Copyright © 2013
Μᾶρκος Σκουλᾶτος,
Τρίποδες Νάξου, 843 00 Νάξος,
Τηλ.: 22850-41277
Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Γεωργία Καλύβα
Φωτοστοιχειοθεσία – Σχεδιασμὸς Ἐξωφύλλου: Μπακογιάννη Ἀθ. Ἀσπασία
Νικηταρᾶ 3, 106 78 Ἀθήνα, Τηλ.: 210-38 26 502 e-mail: aspampako@yahoo.gr
Εἰκόνα ἐξωφύλλου: π. Φιλόθεος Ζερβάκος
Ἀπαγορεύεται ἡ μερικὴ ἤ ὁλικὴ ἀναδημοσίευση τοῦ ἔργου αὐτού, καθώς καὶ ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ὁποιοδήποτε μέσο χωρὶς σχετικὴ ἄδεια τοῦ συγγραφέα.
Μᾶρκος Σκουλᾶτος
Ἱεροψάλτης
π. Φιλόθεος Ζερβάκος (†1980)
ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ
Νάξος 2013
ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Πρόλογος ............................................................................................................ 9
ΣΕ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ.................................................... 11
ΟΦΙΚΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ Π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ.................. 24
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ - ΣΙΝΑ - ΑΙΓΥΠΤΟ.............. 25
ΟΙ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ ΤΟΥ................................................................................ 27
ΟΜΙΛΙΑΙ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ
ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ........................................................... 31
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ .............................................................................. 38
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ........................................................ 45
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ.. 48
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.......................................................... 50
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΝΗΣΟΥ ΠΑΡΟΥ......................... 52
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΑΓΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ..................................................................................... 53
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ................................................................. 56
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ .................................. 58
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ............................. 63
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΑΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ....... 65
ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΡΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ .......................................................... 66
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ............................... 71
Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ............................................................................................... 76
“ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΣ” ............................................................................................. 77
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΝ............ 79
ΠΑΡΑΜΥΘΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΠΕΝΘΟΥΣΑ................................................. 81
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑ.............................................................................. 83
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ........... 87
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΓΕΙΟΥ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ............................................. 91
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ........................................................................... 94
ΕΤΕΡΟΝ ΘΑΥΜΑ ........................................................................................... 98
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλὸς πῶς δύναμαι νὰ γράψω
καὶ ὅσιον Φιλόθεο γιὰ νὰ ἐγκωμιάσω;
Τόλμημα ὅμως ἔκανα μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι
γιὰ ἕνα μοσχολούλουδο Θεοῦ μαργαριτάρι.
Δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα
τιμή μας ποὺ τὸν εἴχαμε πνευματικὸ πατέρα.
Λέγαμε ἁμαρτίες μας κάτω ἀπ᾿ τὸ πετραχήλι
καὶ παίρναμε συγχώρηση ἀπ᾿ τὰ δικά του χείλη.
Πολὺ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸν ὅμως καὶ τὸν πλησίον
καὶ ἦταν πάντα τηρητὴς τῶν ἐντολῶν τῶν δυό.
Πνευματικά του τὰ παιδιὰ τὰ εἶχε στὴν καρδία καὶ πάντα τὰ προφύλαγε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Οἱ ἀρετὲς τὸν στόλιζαν, ποιὸς νὰ τὶς περιγράψει ὅποιος τὶς δεῖ λεπτομερῶς ἀπὸ καρδιᾶς θὰ κλάψει.
Ἄκακος καὶ πραότατος μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετὲς μὲ ἐλεημοσύνη.
Γιὰ νὰ γραφτοῦν οἱ ἀρετὲς θέλει πολλὰ βιβλία ἔκλαιγε ἀπὸ συγκίνηση σὲ κάθε λειτουργία.
Πολλὰ εἶναι τὰ δῶρα σου πνευματικὲ πατέρα ποὺ ἔδινες στὰ τέκνα σου τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Τῆς Λογγοβάρδας τὴ Μονὴ στῆς Πάρου μοναστήρι μὲ θαύμαζαν οἱ λαικοὶ μὰ καὶ οἱ καλογῆροι.
Καὶ εἰς τῶν Θαψανῶν Μονὴ πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου
ἔκτισες Ἱερὸν Ναὸ Ἁγίου Νεκταρίου.
Τὸν Ἅγιο Νεκτάριο πνευματικὸ πατέρα
τὸν εἶχες καὶ σὲ δίδασκε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.
Ἔκανες καὶ τὸν τάφο σου σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία
ναὸς δικός σου ἔγινε εἰς τὴν τοποθεσία.
Οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ παντοῦ ἔρχονται, προσκυνοῦνε
καὶ ὅλοι στὴν ἀνάγκη τους μιὰ χάρι σοῦ ζητοῦνε.
Τὸ ὑποσχέθηκες στὴ γῆ σὲ ὅλα τὰ παιδιά σου
ἄν εὕρεις χάρι ἀπ᾿ τὸν Θεὸ θὰ ᾿μαστε στὴν καρδιά σου.
Σὲ ἔχουνε οἱ γερόντισσες στὰ Θαψανὰ καμάρι
τὰ Ἅγια σοῦ Λείψανα εἶναι μαργαριτάρι.
Τῆς ἐκκλησίας Σύνοδος θὰ ἀποφασίσει ἐκείνη
τὸν ὅσιο Φιλόθεο γιὰ τὴν ἁγιοσύνη.
Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται εἰς τὰς 9 Μαΐου
ἡ κοίμησή του στὶς 8 Ἁγίου Ἀρσενίου.
Θὰ προστεθεῖ ὡς Ἅγιος ποὺ ἔχει μεγάλη ἀξία
μὲ Ἅγιους ποὺ γιορτάζονται μὲς στὴν Παροναξία.
Θαύματα ἔκανε πολλὰ στὴ γῆ ὅταν ἐζοῦσε
Ἀλλὰ ἀπὸ ταπείνωσι οὐδὲν ἐμαρτυροῦσε.
Τὸ πρόσωπόν του ἔλαμπε ἀπὸ ἁγιοσύνη
καὶ ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ χαίρεται στὴ γαλήνη.
Ὦ Γέροντα Φιλόθεε καὶ ἐμᾶς στὴν προσευχή σου
προσεύχου πάντα στὸν Θεὸν νὰ εἴμαστε μαζί σου.
Ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι πνευματικὰ παιδιά σου
ζητοῦμεν ἔλεος Θεοῦ καὶ Ἁγίας προσευχάς σου.
7 Ἰουνίου 2013 ἄ.δ. Μ.Σ.
ΣΕ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Θὰ ἤμουνα ἀχάριστος ἐὰν θὰ ἐσιωποῦσα, τὸν πνευματικόν μου γέροντα νὰ μὴν ἐξιστοροῦσα.
Δέκα χρονῶν τὸν γνώρισα ἐρχότανε στὴ Νάξο, Ἔσωσε ἐδω πολλὲς ψυχὲς, θέλω νὰ τὸ φωνάξω.
Ἀλλὰ αὐτὰ ἀργότερα τώρα καταγωγή του, Θὰ κάνω μιὰ ἀναφορὰ στὴ γέννησή του.
Στὰ Πάκια, ἐγεννήθηκε χωριὸ τῆς Λακωνίας, γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς Χριστιανικῆς θρησκείας.
Αὐτὰ ποὺ γράφονται ἐδῶ εἶναι αὐτοβιογραφία, Τὰ ἔγραψε ὁ Γέροντας νὰ μείνουν ἱστορία.
Παναγιώτης ὁ πατέρας του, μητέρα Αἰκατερίνη, ζοῦσαν ζωὴ Χριστιανικὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Γράφει ὁ Ἅγιος Πατὴρ μικρὸς στὴν ἡλικία, ἔψαλε καὶ ἐδιάβαζε τὰ Ἱερὰ βιβλία.
Δέκα ἐτῶν στὸ δρόμο του μιὰ μέρα περπατοῦσε, καὶ διάβολος μὲ κέρατα τὸν ἐπετροβολοῦσε.
Οἱ πέτρες ἔπεφταν βροχὴ πλησίον τῶν ποδιῶν του, ἀλλὰ καμιὰ δὲν ἔκανε κακὸ στὸν ἑαυτό του.
Στὰ κτήματα τὸν ἔστειλαν γονεῖς γιὰ ἐργασία, ὅταν καμπάνα κτύπαγε ἦταν στὴν ἐκκλησία.
Μικρὸς ἔγινε δάσκαλος τελείωσε σχολεῖον, ἀπόφοιτος 17 ἐτῶν ἀπὸ διδασκαλεῖον.
Ἀπὸ μικρὸς ἀγάπησε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ζωὴ τοὺς ἐμιμήθηκε σὲ ὅλο του τὸν βιόν.
Θέλει νὰ γίνει μοναχὸς τὸ εἶπε στὴν μητέρα, ἀργότερα τοῦ ἀπάντησε αὐτὴ τὴν ἴδια μέρα.
Εἶχε ὅμως ἐπιμονὴ σὰν ἔπεσε στὴν κλίνη, δαίμονες τὸν ἐφόβιζαν ὅλη τὴ νύκτα ἐκείνη.
Μὲ λόγια τὸν φοβέριζαν, μὲ ξίφη, μὲ μαχαίρια, τοὺς νίκησε μὲ προσευχὴ μὲ ὑψωμένα χέρια.
Βοήθεια ἐφώναζε τότε τὴν Παναγία, καὶ ἦρθε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ εἰκόνα ἡ ἰδία.
Ἔφυγαν τότε ἔντρομοι εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη, οἱ δαίμονες ποὺ πείραζαν τὸν νεαρὸ στὴν κλίνη.
Διορισμὸν ὡς δάσκαλος εἶχε σ᾿ ἕνα σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ σπίτι φίλου του βρῆκε ἕνα βιβλίο.
«Τοῦ παράδεισου ἀδάμαντες» ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου, τὸ διάβασε καὶ χάρηκε ἦταν φωνὴ Κυρίου.
Τὸ διάβαζε στούς μαθητέςς ποὺ εἶχε στὸ σχολεῖο, καὶ ἔγιναν σὰν ἄγγελοι σὲ ὅλον τους τὸν βιό.
Τοὺς ἔλεγε στὴν ἐκκλησιὰ νὰ στέκονται ὅπως πρέπει, νὰ ἔχουν πάντα προσοχὴ γιατὶ ὁ Θεὸς τοὺς βλέπει.
Δὲν ἄρεσαν στὸ διάβολο αὐτὰ ποὺ εἶχε πράξει, ἐπῆγε εἰς τὸν ὕπνο του μὲ ξίφος νὰ τὸν σφάξει.
Φώναξε Παναγία μου καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, νὰ διώξει τὸ δαιμόνιο τὴν χάρι νὰ τοῦ κάνει.
Μὲ θάρρος τότε τοῦ ρίξε μιὰ πέτρα στὸ κεφάλι, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ὁ δαίμων φεύγει πάλι.
Ἐδιάβαζε θείες γραφές, νηστεία, ἀγρυπνία, ἅγιος πόθος πρὸς Θεὸν ἤναπτε τὴν καρδία.
Τὸν πολεμοῦσε ὁ πονηρὸς μὲ φόβον καὶ δειλίαν, καὶ ἄλλοτε τοῦ ᾿βαζε στὸ νοῦ κακὴν ἐπιθυμίαν.
Τὸν ἑαυτὸν ἐνθάρρυνε Θεὸν παρακαλοῦσε, τὸν φόβο τότε ἔδιωχνε καὶ δὲν ἐδειλιοῦσε.
Διορισμένος δάσκαλος ἦταν εἰς τὸ σχολεῖο, συμφώνησε μὲ ἄλλους δυὸ γιὰ Μοναχικὸ βιό.
Ἅγιον Ὄρος καὶ οἱ τρεῖς εἶχαν ἀποφασίσει, οἱ ἐξετάσεις σὰν γενοῦν καὶ τὸ σχολειὸ κλείσει.
Τὸ εἶπε στὴν μητέρα του ὅτι θ᾿ ἀναχωρήσει, μὰ στὸ πατέρα δὲν τὸ ᾿λεγε μὴν τὸν στενοχωρήσει.
Ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ υἱὸς καλόγηρος νὰ γίνει.
Ἀρχὰς Αὐγούστου ἤτανε χίλια ἐννιακόσια δυό, στὸ Μοναστήρι ἔφτασαν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας του καὶ πῆγε νὰ τὸν πάρει, δὲν ἤθελε καλόγερο νὰ ἔχει παλικάρι.
Τοῦ ἔλεγε οἱ διδάσκαλοι, οἱ γιατροὶ καὶ οἱ δικηγόροι, δὲν γίνονται καλόγεροι οὔτε καὶ ρασοφόροι.
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε πῶς ἐπίγεια δὲ βλέπει, βλέπει τὰ ἐπουράνια, θὰ γίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει.
Ἐμὲ μὲ φώτισε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσω, πατέρα καὶ μητέρα μου στὸν κόσμο νὰ ἀφήσω.
Ἂν μὲ καλοῦσε ὁ βασιλιὰ εἰς τὰ ἀνάκτορά του, μεγάλη θὰ εἴχατε χαρὰ ποὺ θὰ ἔμενα κοντά του.
Τώρα πρέπει νὰ ἔχετε ἐσεῖς χαρὰ μεγάλη, μὲ προσκαλάει ὁ Θεὸς στὴν ἰδικήν του ἀγκάλη.
Ἤτανε εἴκοσι ἐτῶν τότε ὁ Κωνσταντῖνος, πιστός, ἁγνὸς καὶ ταπεινὸς ἐμύριζε σὰν κρίνος.
Μιὰ νύκτα ἔφυγε κρυφὰ δίχως κανεὶς νὰ ξέρει, μικρὸ μόνο Εὐαγγέλιο κρατοῦσε εἰς τὸ χέρι.
Ὁ πόθος ποὺ ᾿φυγε κρυφὰ ἀπ᾿ τὸ δικό του σπίτι, ζητοῦσε Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν θεῖον Μαργαρίτην.
Βάδιζε ἀνυπόδητος πληγώθηκε στ᾿ ἀγκάθια, πρόσχαρος ἔτρεχε νὰ βρεῖ τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Τὴν ἄλλη μέρα βρέθηκε σὲ ξένη ἐπαρχία, οἱ γονεῖς του δὲν τὸ ᾿μαθαν, δὲν εἶχαν ὑποψία.
Στὴν Σπάρτη ὅταν ἔφτασε στὸν ποταμὸ Εὐρῶτα, οἱ δαίμονες τοῦ ἔβαναν ἐμπόδια σὰν πρῶτα.
Στὸν λογισμὸν τοῦ ἔλεγαν θὰ κλαῖνε οἱ γονεῖς του, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐμπόδια γιὰ ἀναχώρησή του.
Ὅλη τὴ νύκτα βάδιζε ἦταν κοντὰ στὴ Σπάρτη, βρῆκε ποιμένες χριστιανοὺς καὶ λίγο ἀνεπαύθη.
Κοιμήσεως ξημέρωσε γιορτὴ τῆς Παναγίας, ὁ Κωνσταντῖνος πρόθυμα πῆγε στὴ ἐκκλησία.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσε ἡ Θεία λειτουργία, ὁδὸν ἀμμώδη καυστικὴ κάνει πεζοπορία.
Ὀδύνην αἰσθανότανε καὶ ἀμέσως ἐνθυμεῖται, μαρτύρων σιδηρὰ καρφιὰ, τότε παρηγορεῖται.
