι ἕνας ἀγράμματος, πεινᾷ καὶ ὑποφέρει,
μὲ χριστιανὸ συγκατοικεῖ, τὸ βίο τοῦ τὸν ξέρει.
Τεχνίτης εἶν᾿ ὁ γείτονας, λέγει στὸ διπλανό του
νὰ τόνε μάθει τέχνη του, νὰ ζεῖ τὸ σπιτικό του.
Κι ἔτσι αὐτὸς τὸ τάλαντο τὸ πολλαπλασιάζει
καὶ δὲν ἀκούει τὸ γείτονα ποτὲ ν᾿ ἀναστενάζει.
Θὰ πάει νὰ δεῖ τὸν ἄρρωστο ποὺ εἶναι στὸ κρεβάτι
καὶ τότε μὲ τὸ χέρι του θὰ τοῦ προσφέρει κάτι.
Θὰ τοῦ ψωνίσει φάρμακα καὶ τρόφιμα, ἂν θέλει,
καὶ τότε στὰ οὐράνια θὰ χαίρονται οἱ ἀγγέλοι.
Ἀκόμα στὸ συνάνθρωπο θὰ δώσει ἕνα βιβλίο,
νὰ μάθει Ἁγία Γραφὴ καὶ τοῦ ἁγίου βίο.
Εὐλογημένος ἄνθρωπος ποὺ τὸ καλὸ προσφέρει,
ψυχοῦλα τοῦ ψηλὰ πετὰ σὰν ἄσπρο περιστέρι.
Ἀμέτρητα εἶν᾿ τὰ καλὰ ὁ ἄνθρωπος, σὰν θελήσει,
ποὺ κάνει μὲ τὰ χέρια του, ὁ διπλανὸς νὰ ζήσει.
Μιλήσαμε γιὰ τὰ καλὰ ποὺ κάνουνε τὰ χέρια,
μὰ δυστυχῶς εἶν᾿ καὶ κακὰ ποὺ πιάνουνε μαχαίρια.
Τὸν Κάϊν ὡς παράδειγμα ποὺ ἐπίασε στὸ χέρι
ἀθῷο Ἄβελ ἔσφαξε μὲ δίκοπο μαχαῖρι.
Δὲν εἶναι Κάϊν δυστυχὴς ὅμως σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο,
φθόνος καὶ μῖσος ρίζωσε εἰς τὴν καρδιὰ ἀνθρώπων.
Ἀκοῦμε καθημερινά του κόσμου τὴν κακία,
σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο γίνεται καὶ φθόνος καὶ λῃστεία.
Ἀφοῦ ἡ ἐντολὴ Θεοῦ μᾶς λέγει μὴ φονεύσεις,
γιατὶ τοῦ ἄλλου τὴ ζωὴ ζητᾷς νὰ ἀφαιρέσεις;
Ἔπειτα εἰς τὴ φυλακὴ κι ἐσὺ θὰ κατοικήσεις,
θὰ τρέμεις σ᾿ ὅλη τὴ ζωή, δὲ θὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις.
Ἀκόμα μὲ τὸ χέρι ὁ ἄνθρωπος ὅταν κλέψει,
θὰ πρέπει μὲ τὸ μυαλὸ τὴν πράξη νὰ ἐλέγξει.
Νὰ φέρει ὡς παράδειγμα, θέλει στὸ σπιτικό του
νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν μὲ κλοπὴ τὸ πρᾶγμα τὸ δικό του;
Τὸ λέγει ὁ Κύριος καθαρὰ ὅ,τι μισεῖς μὴν κάνεις,
γιατὶ λερώνεις τὴν ψυχὴ καὶ τὸ Θεὸ προσβάνεις.
Οἱ ἁμαρτίες εἶναι πολλὲς ποὺ κάνουνε τὰ χέρια
καὶ μόνο μὲ ἐξομολογήση γίνονται περιστέρια.
Κι ἀφήσαμε τὴν ὄσφρηση, αἴσθηση τελευταία,
ποὺ γίνεται ἄπ᾿ τὸν ἄνθρωπο κακιὰ εἴτε ὡραία.
Γιατὶ ἔχει καὶ ἡ ὄσφρηση κι αὐτὴ δυὸ ὄψεις
καὶ ὅποια θένε ἀπὸ τὶς δυὸ παίρνουνε οἱ ἀνθρῶποι.
Ὁ Κύριος στὸν ἄνθρωπο ἔδωσε ἐλευθερία,
ἂν θέλει κάνει τὸ καλὸ κι ὄχι μὲ τὴ βία.
Σὰν ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος, Θεὸς τόνε λυπᾶται
καὶ σβήνονται τὰ κρίματα, σὰν ἐξομολογᾶται.
Ἂς δοῦμε γιὰ τὴν ὄσφρηση ἐδῶ τὴν πρώτη ὄψη
καὶ ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται χαρά, γιὰ νὰ τοῦ δώσει.
Ἂς πάρουμε παράδειγμα πάλι τὴν ἐκκλησία
ποὺ εἶναι ἡ μητέρα μᾶς ὅπως κ᾿ ἡ Παναγία.
Ὁ ἱερέας στὸ ναὸ τὴ Λειτουργία κάνει,
δῶρο προσφέρει στὸ Θεὸ θυμίαμα, λιβάνι.
Οἱ μάγοι ποὺ ξεκίνησαν ἄπ᾿ τὴ δική τους χώρα,
στὴ Βηθλεὲμ ἐπήγανε Χριστοῦ μᾶς θεία δῶρα.
Σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανο στὰ χέρια ἐκρατοῦσαν
καὶ τοὺς ἀγγέλους ἄκουγαν ποὺ Τὸν δοξολογοῦσαν.
