Πεντηκοστάριον

ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

H AΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ............................................................... 7

Ὁ ΠΑΝΑΓΙΟΣ ΤΑΦΟΣ-ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ........... 13

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ ............................................................................................... 14

ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ ......................................... 17

Η ΒΗΘΛΕΕΜ..................................................................................................... 18

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Ὁ ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΣ............. 19

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ......................................... 22

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ..................... 24

ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ...... 25

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) .......................... 31

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)....................... 29

ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ............................................................................ 30

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΙΤΕΙΔΟΣ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) .............................. 33

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)................... 35

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ).......................................... 39

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ) ......................... 41

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) ................................ 45

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ) ............... 47

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) ................................... 49

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ) ................... 50

ΔΕΥΤΕΡΑ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) ........................ 53

ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΟΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Ι. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ) ...... 54

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) 55

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ι. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ) 57

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ 59

ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΣ ΕΜΜΑΟΥΣ ΧΩΡΙΟΝ 61

Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 63

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ 64

Η ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ 67

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ 68

ΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ 71

Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΗΣΑΡΕΤ 73

ΟΙ 5 ΑΡΤΟΙ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ 75

ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ 77

ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ Ὁ ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ 79

Ο ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ 83

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ 85

ΤΟ ΠΡΑΙΤΩΡΙΟΝ 87

Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 89

Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ 91

Ὁ ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ 93

Ὁ ΓΑΜΟΣ ΕΝ ΚΑΝΑ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ 96

Ὁ ΑΓΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΒΙΝΘΩΝ 97

Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ 98

Ο ΖΑΚΧΑΙΟΣ – ΙΕΡΙΧΩ 99

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ὁ ΙΟΡΔΑΝΙΤΗΣ 100

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ 102


H AΝAΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μὲ τὴ βοήθεια Θεοῦ καὶ θεία φώτισὴ Του,
θὰ γράψω λίγα ὁ ἀμαθὴς γιὰ τὴν Ἀνάστασή του.

Θὰ ἀντιγράψω κείμενα ἀπὸ ἱεροὺς πατέρες,
νὰ ὠφεληθοῦν οἱ χριστιανοὶ στὶς πονηρὲς ἡμέρες.

Ὁ Θεὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο τάλαντο ἔχει δώσει,
τὸ ἕνα νὰ τὸ κάνει δυό, στὴ γῆ νὰ μὴν τὸ χώση.

Γιατὶ ὁ Δοὖλος ὁ πονηρὸς στὴ γῆ τόχε κρυμμένο,
καὶ πῆγε εἰς τὴν κόλαση εἶν᾿ καταδικασμένος.

Ἔμμετρα πάλι γράφομε γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
καὶ ἔνδοξὸ Του Ἀνάσταση μὲ Ἄνοιξης τὰ Ἄνθη.

Μετὰ τὴν Θείαν Σταύρωση χάρηκαν οἱ ἐχθροί του,
ἐνόμιζαν δὲν θὰ ᾿ναστηθὴ μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του.

Ἀθῶον ἀναμάρτητον θένε νὰ ἐκδικηθοῦνε,
καὶ ἄρον ἄρον, φώναζαν νὰ Σταυρωθῆ ζητοῦνε.

Καὶ ὁ Πιλάτος ἐδείλιασε κραυγᾶς ἀγριοανθρώπων,
τὸν Ἰησοῦν ἐσταύρωσαν στοῦ Γολγοθὰ τὸν τόπο.

Μὲ δύο ληστὲς Σταυρώθηκε καὶ ὁ Χριστὸς στὴ μέση,
ἐχθροί του τὸν ἐμπαίζανε ποὺ ἦταν σ᾿ αὐτὴ τὴ θέση.

Δἐν ἤξεραν οἱ ἄνομοι ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία,
πῶς ἐσταυρώθηκε γιὰ ἐμᾶς νὰ σβήσει ἁμαρτία.

Φρικτὰ βασανιστήρια ἔπαθε στὸν Σταυρόν του,
γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος θυσίασε ἑαυτό του.

Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατον καὶ ἱερὰν ταφή του,
Ἀνέστη ὁ Θεάνθρωπος μὲ τὴν Ἀνάστασή του.

Ἔχει καὶ ἐπακόλουθα ἀκόμα ἡ ἱστορία,
γιατὶ νεκρὸν τὸν φύλαγαν ἔβαλαν κουστουδία.

Τὴ νύκτα ἔγινε σεισμὸς κι ὅλοι οἱ στρατιῶτες,
ὡσὰν νεκροὶ ἐπέσανε κάτω στὴ γῆ ἐτότες.

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε στὴν ταφὴ τὶ ἔγινε ἀκόμα,
ποὺ Ἰωσὴφ ἐκήδευσε τὸ Ἅγιὸν Του σῶμα.

Ὁ Ἰωσὴφ ἐδώρησε μνημεῖον ἰδικόν του,
ἄθικτον τὸ ἐφύλαγε διὰ τὸν ἑαυτόν του.

Γυναῖκες παρακολουθοῦν μὲ εὐλάβεια μεγάλη,
σῶμα τοῦ Δἰδασκάλου τους ποὺ θὰ τὸ θάψουν πάλι.

Μαρία ἡ Μαγδαληνή, Ἰακώβου καὶ Σαλώμη,
ἠγόρασαν ἀρώματα πολὺ πρωὶ ἀκόμη.

Στὸν δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν στὸ νοῦ τοὺς εἶχαν βάλει,
στὸ μνῆμα πὼς θὰ κύλαγαν πέτρα πολὺ μεγάλη.

Εἰς τὸ μνημεῖον ἔφθασαν ἐκάθητο ἕνας νέος,
εἰς τὸ σημεῖον δεξιὰ ἦταν λευκοντυμένος.

Γυναῖκες ὅλες τρόμαξαν φόβο εἶχαν μεγάλο,
καὶ εἴχανε κατάνυξη σ᾿ αὐτὸ τὸ περιβάλλον.

Ὁ νέος ποὺ συνάντησαν τοὺς λέγει μὴ φοβεῖσθε,
ξεύρω διατὶ ἤρθατε ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ποιὸ ζητῆτε.

Ἐδῶ ζητεῖτε Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν σταυρωμένον,
μὰ τώρα δὲν τὸν βλέπετε εἶναι Ἀναστημένος.

Τοὺς εἶπε στὸ μνημεῖον τοῦ νεκρὸν τὸν εἶχαν βάλει,
τώρα δὲν εἶναι πιὰ νεκρὸς γιατὶ Ἀνεστήθη πάλι.

Ἐσεῖς νὰ εἰδοποιήσετε Πέτρον καὶ μαθητές Του,
στὴν Γαλιλαία θὰ τὸν δοῦν ἀναστημένον πές τους.

Ὁ Κύριος παραγγελιὰ δὲν ἄφησε σὲ μένα,
τότε ποὺ Ἀναστήθηκε δὲν τόπε σὲ κανένα.

Καὶ οἱ γυναῖκες ἔφυγαν ἐτότε τρομαγμένες,
καθόλου δὲν ἐμίλησαν γιατὶ ἦταν φοβισμένες.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος,
εἶπε πάσαν ἀλήθεια χωρὶς νὰ κάνει λάθος.

Κι ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς γράφουν ἐν συνεχείᾳ,
διὰ τὴν Ἀνάστασιν Χριστοῦ ποὺ ἔχει σημασία.

Σταυρὸν ταφὴν καὶ θάνατον ὡς ἄνθρωπος ὑπέστη,
καὶ ὡς Θεὸς Ἀληθινὸς ἐκ τῶν νεκρῶν Ἀνέστη.

Χριστὸς μᾶς πρὶν νὰ ἀνεστηθεῖ κατέβηκε στὸν Ἅδη,
ἀνέστησε πρωτόπλαστους ποὺ ἦταν στὸ σκοτάδι.

Ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς νεκροὺς ποὺ ἦταν πεθαμένοι,
μὲ ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀναστημένοι.

Σὰν ἄνθρωπος στὴ φυλακὴ ποὺ εἶν᾿ τιμωρημένος,
ἔτσι ἤτανε ὁ ἄνθρωπος στὸ σκότος βυθισμένος.

Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς γιὰ τοῦ ἀνθρώπου λάθη,
ὅλους μας ἐλευθέρωσε μὲ τὰ φρικτά του πάθη.

Τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ψάλει ἡ ἐκκλησία,
καὶ τὴν Ἁγία Ἀνάσταση σὲ κάθε λειτουργία.

Ὁ Χριστιανὸς μὲ σεβασμὸ στὴν ἐκκλησία νὰ τρέχει,
κι ὅλα τὰ Λόγια τοῦ Θεοῦ μὲ κόπο νὰ προσέχει.

Θεὸς εἶναι καὶ ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς,
σταυρώθηκε ἀνεστήθηκε νὰ σώσει ἑαυτόν μας.

Συχώρεσε τοὺς σταυρωτᾶς ποὺ ἄλλος δὲν τὸ κάνει,
μὲ τὰ καρφιὰ τὸν σταύρωσαν καὶ ἀκάνθινο στεφάνι.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ φρικτὰ μαρτύριά σου,
μεγάλη ἡ ἀγάπη σου πληγῶσαν τὴν καρδιά σου.

Γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὑπέστης τυραννία,
γιὰ νὰ ξεπλύνεις τοῦ Ἀδὰμ καὶ Εὔας ἁμαρτία.

Ψυχὲς πρωτοῦ νὰ σταυρωθῆς πηγαίνανε στὸν Ἅδη,
ποὺ εἶναι τόπος φοβερὸς καὶ ἀντὶ τὸ φῶς σκοτάδι.

Μιὰ χάρη σου ζητοῦμεν ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ μᾶς,
φώτιζε τὶς καρδίες μας καὶ τὶς διάνοιές μας.

Γιατὶ γιὰ ἁμαρτίες μας καὶ τοῦ Ἀδὰμ τὸ πταῖσμα,
ἔχυσες πάνω στὸ σταυρὸ τὸ θεϊκό σου αἷμα.

Νὰ μᾶς φωτίζει Κύριε τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα,
νὰ ἀποφεύγωμεν κακὸ τὸ μίσος καὶ τὸ ψέμα.

Σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε τὴν νύκτα καὶ τὴ μέρα,
δὲν δίνουμε εἰς τὴν ψυχὴ τὸν καθαρὸ ἀέρα.

Ἐσὺ φιλάνθρωπος Θεὸς μᾶς λὲς μετανοῆστε,
ἐγὼ σᾶς ἀγαπῶ πολὺ παιδιὰ δικά μου εἶστε.

Ἔχυσα αἷμα Θεϊκὸ νὰ βρεῖτε σωτηρία,
στὸν ἄνθρωπο ἁμαρτωλὸν ἀπὸ φιλανθρωπία.

Ὅλοι μας νὰ μισήσουμε τὴν κάθε ἁμαρτία,
καὶ νὰ στολίσουμε ψυχὴ μὲ “ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΑ”.

“Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρών” ψάλει ἡ ἐκκλησία,
ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως εἶν᾿ ἡ ὀρθοδοξία.

Τῆς ἑβδομάδας ἡμέρα μιὰ εἶν᾿ ἀφιερωμένη,
ποῦ ὅπως τὴν γνωρίζομεν ἡ Κυριακὴ σημαίνει.

Ἡμέρα Ἀναστάσεως εἶναι ὅλη ἡ Ζωή μας,
στὸ φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λουσμένη ἡ ψυχή μας.

Καὶ τώρα ἂς προσέξουμε τὰ ἐλαττώματά σας,
ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ νάνε βοήθειά σας.

Χριστὸς Ἀνέστη οἱ χριστιανοὶ λένε σὰν χαιρετᾶνε,
μόνο τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς τὶς ἄλλες τὸ ξεχνᾶνε.

Οἱ παλαιοὶ οἱ χριστιανοὶ μέχρι σαράντα ἡμέρες,
“Χριστὸς Ἀνέστη” ἔλεγαν καὶ ὄχι καλημέρες.

Νύκτα τῆς Ἀναστάσεως πολλοὶ ἀκοῦνε μόνο,
“Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρών” ἔπειτα κόβουν δρόμο.

Ἔτσι θὰ ἔχουν τὸν Χριστὸν θαμμένο ἕνα χρόνο,
καὶ πάλι θὰ ἀναστήσουνε πέντε λεπτὰ καὶ μόνο.

Ἄλλοι πάλι προσέρχονται στὴ Θεία Κοινωνία,
ἔπειτα ὅμως θάβονται ἀπὸ τὴ λαιμαργία.

Μὲ τὴν Ἀνάσταση Χριστοῦ, τὸ σῶμα ποὺ πεθαίνει,
στὸν τάφο μέσα βρίσκεται, Χριστὸς τὸ Ἀνασταίνει.

Χορὸ τῆς Ἀναστάσεως γιορτάζει ἡ ἐκκλησία,
χορεύουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι μὰ καὶ ἡ Παναγία.

Μὲ τὴν Ἀνάσταση Χριστοῦ ἔχομεν τὴν ἐλπίδα,
γιὰ νὰ κληρονομήσομεν αἰώνιο πατρίδα.

Ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση νεκρῶν δύο δρόμοι ξεκινοῦνε,
θὰ εἶναι καὶ μονόδρομοι ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦνε.

Ὁ ἕνας ποὺ οἱ δίκαιοι ὅλοι θὰ δοξασθοῦνε,
ὁ ἄλλος ποὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν κόλαση θὰ μποῦνε.

Τὸ ἔχει πεῖ ὁ Κύριος μὲ τὸ δικὸ Του στόμα,
Δεὐτέρα Παρουσία Του θὰ μᾶς τὸ πεῖ ἀκόμα (Ἰω. 5, 29).

Οἱ μαθηταὶ ἐχάρησαν τότε χαρὰν μεγάλη,
ποῦ ἀναστημένον εἴδανε Δἰδάσκαλον τοὺς πάλι.

Ἀκόμα ἐχάρηκαν πολὺ ποὺ ἔφαγαν μαζὶ Του,
καὶ οἶνον ἔπιναν μαζὶ μετὰ Ἀνάστασὴ Του.

Παράσταση καὶ Ἀνάσταση κάνει ἡ Ἐκκλησία,
τὴν ζοῦμε θριαμβευτικὰ σὲ κάθε Λειτουργία.

Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ θὰ πρασταθοῦμε,
Κυρίου Βῆμα φοβερὸν ὅλοι μας θὰ κριθοῦμε.

Εἰκόνα Ἀναστάσεως ποὺ ἔχει ἡ ὀρθοδοξία,
Ἀδὰμ καὶ Εὔα τοὺς κρατᾶ στὰ χέρια Τοῦ τὰ Θεῖα.

Θέλει καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος νὰ ξαναναστηθοῦμε,
νὰ πᾶμε στὸν παράδεισο Αἰώνια νὰ ζοῦμε.

Μὰ πρέπει νὰ ἀποθάνωμεν ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία,
καὶ νὰ μετανοήσωμεν νὰ βροῦμε σωτηρία.

Ὅποιος λοιπὸν μετανοεῖ εἶναι καλὸ δικό του,
γιατὶ πάλι θὰ ἀναστηθεῖ νὰ δεῖ τὸν Κύριό του.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς Γῆς ὅταν μετανοήσει,
θὰ χαίρονται οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ ἐπίσης.

Ὁ ΠΑΝΑΓΙΟΣ ΤΑΦΟΣ-ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Ἀπὸ βιβλίο ἀντιγραφὴ τοῦ Παναγίου Τάφου,
ἔμμετρα γράφω κείμενα γιὰ τὴ θεότητὰ Του.

Ἀνάξιος εἶμαι ἐγὼ νὰ τὸν ἐγκωμιάσω,
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πανάγιὸν Του Τάφο.

Ἁπλῶς θὰ ἐξιστορήσομεν τὰ ὅσα ἔχουν γίνει,
τὰ ἔχουν δεῖ οἱ χριστιανοὶ ποὺ πᾶν στὴν Παλαιστίνη.

Εἶναι ἕνας θάλαμος μικρός, μὲ λίθο λαξευμένος,
καὶ ἐσώθεν καὶ ἐξῶθεν μὲ μάρμαρα ντυμένος.

Πόρτα μικρὴ καὶ χαμηλὴ προσκυνητὲς σκυφτώντας,
μπαίνουνε στὸν προθάλαμο πολλὰ παρατηρώντας.

Εἰκόνες παριστάνουνε μνημεῖον τοῦ Κυρίου,
Ἄγγελος σὺν ταῖς Γυναιξὶ Μαθήτριες ἰδίου.

Κι ἀμέσως σὲ ἄλλο θάλαμο μπαίνουμε τοῦ μνημείου,
ποὺ βρίσκεται ὁ Πανάγιος ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου.

Τὸν βλέπει ὁ κάθε χριστιανὸς σὰν τάφο ἰδικόν του,
γιατὶ ἀπέθανε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ καλὸ δικό του.

Χριστὸς εἶν᾿ ἀναμάρτητος δὲν ἔχει ἁμαρτία,
Σταυρώθηκε καὶ Ἀπέθανε γιὰ ἀνθρώπων σωτηρία.

Ἐκεῖ κάθε προσκυνητὴς βλέπει τὸν τάφο κλαίει,
καὶ κάθε εὐσυνείδητος εὐχαριστῶ τοῦ λέει.

Ἔπρεπε γιὰ ἁμαρτίες μᾶς ἐμεῖς νὰ σταυρωθοῦμε,
καὶ ἐκεῖνος ἐσταυρώθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε.

Ὦ πολυεύσπλαχνε Χριστὲ μεγάλη σου ἡ ἀγάπη,
ποῦ ὑπέμεινες σκληρὸ σταυρὸ γιὰ τὰ δικά σας λάθη.

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ

Μιὰ μικρὴ περιγραφὴ περὶ φωτὸς Ἁγίου,
ἔμμετρα πάλι γράφομεν πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου.

Στὸν τάφο τὸν Πανάγιον μιὰ φορὰ τὸ χρόνο,
Ἅγιον φῶς ἐξέρχεται Μέγα Σαββάτον μόνο.

Ἂς γράψομεν λίγα καὶ ἐδῶ νὰ μάθουν ὅσοι δὲν πῆγαν,
γιατὶ ὅλοι οἱ προσκυνητὲς ποὺ πῆγαν ἐκεῖ τὸ εἶδαν.

Μεγάλο Σαββάτο πρωὶ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
γεμίζει ὅλος ὁ Ναὸς μὲ χριστιανοὺς ἀνθρώπους.

Κάθονται σὲ κατάλληλο μέρος στὴν ἐκκλησία,
πολλοὶ ποὺ πᾶνε ἀποβραδὶς κάνουν ὁλονυκτία.

Καὶ ἕνας πατριώτης μᾶς τὸ εἶδε ποῦχε πάει,
τώρα ποὺ γράφω λίγα ἐδῶ μου τὰ ὁμολογάει.

Πῆγε μὲ τὴν γυναίκα του καὶ ἕνα ἀπ᾿ τὰ παιδιά του,
νὰ συχωρέση ὁ Θεὸς τὰ ἁμάρτηματά του.

Γεμίζουν μέρη τοῦ ναοῦ φωταγωγῆ καμία,
τὰ φῶτα ὅλα εἶναι σβηστὰ στὴν κάθε μιὰ λυχνία.

Κυβέρνηση τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὴν εὐταξία,
στέλνει στρατὸ ἐπίτηδες μαζὶ μὲ κουστουδία.

Γύρω ἀπὸ τὸ κουβούκλιον φωνάζανε οἱ ἀνθρῶποι,
τὸ “Κύριε ἐλέησον” ἀπὸ τὶς κάθε τόποι.

Ἑβδόμη ἡ ὥρα ἡ πρωϊνὴ ἡ τελετὴ ἀρχίζει,
τὸν τάφον τὸν Πανάγιον ὁ κόσμος κατακλύζει.

Τὸ Ἅγιον κουβούκλιον τὸ ἔχουν κλειδωμένο,
τὴν μέρα τὴν προηγούμενη καὶ εἶναι σφραγισμένο.

Ἔρευνα καὶ σφραγίσματα εἶν᾿ τακτοποιημένα,
κανδύλια, κηροπήγια, ὅλα εἶναι σβησμένα.

Ὁ Πατριάρχης ἔρχεται μὲ τὴν Ἱερατεῖα,
μαζεύονται ὅλοι οἱ πιστοὶ γίνεται λιτανεία.

Ἐνδύονται Ἱερατικὰ ὅλο τὸ Ἱερατεῖο,
καὶ τρεῖς φορὲς γυρίζουνε τὸ πάνσεπτο μνημεῖο.

Μὲ λάβαρα ἑξαπτέρυγα κατάνυξη ἡσυχία,
μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ψάλουν τὴν Ὑμνωδία.

Τὰ πλήθη μαζεμένα ἐκεῖ ποὺ παρακολουθοῦνε,
σὲ λίγες σκέπτονται στιγμὲς Ἅγιον Φῶς θὰ δοῦνε.

Ὅταν τελειώσουν τρεῖς φορὲς Θύρα τοῦ Κουβουκλίου,
τότε ἀποσφραγίζεται ἐκ τοῦ Πατριαρχείου.

Ὁ Πατριάρχης ἐκδύεται τότε τὰ Ἄμφιά του,
στιχάριον πετραχείλιον καὶ ζώνη ἔχει μπροστά του.

Τότε ὁ Ἀρχιθυρωρὸς ἐρευνᾶ τὸν Πατριάρχη,
μὴν ἔχει ἀντικείμενο καὶ εἶδος φωτὸς μὴν ἔχει.

Τέσσερις δέσμες μὲ κεριὰ δίνουν στὸν Πατριάρχη,
Δἰάκονοι Ἀκόλουθοι ἔπειτα εἶν᾿ Μονάχοι.

Εἰσέρχεται γονυπετὴς στὸν Ζωοδόχον Τάφον,
τότε διαβάζει τὴν εὐχὴ ποὺ εἶν᾿ ἐκεῖ μονάχος.

Ὁ Πατριάρχης ὅταν πεῖ εὐχὴ Ἀκολουθίας,
σὰν ἀστραπὴ τὸ “ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ” λάμπει στὴν ἐκκλησία.

Ὁ κόσμος τότε ξαφνικὰ βλέπει ἐμπρός του Θαῦμα,
δὲν ἔχει δεῖ ἐνόσω ζεῖ ποτὲ τοῦ τέτοιο πράγμα.

Ἀκοῦς φωνὲς χαρμόσυνες ἀπὸ ἀνθρώπων χείλια,
φεγγοβολᾶ ἡ ἐκκλησία ἀνάβουν τὰ καντύλια.

Ἄλλο νὰ δοῦν τὰ μάτια σου κι ἄλλο νὰ σοῦ τὸ ποῦνε,
γι᾿ αὐτὸ μὲ πόθο ἱερὸν πᾶνε ἐκεῖ νὰ δοῦνε.

Ὁ Πατριάρχης ποὺ κρατᾶ σβηστὰ κεριὰ στὰ χέρια,
αὐτόματα ἀνάβουνε πετοῦν σὰν περιστέρια.

Καὶ ἄπιστοι πιστεύουνε ποὺ παρακολουθοῦνε καὶ,
γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους τότε μετανοοῦνε.

Τὸ θαῦμα ἀνεξήγητο ποτὲ δὲν ἐρευνᾶται,
μονάχα ποὺ πιστεύεται ἀλλὰ καὶ προσκυνᾶται.

Καὶ πρὶν νὰ βγεῖ τὸ Ἅγιον Φῶς Σκοτάδι ἡ ἐκκλησία,
ἔπειτα ἠλεκτρίζεται μὲ τὴν Φωτοχυσία.

Τὸ Ἅγιον Φῶς βγαίνει ἐκεῖ μόνο στὴν ὀρθοδοξία,
δὲν βγαίνει στοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ζοῦν ἄλλη θρησκεία.

Λατίνοι καὶ Ἀρμένιοι θέλησαν νὰ τὸ βγάλουν,
καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ὅλους νὰ τοὺς προσβάλουν.

Ἐξώρισαν τοὺς χριστιανοὺς σὲ Ἁγίας Αὐλῆς τὴν πόρτα,
φῶς Ἅγιο ἐβγῆκε ἐκεῖ κολόνα ποῦν στὴν πόρτα.

Ἀκόμα φαίνεται ἡ σχισμὴ σήμερα στὴν κολόνα,
τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἔγινε θὰ μείνει στὸν αἰώνα.

Ντροπιάστηκαν οἱ αἱρετικοὶ τὸ θαῦμα ποὖχε γίνει,
καὶ δὲν ἐξανατόλμησαν αὐτὸ νὰ ξαναγίνει.

Παράδειγμα δείχνει ὁ Θεὸς μόνο ἡ ὀρθοδοξία,
πὼς εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ

Πολλα τὰ προσκυνήματα εἶν᾿ στοὺς Ἁγίους Τόπους,
ὑπάρχουν κι εἶναι ἱερὰ στοὺς χριστιανοὺς ἀνθρώπους.

Ἔμμετρα περιληπτικὰ λίγα θὰ ἀντιγράψω,
ἀγράμματος κι ἐλάχιστος δὲν ξέρω νὰ συντάξω.

Καὶ γράφω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ ὅσα ἔχουν γίνει,
ποὺ ἡ Παναγία ἔζησε τότε στὴν Παλαιστίνη.

Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ στὴ Ναζαρὲτ προφταίνει,
σ᾿ ἁγνὴ Παρθένον Μαριὰμ μήνυμα Θεοῦ φέρνει.

Ὁ Ἀρχάγγελος ὁ Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ ἐστάλη,
καὶ στὴν Παρθένον ἀνήγγελε τότε χαρὰν μεγάλην.

Χαῖρε παρθένε Μαριὰμ ἡ Κεχαριτωμένη,
εὐλογημένη ἀπ᾿ τὸν Θεὸν εἶσαι στὴν οἰκουμένη.

Εἰς τὶς γυναῖκες ποὺ ἔχει ἡ γῆ εἶσαι ἐσὺ ἡ πρώτη,
θὰ γεννηθεῖ υἱὸς Θεοῦ γιὰ νὰ σωθοῦν ἀνθρῶποι.

Ἡ Δέσποινα σὰν τ᾿ ἄκουσε ἀμέσως ἐταράχθη,
καὶ ζήτησε ἀπ᾿ τὸν Ἄγγελο λεπτομερῶς νὰ μάθη.

Παρθένος εἶμαι Ἀρχάγγελε δὲν ἔχω ἄνδρα γνωρίσει,
πῶς μία ἀειπάρθενος Υἱὸν Θεοῦ θὰ Γεννήσει;

Ὁ Ἀρχάγγελος τὴν Μαριὰμ ἔχει καθησυχάσει,
τῆς εἶπε πνεῦμα Ἅγιον θὰ σὲ ἐπισκιάσει.

Μὲ σεβασμὸν ἐδέχθηκε τὸ ἄγγελμα ἐκεῖνο,
ἄσπιλος καὶ ἀμόλυντος ἔμεινε σὰν τὸν κρίνο.

Ἔφυγε τότε ὁ Ἀρχάγγελος στοῦ οὐρανοῦ τὰ ὕψη,
μὲ ἀρχαγγέλους ἔψαλε τὸ Δὄξα ἐν Ὑψίστοις.

Η ΒΗΘΛΕΕΜ

Γράψαμε περιληπτικὰ τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων,
προσκύνημα στὴν Ναζαρὲτ καὶ πᾶμε παρακάτω.

Πηγαίνομεν στὴ Βηθλεὲμ στὴ Γέννηση Κυρίου,
Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος πατρὸς ἐπουρανίου.