Ὅλη τὴ μέρα νηστικός, ἦταν ἐξαντλημένος, τότε ὀλιγοψύχησε σὰν ἐγκαταλειμμένος.
Σὰν ἄρχισε νὰ δειλιὰ βλέπει ἕνα νεανία, ποὺ φουστανέλα ἑλληνικὴ εἶχε ἐνδυμασία.
Εἰς τὴν ὁδὸ Τριπόλεως εὐθὺς τὸν πλησιάζει, καὶ τὴν δειλίαν του εὐθὺς καθησυχάζει.
Χαρούμενος στὸ πρόσωπο, φαιδρὸς στὴν θεωρία, μοῦ λέγει: μὲ θάρρος βάδιζε ὁδὸ Θεοῦ εὐθεία.
Μαζί σου εἶναι ὁ Θεός, νὰ ἔχεις προθυμία, νὰ μὴν φοβᾶσαι τίποτα, νὰ νιώθεις ἀνδρεία.
Τεμάχιον ἄρτου τοῦ ᾿δωσε, ἐπῆγε σ᾿ ἕνα ἀμπέλι, γλυκὰ σταφύλια τοῦ ᾿φερε γλυκύτερα ἀπ᾿ τὸ μέλι.
Τοῦ εἶπε φάγε, βάδιζε ἄφοβος τὴν ὁδόν σου, καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιὰ θὰ εἶναι βοηθός σου.
Χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ μεγαλοψυχία, τότε ἡ ψυχή του γέμισε πῆρε παρηγορία.
Λόγια παρηγορητικὰ ἔδιωξαν τὴ δειλία, ἦταν τροφὴ πνευματικὴ ψυχῆς του σωτηρία.
Καὶ ἡ σωματικὴ τροφή, ὁ ἄρτος, τὰ σταφύλια, γλυκύτερα δὲν ἔφαγαν τὰ ἰδικά του χείλια.
Νὰ τρώγει τότε ἄρχισε καὶ τὸν ἀποχαιρετάει, στὸ Θεὸ ποὺ τὸν ἔστειλε πάλι ἐκεῖ θὰ πάει.
Στὴν πεδιάδα ἔφτασε τότε στὴν Μαντινεία, τὰ πόδια του ἐπόναγαν ἀπ᾿ τὴν πεζοπορία.
Πάλι ἐπιτέθηκε ὁ ἐχθρὸς καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει, ἄφησε κόσμου τὰ καλὰ στὴν ἔρημο γυρίζει.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ στιγμὴ ἦρθε στὸ λογικό του, καὶ διάβασα Ἁγία Γραφὴ στὸ Εὐαγγέλιο του.
Ματθαίου Εὐαγγελιστὴ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ γράφει σὲ περικοπὲς ζωῆς τῆς αἰωνίου.
«Τὶ ὠφελήσει ἄνθρωπον τὸν κόσμον ἂν κερδίσει, ἄν δὲν φροντίσει τὴν ψυχὴν καὶ δὲν μετανοήσει;»
Καὶ ἄλλα πολλὰ ἐδιάβασε σὲ γραφικὰ χωρία, ποὺ γράφει ν᾿ ἀπολαύσωμεν ζωὴν τὴν αἰωνία.
Τότε συγκινήθηκε καὶ ἐδάκρυσαν τὰ μάτια, καὶ ἔβλεπε μὲ τὴν ψυχὴ, τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Ἔλεγε τότε κατὰ νοῦ νὰ σώσῃ τὴν ψυχήν του, νὰ εἶναι πάντα στὸν Θεὸ, αἰώνια μαζί του.
Μὰ ἦταν ἡ φροντίδα του ἔργα καλὰ νὰ κάνει, νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἀμάραντο στεφάνι.
Ἁγία Λαύρα πήγαινε καὶ Σπήλαιον Μεγάλο,
τὸν δρόμο δὲν ἐγνώριζε, ρώτησε κάποιον ἄλλο.
Γιὰ δυὸ μέρες ἔμεινε εἰς τὴν Ἁγία Λαύρα,
καὶ πῆγε Μέγα Σπήλαιον ὁλόκληρη ἑβδομάδα.
Στὴν Πάτρα ἀναχώρησε πνευματικὸν πατέρα,
Εὐσέβειο Ματθαιόπουλο βρῆκε ἐκεῖ πέρα.
Σ᾿ αὐτὸν ξομολογήθηκε, τοῦ ᾿πε στὸ πατρικό του,
νὰ ἐπιστρέψει παρ᾿ εὐθὺς στὸ σπίτι τῶν γονιῶν μου.
Καὶ ὅταν τελειώσῃ τὸ στρατὸ ποὺ θὰ ὑπηρετήσει,
τότε θὰ ᾿ναι ἐλεύθερος Χριστὸ ν᾿ ἀκολουθήσει.
Καὶ ἔκανε ὑπακοὴ εἰς τὸν πνευματικό του,
ἀπὸ τὴν Πάτρα ἔφυγε ἐπήγε στὸ χωριό του.
Ἦταν βραδιὰ πανσέληνος πεζὸς περιπατοῦσε,
ἀπὸ τὴν Πάτρα φεύγοντας Θεὸν ὑμνολογοῦσε.
Στὴν Παναγιὰ ἔψαλλε ὠδὴν Τιμιότερα,
τῶν Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ ὑπερενδοξοτέρα.
Ἡ νύκτα εἶχε Πανσέληνο καὶ ἔφεγγε σὰν μέρα,
καὶ νεανία προσπερνᾶ ἐρχόνον ἀπὸ πέρα.
Νόμιζε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει,
ἀλλὰ τὸν πρόλαβε αὐτὸς προτοῦ νὰ τοῦ μιλήσει.
Τοῦ λέγει «ψάλλεις, ψάλλεις, καλὰ κάμνεις»
ἀμέσως ἐσυνέχισε ὁ ἴδιος ὁμιλία,
τοῦ εἶπε ὅτι ἤτανε «παιδὶ τῆς Παναγίας».
Λίγο μακρὰν τὸν κοίταζε ποὺ ἤτανε στὴν ἄκρη,
τὸν ἑαυτό του ἠσθάνθηκε ἀμέσως ἐταράχθη.
Κάνει σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἄφαντος εἶχε γίνει,
Χάρις Θεοῦ τὸν φύλαξε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τῆς Παναγίας ἦταν παιδὶ τοῦ ᾿πε γιὰ νὰ πιστεύσει, προσκύνηση ἐγύρευε εὐθὺς νὰ τὸν πλανεύσει.
Μὲ τὸ σταυρὸ ποὺ ἔκανε ἔφυγε ἀπὸ ἐμπρός του, καὶ μὲ χαρὰ ἐβάδιζε γιὰ τὸν προορισμό του.
Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του πῆραν χαρὰ μεγάλη, ὅταν τὸν εἶδαν οἱ γονεῖς στὴν δικήν τους ἀγκάλη.
Ἀρρώστησε ἡ μητέρα του κόντεψε ν᾿ ἀποθάνει, τὴν Παναγιὰ παρακαλεῖ εὐθὺς καλὰ τὴν κάνει.
Σὲ ἕνα ἔτος ἔφυγε στὴν Πάτρα μεταβαίνει, δοκιμασία ἔπαθε καὶ λίγο ἀρρωσταίνει.
Τὸν πολεμᾷ ὁ σατανὰς τοῦ δίνει ἀπελπισία, ποὺ τὰ καλά του ἄφησε καὶ εἶχε δυστυχία.
Ὕπαγε πίσω σατανὰ τοῦ λέγει μὲ ἀνδρεία, στ᾿ Ἁγίου Ἀνδρέα ἔτρεξε τότε τὴν ἐκκλησία.
Βλέπει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἰς τὴν Ὡραία πύλη, ποὺ προσευχότανε θερμὰ τὰ θεϊκά του χείλη.
Πρὶν ἀνεβεὶ εἰς τὸν σταυρὸν θερμὰ εἰς τὸν πατέρα, τὴν προσευχή του ἔκανε πρὶν τῶν παθῶν ἡμέρα.
Ὁ Κωνσταντῖνος χάρηκε, πῆρε παρηγορία, τὴν στενοχώρια ἔδιωξε καὶ εἶχε ἠρεμία.
Τὸν ἐβοήθησε ὁ Θεὸς καὶ βρῆκε ἐργασία, τροφὴ εἶχε καὶ σκεπάσματα μέσα στὴν κατοικία.
Σὲ ἕνα ἔτος ἔφυγε καὶ πῆγε στρατιώτης, στῶν Ἀθηνῶν τὸ ἱππικὸ ἦταν ἱππέας πρώτης.
Τότε λοχίας ἔγινε τοῦ δώσανε ἀξία, καὶ στὸ γραφεῖα ὑπασπιστοῦ εἶχε ὑπηρεσία.
Ἔμεινε τότε στὸ στρατὸ περίπου δυὸ χρόνια, πήγαινε στὰ κηρύγματα ἄκουγε λόγια αἰώνια.
Πήγαινε στοῦ παπᾶ Πλανᾷ τότε τὴν ἐκκλησία, δυὸ σεβαστοὺς καθηγητὰς εἶχε σὲ γνωριμία.
Παπαδιαμάντη Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Μωραϊτίδη, γνήσια τέκνα τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐκκλησιᾶς στολίδι.
Σὰν ἀηδόνια ἔψαλλαν σὲ κάθε λειτουργία, τελείωσε στρατιωτικὸ εὐθὺς ἐν συνεχείᾳ, καὶ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ἦταν στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τότε εἶχε ἀρρωστήσει, μὲ προθυμία τὸ Χριστὸ θέλει νὰ ὑπηρετήσει.
Ἡ γνώμη σου εἶναι καλή, ὁ Ἅγιος ἀπαντοῦσε, στὴ νῆσο Πάρο εἶναι μονὴ ἐκεῖ νὰ κατοικοῦσε.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπέμενε μὲ δίχως ἄλλο ὅρο, ὡς μοναχὸς τοῦ ἄρεσε νὰ ᾿ναι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα, στὴν Πάρο Ἱερὰ Μονὴ λέγεται Λογγοβάρδα.
Γράφει ὁ Πατὴρ Φιλόθεος μὲ τὸ δικό του χέρι, ὅλη τὴν ἱστορία του ὁ κόσμος νὰ τὴν ξέρει.
Μὲ ἕνα του φίλο ξεκινᾷ ἀπὸ Πειραιὰ λιμάνι, δυὸ μέρες ἐταξίδευαν Θεσσαλονίκη φτάνει.
Τὴν πόλι αὐτοὶ τὴν εἴχανε Τοῦρκοι στὴν κατοχή τους, καὶ ἄκουγαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν διαταγή τους.
Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου εἴχανε εὐλαβεία, πήγανε προσκυνήσανε τὰ λείψανα τὰ θεῖα.
Τὸ ἴδιο βράδυ μείνανε εἰς τὸ ξενοδοχεῖο, τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ πήγανε τελωνεῖο.
Τὴν ἐπομένη τὸ πρωὶ θὰ ἔφευγε τὸ πλοῖο, καὶ θὰ ἐταξιδεύανε τὸ Ὄρος τὸ Ἁγίο.
Ὅμως τὸ ἀπαγόρευσαν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἀνθρώπους, γιατὶ τοὺς ἐθεώρησαν αὐτοὶ γιὰ κατασκόπους.
Δὲν πίστευαν στὰ λόγια τους οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐτότες, ἔμειναν σὲ ἐπιτήρηση ἀπὸ τούρκους στρατιῶτες.
Πῆγε τότε στὸν πασὰ καὶ τοῦ παραπόνεθη, δὲν ἄκουσε τὰ λόγια του καὶ ἔνοχος ἐβρέθη.
Καὶ συνοδεία τὸν ἔστειλε μὲ ἕνα στρατιώτη, ἐκεῖ θὰ μὲ ντουφέκιζαν εἰς τὴν γραμμὴ τὴν πρώτη.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τότε θαῦμα, καὶ τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Μετὰ δυὸ ἔτῃ ἔμαθε γιὰ ἀπελευθέρωσή του, ὁ Ἅγιος Δημήτριος γλίτωσε τὴ ζωή του.
Νύκτα κοιμόταν ὁ πασὰς ἐφάνηκε ἐμπρός του, καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἰς τὸ δωμάτιον του.
Ντυμένος στρατιωτικά, στολὴ τοῦ στρατηλάτη, μὲ βλέμμα τότε αὐστηρὸ λέγει τοῦ πασᾶ κάτι.
Τὸν νέον ἀπ᾿ τὸ θάνατο νὰ τὸν ἐλευθερώσῃς, καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀσφαλῶς νὰ τὸν κατευοδώσῃς.
Ἀπὸ ἕνα φίλο του γνωστό, πληροφορίες πῆρε, τὸν Ἅγιον Δημήτριον θεώρησε σωτήρα.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τοῦ ᾿πε θὰ καταλήξει, στὴ Λογγοβάρδα τὴ μονὴ ἰσόβια νὰ ζήσει.
Καὶ ἔκανε ὑπακοὴ εἰς τὸν πνευματικόν του, καὶ ποτὲ δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τὸ δικό του.
Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τότε ἐμιμήθει, ἦταν πιστὸς καὶ ταπεινὸς ὠσότου ἐκοιμήθη.
Ταξίδευψε στὸ Πειραιὰ κατόπιν γιὰ τὴ Σύρο, Κυκλαδονήσια ἔβλεπε ποὺ ἤτανε τριγύρω.
Ναὸν Ἑκατονταπυλιανὴς βλέπει στὴ νῆσο Πάρος, ἡ ψυχή του ἀγάλιασε πῆρε μεγάλο θάρρος.
Κάνει σταυρὸ προσεύχεται στὴν Παναγιὰ μητέρα, νὰ μᾶς σκεπάζει ἡ χάρις της τὴ νύκτα καὶ ἡμέρα.
«Δέξε με τὸν ἀνάξιο στὸν τόπο αὐτὸ νὰ μείνω, ὠφέλιμος στοὺς χριστιανοὺς καὶ ἑαυτὸν νὰ γίνω».
Στὴν Λογγοβάρδα βάδιζε βρῆκε τὸ μοναστήρι, εὑρῆκε τὸν Ἡγούμενο καὶ ἄλλους καλογήρους.
«Παρακαλῶ Ἡγούμενε ἐδῶ νὰ μὲ κρατήσεις, μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς νὰ μὲ ἀπαριθμήσεις».
Ἡγούμενος καὶ μοναχοὶ πῆραν χαρὰ μεγάλη, εἰς τὴ Μονὴ μὲ δέχτηκαν σὰν μητρικὴ ἀγκάλη.
Ὡς δόκιμος ἐκάθησα στὴν ἀδελφότητά τους, πολὺ εὐχαριστήθηκα στὴ θεία συντροφιά τους.
Τὸ χίλια ἐννιακόσια ἑπτὰ τριάντα Δεκεμβρίου, χειροτονήθη Διάκονος ὑπὸ Ἀρχιεπισκόπου Γρηγορίου.
Σὰν τρία χρόνια πέρασαν τὴν ἄδειά του παίρνει, στὸ περιβόλι τῆς Παναγιᾶς χαρούμενος διαβαίνει.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα ἔφυγε πῆγε Θεσσαλονίκη, Δάφνης λιμένα ἔφτασε μὲ ὅλο τὸ τσιφλίκι.