Τὰ δῶρα θὰ ἐξηγήσουμε ὡς λέγει ἡ Ἐκκλησία,
τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει καὶ σημασία.
Τὴ σμύρνα τὴν προσέφεραν γιὰ ἐνταφιασμὸ Του
καὶ τὸ χρυσὸ ὡς βασιλιὰ Κύριον ἑαυτὸν Του.
Καὶ τὸ λιβάνι ὡς Θεόν, διὰ νὰ Τὸν τιμήσουν,
Μὲ σεβασμὸν Τὸν προσκυνοῦν, νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν.
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν εὐωδιὰ ὁ χριστιανὸς λαμβάνει,
ὅταν ὁ κάθε ἱερεὺς θυμιάζει μὲ λιβάνι.
Μπορεῖ καὶ κάθε ἄνθρωπος στὸ σπίτι νὰ θυμιάζει,
εἶναι θυσία εὐπρόσδεκτη, Θεὸν ἐνθουσιάζει.
Ἀλλὰ καὶ μὲς στὴν ἐξοχὴ στὸ κάθε ἐξωκλῆσι
τὸν ἅγιον ποῦνε κεῖ θὰ τὸν εὐχαριστήσει.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος μοναχοὶ μοῦ εἶπαν μιὰν ἱστορία
καὶ γίνεται ἐπίκαιρη σ᾿ αὐτὴν τὴν ὁμιλία.
Σ᾿ ἁγίου μιὰ μονὴ εἶχε ἕνα ξωκλῆσι
περάσαν χρόνια ἀρκετὰ καὶ εἴχανε βουλήσει.
Μία εἰκόνα ἦταν ἐκεῖ, οἱ Δώδεκα Ἀποστόλοι,
τὴ θυμίαζαν στὶς ἑορτὲς οἱ καλογέροι ὅλοι.
Μία βραδιὰ ποὺ θυμίαζαν εἶδαν μεγάλο θαῦμα,
ἐτρόμαξαν οἱ μοναχοί, ποὺ εἶδαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Μπροστά της φανερώθηκαν δώδεκα παλληκάρια,
ψαράδες ὅλοι, ξυπόλητοι μὲ τὰ γυμνὰ ποδάρια.
Ἐμίλησαν στοὺς μοναχοὺς εἶπαν εὐχαριστία,
ποὺ θύμιασαν εἰκόνα τους κι ἔκαναν θυσία.
Ἀκόμα στὴ συζήτηση, προτοῦ νὰ τελειώσει,
τοὺς εἴπανε οἱ Ἀπόστολοι Θεὸς νὰ τοὺς πληρώσει.
Τότε ἔγιναν ἄφαντοι, φύγαν ἀπὸ μπροστά τους
καὶ δόξαζαν οἱ μοναχοὶ τ᾿ ἅγιον ὄνομά τους.
Κι ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾷς στὸν κόσμο εἶχε διδάξει
πῶς χαίρονται οἱ ἅγιοι ὅταν τοὺς δώσει κάτι.
Λουλοῦδι στὴν εἰκόνα τους καὶ λάδι στὸ καντῆλι,
λιβάνι στὸ θυμίαμα καὶ προσευχὴ στὰ χείλη.
Ὁ χριστιανὸς τὴν ὄσφρηση τότε τὴν ἁγιάζει,
ὅσα ἀρέσαν στὸ Θεὸ καὶ ὅσα διατάζει.
Ἀκόμα καὶ τὰ λείψανα ἁγίων εὐωδιάζουν,
γί᾿ αὐτὸ μὲ Πίστη στὸ Θεὸ οἱ χριστιανοὶ γιορτάζουν.
Ὑπάρχει κι ἄλλη ὄσφρηση, βρῶμα καὶ δυσωδία,
ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγομε, γιατὶ εἶναι ἁμαρτία.
Ἄνθρωπος ἀρωματικὰ βάζει στὸ μάγουλό του
κι ἔτσι λερώνει τὴν ψυχὴ πλησίον κι ἑαυτόν του.
Γιατὶ αὐτὴ ἡ ὄσφρησις δὲν ὠφελεῖ καθόλου
κι ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶν᾿ ἔργο τοῦ διαβόλου.
Ποῦ προξενεῖ στὸν ἄνθρωπο πάντα τὴν ἁμαρτία
κι ἀρρωσταίνει ψυχικῶς καὶ χάνει τὴν ὑγεία.
Ἂς τὰ προσέξει ὁ ἄνθρωπος ἰδίως ἡ γυναῖκα,
μὴν καλλωπίζεται ποτὲ ὅπως καὶ ἡ Ρεβέκκα.
Μήνβαφομε τὸ πρόσωπο μπογιὲς καὶ κοκκινάδια,
διότι φεύγομε ἄπ᾿ φῶς καὶ πᾶμε στὰ σκοτάδια.
Παράδειγμα νὰ πάρομε ἀπὸ τὴν Παναγία,
ποὺ τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ χάρη Τοῦ ἁγία.
Δὲν ἔβαφε τὸ πρόσωπο οὔτε τὰ μάγουλά της,
ἤτανε χρυσοστόλιστη μὲ θεία χαρίσματά της.
Μὲ Πίστη καὶ ταπείνωση ἤτανε στολισμένη,
γί᾿ αὐτὸ ἐγέννησε Χριστὸν ἡ Κεχαριτωμένη.
Ἂς τὴν παρακαλέσομε Μητέρα τὴ γλυκιά σας,
οἱ ἅγιες πρεσβεῖες της νἆναι βοήθειά σας.