Ἐδῶ δὲν περιγράφομεν ὅλη τὴν ἱστορία,
τάχουν ἀκούσει οἱ πιστοὶ τὰ λέγει ἡ ἐκκλησία.

Τὰ γράφουνε εὐαγγελιστὲς στὰ Εὐαγγελία τους,
καὶ οἱ Ὑμνογράφοι οἱ Ἅγιοι Βιβλία τὰ δικά τους.

Καὶ ἡ μητέρα Χριστοῦ Παρθένος Παναγία,
Υἱὸν Θεοῦ ἐγέννησε Ἄμωμος καὶ Ἁγία.

Καὶ ἔγινε Θεάνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
μᾶς διὰ νὰ σώσει ὁ Θεὸς τὸ γένος τὸ δικό μας.

Καὶ ἂς σκεφτοῦμε ὅλοι μας Σταυρὸν καὶ θάνατόν του,
ἔχυσε Αἷμα Θεϊκὸ μὲ πόνο στὸν Σταυρό του.

Ξέπλυνε ἁμαρτίες μας γιὰ τὰ δικά σας λάθη,
ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ φρικτά του πάθη.

Ἐκλείσθη ὁ παράδεισος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
ἀλλὰ τὸν ἄνοιξε ὁ Χριστὸς ἀπὸ φιλανθρωπία.

Ὑπάρχει καὶ διάβολος ποὺ βάζει σκάνδαλά του,
ποὺ θέλει ὁ μισόκαλος νὰ ᾿χει ψυχὲς κοντά του.

Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸν περιφρονοῦμε,
μόνο ὅτι λέγει ὁ Χριστὸς Ἐκεῖνον νὰ ἀκοῦμε.

Νὰ λέμε πάντα προσευχὴ “Κύριε Ἔλεησε μας”,
στὶς προτροπὲς τοῦ πονηροῦ νὰ κλείνουμε ἀκοές μας.

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Ὁ ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

Δἴα τὴν γέννηση Χριστοῦ γράφουν ἄλλα βιβλία,
καὶ παρακάτω γράφομε πάλι ἐν συντομία.

Καὶ τώρα εἰς τὴν βάπτιση πηγαίνουμε ἀπ᾿ εὐθεία,
γιατὶ ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς μὲ δίχως ἁμαρτία.

Ἔδειξε τὸ παράδειγμα ἄνθρωπος τὶ νὰ κάνη,
καὶ πῆγε ὁ Θεάνθρωπος βρῆκε τὸν Ἰωάννη.

Στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ βάπτιζε τοὺς ἀνθρώπους,
ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος ἀπὸ διαφόρους τόπους.

Οἱ Ὑμνογράφοι ἔγραψαν Ἀπόστολοι καὶ ἄλλοι,
διὰ τὴν βάπτιση Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία ψάλει.

Ὁ Κύριος σὰν ἄνθρωπος πῆγε στὸν Ἰορδάνη,
καὶ βάπτιση ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.

Ὁ Πρόδρομος ἐδείλιασε Χριστὸν πὼς νὰ βαπτίσει,
ὁ Κύριος τὸν πρόσταξε δειλία νὰ ἀφήσει.

Ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω,
τὸν ἀναμάρτητον ἐγὼ ποτάμι πῶς βαπτίσω;

Αἰτία ποὺ βαπτίσθηκε Χριστὸς στὸν Ἰορδάνη,
τὴν εἶπε τότε ὁ Κύριος εὐθὺς στὸν Ἰωάννη.

Ἔπρεπε τὸν διάβολο Χριστὸς νὰ τὸν νικήσει,
μὲ Ἅγιόν του Βάπτισμα νὰ τὸν καταποντίσει.

Ὁ ἑωσφόρος ἔπεσε ἀπὸ ἔπαρση μεγάλη,
καὶ ὁ θεάνθρωπος Θεὸς τὸν νίκησε καὶ πάλι.

Ἔπεσε μὲ τὸ τάγμα τοῦ σ᾿ ὅλα της Γῆς τὰ μέρη,
νὰ πολεμᾶ τὸν ἄνθρωπο πάντα νὰ ὑποφέρει.

Ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἤθελε τὰ πρωτεῖα,
νὰ γίνει ἤθελε Θεὸς νὰ ἔχει ἐξουσία.

Τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεὸς Δὧρο πολὺ μεγάλο,
στὰ πλάσματα ποὺ ἔπλασε δὲν ἔδωσε σὲ ἄλλο.

Ἀντὶ νὰ εὐχαριστεῖ Θεὸν ποὺ ᾿χὲ τὴν πρώτη θέση,
ἤθελε νὰ γενεῖ Θεὸς διὰ νὰ τοῦ ἀρέσει.

Καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς εἶδε ἀχαριστία,
δικαίως τότε τοῦ ἔδωσε ἀμέσως τιμωρία.

Κι ὁ ἑωσφόρος ἀπευθὺς ἔπεσε ἀπὸ τὰ ὕψη,
ἀπὸ λευκὸς ἐμαύρισε ὁ νοῦς του ἐσκοτίσθη.

Μαζί του ἀκολούθησε τὸ ἰδικόν του τάγμα,
δὲν εἶχε τὴν ταπείνωση εἶχε ὑπερηφάνεια.

Ἀπὸ τὰ ὕψη ἔπεσαν στὴ γῆ ἤρθανε ὅλοι,
καὶ ἀπὸ ἄγγελοι λευκοὶ ἐγίνανε διαβόλοι.

Οἱ ὑμνογράφοι ἔγραψαν καὶ ἔχει σημασία,
διὰ τὴν βάπτιση Χριστοῦ ἤτανε μιὰ αἰτία.

Ὁ Ἀρχάγγελος ὁ Μιχαὴλ “Στῶμεν καλῶς μιλάει”,
καὶ τὰ ἐννέα τάγματα Ἀγγέλων σταματάει.

Τάγμα ἑωσφόρου ἔπεσε σὲ διαφόρους τόπους,
δοκιμασία ἔστειλε Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει σὲ ὁμιλία,
στοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς κάνει διδασκαλία.

Λέγει ὁ Θεὸς τὸν διάβολο ἔστειλε γιὰ καλό μας,
στὸν ἄνθρωπο ἐδῶ στὴ γῆ ἔχει ἀντίπαλό μας.

Ὅτι μᾶς λέγει ὁ διάβολος ποτὲ μὴν τὸν ἀκοῦμε,
νὰ κάνουμε θέλημα Θεοῦ γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε.

Ἀπὸ λευκοὶ ποὺ ἦταν πρὶν μαῦροι ἔγιναν ὅλοι,
ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν γινήκανε διαβόλοι.

Καὶ ἄλλοι ἔπεσαν στὴ γῆ καὶ ἄλλοι στὸν ἀέρα,
καὶ ἄλλοι μέσα στὶς θάλασσες καὶ στὰ ποτάμια πέρα.

Χριστὸς ὅλους ἐνίκησε μὲ ἐνανθρώπησή του,
εἰς τὸν ἀέρα καὶ στὴ γῆ μὲ Θεία Γέννησή του.

Ἔπρεπε ὅμως νὰ νικηθοῦν ὅσοι ἦταν πεσμένοι,
σ᾿ ὅλες τὶς λιμνοθάλασσες ποὺ ἔχει ἡ οἰκουμένη.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη,
τὸ βάπτισμα σὰν ἄνθρωπος στὸν ποταμὸ νὰ κάνει.

Νὰ νικηθεῖ ὁ διάβολος ποὺ στὰ νερὰ εἶχε πέση,
τοῦ σύντριψε τὴν κεφαλὴ γιὰ νὰ μὴν ἔχει θέση.

Ἔχει καὶ ἄλλη ἔννοια τὸ λέγει ἡ ἐκκλησία,
γιὰ νὰ ξεπλύνει τοῦ Ἀδὰμ τὴν πρώτη ἁμαρτία.

Καὶ Τρίτη μεγαλύτερη ἔδειξε παῤῥησία,
εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος κι ἔχει φιλανθρωπία.

Βαπτίζεται σὰν ἄνθρωπος μὲ τοῦ Προδρόμου χέρι,
στὸ ἅγιον κεφάλι Τοῦ ἔρχεται περιστέρι.

Ὁ Ἐπουράνιος πατὴρ ἔστειλε στὸν Υἱὸ Τοῦ,
Ἀγαπητὸν Θεάνθρωπον τὸ πνεῦμα τὸ δικὸ Του.

Ὅταν βαπτίστηκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸν Ἰορδάνη,
ὁ παταμὸς φοβήθηκε στρεφόταν πίσω πάλι.

Νὰ τὸν εὐχαριστήσομεν τὸν Ἰησοῦ Χριστόν μας,
γιὰ ἐμᾶς ὑπέστη βάπτισμα ὑπὲρ ἁμαρτιῶν μας.

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρη,
πράξεις Ἀποστόλων ἔγραψε χαρτὶ καὶ καλαμάρι.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μετὰ Ἀνάστασή του,
στοὺς Ἀποστόλους μαθητᾶς κάνει ἐμφάνησή του.

Ὁ Μαθηταὶ ἐχάρηκαν Χριστὸς ποὺ ἀνεστήθη,
συνέφαγαν συνέπιον ὡς ὅτου Ἀνελήφθη.

40 ἡμέρες πέρασαν ἀπὸ Ἀνάστασή του,
καὶ εἰς τὸ ὄρος Ἐλαιῶν τοὺς κάλεσε μαζί του.

Στὴν τράπεζα ποὺ ἔτρωγαν δίνη παραγγελία,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ναν᾿ ἡ ψυχὴ τοὺς Μιά.

Θὰ στείλει πνεῦμα Ἅγιον ὅλους νὰ τοὺς φωτίσει,
καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς Γῆς Κήρυκας νὰ ποιήση.

Ὅταν εἶπε στοὺς Μαθητᾶς αὐτὴν τὴν ὁμιλία,
μὲ σύννεφο ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς εὐθεία.

Οἱ Μαθηταὶ στὸν οὐρανὸ εἶχαν τὰ βλέμματά τους,
καὶ ἄνδρες δύο Ἄγγελοι ἐφάνηκαν μπροστά τους.

Οἱ ἄνδρες ἦταν Ἄγγελοι λευκὴ στολὴ φοροῦσαν,
στοὺς μαθητὲς ἐμίλησαν ποὺ τότε ἀποροῦσαν.

Τὶ βλέπετε εἰς τὸν οὐρανὸ μὲ ἀκίνητο τὸ βλέμμα,
τώρα ἀλήθεια θὰ μάθετε γιατὶ δὲν εἶναι ψέμα.

Ὁ Ἰησοῦς ποὺ σύννεφο τὸν πῆρε καὶ ἀνέβη,
μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο εἰς τὴν γῆ καὶ πάλι θὰ κατέβη.

Τότε στὴν Ἱερουσαλὴμ πῆγαν οἱ Μαθητές του,
νὰ λάβουν πνεῦμα Ἅγιον κατὰ διαταγές του.

Στὸ Ὑπερῶον πήγανε οἱ 12 Ἀποστόλοι,
ἦταν κι Παναγιὰ ἐκεῖ καὶ ἀδελφοί του ὅλοι.

120 ἄτομα ἤτανε μαζεμένοι,
καὶ Πέτρος ὁ Ἀπόστολος τὸν λόγο ἀναλαβαίνει.

Γιὰ τὸν Ἰούδα ἐμίλησε τὸν ἔγραφε ἡ προφητεία,
θὰ προδιδε τὸν Ἰησοῦ τότε μὲ πονηρία.

Τὸ πνεῦμα τὸ Πανάγιον τὸ εἶπε πρὶν νὰ γίνει,
ποὺ οἱ προφῆτες ἔγραψαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Τὸ τέλος τοῦ ἦταν φρικτὸν Ἰούδα τοῦ προδότη,
σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο ἀκούστηκε τὸ ξέρει ἡ ἀνθρωπότης.

Ἔπρεπε νὰ συμπληρωθῆ ἡ θέσις τοῦ προδότη,
καὶ νὰ ἐκλέξουν ἐπρότειναν τότε δύο ἀνθρῶποι.

Ἐπρότειναν τὸν Βαρσαββᾶν καὶ δεύτερον Ματθία,
καὶ ἔκαναν τότε προσευχὴ ποιὸς θἄχει τὰ πρωτεῖα.

Ἐψήφησαν καὶ ἔγραψαν τῶν δύο ὄνοματά τους,
ἐπὶ Ματθίαν ἐπεσεν ὁ κλῆρος ἐμπροστά τους.

Κλήρωση ἔγινε δεκτὴ ἐτότε ἀπὸ ὅλους,
Ματθίας συναριθμήθηκε μὲ ?endeka Ἀποστόλους.

Κι ἔγινα πάλι 12 οἱ Ἅγιοι Ἀποστόλοι,
θὰ κήρυταν Ἰησοῦ Χριστὸν στὴν οἰκουμένη ὅλη.

Χαρούμενοι οἱ Ἀπόστολοι περίμεναν τὴν ὥρα,
ποὺ πνεῦμα τὸ Πανάγιον θὰ τοὺς φωτίση τώρα.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς εἶχε ἀναγγείλει,
σὰν ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανοὺς Πνεῦμα Ἅγιον θὰ στείλει.

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Ὁ ἀγαπημένος Μαθητὴς ποὺ εἶν᾿ ὁ Ἰωάννης,
γιὰ τὴν ψηλάφηση Θωμᾶ μιὰ ὁμιλία κάνει.

Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι τὸν εἶχαν συναντήσει,
μετὰ ποὺ ἀναστήθηκε Χριστὸς εἶχε μιλήσει.

Μετὰ ἀπὸ τὴ λύπη τους, ἐχάρηκαν ὡραία,
μὰ ὁ Θωμᾶς ποὺ ἔλειπε, δὲν ἦταν στὴν παρέα.

Ὁ Κύριος καὶ τὸν Θωμᾶ θέλει εὐχαριστημένο,
καὶ ὁ Μαθητὴς διδάσκαλον νὰ δεῖ ἀναστημένο.

Τοῦ ᾿παν οἱ ἄλλοι Μαθητὲς πὼς ὁ Χριστὸς Ἀνέστη,
μὰ ὁ Θωμᾶς θέλει νὰ δεῖ ἐμπρός του νὰ τὸν βλέπει.

Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Θεὸς εἶν᾿ καρδιογνώστης,
πῆγε ξανὰ στοὺς Μαθητᾶς εἶν᾿ ὁ Θωμᾶς αὐτόπτης.

Εἰρήνη ὑμῖν ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητάς του,
καὶ τὸν Θωμᾶ ἐφώνησε γιὰ νὰ βρεθεῖ κοντά του.

Ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ φέρε τὸ δάκτυλό σου,
ἐξέτασε τὰς χεῖρας μου, ποὺ εἶμαι διδασκαλός σου.

Κατόπιν βάλε χείρα σου ἐξέτασε πλευρά μου,
ποὺ λόχη ἐκεντύθηκε καὶ εἶδε τὰς πληγᾶς μου.

Τότε δὲν θᾶσαι ἄπιστος θὰ πρέπει νὰ πιστέψεις,
καὶ ὅτι Ἀνεστήθηκα νὰ τὸ δημοσιεύσεις.

Κατόπιν τοῦ εἶπε ὁ Θωμᾶς πιστεύω Κύριέ μου,
ὅτι Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν Θεῖε διδάσκαλέ μου.

Ὁ Κύριος εἶπε στὸν Θωμᾶ πιστοὶ εἶναι μαζί μου,
ὅσοι δὲν μὲ εἴδανε στὴ γῆ μὲ τὴν Ἀνάστασή μου.

ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιον γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὸ πάθος,
τὸ ἔγραψε Εὐαγγελιστὴς Ἀπόστολος ὁ Μάρκος.

Μεγάλη τὴν Παρασκευὴ ἄρχισε νὰ βραδυάζει,
καὶ ἄνθρωπος εἶν᾿ Ἰωσὴφ σχέδιον ἑτοιμάζει.

Τὸ Ἅγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤτανε σταυρωμένο,
καὶ ἐσκέφτηκε μνημεῖον του ποὺ εἶχε ἑτοιμασμένο.

Δὧρον τὸ κάνει στὸν Χριστὸν γιὰ νὰ ταφεῖ τὸ Σῶμα,
καὶ στὸν Πιλάτο ἐτόλμησε νὰ τὸ ζητήσει ἀκόμα.

Ὁ Ἰωσὴφ ἐπίστευε Θεοῦ τὴν Βασιλεία,
μὲ πίστην στὴν Ἀνάσταση ἔκανε τὴν κηδεία.

Σὰν πῆγε ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ ἐθαύμασε ὁ Πιλάτος,
τοῦ ᾿πὲ “ἀπέθανε ὁ Χριστός” ὁ Ἰωσὴφ τρεχάτος.

Τὸ σῶμα Τοῦ ἐζήτησε νὰ τὸ ἐνταφιάσει,
καὶ ὁ Πιλάτος ζήτημα θέλει νὰ ἐξετάσει.

Τοῦ λέγει ὁ ἑκατόνταρχος πὼς εἶν᾿ ἀποθαμένος,
καὶ ἀμέσως εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸ δίνει χαρισμένο.

Σινδόνα τότε ὁ Ἰωσὴφ ἀμέσως ἀγοράζει,
γι᾿ ἅγιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐνταφιάζει.

Μέσα σὲ βράχο ἤτανε μνημεῖον σκαλισμένο λίθον,
βαρὺ τὸ σκέπασε καὶ εἶναι ἀσφαλισμένο.

Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Ἰωσὴ Μαρία,
παρατηροῦν μὲ προσοχὴ Κυρίου τὴν κηδεία.

Ἦταν πιστὲς μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμα,
μὲ ἐνδιαφέρον κοίταζαν ποὺ θὰ ταφῆ τὸ Σῶμα.

Σὰν πέρασε τὸ Σαββάτο ἀγόρασαν οἱ κόρες,
ἀρώματα γιὰ τὸν Χριστὸν ἔγιναν Μυροφόρες.

Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία Ἰακώβου καὶ Σαλώμη,
ξεκίνησαν πολὺ πρωὶ πρὶν ξημερώση ἀκόμη.

Ἕως τὸ μνημεῖο ἔφθασαν μὲ ἀνατολὴ ἡλίου,
νὰ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου.

Πέτρα μεγάλη ἔλεγαν ποιὸς θὰ ἀποκυλίσει,
εἰς τοῦ μνημεῖον εἴσοδον, ὅπου τὸ ἔχουν κλείσει.

Καὶ στὸ μνημεῖον ἔφθασαν εἶδαν σὲ λίγα μέτρα,
πῶς εἶχε τότε κυλισθεῖ ἀπ᾿ τὸ μνημεῖο ἡ πέτρα.

Καὶ μοναχές τους ἔλεγαν ἡ πέτρα ἦταν μεγάλη,
καὶ δὲν μποροῦσε εὔκολα ἄνθρωπος νὰ τὴ βγάλει.

Μνημεῖον τότε κοίταξαν καθόταν δεξιά του,
ἐνδεδυμένος νεαρὸς λευκὴ ἡ φορεσιά του.

Ἀμέσως τὶς κατάλαβε κατάπληξις καὶ τρόμος,
ἀλλὰ τὶς καθησύχασε αὐτὸς ὁ νέος ὅμως.

Τοὺς εἶπε μὴν ἐκπλήτεσθε ἤξερα ποιὸν ζητᾶτε,
τὸν Ἰησοῦν Ναζαρηνὸν καὶ ἐσεῖς τὸν ἀγαπᾶτε.

Κενὸν εἶν᾿ τὸ μνημεῖο τοῦ διότι ἀνεστήθει,
τώρα καὶ ἐσεῖς νὰ χαίρεσθε νὰ διώξετε τὴ λύπη.

Στὸν Πέτρο καὶ στοὺς Μαθητὲς πεῖτε αὐτὰ τὰ νέα,
θὰ ἀνταμώσουν τὸν Χριστὸν στὸ ὄρος Γαλιλαία.

Ἀπ᾿ τὸ μνημεῖον ἔφυγαν γυναῖκες τρομαγμένες,
δὲν ἐμιλοῦσαν πουθενὰ ἦταν σὰν πεθαμένες.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων,
ἔγραψε καὶ Εὐαγγέλιον διὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Τοῦ παραλύτου Κυριακὴ ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία,
ἔγιναν δύο θαύματα ποὺ ἔχουν σημασία.

Στὴν Λυδδαν Πέτρος Ἀπόστολος κάνει περιοδεία,
μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ βαδίζοντας πορεία,

Συνάντησε ἕνα ἄνθρωπο Αἰνέα ὀνομά του,
παράλυτος στὴν κλίνη τοῦ ἦταν ἐπὶ κραβάτου.

Τοῦ εἶπε Ἰησοῦς Χριστὸς καλὰ σὲ κάνω τώρα,
στὸν ὦμο πάρε κλίνη σου ἀμέσως καὶ προχώρα.

Σὰν ἄκουσε ὁ παράλυτος ἀμέσως ἐσηκώθει,
καὶ ἐπιστεῦσαν στὸ Ἰησοῦ στὴ Λυδδα οἱ ἄνθρωποι.

Κοντὰ στὴν Λυδδα εὑρίσκεται ἡ πόλη ἡ Ἰοππη,
καὶ ἄλλο θαῦμα ἔκανε ὁ Πέτρος ἐκεῖ κατόπι.

Μιὰ χριστιανὴ μαθήτρια ἀπέθανε στὴν πόλη,
τὸ ὄνομά της Ταβιθᾶ τὴν ἐφωνάζαν ὅλοι.

Στὴν Λυδδα ὅταν ἄκουσαν γιὰ Πέτρον οἱ ἀνθρῶποι,
τὸν παρακάλεσαν πολὺ νὰ πάει στὴν Ἰοππη.

Ὁ Πέτρος ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴν ἀποθαμένη,
μὲ δύο ἄνδρες συνοδοὺς στὸ σπίτι τῆς πηγαίνει.

Οἱ χῆρες τότε κλαίγανε διὰ τὸν θάνατό της,
ὅλες τὶς ἐπροστάτευε ὡσὰν τὸν ἑαυτόν της.

Καὶ εἰς τὸν Πέτρον ἔδειχναν ὅλες φορέματά τους,
ποὺ ἔφτιαχνε ἡ Ταβιθὰ νὰ ντύσουν σώματά τους.

Ὁ Πέτρος ὅλους ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ ἀνώγειόν της,
καὶ προσευχήθη στὸν Θεὸν γονατιστὸς ἐμπρὸς της.

Τότε μιλεῖ στὴν Ταβιθὰ ποὺ ἦταν πεθαμένη,
νὰ ἀναστηθῆ ἀπὸ νεκρὰ καὶ στὴν ζωὴ νὰ μένη.

Ἄνοιξε εὐθὺς τὰ μάτια της, τὸν Πέτρο ἐμπρὸς της βλέπει,
κι ἀμέσως στὸ κρεβάτι της ἐκάθησε ὅπως πρέπει.

Ὁ Πέτρος τὴν ἐσήκωσε μὲ τὸ δεξί του χέρι,
στὶς χῆρες καὶ στοὺς χριστιανοὺς σὰν δῶρο τὴν προσφέρει.

Τὸ θαῦμα ἔγινε γνωστὸν εἰς ὅλην τὴν Ἰόππη,
καὶ ἐπιστεῦσαν εἰς τὸν Χριστὸν τότε πολλοὶ ἀνθρῶποι.

Τοῦ Νικηφόρου γράφομεν σχόλια Θεοτόκη,
Κερκυρας Ἀρχιεπίσκοπος νὰ μάθουν οἱ ἀνθρῶποι.

Εἶχαν πεθάνει πρὸ καιροῦ ἄνθρωποι στὴν Ἰοππη,
γιατὶ μόνο στὴν Ταβιθὰ ἐπόνεσαν κατόπιν.

Ὁ συγγραφέας παρευθὺς ἀπάντηση μᾶς δίνη,
αἰτία ποὺ τὴν πόνεσαν ἦταν ἡ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ.

Ἦταν τὰ δάκρυα πτωχῶν καὶ στεναγμὸς τῆς χήρας,
ποὺ πέθανε ὁ ἄντρας της καὶ ἦταν κακομοίρα.

Λυπήθηκαν τὴν Ταβιθὰ ἤτανε στήριγμά τους,
ὅλοι τὴν ἔκλαιγαν πικρὰ ἦταν παρηγοριά τους.

Κι ὁ Πέτρος εἶδε δάκρυα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων,
κι ἐπροσευχήθει στὸν Θεὸν εἰς τῆς Ἰοππης τόπον.

Θέλησε ὁ Ἀπόστολος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη ν,
ὰ δείξει πόση δύναμη ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη.

Ἐλεημοσύνη προτιμᾶ Κύριος ὁ Θεός μας,
μέσα ἀπ᾿ τὴν θυσία τοῦ λέγει στὸν ἑαυτόν μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν ὁ Κυριός μας,
παντοῦ ἔκανε θαύματα ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας.

Στὴν πόλη μιὰ προβατικὴ λίμνη σὰν κολυμβήθρα,
ἄρρωστοι ἐγιατρεύοντο ἐγύρευαν βοήθεια.

Ἄνθρωπον παραλυτικὸν εἶδε ὁ Κυριός μας,
ψυχῶν σωμάτων ἰατρὸς ποὺ θέλει τὸ καλό μας.

Ἄρρωστος εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει τὶ νὰ γένῃ,
γιατὶ εἶναι ἐκεῖ τριάντα ὀκτώ, χρόνια ποὺ περιμένει.

Καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ Χριστὸς θέλει ὑγιεῖς νὰ γίνεις,
κι ὁ ἄρρωστος τ᾿ ἀπάντησε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Δἐν ἔχω λέγει ἄνθρωπό σου λέγω τὴν ἀλήθεια,
γιὰ νὰ μὲ βάλει πρῶτον ἐμὲ μέσα στὴν κολυμβήθρα.

Τὴν κολυμβήθρα ὁ Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν Θεὸν σταλμένος,
ὁ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε σ᾿ αὐτὴν ἦταν θεραπευμένος.

Τὸ ὕδωρ ὅταν ταραχθεῖ καὶ κατεβαίνω πρῶτος,
μοῦ παίρνουν ἄλλοι τὴ σειρὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων.

Σὰν ἄκουσε ὁ Κύριος τότε ἀπάντησή του φιλάνθρωπος,
καὶ σπλαχνικὸς δίνει τὴν προσταγή του.

Σηκω ἐπάνω γρήγορα πάρε τὸν κράβατό σου,
θεραπευμένος βάδιζε στὸν οἶκον τὸν δικό σου.

Δἐν ἤξερε ὁ ἀσθενὴς ποιὸς ἦταν ὁ ἰατρός του,
ποῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία του καὶ ἔφυγε ἀπὸ ἐμπρός του.

Μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος μὲ τὸ παράδειγμά του,
ὅλοι μας νὰ βαδίζουμε στὰ ἴχνη τὰ δικά του.

ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ

Σὰν κάνομε ἕνα καλὸ μὴν θέμε εὐχαριστία,
ἐτότε στὴν ψυχούλα μᾶς τῆς κάνουμε ζημία.

Γιατὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τὶς πράξεις μᾶς τὶς βλέπει,
κι ἂν μᾶς ἀξίζει γιὰ μισθὸ θὰ παρομεν ὅταν πρέπει.

Οἱ δίκαιοι θὰ ἀμοιφθοῦν σὰν ἔρθει νὰ μᾶς κρίνει,
οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ κολασθοῦν ἀπὸ δικαιοσύνη.

Στοῦ παραλύτου ἂς ἔλθομεν πάλι τὴν ἱστορία,
ποὺ σήκωσε τὸν κράβατο καὶ πήγαινε πορεία.