Χαρὰν μεγάλη αἰσθάνθηκε ἀπ᾿ τὴν περιοδεία, ἀφοῦ τὸ περιβόλι της φρουρεῖ ἡ Παναγία.
Γύρισε ὅλες τὶς μονές, καλύβες καὶ κονάκια, εἶδε Ἁγίους γέροντας, νέους καὶ γεροντάκια.
Τὸ πλοῖον ἀναχώρησε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ Τούρκους πάλι ἤρθανε σὰν πεινασμένοι λύκοι.
Στὸν Ἅγιο Δημήτριο πῆγε νὰ προσκυνήσει, τὸν εἶδαν καὶ κατάσκοπο ἔχουν χαρακτηρίσει.
Στὸ τελωνεῖο ἔφτασε ἐκεῖ τὸν συλλαμβάνουν, καὶ σὲ συρματοπλέγματα ἀμέσως τὸνε βάνουν.
Ὅσους ἐκεῖ ἐμάζευαν ἄλλους τοὺς ἐκτελοῦσαν, γιὰ ποιὰ αἰτία καὶ γιατὶ τίποτα δὲ ρωτοῦσαν.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τὸν ἐλευθερώνει πάλι, ἐπλήρωσε ἕνα ἄνθρωπο καὶ πῆγε στ᾿ ἀκρογιάλι.
Τὸ πλοῖο ἀναχώρησε εὐθὺς γιὰ τὸν Περαῖα, τὸν Ἅγιο εὐχαρίστησε ποὺ πέρασε ὡραία.
Σὰν ἀποβιβαστήκανε εὐθὺς τὴν ἴδια μέρα, τὸν Ἅγιο Νεκτάριο ἐσκέφτηκε πατέρα.
Ἔμαθε πὼς στὴν Αἴγινα εἶχε ἀναχωρήσει, καὶ τὴν Ριζάριο σχολὴ τὴν εἶχε παρατήσει.
Ἐμπῆκε στὸ πλοιάριο στὴ Αἴγινα πηγαίνει, μία ἡ ὥρα καὶ μισὴ εἰς τὴ μονὴ προφταίνει.
Ὁ ἥλιος ἦταν φλογερὸς γιατὶ ἦταν καλοκαίρι, καὶ βλέπει ἕνα γέροντα ράσο παλαιὸ νὰ φέρει.
Στὴν ζώνη ράσο πενιχρὸ καὶ ψάθινο καπέλο, γιὰ τὸ δεσπότη τὸν ρωτᾶ, «εἶναι ἐδῶ; τὸν θέλω.
Ἕνα πνευματικὸ παιδὶ ἦρθε καὶ τὸν ζητάει», εὐλογημένο τοῦ ἀπαντᾷ, φεύγει καὶ περπατάει.
Σὰν πέρασαν πέντε λεπτὰ ὁ ἴδιος ἐπιστρέφει, τὸν νόμισε γιὰ μοναχὸ, δὲν φέρθηκε ὡς πρέπει.
Ἔμεινε τότε ἄφωνος, τοῦ ζήτησε συγγνώμη, γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν κακήν του γνώμη.
Πραότατος καὶ ταπεινὸς εὐθὺς τὸν συγχωράει, καὶ στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς τονὲ καθοδηγάει.
Εἶπε γιὰ ὑπερηφάνεια, τὴ συμβουλή του δίνει, ἀμέσως τοῦ ὑπέδειξε τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἡ ἁμαρτία ἀντίστοιχα πρέπει νὰ πολεμεῖται,
καὶ τότε ἀπ᾿ τὴν ἀρετὴ ἀμέσως θὰ νικεῖται.
Κατάκριση, καταλαλιὰ μὲ τὴν αὐτομεμψία,
καὶ ἡ σιωπὴ ἀντίστοιχα μὲ τὴν πολυλογία.
Τὴν ἀσπλαχνία τὴν νικᾷ ἡ ἐλεημοσύνη,
πορνεῖα καὶ ἀσέλγεια τῆς κολάσεως καμίνι.
Ποτὲ μὴν κάνεις τὸ κακὸ κάνε ἀγαθοεργία,
ἀντὶ τοῦ φθόνου νὰ ἀγαπᾷς μὲ καθαρὰν καρδία.
Μετάνοια καὶ προσευχὴ νὰ ᾿χουμε κάθε μέρα,
γιὰ νὰ εὐχαριστήσομεν οὐράνιο πατέρα.
Ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ μὲ ταπεινοφροσύνη,
μακροθυμία καὶ πραότητα Θεὸς νὰ μᾶς τὴ δίνει.
Μὲ ὅλην ψυχὴν καὶ μὲ καρδιὰν Θεὸν νὰ ἀγαπάμε,
καὶ τὸν πλησίον ἄνθρωπον ποτὲ νὰ μὴν μισάμε.
Καὶ τὴν ὑπερηφάνεια νὰ τὴν μισοῦμε ὅλοι,
γιατὶ ἔργο εἶναι τοῦ σατανᾶ καὶ χαίρονται οἱ διαβόλοι.
Νὰ ἔχουμε πραότητα καὶ καθαρὰ καρδιά,
Νὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ Θεοῦ τὴν ἄνω βασιλεία.
Νὰ μάθομεν πραότητα Χριστοῦ ταπεινοσύνη,
Εἰς τὰς ψυχὰς ἀνάπαυση, ἀγάπη, καλοσύνη.
«διὰ νὰ ἔχομεν ἀνάπαυση εἰς τὰ ψυχᾶς ἡμῶν»
«Καὶ ὅταν πάντα ποιήσετε νὰ λέγητε
ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι ἐσμὲ καὶ ὥ ὀφειλόμεν
Ποιήσαι πεποιήκαμεν»
Ὅλες αὐτὲς οἱ συμβουλὲς ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο πνευματικὸ πατέρα.
Ὦ! Ἅγιε Νεκτάριε πνευματικὲ πατέρα,
προσεύχου πάντοτε γιὰ μᾶς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα!
Ἔλαβες χάρισμα Θεοῦ τ᾿ ἅγια λείψανα σου, καθημερνῶς θαυματουργοῦν στ᾿ ἁμαρτωλὰ παιδιά σου.
Νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεὸς τὴ θεία εὐλογία, Καὶ νὰ κληρονομήσομεν ζωὴν τὴν αἰωνία.
ΟΦΙΚΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ Π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἔτος 1912 ἔλαβε τότε τὸν βαθμὸ τῆς Ἱεροσύνης,
ἀπὸ Τριφυλίας δέσποτα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Σὰν ἕνα ἔτος πέρασε ἦρθε τὸ δεκατρία,
ἀρχιμανδρίτης ἔγινε γιὰ τὴν Παροναξία.
Ἦταν Ἱερόθεος τότε μητροπολίτης,
Παροναξίας ποὺ τὸν ἔκανε αὐτὸς ἀρχιμανδρίτη.
Ἄρχισα νὰ ἐξομολογεῖ χριστιανοὺς ἀνθρώπους,
καὶ κήρυττε λόγον Θεοῦ σὲ διαφόρους τόπους.
Πῆγε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὶς Κυκλάδες νῆσοι,
ἄκουγαν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ εἶχαν μετανοήσει.
Κατόπιν ἐσυνέχισε σὲ ἄλλο του ταξίδι,
Σύρο καὶ Τῆνο ἐκύρηξε, Δελφοὺς καὶ Γαλαξίδι.
Ἐξομολογοῦσε, κύρηττε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα,
«ἔμμετρα» μόνο γράφονται σὲ τούτη τὴ φυλλάδα.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΕΙΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ - ΣΙΝΑ - ΑΙΓΥΠΤΟ
Τὸ 1924 κάνει περιοδεία,
Ἁγίους τόπους καὶ Σινά, Αἴγυπτο, Ἀραβία.
Ἐκύρηξε λόγον Θεοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
Κρήτη καὶ Ἀλεξάνδρεια, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγραψε μὲ τὸ δικό του χέρι,
ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ κόσμος νὰ τὰ ξέρει.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν Βηθλεὲμ μὰ καὶ στὴ Βηθανία,
ποὺ ἔκλεγε τὸ Λάζαρο, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία.
Πῆγε στὸ Σαραντάριον μὰ καὶ στὸν Ἰορδάνη,
ποὺ ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.
Μὲ λίγα λόγια γύρισε ὅλους τοὺς ἁγίους τόπους,
μὲ πίστι καὶ κατάνυξι, σὰν τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους.
Μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς στοῦ Γολγοθὰ τὸν τόπο,
συγκίνησε ὅλες τὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν ἀνθρώπων.
Γιατὶ αἰσθάνετο βαθειὰ ὅτι ὁ Κύριος μας,
ἀθῶος ἐσταυρώθηκε γιὰ σφάλματα δικά σας.
Μὲ πίστι καὶ συγκίνησι σ᾿ ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖνα,
καὶ στὸ Σινὰ προσκύνησε Ἁγία Κατερίνα.
Τρεῖς χιλιάδες ἑκατὸ ἀνέβη σκαλοπάτια,
πάνω στὸ Ὄρος τοῦ Σινὰ τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Ἐκεῖ προφήτης Μωυσῆς μὲ δέος ἀνεβαίνει,
καὶ ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ δέκα ἐντολὲς παίρνει.
Εἰς τὴν ἁγία κορυφὴν Θεοῦ τὰ μεγαλεῖα,
ἐκεῖ ἤτανε καὶ ἐμιλησε μὲ τὸν προφήτη Ἠλία.
Ἐπῆγε καὶ στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκητὲς ἐζοῦσαν,
μὲ ἀγώνα τους πνευματικὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσαν.
Ἔγραψε καὶ ἐπιστολὲς στὸ Πάριο μοναστήρι, γιὰ νὰ χαροῦν Ἡγούμενος μαζὶ καὶ καλόγηροι.
Ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστὸ κάνει περιοδεία, σὲ ὅλα τὰ κηρύγματα ἔλεγε λόγια θεία.
Τὸν Ἅγιο Νεκτάριο πνευματικὸ πατέρα, εἶχε ὁ π. Φιλόθεος σύμβουλο κάθε μέρα.
Σὰν μέλισσα πνευματικὴ γέμιζε τὴν κυψέλη, λόγια Θεοῦ γιὰ τὶς ψυχὲς καλύτερα ἀπ᾿ τὸ μέλι.
Ἐπέστρεψε ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα, στὸ Ἅγιον Ὄρος πέταξε σὰ νὰ ᾿ταν Καρδερίνα.
Τὶς σκῆτες ὅλες γύρισε, καλύβια, μοναστήρια, γνώρισε ἁγίους ἀσκητές, πατέρες, καλογήρια.
Ἀπὸ Ἁγίου Ὄρους ἔκανε τότε περιοδεία, Θεσσαλονίκη κήρυξε, στὸ Βόλο, Θεσσαλία.
Ἐπῆγε εἰς τὴν Κέρκυρα στὸ γύρισμα τοῦ χρόνου, καὶ στὸ ναὸ λειτούργησε τ᾿ Ἁγίου Σπυριδώνου.
Πῆγε στὸ Μέγα Σπήλαιον καὶ στὴν Ἁγία Λαύρα, Κεφαλληνία, Ζάκυνθο καὶ Δυτικὴ Ἑλλάδα.
Προσκύνησε τὰ λείψανα τῶν τοπικῶν ἁγίων, καὶ ἐγινόταν μιμητὴς στὸν ἰδικόν του βιόν.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη πῆγε περιοδεία, νὰ προσκυνήσει ἤθελε ναὸ τῆς Παναγίας.
Ἐχάρη ποὺ προσκύνησε ναὸν τῆς Ζωοδόχου, τῆς Παναγίας μας μητρὸς Θεοῦ τοῦ Θεανθρώπου.
Ἐκύρηξε λόγον Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὅταν ἐτελειωσε ἦρθε στὴν Λογγοβάρδα.
ΟΙ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ ΤΟΥ
Ἦταν πολὺ πονόψυχος, εἶχε πολλὴ ἀγάπη, πολλοὺς πεινώντας ἔθρεψε καὶ ψυχικά τους πάθη.
Ἦταν καιρὸς τῆς κατοχῆς καὶ ἦρθε δυστυχία, ἀπέθαιναν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀσιτία.
Λίγο καλαμποκάλευρο τὸ ζύμωναν, τὸ ἔκαναν μπομπότα, ἔτρωγαν λίγα ὄσπρια καὶ ἀπ᾿ τοὺς ἀγροὺς τὰ χόρτα.
Ἡ πείνα ἦταν γενική, ἔφτασε καὶ στὴν Πάρο, ποὺ μὲ τὰ μάτια ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τὸ χάρο.
Καὶ ὁ Πατὴρ Φιλόθεος Ἡγούμενος ἐτότες, ἐκάλεσε τοὺς μοναχοὺς ἄξιους στρατιῶτες.
Συσσίτιο νὰ γίνεται ὅλη τὴν ἑβδομάδα, νὰ τρέφονται ὅσοι πεινοῦν Μονὴ τὴ Λογγοβάρδα.
Πήγαιναν ἐκεῖ πτωχοὶ καὶ πλούσιοι ἀκόμα, γιατὶ δὲν εἴχανε τροφὲς νὰ βάλουνε στὸ στόμα.
Ἡγούμενος καὶ μοναχοὶ μ᾿ ἀγάπη, καλοσύνη, μὲ προθυμία ἔκαναν τὴν ἐλεημοσύνη.
Ἄτομα θὰ ἀπέθνησκαν τὰ χίλια πεντακόσια, ἀφοῦ δὲν εἴχανε τροφές, ἦταν ἄχρηστα τὰ γρόσια.
Ἰταλοὶ καὶ οἱ Γερμανοὶ ἦσαν στὰ Κυκλαδονήσια, σ᾿ ἀνθρώπους ἤτανε σκληροὶ δίχως καμιὰ βοήθεια.
Τοὺς ἔπαιρναν τὰ ζῷα τους καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους, τὰ ἔσφαζαν συσσίτιο γιὰ τὰ στρατεύματα τους.
Ὁ γράφων αὐτὰ τὰ ἔζησε καὶ εἶναι ὅλα ἀλήθεια, ποὺ καὶ στὴ Νάξο τὰ εἴδαμε, δὲν εἶναι παραμύθια.
Θὰ περιγράψω γεγονὸς ποὺ ἔγινε στὴν Πάρο, ὅταν νέος δὲν ἐπρόδωσε τὸν ἔστειλαν στὸ χάρο.
1944 14ην Μαΐου
ἔφτασε ὑποβρύχιο ὅρμο Πίσω Λιβαδίου.
Καὶ στὸ τσιμπίδο ἔφτασαν ἐγγλέζοι στρατιῶτες,
σκότωσαν δυὸ γερμανοὺς καὶ ἔφυγαν ἐτότες.
Πῆγαν στὸ ὑποβρύχιο καλώδιο κομμένο,
δικό τους ὑπολοχαγὸ εἶδαν τραυματισμένο.
Στὸ δρόμο τους συνάντησαν ἀγόρι νεανία,
τὸν νόμισαν γιὰ ἔνοχο καὶ εἶχαν ὑποψία.
Ἀφοῦ τὸν ἀπαγχόνισαν σὲ ξύλο τὸν κρεμνοῦνε,
στὴν Πάρο ὅλη ν᾿ ἀκουστεῖ καὶ νὰ τοὺς φοβηθοῦνε.
Καὶ ἀμέσως ὁ διοικητὴς βγάζει διαταγή του,
εἰς τοὺς προέδρους τοῦ νησιοῦ μὲ ἐντολὴ δική του.
Νὰ ἐκτελέσει ἔλεγε σὰν νὰ ᾿τανε κριάρια,
ἑκατὸν εἴκοσι πέντε νεαροὺς ποὺ ἦταν παλικάρια.
Σὰν ἄκουσαν οἱ Παριανοὶ τέτοια πληροφορία,
φόβος καὶ τρόμος ἔπιασε ἀνθρώπων τὴν καρδία.
Ἄλλος θὰ ἔχανε ἀδελφὸ καὶ ἄλλος τὸ παιδί του,
Διοικητὴς δὲν πείθεται εἰς τὴν ἀπόφαση του.
Σύμβουλοι οἱ πρόεδροι μὲ ἰατρὸ Ἀλιμπράντη,
καὶ ἡγούμενο πάτερ Φιλόθεο συζήτησαν τὸ βράδυ.
Στὸν γέροντα Φιλόθεο εἶπαν νὰ μεσιτεύσει,
τὸ Διοικητὴ τὸ Γερμανὸ εἰς τὴ Μονὴ φιλεύσει.
Τὸν κάλεσε ὁ γέροντας διὰ φιλοξενία,
καὶ τότε Θαῦμα ἔκανε μέγα ἡ Παναγία.
1944 23 Ἰουλίου
ὁ διοικητὴς ἐπίσκεψη κάνει Μοναστηρίου.
Στὸ ὕφος ἦταν ἄγριος ὅλο τὸ πρόσωπο του,
ὁ Ἡγούμενος τὸν μέρεψε μὲ τρόπον ἰδικόν του.
Ὑπεδέχθη μὲ χαρὰ καὶ μὲ περιποιήσεις, τὸ Γερμανὸ διοικητὴ καὶ συνοδοὺς ἐπίσης.
Μαλάκωσε ὁλοτελῶς τότε τὸ πρόσωπό του, ἅγιο ἄνθρωπο Θεοῦ ποὺ ἔβλεπε ἐμπρός του.
Ἐσκέπτετε ὁ Ἡγούμενος νὰ τὸν παρακαλέσει, διαταγὴ ποὺ ἔβγαλε εὐθὺς νὰ ἀναιρέσει.
Ἐπῆγε στὸν ἑσπερινὸ μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁ Γερμανὸς διοικητὴς καὶ ἡ ἀκολουθία.
Πολὺ εὐχαριστήθηκε ὁ Γερμανὸς ἐτότες, ἀκολουθία ἄκουσαν καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες.
Σὰν βράδιασε ἑτοιμάστηκαν γιὰ ἀναχώρησή τους, καὶ μὲ χαρὰ ἐξέφραζαν τὴν εὐχαρίστησή τους.
Θαῦμα μεγάλο ἔκανε τότε ἡ Παναγία, ποὺ, ὅλο τὸν κόσμο ἀγαπᾷ ἀπὸ φιλανθρωπία.
Ὁ Γερμανὸς στὸ γέροντα γιὰ νὰ εὐχαριστήσει, τοῦ ᾿πε ἂν θέλει κάποτε χάρι νὰ τοῦ ζητήσει.
Καὶ ὁ Πατὴρ Φιλόθεος ἐβρῆκε εὐκαιρία, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ πρῶτα στὴν Παναγία.
Τοῦ εἶπε νὰ ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἐκπληρώσῃ, τὴ χάρι ποὺ θὰ τοῦ εἰπεῖ νὰ μὴν τὴν ἀκυρώσῃ.
Ἀμέσως ὁ διοικητὴς τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι, ὅ,τι Ἡγούμενος ζητεῖ ἀμέσως νὰ προσφέρει.
Τοῦ λέγει τὴν ἀπόφαση νέους νὰ θανατώσῃ, εἶναι ἀθώα τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὴν ἀκυρώσῃ.
Ἀρνήθηκε ὁ διοικητὴς ἀπάντηση νὰ δώσῃ, ἄν καὶ τὸ ὑποσχέθηκε, τὸ εἶχε μετανιώσει.
Τότε ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας μέσῳ διερμηνέα, μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ αὐτὰ νὰ γράψεις καὶ ἐμένα.
Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς τότε συγκινημένος,
«νέους ἀφήνω ζωντανοὺς, νὰ ᾿σαι εὐχαριστημένος».
Καὶ ἔφυγαν οἱ Γερμανοὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
καὶ μείνανε χαρούμενοι κόσμος καὶ καλογήροι.
Τὸ θαῦμα ὅπως γράφουμε ἔκανε ἡ Παναγία,
καὶ οἱ Παριανοὶ δὲν ἔδειξαν τότε ἀχαριστία.
Καὶ κάθε χρόνο πάντοτε 23 Ἰουλίου,
στὴ Λογγοβάρδα τρέχουνε διὰ θαύματος ἁγίου.
Ἔσωσε ἀπ᾿ τὸ θάνατο ἀθώα παλικάρια,
θὰ τὰ ᾿σφαζαν οἱ Γερμανοὶ σὰ ρίφια καὶ κριάρια.
Οἱ Παριανοὶ μαζεύονται ὅλοι τὸ μοναστήρι,
στῆς Λογγοβᾶρδας τὴ μονὴ γίνεται πανηγύρι.
Ἄοκνος πάντα ὁ γέροντας κάνη περιοδεία,
Κυκλαδονήσια κήρυττε καὶ στὴν Παροναξία.
Ὁσιακὸν τὸ τέλος του εἰς τὶς 8 Μαΐου,
1980 παρέδωσε ψυχὴν ἁγίου καθαρὴ εἰς χεῖρας τοῦ Κυρίου.
Εἰς τὴν Μονὴ τὰ Θαψανὰ λείψανο τοῦ ὁσίου,
καθημερνῶς θαυματουργεῖ πρὸς δόξα τοῦ Κυρίου.
Οἱ μοναχὲς τὸ ἔχουνε ὡς φυλακτήριόν τους,
καὶ τὰ πνευματικὰ παιδιὰ πιστὸ διδάσκαλό τους.
IJ
ΟΜΙΛΙΑΙ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ
Ἔγραψε πολλὲς ἐπιστολὲς σὲ ὅλο του τὸ βιό, γιὰ νὰ γραφτοῦν χρειάζονται πολύτομο βιβλίο.
Μὰ καὶ οἱ νουθεσίες του πάρα πολλὲς ἀκόμα, ποὺ ἔλεγε καθημερνῶς τὸ Ἅγιο τοῦ στόμα.
Ἔστελνε λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ Λογγοβάρδα, παντοῦ στὸ ἐξωτερικὸ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Ἄοκνος σὰν τὴ μέλισσα ὅπου συλλέγει μέλι, ἔκανε τὸ κελάκι του πνευματικῆ κυψέλη.
Ἐπιστολὲς τῶν τέκνων του διάβαζε καὶ ἀπαντοῦσε, τοὺς ἄρρωστους καὶ ἀνήμπορους τοὺς παρηγοροῦσε.
Ἔγραφε ἤ ἐδιάβαζε τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα, σὰν τὸ τσομπάνη τὸ βοσκὸ ποὺ παίζει τὴ φλογέρα.
Τὰ λογικά του πρόβατα πρόσεχε μὴν τ᾿ ἁρπάξει, ὁ λύκος ὁ παμπόνηρος καὶ τὰ κατασπαράξει.
Γυναίκα εἶχε δαιμόνιο πολὺ τὴν τυραννοῦσε, ἑπτὰ ὧρες ὁλόκληρες τὴν ἐξομολογοῦσε.
Διάβαζε ἐξορκισμοὺς ὁ δαίμονας δὲ βγαίνει, εἶχε φωλιάσει μέσα της μὲ πεῖσμα ἐπιμένει.
Ἔβριζε καὶ τὸν Γέροντα τὸν ἔλεγε «Ζερβάκο»᾿, ποὺ τὴν ψυχὴ τῆς χριστιανῆς τὴν εἶχε μὲς τὸ λάκκο.
Δυὸ ἐργασίες ὁ γέροντας τότε ἐπολεμοῦσε, ἐπιτιμοῦσε δαίμονα καὶ ἐξομολογοῦσε.
Νίκησε τὸ σατανὰ μὲ τοῦ Θεου τὴ χάρι, ἀπ᾿ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ τὴν ψυχὴ εἶχε πάρει.
Ἡ γυναίκα ἐλευθερώθηκε καὶ τὸ Θεὸ δοξάζει,
τὴν τυραννοῦσε ὁ σατανὰς καὶ τώρα ἡσυχάζει.
Σὰν ἐρωτοῦσες τὸ γέροντα γιὰ κάθε ἁμαρτία,
ἀπάντηση ἔδινε σωστὴ, ἔλυνε τὴν ἀπορία.
Γιὰ τὴν ἐξομολόγηση τοῦ ᾿πε κάποιο παιδί του,
καὶ ἀπορία ἔλυσε μὲ τὴν ἀπάντησή του.
Κάποτε ἕνας νεαρὸς ἔβοσκε πρόβατά του,
καὶ ἐξάδελφός του, βρέθηκε ἐκεῖ κοντά του.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ ᾿λεγε νὰ πάει εἶχε ἀποφασίσει,
καὶ τοῦ ᾿πε ἐὰν ἤθελε νὰ τὸν ἀκολουθήσει.
Δέχτηκε ὁ ξάδελφος καὶ πήγαινε ἀντάμα,
τὸν κάλεσε γιὰ συντροφιὰ καὶ γιὰ σπουδῆς τὸ πράγμα.
Τοῦ εἶπε: σὰν φτάσουμε ἐκεῖ θὰ ἐξομολογηθοῦμε,
ὅσες ἁμαρτίες ἔχουμε εἰς τὸν παπᾶ θὰ ποῦμε.
Ἐδέχθηκε τὴν πρόταση καὶ ἔφτασαν εὐθεία,
εὐρήκανε πνευματικὸ μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ὁ πρῶτος μπῆκε θαρρετὰ καὶ ἐξομολογήθη,
καὶ μὲ χαρὰ μὲ τὸν ξάδελφο πάλι ἐσυναντήθη.
Τοῦ λέγει πήγαινε καὶ σὺ νὰ πεῖς τὰ κρίματά σου,
νὰ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὰ ἁμαρτήματά σου.
Δὲν εἶχε ἐξομολογηθεῖ ποτὲ εἰς τὴ ζωή του,
οἱ ἁμαρτίες εἶν᾿ πολλὲς, ἐμαύριζε ἡ ψυχή του.
Ὅταν ξομολογήθηκε τὸν Ἱερέα ἐρωτοῦσε,
ἄν ἤτανε εὐπρόσδεκτος διὰ νὰ κοινωνοῦσε.
Ὁ Ἱερέας ἀπαντᾷ ὅτι γιὰ νὰ κοινωνήσει,
χίλιες μετάνοιες θὰ ᾿κανε ἁμάρτημα νὰ σβήσει.
Βαρὺ τοῦ ἐφάνη τοῦ βοσκοῦ τοῦ πάτερ ὁ κανόνας,
νόμιζε πὼς τὸν ἔπιασε βαρύτατος χειμώνας.
Τὸν ἐρωτᾶ ὁ ἐξάδελφος ἐὰν θὰ κοινωνήσει, τοῦ ᾿πε θὰ πάει στὸ βουνὸ πρόβατα νὰ βοσκήσει.
Σὲ δεύτερο πνευματικὸ καὶ ἐκεῖ ἐξομολογεῖται, ἴδιο κανόνα τοῦ ἔδωσε πολὺ στεναχωρεῖται.
Καὶ λέγει στὸν ἐξάδελφο νὰ φύγουνε τρεχάλα, νὰ βόσκει τὰ κοπάδια του νὰ ᾿χει ἀρνιὰ καὶ γάλα.
Καὶ τότε ὁ ἐξάδελφος τονε παρακαλάει, σ᾿ ἕνα ἀκόμα πνευματικὸ τοῦ πρότεινε νὰ πάει.
Δέχτηκε τὴν συμβουλὴ τοῦ ᾿πε νὰ περιμένει, εὑρῆκε τὸν πνευματικὸ τοῦ ᾿πε τὶ εἶχε γένει.
Θὰ ᾿ρθεῖ νὰ ἐξομολογηθεῖ λέγει στὸν Ἱερέα, οἱ ἄλλοι τὸν ἐφόβησαν νὰ τοῦ φερθεὶς ὡραία.
Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖ νὰ τονε ᾿στείλει, καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀγρίεψε θὰ γίνουν πρῶτοι φίλοι.
Ἐπῆγε ὁ ἐξάδελφος στὸν τρίτο Ἱερέα, καὶ ἐξομολογήθηκε καὶ ἐκεῖ πολὺ ὡραία.
Τελείωσε ἐξομολόγηση ἐρώτηση τοῦ κάνει, πόσες μετάνοιες νὰ ποιεῖ καὶ νὰ μεταλαμβάνει.
Ὁ Ἱερέας τοῦ ἀπαντᾷ μετάνοια καμία, νὰ κοινωνήσει ἐλεύθερα τὴ Θεία κοινωνία.
Ἀπόρησε τότε ὁ βοσκὸς ξανὰ τὸν ἐρωτοῦσε, πόσες μετάνοιες νὰ ἔκανε διὰ νὰ κοινωνοῦσε.
Ὁ Ἱερεὺς τοῦ ἀπαντᾷ νὰ κάνει πέντε μόνο, καὶ ἐλαφρώθη ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸν πόνο.
Χαρούμενος τότε ὁ βοσκὸς ἐκίνησε τροχάδι, μαζὶ μὲ τὸν ἐξάδελφο ἐπῆγαν στὸ κοπαδι.
Αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ γέροντας μὲ στόμα ἰδικόν του, σ᾿ ἕνα παιδὶ ἁμαρτωλὸ ποὺ ἦταν πνευματικό του.
Παράδειγμα ἦταν αὐτὸ γέροντος νουθεσία, πὼς ἡ ἐξομολόγηση σβήνει τὴν ἁμαρτία.
Γιὰ τὴν ἐξομολόγηση θὰ γράψω δυὸ ἀκόμα, καὶ αὐτὰ τὰ διηγήθηκε μὲ ἰδικόν του στόμα.
Γύριζε πόλεις καὶ χωριὰ καὶ ἐξομολογοῦσε, στὸν Γέροντα Φιλόθεο τὰ κρίματα νὰ ποῦνε.
Ἔξαφνα δυὸ νεαροὶ ἔφεραν γεροντάκι, τὸ ἄφησαν στὰ πόδια του κλείδωσαν τὸ πορτάκι.
Τὸ ὄνομα τοῦ γέροντα τὸν λέγαν μπάρμπα Γιάννη, στὸ σπίτι σὰν τὸν ἔκλεισαν ἔφυγαν μάνι μάνι.
Ἄρχισε ὁ πνευματικὸς ἀνάκριση νὰ κάνει, πὼς καὶ γιατὶ τὸν κλείδωσαν ἐκεῖ τὸν μπάρμπα Γιάννη.
Ὁ μπάρμπα Γιάννας μίλησε σὰν ἦρθε ἡ σειρά του, καὶ εἶπε στὸν πνευματικὸ πὼς ἤτανε παιδιά του.
Τοῦ πᾶν νὰ ἐξομολογηθεῖ δὲν ἤθελε καθόλου, ἔκανε ἀπὸ ἄγνοια χατίρι τοῦ διαβόλου.
Γ᾿ αὐτὸ τὸν κλείδωσαν ἐκει νὰ πεῖ τὰ κρίματά του, ὅλοι νὰ εὐχαριστηθοῦν κι αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του.