Ἤτανε ὅμως Σαββάτο ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
ποῦ ὁ Χριστὸς τὸ θαῦμα τοῦ ἔκανε ἐκεῖ πέρα.

Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ρωτοῦν γιὰ τόνε κράβατό του,
ποιὸς τοὖπε νὰ σηκώνει αὐτό, ποιὸς ἦταν ὁ γιατρός του.

Αὐτὸς ποὺ μὲ ἔκανε καλὰ μὲ θεία δύναμή του,
σήκωσα τὸ κρεβάτι μου κάνω διαταγή του.

Παράλυτον μετὰ καιρὸν στὸ ἱερὸ ποὺ πῆγε,
τοῦ μίλησε ὁ Κύριος ἀμέσως σὰν τὸν εἶδε.

Τοῦ ᾿πὲ τώρα ποὺ ἔγινες καλά, ξανὰ μὴν ἁμαρτάνεις,
μὴν πάθεις καὶ χειρότερα, ἂν ἁμαρτίες κάνεις.

Γιατὶ οἱ ἁμαρτίες σου ἤτανε ἡ μόνη αἰτία,
καὶ εἶχες τριανταοχτὼ χρόνια παραλυσία.

Στοὺς Ἰουδαίους ὁ ἰαθεὶς τοὺς εἶπε κατευθείαν,
ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ ἔδωσε θεραπεία.

Αὐτοὶ ἐμίσησαν Χριστὸν καὶ δὲν τὰ βάζουν κάτου,
γιατὶ δὲν τήρησε ὁ Χριστὸς ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.

Παρέλειψεν ὁ εὐαγγελιστὴς εἶδος παραλυσίας,
γιὰ νὰ εἰδοῦμε πὼς μισεῖ Θεὸς τὴν ἁμαρτία.

Ἂς στοχασθοῦμεν τὴν πληγὴν τῆς πρώτης ἁμαρτίας,
τῶν δύο προπατόρων μας ποὺ ἦταν ἡ αἰτία.

Ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος δὲν ἤτανε στὴ θέση,
τῶν πρωτοπλάστων πταίσιμον διὰ νὰ θεραπεύσει.

Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ πταίσματα καθαρίζει,
Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστὴς γράφει κι ὑπογραμμίζει.

Ὁ νομοθέτης καὶ Θεὸς ποὺ ἔκαμεν τὸν νόμον ἐκεῖνον,
νὰ σεβόμαστε καὶ νὰ ἀκοῦμεν μόνον.

Τόνε λατρεύουν ἄγγελοι ἡ κτῆσις ὑπακούει,
τὸν τρέμουνε οἱ δαίμονες μόνο ὁ πιστὸς ἀκούει.

Ὁ νόμος Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο φωτίζει σὰν λυχνάρι,
τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀγαθό, δρόμο καλὸ νὰ πάρη.

Ὅλος ὁ κόσμος ἐπαινεῖ φύλακας ἐντολῶν του,
ποὺ κάνουνε ὑπακοὴ στὸν νόμον τὸν δικὸν Του.

Εὔκολο βάρος ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ἔχει δώσει,
μόνο νὰ ἔχει θέληση γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει.

Εἶναι ὁ Θεός μας δίκαιος μὰ καὶ δικαιοκρίτης,
τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀγαπᾶ καὶ ἀρετὴ ἐπίσης.

Μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη Του, μισεῖ τὴν ἁμαρτία,
γιατὶ ὁ καρπὸς τῆς εἶν᾿ πικρὸς ὅλος ἀναισχυντία.

Ὑπάρχει ὅμως φάρμακο ὁ ἄνθρωπος ἂν θέλει,
ἀντὶ τὸ δηλητήριον νὰ φάει πάλι μέλι.

Ἀπρόσεκτα οἱ ἄνθρωποι ἔχομε ἀδυναμία,
νομίζουμε πὼς γλύκισμα εἶναι ἡ ἁμαρτία.

Αὐτὸ ἔπαθε κι ἄσωτος υἱὸς μὲ τὸν πατέρα,
ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πῆγε νὰ ἀλλάξει ἀέρα.

Ἔπειτα σὰν δοκίμασε πὼς εἶναι ἡ ἁμαρτία,
τὸν ἑαυτὸν τοῦ ἔνοιωσε πὼς εἶν᾿ σὲ δυστυχία.

Στρέφεται στὸν πατέρα του ποὺ εἶχε μετανοιώσει,
καὶ ὁ πατέρας στοργικὸς ἄφεση τοῦ᾿χὲ δώσει.

Αὐτὸ ποὺ κάναμε καὶ ἐμεῖς ἂν κάνομε ἁμαρτία,
νὰ μιμηθοῦμε ἄσωτο μόνο στὴν μετανοία.

Στὸν πολυεύσπλαχνο Θεὸν νὰ ποῦμε ἐλέησόν μας,
ὡσὰν τὸν ἄσωτον υἱόν, δέξου συγχώρεσέ μας.

Θεὸς εἶν᾿ ἀνεξίκακος καὶ θὰ μᾶς συγχωρέσει,
ὅταν μετανοήσομεν καὶ τοῦ Θεοῦ ἀρέσει.

Ἀσώτου τὴν ἐπιστροφὴ τὴν ἔχουνε κάνει κι ἄλλοι,
ὀρθόδοξη ἐκκλησία μας, ὅλους μας τοὺς προβάλλει.

Ἕνας ληστὴς εἰς τὸν Σταυρὸν ἐπῆρε τὰ πρωτεῖα,
ἄνοιξε τὸν παράδεισο διὰ τῆς μετανοίας.

Οἱ πόρνοι κλέφτες καὶ ἄσωτοι ζοῦσαν στὴν ἁμαρτία,
καὶ ὅταν ἐμετανόησαν εὐρήκαν σωτηρία.

Ἀκόμα καὶ ὁ διάβολος ὅταν μετανοήσει,
κι ἐκεῖνον ὁ Πανάγαθος θὰ τόνε συγχωρήσει.

Ὅμως αὐτὸς ἐν γνώσει τοῦ ἔχει ὑπερηφανεία,
καὶ μόνος του ἐδιάλεξε κόλαση αἰωνία.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΙΤΕΙΔΟΣ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων,
γράφει ποὺ ἐκήρυταν Χριστὸν τότε στὸν κόσμον ὅλον.

Πολέμησεν ὁ διάβολος Χριστοῦ τὴν ἐκκλησία,
ἀλλ᾿ ὅμως ἐνικήθηκε καὶ ἔπαθε ζημία.

Στὴν ἐκκλησία ἔκανε τότε διωγμὸν μεγάλο,
νὰ πάψουν ὄνομα Χριστοῦ νὰ λένε δίχως ἄλλο.

Ἔβλεπε μὲ τοὺς διωγμοὺς τίποτα δὲν κερδίζει,
γιατὶ ὁ ἀριθμὸς πιστῶν αὔξανε συνεχίζει.

Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος ἐκήρυττε παῤῥησίᾳ,
καὶ τὸν ἐλιθοβόλησαν μὲ μίσος μὲ κακία.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἔγινε τότε σάλος,
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἔκαναν ἐκεῖ διωγμὸ μεγάλο.

Τῆς ἐκκλησίας ὁ ἐχθρὸς εἶχε χαρὰ μεγάλη,
ἐνόμιζε πὼς νικητὴς θὰ ἦταν τότε πάλι.

Ἡ νίκη ἦταν τοῦ Χριστοῦ ποὺ τότε ἀπεδέχθη,
τὸ Ἅγιὸν Του ὄνομα στὰ ἔθνη ἐκυρήχθη.

Γιατὶ Χριστοῦ οἱ Μαθητὲς ἐκτὸς των Ἀποστόλων,
Ἰουδαία καὶ Σαμάρεια κήρυκες ἔγιναν ὅλων.

Καὶ ἐνικήθη ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν διωγμό τους,
μιὰ λέξη εἶπε χριστιανὸς τὸ στόμα τὸ δικό τους.

Καὶ πρῶτοι ὀνομάσθησαν οἱ χριστιανοὶ ἐτότες,
οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ὅλοι οἱ Ἀντιοχειῶτες.

Τὸ ὄνομα χριστιανοὶ ἔβαναν στὴν σφραγίδα,
μεγάλη πίστη εἴχανε καὶ στὸν Χριστὸν ἐλπίδα.

Οἱ κήρυκες ποὺ ἐκήρυξαν Κύπριοι Κυρηναῖοι,
σὰν στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ἐφάνησαν γενναῖοι.

Ἐκήρυξαν Ἰησοῦ Χριστόν, ποὺ εἴχανε ἀγνοία,
οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε μὲς στὴν Ἀντιοχεία.

Τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔμεινε κοντά τους,
ἔμαθαν στὰ Ἱεροσόλυμα τὰ κατορθώματά τους.

Εὐθὺς Βαρνάβαν ἔστειλαν εἰς τὴν Ἀντιοχεία,
εἶδε τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἐχάρη τῇ καρδίᾳ.

Βαρνάβας πῆγε στὴν Ταρσὸ ἐζήτησε τὸν Σαῦλο,
πῆγαν στὴν Ἀντιόχεια διδάσκαλον τοῦ Παῦλον.

Οἱ δύο αὐτοὶ Ἀπόστολοι κάθησαν ἕνα χρόνο,
δίδαξαν ὄχλον ἱκανὸν Ἀντιοχεία μόνο.

Ἀπὸ Ἱεροσόλυμα προφῆτες εἶχαν ἔλθη,
στὴν πόλη Ἀντιόχεια νὰ ποῦνε ὅτι πρέπει.

Ἄγαβος ἕνας ἐλέγετο ποὺ ἦταν φωτισμένος,
μὲ πνεῦμα τὸ Πανάγιον πολὺ δυναμωμένος.

Μεγάλη πείνα εἶπε ἐκεῖ πὼς πρόκειται νὰ γένει,
ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρα σ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένη.

Σὰν ἄκουσαν οἱ Μαθηταὶ γιὰ πείνα τὴν μεγάλη,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα στέλνουν βοήθεια πάλι.

Καὶ συνδρομὴ τοὺς ἔστειλαν εἰς Ἰουδαίας τόπον,
διὰ τροφᾶς καὶ ἐνδύματα τῶν χριστιανῶν ἀνθρώπων.

Δἐν εὔρησκαν κατάλληλο τότε κανέναν ἄλλο,
καὶ ἔστειλαν τὶς προσφορὲς Βαρνάβα καὶ τὸν Σαῦλο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)

Σήμερα ἑορτάζομεν μιὰ Κυριακὴ ἁγία,
ποῦ ἔφθασε ὁ Κύριος στὴν πόλη Σαμαρεία.

Ἕνα πηγάδι εἶν᾿ ἐκεῖ αἰῶνες ἀνοιγμένο,
ὁ Ἰάκωβος στὸν Ἰωσὴφ τὸ εἶχε δωρισμένο.

Κοπιασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπ᾿ τὴν ὁδοιπορία,
κοντὰ στὸ φρέαρ ἐκάθησε ποὺ ἦταν μεσημβρία.

Μιὰ γυναίκα πῆγε ἐκεῖ ἀπὸ τὴ Σαμαρεία,
θὰ ἔπαιρνε ἀπὸ ἐκεῖ νερὸ κρατοῦσε τὴν ὑδρία.

Σὰν ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε πὼς διψοῦσε,
καὶ ἀπὸ τὴν Σαμαρείτιδα νὰ πιεῖ νερὸ ζητοῦσε.

Δὅς μου νὰ πιῶ λίγο νερὸ τῆς λέγει ὁ Κύριός μας,
στὸν κόσμο Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ὠκεανοὺς ἐμπρός μας.

Οἱ Μαθητές του ἔλειπαν τότε ἀπ᾿ τὸ πηγάδι,
τρόφιμα θὰ ἀγόραζαν θὰ γύριζαν πιὸ βράδυ.

Κυρίου μᾶς ἐμίλησε τότε ἡ Σαμαρείτης,
καὶ ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς διάλογον μαζί της.

Τοῦ λέγει πὼς ἐτόλμησες νερὸ νὰ μοῦ ζητήσεις,
ποὺ Ἰουδαῖος εἶσαι ἐσὺ θέλω νὰ ἀπαντήσεις.

Οἱ Ἰουδαῖοι μισούσανε ὅλους τοὺς Σαμαρείτας,
καὶ Ἰουδαῖος εἶσαι ἐσύ, ἐμὲ νερὸ ἐζήτας.

Τῆς ἁπαντὰ ὁ Κύριος ἐμένα δὲν γνωρίζεις,
ὅπου τὸν κάθε ἄνθρωπο πνεῦμα Ἅγιον φωτίζει.

Γυναίκα δὲν κατάλαβε καὶ μίλησε τροχάδι,
ὅτι ἀγγεῖον δὲν κρατᾶ νερὸ μέσα νὰ βάλει.

Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ ζῶν νερὸ ποὺ λὲς νὰ μὲ ποτίσεις,
εἶσαι μείζων του Ἰακὼβ θέλω νὰ ἀπαντήσεις.

Πιὲς τὸ δικό μου τὸ νερό, ὅποιος τὸ πιεῖ θὰ ζήσει,
θὰ ᾿χει ζωὴν αἰώνιον δὲ θὰ ξαναδιψήσει.

Δὦσε μου τὸ νερὸ νὰ πιῶ λέγει ἡ Σαμαρίτης,
νὰ μὴν κοπιάζω νὰ ᾿ρχομαι ἐδῶ ἀπὸ τὸ σπίτι.

Τῆς λέγει τότε ὁ Ἰησοῦς ἄνδρα της νὰ φωνάξει,
νὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ οἱ δύο μαζὶ γιὰ νὰ τοὺς διατάξει.

Τοῦ ἀποκρίθει ἡ γυνὴ ὅτι ἄνδρα δὲν ἔχει,
εἶπε ὁ Χριστὸς ἀλήθεια λὲς καὶ πρέπει νὰ προσέχεις.

Πέντε ἄνδρες μέχρι σήμερα γυναίκα ἔχεις πάρει,
κι αὐτὸν ποὺ ἔχεις γιὰ ἄνδρα σου δὲν εἴσαστε ζευγάρι.

Γυναίκα τοῦ ἀπάντησε ἔκανες προφητεία,
μου εἶπες ζωὴ ποὺ ἔζησα μέσα στὴν ἁμαρτία.

Θὰ ᾿ρθεῖ στὸ ὄρος Γαριζὴν ἔλεγαν οἱ πατέρες,
προφήτης μήπως εἶσαι ἐσὺ ἐτοῦτες τὶς ἡμέρες.

Ὁ Κύριος της ἁπαντὰ νὰ λάβει πλήρη γνώση,
ὅτι ὁ Μεσσίας ἔρχεται τὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει.

Πῶς πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦνε,
καὶ θέλημά του κάνουνε ζωὴν κληρονομοῦνε.

Τοῦ λέγει ἔρχεται ὁ Χριστὸς ποὺ λέγεται Μεσσίας,
θὰ μᾶς διδάξει τότε αὐτὰ ὅλα ἐν παῤῥησίᾳ.

Τότε τῆς λέγει ὁ Χριστὸς ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας,
ποὺ εἰς τὸ φρέαρ Ἰακὼβ κάνω διδασκαλία.

Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ ἦλθαν οἱ μαθητές του,
ἀπὸ τὴν πόλη ἐγύρισαν ποὺ ἀγόρασαν τροφές τους.

Ἐθαύμασαν οἱ Μαθηταὶ ποὺ μίλησε μαζί της,
ποὺ στὸ πηγάδι κήρυγμα κάνει στὴ Σαμαρίτης.

Γυναίκα συγκινήθηκε πῆρε τὸ δρόμο τρέχει,
ἀνθρώπους πληροφόρησε συζήτηση πὼς ἔχει.

Τὴν στάμνα τῆς τὴν ἄφησε ἄδεια εἰς τὸ πηγάδι,
πληροφορίες ἔδωσε γιὰ τὸν Χριστὸν τροχάδι.

Τοὺς εἶπε ἄνθρωπο νὰ δοῦν ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα,
τὰ μυστικά μου εἶπε σε μὲ ποὺ ἔχω καμωμένα.

Μήπως αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Χριστὸς ἐλᾶτε νὰ τὸν δεῖτε,
ἂν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ὑποδεχθεῖτε.

Οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν καὶ ἔφτασαν τροχάδι,
νὰ δοῦν ἂν ἦταν ὁ Χριστὸς στοῦ Ἰακὼβ πηγάδι.

Τὸν ἐρωτοῦν οἱ Μαθηταὶ διδάσκαλο ἂν πεινοῦσε,
γιὰ τὸ δικό μου φαγητὸ δὲν ξέρετε ἀπαντοῦσε.

Ἂν ἔφαγε ὁ Ἰησοῦς εἴχανε ἀπορία,
διδάσκαλος τοὺς ἁπαντᾷ, λέγει μιὰ ἱστορία.

Οἱ Σαμαρεῖτες ἔρχονται νὰ ἀκούσουν κήρυγμά του,
ὅλα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ νὰ μποῦνε στὴν καρδιά τους.

Ὅλοι εὐχαριστήθηκαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν,
δύο μέρες στὴν Σαμάρεια τὰ λόγια Τοῦ ἀκοῦσαν.

Ἀπ᾿ τὴ διδασκαλία Τοῦ ἐπιστεψαν ἐκεῖνοι,
ὅτι αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Χριστὸς ποὺ θὰ ᾿ρθει νὰ μᾶς κρίνει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς πράξεις Ἀποστόλων,
τὰ θαύματὰ των ἔγραψε διὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦνε,
μιὰ ἄλλη δούλη νεαρὰ στὸ δρόμο συναντοῦνε.

Αὐτὴ εἶχε πνεῦμα μαγικὸν ἄρχισε νὰ προλέγει,
στὸν ἄνθρωπον ποὺ συναντᾶ τὸ τὶ θὰ τοῦ συμβαίνει.

Μιλοῦσε ἐπὶ πληρωμὴ διὰ τὰς συμβουλᾶς τῆς,
τὰ χρήματα τὰ ἔδινε αὐτὴ στ᾿ ἀφεντικά της.

Στὸ δρόμο ἠκολούθησε τὸ Σιλα καὶ τὸν Παῦλο,
φώναξε τότε δυνατὰ μὲ τόνο ποιὸ μεγάλο.

Αὐτοὶ οἱ δύο ἄνθρωποι Θεοῦ εἶν᾿ Ἀποστόλοι,
σᾶς λέγουν λόγια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σωθεῖτε ὅλοι.

Αὐτὸ συνεχιζόταν ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας,
γιὰ νὰ πιστεύσει ὁ Λαὸς ἄνδρες καὶ θυγατέρας.

Ὁ Παῦλος τὴν εἶδε πίσω του τοὺς εἶχε ἀκολουθήσει,
καὶ εἰς τὸ πνεῦμα ἀκάθαρτον εἶπε νὰ σιωπήσει.

Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀμέσως νὰ ἐξέλθεις,
καὶ εἰς τὸ μέλλον εἰς αὐτὴν ποτὲ μὴν ἐπανέλθεις.

Ἔφυγε εὐθὺς ὁ διάβολος ἀπὸ τὴν κόρη τώρα,
τ᾿ ἀφεντικὰ τῆς τὸ ἔμαθαν ποὺ ἔμεναν στὴ χώρα.

Γιατὶ ἐκμεταλλευότανε αὐτὴν τὴν ἐργασία,
τῆς ἔπαιρναν τὰ χρήματα ποὺ ἔκανε μαγεία.

Εὐθὺς τότε συνέλαβαν τὸν Σιλα καὶ τὸν Παῦλο,
πῆγαν νὰ τοὺς δικάσουνε σὲ ἄρχοντα μεγάλο.

Τοὺς ὁδηγοῦν στοὺς στρατηγοὺς εἶπαν αὐτοὶ οἱ ἀνθρῶποι,
ἔγιναν ταραχοποιοὶ στοὺς ἰδικοὺς μᾶς τόποι.

Κηρύττουνε θρησκευτικὰ ἔθιμα ἰδικὰ τοὺς Ρωμαῖοι,
ἀποστρέφονται τὰ λόγια τὰ δικά τους.

Μαζεύτηκε ὄχλος πολὺς τότε αὐτὴν τὴν ὥρα,
κι οἱ στρατηγοὶ ἐξέσχιζαν ροῦχα Ἀποστόλων τώρα.

Ἦταν γυμνοὶ οἱ Ἀπόστολοι εἶπαν νὰ τοὺς ραβδίσουν,
μπροστὰ στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τοὺς θεατρίσουν.

Πολλὰ ἔλαβον κτυπήματα καὶ τώρα ἕνα μένει,
Παῦλος καὶ Σίλας Ἀπόστολοι εἶναι φυλακισμένοι.

Καὶ εἰς τὸν δεσμοφύλακα δίνουν παραγγελία,
νὰ μὴν τοὺς δραπετεύσουνε νάναι σὲ ἀσφαλεία.

Τότε ὁ δεσμοφύλακας παραγγελία κάνει,
στὸ βάθος διαμέρισμα στὴ φυλακὴ τοὺς βάνει.

Καὶ ἔδεσε τὰ πόδια των σὲ ξύλο εἶναι δεμένοι,
ὁ Σιλας καὶ ὁ σύντροφος Παῦλος φυλακισμένοι.

Κατὰ τὸ μεσονύκτιο δὲν αἰσθανόταν πόνο,
ἀτάραχοι εἰς τὸν Θεὸν ἔψαλαν ὕμνους μόνο.

Τοὺς ἄκουσαν μὲ προσοχὴ κι ἄλλοι φυλακισμένοι,
τοὺς δίκασαν οἱ ἄρχοντες κι ἦταν τιμωρημένοι.

Ἔξαφνα ἔγινε σεισμὸς τότε πολὺ μεγάλος,
τὴν ὥρα ποὺ ἐπροσεύχοντο ὁ Σιλας καὶ ὁ Παῦλος.

Οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν στὰ χέρια τοὺς δεμένες,
κι ὅλες οἱ πόρτες φυλακῆς ἤτανε ἀνοιγμένες.

Ὁ δεσμοφύλαξ ξύπνησε μὲ τοῦ σεισμοῦ τὸν τρόμο,
φυλακισμένοι σκέφτηκε πὼς θάχαν πάρει δρόμο.

Εἶδε τὶς πόρτες ἀνοιχτὲς τὸ βράδυ εἶχε κλείσει,
ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του γιὰ νὰ αὐτοκονήσει.

Ὁ Παῦλος τότε φώναξε μὲ μιὰ φωνὴ μεγάλη,
τὴν μάχαιρα ποὺ ἔβγαλε στὴ θήκη νὰ τὴ βάλει.

Ἐτρόμαξες τοῦ μίλησε πούν᾿ ἀνοικτὲς οἱ πόρτες,
φυλακισμένοι εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ παρόντες.

Τότε ὁ δεσμοφύλακας ἡσύχασε καὶ πρῶτα,
ζητὰ στὸ σκότος φυλακῆς νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ φῶτα.

Εἶδε τὸ θαῦμα τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἦρθε ἀνατριχίλα,
ποῦ δὲν ἐφέρθηκε καλὰ στὸν Παῦλο καὶ τὸν Σιλα.

Ἔπεσε εἰς τοὺς πόδας τῶν τοὺς εἶπε τὶ νὰ κάνει,
διὰ νὰ σώσει τὴν ψυχὴ ποτὲ νὰ μὴν πεθάνει.

Πίστευσε Ἰησοῦ Χριστὸν μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
ἀμέσως θὰ σωθεῖς ἐσὺ κι οἰκογένειά σου.

Κήρυγμα τότε ἔκαναν οἱ δύο Ἀποστόλοι,
Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ τοὺς πιστεύσουν ὅλοι

Τὴν νύκτα ὁ δεσμοφύλακας τὰ αἵματά τους πλύνει,
καὶ ὅλοι ἐβαπτίσθηκαν εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Τότε ὁ δεσμοφύλακας τραπέζι εἶχε βάλει,
ὅλοι εὐχαριστήθηκαν εἶχαν χαρὰ μεγάλη.

Ἀπὸ χριστιανικὴ χαρὰ ἐγέμισε τὸ σπίτι,
ποῦ ἔγιναν ὅλοι χριστιανοὶ εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Ὁ Χριστὸς στὰ Ἱεροσόλυμα ποῦ εἶχε περπατήσει,
στὸ μέσον αὐτῆς τῆς πόλεως τυφλὸν εἶχε συναντήσει.

Πῶς ἐγεννήθηκε τυφλὸς οἱ Μαθηταὶ ρωτοῦσαν,
Δἰδάσκαλόν τους ποῦ ἄνθρωπο δὲν ἔβλεπε κοιτοῦσαν.

Ὁ ἴδιος αὐτὸς ἁμάρτησε εἴτε καὶ οἱ γονεῖς του,
καὶ φαίνεται τὸ σῶμα τοῦ δίχως τὴν ὅρασή του.

Τοὺς ἀπεκρίθη ὁ Κύριος δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ αἰτία,
γονεῖς κι αὐτὸς δὲν ἔσφαλαν δὲν εἶχαν ἁμαρτία.

Ἀλ᾿ ἐγεννήθηκε τυφλὸς διὰ νὰ φανερώσει,
θαῦμα θὰ κάνει ὁ Θεὸς τὸ φῶς του νὰ τοῦ δώσει.

Ὁ Κύριος τελείωσε αὐτὴν τὴν ὁμιλία,
τὸν ρώτησαν οἱ Μαθηταὶ ποὺ εἶχαν ἀπορία.

Ὁ Κύριος ἔφτυσε στὴ γῆ πηλὸς εἴχενε γίνει,
ἔχρισε μάτια τοῦ τυφλοῦ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Στὴν κολυμβήθρα Σιλωὰμ τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει,
ἐκεῖ νὰ πάει νὰ νηφτεῖ ἔπειτα πῶς θὰ βλέπει.

Τὴν πίστη θέλει τοῦ τυφλοῦ Χριστὸς νὰ δοκιμάσει,
ἀλλὰ τὸ θαῦμα ὡς Θεὸς τὸ ἔχει ἑτοιμάσει.

Κάνει ὁ τυφλὸς ὑπακοὴ καὶ ἔπλυνε τὰ μάτια,
καὶ ἔβλεπε οὐρανὸ καὶ γῆ τοῦ κόσμου τὰ παλάτια.

Ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι τοῦ τὸν εἶδαν οἱ γειτόνοι,
ὅλοι τὸν ἤξεραν τυφλὸ σὲ περασμένοι χρόνοι.

Ὅταν τὸν εἶδαν ἔλεγαν εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
δὲν εἶν᾿ αὐτὸς ποῦ ζήταγε πρῶτα ἐλεημοσύνη;

Δἰαφωνία εἴχανε οἱ κάτοικοι μεγάλη,
ἄλλοι ἔλεγαν εἶν᾿ αὐτὸς καὶ ἄλλοι πὼς τοῦ μοιάζει.

Μὰ ὁ τυφλός τους ἔλυσε σ᾿ ὅλους τὴν ἀπορία,
γιατὶ τοὺς διηγήθηκε ὅλη τὴν ἱστορία.

Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου ὅλοι τὸν ἐρωτοῦνε,
τότε τοὺς ἀποκρίθηκε ἀλήθεια νὰ ἀκοῦνε.

Ἄνθρωπος ὀνομάζεται Ἰησοῦς τὸ ὄνομὰ Του,
στὴν πόλη ποῦ περπάταγα εὑρέθηκα κοντὰ Του.