Τοῦ λέγει ὁ πνευματικὸς πὲς τ᾿ ἁμαρτήματά σου, τὴν πόρτα νὰ ἀνοίξουνε καὶ πάλι τὰ παιδιά σου.
Ὁ μπάρμπα Γιάννης ἀπαντᾷ δὲν ξέρω πὼς ν᾿ ἀρχίσω, τότε τοῦ λέγει ὁ γέροντας ἐγὼ θὰ βοηθήσω.
Σὰν ἐξομολογήθηκε τότε ὁ μπάρμπα Γιάννης, τὴν πόρτα ἐξεκλείδωσαν ἔφυγε μάνι μάνι.
Τόσο εὐχαριστήθηκε τότε ὁ μπάρμπα Γιάννης, ποὺ πρωτοπόρος ἔτρεχε στὸ ψυχικὸ λιμάνι.
Καὶ ἕνα περιστατικὸ διὰ τὴν βλαστημία, εἶπε αὐτὸ πως ἔγινε εἰς τὴν Κεφαλληνία.
Ἐβλαστημοῦσε ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐσταματοῦσε,
στὸ τέλος ὁ διάβολος μέσα του κατοικοῦσε.
Καὶ ὅταν δαιμονίστηκε, τότε οἱ συγγενεῖς του,
ἐκκάλεσαν ἕνα παπᾶ γιὰ ἄρρωστη ψυχή του.
Νὰ τοῦ διαβάσει ἐξορκισμοὺς καλὰ νὰ γίνει πάλι,
νὰ ἠρεμήσει ἡ ψυχὴ στὸ θείο ἀκρογιάλι.
Ἐδιάβαζε ἐξορκισμοὺς, ὁ ἄνθρωπος ἀφρίζει,
τὸν Ἱερέα ὁ δαίμονας τότε φοβερίζει.
Δημόσια τὸν ἔλεγχε γιὰ ἁμαρτήματά του,
ποὺ δὲν ἐξομολογήθηκε καὶ ἦταν στὴν καρδιά του.
Προσβλήθηκε ὁ Ἱερεὺς γιὰ τὴν ὁμολογία,
ποὺ ἔκανε ὁ διάβολος στὸν κόσμο παρρησία.
Ὁ Ἱερέας ἔφυγε δὲν κάθισε καθόλου,
εἶπε τὶς ἁμαρτίες του τὸ στόμα τοῦ διαβόλου.
Τὸ δαιμόνιο δὲν ἔφευγε, τὸν ἄνθρωπο τυραννοῦσε,
ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔβγαζε καὶ βογκοῦσε.
Ἄλλον παπᾶ ἐκκάλεσαν νὰ ἔρθει νὰ διαβάζει,
ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ἐχθροῦ τὴν ψυχή του νὰ ἁρπᾶζει.
Τὰ ἴδια ὅμως ἔγιναν ὅπως καὶ μὲ τὸν πρῶτο,
τὰ κρίματα του ἄκουγαν τὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.
Σηκώθηκε καὶ ἔφυγε ὁ δεύτερος Ἱερέας,
ἔμεινε μόνο ὁ σατανάς στὸν ἄρρωστο παρέα.
Καὶ πάλι τὸν λυπήθηκαν γιὰ τὸν βασανισμόν του,
ποὺ ἔκανε ὁ διάβολος ποὺ ἤτανε ἐντός του.
Ἐφώναξαν τρίτο παπὰ δαιμόνιο νὰ βγάλει,
ἐφόσον οἱ προηγούμενοι καὶ οἱ δυὸ εἶχαν σφάλει.
Ὁ κόσμος εἰς τὸν ἄρρωστο ποὺ ἔκανε παρέα,
ἐμίλησε μὲ σεβασμὸ στὸν τρίτο ἱερέα.
Τοῦ εἶπαν πὼς ὁ διάβολος μὲ τὸν κακό του τρόπο,
ξεσκέπασε τοὺς Ἱερεῖς στὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.
Τοῦ πᾶν νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ ἔπειτα νὰ διαβάσει,
στὸν ἀνθρωπο ἐξορκισμοὺς ὁ διάβολος νὰ σκάσει.
Δὲν ἔφερε ἀντίρρηση τότε ὁ Ἱερέας,
οἱ συμβουλὲς τῶν χριστιανῶν τοῦ φάνηκαν ὡραῖες.
Τὸ μέρος ἦταν ἔρημο δὲν εἶχε κατοικίες,
ἔμεναν οἱ πνευματικοὶ χωριὰ καὶ πολιτεῖες.
Τότε τὸν φώτισε ὁ Θεὸς σ᾿ ἕνα βουνὸ ἐπάνω,
κοπάδι εἶδε πρόβατα μαζὶ καὶ τὸν τσοπάνο.
Φωνάζει τότε τὸν βοσκὸ ν᾿ ἀφήσει τὰ πρόβατά του,
πώς θέλει κάτι νὰ τοῦ πεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά του.
Τὸ παλικάρι πρόθυμο ἄφησε τὸ κοπάδι,
καὶ στὸν παπᾶ ποὺ φώναξε ἔφτασε ἐκεῖ τροχάδην.
Τὶ θέλεις τὸ παιδὶ ἐρωτᾶ τότε τὸν Ἱερέα,
καὶ ὁ παπάς εἰς τὸν βοσκὸ ἐμίλησε ὡραῖα.
Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ εἶπε εἰς τὸν τσομπάνο,
γ᾿ αὐτὸ ἀνέβηκα ψηλὰ εἰς τὸ βουνὸ ἐπάνω.
Δὲν εἶμαι ἐγὼ πνευματικὸς βοσκὸς τοῦ ἀπαντοῦσε,
τὸ ξέρω λέγει ὁ παπάς καὶ ταπεινοφρονοῦσε.
Θὰ πῶ τὶς ἁμαρτίες μου ποὺ ὁ Θεὸς τὶς ξερει,
γιὰ νὰ σβηστοῦνε στοῦ ἐχθροῦ ποὺ εἶναι στὸ τεφτέρι.
Ἐξομολογήθηκε ὁ Ἱερεὺς τὴν κάθε ἁμαρτία,
καὶ ἐπέστρεψε στὸν ἄνθρωπο μὲ καθαρὰ καρδία.
Ὅταν τὸν εἶδε ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει,
πὼς εἶναι ἅγιος παπάς καὶ τὸν ἐξουσιάζει.
Διάβασε τοὺς ἐξορκισμοὺς, τὸ δαιμόνιο τρομάζει,
λυπήθηκε, στὴν ἔρημο ἔφυγε καὶ κραυγάζει.
Δοξάζουν ὅλοι τὸ Θεὸ ποὺ ἦταν ἐκεῖ οἱ ἀνθρώποι, ἔφυγε τὸ δαιμόνιο καὶ ἡμέρεψαν οἱ τόποι.
Τὴν εἶπε τότε ὁ γέροντας αὐτὴν τὴν ἱστορία, νὰ δοῦμε πόσο ὁ Θεὸς μισεῖ τὴν ἁμαρτία.
Μετάνοια χρειάζεται μὲ ταπείνα τὰ χείλη, νὰ γίνει ἐξομολόγηση σκυφτὰ στὸ πετραχήλι.
Καὶ τότε ὁ πνευματικὸς ποὺ εἶχε ἐξουσία, θὰ συγχωρέσει πταίσματα καὶ κάθε ἁμαρτία.
Ἔτσι λαμβάνει ὁ χριστιανος τὴ θεία κοινωνία, καὶ κατοικεῖ ἐκεῖ ὁ Χριστὸς σὲ καθαρὰ καρδία.
Ὁ γέροντας Φιλόθεος εἶχε μορφὴ ἁγίου, πράος, πιστὸς καὶ ταπεινὸς τοῦ ἰδικοῦ του βίου.
Μεγάλα καὶ ἀμέτρητα τὰ προτερήματά του, ἀλλὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα τὰ κατορθώματά του.
Σταγόνα στὸν ὠκεανὸ εἶναι ὅσα θὰ γραφτοῦνε, γιατὶ ἔκανε πολλὰ κρυφὰ καὶ θὰ φανερωθοῦνε.
Δυστυχισμένους ἔτρεφε γιατὶ εἶχε καλοσύνη, ἄρρωστους, χῆρες ὀρφανὰ μὲ ἐλεημοσύνη.
Πολὺ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸν μὲ ὅλη τὴν ψυχή του, καὶ ἦταν κατανυκτικὸς σὲ ὅλη τὴ ζωή του.
Μὲς τὸ κελὶ ποὺ ἔμενε καὶ ἤτανε κλεισμένο, εἶχε πιστό του φύλακα Χριστὸ ἐσταυρωμένο.
Τὸν εἶχε στὸ προσκέφαλο πάντοτε συντροφιά του, ἦταν πιστός του φύλακας ὁ Κύριος μπροστά του.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Μὲ τὴν μεγάλη πίστι του καὶ τὴν ταπείνωσί του,
θαύματα ἔκανε πολλὰ σὲ ὅλη τὴ ζωή του.
Λίγα ἐδῶ θὰ γράψομεν ποὺ εἶναι γινομένα,
σὲ ἄλλους τόμους βίου του εἶναι πολλὰ γραμμένα.
Στὸν ἅγιο Ἀρσένιο πῆγε νὰ λειτουργήσῃ,
καὶ ἄλλοι πολλοὶ προσκυνητὲς εἶχαν ἀκολουθήσει.
Κατόπιν ὅταν τέλειωσε ἡ θεία Λειτουργία,
στὴν Λογγοβάρδα θὰ ἔφευγε μαζὶ μὲ συνοδία.
Εἶχανε αὐτοκίνητο κοντὰ στὴν ἐκκλησία, κι ἔκαναν δέκα λεπτὰ λίγη πεζοπορία.
Σκοτείνιασε ὁ οὐρανὸς ἔπιασε βροντοκόπι, ἄν ἔφευγαν θὰ βρέχονταν στὸ δρόμο οἱ ἀνθρώποι.
Πρὶν πέσει μιὰ σταλαγματιὰ ἔκανε προσευχή του, καὶ ὁ Θεὸς εἰσάκουσε εὐθὺς τὴ δέησή του.
Ἐστράφη πίσω ἡ βροχὴ δίχως στὴ γῆ νὰ στάξει, ὅλοι στεγνοὶ προχώρησαν καὶ πήγανε στ᾿ ἁμάξι.
Σταμάτησε τὸ σύννεφο τοῦ εἶπε νὰ μὴ βρέξει, καὶ θαῦμα τότε ἔγινε μὲ μιὰ μόνο λέξη.
Καὶ δεύτερο ἐμπόδιο τὸ δρόμο εἶχε φράξει, μιὰ ἀγελάδα ἐξάπλωσε δὲν πέρναγε ἁμάξι.
Ὁ πάτερ Ἐπιφάνιος τ᾿ ἁμάξι ὁδηγοῦσε, στὴν ἀγελάδα μίλησε αὐτὴ δὲν ἀγροικοῦσε.
Τὸν Ὁσιο Φιλόθεος ποὺ ἦταν μὲς τὸ ἁμάξι, τὸν κάλεσε ὁ ὁδηγὸς νὰ τηνε διατάξει.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος σὰν σὲ ἄνθρωπο μιλάει, τῆς λέγει εὐθὺς νὰ σηκωθεῖ καὶ τὴν παρακαλάει.
Καὶ μόλις τῆς ἐμίλησε σηκώθη ἡ γελάδα, καὶ τὸ ἁμάξι πέρασε καὶ ἔτρεχε ἀράδα.
Αὐτὰ τὰ δυὸ θαύματα ἐκείνη τὴν ἡμέρα, τὰ εἶδαν καὶ ἐξεπλάγησαν οἱ ἄνθρωποι ᾿κεῖ πέρα.
Μιὰ κόρη ποὺ ἐσπούδαζε χάρι τοῦ ᾿χε ζητήσει, θὰ ἔγραφε διαγωνισμοὺς νὰ τηνε βοηθήσει.
Ἀμέσως ἀπ᾿ τὰ γένια του μιὰ τρίχα του τῆς δίνει, καὶ στὸ πανεπιστήμιο πρώτη περνᾶ ἐκεῖνη.
Μιὰ γυναίκα ἔφυγε ἀπὸ Νάξο μὲ βαπόρι, σὲ τραγικὸ δυστύχημα ἔχασε μία κόρη.
Στὴν Λογγοβάρδα ἔφθασε καὶ ἐξομολογήθη, καὶ ὅσα τότε ἔγιναν ὅλα τὰ διηγήθη.
Σὰν εἶδε ὅτι ἔκλαιγε τὴν κόρη ἡ μητέρα, ἔκλαψε καὶ ὁ γέροντας καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια μέρα.
Τῆς λέγει ἐλυπήθηκες δὲν βλέπεις τὸ παιδί σου, καὶ λέγει Ἅγιε γέροντα νὰ ᾿χουμε τὴν εὐχή σου.
Τῆς ἀπαντᾶ ὁ γέροντας νὰ ἔχει ἠρεμία, γιατὶ μὲς τὴν ἀγκάλη της τὴν ἔχει Παναγία.
Ὅπως τὰ ἄλλα θαύματα ποὺ γράφτηκαν πιὸ πάνω, ἐθαυματούργησε καὶ δῶ καὶ κάτι παραπάνω.
Ἐπροσευχήθη μυστικῶς εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη, τῆς γυναίκας ποὺ πονᾶ νὰ σβήσει τὴν ὀδύνη.
Ἡ γυναίκα ἐκαθότανε κοντὰ καὶ εἶδε ὀπτασία, ἀπὸ τὸ χέρι κράταγε τὴν κόρη ἡ Παναγία.
Τὸ εἶπε αὐτὸ στὸ γέροντα καὶ ἐκαταπραύνθει, καὶ ἐχάρηκε στὸ πένθος της ποὺ εἶχε μεγάλη λύπη.
Καὶ ἡ γυναίκα σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ τὸ θαῦμα ὁμολογοῦσε,
ἐδόξαζε τὴν Παναγιά, τὸ γέροντα
εὐχαριστοῦσε.
Πολλὰ εὐεργετήματα σ᾿ ἀνθρώπους καμωμένα,
πονόψυχος καὶ σπλαχνικὸς δὲν ἔδιωχνε κανένα.
Σὰν μυρωμένα λούλουδα ποὺ ᾿χει τὸ περιβόλι,
τὸν ἔβλεπαν οἱ χριστιανοὶ καὶ εὐχαριστιοῦνταν
ὅλοι.
Ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαζε νὰ ταΐσῃ,
οἱ ἄλλοι νὰ χορτάσουνε καὶ αὐτὸς νὰ ὑστερήσει.
Αὐτὰ ποὺ γράφονται ἐδῶ δὲν εἶναι παραμύθια,
τὰ εἴδανε ἄνθρωποι καὶ εἶναι ὅλα ἀλήθεια.
Ἕνας πατέρας μὲ παιδὶ πήγανε νὰ τὸν δοῦνε,
μαζὶ μὲ τὴν ἐπίσκεψη νὰ ἐξομολογηθοῦνε.
Στὸ μοναστήρι τὸν ζητοῦν ποὺ εἶν᾿ ἡ Λογγοβάρδα,
σ᾿ Ἁγίους Πάντας τὸ βουνὸ ἔλειπε
μιὰ βδομάδα.