Ἐπτυσε ἔκανε πηλὸ χρίει τοὺς ὀφθαλμούς μου,
στὴν Σιλωὰμ μὲ ἔστειλε μαζὶ μὲ τοὺς δικούς μου.

Ἐπῆγα ἐκεῖ καὶ νίφτηκα ἀπέκτησα τὸ φῶς μου,
ποὺ πρῶτα μαῦρα σκοτεινὰ ἦταν ὅλα ἐμπρός μου.

Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν τυφλὸ ρωτᾶνε μὲ ἀπορία,
σᾶς εἶπα τοὺς ἀπάντησε τελείωσε ἡ Ἱστορία.

Τότε τὸν ἄλλοτε τυφλὸν τὸν εἶχαν ὁδηγήσει,
οἱ Φαρισαῖοι νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τοὺς ἐξηγήσει.

Αὐτοὶ ἐνδιαφέροντο πηλὸ ἔριξε κάτου,
ἐργάσθηκε παρέβηκε ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.

Οἱ ἴδιοι πάλι τὸν ᾿ρωτούν τυφλὸς ἦταν πῶς βλέπει,
καὶ τοὺς ἐξήγησε κι αὐτὸς πὼς ἔγινε ὅτι πρέπει.

Οἱ Φαρισαῖοι σχόλια ἔκαναν μεταξύ τους,
διαφωνίες εἴχανε εἰς τὴν συζήτησή τους.

Ἔλεγαν εἶν᾿ ἁμαρτωλὸς ἐργάζεται Σαββάτο,
ποῦ ἔχρισε μάτια τοῦ τυφλοῦ πηλὸ πῆρε ἀπὸ κάτω.

Οἱ Φαρισαῖοι πρῴην τυφλὸ πάλι ξαναρωτοῦνε,
θέλουν νὰ ἀκούσουν σχόλια τὴ γνώμη του νὰ δοῦνε.

Ὡσότου τὸν ἀνάγκασαν πάλι νὰ ὁμιλήσει,
πρόθυμος ὅπως πάντοτε τοὺς δίνει ἀπαντήσεις.

Τότε αὐτὸς ἀπάντησε πὼς εἶδε τὸν προφήτη,
δὲν πίστεψαν καὶ φώναξαν γονεῖς του ἀπὸ τὸ σπίτι.

Οἱ Ἰουδαίου ἄπιστοι πάντοτε πορρωμένοι,
ποῦ ἡ ψυχὴ τοὺς φθονερὴ ἦταν καὶ σκοτισμένη.

Ὅταν γονεῖς του πήγανε εὐθύς τους ἐρωτῆσαν,
αὐτὸς ποῦ ἦταν πρὶν τυφλὸς εἶναι αὐτὸ παιδί σας;

Καὶ οἱ γονεῖς ἀπάντησαν αὐτὸς εἶναι υἱός μας,
καὶ ὅτι τυφλὸς γεννήθηκε στὸ σπίτι τὸ δικό μας.

Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ τυφλὸς ποὺ ἦταν βλέπει,
ρωτῆστε τὸν καὶ θὰ σᾶς πεῖ ποὺ ἡλικία ἔχει.

Γονεῖς του ἐφοβήθηκαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν,
γιατὶ θὰ τοὺς ἐξόριζαν Χριστὸν ἂν προσκυνοῦσαν.

Ἐφώναξαν πρῴην τυφλὸν πάλι τὸν ἐρωτοῦνε,
καὶ τὸν Χριστὸν ὡς ἄνθρωπον τονὲ συκοφαντοῦνε.

Τοῦ λένε δόξασε Θεὸ κι ὄχι κανένα ἄλλο,
“δεν ἔβλεπαν πὼς ἔκανε θαῦμα πολὺ μεγάλο”.

Αὐτὸς ποὺ σὲ ἔκανε καλὰ δὲν τήρησε ἀργία,
Σαββάτο σὲ θεράπευσε καὶ ἔκανε ἁμαρτία.

Τοὺς ἀποστόμωσε ὁ τυφλὸς μὲ ἀπάντηση ὡς πρέπει,
εἶπε ἦταν ἀόματος καὶ τώρα ὅμως βλέπει.

Καὶ πάλι τῶν ξαναρωτοῦν εἶχαν περιεργεία,
πὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ ἔγινε θεραπεία.

Τοὺς εἶπε πὼς πρωτύτερα ἄκουσαν ἀκοές τους,
μήπως θὰ θέλετε καὶ ἐσεῖς νὰ εἶσθε μαθητές του.

Ἐμεῖς Μωσέα ἔχουμε ὅλοι μας γιὰ προφήτη,
γιατὶ αὐτὸν ἐκάλεσε Θεὸς νὰ τοῦ μιλήσει.

Ἐμίλησε πρῴην τυφλός, τοὺς ἔκανε κομμάτια,
εἶπε πὼς ἔπρεπε καὶ αὐτοί, νὰ ἀνοίξουνε τὰ μάτια.

Ἐὰν δὲν ἦταν ἐκ Θεοῦ δὲν μοῦ ἄνοιγε τὰ μάτια,
τότε πετάξαν τὸν τυφλὸ ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια.

Τότε ποὺ τὸν ἐξόρησαν ὁ Ἰησοῦς τὸ ξέρει,
ὁ ἴδιος εἶν᾿ Υἱὸς Θεοῦ σ᾿ ὅλα της γῆς τὰ μέρη.

Ὁ Ἰησοῦς πρῴην τυφλὸν τότε τὸν ἀνταμώνει,
καὶ ἐρωτᾶ ὁ Κύριος ἦσαν οἱ δύο μόνοι.

Πιστεύεις σὺ Υἱὸν Θεοῦ ἐρώτηση τοῦ κάνει,
καὶ ἀπαντᾶ πρῴην τυφλὸς καὶ ἐπαναλαμβάνει.

Ποιὸς εἶναι αὐτὸς Κύριε διὰ νὰ τὸν πιστεύσω,
νὰ προσκυνήσω πόδια του, Θεὸν νὰ τὸν λατρεύσω;

Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντηση τοῦ δίνει,
τὸν βλέπεις τώρα σου ὁμιλεῖ εἶπε τὴν ὥρα ἐκείνη.

Τώρα πιστεύω Κύριέ μου ἔδωσες τὸ φῶς μου,
σὲ προσκυνῶ Υἱὸν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν Θεόν μου.

Καὶ ἐμεῖς ὅλοι οἱ χριστιανοὶ Χριστὲ σὲ προσκυνοῦμε,
τὶς ἐντολές σου φώτιζε πάντοτε νὰ τηροῦμε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ὁ Παῦλος ὁ Ἀπόστολος κάνει περιοδεία,
κηρύττει μὲ ἄλλους Μαθητᾶς πίστη Χριστοῦ Ἁγία.

Ἀπὸ τὴν Χίον ἔφυγαν, στὴν Σάμο ξενυκτοῦνε,
τὴν ἄλλη μέρα προχωροῦν, στὴ Μάλτα νὰ βρεθοῦνε.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὰ εἶχε κανονίσει,
μὲ πρεσβυτέρους Ἔφεσον ἐκεῖ νὰ συναντήσῃ.

Ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶν᾿ εἰδοποιημένοι,
ὁ Παῦλος ὁ Ἀπόστολος πάντα τοὺς περιμένει.

Καὶ ὅταν τοὺς ἐσυνάντησε, τότε μὲ παῤῥησία,
τοὺς εἶπε· νὰ ἀποφεύγουμε τὴν κάθε ἁμαρτία.

Ἀνάγκη ἔχομεν πίστεως στὸν Ἰησοῦν Χριστόν μας,
ποὺ εἶναι ὁ Σωτήρας μας καὶ ἀληθινὸς Θεός μας.

Γιὰ ἑαυτὸν τοῦ ὁμιλεῖ Ἀπόστολος ὁ Παῦλος,
τὸν περιμένουνε δεσμὰ καὶ πόλεμος μεγάλος.

Δἐν λογαριάζω τίποτε ἐγὼ γιὰ τὴν ζωήν μου,
θὰ ἔχω καλὴν συνείδηση γιὰ τὴν ἀποστολήν μου.

Θέλω νὰ εἶμαι πρόθυμος εἰς τὴν διακονία,
νὰ δίνω Ἰησοῦ Χριστοῦ καλὴν τὴν μαρτυρία.

Ὅλους σας βλέπω σήμερα σὰν τελευταία μέρα,
γιατὶ θὰ κάνω κήρυγμα ἀκόμα παρὰ πέρα.

Δἰότι σχέδιον Θεοῦ σᾶς ἔχω ἀναγγείλει,
διὰ τὴν σωτηρία σᾶς Θεὸς τὸ ἔχει στείλει.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν προσεύχεσθε πολὺ γιὰ ἑαυτὸν σᾶς,
ἐσεῖς ποὺ εἶσθε Ἐπίσκοποι καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό σας.

Θὰ σᾶς φωτίζει πάντοτε τὸ Ἅγιὸν Του Πνεῦμα,
ὁ Κύριος μας ἔσωσε μὲ ἰδικόν του αἷμα.

Ὅταν θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ θὰ ἔλθουνε κοντὰ σας,
πολλοὶ ψευτοδιδάσκαλοι νὰ εἶναι συντροφιὰ σας.

Προσέχετε καὶ ἀπὸ ἐσὰς ἄνθρωποι θὰ βρεθοῦνε,
ἀλήθεια θὰ διαστρέψουνε αὐτοὺς νὰ ἀκολουθοῦνε.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν σᾶς λέγω αὐτὰ πάντα νὰ γρηγορεῖτε,
καὶ αὐτὰ τώρα ποὺ ἀκούετε νὰ τὰ ἐνθυμηθεῖτε.

Νὰ ἐνθυμάστε πάντοτε πὼς μία τριετία,
νυχθημερὸν μὲ δάκρυα ἔκανα νουθεσία.

Καθένα ἐσυμβούλευα ἂν θέλει τὸ καλό του,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ ᾿χει διδάσκαλό του.

Τώρα σᾶς ἐμπιστεύομαι εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα,
καὶ κάθε πλάνη ποὺ ποὺ ἔρχεται νὰ τὴν πετᾶτε πέρα.

Δἐν ἐπιθύμησα χρυσὸν οὔτε φορέματά μου,
μόν᾿ ροζιασμένα δούλεψαν τὰ χέρια τὰ δικά μου.

Ἔτσι νὰ ἐργάζεσθε καὶ ἐσεῖς ὅλους νὰ βοηθεῖτε,
ἔλεος πάντα κάνετε γιὰ νὰ ἐλεηθεῖτε.

Ἔκαναν ὅλοι προσευχὴ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσαν,
καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ πάντοτε ἐκτελοῦσαν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε προσευχή του,
εἶχε κοντά τους μαθητᾶς ποὺ ἤτανε μαζί του.

Ἀφοῦ ὅλους εὐλόγησε νὰ ἔχουνε εἰρήνη,
εἰς τὸν Πατέρα προσευχὴ κάνει τὴν ὥρα ἐκείνη.

Τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ σήκωσε ὁ Κύριος μας,
δείχνει γιὰ μᾶς παράδειγμα ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας.

Ἀνοίγει Ἅγιον Στόμα Τοῦ κάνει τὴν προσευχή του,
οὐράνιο πατέρα Τοῦ προσεύχεται μαζὶ Του.

Ἦλθεν ἡ ὥρα πάτερ μου σοφία Σου ἔχει ὠρίσει,
καὶ ὁ Υἱός σου ὡς ἄνθρωπος θὰ σὲ εὐχαριστήσει.

Θὰ λάβει πάθη ἑκούσια καὶ θὰ κακοπαθήσει,
τῶν πρωτοπλάστων τὴν ἀρὰ μὲ τὸν Σταυρὸ θὰ σβήσει.

Σὺ τὸν Υἱόν σου Δὄξασε τοῦ ἔδωσες ἐξουσία,
γιὰ ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα νὰ φέρει σωτηρία.

Καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν κι αὐτὸς νὰ ἀπολαύσει,
τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιον ἐκήρυξα ἐν πάση.

Ἐπὶ τῆς Γῆς τελείωσε τώρα Ἀποστολή μου,
ἀναδεῖξον μὲ Ἀνάστασιν καὶ τὴν Ἀνάληψίν μου.

Τὸ ὄνομά σου φανερὸν ἔκανα στοὺς ἀνθρώπους,
ποῦ κήρυξε σὲ ὅλη τὴ γῆ παντοῦ σ᾿ ὅλους τοὺς τόπους.

Ἐπίστευσαν οἱ ἄνθρωποι καλὴ ἡ πρόθεσή τους,
ποὺ τοὺς ἐφώτισες ἐσὺ καὶ ἐδέχθη ἡ ψυχή τους.

Στὰ ἔργα σου ἐπείσθησαν καὶ στὴν διδασκαλία,
γνῶσιν τέλειαν ἔλαβον σαφῆ πληροφορία.

Σὲ γνώρισαν πατέρα μου καὶ ἐμένα ὡς Υἱὸν Σου,
ἐπίστευσαν πὼς μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο τὸν δικὸ Σου.

Ἐγὼ ἐργάσθηκα πολὺ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω,
στὴν πίστην τὴν ἀληθηνὴν ψυχήν τους νὰ ὠφελήσω.

Στὸν κόσμο τώρα ὅσοι ζοῦν κι εἶναι σὲ ἀπιστία,
τώρα δὲν σὲ παρακαλῶ ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία.

Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐπίστευσαν καὶ ἔγιναν δικοὶ Σου,
ἐπίστευσαν καὶ εἰς Ἐμὲ πὼς εἶμαι τὸ παιδὶ Σου.

Στὴ γῆ δὲν θὰ ᾿μαι πάντοτε νὰ ἔχω παῤῥησία,
νὰ μὲ θωροῦν σωματικῶς νὰ ᾿χουν παρηγορία.

Ἐγὼ σὲ σένα ἔρχομαι οὐράνιε Πατέρα,
μὲ Ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς θὰ ἀνέβω μία μέρα.

Ἐγὼ μαζὶ μὲ μαθητᾶς στὴ γῆ ποὺ κατοικοῦσα,
τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιον πάντοτε τὸ τηροῦσα.

Καὶ δὲν ἐχάθηκε κανεὶς ἀπὸ τὴ μαθητεία,
μονάχα ἕνας μαθητὴς υἱὸς τῆς ἀπωλείας.

Οἱ προφητεῖες τῆς Γραφῆς τὸ εἴχανε γραμμένο,
πῶς ὁ Ἰούδας μαθητὴς θὰ μὲ εἶχε προδομένο.

Τώρα σ᾿ ἐσένα ἔρχομαι νὰ κατοικῶ μαζί σου,
οὐράνιε πατέρα μου τ᾿ ἀγαπητὸ παιδί σου.

Κι ἔχω τὴν πεποίθηση πὼς θὰ τοὺς προστατεύσεις,
χαρὰ ποὺ ἔδωσα σ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ τὴν λιγοστέψεις.

Τελείωσε τὴν προσευχὴ Υἱὸς πρὸς τὸν πατέρα,
καὶ εἴχανε οἱ μαθητὲς εὐλογημένη ἡμέρα.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πρὶν τὴν Ἀνάληψή του,
στοὺς ἱερούς Του μαθητᾶς ἔδωσε συμβουλὴ Του.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα νὰ εἶναι συναγμένοι,
μὲ πνεῦμα τὸ Πανάγιον θὰ εἶναι φωτισμένοι

Ἡμέρα εἶν᾿ πεντηκοστὴ ἀπὸ Ἀνάστασὴ Του,
δέκα ἡμέρες πέρασαν ἀπὸ Ἀνάληψὴ Του.

Στὸ Ὑπερῶον βρίσκονται οἱ δώδεκα Ἀποστόλοι,
καὶ πνεῦμα τὸ πανάγιον ἐπεριμέναν ὅλοι.

Καὶ ἔξαφνα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸν σφοδρὴ ἦρθε ἀνέμου,
τὴν ἄκουσαν οἱ μαθηταὶ ἐκεῖ ποὺ περιμένουν.

Ὅλο τὸν οἶκον ἐγέμισε ποὺ ἦταν οἱ Ἀποστόλοι,
ἦταν καὶ ἄλλοι μαθητὲς καὶ ἐφωτισθήκαν ὅλοι.

Ὡσὰν τὶς φλόγες τοῦ πυρὸς τοὺς φώτισε τὸ πνεῦμα,
σὰν γλῶσσες ἐμοιράσθηκε, κάθησε στὸν καθένα.

Τὸ πνεῦμα τὸ Πανάγιόν τους φώτισε ἐτότες,
καὶ ἄρχισαν νὰ ὁμιλοῦν ὅλοι τους ξένες γλῶσσες.

Τὸ πνεῦμα τὸ πανάγιον πρωτοῦ νὰ ὁμιλήσουν,
φώτιζε τὴ διάνοια τὶ εἴπουν τὶ λαλήσουν.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶν᾿ ἐγκατεστημένοι,
καὶ Ἰουδαῖοι χριστιανοὶ ἐκεῖ ἦταν μαζεμένοι.

Ὅμως μαζεύθηκαν ἐκεῖ παρὰ πολλοὶ ἀνθρῶποι,
ποὺ ἦρθαν ἀπὸ μακριὰ ἀπὸ δικοί τους τόποι.

Ὅλοι ἄκουγαν τοὺς μαθητᾶς μιλοῦν δική τους γλώσσα,
καὶ ἀποροῦν πὼς ἔμαθαν γράμματα ἐκεῖ τόσα.

Ἐκστατικοὶ ἐμείνανε ποὺ μίλαγαν οἱ νέοι,
κι ἔλεγαν αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι.

Πῶς τώρα ἐμεῖς ἀκούομεν γλώσσαν τὴν ἰδικὴ μᾶς,
ὅπου ἐμεῖς ἠξεύρομεν ἀπὸ τὴ γέννησή μας.

Παρθαι καὶ Μῆδοι εἶν᾿ ἐκεῖ καὶ ἄνθρωποι Ἐλαμίτες,
κι ἄλλοι στὴν καταγωγὴ εἶν᾿ Μεσοποταμίτες.

Στὴν Ἰουδαίαν κατοικοῦν Πόντον καὶ τὴν Ἀσία,
πάρα πολλοὶ ἦταν ἐκεῖ ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία.

Ἦταν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι φερμένοι ἀπ᾿ τὴ Φρυγία,
καὶ ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο πολλοὶ καὶ ἀπὸ Παμφυλία.

Καὶ ἀπ᾿ τὴν Λιβύη ἔφθασαν πλησίον στὴν Κυρήνη,
καὶ οἱ Ρωμαῖοι ποῦνε ᾿κεὶ τὴ ἐποχὴ ἐκείνη.

Καὶ Ἄραβες ἦσαν ἐκεῖ καὶ ἄνδρες ἀπ᾿ τὴν Κρήτη,
θαῦμα Ἁγίου Πνεύματος εἶδαν σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.

Ἐμίλαγαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν γλώσσα τὴ δικιά τους,
ἐθαύμαζαν ποὺ ἄκουγαν τὰ κατορθώματά τους.

Καὶ μερικοὶ ἐλέγανε πὼς εἶναι μεθυσμένοι,
ἀλλὰ μὲ Ἅγιον Πνεῦμα ἦταν φωτισμένοι.

Καὶ Πέτρος ὁ Ἀπόστολος τότε τοὺς ἐξηγοῦσε,
ἐννέα ὥρα εἶναι πρωὶ κανένας δὲν μεθοῦσε.

Ἐμεῖς δὲν τρῶμε φαγητὸ πρὶν νὰ ᾿ρθῇ μεσημέρι,
λοιπὸν δὲν ἤπιαμε κρασὶ καθένας σας νὰ ξέρει.

Ὁ Ἀπόστολος τοὺς δίδαξε ὅτι δὲν εἶναι ψέμα,
πὼς ὅλους τοὺς ἐφώτισε τὸ Ἅγιον τὸ Πνεῦμα.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ)

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κάνει διδασκαλία,
ὄρθιος τὴν πεντηκοστὴ σὲ ὅλους ὁμιλία.

Ἐὰν κανεὶς πνευματικὰ ψυχή του ἔχει διψάσει,
μὲ πίστη ἂς ἔρχεται πρὸς μὲ καὶ θὰ καθησυχάσει.

Θὰ ἔχει ἱκανοποίηση καὶ στὴν ψυχὴ γαλήνη,
καὶ τῆς μακαριότητας θείας ζωῆς θὰ γίνει.

Γιατὶ ὁ πιστεύων εἰς Ἐμὲ μοιάζει σὰν τὸ ποτάμι,
τρέφεται ὁ ἴδιος στὴν ψυχὴ κοντὰ σ᾿ αὐτὸν καὶ ἄλλοι.

Αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ Κύριος ἐτότε στοὺς ἀνθρώπους,
θὰ ἔστελνε Πνεῦμα Ἅγιον εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους.

Προφῆτες καὶ ἄνδρες δίκαιοι εἶχαν Ἅγιον Πνεῦμα,
μὰ γιὰ τὴ θεία τὴν ζωὴ δὲν εἶχε δοθεῖ εἰς κανένα.

Γιὰ πάθημα ἐδοξάσθηκε Υἱὸς ἀπ᾿ τὸν Πατέρα,
καὶ πνεῦμα τὸ πανάγιόν τους ἔστειλε ἐκεῖ πέρα.

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ ἄκουσαν ἀπ᾿ τὸν λαὸν ἀνθρῶποι,
ποὺ πήγανε προσκυνητὲς ἀπὸ δικοί τους τόποι.

Δἰαφωνία εἴχανε τότε ἀναμεταξύ τους,
δὲν ἤξεραν καὶ διαιροῦν τὴν γνώμη τὴ δική τους.

Ὁ Μωυσῆς τοὺς εἶχε πεῖ πὼς αὐτὸς εἶν᾿ ὁ προφήτης,
καὶ ἄλλοι πάλιν ἔλεγαν εἶν᾿ ὁ Χριστὸς ἐπίσης.

Καὶ ἄλλοι δὲν ἐπίστευαν σ᾿ αὐτὴν τοὺς τὴν ἰδέα,
κι ἔλεγαν ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ Γαλιλαία.

Ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δἀβὶδ εἶπε ἡ Γραφὴ καὶ πάλι,
στὴν Βηθλεὲμ θὰ γεννηθεῖ τὸ ἔχετε καταλάβει.

Νὰ τὸ συλλάβουν θέλησαν κανένας δὲν τολμοῦσε,
γιατὶ ἀοράτως δύναμη ὅλους τοὺς ἀπωθοῦσε.

Καὶ τότε στοὺς Ἀρχιερεῖς πῆγαν οἱ ὑπηρέτες,
τοὺς ἔδωσαν ἀναφορὰ δίχως νὰ γίνουν ψεῦτες.

Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε ρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι,
κι οἱ στρατιῶτες ἀπαντοῦν γενναῖοι θαραλαῖοι.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀκούσαμε εἶχε Θεοῦ σοφία,
χάριν καὶ δύναμη πολλὴ εἶχε ἡ ὁμιλία.

Μήπως ἐπλάνεψεν καὶ σᾶς ρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι,
ἀπάντησε ὁ Νικόδημος ἀμέσως νὰ τοὺς λέει.

Καταδικάζει ὁ νόμος μᾶς ἄνθρωπον πρὶν μιλήσει,
σὰν πεῖ ὁμολογία του θὰ ᾿τόνε κανονίσει.

Τὸν Ἰωσὴφ ἐστόμωσαν πάλι οἱ Ἰουδαῖοι,
τοῦ εἶπαν ἂν κατάγεται ἀπὸ Γαλιλαίας μέρη.

Νὰ ἐρευνήσεις τὰς γραφᾶς νὰ δεῖ στὴ Γαλιλαία,
προφήτης οὐκ ἐγήγερται μὴν τοῦ περνᾶ ἰδέα.

Καὶ πήγαιναν στὰ σπίτια τοὺς ὅλοι τους ταραγμένοι,
ποὺ γνῶμες τους δὲν ταίριαξαν καὶ ἦταν διηρημένοι.

Τότε ἐπῆγε ὁ Ἰησοῦς στὸ ὄρος Ἐλαιῶνος,
περνοῦσε ἐκεῖ τὴ νύκτα τοῦ ἤθελε νὰ ᾿ναι μόνος.

Ὁ Ἰησοῦς ἐμίλησε σὲ ἄλλη τοῦ ὁμιλία,
τοῦ κόσμου φῶς ὅτι εἶν᾿ Αὐτὸς δίνει παραγγελία.

Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μένει στὴ σκοτίαν,
θὰ ἔχει τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ζωὴν τὴν αἰωνίαν.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Γράφει αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν Ἀπόστολος ὁ Παῦλος,
στὴν Ἔφεσο στοὺς χριστιανοὺς διδάσκαλος μεγάλος.

Πρὶν νὰ γενῆτε χριστιανοὶ εἴσαστε στὴ σκοτία,
εἶχε εἰσχωρήσει μέσα σας πολὺ ἡ ἁμαρτία.

Τώρα ποὺ εἶστε χριστιανοὶ καὶ εἴδατε τὸ φῶς σᾶς,
οἱ ἄνθρωποι νὰ βλέπουνε λαμπρὸ τὸ πρόσωπό σας.

Ἐλάβετε πνεῦμα Ἅγιον εἶστε ὅλοι φωτισμένοι,
νὰ ἔχετε ἔργα φωτεινὰ σ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένη.

Ἔχετε φιλαλήθεια καὶ κάθε καλοσύνη,
σὲ ὅλους νὰ δεικνύεται πάντα δικαιοσύνη.

Ὅλα νὰ τὰ ἐξετάζετε σὲ μιὰ ὡραία θέση,
καὶ νὰ τὰ δοκιμάζετε ὅτι Χριστοῦ ἀρέσει.

Τὰ ἔργα νὰ ἐλέγχετε ποὺ εἶναι στὸ σκοτάδι,
τὸ φῶς γιὰ τὸν παράδεισο, τὸ σκότος γιὰ τὸν Ἅδη.

Ἔλεγχος διαφώτισης εἶν᾿ ἐπιβεβλημένος,
ποῦ διαπράττετε κρυφὰ κι εἶναι ντροπιασμένος.

Τὰ ἔργα φανερώνονται ὁ ἔλεγχος σὰν γίνει,
καὶ ἐργάζοντες ἔργα φωτὸς καὶ στὸ σκοτάδι σβήνει.

Μὲ οἶνον μὴ μεθήσκεσθε γιατὶ εἶναι ἀσωτία,
ὑπάρχει ἐκεῖ διαφθορὰ καὶ εἶναι ἁμαρτία.

Νὰ ἔχετε τὸ ἐσωτερικὸν μὲ πνεῦμα γεμισμένο,
καὶ ὅτι θέλει ὁ Θεὸς νὰ ᾿ναι εὐλογημένο.

Μονάχα ὕμνους καὶ ψαλμοὺς πάντοτε νὰ λαλεῖτε,
τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ τὸν εὐχαριστεῖτε.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΟΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Ι. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

Ματθαῖος ὁ Εὐαγγελιστὴς Χριστοῦ διδασκαλία,
γράφει στὸ Εὐαγγέλιον παραγγελία θεία.

Νὰ μὴν καταφρονήσομεν ποτὲ ἄνθρωπο κανένα,
ποὺ τοὺς φυλάγουν ἄγγελοι ὅπως ἐσὲ καὶ ἐμένα.

Ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἔστειλε τὸν υἱὸν Του,
νὰ σώσει τὸ ἀπολωλὸς τὸ πλάσμα τὸ δικὸ Του.

Χαμένος ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἦρθε νὰ τόνε σώσει,
ἀπὸ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ νὰ τὸν ἐλευθερώσει.

Γιὰ ὅλους φροντίζει ὁ Θεὸς καὶ ἔχει σημασία,
γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν ἄκακοι σὰν τὰ μικρὰ παιδία.

Ὅπως φροντίζει ὁ ποιμὴν διὰ τὰ πρόβατά του,
ἔτσι φροντίζει ὁ Θεὸς διὰ τὰ πλάσματὰ Του.

Παράδειγμα μᾶς ἔδειξε ὁ οὐράνιος πατέρας,
νὰ συχωροῦμε σφάλματα ἀνθρώπων κάθε μέρα.

Ἐὰν σου φταίξει κάποτε εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου,
εὔρα τὸν νὰ ᾿νὲ μόνος του νὰ κάνεις ἔλεγχό του.

Ἐὰν σ᾿ ἀκούσει ἐκέδρισες τότε τὸν ἀδελφό σου,
γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα στὴ γῆ εἶναι λυμένα,
θὰ εἶναι καὶ στὸν οὐρανὸ ὅλα συχωρεμένα.

Ἐὰν δυὸ συμφωνήσουνε ἕνα πράγμα κάθε μέρα,
θὰ συμφωνήσει ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ τότε ὁ πατέρας.

Εἰς ὄνομά μου ἄνθρωποι εἶν᾿ δύο συνηγμένοι,
θὰ εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν νάναι ἀγαπημένοι.

Μᾶς ἀγαπάει ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλος ΑΓΑΠΗ,
ἔχυσε ΑΙΜΑ Θεϊκὸν γιὰ τὰ δικά σας πάθη.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

Ἁγίους Πάντας σήμερα ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία,
στύλοι ἦταν ἀκλόνητοι εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.

Εἴχανε πίστη στερεὰν γενναία παλικάρια,
καὶ δὲν τοὺς κατασπάραζαν ποὺ πείναγαν λιοντάρια.

Περνόμε ἕνα παράδειγμα ὁ Δἀνιὴλ κι οἱ παῖδες,
μέσα στὸν λάκκο λιονταριοῦ δεμένοι χειροπέδες.

Ἀντὶ νὰ φᾶνε γιὰ τροφὴ Ἁγίων σώματά τους,
τοὺς ἔγλυφαν μὲ σεβασμό, κλείνουν τὰ στόματά τους.

Κατόπιν τοὺς ἐρίξανε σὲ φλογερὸ καμίνι,
καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ σβήνει τὴν φλόγα ἐκείνη.

Ἀντὶ νὰ κατακάψουνε Ἁγίων σώματά τους,
μιὰ οὐράνια δροσιὰ εὔφρανε τὴν καρδιά τους.

Στὸν πόλεμο τοὺς ἔστειλαν ἦσαν πολὺ ἐντάξει,
καὶ ἔτρεψαν εἰς τὴν φυγὴ ἐχθροῦ τὰς παρατάξεις.

Σὲ φοβερὰ μαρτύρια οἱ ἄπιστοί τους βάνουν,
μοβόροι σκληροτράχηλοι ὡς ὅτου ἀποθάνουν.

Τοὺς ἔδερναν ἀλύπητα καὶ τοὺς ἐτυραννοῦσαν,
αἰτία ποὺ τὰ ἄψυχα εἴδωλα δὲν τιμοῦσαν.

Στὴν φυλακὴ τοὺς ἔβαναν εἶν᾿ ἁλυσοδεμένοι,
οἱ Ἅγιοι τότε ἔψαλαν εἶν᾿ εὐχαριστημένοι.

Ποῦ γιὰ τὴν πίστη στὸν Χριστὸν εἴχανε ὑποφέρει,
εἶν᾿ καρδιογνώστης ὁ Θεὸς τὰ βλέπει καὶ τὰ ξέρει.

Τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο τόνε λιθοβολοῦνε,
ἔλεγε ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν θένε νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Ἀλλὰ ὁ Πρωτομάρτυρας δὲ βάσταγε κακία,
ἀμέσως προσευχήθηκε νὰ σβήνει ἡ ἁμαρτία.

Ἄπιστοι ἐπριόνησαν προφήτη Ἡσαΐα,
καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν κακουχία.

Εἶχαν προβάτου δέρματα ἀντὶ φορέματά τους,
καὶ μὲ αὐτὰ ἐσκέπαζαν τότε τὰ σώματά τους.

Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
καμήλου εἶχε ἔνδυμα καὶ ζώνη δερματίνη.

Ἄλλους ἁγίους ἔσφαξαν τότε μὲ τὸ μαχαίρι,
οἱ πόνοι ποὺ ἐτράβηξαν μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.

Στὶς τρύπες ποὺ ἦταν μὲς τὴ γῆ τότε ἑκατοικοῦσαν,
καὶ σπήλαια στὴν ἔρημο μὲ τὰ λιοντάρια ἐζοῦσαν.

Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ποῦνε ἐγκωμιασμένοι,
στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκονται δὲν εἶν᾿ τελειωμένοι.

Θὰ λάβουν τέλειον μισθὸν ἐτότε παῤῥησία,
ὅταν μᾶς κρίνει ὁ Χριστὸς στὴ Δεὐτέρα Παρουσία.

Ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας μᾶς ἔχει δικαιοσύνη,
καὶ ὁ Χριστὸς φιλάνθρωπος δίκαια θὰ μᾶς κρίνει.

Καὶ σήμερα ὑπάρχουνε πάνω στῆς Γῆς τὰ μέρη,
καὶ χριστιανοὶ ἀγωνιστὲς ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ξέρει.

Πολλὰ ἑκατομμύρια ὁ ἀριθμὸς ἁγίων,
ποῦ ἔζησαν θεάρεστα ἐδῶ στὴν γῆ τὸν βίον.

Ἂς τοὺς παρακαλέσουμε καὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε,
μὲ ἅγιές τους προσευχὲς ὅλοι μας νὰ σωθοῦμε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ι. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

Σήμερα ἑορτάζουμε ἑορτὴν Ἁγίων Πάντων,
ἦταν χρυσάφι καθαρὸ στὴν πίστη τοὺς προπάντων.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστοὺς στὸ εὐαγγέλιόν του,
τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ὁμιλεῖ γιὰ ἑαυτόν του.

Γιὰ νὰ τονώσει θέλησε τὴν πίστη στοὺς ἀνθρώπους,
καὶ τὴν ἀλήθεια ἔλεγε σὲ διαφόρους τόπους.

Πολλοὶ δὲν τὸν ἐγνώριζαν δὲν πίστευαν ἀκόμη,
γιατὶ πρὶν ἔλθει ἐδῶ στὴ γῆ εἴχανε ἄλλη γνώμη.

Ἔκαναν ἕνα εἴδωλο τὸ εἶχαν γιὰ Θεό τους,
τὸ ἐλάτρευαν κι ἡσύχαζαν τότε τὸν ἑαυτόν τους.

Καὶ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν δὲν ἤξεραν καθόλου,
ἐπροσκυνοῦσαν ὡς θεοὺς ὄργανα τοῦ διαβόλου.

Ὁ πλάστης μου εἶναι ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ σωθοῦμε,
νὰ πᾶμε στὸν παράδεισο αἰώνια νὰ ζοῦμε.

Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπο νὰ σώσει,
καὶ ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία του νὰ τὸν ἐλευθερώσει.

Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε στὸ λόγο τοῦ ὅποιος τὸν ὁμολογήσει,
πὼς εἶν᾿ Υἱὸς Ζῶντος Θεοῦ πολὺ θὰ τὸν τιμήσει.

Θὰ πῶ εἰς τὸν Πατέρα μου πὼς εἶν᾿ ἀκόλουθός μου,
καθένας ποὺ Σωτῆρα τοῦ θωρεῖ τὸν ἑαυτόν μου.

Κατόπιν μίλησε ὁ Χριστὸς ποὺ βρῆκε εὐκαιρία,
πὼς ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει ἐλευθερία.

Δἐν ἦλθε μὲ τὸ ζόρι ἐδῶ νὰ φέρει τὴν εἰρήνη,
γιατὶ στὴν ἐξουσία τοῦ τὸν ἄνθρωπο ἀφήνει.

Σὲ ἄνθρωπο ποὺ μ᾿ ἀρνηθεῖ ἐδῶ στὸν κόσμο πέρα,
θὰ τόνε ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ σὲ οὐράνιο πατέρα.

Ὡς καρδιογνώστης ὁ Κύριος ἤξερε τὶ θὰ γίνει,
εἰς τοὺς αἰῶνας ἅπαντας καὶ ἐποχὴ ἐκείνη.

Γνώριζε οἰκογένειες ποὺ κατοικοῦν στὸ σπίτι,
ἄλλοι θὰ εἴχανε χαρὰ καὶ ἄλλοι πάλι λύπη.

Τὸν ἄνθρωπο τὸ πλάσμα τοῦ ἐλεύθερον ἀφήνει,
τὸ μίσος ἀποστρέφετε καὶ θέλει τὴν εἰρήνη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχὴς σὰν κάνει τὰ καλά του,
τότε ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ κι εἶναι στὴν ἀγκαλιὰ Του.

Στοὺς μαθητᾶς ὁ Κύριος ἔκανε ὁμιλία ἰσχύει,
γιὰ τοὺς χριστιανοὺς αὐτὴ ἡ ὁδηγία.

Νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Χριστὸ πρῶτον ἀπ᾿ τὰ παιδιά σας,
γονεῖς, ἀδέλφια, συγγενεῖς καὶ οἰκογένειά σας.

Ὅποιος ἔτσι δὲν μὲ ἀγαπᾶ δὲν εἶναι μαθητής μου,
συνάμα καὶ ἀνάξιος θὰ εἶναι καὶ μαζί μου.

Ὁ Πέτρος τὸν ἐρώτησε νὰ πάρει ἀπάντησή του,
σπίτια γονεῖς του ἄφησε καὶ πήγαινε μαζί του.

Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε τότε στοὺς μαθητές του,
ποὺ Πέτρος σὰν ἐμίλησε, ὅλοι ἦσανε κοντά του.

Ἐσεῖς ὅλοι ποὺ ἀφήσατε τὶς οἰκογένειές σας,
θὰ ἔχετε αἰώνιον ζωή, θὰ σώσετε ψυχές σας.

Ὅποιος ἀκούει τὸν Χριστὸν δὲν θὰ τὸ μετανοιώσει,
ἐδῶ θὰ ζήσει εὐτυχὴς καὶ τὴν ψυχὴ θὰ σώσει.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴ μέση του βιβλίου,
ἐγράφομεν περικοπὲς τοῦ πεντηκοσταρίου.

Καὶ τώρα ἂν θέλει ὁ Θεὸς θὰ γράψωμεν κατόπιν,
διὰ τὰ προσκυνήματα ἔχουνε οἱ Ἅγιοι Τόποι.

Ἔγραψαν Εὐαγγελιστὲς τὴν ἱστορία ὅλη,
καὶ τῆνε συμπληρώσανε οἱ Δὤδεκα Ἀποστόλοι.

Μιὰ μικρὴ ἀντιγραγὴ γίνεται ἀπ᾿ τὰ βιβλία,
νὰ δοῦνε ὅσοι θέλουνε Χριστοῦ τὰ μεγαλεῖα.

Ἡ πόλις Ἱερουσαλὴμ πόλις εἶναι Ἁγία,
γιατὶ ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς κι ἔφερε Σωτηρία.

Ἁγίου Τάφου γράφομε τὰ προσκυνήματά του,
κι ὁ χριστιανὸς τὰ προσκυνᾶ καὶ χαίρεται ἡ καρδιά του.

Ἰδιαιτέρως Γολγοθὰ ὅποιος τὸν προσκυνήσει,
θὰ ἰδεῖ Χριστοῦ μᾶς τὸν Σταυρὸ ἀμέσως θὰ δακρύσει.

Καὶ ἄλλα προσκυνήματα ἔχει ἡ ἐκκλησία,
στὸν τάφο τὸν Παγάγιον ποὺ ἔχουν σημασία.

Ἔχει ἕνα παρεκκλήσιον λέγεται “Μὴ μοῦ ἀπτου”,
ποὺ στὸν Χριστὸν Μαγδαληνὴ εὑρέθηκε κοντὰ Του.

Ἤτανε μιὰ μαθήτρια ἀπὸ τὶς μυροφόρες,
μύρα ἐπῆγαν στὸν Χριστὸν εὐλογημένες κόρες.

Τὸν Τάφο βρῆκαν ἀνοικτὸ ἀλλὰ τὸ σῶμα λείπει,
ἐκεῖ δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς διότι Ἀνεστήθη.

Ἄγγελος ἐκαθότανε στὰ δεξιὰ μνημείου,
στὶς μυροφόρες ἔλεγε Ἀνάσταση Κυρίου.

Τὸν Τάφο σὰν ἐκοίταξε Μαγδαληνὴ Μαρία,
εἶδε πὼς ἤτανε κενὸς καὶ εἶχε ἀπορία.

Μήπως τὸν ἔκλεψε κανεὶς βάζει μὲ τὸ μυαλό της,
καὶ ἀμέσως ἡ Μαγδαληνὴ βλέπει τὸν Κύριόν της.

Τὸν νόμιζε γιὰ κηπουρὸ καὶ εὐθὺς τὸν ἐρωτοῦσε,
ἂν εἶδε Ἰησοῦ Χριστὸν διότι ἀποροῦσε.

Νόμιζε πὼς τὸν ἔκλεψαν καὶ εἶναι σ᾿ ἄλλα μέρη,
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἤθελε νὰ τὸ ξέρει.

Ὁ Κύριος τὴν ἄκουσε ποὺ εἶχε ἀπορία,
τῆς μίλησε ὁ Ἰησοῦς τὸ ὄνομα Μαρία.

Ἐκείνη τότε ἐγνώρισε πὼς εἶναι ὁ Κύριος της,
καὶ ἀνεστήθη ἐν νεκρῶν ἦταν διδάσκαλὸς της.

Ἀμέσως ἐγονάτισε γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσει,
τὰ᾿ ἀναστημένα πόδια Του νὰ τὰ καταφιλήσει.

Ὅμως εὐθὺς ὁ Κύριος της τὸ ἀπαγορεύει,
δὲν πῆγε στὸν πατέρα Τοῦ Μαρία δὲν τὸ ξεύρει.

Εἶδε ἕναν θεάνθρωπο Μαγδαληνὴ Μαρία,
ἔκανε τότε ὑπακοὴ ποὺ εἶχε ἀπορία.

Στὸ μέρος ποὺ ἔγινε αὐτὸ τοῦ Παναγίου Τάφου,
ὑπάρχει παρεκκλήσιον ποὺ βρίσκεται κοντά του.

Χάρηκε ἡ Μαγδαληνὴ ποὺ ὁ Χριστὸς Ἀνέστη,
ἀπὸ σταυρὸν τοῦ Γολγοθὰ ποὺ βάσανα ὑπέστει.

Μαρία εἰδοποίησε τοὺς Μαθητᾶς καὶ κόρες,
ἐχάρηκαν οἱ Μαθηταὶ μὰ καὶ οἱ μυροφόρες.

ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΣ ΕΜΜΑΟΥΣ ΧΩΡΙΟΝ

Καὶ ἄλλο περιστατικὸ μετὰ ἀνάστασὴ Του,
εἴδανε οἱ δύο μαθητὲς ποὺ ἤτανε μαζί του.

Δἐν ἦταν ἀπ᾿ τοὺς δώδεκα αὐτοὶ οἱ Ἀποστόλοι,
ἦταν ἀπ᾿ τοὺς ἑβδομήκοντα γιὰ νὰ τὸ μάθουν ὅλοι.

Οἱ μαθητὲς τοὺς ἔκλεξαν καὶ τοὺς ψηφίσαν ὅλοι,
γιὰ νὰ κηρύξουν τὸν Χριστὸν στὴν οἰκουμένη ὅλη.

Ἕναν τὸν ἔλεγαν Λουκᾶ τὸν δεύτερον Κλεόπα,
κήρυτταν Ἰησοῦ Χριστὸν Ἁγίους Τόπους πρῶτα.

Σὰν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς αὐτοὶ ἦταν θλιμμένοι,
εἰς Ἐμμαοὺς ἐπήγαιναν εἶν᾿ στεναχωρεμένοι.

Τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ Ἐμμαοὺς χωριὸ εἶναι δικό τους,
καὶ πήγαιναν καὶ οἱ δύο μαζὶ διὰ τὸ σπιτικό τους.

Ἄνθρωπος τοὺς συνάντησε καὶ ἦταν λυπημένοι,
τὶ ἔπαθαν τοὺς ἐρωτὰ εἶναι στεναχωρεμένοι.

Ἐσὺ δὲν κατοικεῖς ἐδῶ τὸν ἐρωτοῦν ἐκεῖνοι,
συμβάντα δὲν τὰ ἄκουσες νὰ δεῖς τὶ ἔχει γίνει;

Ποιὰ συμβάντα ἐρωτᾶ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀνθρώπους,
γιὰ Ἰησοῦν Ναζαρηνὸν ποὺ ἔγινε ἐδῶ στοὺς τόπους.

Ἑβραῖοι τὸν ἐσταύρωσαν καὶ ἔγινε ἡ ταφὴ Του,
σὲ τρεῖς ἡμέρες ἔλεγε θὰ γίνει Ἀνάστασὴ Του.

Οἱ τρεῖς ἡμέρες πέρασαν ποὺ εἶν᾿ ἀποθαμένος,
ἔπρεπε σήμερα ἀκριβῶς νὰ εἶν᾿ ἀναστημένος.

Ὁ ἄγνωστος τότε δι᾿ αὐτοὺς τοὺς κάνει ὁμιλία,
εἶπε πὼς εἶν᾿ ἀνόητοι βραδεῖς εἰς τὴν καρδία.

Δἐν εἶπε πρὶν νὰ ὑποστεῖ τὰ Ἅγιὰ Του πάθη,
καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθεῖ ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθει.

Τὸν ἄκουσαν μὲ προσοχὴ οἱ δύο μαθητές Του,
ποῦ ἄκουγαν ἀπ᾿ τὸ δάσκαλο ἀλήθεια οἱ ἀκοές τους.

Καὶ τότε κατανύχθηκε τῶν δύο ἡ καρδία,
ποὺ ὁ ὁδοιπόρος ἔκανε αὐτὴν τὴν ὁμιλία.

Τοὺς ἄρεσε ἡ συζήτηση θέλουν νὰ τὸν ἀκοῦνε,
ἀπὸ τὴν λύπη ποὺ εἴχανε καὶ ἐκεῖνοι νὰ χαροῦνε.

Ὁ ξένος προσποιήθηκε πὼς θέλει νὰ προχωρήσει,
γιατὶ στὴν πόλη Ἐμμαοὺς εἴχανε σταματήσει.

Καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν ἂν ἤθελε νὰ μείνει,
νὰ τὸν φιλοξενήσουνε οἱ δύο τὴν νύκτα ἐκείνη.

Δἐν ἔφερε ἀντίρρηση ὁ ὁδοιπόρος τώρα,
καὶ πῆγε νὰ δειπνήσουνε στὴν ἰδικὴ τοὺς χώρα.

Εἰς τὸ τραπέζι ἔφεραν ἄρτον νὰ εὐλογήσει,
μὲ προθυμία τὸ ἔκανε νὰ τοὺς εὐχαριστήσει.

Τὸν ἄρτον τὸν εὐλόγησε τὸν ἔκανε κομμάτια,
ἄφαντος τότε ἔγινε ἀπ᾿ τὰ δικά τους μάτια.

Ἐτότε τὸν ἐγνώρισαν πὼς ὁ διδασκαλός τους,
ἦταν συνοδοιπόρος τους σὰν ἄγνωστος ἐμπρός τους.

Σὰν εἴδανε διδάσκαλο μετὰ ἀνάστασή του,
μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ ποὺ πήρανε μαζί τους.

Πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα εἴπανε σὲ ἀποστόλοι,
πὼς ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἐχαρήκαν ὅλοι.

Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Στὸν τάφο τὸν Πανάγιον εἶναι κι αὐτὸ κτισμένο,
καὶ στὸν Πανάγιον Σταυρὸν εἶν᾿ ἀφιερωμένο.

Ἂς δοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πὼς εἶναι ἡ ἱστορία,
κατόπιν συνεχίζομεν βλέπομεν στὴν οὐσία.

Στὸν Γολγοθὰ μὲ δύο ληστὲς Χριστὸν εἶχαν σταυρώσει,
κατόπιν καὶ τοὺς τρεῖς Σταυροὺς στὴ γῆ τοὺς εἶχαν χώσει.

Ὅμως ὁ Θεὸς ἐφώτισε Ἑλένη τὴν Ἁγία,
νὰ βρεῖ τὸν Τίμιον Σταυρὸν αὐτὴν ἦταν ἡ αἰτία.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πῆγε νὰ προσκυνήσει,
στὴν Πάρο Ἑκατονταπυλιανὴ αὐτὴ τὴν εἶχε κτίσει.

Ἦταν καιρὸς ἐνάντιος ἐπίανε τρικυμία,
γι᾿ αὐτὸ ἐτότε ἔκτισε στὴν Πάρο ἐκκλησία.

Τελείωσε τὸ ἔργο τῆς τιμὴ στὴν Παναγία,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ξεκίνησε πορεία.

Μὲ πόθο καὶ ἱερὸν σκοπὸ πῆγε νὰ προσκυνήσει,
Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ θέλησε νὰ τιμήσει.

Θέλει τὸν Τίμιον Σταυρὸν εἶν᾿ στὴ γῆ θαμμένος,
ἄνθρωποι νὰ τὸν προσκυνοῦν ποὺ εἶναι ἁγιασμένος.

Πλήρωσε ἀνθρώπους κι ἔσκαβαν μὲ ἀξίνη καὶ μὲ φτυάρι,
νὰ βροῦν τὸν Τίμιον Σταυτὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.

Ἐργάτες ἔσκαβαν πολὺ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
ὅμως δὲν βρῆκαν τὸν Σταυρὸν κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.

Σταμάτησαν τὸ σκάψιμο εἶν᾿ ἀπογοητευμένοι,
μὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ Ἁγία ἐπιμένει.

Εἶχε χρυσὰ νομίσματα τὰ ἔριχνε στὸ χῶμα,
καὶ οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν γιὰ νὰ τὰ βροῦν ἀκόμα.

Σὰν ἔσκαψαν πολὺ βαθιά τους τρεῖς σταυροὺς εὐρήκαν,
δὲν γνώριζαν ποιὸς εἶν᾿ Χριστοῦ καὶ ποιοὶ ληστᾶς ἀνῆκαν.

Δὀκίμασαν ἕνα σταυρὸ σὲ ἑνὸς νεκροῦ τὸ σῶμα,
μὰ πεθαμένος ὁ νεκρὸς δὲν ἀνεστήθη ἀκόμα.

Τώρα τὸν δεύτερο σταυρὸ στὸ σῶμα ἔχουν βάλει,
ἄφωνο καὶ ἀναίσθητο στὸ σῶμα ἦταν πάλι.

Ἀκούμπησαν τρίτον σταυρὸ καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα,
γιατὶ ἀνεστήθη ὁ νεκρὸς ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Καὶ τότε ὅλοι ἐγνώρισαν Σταυρὸν Ἰησοῦ Κυρίου,
ποῦ οἱ Ἑβραῖοι ἐσταύρωσαν στὸν τόπο τοῦ Κρανίου.

Κρανίου τόπος λέγεται Χριστὸς ποὺ ἐσταυρώθει,
γιατὶ κρανίον τοῦ Ἀδὰμ πῆγαν ἐκεῖ ἀνθρῶποι.

Ὑπάρχει μέχρι σήμερα τὸ βλέπουν ὅσοι πᾶνε,
καὶ ἀνεβαίνουν Γολγοθὰ Χριστὸν μᾶς προσκυνᾶνε.

Κι αὐτὸ τὸ ἔχουνε ἐκεῖ γιατὶ ἔχει σημασία,
ποῦ ἐσταυρώθει ὁ Χριστὸς γιὰ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία.

Ἀπὸ τοὺς τρεῖς λοιπὸν σταυροὺς ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμένοι,
μὲ σεβασμὸ Σταυρὸν Χριστοῦ κρατᾶ ἡ Ἁγία Ἑλένη.

Δὄξασαν ὅλοι τὸν Θεὸν διὰ τὴν εὕρεσή του,
καὶ ἔτρεχαν μὲ κατάνυξη διὰ προσκύνηησή του.

Σταυροῦ παγκόσμιαν Ὕψωσην ὁ κόσμος ἑορτάζει,
Σεπτεμβρίου 14 δὲν τρῶνε οὔτε λάδι.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ

Τὸ μέρος εἶναι Ἱερὸν εἰς τοὺς Ἁγίους τόπους,
καὶ φέρνει τὴν κατάνυξη στοὺς χριστιανοὺς ἀνθρώπους.

Σὰν ἀνεβεῖς τὸν Γολγοθὰ τὰ λίγα σκαλοπάτια,
ἀμέσως θὰ σοῦ ἔλθουνε τὰ δάκρυα στὰ μάτια.

Θὰ ἀντικρίσεις τὸν Χριστὸν μὲ χέρια σταυρωμένα,
κι ἀπὸ ἀγάπη θὰ σοῦ πεῖ σταυρώθηκα γιὰ ἐσένα.

Ἀνέβηκα εἰς τὸν Σταυρὸ νὰ σβήσω ἁμαρτία,
τὰ χέρια μου ἐκάρφωσαν διὰ δική σου αἰτία.

Μοῦ ᾿βαλαν στὸ κεφάλι μου ἀκάνθινο στεφάνι,
σὲ ὅλο τὸ σῶμα ἔτρεχε τὸ αἷμα μάνι μάνι.

Οἱ ἄνομοι ἐτρύπησαν μὲ λόγχη τὴν πλευρά μου,
καὶ κάλαμον γιὰ ἐμπαιγμὸν ἔδωσαν δεξιά μου.

Χλαμύδα μου ἐφόρεσαν διὰ νὰ μὲ ἐμπαίξουν,
ραπίσματα, φτυσίματα νὰ μὲ κοροϊδεύσουν.

Ἐφώναξα ὅτι διψῶ νὰ πιῶ λίγο νεράκι ξύδι,
χολὴ μὲ ἐπότισαν ποὺ ἤτανε φαρμάκι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἐφώναζαν τὸ ὡσαννὰ σὰν ζήτω,
εἰς τὸν Πιλάτο ἔλεγαν ἔπειτα στυρωθήτω.

Μὲ ἐσταύρωσαν μὲ δύο ληστὲς νὰ ἔχω συντροφιά μου,
ὁ ἀσεβὴς ἀριστερὰ ὁ δίκαιος δεξιά μου.

Γι᾿ αὐτὸ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ τόλμησα νὰ μιλήσω,
καὶ τὸν εὐγνώμονα ληστὴ νὰ τὸν εὐχαριστήσω.

Ἄνοιξε τὸν παράδεισο μὲ εὐγενῆ τὸν τρόπο,
νὰ μείνει ὡς παράδειγμα τῶν χριστιανῶν ἀνθρώπων.

Εἶχε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μεγάλη σημασία,
οἱ ὑμνογράφοι ἔγραψαν νὰ ψάλει ἡ ἐκκλησία.

Οἱ χριστιανοὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ἀνοίγουνε τ᾿ αὐτιά τους,
νὰ ἀκοῦνε λόγια τοῦ Θεοῦ νὰ χαίρεται ἡ καρδιά τους.