Πήγαινε νὰ ξεκουραστεῖ, λίγο νὰ ἡσυχάσει,
τοὺς ἐρημίτες μοναχοὺς μιμήθηκε νὰ φτάσει.
Εἶναι ἡ ψηλότερη κορυφὴ ποὺ ᾿χει βουνὸ ἡ Πάρος, καὶ ᾿κεῖ τὸν βρίσκαν μοναχοὶ παίρναν μεγάλο θάρρος.
Καὶ ὁ πατέρας μὲ τὸ παιδὶ πῆγαν πεζοπορία, ἔφυγαν ἀπ᾿ τὰ Θαψανὰ χωρίς ἀργοπορία.
Τὸν γέροντα συνάντησαν τότε τοὺς ἀρωτοῦσε, καὶ ὅταν τοῦ ἀπήνταγαν τοὺς ἐξομολογοῦσε.
Ἔμειναν μιὰ βραδιὰ ἐκεῖ, θὰ ᾿φεύγαν τὴν πρωία, γιὰ τὴ μονὴ τῶν Θαψανῶν, πάλι πεζοπορία.
Ἦταν δεκαπενταύγουστος καὶ ἤτανε νηστεία, τότε στοὺς ἐπισκέπτες του, στρώνει τραπεζαρία.
Δυὸ ντομάτες καὶ ἐλιὲς καὶ ἕνα παξιμάδι, ἔμεινε ἐκεῖνος νηστικὸς ποὺ θὰ ἔτρωγε τὸ βράδυ.
Ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς λαϊκοὺς ποιὸς θὰ ἔκανε θυσία, νὰ ὑστερήσει τὴν κοιλιὰ γιὰ τὴ φιλοξενία;
Εἶναι πραγματικότητες αὐτὰ τὰ γεγονότα, γράφονται μὲ ταπείνωσι σὰν ἐκοιμήθη πρῶτα.
Δὲν ἤθελε ὅ,τι ἔκανε ἀπὸ ταπεινοσύνη, παντοῦ νὰ δημοσιευτεῖ καὶ φανερὸ νὰ γίνει.
Ἔλεγε πὼς ἁμαρτωλὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους, δὲν ἐπαινοῦσε ἑαυτὸν Θεὸν καὶ εἰς ἀνθρώπους.
Καὶ ἄλλη μεγάλη ἀρετὴ εἶχε· μεγάλο πράγμα, μιλούσε μὲ κατάνυξη καὶ ἄρχιζε τὸ κλάμα.
Σὲ ἐκκλησία κλήθηκε ἐκεῖ νὰ ὁμιλήσει, καὶ μὲ τὸ θείο κήρυγμα ψυχὲς νὰ ὠφελήσει.
Οἱ ψάλτες τοῦ ἐπρότειναν ἂν ἤθελε νὰ ψάλλει, καὶ τότε μὲ ταπείνωσι τοὺς τὸ ἀρνήθη πάλι.
Τὸ σύμβολο τῆς πίστεως ἐδέχθη νὰ ἀπαγγείλει, καὶ ἄρχισαν μὲ σεβασμὸ τὰ ἅγια του χείλη.
«Σὰν σταυρωθήτω» ἔλεγε ἕνα σπουδαῖο πράγμα, σταμάτησε τὴν προσευχὴ καὶ ἄρχισε τὸ κλάμα.
Τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα ἔτρεχαν σὰν τὴ βρύση, τὸ σύμβολο τῆς πίστεως τὸ εἶχε σταματήσει.
Μὲ μάτια τότε τῆς ψυχῆς σὰν νὰ ᾿βλεπε ἐμπρός του, τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ, τὸν Τίμιο Σταυρό του.
Ὁ κόσμος συγκινήθηκε μὲ τὸ παράδειγμά του, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του.
Ἕνα παιδὶ πνευματικὸ κάποτε τὸν ρωτοῦσε, συχνὰ νὰ τὸν ἐβλέπανε νὰ ἐξομολογοῦσε.
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ γέροντας λίγη εἶναι ἡ ζωή μου, καὶ στὸν πατέρα μας Θεὸ θὰ δώσω τὴν ψυχή μου.
Μόνο ἐσεῖς νὰ ἔχετε πάντα τὸν πνευματικό σας, νὰ λέτε τὰ ᾿μαρτήματα ποὺ ἔχετε ἐντός σας.
Καὶ πάλι λέγει στὸ παιδὶ θὰ κάνουμε παρέα, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ᾿κεῖ ὡραῖα.
Συνέχεια διάλογο κάνει τὸ πάλικάρι, πνευματικό του γέροντα ὡφέλεια νὰ πάρει.
Τότε τοῦ λέγει ὁ νεαρὸς: πὼς θὰ εἴμαστε κοντὰ σας, ὅλοι ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ στὴν ἁγιότητὰ σας;
Δὲν θέλησε ὁ γέροντας κανείς νὰ τὸν ἐπαινέσει, καὶ νὰ τὸν κατατάξουνε εἰς τῶν ἁγίων τὴ θέση.
Ἀμέσως ταπεινώνεται στὸ νεαρὸ καὶ πάλι, καὶ λέγει ἡ ἐκκλησία μας τροπάριο ποὺ ψάλλει.
«εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, Εἰς δόξαν Θεοῦ, Πατρός, ἀμὴν!᾿᾿
Ἔδιωξε ὑπερηφάνεια, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη, καὶ ἔδειξε στὸ νεαρὸ νὰ ᾿χει ταπεινοσύνη.
Εἶναι πολλὰ τοῦ γέροντα τὰ κατορθώματά του, ποὺ μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ἔτρεφε τὰ παιδιά του.
Ἔφερνε σὰν παράδειγμα ἀπόστολο τὸν Παῦλο, τὸν ἑαυτὸν θυσίαζε διὰ νὰ σώσῃ ἄλλον.
Εἶχε καὶ μιὰ ἀδερφή, καλόγρια εἶχε γίνει, στὸν ἅγιο Φιλόθεο ἔμοιαζε καὶ ἐκεῖνη.
Ἡ Θεοκτιστὴ μοναχὴ τὴν ἐπεριποίητο, μαζὶ μὲ ἄλλη μοναχὴ ποὺ στὸ μετόχι ἦτο.
Μιὰ χρονιὰ Χριστούγεννα στέλνει στὸ μοναστήρι, γλυκὰ εἰς τὸν Ἡγούμενο νὰ φᾶν καὶ οἱ καλογήροι.
Ὁ μοναχὸς Ἀντώνιος τώρα ἔχει πεθάνει, στῆς Λογγοβάρδας τὴ μονὴ γλυκὰ παραλαμβάνει.
Καὶ ἔπρεπε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν εἰδοποιήσει, καὶ μέσα στὸ ψυγεῖο τους νὰ τὰ ταχτοποιήσει.
Ἡσύχαζε ὁ γέροντας μέσα εἰς τὸ κελί του, θὰ τοῦ ἔλεγε γιὰ τὰ γλυκὰ ποὺ ᾿στειλε ἡ ἀδερφή του.
Ἐπῆγε ὁ Ἀντώνιος ἡ πόρτα ἦταν κλεισμένη, καὶ σκέφτηκε ἀπέξω ἐκεῖ λίγο νὰ περιμένει.
Ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα κοίταξε μὲ τὰ μάτια, θαμπώθηκε σὰν νὰ ᾿βλεπε στὸν οὐρανὸ παλάτια.
Καθόλου δὲν ἐμίλησε σὰν εἶδε τέτοιο πρᾶγμα, ἔβλεπε ὁλοφάνερα, γινόταν ἕνα θαῦμα.
Ἦτο ὁ πατὴρ Φιλόθεος φῶς θεϊκὸ λουσμένος, τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἦτο μεταμορφωμένος.
Σὰν εἶδε ὁ Ἀντώνιος αὐτὰ τὰ γεγονότα, ἐθαύμασε καὶ ἔφυγε ἄμεσως ἀπ᾿ τὴν πόρτα.
Τὸ βράδυ στὸν ἑσπερινὸ ποὺ ἦταν στὸ στασίδι, στὸ γέροντα εἶπε γιὰ γλυκὰ καὶ γιὰ ἀποδοσίδι.
Τοῦ εἶπε πὼς πρωτύτερα ἐπῆγε στὸ κελλί του, σεβόταν ὅμως νὰ τοῦ πεῖ γιὰ μεταμόρφωσή του.
Ὁ γέροντας κατάλαβε πὼς εἶχε δεῖ τὸ θαῦμα, καὶ εἶπε στὸν Ἀντώνιο κανείς μὴ μάθει πρᾶγμα.
Ὅσο εἶναι ζωντανὸς στὴ γῆ καὶ περπατάει, ἄνθρωποι νὰ τὸ μάθουνε στὸν αὐρανὸ σὰν πάει.
Δὲν ἤθελε νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ ταπεινοσύνη, καὶ ὁ Ἀντώνιος ἐκτέλεσε τὴ συμβουλὴ ἐκείνη.
Σὰν πέθανε ὁ Ἡγούμενος τὸ εἶπε δημοσία, ὁ Ἀντώνιος ὁ μοναχὸς ποὺ εἶδε ὀπτασία.
Ὁ γέροντας ἀπέφευγε κάθε ἀνθρώπων δόξα, καὶ πάντοτε διέλυε τοῦ σατανᾶ τὰ τόξα.
Ὁ Ἀντώνιος ὁ μοναχὸς εἶπε την τὴν ἱστορία, σὰν πέθανε ὁ γέροντας ποὺ ἔγινε κηδεία.
Τὶς ἀρετὲς καὶ ἔργα του τὰ εἶχε ὅλα κρυμμένα, καὶ τώρα εἰς τὸν οὐρανὸ ὅλα εἶναι γραμμένα.
BA
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ
Ὁ Ὁσιος Φιλόθεος ἔτρεφε τὰ παιδιά του,
καὶ σὰν μητέρα στοργικὴ τὰ ῾χε στὴν ἀγκαλιά του.
Πολὺ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ τὸν πλησίον,
ἐφήρμοζε τὶς ἐντολὲς σὲ ὅλον του τὸν
βίον.
Ἦταν πολὺ ἐνάρετος, μισοῦσε ἁμαρτία,
πράος, πιστὸς καὶ ταπεινός, μὲ ἀμνησικακία.
Εἶχε ἕνα πόθο ἱερὸ κι ἀγάπη στὴν καρδιά του,
στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ νὰ ζοῦνε
τὰ παιδιά του.
Σὰν τὸν ποιμένα ποὺ ὡς βοσκὸς τὰ πρόβατα φυλάει,
νὰ ἀσφαλισθοῦνε θέλησε, ὁ λύκος
μὴν τὰ φάει.
Λίγα σταχυολογήματα γράφονται σ᾿ ἀγρυπνία, ποὺ εἶπε σὲ ὁμιλία του διὰ τὴν ἐκκλησία.
Ἀπὸ ἀγάπη καὶ στοργὴ μιλοῦσε παρρησία, καὶ ἔλεγε μὲ σεβασμὸ διὰ τὴν ἐκκλησία.
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ πλάσμα του, νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία.
Ἵδρυσε ὁ Θεάνθρωπος στὴ γῆ τὴν ἐκκλησία, καὶ λέγεται οἶκος Θεοῦ σὲ κάθε ψαλμωδία.
Παρομοιάζουν κιβωτὸν τοῦ Νῶε οἱ πατέρες, ποὺ τὴν ἐφύλαξε ὁ Θεὸς κατακλυσμοῦ ἡμέρες.
Ἐσώθησαν στὴν κιβωτὸ ὅσοι ἦταν συνηγμένοι, καὶ ὅσοι ἤτανε ἐκτὸς ὅλοι ἤτανε πνιγμένοι.
Νὰ εἶστε μέσα στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια μεγάλη, ὁ νοῦς νὰ εἶναι στὸ Θεὸ, τὸ στόμα μας νὰ ψάλει.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας,
κατασπαράζει αὐτοὺς ὁ ἐχθρός, δὲ
βρίσκουν σωτηρία.
Ὁ γέροντας Φιλόθεος εἶπε στὴν ἀγρυπνία,
πὼς τακτικὰ νὰ σπεύδωμεν ὅλοι στὴν ἐκκλησία.
Γίνεται ἐκεῖ ἀνάμνηση τοῦ Γολγοθᾶ θυσία,
μεταλαμβάνουν οἱ πιστοὶ τὴ θεία κοινωνία.
Πάντα μὲ φόβο τοῦ Θεοῦ κι εὐλάβεια μεγάλη,
καὶ μὲ κατάνυξη πολὺ νὰ εἶναι μικροὶ-μεγάλοι.
«Στῶμεν καλῶς» ὅταν θὰ ποῦν τὰ χεῖλη τοῦ Ἱερέα,
φόβον καὶ τρόμον νὰ ἔχομεν, μὲ προσοχὴ
ὡραία.
Μέριμναν στὴ βιοτικὴν ὁ ψάλτης ὅταν ψάλλει, νὰ ἔχομεν κατάνυξη σκυμμένο τὸ κεφάλι.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος εἶπε μιὰ ἱστορία, ποὺ ἤτανε ἀληθινὴ γιὰ θεία λειτουργία.
Ἕνας δεσπότης σὲ χωριὸ πῆγε νὰ λειτουργήσει, καὶ ἱερέα ἀγράμματο νὰ παρακολουθήσει.
Νὰ δοκιμάσει θέλησε τοῦ ᾿πε νὰ λειτουργήσει, ἐκεῖνος στὸ δεσποτικὸ τότε εἶχε καθίσει.
Τὰ ἄμφια του φόρεσε τότε ὁ Ἱερέας, καὶ στὴν ἁγία τράπεζα στεκότανε ὡραῖα.
Ἡ λειτουργία ἄρχισε ἔψαλλε ὁ Ἱερέας, καὶ ὁ ψάλτης στ᾿ ἀναλόγιο μ᾿ εὐλάβεια, ὡραῖα.
Ὁ δεσπότης στὸ Ἱερὸ τὸ εἶχε τὸ μυαλό του, μὰ ἔξαφνα θαῦμα ἔγινε ἐθάμπωσε ἐμπρός του.
Τὸν ἱερέα κοίταζε ἦταν στὸ φῶς λουσμένος, μὲ μιὰ λάμψη θεϊκὴ ἦν περικυκλωμένος.
Τελείωσε ἡ λειτουργία, ὁ δεσπότης γονατίζει, ζητεῖ Ἱερέος τὴν εὐχὴ καὶ τονε μακαρίζει.
Ὁ ἱερέας ταπεινός, ἐπαίνους δὲ δεχόταν, καὶ ὅταν τὸν ἐμακάριζαν πολὺ πολὺ ντρεπόταν.
Ὁ γέροντας Φιλόθεος τὸ ᾿πε στὴν ἀγρυπνία, νὰ δοῦμε τὸ τὶ γίνεται στὴ θεία λειτουργία.
Ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι κατέρχονται μὲ πόθο, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ψηλὰ γιὰ χάρι τῶν ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Χριστὸ στὴ θεία λειτουργία, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔγινε αὐτὸς θυσία.
Καὶ ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας μὲ ἀγγέλους λειτουργοῦσε, λέγει ἕν ἀπολυτίκιον, Θεὸν δοξολογοῦσε.
Αὐτὰ τὰ παραδείγματα νὰ γίνουν μάθημά σας, γιὰ νὰ συμμορφωνόμαστε ὡς εἶπε ὁ γέροντας μας.
Εἶχε πολλὰ διδάγματα αὐτὴ ἡ ἱστορία, ποὺ ὁ πατήρ Φιλόθεος εἶπε στὴν ἀγρυπνία.
Ὁ κόσμος ἔχει ἄγνοια καὶ πρέπει νὰ τὰ μάθει, γιὰ νὰ διορθωνόμαστε ἀπ᾿ τὰ δικά σας λάθη.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς σβήνει τὰ πταίσματά σας, ὅταν μετανοήσουμε ὅλοι μὲ τὴν καρδιά σας.
Ἂς Τὸν παρακαλέσουμε τὸν Οὐράνιο πατέρα, Νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες μας ποὺ φταῖμε νύκτα μέρα.
IJ
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Χριστοῦ λέγει στὴν ἐκκλησία, κατόπιν στὴ συνέχεια διὰ τὴν Παναγία.
Μετα τὴν βαρυχειμωνιὰ ἔφτασε καλοσύνη, Ἁγία ἡ Ἀνάστασις Χριστοῦ μας, εὐφροσύνη.
Ἡ κτίση ὅλη ἀγάλλεται, τὰ πάντα ἑορτάζουν, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι Θεὸν δοξάζουν.
Ὁ οὐρανὸς ὁλόφωτος, στὴ γῆ μὰ καὶ στὸν ἅδη, παντοῦ ἁπλώθηκε φῶς ὅπου πρὶν τὸ σκοτάδι.
Χριστὸς Ἀνέστη χαίρεται τώρα ἡ κτίση ὅλη, καὶ μοναχὰ οἱ δαίμονες ἐλυπήθηκαν ὅλοι.
Μεγάλη γέμισε χαρὰ ὁ κόσμος καὶ εὐφροσύνη, μὲ τὴν Ἀνάσταση Χριστοῦ ὅλα γίναν γαλήνη.
Ὅλοι νὰ εὐχαριστήσομεν τὸν Κύριον ἀναστάντα, ἄνοιξε τὸν παράδεισο ποὺ ἦταν κλειστὸς γιὰ πάντα.
Ἐτρόμαξαν σὰν εἴδαν οἱ πυλωροὶ στὸν ἅδη, τὸν ἀναστάντα Κύριο ἀφοῦ ζοῦσαν στὸ σκοτάδι.
Στὴ γῆ ἔζησε ὁ Κύριος τριάντα τρία χρόνια, καὶ τώρα ποὺ ἀνεστήθηκε θὰ βασιλεύει αἰώνια.
Ὧρες τριακάντα καὶ τρεῖς στὸν ἅδη εἶχε καθίσει, καὶ τὸν προπάτορα Ἀδάμ πάλι νὰ ἀναστήσει.
Ὅλους τοὺς ἐλευθέρωσε μὲ τὴν ἀνάστασή του, καὶ ὅλους μας ἐπιθυμεῖ νὰ εἴμαστε μαζί του.
Νὰ κάνομε ὑπακοὴ στὸ Ἅγιο θέλημά του, ἄν θέμε στὸν παράδεισο νὰ εἴμαστε κοντά του.
Ὁ ὅσιος Φιλόθεος καὶ σ᾿ ἄλλη ὁμιλία, γιὰ τὴν Χριστοῦ ἀνάσταση μιλεῖ στὴν ἐκκλησία.
Πηγὴ ἦταν ἀνεξάντλητος ἡ Ἀνάσταση Κυρίου, ποὺ δίδασκε τοὺς Χριστιανοὺς τὸ στόμα τοῦ Ὁσίου.
Γένος ἀνθρώπων ἤτονε τότε δεδαυλόμενον, πρὸ πέντε χιλιάδων ἐτῶν ἀπὸ ἐχθρὸ ἦτο δικασμένο.
Ἐγεννήθη Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ ἁγνῶν αἱμάτων της ἔλυσε τὴν ἁμαρτία.
Στὸν ποταμὸ βαπτίστηκε τότε στὸν Ἰορδάνη, ἀπὸ προφήτη ἅγιον, τὸ μέγα Ἰωάννη.
Ἐπείνασεν - ἐδίψασεν, ἐδίδαξεν ἀνθρώπους, θαύματα ἔκανε πολλὰ σὲ διαφόρους τόπους.
Τυφλοὺς τὸ φῶς τοὺς ἔδινε, χωλοὶ περιπατοῦσαν, νεκροὺς ὅταν ἀπέθαναν, ἀνέστηνε καὶ ζοῦσαν.
Καὶ τέλος θάνατον σταυροῦ ἔλαβε τ᾿ Ἅγιο κορμί του, διὰ δικά σας πταίσματα παρέδωσε τὴ ζωή του.
Σταυρώθηκε, ἐτάφηκε, ἀνέστη νὰ μᾶς σώσῃ, καὶ ὅλο τὸ γένος τοῦ Ἀδὰμ νὰ τὸ ἐλευθερώσῃ.
Καὶ πάλι θὰ ᾿ρθει ὡς κριτὴς τὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει, Δευτέρα παρουσία του θὰ ᾿ναι ἡ μέρα ἐκείνη.
Πατέρες ἱεροκύρηκες ἀγάλλονται μαζί του, Τρεῖς ἱεράρχες καὶ λοιποὶ γιὰ τὴν ἀνάστασή του.
Ὅλοι νὰ ἔχουμε χαρὰ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ποὺ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς αἰώνια νὰ ζοῦμε.
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
Τὴν μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ὁμίλησεν ὁ γέροντας στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου.
Ἡμέρες τεσσαράκοντα μετὰ ἀνάστασή του, ὁ Κύριος μᾶς ἐκάλεσε, τοὺς μαθητὲς μαζί του.
Ἀνήλθαν στὸ Ὄρος ἐλαιῶν οἱ μαθητὲς, θρηνοῦσαν, θὰ ἔφευγε ὁ δάσκαλος καὶ δὲν θὰ τὸν θωροῦσαν.
Ὁ Κύριος τοὺς παρηγορεῖ μ᾿ ἀλήθεια, ὄχι ψέμα, θὰ σταλεῖ σὰν ἀναληφθεῖ τὸ Ἅγιο Του Πνεῦμα.
Οἱ μαθηταὶ συνήχθησαν τότε στὸ Ὑπερώων, ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιον, ἀκέραιο καὶ σῶον.
Γλώσσες πυρὸς ἐφώτισαν Ἁγίους Ἀποστόλους, καὶ ποὺ ἤτανε ἀγράμματοι τώρα διδάσκουν ὅλους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς φώτισε, ξένες γλῶσσες μιλοῦσαν, ἀλλοεθνεῖς τοὺς ἐρωτοῦν σὲ ὅλους ἀπαντοῦσαν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπόθεση ὅλη ἐν συντομίᾳ, φωτίστηκαν οἱ μαθητὲς δίχως διδασκαλία.
Ἑπτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ἐξήγησε ἀναλυτικὰ τὸ στόμα τοῦ Ὁσίου.
Δὲν ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος λέει ὁ Θείος Παῦλος, νὰ ᾿χει ὅλα τὰ χαρίσματα, νὰ μὴν τὰ ἔχει ἄλλος.
Πνεῦμα λοιπὸν τὸ Ἅγιο, χαρίσματα μοιράζει, δίνει στὸν κάθε ἄνθρωπο, ὅτι σ᾿ αὐτὸν ταιριάζει.
Ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς χάρισμα ἕνα ἔχει, παίρνει ὅταν βαφτίζεται, πρέπει νὰ τὸ προσέχει.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ γέροντας: θέλω νὰ σᾶς ρωτήσω,
ἔχετε πνεῦμα ἅγιο; ἐγὼ νὰ ἀπαντήσω.
Ὅταν θυμώσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι ταραγμένος,
δὲν ἔχει πνεῦμα ἅγιο, στὸ σατανᾶ εἶναι
δοσμένος.
Ὅταν τῆς φταίει τὸ παιδὶ, κι ἡ μητέρα καταριέται, τότε τὸ Πνεῦμα τ᾿ Ἅγιο εὐθὺς ἀποτραβιέται.
Καὶ ὅλοι ὅσοι βλαστημοῦν τὰ πρόσωπα τὰ θεῖα, χειροτέρα ἀπ᾿ τοὺς δαίμονες γίνονται κατ᾿ εὐθεία.
Ὅσοι φθονοῦν πλησίον τους καὶ τὸν συκοφαντοῦνε, ἁρπάζουνε καὶ ἀδικοῦν καὶ ὅσοι πλεονεκτοῦνε,
μέθυσοι, πόρνε, ἄσωτοι, μοιχοί, ἀρσενοκοῖτες, φίλοι δαιμόνων γίνονται καὶ εἶναι λωποδύτες.
Γυναίκες ὅταν βάφονται, δὲν εἶναι καλυμμένες, τὶς κεφαλὲς, τὰ στήθη τους, δὲν εἶναι εὐλογημένες.
Ποιοὶ ἔχουν Πνεῦμα ἅγιο ἐρώτηση τοὺς κάνει,
ὁ ἴδιος πάλι ἀπαντᾶ καὶ ἐπαναλαμβάνει.
Τὸ δένδρο τὸ γνωρίζουμε ὅλοι ἀπ᾿ τὸν καρπό του,
τὸν ἄνθρωπο ἔργα καλὰ σὰν κάνει
ὁ ἑαυτός του.
Καρπὸς Ἁγίου Πνεύματος, ἀγάπη, χαρὰ, εἰρήνη, πίστι, πραότης, ἐγκράτεια καὶ ταπεινοφροσύνη.
Τὸν πλησίον σου νὰ ἀγαπᾶς ἀλλὰ καὶ τὸν ἐχθρό σου, ἄν θέλεις πνεῦμα ἅγιο νὰ εἶναι στὸ μυαλό σου.
Καὶ τώρα μιὰ δέηση στὸ Ἅγιον τὸ Πνεῦμα, ὅλο τὸν κόσμο φώτιζε καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐμένα.
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΝΗΣΟΥ ΠΑΡΟΥ
Μεγάλη εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φιλανθρωπία,
ποὺ ἁγίους Πάντας σήμερα γιορτάζει
ἡ ἐκκλησία.
Εἶναι ἑκατομμύρια ὅλοι στὸν ἀριθμό τους,
ποὺ κόσμος ὅταν κτίστηκε κέρδισαν τὸ σκοπό τους.
Μεγάλη εἶναι ἡ γιορτή, γίνεται πανδαισία,
γιορτάζουνε καὶ οἱ ἄγγελοι μαζὶ καὶ ἡ
Παναγία.
Οὐράνια στρατεύματα, ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων,
τῶν προφητῶν καὶ ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων
ὅλων.
Ὁ οὐρανὸς εὐφραίνεται, ἡ γῆ πανηγυρίζει,
καὶ κάθε ἕνας ἅγιος τὴ μνήμη του θυμίζει.
Δίκαιος κριτὴς ὁ Θεὸς στεφάνωσε Ἁγίους,
στὴ γῆ ἐδῶ ἐφάρμοσαν τὶς ἐντολὲς Κυρίου.
Μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φιλανθρωπία,
ἁγνοὺς ἀνθρώπους ἐξέλεξε, μὰ καὶ τὴν Παναγία,
ποὺ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔσβησε τὴν ἁμαρτία.
Μητέρα εἶναι τοῦ Θεοῦ, Υἱὸν Της μεσιτεύει,
ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας νὰ σβήσει ἱκετεύει.
Οἱ ἄνθρωποι στὸν πλάστη τους δείξαν ἀχαριστία,
γι᾿ αὐτούς ποὺ τὸν ἐσταύρωσαν δέεται
ἡ Παναγία.
Μέρα καὶ νύχτα προσευχὴ διὰ ὅλους δὲ θὰ πάψει,
μὴ πέσει ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ φωτιὰ καὶ
μᾶς ἐκάψει.
Νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν μὰ καὶ τὴν Παναγία,
τὸ θάρρος εἶναι τῶν πιστῶν, ἐλπὶς καὶ σωτηρία.
Ὦ Παναγία Δέσποινα! τὸ γένος μας λυπήσου, Καὶ στὸν υἱόν σου καὶ Θεὸν κάνε τὴν προσευχή σου.
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΑΓΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Λίγο καιρὸ πρὶν σταυρωθεῖ ὁ Ἰησοὺς Χριστός μας, μᾶς ἔδειξε ἕνα γεγονὸς ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.
Τοὺς τρεῖς πρόκριτους μαθητὰς τότε παραλαμβάνει,
τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον μὰ καὶ
τὸν Ἰωάννη.
Σ᾿ ἕνα βουνὸ Θαβώριον εἶναι τὸ ὄνομά του,
στοὺς Ἀποστόλους ἔδειξε ᾿κεῖ τὴ Θεότητά του.
Τότε μεταμορφώθηκε τ᾿ ἅγιο πρόσωπό του,
τὸν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι ποὺ ἤτανε ἐμπρός του.
Ἔλαμψε σὰ τὸν ἥλιον τὸ θεῖο πρόσωπό του, τὰ ἱμάτια του ἔλαμπαν ὡς φῶς ἦταν ἐμπρός του.
Δυὸ προφῆτες φάνηκαν ὁ Μωυσὴς μὲ τὸν Ἠλία,
καὶ μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν εἶχαν
συνομιλία.
Τότε ὁ Πέτρος μίλησε εἰς τὸν διδάσκαλό του,
τοὺς νόμιζε ἀνθρώπους σαρκικοὺς, ὅπως τὸν ἑαυτόν του.
Γιὰ τρεῖς σκηνές ἠθέλησε νὰ κάνει ἑτοιμασία,
τὴν μιὰ στὸ διδάσκαλο, Μωυσῆ καὶ τὸν
Ἠλία.
Ταῦτα ὁ Πέτρος ἔλεγε καὶ φωτεινὴ νεφέλη,
ἐφάνη στὸ Θαβώριον ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ στέλνει.
Ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν πατέρα,
οἱ Ἀπόστολοι τὴν ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Αὐτὸν ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ εἶν᾿ μεταμορφωμένος,
εἶν᾿ ὁ Υἱος μου ὁ μονογενὴς πολὺ
ἀγαπημένος.
Εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, θείος διδάσκαλός σας,
νὰ ἀκοῦτε ὅλα τὰ λόγια του, συμφέρον
ἦν δικό σας.
Θαμπώθηκαν οἱ μαθητὲς στὸ θεῖο πρόσωπό του,
ἔπεσαν ὅλοι εἰς τὴ γῆ στὰ γόνατα ἐμπρός του.
Τοὺς ἔγειρε ὁ Κύριος ποὺ ἤτανε πεσμένοι,
θάρρος τοὺς εἶπε νὰ ᾿χουνε ποὺ ἦταν φοβισμένοι.
Σὰν ἄνοιξαν τὰ μάτια τους μετὰ τὴν ὀπτασία,
Μωυσὴ δὲν εἴδανε ἐκεῖ, οὔτε καὶ τὸν Ἠλία.
Ἀπὸ τὸ ὄρος ἔφυγαν κι ὁ Κύριος παραγγέλλει,
στοὺς μαθητὰς του μυστικὸ νὰ μείνει αὐτὸ θέλει.
Ὅ,τι εἶδαν στὸ Θαβώριον καὶ ὅ,τι εἶχαν ἀκουσμένα,
νὰ τὸ κρατήσουν μυστικὸ, μὴν ποῦνε σὲ κανένα.
Καὶ προθεσμία ἔδωσε μὲ ἐντολὴ δική του,
τοῦτα τὰ γέγονα νὰ τὰ ποῦν μετὰ τὴν ἀνάστασή του.