Τὶς ἰδικὲς μᾶς μέριμνες ἀμέσως νὰ ξεχνοῦμε,
μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια λόγια Θεοῦ νὰ ἀκοῦμε.

Εἶναι ὁ τόπος ἱερὸς νὰ εἴμαστε ὅπως πρέπει,
γιατὶ ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ βλέπει.

Τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλο ὅλοι μας νὰ σκεφτοῦμε,
καὶ δὲν θὰ ἁμαρτάνουμε στὴ γῆ ἐνόσο ζοῦμε.

Παράδειγμα τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἔχει ἡ ἐκκλησία,
ποὺ ἁμαρτία ἔφυγε γυναίκα Αἰγυπτία.

Ἄφησε τὸν χιτώνα του στὰ χέρια τὰ δικά της,
γιατὶ εἶχε φόβο τοῦ Θεοῦ κι ὄχι θελήματά της.

Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔχει πρότυπο Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία,
τοῦ ἔδωσε τίτλο ΠΑΓΚΑΛΟ εἰς τὴν ὀνομασία.

Γι᾿ αὐτὸ ἂν ἁμαρτάνουμε μὴν ἐξακολουθοῦμε,
μετάνοια ἐξομολόγηση ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.

Ἔφηβος ἦταν ὁ Ἰωσὴφ τότε στὴν ἡλικία,
ἐδάμασε τὴν σάρκα του κι ἔφυγε ἁμαρτία.

Ὁ Κύριος σταυρώθηκε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά σας,
μόνο ζητὰ μετάνοια νὰ σώσει τὰς ψυχᾶς μας.

Μᾶς ἔδωσε τὸ φάρμακο διὰ τὴν ἁμαρτία,
νὰ ζήσωμε ἐδῶ στὴ γῆ πάντα ἐν μετανοία.

Η ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Κύριος οὐρανὸ καὶ γῆ ἔκανε μὲ σοφία,
καὶ ὅλα ὅσα ἐποίησε μὲ παντοδυναμία.

Ὅλο τὸν κόσμο ἀγαπᾶ καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ πλάσματά του εἴμαστε σ᾿ ὅλης τῆς γῆς τοὺς τόπους.

Τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀγαπᾶ εἶναι δικαιοκρίτης,
τοῦ ἔδωσε αἰώνια ψυχὴ στὸ σῶμα τοῦ ἐπίσης.

Ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα τὴν ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου,
ὅλα τὰ κρίνει δίκαια ἐν πράγμα συλλογίσου.

Πόλις τῆς Ἱερουσαλὴμ μέσον της Γῆς ὑπάρχει,
μιὰ πλάκα μὲς τὴν ἐκκλησιὰ ἐκεῖ αὐτὴ τὸ γράφει.

Στὸν τάφο τὸν Πανάγιον γράφει μιὰ πινακίδα,
ἐδῶ εἶναι ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ μὲ μάτια μου τὴν εἶδα.

Γιὰ νὰ μὴν πεῖ ποτὲ κανεὶς ἐγὼ πότε τὸ εἶδα,
πολὺ καλὰ μέσον της Γῆς ἔβαλαν πινακίδα.

Ἐκεῖ ἐγεννήθει ὁ Χριστὸς ἐκεῖ καὶ ἐσταυρώθη,
ὁ κόσμος τὸν ἐγνώρισε σὲ παρουσία πρώτη.

Στὸν τόπο αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία,
θὰ γίνει ἡ παγκόσμιος Δεὐτέρα Παρουσία.

Στὴν πόλη Ἱερουσαλὴμ μιὰ πόρτα εἶναι κλεισμένη,
ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ἀνοιγμένη.

Καὶ τότε ὅλοι οἱ νεκροὶ εὐθὺς θὰ ἀναστηθοῦνε,
μαζὶ μὲ ἀνθρώπους ζωντανοὺς ὅλοι μας θὰ κριθοῦμε.

Παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸν τ᾿ ἁμαρτωλὰ παιδιά του,
νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νὰ ᾿μαστε δεξιά του.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πᾶνε καὶ προσκυνοῦνε,
ἔχει καὶ ἱερὲς μονὲς ὅσοι ἐπιθυμοῦνε.

Μαζεύονται προσκυνητὲς πληρώνουνε ἕνα ἁμάξι,
κι Ἅγιον Σάββα τὴν μονὴ καὶ προσκυνοῦν ἐν τάξει.

Στὴν ἔρημο εἶναι ἡ Μονὴ καὶ ἔχει ἱστορία,
ἐπειδὴ ὅμως εἶναι μακριὰ δὲν πᾶν πεζοπορία.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔκτισε μονὴ στὴν ἐρημία,
γιὰ νὰ δοξάζει τὸν Θεὸν νὰ ἔχει ἡσυχία.

Γυναῖκες ἀπαγόρευσε νὰ πᾶνε ἐκεῖ πέρα,
ἀφοῦ δὲν κράτησε ἐκεῖ τὴν γραία τοῦ μητέρα.

Ἔξω ἀπ᾿ τὴ μονὴ τῆς ἔκτισε ἕνα μικρὸ καλύβι,
θέλησε ἀπ᾿ τοὺς μοναχοὺς τὸ σῶμα της νὰ κρύβει.

Τὴν ἐπεριποιότανε ὁ ἴδιος τὴν μητέρα,
νερό, τροφή, καὶ χρήσιμα ἔδινε κάθε μέρα.

Γυναῖκες τὸ γνωρίζουνε δὲν πᾶνε νὰ προσκυνήσουν,
τὸ ξέρουνε οἱ μοναχοὶ πῶς θὰ τὶς ἐμποδίσουν.

Ἄνδρες πηγαίνουνε ἐκεῖ καὶ στὴ Μονὴ σὰν μποῦνε,
Ἁγίου Σάββα λείψανο μὲ δέος προσκυνοῦνε.

Τὸ μέρος φαίνεται ἄγριο ὅλο βουνὰ καὶ βράχια,
οὔτε πουλὶ δὲν πάει ἐκεῖ μονάχα τὰ κοράκια.

Γιατὶ ἐδιάλεξε ὁ Ἅγιος ἐκεῖ τοποθεσία,
καὶ ἔκαμε Ἱερὰ Μονὴ μέσα στὴν ἐρημία.

Δἐν ἤθελε περισπασμοὺς ὁ Ἅγιος μὲ τὸν κόσμο,
ὁ Ἅγιος Σάββας διάλεξε εὐλογημένο δρόμο.

Θέλησε μὲ τὸν πλάστη του νὰ κάνει προσευχή του,
καὶ ἕνα εἶχε πρόγραμμα νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

Καὶ ὁ Πανάγιος Θεὸς εἶναι ψηλὰ καὶ βλέπει,
ἄνθρωπος ὅτι τοῦ ζητεῖ τοῦ δίνει ὅτι πρέπει.

Ἐκεῖνος παρακολουθεῖ τὰ ἔργα τὰ δικά σας,
καὶ δίνει ὅτι χρειάζεται γιὰ τὰ συμφέροντά σας.

Τ᾿ Ἁγίου Σάββα τὴν ψυχὴ σὰν εἶδε ἐν τῷ Ἅμα,
ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Μονὴ εἶδε τὸ πρῶτο θαῦμα.

Μές του βουνοῦ τὴν ἐρημιὰ ἦταν ξερὸς τὸ τόπος,
νεράκι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ στὴν δίψα τῷ ἀνθρώπων.

Καὶ εὐθὺς τὸ θαῦμα ἔγινε μιὰ μέρα ἐκοιτοῦσε,
στὸ βάθος ἦταν ποταμὸς ὄνος ἑκατοικοῦσε.

Ὁ ὄνος μὲ τὸ πόδι τοῦ ἔσκαβε στὸ ποτάμι,
σιγὰ σιγὰ ποὺ ἔσκαβε λακκούβα εἶχε κάνει.

Ὁ λάκκος γέμισε νερὸ ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
ὄναγρος τότε ἔσκυψε καὶ ἄρχισε νὰ πίνει.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔβλεπε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
ποὺ μεριμνᾶ τὸν ἄνθρωπο πάντα ἐξουσιάζει.

Καὶ τότε ἔγινε πηγὴ πηγαῖναν καλογῆροι,
καὶ ἔφερναν δροσερὸ νερὸ πάντα στὸ μοναστήρι.

Ὁ Ἅγιος μὲ προσευχὴ δόξαζε Κύριόν του,
καὶ ἄλλο θαῦμα μὲ νερὸ κάνει ὁ Θεὸς ἐμπρός του.

Οἱ μοναχοὶ εἰς τὴν πηγὴν πολὺ κακοπαθοῦσαν,
ποὺ στὴν μονὴ καθημερινῶς νεράκι κουβαλοῦσαν.

Ὁ Ἅγιος προσεύχεται διὰ τὸ ἴδιο πράγμα,
καὶ γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα γίνεται καὶ ἄλλο θαῦμα.

Εἰς τὴν αὐλὴ μοναστηριοῦ ἐσκάλισαν λιγάκι,
ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ ἐκεῖ τὸ δροσερὸ νεράκι.

Ἐχάρηκεν ὁ Ἅγιος κι ὅλοι οἱ καλογῆροι,
ποὺ ἔχει μόνιμο νερὸ τώρα τὸ μοναστήρι.

Ἔκτισαν στὸν αὐλόγυρο ἕνα μικρὸ στερνάκι,
καὶ πίνουν ὅποιοι πᾶνε ἐκεῖ θαυματουργὸ νεράκι.

Καὶ ὁ γράφων ἤπιε ἀπ᾿ αὐτὸ πῆρε χαρὰ μεγάλη,
γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ βιβλίο αὐτὸ τώρα τὸ γράφει πάλι.

Καὶ ἄλλο θαῦμα εἴδαμε καὶ εἴχαμε ἀπορία,
οἱ μοναχοὶ μοναστηριοῦ μᾶς εἶπαν ἱστορία.

Νερὸ ποὺ εἶναι στὸ στερνι εἶναι πάντα γεμάτο,
ὅλη τὴ μέρα παίρνεις νερὸ καὶ δὲν θὰ βρεῖς τὸν πάτο.

Δἐν τρέχει μέσα στὴν αὐλὴ ὅταν θὰ ξεχειλίσει,
γεμάτο εἶναι μὲ νερὸ σὲ ὅλη του τὴν χρήση.

Ἐπροσκυνήσαμεν ἐκεῖ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου,
ἀλώβητο μοσχοβολᾶ ἐκτὸς κοιμητηρίου.

Ὅσοι στὰ Ἱεροσόλυμα πηγαίνουν προσκυνοῦνε,
τ᾿ Ἁγίου Σάββα τὴ Μονὴ ἂς τὴν ἐπισκεφθοῦνε.

Ὁ Ἅγιος μας ἀγαπᾶ κάνει τὴν προσευχή του,
βοήθειά σας πάντοτε νὰ ᾿χωμε τὴν εὐχή του.

ΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ

Καὶ ἄλλα προσκυνήματα ἔχουν οἱ Ἅγιοι Τόποι,
μὲ πίστη πάντα προσκυνοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.

Λίγα θὰ γράψομεν ἐδῶ γι᾿ αὐτὰ τὰ Ἅγια μέρη,
καὶ ὅποιος πῆγε τὰ ἔχει δεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρει.

Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀκουστὰ νὰ λέγεται ἡ ἀλήθεια,
ἡ πίστις μᾶς εἶν᾿ ζωντανὴ δὲν εἶναι παραμύθια.

Τὸ ὄρος τὸ Θαβώριον ποὺ ᾿χουν οἱ Ἅγιοι Τόποι,
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκεῖ μετεμορφώθη.

Καὶ γιὰ τὴν μεταμόρφωση ἡ ἡμερομηνία,
ἕξι Αὐγούστου πάντοτε γιορτάζει ἡ ἐκκλησία.

Ἠθέλησεν ὁ Κύριος πρὶν Ἅγια Του πάθη,
πῶς εἶν᾿ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθει.

Ἰάκωβο παίρνει μαζὶ Πέτρον καὶ Ἰωάννην,
καὶ ὄρος τὸ Θαβώριον μὲ μαθητᾶς τοῦ φθάνει.

Θέλησε πρὶν τὸ πάθος του νὰ δοῦν οἱ μαθητές του,
ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος οἱ ἰδιότητές Του.

Εὐθὺς μετεμορθώθηκε ἐμπρὸς στοὺς μαθητᾶς Του,
καὶ ἔγιναν λευκὰ σὰν φῶς ὅλα τὰ ἐνδύματὰ Του.

Ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιον Χριστοῦ τὸ πρόσωπὸ Του,
καὶ εἰς τὴν Γῆν τότε ἔπεσαν πρόσωπα μαθητῶν Του.

Ἐνεφανίσθησαν ἐκεῖ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας,
καὶ μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν εἶχαν συνομιλία.

Ὁ Πέτρος ἦταν τολμηρὸς εἰς τὸν διδάσκαλό του,
μιὰ χάρη τοῦ ἐζήτησε νόμιζε γιὰ καλό του.

Νὰ κάμει ὁ Πέτρος τρεῖς σκηνὲς Χριστόν, Μωυσῆ καὶ Ἠλία,
καὶ ἔξαφνα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸν ἠκούσθη ὁμιλία.

Τῆς ὁμιλίας ὅμως πρὶν κατέβηκε νεφέλη,
φῶς ἐπισκίασεν αὐτοὺς καθὼς φωνὴ τοὺς λέγει.

Υἱός μου εἶν᾿ ἀγαπητὸς ἐσεῖς ποὺ εἶστε μαζὶ Του,
εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς νὰ ἀκοῦτε συμβουλὴ Του.

Ἐτρόμαξαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὴν φωνὴ ἀκόμα,
καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ἔπεσαν ὅλοι πρηνεῖς στὸ χῶμα.

Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐπάνω σηκωθεῖτε,
τοὺς ἐνεθάρρυνε πολύ τους εἶπε μὴν φοβεῖσθε.

Σηκώθηκαν ἀπὸ τὴ γῆ σὰν ἄκουσαν φωνή του,
Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς δὲν ἤτανε μαζί του.

Καὶ ὅταν κατεβαίνανε τοῦ Θαβωρίου ὅρους,
στοὺς μαθητᾶς ὁ Κύριος παρήγγειλε μὲ ὅρους.

Νὰ μὴν μιλήσουν πουθενὰ γιὰ μεταμόρφωσὴ Του,
μέχρι οἱ ἄνθρωποι νὰ δοῦν ὅλοι ἀνάστασὴ Του.

Στοὺς μαθητᾶς τοῦ ὁ Κύριος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἔδειξε ὅτι εἶν᾿ Θεὸς μὲ ταπεινοφροσύνη.

Ἔπρεπε νὰ τὸ μάθουνε κι ὁ κόσμος νὰ τὸ ξέρει,
θὰ πέθαινε εἰς τὸν Σταυρὸν γιὰ ἐμᾶς νὰ ὑποφέρει.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἰς τὸ Θαβὼρ πῆρε τοὺς μαθητᾶς Του,
νὰ δοῦν Θεὸν καὶ ἄνθρωπον ποὺ εἴχανε μπροστά τους.

Ὅμως μετὰ τὰ πάθη Του θὰ ἀναστηθεῖ καὶ πάλι,
καὶ ἡ λύπη θὰ μετατραπεῖ πολὺ χαρὰ μεγάλη.

Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΗΣΑΡΕΤ

Ἡ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ εἶναι πολὺ μεγάλη Τιβεριάδος θάλασσα λέγεται ἀπ᾿ τὴν ἄλλη.

Οἱ τόποι ποὺ ἔζησε ὁ Χριστὸς εἶν᾿ ὅλοι ἁγιασμένοι καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς Γῆς εἶν᾿ ὅλοι ξακουσμένοι.

Ἐδῶ τώρα θὰ γράψομεν ὀλίγα γιὰ τὴν λίμνη ποὺ θαύματα ἔγιναν πολλὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς Θεὸς καὶ παντογνώστης πῆρε ἀπὸ ἐκεῖ τους μαθητᾶς νὰ ἔχει ἡ ἀνθρωπότης.

Δὕο Ἀποστόλους βρῆκε ἐκεῖ τὸν Πέτρο καὶ Ἀνδρέα ἦταν ἀδέλφια σαρκικὰ καὶ ψάρευαν ὡραία.

Ἄφησαν τὸν πατέρα τους μὲ θεία πρόσκλησὴ Του κι ἔγιναν σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ Ἀπόστολοι μαζὶ Του.

Μεγάλη νάν᾿ ἡ δόξα σᾶς γενναία παλικάρια,
ποῦ ἀκολουθήσατε Χριστὸν κι ἀφήσατε τὰ ψάρια.

Μιὰ λέξη εἶπε ὁ Κύριος νὰ τὸν ἀκολουθήσουν καὶ νὰ ψαρεύουνε ψυχὲς αἰώνια νὰ ζήσουν.

Ἄφησαν οἰκογένειες κι ἐπάγγελμα ἁλιείας πλοιάρια τὰ ἔδεσαν ἄκρη τῆς παραλίας.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύρος σαγήνευε Ἀποστόλους ποὺ ἔγιναν στὸν ἀριθμὸ δώδεκα ἤθελε ὅλους.

Πέτρος καὶ Ἀνδρέας βρήκανε τότε τὸν Ἰωάννη ψάρευαν μὲ Ἰάκωβο οἱ δύό τους στὸ λιμάνι.

Τοὺς κάλεσε ὁ Κύριος κι αὐτοὶ νὰ πᾶν μαζὶ Του καὶ ἐγίνανε τὰ ἀδέλφια αὐτὰ δύο Ἀπόστολοὶ Του.

Ἂς ποῦμε περιστατικὰ ποὺ ἔγιναν στὴ λίμνη γράφουν οἱ εὐαγγελιστὲς γιὰ ἐποχὴ ἐκείνη.

Ἡ λίμνη ἡ Γενησαρὲτ ἦταν φουρτουνιασμένη μιὰ μέρα ποὺ ταξίδευαν ὅλοι τους μαζεμένοι.

Ταξίδευε ὁ Κύριος μαζὶ κι οἱ Ἀποστόλοι φουρτούνα ὅταν ἐπίασε ἐφοβηθῆκαν ὅλοι.

Φοβήθηκαν οἱ μαθητὲς τότε νὰ μὴν πνιγοῦνε ὁ Κύριος κοιμότανε ἔξαφνα τὸν ξυπνοῦνε.

Τοῦ λέγουν ξύπνα Κύριε ἐσὺ γιὰ νὰ μᾶς σώσεις καὶ ἀπὸ τὸν βέβαιο πνιγμὸ νὰ μᾶς ἐλευθερώσεις.

Πεφίμωσον στὴν θάλασσα εἶπε τὴν ὥρα ἐκείνη σταμάτησαν τὰ κύματα καὶ ἔγινε γαλήνη.

Κι ἡ θάλασσα ποὺ εἶν᾿ ἄψυχη σὰν ἄκουσε φωνή του Αὐτὸς τὴ δημιούργησε ἄκουσε προσταγὴ Του.

Ἂς γράψομε ἀκόμα ἐδῶ καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα στὴ λιμνοθάλασσα αὐτὴ ἐγίνηκε συνάμα.

Ὁ Κύριος ἦταν Θεὸς μὲ μαθητές του ζοῦσε στὶς θάλασσας τὰ κύματα πάνω περιπατοῦσε.

Τὸν εἶδε ὁ Πέτρος χάρηκε θέλει νὰ περπατήσει ποὺ ἦταν στὸ πλοιάριο νὰ τόνε συναντήσει.

Ὁ Πέτρος τότε σὰν ξηρὰ λίμνη περιπατοῦσε μὰ ἔξαφνα φουρτούνιασε τότε ἐδειλιοῦσε.

Εὐθὺς ὀλιγοπίστησε τὸν Κύριον φωνάζει τὸν ἔσωσε πάλι ξανὰ καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.

ΟΙ 5 ΑΡΤΟΙ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ

Στὴν ἔρημον ὁ Κύριος ἔκανε κήρυγμά του μαζεύτηκε πλῆθος λαοῦ κι οἱ μαθηταὶ κοντά του.

Δἴχως τὰ γυναικόπαιδα ἤτανε μαζεμένοι,
πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι στὴν ἔρημο φερμένοι.

Νὰ ἀκούσουν λόγια θεϊκὰ ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ τὸ στόμα,
οὔτε τροφὴ οὔτε νερὸ δὲν ἤθελαν ἀκόμα.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε ὁμιλία,
ὅλος ὁ κόσμος ἄκουγε θεία διδασκαλία.

Ὅμως ὁ ἥλιος ἔφευγε ἄρχισε νὰ βραδιάζει,
μὰ γιὰ τὴν ὑλικὴν τροφὴν Κύριος διατάζει.

Ὁ τόπος ἦταν ἔρημος καὶ πλῆθος νὰ χορτάσῃ,
τρόφιμα δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ, ἄνθρωπος ν᾿ ἀγοράσῃ.

Ὁ καρδιογνώστης Κύριος τὸν ἄνθρωπον λυπᾶται τοὺς Ἀποστόλους κάλεσε μαζί τους ἐξηγᾶται.

Τοὺς λέγει ὅταν τελείωσε θεία διδασκαλία,
τὸν κόσμο νὰ χορτάσουνε τροφὴ γιὰ τὴν κοιλία.

Τοῦ εἴπανε τότε εὐθὺς εἶναι πολὺς τὸ κόσμος τὰ τρόφιμα ποὺ ἔχουνε εἶναι ὀλίγα ὅμως.

Μόνο πέντε ἄρτους ἔχομε μαζὶ καὶ δύο ψάρια δὲν ἔχομε ἄλλα τρόφιμα εἶναι ἄδεια τ᾿ ἀμπάρια.

Ὁ Κύριος τὰ τρόφιμα νὰ φέρουν διατάζει,
καὶ γιὰ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τραπέζι ἑτοιμάζει.

Τὰ ἔφεραν τὰ εὐλόγησε τὰ μοίρασαν κατόπι ἔφαγα, ἤπιαν, χόρτασαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀνθρῶποι.

Ὅλοι ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν χορτάσαν ἀπὸ πείνα εἴχανε καὶ περισσεύματα ὡς δώδεκα κοφίνια.

Πλούσιος εἶναι ὁ Θεὸς κι ὅτι διατάζει ἀμέσως μὲ ἕνα λόγο τοῦ τὸ πολλαπλασιάζει.

Εἶναι ἀνεξερεύνητα τὰ θαύματα Κυρίου,
καὶ ἡ ἀγάπη Τοῦ πολλὴ Πατρὸς Ἐπουρανίου.

Ἐὰν παρατηρήσομεν τοῦ πλάστη μᾶς σοφία ὁ νοῦς ἀνθρώπου ἰλιγγιᾶ διὰ φιλανθρωπία.

Τὶ νὰ πρωτοθαυμάσομεν σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμιλία θαύματα ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στὴν ἐρημία.

Πρῶτα φροντίζει ὁ Κύριος νὰ σώσει τὴν ψυχή μας,
δὲν παραλείπει ἔπειτα νὰ θρέψει τὸ κορμί μας.

Ὁ κόσμος ἐπερίμενε μὲ ὑπομονὴ ἀκόμα,
νὰ ἄκουσει λόγια θεϊκὰ ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ τὸ στόμα.

Πατέρες εἰς τὴν ἔρημο σὲ ὅλη τὴ ζωή τους,
εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καθημερινὴ τροφή τους.

Ἕνα σκοπὸ εἶχαν ἐκεῖ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους,
κι ὅτι νὰ ζοῦν ἐδίνανε τροφὴ γιὰ τὸ κορμί τους.

Ἂς πάρομε παράδειγμα Πρόδρομο Ἰωάννη
ἄγριο μέλι ἔτρωγε καὶ χόρτα στὸν Ἰορδάνη.

Ἂς προσπαθήσομε καὶ ἐμεῖς νὰ κάνομε νηστεία
νὰ καταπολεμήσομε σαρκὸς τὴν λαιμαργία.

Νὰ δίνομε στὸ σῶμα μας ὅσο φαῒ τοῦ πρέπει,
ποὺ ὁ πανάγαθος Θεὸς μέτρια ἐπιτρέπει.

ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ

Ἡ γῆ ποὺ ἔζησε ὁ Χριστὸς ὅλη εἶν᾿ εὐλογημένη,
ἔκανε θαύματα παντοῦ καὶ εἶναι δοξασμένη.

Ἔμμετρα λίγα γράφομεν γιὰ ὄρος Ἐλαιῶνος,
πήγαινε ἐκεῖ ὁ Κύριος μὲ μαθητᾶς καὶ μόνος.

Τὸ ὄρος εἶναι χαμηλὸ ἄνθρωπος περπατάει εὐχάριστον περίπατο κάνει ἐκεῖ σὰν πάει.

Ἔχει πολλὰ χαρίσματα ἐλιὲς ποὺ τὸ στολίζουν,
μὰ καὶ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ λαλοῦν καὶ τιτιβίζουν.

Μὲ ὅλες τους τὶς ὀμορφιὲς ὑπάρχει ἡσυχία ποὺ εἶναι τόπος προσευχῆς γιὰ θεία ὑμνωδία.

Γι᾿ αὐτὸ ἐπήγαινε ἐκεῖ Χριστὸς ὁ Κύριος μας νὰ πάρομε παράδειγμα διὰ τὸν ἑαυτό μας.

Πάντα σὲ τόπο ἥσυχο καὶ ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε τὴν προσευχή μας στὸν Θεὸν μὲ σεβασμὸ νὰ ποῦμε.

Ἐκεῖ προσεύχεται ὁ Χριστὸς μὰ καὶ ἡ Παναγία ἀπ᾿ ὅλα λίγα γράφομεν τώρα ἐν συνεχείᾳ.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ποὺ ἔκανε Χριστὸς τὴν προσευχή του ἐδιάλεξε κατάλληλο γιὰ τὴν Ἀνάληψὴ Του.

Σαράντα ἡμέρες πέρασαν ἀπ᾿ τὴν Ἀνάστασὴ Του πῆγε στὸ ὄρος Ἐλαιῶν κι οἱ μαθηταὶ μαζὶ Του.

Ἐτότε πρὶν Ἀναληφθεῖ ἔκανε ὁμιλία,
στοὺς μαθητᾶς ὁ Κύριος δίνει παραγγελία.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα νὰ εἶναι συνηγμένοι διότι φώτιση Θεοῦ ἐκεῖ τους περιμένει.

Θὰ στείλει ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τὸ Ἅγιὸν Του Πνεῦμα ἀγράμματοι θὰ φωτισθοῦν θἆναι σοφοὶ ἀκόμα.

Τελείωσε ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν ὁμιλία,
καὶ εἴδανε οἱ μαθητὲς Ἀνάληψιν τὴν Θεία.

Ὁλόφωτο ἦρθε σύννεφο ἀπ᾿ οὐρανὸν ἐπάνω ἐκεῖ στὸ ὄρος Ἐλαιῶν ὡσὰν ἀεροπλάνο.

Καὶ συνοδοὶ Τοῦ Ἄγγελοι ἐπέταξαν στὰ ὕψη καὶ ἔψαλαν ἀγγελικὰ τὸ Δὄξα ἐν ὑψίστοις.

Ὁ Κύριος τὴν ὥρα αὐτὴ ἔκανε ἕνα θαῦμα,
ποῦ φαίνεται καὶ σήμερα ἀκόμα αὐτὸ τὸ πράγμα.

Ἐπάτησε σὲ μάρμαρο πρὸ Ἀναλήψεώς Του,
καὶ φαίνεται πατημασιὰ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς Του.

Στὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ τὸ μάρμαρο ἔκτισαν παρεκκλήσι καὶ ὅποιος θέλει χριστιανὸς μπορεῖ νὰ προσκυνήσει.

Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε γιὰ τὴν πατημασία τὴν κοίταξε ἕνας ἄνθρωπος μὰ εἶχε ἀπιστία.

Ἀντὶ νὰ ἔχει σεβασμὸ στὸ θαῦμα νὰ πιστέψει ἄχραντο πόδι τοῦ Χριστοῦ θέλει νὰ κοροϊδέψει.

Πάτησε μὲ τὸ πόδι τοῦ Χριστοῦ πατημασιὰ Τοῦ ἤθελε νὰ δεῖ στὰ μέτρα τοῦ ἂν εἶν᾿ σὰν τὴ δικιά του.

Καὶ μόλις ἐδοκίμασε τὸ πόδι τοῦ εἶχε βάλει ἐστράβωσε τὸ πόδι του καὶ πῆγε ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Ποῦ ἔπρεπε μὲ σεβασμὸ στὴ γῆ νὰ γονατίσει Ἁγία αὐτὴ πατημασιὰ εὐθὺς νὰ προσκυνήσει.

ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ Ὁ ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Νὰ γράψουμε λίγα καὶ ἐδῶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ Μητέρα ποὺ εἶναι Ἀρχαγγελικῶν πάντων τιμιοτέρα.

Ἡ ἐκκλησία τὴν τιμᾶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους πρώτη ποὺ ἐγέννησε υἱὸν Θεοῦ τῶν οὐρανῶν Δἐσπότη.

Μὲς στὰ Ἱεροσόλυμα ὑπάρχει κατοικία ποὺ κατοικοῦσε Ἰωακεὶμ κι Ἄννα ἡ Ἁγία.

Ὅσοι ἀπ᾿ τοὺς προσκυνητὲς βρίσκουνε εὐκαιρία τὴν προσκυνοῦν εὐλαβικὰ αὐτὴν τὴν κατοικία.

Στοὺς χριστιανοὺς εἶναι γνωστὸς βίος τῆς Παναγίας θαύματα κάνει πάντοτε ἕως τῆς συντελείας.

Εἶναι ἑκατομμύρια μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα θαῦμα θὰ γράψωμεν ἐδῶ γιὰ Ἅγιὸν Της γάλα

Ἐθήλαζε τὸν Κύριον Θεάνθρωπο παιδὶ Της ποὺ ἦταν ὡς μικρὸ παιδὶ σ᾿ ἀγκάλη ἰδικῆ Της.

Μιὰ μέρα ποὺ τὸ θήλαζε στὴ γῆ ἔπεσε μία στάλα ἀπὸ τὸ στῆθος Μαριὰμ εὐλογημένο γάλα.

Ἀμέσως ὅταν συνέβηκε τότε αὐτὸ τὸ πράγμα ἀκόμα μέχρι σήμερα φαίνεται αὐτὸ τὸ θαῦμα.

Ἔπεσε ἡ σταλαγματιὰ σὲ ἕνα σωρὸ τὸ χῶμα χρῶμα γάλακτος ἔγινε καὶ φαίνεται ἀκόμα.

Τὸ παίρνουνε οἱ προσκυνητὲς τὸ ἔχουν φυλακτὸ τοὺς τὸ δίνουν καὶ στοὺς χριστιανοὺς διὰ τὸν ἑαυτό τους.

Λίγα θὰ γράψωμεν ἐδῶ διὰ τὴν Παναγίαν,
ὁ βίος καὶ τὰ θαύματα γράφονται κατ᾿ ἰδίαν.

Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς ἔδωσε ὁδηγία,
πρὶν ἀποθάνει στὸν Σταυρὸ εἶπε στὴν Παναγία.

Ἀγαπημένον μαθητὴν Σου ἀφήνω Ἰωάννη,
θὰ σὲ ἔχει σὰν μητέρα του ὅτι τοῦ λὲς θὰ κάνει.

Τὴν πῆρε εἰς τὸ σπίτι του τότε ὁ μαθητής Του κι ἡ Παναγία σὰν μάνα Του, ἐκάθησε μαζί του.

Ἤτανε ὅμως ἄνθρωπος κι ἡ Παναγιὰ μητέρα ἔπρεπε ἀπ᾿ τὸν κόσμο αὐτὸ νὰ φύγει μιὰ ἡμέρα.

Ὁ Κύριος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τὴν εἶχε εἰδοποιήσει σὲ τρεῖς ἡμέρες τὸν Υἱὸν πάλι θὰ συναντήσει.

Ἡ Παναγία χάρηκε διὰ τὴν ἀγγελία,
καὶ ἄρχισε διὰ τὴν ταφὴν τὴν προετοιμασία.

Καὶ εἰς τὸ ὄρος Ἐλαιῶν πῆγε νὰ προσκυνήσει,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ τὸν εὐχαριστήσει.

Τὰ ἄψυχα ἐλαιόδεντρα εἶδαν τὴν Παναγία μὲ σεβασμὸ ἐγύρισαν τοὺς κλάδους κατ᾿ ἰδία.

Ἠθέλησαν μὲ σεβασμὸν γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν καὶ τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὴν εὐχαριστήσουν.

Τελείωσε τὴν προσευχὴ τότε ἡ Παναγία πῆγε Ἱεροσόλυμα ἐτότε κατ᾿ εὐθεία.

Συνέχισε τότε ἐκεῖ τὴν προετοιμασία,
τὸ σπίτι τῆς ἑτοίμασε πρὶν γίνει ἡ κηδεία.

Εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε τότε ἐνδύματὰ Της καὶ ὅτι ἐπερίσσευσεν ἀπ᾿ τὰς λιτᾶς τροφᾶς Της.

Σὰν ὅλα τὰ ἑτοίμασε ἔκανε προσευχὴ Της,
καὶ ἐπεσεν νὰ κοιμηθεῖ στὴν κλίνη τὴν δικὴ Της.

Ὅλους ἐκεῖ εὐλόγησε καὶ τὴν παρέα ὅλη συνάχθηκαν ἀπὸ παντοῦ οἱ Δὤδεκα Ἀποστόλοι.

Κήρυτταν Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
καὶ σύννεφο στὴ Γεθσημανὴ ἔφερε συνηγμένοι.

Μὲ εὐλάβεια παρέδωσε ψυχή της ἡ Παναγία κι Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκαναν τὴν κηδεία.

Στὸν τάφο τῆς Γεθσημανῆς εἶναι τῆς Παναγίας καὶ ἱερὸ προσκύνημα ὑπάρχει κατ᾿ ἰδίαν.

Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα εἶν᾿ ἐκεῖ οἱ τάφοι τῶν γονιῶν της,
καὶ προσκυνοῦν οἱ χριστιανοὶ τὴν Παναγιὰ ἐν πρώτοις.

Στὴν ἑορτὴ Κοιμήσεως στὶς 15 Αὐγούστου,
σὰν πάει ἐκεῖ προσκυνητὴς ἀγάλλεται ὁ νοῦς του.

Εἶναι ἕνα πανόραμα μεγάλη πανδαισία,
ποῦ ἑορτάζουν οἱ χριστιανοὶ μητέρα Παναγία.

Στὸ βάθος εἶν᾿ ἡ ἐκκλησιά, πολλὰ τὰ σκαλοπάτια,
ἀλλὰ ἀπὸ συγκίνηση δακρύζουνε τὰ μάτια.

Δὲν φαίνονται προσκυνητὲς μέσα στὴν ἐκκλησία,
τὰ μάτια σου θαμπώνονται ἀπ᾿ τὴ φωταγωγία.

Γεμάτη εἶν᾿ οἱ ἐκκλησιὰ μὲ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι ποὺ πᾶνε ὡς προσκυνητὲς ἀπὸ τοῦ κόσμου τόποι.

Λαμπάδες οἱ προσκυνητὲς κρατοῦνε εἰς τὰ χέρια μὲ λευκοκόκκινο τὸ φῶς ἄσπρες σὰν περιστέρια.

Εὐχαριστιέται ὁ χριστιανὸς Γεθσημανὴ σὰν πάει ποὺ ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὅλους μας ἀγαπάει.

Καὶ τώρα εἰς τὸν οὐρανὸ ποὺ εἶναι καὶ μᾶς βλέπει μιὰ χάρη νὰ τῆς ζητήσομε μᾶς δίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει.

Μὲ πίστι ὅποιος τὴν καλεῖ μητέρα Παναγία,
προφθαίνει ὁποῦ στὸν Υἱὸν ἔχει τὴν παῤῥησία.

Εἶναι ἑκατομμύρια τὰ θαύματα ποὺ κάνει,
σὰν τὴν καλεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι παντοῦ, προφθάνει.

Παράλυτους κάνει καλὰ ὅλους τοὺς ἰατρεύει γι᾿ αὐτὸ ὁ κάθε χριστιανὸς βοήθεια γυρεύει.

Ὅταν χτυπήσει ὁ ἄνθρωπος φωνάζει Παναγία προφθαίνει εὐθὺς ἡ Χάρη Τῆς λαμβάνει τὴν ὑγεία.

Ὑπάρχουν ὅμως δυστυχῶς πολλοὶ τὴν βλαστημοῦνε ἀντὶ κι αὐτοὶ μὲ σεβασμὸ νὰ τὴν παρακαλοῦνε.

Κι ἡ Παναγιὰ μητέρα μᾶς λυπᾶται ἡ ψυχὴ Τῆς ὅμως δὲν ἀντιστέκεται μὲ τὴν ἐκδίκησὴ Της.

Θέλει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ τὸ κατανοήσει τὴν Παναγία Δἔσποινα μὴν ξαναβλαστημήσει.

Ἡ Θεοτόκος χαίρεται ὅταν μετανοήσει,
καὶ τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὴν δοξολογήσει.

Γιατὶ ὅλων μας τῶν χριστιανῶν ἔγινε προστασία ἐγέννησε Ἰησοῦ Χριστὸν ἔφερε σωτηρία.

Προσεύχου πάντα στὸν Χριστὸν ὦ Παναγιὰ Παρθένα
νὰ σώσῃ ὅλον τὸν κόσμο του κι ἁμαρτωλὸν ἐμένα.

Ὁ ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Κοντὰ εἰς τὴ Γεθσημανὴ λιγάκι παραπάνου εὑρίσκεται προσκύνημα πρωτομάρτυρος Στεφάνου.

Λίγα ἂς γράψωμε κι ἐδῶ ποὺ ἔχει σημασία μάρτυρα πρῶτο Στέφανο γιορτάζει ἡ ἐκκλησία.

Στὸν κύκλο ἤτανε κι αὐτὸς τῶν δώδεκα Ἀποστόλων καὶ ἐμοίραζε συσσίτια πτωχῶν οἰκίας ὅλων.

Στοὺς Ἰουδαίους ἔκανε μία καλὴ ὁμιλία τοὺς ἀγαποῦσε κι ἤθελε ὅλων τὴν Σωτηρία.

Γιὰ Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τότε τοὺς ὁμιλοῦσε ἤθελε τοὺς ἀκροατὲς πολλοὺς νὰ ὠφελοῦσε.

Εἰς τὴν ἀρχὴ ποὺ ἄκουγαν Στεφάνου ὁμιλία ὅλοι τὸν ἀκροάζονταν σὰν ἄκακα ἀρνία.

Μὰ ὅταν ἐσυνέχισε ἐθύμωσαν λιγάκι,
κι ἔγινε ἀγριοκάτσικο τὸ ἥμερο ἀρνάκι.

Καὶ ὅσο ἐσυνέχιζε Στέφανος ὁμιλία ἀπὸ ἀγριοκάτσικα γενήκανε θηρία.

Ἄρχισε ἀπ᾿ τὸ Μωυσῆ τὴν ὁμιλία πρώτη,
οἱ Ἰουδαῖοι οἱ παλαιοὶ τὸν εἶχαν πατριώτη.

Τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Χριστὸν τὴν γέννηση Κυρίου συνέχισε νὰ ὁμιλεῖ στὰ πάθη Τοῦ ἰδίου.

Τοὺς εἶπε σκληροτράχηλους ἐθύμωσαν μαζὶ Του,
ποῦ ἐσταυρώσαν τὸν Χριστὸν τὸν ἐλευθερωτή τους.

Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι,
καὶ ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν Στεφάνου τὸ κεφάλι.

Ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος ἔκανε προσευχὴ Του ποὺ πέτρες ἔπεφταν βροχὴ πάνω στὴν κεφαλή του.

Ἔβλεπε μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ ἦταν ἀνοιγμένους καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους.

Συνέχιζαν νὰ ρίχνουνε πέτρες εἰς τὸ κεφάλι,
κι ὁ Στέφανος τὴν προσευχὴ συνέχιζε καὶ πάλι.

Κατάλαβε τὸ τέλος του, κόντευε νὰ ἀποθάνει,
καὶ τὴν κακία στὴν καρδιὰ ὁ Στέφανος δὲν βάνει.

Γιὰ τελευταία του φορὰ κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ συχωρεῖ ὅσους ἔριχναν πέτρες στὴν κεφαλή του.

Στὴν προσευχή του ἔλεγε ὅλους τοὺς συχωράει μὴν τιμωρήσει ὁ Θεὸς ὅλους τοὺς ἀγαπάει.

Τὴν τελευταία λέξη αὐτὴ σὰν εἶχε τελειώσει,
τότε ψυχὴ στὸν πλάστη τοῦ τὴν εἶχε παραδώσει.

Βγάζομε συμπεράσματα ἀπὸ τὰ παραπάνω τὴν ἀνεξικακία του, τοῦ μάρτυρος Στεφάνου.

Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος μὲ τὸ παράδειγμά του
μᾶς δείχνει ὅτι ἤτανε ἄχολη ἡ καρδιά του.

Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἂν τοῦ ἔριχναν νὰ σπάσουν τὸ κεφάλι θὰ ἔλεγε εἰς τὸν Θεὸν νὰ συγχωρήσει πάλι.

Μᾶς ἔδειξε παράδειγμα τὴν ἀνεξικακία ὅταν μᾶς κάνουμε κακὸ μὴν ἔχομε κακία.

Πρέπει νὰ συγχωρήσομεν ἀνθρώπων τὴν κακία,
νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς Θεὸς τὴν κάθε ἁμαρτία.

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

Ἀπὸ Στέφανον φεύγοντας ποὺ εἶν᾿ ἡ ἐκκλησία,
σὲ λίγη ὥρα φτάνομε τόπον τῆς προδοσίας.

Ἅγια καὶ ἱστορικὰ εἶναι αὐτὰ τὰ μέρη,
ποῦ πρέπει κάθε χριστιανὸς ἂν θέλει νὰ τὰ ξέρει.

Μὲ μία λέξη λέγονται, ὅλα Ἅγιοι Τόποι,
ποὺ παγκοσμίως προσκυνοῦν, ἀπὸ τὴ γῆ ἀνθρῶποι.

Τὰ Ἅγια προσκυνήματα διάφοροι κατέχουν,
ἀλλὰ τὰ ἱερότερα οἱ ὀρθόδοξοι τὰ ἔχουν.

Τὰ μοίρασαν ἀπὸ παλιὰ ὅλα οἱ ἐκκλησίες
καὶ τὰ κατέχουν σήμερα διάφορες θρησκεῖες.

Ἀλλὰ ἂς ἐπανέλθομεν τώρα στὴν ὁμιλία
ποὺ ὁ Ἰούδας ἔκανε Χριστοῦ τὴν προδοσία.

Ἑβραῖοι ἀπεφάσισαν Χριστὸν νὰ τὸν σταυρώσουν,
νόμιζαν πὼς εἶν᾿ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.

Κύριος μὲ τοὺς μαθητᾶς ἴσοι στὴν ἡλικία,
δὲν γνώριζαν ποιὸς εἶν᾿ δάσκαλος καὶ ποιὰ ἡ μαθητεία.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς διὰ φιλαργυρία τοῦ ἔδωσαν 30 ἀργύρια κι ἔκανε προδοσία.

Ἰούδας τότε πρόθυμος ἀργύρια τοῦ εἶχαν δώσει στοὺς Ἰουδαίους συμφωνεῖ νὰ τοὺς Τὸν παραδώσει.

Δἰδάσκαλός του ἐγνώριζε ποὺ κάνει προσευχὴ Του καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἄκουγαν τυφλὰ διαταγή του.

Ὅποιον φιλήσω εἶχε πεῖ αὐτὸν κρατήσετε τὸν καὶ ὅπου ἐσεῖς θελήσετε ἐκεῖ ὁδηγήσετὲ τον.

Ἂς δοῦμε τότε ποὺ ἔγινε αὐτὴ ἡ προδοσία Ἰούδας τὸν διδάσκαλον πρόδωσε παῤῥησία.

Ἕνα βράδυ συνάχτηκαν ἡ σπείρα τῶν ἀνθρώπων ξεκίνησε καὶ πήγαινε στῆς προδοσίας τόπον.

Ὁπλίστηκε μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ φανάρια θὰ ἦταν ἐκεῖ καὶ οἱ μαθητὲς ἕντεκα παλικάρια.

Ἰούδας ἤτανε μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἔκανε παρέα νόμιζε μὲ ἕνα φίλημα ὅλα θὰ εἶν᾿ ὡραία.

Ἂς δοῦμε πὼς τοὺς δέχθηκε ἐκεῖ ὁ Κύριος μας ποὺ ἔπαθε πάθη φρικτὰ διὰ καλὸ δικό μας.

Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Κύριος ποὺ πῆγαν ὁπλισμένοι καὶ ὅλοι ἀπὸ φθόνο τοὺς ἦταν ἀγριεμένοι.

Μὲ ἠρεμία ἐμίλησε ἐτότε εἰς τοὺς ἐχθρούς Του,
σὰν νὰ ᾿ταν φίλοι Του γνωστοὶ ἡ ἀπ᾿ τοὺς ὀπαδούς Του.

Νομίζετε ἕνα ληστὴ θὰ βρίσκατε ἐμπρός σας καὶ ὅλοι ὅπλα φονικὰ ἔχετε στὸ πλευρό σας;

Καὶ τὸν Ἰούδα ἤλεξαν μὲ εὐγενῆ τὸν τρόπο,
τὸν πρόδωσε μὲ φίλημα στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων.

Τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια Του, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦσαν καὶ εἰς τὰ δικαστήρια Χριστὸν μᾶς ὁδηγοῦσαν.

Τὰ γράφουν οἱ Εὐαγγελιστὲς στὰ Εὐαγγέλιά τους,
τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ ᾿βλεπαν μπροστά τους.

Οἱ δικαστὲς ἀπόρησαν γιὰ ποιὰ ἀνομία,
καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξετάσανε δὲν βρήκανε καμία.

ΤΟ ΠΡΑΙΤΩΡΙΟΝ

Μεγάλο δικαστήριο ἔγινε παρακάτω,
εἶχαν μεγάλο δικαστὴ τὸν Πόντιο Πιλάτο.

Ἂς δοῦμε τὸ πραιτώριον τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ποῦ τοὺς κακούργους δίκαζαν μὰ μὲ δικαιοσύνη.

Ἂν ἔκανε κάποιος κακὸ πήγαιναν στὸν Πιλάτο,
βαρυποινίτες ἔβαζε στὴ φυλακὴ τὴν κάτω.

Ὑπάρχει ἐκεῖ ὑπόγειο εἶναι δύο τρία μέτρα,
καὶ τὴν σκεπάζουν τὴν ὀπὴ μὲ μιὰ μεγάλη πέτρα.

Καὶ ὅσοι εἶναι φυλακὴ ἐκεῖ τιμωρημένοι,
δὲν ἠμποροῦν νὰ φύγουνε ποινὴ τοὺς περιμένει.

Τότε σ᾿ αὐτὴν τὴν φυλακὴ εἶχαν φυλακισμένο,
τὸν λήσταρχο τὸν Βαραββὰ στὸν κόσμο ξακουσμένο.

Εἰς τὸν Πιλάτον ὁδηγοῦν Ἑβραῖοι Κύριό μας,
ποῦ πάθη ἔπαθε φρικτὰ νὰ σώσει ἑαυτό μας.

Ὅταν τὸν πήγανε ἐκεῖ Πιλάτος ἐρωτάει,
γιὰ πιὸ κακὸ τὸν Ἰησοῦ τὸν εἴχανε ἐκεῖ πάει.

Τοῦ εἶπαν ἐσὺ εἶσαι δικαστὴς δίκαια τώρα κρίνε βλαστήμησε καὶ ἔλεγε, Θεοῦ Υἱός, πὼς εἶναι.

Ἀλήθεια εἶπε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν βλασφημία αὐτοὶ ὅμως δὲν γνώριζαν ἄλλη καμιὰ αἰτία.

Πιλάτος τότε Ἰησοῦν ἀμέσως ἐξετάζει ἀνάκριση σὰν ἔκανε ἀπόφασή του βγάζει.

Καὶ τώρα δίνει ἀπάντηση λαὸν ποὺ περιμένει ἡ τιμωρία Ἰησοῦ πρέπει γι᾿ αὐτοὺς νὰ γένει.

Πιλάτος ξαναρώτησε Κύριον νὰ ἀπαντήσει,
ἂν εἶν᾿ αὐτὸς Υἱὸς Θεοῦ ποὺ εἶχε ξαναρωτήσει.

Ὁ Κύριος τ᾿ ἀπάντησε ἐσὺ τὸ λὲς Πιλάτο ἤξερε πὼς δὲν πίστευε, δὲν τοῦ ᾿πὲ παρακάτω.

Τὰ εἶπε ὁ Πιλάτος στὸν λαόν, νὰ τοῦ φωνάζουν ζήτω μὰ ἐκεῖνοι τὸ μετέτρεψαν, ἔλεγαν σταυρωθήτω.

Τοὺς εἶπε γιὰ τὸν Βαραββὰ ἐκεῖνον νὰ σταυρώσει καὶ Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ τὸν ἐλευθερώσει.

Τὸν Βαραββὰ ἐφώναξαν νὰ τὸν ἐλευθερώσεις ὅμως τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν θέμε νὰ τὸν σταυρώσεις.

Εἶδε τ᾿ ἀποτελέσματα ὁ Πόντιος Πιλάτος,
ὅσα κι ἂν λέγει στὸν λαόν, πὼς δὲν τὰ βάζει κάτω.

Εἶπε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲν βρίσκω τὴν αἰτία ἐσεῖς ἂν τὸν σταυρώσετε θὰ ᾿χετε ἁμαρτία.

Τότε ἐκείνη τὴ στιγμὴ μιὰ δούλη τοῦ Πιλάτου τοῦ ἔστειλε ἕνα μήνυμα γυναίκα ἡ δικιά του.

Τοῦ μήνυσε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, εἶναι πολὺ ἐντάξει γιατὶ σὲ ὅλη τὴ ζωὴ μόνο καλὸ ἔχει πράξει.

Νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερον καὶ νὰ τὸν ἀθωώσει ποὺ Ἰουδαῖοι ἐφώναζαν ὅλοι νὰ τὸν σταυρώσει.

Δἐν ἔδωσε στὰ λόγια της, Πιλάτος σημασία ὅμως αὐτὴ ἁγίασε γιὰ τὴν ὀρθοδοξία.

Ἡ ἐκκλησία μνήμη τῆς τιμᾶ καὶ ἑορτάζει,
ποῦ εἶχε πίστη στὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἐγκωμιάζει.

Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὁ Πιλάτος σὰν ἀντίκρισε τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων ποὺ Ἰουδαῖοι εἴχανε στοῦ πραιτωρίου τόπο.

Ἀμέσως ἀπεφάσισε τὴ γνώμη τους νὰ κάμει,
βάζει χλαμύδα στὸν Χριστὸν τοῦ δίνει ἕνα καλάμι.

Καὶ μὲ χλαμύδα κόκκινη τὸν εἴχανε ντυμένο Τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι σὰν καταφρονεμένο.

Στὸν κόσμο νὰ τὸν κάνουνε ἔλεγε βασιλέα ὅλοι τους ὄχι ἐφώναξαν δὲν θέλουνε παρέα.

Ἔχομε βασιλέα μᾶς ὅλοι τὸν Καίσαρά σας,
καὶ ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθεῖ νὰ φύγει ἀπὸ μπροστά σας.

Ὅλοι τότε ἀγρίεψαν θέλουν νὰ τὸν σταυρώσει Πιλάτος ἐνικήθηκε ἐπιμονὴ τοὺς τόση.

Βάζει ξανὰ τὸν Ἰησοῦ ἐντός του πραιτωρίου καὶ φυλακὴ τὸν ἔβαλε ἐντὸς κρατητηρίου.

Δἐν εἶν᾿ αὐτὴ ἡ φυλακὴ σὰν τὶς συνηθισμένες,
ποῦ τὰ πορτοπαράθυρα μὲ σίδερα εἶν᾿ κλεισμένες.

Δἐν ἠμποροῦν νὰ φύγουνε νὰ ἔχουν δωμάτιά τους μιλοῦν μὲ ἄλλους κρατούμενους ἔχουνε συντροφιά τους.

Ἡ φυλακὴ ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὅποιος τὴ δεῖ θὰ κλάψει κι ἂν ἀγαπάει τὸν Χριστὸν πολὺ θὰ ἀναστενάξει.

Τὴν βλέπουν οἱ προσκυνητὲς ποὺ πᾶνε στὰ Ἅγια Μέρη ποὺ τιμωρῆσαν τὸν Χριστὸν πολὺ νὰ ὑποφέρει.

Σὲ ἕνα μικρὸ δωμάτιο ὑπάρχει μιὰ καρέκλα ἐκεῖ ἐκάθησαν Χριστὸν μικρὴ σὰν χαμοκέλα.

Δἐν τὸν καθίσανε ἐκεῖ γιὰ τὴν ξεκούρασή του ἀλλὰ νὰ βασανίσουνε Πανάγιον κορμὶ Του.

Μὲ ἁλυσίδες ἔδεσαν τὰ πόδια τοῦ τὰ δύο,
κι ὅταν διψᾶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πεῖ νεράκι κρύο.

Νόμιζαν πὼς θὰ ἔφευγε γι᾿ αὐτὸ τὸν εἶχαν δέσει ἐφώναζαν νὰ σταυρωθεῖ νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση.

Ὢ ἀπονιὰ ποὺ δέχτηκες Χριστὲ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τόσο βασανίστηκες εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους.

Η ὉΔΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

Ὑπέγραψε διαταγὴ ὁ Πόντιος Πιλάτος,
νὰ σταυρωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, στὸν Γολγοθὰ πιὸ κάτω.

Ἐκεῖ πηγαῖναν τοὺς ληστὲς ποὺ ἦταν τιμωρημένοι μὲ θάνατο πολὺ σκληρὸ νὰ εἶναι σταυρωμένοι.

Ὑπῆρχε μιὰ συνήθεια καὶ εἶχαν ἐφαρμόσει,
ἔπρεπε ὅποιος σταυρωθεῖ σταυρόν του νὰ σηκώσει.

Οἱ Ἰουδαῖοι ἐφάρμοζαν τότε δικό τους Νόμο,
καὶ ἔβαλαν ἕνα Σταυρὸν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν ὦμο.

Ὁ δρόμος ἤτανε μακρὺς στὸν Γολγοθὰ νὰ πάει ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ πονάει.

Αὐτοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν φοβόταν μὴν πεθάνει καὶ θέλανε στὸν Γολγοθὰ νὰ φθάσουν μάνι μάνι.

Ἐκεῖ ποὺ ἐσκέπτοντο αὐτά, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ δρόμο νέον συναντοῦν ἦταν ἀπ᾿ τὴν Κυρήνη.

Ἀφοῦ τὸν εἶδαν δυνατὸ γενναῖο παλικάρι,
τοῦ εἶπαν εἰς τὸν ὦμο τοῦ Χριστοῦ σταυρὸν νὰ πάρει.

Πρὶν τοῦ τὸν δώσει ὁ Χριστὸς ἦταν ἐξαντλημένος στὸν δρόμο λίγο ἐκάθησε ποὺ ἦταν κουρασμένος.

Τὸ ἄχραντό του χέρι ἄγγιξε μιὰ μαρμαροκολόνα καὶ θαῦμα τότε ἔγινε μένει εἰς τὸν αἰώνα.

Τὸ μάρμαρο τὸ ἄψυχο σὰν νὰ ἤτανε ζυμάρι μόλις τὸ ἄγγιξε ὁ Χριστὸς ἐπῆρε θεία χάρη.

Ἡ δεξιὰ παλάμη τοῦ τὸ ἀποτύπωμά της ἄφησε μέχρι σήμερα, τὸ βλέπει ὁ διαβάτης.

Εἶναι ἕνα θαῦμα καὶ αὐτὸ τῶν Ἱεροσολύμων,
ποῦ ἔγινε πρὶν τὴν σταύρωση ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.

Αὐτὰ τὰ εἴδαμε καὶ ἐμεῖς γι᾿ αὐτὸ τὰ γράφω τώρα καὶ ὅσοι πάν᾿ τὰ βλέπουνε στὴν Ἅγια αὐτὴ χώρα.

Γίνεται ἀναπαράσταση ἐκεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ κάνει μὲ κατάνυξη τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Κλῆρος μαζὶ μὲ τὸν λαὸν ὅλοι μαζὶ βαδίζουν καὶ τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐποχὴ ἐτότε συμβολίζουν.

Ὁ Πατριάρχης τὸν Σταυρὸν σηκώνει εἰς τὸν ὦμο κι ὅλοι μαζὶ βαδίζουνε τοῦ Γολγοθᾶ τὸ δρόμο.

Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ποῦ Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἐτότε εἶχαν γίνει.

Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι ἐπιθυμοῦν ἂς πᾶνε νὰ τὰ δοῦνε,
καὶ ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολὺ θὰ ὠφεληθοῦνε.

Ὁ Κύριος σταυρώθηκε γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος μᾶς ἄφησε ἐλεύθερους δὲν μᾶς βιάζει ὅμως.

Ὁ ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

Σὰν ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη ἐπῆγε εἰς τὴν ἔρημο νηστεία του νὰ κάνει.

Ὁ Κύριος μας ἔδειξε Θεῖον παράδειγμά του,
νὰ κάνουμε ἂν θέλομεν καὶ ἐμεῖς τὸ θέλημά του.

Ὁ διάβολος ποὺ κατοικεῖ σὲ ἄγριους πάντα τόπους κάνει νὰ ἁμαρτάνουμε τοὺς χριστιανοὺς ἀνθρώπους.

Ἐπῆγε τότε στὸν Χριστὸν διὰ νὰ τὸν πειράξει θέλει ἂν εἶν᾿ υἱὸς Θεοῦ νὰ τόνε δοκιμάσει.

Ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἐνήστευε πεινοῦσε αἰτία βρῆκε ὁ σατανᾶς νὰ φάει προσπαθοῦσε.

Τρόφιμα δὲν ὑπήρχανε εἶν᾿ ἔρημος ὁ τόπος,
οὔτε καὶ κατοικούσανε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.

Λιθάρια μονάχα εἶν᾿ ἐκεῖ του ᾿πὲ νὰ τὰ ἁγιάσει καὶ εὐθὺς ἄρτοι νὰ γίνουμε νὰ φάει νὰ χορτάσει.

Εὔκολο εἶν᾿ γιὰ τὸν Χριστὸν νὰ κάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀλλ᾿ ἀπ᾿ εὐθείας σατανᾶ ἔδιωξε ἐν τῷ ἅμα.

Ὁ Κύριος δὲν ἄκουσε διαβόλου συμβουλή του ἀμέσως τὸν ἀπέρριψε μὲ θεϊκὴ φωνή του.

Ὕπαγε πίσω σατανᾶ εὐθύς του ἀπαντάει,
ποῦ ὁ Κύριος στὴν ἔρημο σὰν ἄνθρωπος πεινάει.

Δἐν ζεῖ μόνο ὁ ἄνθρωπος ὅταν θὰ φάει ἄρτο μόνο μὲ λόγο τοῦ Θεοῦ τοῦ λέγει παρακάτω.

Νικήθηκε ὁ διάβολος ἀπὸ τὸν Κύριό μας,
κι αὐτό μας τὸ ὑπέδειξε παράδειγμα δικό μας.

Ὅταν δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει κακιὰ πράξη δὲν ἠμπορεῖ ὁ διάβολος νὰ τὸν ἐξαναγκάσει.

Ἀνίσχυρος ὁ διάβολος μὰ τὸ κακό μας θέλει μᾶς δίνει δηλητήριον δῆθεν πὼς εἶναι μέλι.

Ὅτι μᾶς βάζει στὸ μυαλὸ εὐθὺς νὰ τὸ ξεχνοῦμε τὸ νόμο Ἰησοῦ Χριστοῦ πάντα νὰ ἀκολουθοῦμε.

Ὅπως τὸν νίκησε ὁ Κύριος ἔτσι καὶ ἐμεῖς μποροῦμε καὶ τὶς κακές του συμβουλὲς ἀμέσως νὰ ξεχνοῦμε.

Τὸν ἄνθρωπο τόνε μισεῖ ποὺ ἔχει Θεοῦ τὴ χάρη καὶ θέλει στὴν αἰώνιον κόλαση νὰ τὸν πάρει.

Ἡ ἀλήθεια ποὺ εἶναι τοῦ Θεοῦ αὐτὸς τὴν διαβάλει τὸ ἄσπρο, μαῦρο τὸ θωρεῖ στὴν ὄψη τοῦ τὴν ἄλλη.

Ἂς πάρομε παράδειγμα νὰ δοῦμε τὴν ψευτιὰ τοῦ πλάνεψε στὸν παράδεισο πρῶτα τους πρωτοπλάστους.

Πῆγε μὲ δολιότητα ἐμίλησε στὴν Εὔα,
ἦταν σὰ νὰ τὶς ἔλεγε πάρε Ἀδὰμ καὶ φεύγα.

Δἐν ἤθελε ἀπ᾿ τὸ φθόνο τοῦ ἐκεῖ νὰ κατοικοῦνε,
οὔτε καὶ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν πατέρα τους νὰ ἀκοῦνε.

Τοὺς εἶπε τὰ ἐνάντια Θεοὶ πὼς θὰ γενοῦνε ἀπαγορευμένο τὸν καρπὸ ὅταν αὐτοὶ γευθοῦνε.

Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἄκουσαν διαβόλου πονηρία βγῆκαν ἀπ᾿ τὸν παράδεισο διὰ παρακοΐα.

Νὰ καταλάβομε ὅλοι μας ὁ διάβολος εἶν᾿ ἐχθρός μας πάντα μισεῖ τὸν ἄνθρωπο δὲν θέλει τὸ καλό μας.

Ὁ Κύριος τὸν νίκησε μὲ θεϊκὸ Του τρόπο,
καὶ ἄφησε παράδειγμα στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ διάβολος πειράζει τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν ποὺ ὅλα ἐξουσιάζει.

Σαράντα μέρες στὴν ἔρημο τὸν εἶδε πεινασμένο ἐνήστευσε ὁ Κύριος τὸν εἶχε νικημένο.

Σκέφθηκε ἄλλη μέθοδο Χριστό μας νὰ πειράξει ὁ διάβολος τὸν Κύριον γιὰ νὰ τὸν ὑποτάξει.

Πάνω σε ὄρος ὑψηλὸν τὸν κόσμο τοῦ εἶχε δείξει θὰ χάριζε εἰς τὸν Χριστὸν ἐὰν τὸν προσκυνήσει.

Ἀλλὰ καὶ τρίτον πειρασμὸν νίκησε τοῦ διαβόλου ποὺ θέλει πάντα τὸ κακὸ δὲν σταματᾶ καθόλου.

Τὸν πῆγε στὸ πτερύγιον τῶν Ἱεροσολύμων κορνίζα στέγην τοῦ ναοῦ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο.

Τοῦ ᾿πὲ ἐὰν Θεοῦ Ἀληθινὰ υἱὸς ἐσὺ εἶσαι κάτω στὴ γῆ ἀπὸ ἐδῶ τὸν ἑαυτόν σου ρίξε.

Καὶ τότε θὰ φανερωθεῖ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἡ προστασία πρὸς ἐσὲ καὶ ἀγάπη τοῦ πατρός σου.

Καὶ ἀπεκρίθει ὁ Κύριος ἐτότε τοῦ διαβόλου τὸν ἑαυτὸν εἰς κίνδυνον μὴν βάζουμε καθόλου.

Τρίτη φορὰ τὸν νίκησε ἐχθρὸν ὁ Κύριος μας ποὺ εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Πανάγιος Θεός μας.

Ὁ ΓΑΜΟΣ ΕΝ ΚΑΝΑ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ

Τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ σὲ γάμο εἶχε γίνει ποὺ στὴν Κανὰ τὸν κάλεσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Εἶχαν καλέσει τὸν Χριστὸν τὴν Παναγιὰ μητέρα κι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤτανε ἐκεῖ πέρα.

Τελείωσε τὸ Μυστήριον ἐπίασαν φαγοπότι,
καὶ στὸ τραπέζι ἐκάθησαν οἱ καλεσμένοι ἀνθρῶποι.

Μὰ τὸ κρασὶ τελείωσε δὲν ἔφτασε νὰ πιοῦνε,
τοὺς εἶπε τότε ἡ Παναγιὰ στὸ Γιό της νὰ τὸ ποῦνε.

Ντρεπόνται σου μιλήσουνε τοῦ ᾿πὲ ἡ Παναγία νὰ κάνει θαῦμα ὁ Χριστὸς νὰ πίνουν μὲ ὑγεία.

Ἕξι ὑδρίες μὲ νερὸ ἤτανε γεμισμένες,
καὶ εἰς τὴν ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ ἦταν παρατημένες.

Δἰέταξε ὁ Κύριος τὶς ἔφεραν ἐμπρὸς Του καὶ ὅταν τὶς εὐλόγησε μὲ χέρι Ἅγιόν του.

Ἔγινε τὸ νερὸ κρασὶ ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
καὶ ἐδόξασαν τὸν Κύριον ποὺ ἔκανε τὸ θαῦμα.

Τὸ πρῶτο θαῦμα ποὺ ἔκανε τότε στὴν Γαλιλαία ὅλοι εὐχαριστήθηκαν καὶ πέρασαν ὡραία.

Καὶ ἄλλα θαύματα πολλὰ ἔκανε στὴ ζωὴ Του,
ὅλοι τὸν ἐθαυμάζανε γνωστοί του καὶ ἐχθροὶ Του.

Ὅλον τὸν κόσμο ἀγαπᾶ εἶναι ὅλος ἀγάπη,
καὶ τοὺς ἐχθροὺς συγχώρεσε ποὺ ἔλαβε φρικτὰ πάθη.

Παράδειγμα μᾶς ἔδωσε ἐχθροὺς νὰ συγχωροῦμε νὰ συγχωρέσει καὶ ἐμᾶς ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.

Ὁ ΑΓΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΒΙΝΘΩΝ

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ εἶναι γῆ ἁγία,
εἶναι γεμάτη θαύματα τὰ γράφουν τὰ βιβλία.

Ἔγραψαν Εὐαγγελιστὲς κι δώδεκα Ἀποστόλοι,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν διδάσκαλο εἶχαν ὅλοι.

Δἐν προφθαιναν νὰ γράφουνε λέγει ὁ Ἰωάννης γιατὶ ἕνα ἔγραφαν αὐτοὶ καὶ χίλια εἶχε κάνει.

Γιὰ ἕνα θαῦμα γράφομε εἶναι κι αὐτὸ ἀλήθεια τὰ μάτια πέτρες βλέπουνε πρὶν ἤτανε ρεβίθια.

Στὴν ἐξοχὴ ὁ Κύριος περνοῦσε ἀπὸ χωράφι τὶ ἔσπερνε ἕνας γεωργὸς ἐρώτησε νὰ μάθει.

Ὁ Κύριος τὸν ἐρωτὰ τὸν γεωργὸ τὶ σπέρνει πέτρες τοῦ ἁπαντὰ αὐτὸς ἀπάντησή του παίρνει.

Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε ὅτι εἶπες νὰ θερίσεις,
αὐτὸ ποὺ σπέρνεις στὸν ἀγρὸ καὶ νὰ καλλιεργήσεις.

Φύτεψε τὰ ρεβίθια τοῦ γέμισε τὸ χωράφι ἑτοίμαζε πολλὰ σακιὰ νὰ βάλει εἰς τὸ ράφι.

Καρπίσανε, ἤτανε ξερά, τὰ ἔβαλε στὸ ἁλώνι,
τὰ φύλαγε μὴν κλέψουνε ρεβίθια οἱ γειτόνοι.

Βάνει ἕνα στὸ στόμα του γιὰ νὰ τὰ δοκιμάσει,
μὰ ἦταν πέτρα κόντευε τὰ δόντια τοῦ ἂν σπάσει.

Καὶ ὅλα πέτρες ἔγιναν τοῦ γεωργοῦ ρεβίθια γιατὶ Κυρίου Ἰησοῦ δὲν εἶπε τὴν ἀλήθεια.

Ἀπ᾿ τὰ ρεβίθια τρία τέσσερα ἔχω ἐδῶ στὸ σπίτι ἀπὸ παπποὺ παπα-Χατζὴ καὶ τώρα μακαρίτη.

Ἔκανε σχῆμα ρεβιθιοῦ μὰ εἶναι ὅμως πέτρες,
εἶναι ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ δίχως πολλὲς κουβέντες.

Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Οἱ Ἰουδαῖοι στὴ φυλακὴ τὸν Πέτρον εἶχαν βάλει Ἰάκωβον ἐφόνευσαν κι εἶχαν χαρὰ μεγάλη.

Τὸν Πέτρον κρατοῦν στὴ φυλακὴ σὰν πέρναγε τὸ Πάσχα τότε θὰ τὸν ἐφόνευαν θὰ χαίροταν μονάχα.

Στὴν φυλακὴ τὸν εἴχανε εἶναι ἁλυσοδεμένος γιατὶ ἐκήρυττε Χριστὸν ἦταν φυλακισμένος.

Στὸ σπίτι οἱ Ἀπόστολοι ἤτανε συνηγμένοι,
γιὰ Πέτρου τὴν φυλάκιση εἶν᾿ στεναχωρεμένοι.

Ἔκαναν τότε προσευχὴ ὅλοι μαζὶ ἀντάμα τὴν ἄκουσε ὁ Κύριος καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα.

Τὴν νύκτα ποὺ ὁ Ἀπόστολος στὴ φυλακὴ κοιμᾶται τὸν ξύπνησε ἕνας ἄγγελος ὁ ἴδιος διηγᾶται.

Πῆγε στὸ κρατητήριον ἄξαφνα τὸν ξυπνάει,
τὶς ἁλυσίδες τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν τὶς σπάει.

Τὸν βγάζει ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ ὁ φύλακας κοιμᾶται Ἀπόστολος σὲ ἐπιστολὴ ὅλα τὰ διηγᾶται.

Ἔφυγαν ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ μαζὶ μὲ ἄγγελό του,
ὁ ἄγγελος τὸν συνόδευσε εἰς τὸν προορισμὸ τοῦ οἱ ἄλλοι προσευχότανε νὰ τὸν ἰδοῦν ἐμπρός τους.

Τὸν ὁδηγὰ ὁ ἄγγελος νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸ σπίτι κι ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος ἐπέταξε στὰ ὕψη.

Ὁ πέτρος σὰν ἀντάμωσε σύντροφοι Ἀποστόλοι τὸν εἶδαν τότε ξαφνικὰ καὶ ἐχαρήκαν ὅλοι.

Τότε ἐδοξάσαν τὸν Θεὸν διὰ ἀποφυλάκισή του ποὺ ἔστειλε Ἅγιον ἄγγελο γλύτωσε τὴ ζωή του.

Ὁ ΖΑΚΧΑΙΟΣ - ΙΕΡΙΧΩ

Στὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς καθόταν ὁ Ζακχαῖος διὰ τοὺς πατριῶτες του δὲν ἤτανε σπουδαῖος.

Τελώνης τὸ ἐπάγγελμα εἶχε ὑπηρεσία μέσα στὴν πόλη Ἱεριχῶ εἶχε μιὰ κατοικία.

Ἔμαθε πὼς ὁ Ἰησοῦς ἀπ᾿ τὴν δικιά του πόλη θὰ πέρναγε νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ χωριανοὶ τοῦ ὅλοι.

Καὶ ὁ Ζακχαῖος Ἰησοῦν νὰ δεῖ πολὺ ποθοῦσε,
μικρὸς ἦταν στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν θὰ τὸν θωροῦσε.

Οἱ ἄλλοι ἦταν ὑψηλοὶ θὰ σκίαζαν μπροστά του καὶ δὲν θὰ ἔβλεπαν Χριστὸν τὰ μάτια τὰ δικά του.

Ἐσκέφθηκε καὶ ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομορέα,
ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ἰδεῖ ὡραία.

Ἐπέρασε ὁ Κύρος φώναξε τὸ ὄνομά του ξαφνιάστηκε σὰν ἄκουσε Ζακχαῖε ἔλα κάτω.

Καὶ ὅταν τὸν ἀντάμωσε ἐχάρηκε ἡ καρδιὰ τοῦ γιατὶ θὰ ἔμενε ὁ Χριστὸς οἰκία τὴν δικιά του.

Ὅταν τὸν φιλοξένησε ὅλοι οἱ χωριανοί του,
τὸν Κύριον παρεξήγησαν ποὺ κάθησε μαζί του.

Ὁ Κύριος ἀπάντησε πὼς ἦρθε στὴ γῆ νὰ σώσει ἀνθρώπους τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ τοὺς ἐλευθερώσει.

Ζακχαῖος ὁμολόγησε δική του ἁμαρτία ἔδωσε τετραπλάσια σὰν ἄκουσε ἀδικία.

Ἀκόμα ἕνα κούτσουρο ἀπ᾿ τὴ συκομορέα φαίνεται στὴν Ἱεριχῶ παρὰ πολὺ ὡραία.

Ὁ ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ὁ ΙΟΡΔΑΝΙΤΗΣ

Στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ τὸ ἀσκητήριό του ὁ ὅσιος Γεράσιμος εἶχε γιὰ ἑαυτό του.

Ἔχει σπουδαία πράγματα αὐτὴ ἡ ἱστορία γι᾿ αὐτὸ ὀλίγα γράφομε ποὺ ἔχουν σημασία.

Ἕνα λιοντάρι ἀπὸ μικρὸ ἐκεῖ τροφοδοτοῦσε φιλότιμος κι ὁ λέοντας γέροντα βοηθοῦσε.

Νερὸ νὰ πίνει τοῦ ἔφερνε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ἕνα δοχεῖο γέμιζε τὸ ἔφερνε μάνι μάνι.

Γιὰ συντροφιὰ τοὺς εἴχανε κι ἕνα γαϊδουράκι ἀπὸ τὸ ποτάμι ἔφερναν μαζὶ καὶ οἱ δύο νεράκι.

Παρέα ἔκαναν τὰ δύο γαϊδούρι καὶ λιοντάρι καὶ ὅσο νερὸ χρειάζονταν ὅσιος εἶχε πάρει.

Ὅμως θὰ σταματήσομε ἐδῶ τὴν ἱστορία,
καὶ θὰ τὴν ποῦμε ἀργότερα γιατὶ ἔχει σημασία.

Θὰ ποῦμε τὰ τοῦ Ἰακὼβ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ τὸ τελευταῖο Ἰωσὴφ ποὺ εἶχε συντροφιά του.

Δἐν γράφω ἐδῶ λεπτομερῶς ὅλη τὴν ἱστορία ἡ Δἰαθήκη ἡ Παλαιὰ γράφει ἐν λεπτομερία.

Τὸν Ἰωσὴφ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ τὸν ἐζηλεῦαν ὅλοι δέχτηκαν εἰς τὴν Αἴγυπτο νὰ πουληθεῖ στὴν πόλη.

Τὸν πήρανε τὰ ἀδέλφια του στὴν Αἴγυπτο νὰ πᾶνε στὸν Ἰορδάνη σύνορα ἔτυχε νὰ περνᾶνε.

Ἐκεῖ στὴν ἄκρη ἔβοσκε ἕνα γαϊδουράκι,
ποῦ κουβαλοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ Γεράσιμου νεράκι.

Τὸ γαϊδουράκι ποὺ ἔβοσκε τὸ εἶδαν οἱ ἀνθρῶποι,
τὸ πῆραν νὰ μὴν περπατοῦν ὡς τὶς Αἰγύπτου τόποι.

Ὁ λέοντας κοιμότανε δὲν τὸ πῆρε χαμπάρι,
τὸν σύντροφο τοῦ γάϊδαρο κλέφτες τὸν εἶχαν πάρει.

Σὰν ξύπνησε λυπήθηκε δὲν τὸ εἶδε ἐκεῖ κοντά του κατάλαβε πὼς τὸ ἔκλεψαν τρέχει στὸ γέροντά του.

Ὁ γέροντας σὰν τ᾿ ἄκουσε λέγει στὸ λεοντάρι ὅτι νερὸ θὰ κουβαλεῖ κι ἂς μὴ φορᾶ σαμάρι.

Ὁ λέοντας καθημερινῶς νερὸ ἐκουβαλοῦσε,
μὰ τὸ γαδούρι ποὺ ἔλειπε καθημερινῶς ζητοῦσε.

Σᾶς πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς ποὺ ἦταν περασμένος περνοῦν ἄνθρωποι ἀπὸ ἐκεῖ μὲ γάϊδαρο κλεμμένο.

Τοὺς εἶδε καὶ ὁ λέοντας μὲ ἄγρια φωνή του ἄφησαν τὸ γαϊδούρι ἐκεῖ καὶ τράβηξαν φυγή τους.

Ἐχάρηκε ὁ Γέροντας ποὺ τόχε συντροφιά του,
ποῦ ἦταν κλεμμένο καὶ ἤρθανε πάλι ξανὰ κοντά του.

Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν γέροντας ἀρρωσταίνει καὶ ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸν Γεράσιμου ἀνεβαίνει.

Τὸ λεοντάρι τὸν πόνεσε γιατὶ κακὸ εἶχε πάθει τοῦ ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ πόδι τοῦ ἕνα μεγάλο ἀγκάθι.

Τὸν ὅσιο Γεράσιμο γυρεύει ἀποθαμένο,
τοῦ ἔδειξαν οἱ μοναχοὶ μνῆμα ἀραχνιασμένο.

Ἔβγαλε δυνατὴ φωνὴ καὶ ψόφησε στὸ χῶμα τὸν ὅσιο Γεράσιμον δὲν ἔβλεπε ἀκόμα.

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Ἄφησα ὑστεόγραφο στὸ τέλος τοῦ βιβλίου,
νὰ γράψω λίγα πράγματα γιὰ πύλη τοῦ Κυρίου.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὑπάρχει μία πόρτα,
ὅμως γιὰ ἄλλο γεγονὸς θὰ γράψω τώρα πρῶτα.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μέσον της Γῆς ἡ πόλη ἐκεῖ ἐβάδισε ὁ Χριστὸς αὐτὸ τὸ ξέρουν ὅλοι.

Γεννήθηκε, βαπτίσθηκε, σταυρώθηκε, ἀνεστήθει κατόπιν στὸν πατέρα του καὶ πάλιν ἀνελήφθει.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔγιναν λέγονται Ἅγιοι Τόποι ὄνομασια ποὺ τὴν λέν᾿ οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.

Τώρα λίγα θὰ γράφωμεν γιὰ θύρα τὴν κλεισμένη γιατὶ δὲν εἶναι ἀνοικτὴ ποιὸν τάχα περιμένει.

Ἐπίτηδες εἶναι κλειστὴ δὲν ἦρθε ὁ καιρὸς της,
θὰ ἀνοιχθεῖ ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ σ᾿ αὐτὴν ὁ Κύριος της.

Χριστός μας ποὺ ἀνεστήθηκε καὶ ἔσωσε τὴν πλάση εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὸν κόσμο θὰ δικάσει.

Γράφουν τὰ εὐαγγέλια καὶ ἡ ὑμνογραφία,
θὰ γίνει εἰς τὴν πόλη αὐτὴ ἡ Δεὐτέρα Παρουσία.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ πόρτα τώρα αὐτὴ τὴν ἔχουν κλειδωμένη τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ ἔρθει περιμένει.

Οἱ ἄγγελοι μὲ σάλπιγγες ἐτότε θὰ σαλπίσουν,
οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Δἴκαιο θὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Τὰ μνήματα θὰ ἀνοίξουνε θὰ ἀναστηθοῦνε ὅλοι ὅσοι τότε θἆναι νεκροὶ στὴν οἰκουμένη ὅλη.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουνε τὴν ἡλικία μία ποὺ ἦταν Ἰησοῦ Χριστοῦ χρόνια τριάντα τρία.

Οἱ δίκαιοι στὰ δεξιὰ στ᾿ ἀριστερὰ οἱ ἄλλοι,
θὰ κρίνει δίκαια ὁ Χριστὸς κανεὶς μὴν ἀμφιβάλει.

Ὅλος ὁ κόσμος νὰ σωθεῖ θέλει ὁ Κύριος μας ἀλλὰ ἄφησε ἐλεύθερον ἐμᾶς τὸν ἑαυτόν μας.

Στὴ γῆ ὅσοι ἐζήσανε κάνανε θέλημά του αἰώνια στὸν οὐρανὸ θὰ βρίσκουνε κοντά του.

Τὸ μόνο πράγμα ποὺ μισεῖ εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐσταυρώθηκε γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ἡ αἰτία.

Ἀλλὰ ὑπάρχει φάρμακο ὅταν μετανοήσει,
μὴν ξανακάνει τὸ κακὸ δύο δάκρυα νὰ χύσει.

Ἁμαρτωλοὶ ἐδῶ στὴ γῆ πολλοὶ μετανοῆσαν ὅλους τοὺς δέχθηκε ὁ Θεὸς ποὺ ἐξομολογηθῆκαν.

Παράδειγμα ὁ ἄσωτος ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν πατέρα ὅμως ἐμετανόησε καὶ στράφηκε μιὰ μέρα.

Καὶ δὲν τὸν ἔδιωξε ὁ Θεὸς τὸν ἄσωτο ἀπ᾿ τὸ σπίτι καὶ δὲν τὸν ἔδιωξε ἀπὸ ᾿κεῖ τὸ γιὸ τοῦ τὸν ἀλήτη.

Ἀλλὰ πατέρας στοργικὸς ἄνοιξε τὴν ἀγκάλη ἀφοῦ ἐμετανόησε πῆρε χαρὰ μεγάλη.

Αὐτὸ νὰ κάνομε κι ἐμεῖς ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε ὅτι ἁμαρτίες ἔχομε νὰ ἐξομολογηθοῦμε.

Καὶ τότε σὰν τὸν ἄσωτο θὰ μᾶς ἐσυχωρέσει καὶ ὅλοι στὸν παράδεισο θὰ μᾶς ἐδώσει θέση.