Κατόπιν ἐσυνέχισεν σοφὴν διδασκαλία,
διὰ τὴν μεταμόρφωση μέσα στὴν ἐκκλησία.
Γιὰ τὸ σκοπὸ τῶν ἑορτῶν στοὺς χριστιανοὺς μιλάει,
νὰ γίνονται θεάρεστοι ὅλοι παρακαλάει.
Στὰ σπίτια τους ὅταν στραφοῦν μετὰ τὴ λειτουργία,
μέθας νὰ μὴν ἀρχίζουνε καὶ τὴν ἀργολογία.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κι Ἅγιοι Πατέρες,
ἐθέσπισαν τὶς ἑορτὲς ὡς ἅγιες ἡμέρες,
μαρτύρων, ὁμολογητῶν καὶ πάντων τῶν Ἁγίων,
νὰ μελετοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἰδικόν τους βίον.
Καὶ ὅλοι μας οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὺς νὰ μιμηθοῦμε,
ἔστω τὸ κατὰ δύναμη ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.
Εἰς τὶς γυναίκες ἔλεγε σεμνὴ ἐνδυμασία,
παντοῦ νὰ ντύνονται σεμνὰ καὶ μὲς τὴν ἐκκλησία.
Εἶπε νὰ θυσιάσομεν ἐδῶ ὀλίγον κόπον,
νὰ βροῦμε σὰν πεθάνομεν ἐκεῖ ὡραῖο τόπον.
Ἔφερε ὡς παράδειγμα Ἁγίους καὶ πατέρες, πρόσκαιρα ἀγωνίστηκαν γιὰ αἰώνιες ἡμέρες.
Ἔφερε ὡς παράδειγμα Πρόδρομον Ἰωάννη, λίγο στὴν ἔρημο ἔζησε καὶ πῆρε τὸ στεφάνι.
Ἔτρωγε μέλι ἄγριο καὶ χόρτα στὴν τροφή του, καὶ τώρα στὸν παράδεισο ἀγάλλεται ἡ ψυχή του.
Ἔλεγε γιὰ τὸν Ἀβραὰμ πὼς εἶχε μεγάλη πίστι, τὸν Ἰσαὰκ θυσίαζε στὸ ἔργο του ἐδείχθη.
Ἀκόμα καὶ τὸν Ἰωσὴφ μὲ τὸ παράδειγμά του, τὴν ἁμαρτία ἔφυγε, ἔδιωξε τὴν κυρά του.
Προτίμησε στὴ φυλακὴ ἐκεῖ νὰ κατοικήσει, παρὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἐμπρὸς νὰ ἁμαρτήσει.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔλεγε μέσα στὴν ἐκκλησία, γιορτὴ μεταμορφώσεως στὴ θεία λειτουργία.
Συγκλονισμένος πάντοτε ἦταν στὸ κήρυγμά του, ἔκλαιγε καὶ ἐσκούπιζε συχνὰ τὰ δάκρυά του.
Εἶναι εὐτυχεὶς ὅσοι γνώρισαν Φιλόθεο πατέρα, τὰ τέκνα του συμβούλευε τὴ νύκτα καὶ ἡμέρα.
ij
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πατρίδα ποὺ γεννήθηκε ἦταν ἡ Συληβρία, Μὰ σὰ μεγάλωσε καὶ ἦρθε σὲ ἡλικία, στὴ νῆσο Χίο τράβηξε καὶ κείθε στὴν Ἀσία.
Ἔγινε τότες μοναχὸς σὲ ἕνα μοναστήρι, Καὶ συναριθμήθηκε μὲ ἄλλοι καλογήροι.
Ποιὰ ὅμως εἶναι αἰτία του καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο, Καὶ ἐδιάλεξε ὁ Ἅγιος Θεοῦ τὸν ἴσιο δρόμο;
Πίστι μεγάλη στὸ Θεὸ καὶ ἄπειρη ἀγάπη, Ἄκουε λόγια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι δίχως λάθη.
Ἄφησε κόσμο καὶ γονεῖς καὶ μοναχὸς μονάζει, Νύκτα καὶ μέρα τὸν Θεὸ θέλησε νὰ δοξάζει.
Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς χαρίσματα τοῦ δίνει, Οὐράνια, πνευματικὰ, γεμάτα εὐφροσύνη.
Ἐνήστευε, προσηύχετο, πάντα εἶχε πρώτη θέση, Γιὰ ἕνα πρᾶγμα φρόντιζε, εἰς τὸ Θεὸ ν᾿ ἀρέσει.
Τοῦ ἄξιζαν τὰ χαρίσματα Θεὸς ποὺ τοῦ ᾿χὲ δώσει, Γιατὶ κοπίαζε καὶ αὐτὸς νὰ τὰ ἀνταποδώσῃ.
Στὰ ἔργα του ὁ ἄνθρωπος βλέπει ὁ Θεὸς τὶ κάνει, Καὶ ὅταν ἦν θεάρεστα θὰ πάρει τὸ στεφάνι.
Ὑπάρχουνε καὶ χριστιανοὶ ποὺ δὲν τὸν ἀγαποῦνε, Πιστεύουν λένε στὸ Θεὸ καὶ τὸνε βλαστημοῦνε.
Πηγαίνουνε στὰ θέατρα καὶ ὄχι στὴν ἐκκλησία, Μικροί, μεγάλοι, γέροντες, γυναῖκες καὶ παιδιά.
Ὅταν ἀκοῦμε χριστιανὸ Θεὸν νὰ βλαστημήσει, Πρεπει νὰ τοῦ μιλήσουμε βρισιὲς νὰ σταματήσει.
Τέλος τῆς ὁμιλίας του εἶπε νὰ μιμηθοῦμε, Τὸν Ἅγιον Νεκτάριον νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε.
Γίνετε ὅλοι Ἅγιοι ὡς ὁ Θεὸς τὸ θέλει, Νὰ τὸν εὐχαριστήσομε καθώς καὶ οἱ ἀγγέλοι.
Τὸν Ἅγιον Νεκτάριον νὰ τὸν εὐχαριστεῖτε, Πολὺ θὰ εὐχαριστηθεῖ ὅταν τὸν μιμηθεῖτε.
Ποτὲ μὴν κάνετε κακὸ, μόνο μετανοεῖτε, Ὅσοι ἔχετε ἁμαρτήματα ἐξομολογηθεῖτε.
Ὁ Θεὸς πρᾶγματα ἀδύνατα ποτὲ δὲν διατάσει, Θέλει ἀνθρώπων τὶς ψυχὲς ὅλες νὰ ἀναπαύσει.
Εἶναι πατέρας στοργικὸς σ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά του, Νὰ κάνουμε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τὸ θεῖο θέλημά του.
mn
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ
Πάλι στὸ Σιδηρόκαστρο πῆγε νὰ ὁμιλήσει, στὸν Ἅγιον Νεκτάριον ναὸν ποὺ ἔχουν κτίσει.
Ἐμίλησε γιὰ φάρμακο ποὺ φεύγει ἡ ἁμαρτία, ποὺ ὅλοι ἁμαρτάνoμεν ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ.
Κάνει ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ καταλαβαίνει, πὼς ἁμαρτία αἰώνια εἰς τὴ ζωή του μπαίνει.
Μονάχα ἡ μετάνοια σβήνει τὴν ἁμαρτία, μὲ ἀληθινὴ συναίσθηση γιατρεύεται ἡ καρδία.
Γι᾿ αὐτὸ εἶναι συμφέρον μας νὰ μὴν χρονοτριβοῦμε, νὰ πᾶμε στὸν πνευματικὸ, νὰ ἐξομολογηθοῦμε.
Τότε θὰ χαίρεται ἡ ψυχὴ, ἁγνὴ σὰν περιστέρι,
Στὴν ὁμιλία του αὐτὴ εἶπε μιὰ ἱστορία, ἀληθινὴ ποὺ ἔγινε στὴν πόλι Ἀντιοχεία.
Μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλὴ ζοῦσε στὴν πολιτεία, στὸ σῶμα ἦταν ὄμορφη, ζοῦχε σ᾿ ἀκολασία.
Πολλὲς ψυχὲς διέφθειρε μὲ τὴν αἰσχρὴ ἁμαρτία, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶν᾿ βρωμερὴ γεμάτη ἀκαθαρσία.
Στὴν πόλι αὐτὴ ἐπίσκοπος Νονὸς τὸ ὀνομά του, ὁ κόσμος ἐμαζεύετο νὰ ἀκούσει κήρυγμά του.
Τοῦ εἶπαν νὰ κάνει κήρυγμα μιὰ μέρα στὴν πλατεία, ἐδέχθηκε τὴν πρόσκληση δίχως ἀντιλογία.
Ὁ κόσμος ἐσυνάχθηκε ὅλος σ᾿ αὐτὸν τὸ τόπον, καὶ ἄρχισε Θεῖο Κήρυγμα στὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.
Μὰ ἔξαφνα μιὰ ἅμαξα περνοῦσε στολισμένη, μὲ μιὰ γυναίκα ἄσεμνη, στ᾿ ἀρώματα λουσμένη.
Τραβοῦσε μὲ τὸ βλέμα της ὅλους στὴν ἁμαρτία, ἡμίγυμνη ἦταν σχεδὸν καὶ στὴν ἐνδυμασία.
Ὁ κόσμος τὴν ἐκοίταζε, τὸ κήρυγμα σταματάει, διέκοψε ὁ δέσποτας, ἔπαψε νὰ μιλάει.
Γιατὶ ἄφησαν τὸ κήρυγμα καὶ κοίταζαν τὴν πόρνη, ἔπρεπε νὰ ἀποστραφοῦν, νὰ τὴν ἀφήσουν μόνη.
Ὁ δέσποτας ποὺ ἦν ἐκεῖ ψυχὲς νὰ ὠφελήσει, πολὺ ἐσυγκινήθηκε δὲ θέλει νὰ μιλήσει.
Ἔκλαιγε καὶ τὸν ἐρωτοῦν ἄνθρωποι γιατὶ κλαίει, ἀμέσως τοὺς ἀπάντησε καὶ παρευθὺς τοὺς λέει.
Κλαίω γιὰ τὴν φροντίδα της στὸ βρώμικό της σῶμα, ποὺ θὰ τὸ φᾶνε σκώληκες ὅταν ταφεῖ στὸ χῶμα.
Φροντίζει σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ αὐτὸ νὰ καλλωπίζει, καὶ τὴν ἀθάνατη ψυχὴ δὲν τὴν ὑπολογίζει.
Κλαίω ἀκόμα ἔλεγε καὶ γιὰ τὴν ψυχή μου, δὲν τὴν ἐστόλισα ποτὲ σὲ ὅλη τὴ ζωή μου.
Ἀκόμα κλαίω καὶ γιὰ ἐσᾶς ποὺ ἀφήσατε ὁμιλία, σὲ μιὰ πόρνη βρωμερὴ δώσατε σημασία.
Καὶ τότε τέλειωσε ἐκεῖ τὴ διδασκαλία, τὴν Κυριακὴ λειτούργησε ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ ἀγαπᾶ ὅλα τὰ πλάσματά του, φώτισε τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ εὑρεθεῖ κοντά του.
Στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ ἐπῆγε καὶ ἡ πόρνη, ἤθελε ἀνθρώπους συντροφιὰ γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνη.
Τὸ κήρυγμα αὐτὸ ἔλεγε γιὰ β´ παρουσία, καὶ ἔλεγε πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Ὅσοι ἁμαρτάνουνε κρυφὰ καὶ δὲν μετανοήσουν, τὴν κόλαση αἰώνια θὰ τὴν κληρονομήσουν.
Τοὺς εἶπε νὰ προσέξουνε, καλὰ νὰ τὸ σκεφτοῦνε, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα νὰ ἐξομολογηθοῦνε.
Οἱ ἡδονές τοῦ σώματος δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσουν, καὶ εἰς τὸ πῦρ, τὸ αἰώνιον θὰ σᾶς καθοδηγήσουν.
Χρόνο μὴν ἀναβάλλετε, ὁ Θεὸς σᾶς περιμένει, ὅταν μετανοήσετε θὰ εἴστε εὐτυχισμένοι.
Ἡ πόρνη σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ στὴν ἐκκλησία, μετάνοιωσε καὶ ἔκλαιγε γιὰ τὴν ἁμαρτία.
Λόγον Θεοῦ δὲν ἄκουσαν τὰ ὦτα της καθόλου, γιατὶ ἁμαρτίες ἔκανε στὸ δρόμο τοῦ διαβόλου.
Ἄρχισε νὰ μετανοεῖ καὶ ἀμέσως τώρα κλαίει, εἶναι αὐτὴ ἁμαρτωλὴ χείλη καὶ γλώσσα λέει.
Κλαίει ἀπαρηγόρητα, γιὰ τὰ κακὰ ποὺ εἶχε κάνει, ἄν πέθαινε τὴν ὦρα αὐτὴ ἡ ψυχή της τηνε χάνει.
Τὰ μάτια της ἐκλαίγανε σ᾿ ὅλη τὴ λειτουργία, σκεπτόταν ὅλη τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε ἁμαρτία.
Ἡ λειτουργία τελείωσε, ἦταν μετανιομένη, καὶ γιὰ τὸ δεσπότη ἐρώταγε σὲ ποιὸ σπίτι μένει.
Σὰν ἔμαθε τὸ σπίτι του ἐπῆγε καὶ προφταίνει, ἔπεσε εἰς τὰ γόνατα ἦταν μετανιομένη.
Τοῦ λέγει σὲ παρακαλῶ θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
Ὁ δεσπότης σὰν ἐκοίταξε τ᾿ ἄσεμνο ντύσιμό της, τὴν ἔδιωξε δὲν ἤθελε νὰ βρίσκεται ἐμπρὸς της.
Σὰν ἔφτασε στὸ σπίτι της ἀλλάζει ἐνδυμασία, πένθιμα ροῦχα φόρεσε σὰν νὰ ᾿τανε κηδεία.
Πρωὶ ὅταν ξημέρωσε εἶχε ἀναχωρήσει, τὸν δέσποτα πνευματικὸ πῆγε νὰ συναντήσει.
Ὁ δέσποτας τὴ νύκτα αὐτὴ πόνεσε καὶ θυμόταν, τὴν πόρνη τὴν ἁμαρτωλὴ ποὺ ἔδιωξε, συλλογιόταν.
Ἐσκέφτηκε ὁ Κύριος δὲν ἔδιωξε τὴν πόρνη, εἶν᾿ ἁμαρτία ποὺ ᾿φυγε καὶ τώρα μετανιώνει.
Τὸ ἴδιο ἔπρεπε καὶ γὼ νὰ μὴν τὴν ἐξορίσω, καὶ γιὰ τὴν ἐνδυμασία της νὰ τηνε κατηχήσω.
Σὰν πλάγιασε νὰ κοιμηθεῖ βλέπει στὸ ὅραμά του, πὼς ἦταν στὸ δεσποτικὸ περιστερὰ μπροστά του.
Τὸν κοίταξε προσεκτικά, ἤτανε λερωμένη, δὲν θέλησε νὰ τὴν κοιτᾷ, ἤτανε σιχαμένη.
Ἀφοῦ τὴν ἔδιωξε εὐθὺς στὰ μάτια τὸν κοιτοῦσε, καὶ λερωμένη ἤτανε ἐμπρός του ἐπετοῦσε.
Ἐθύμωσε ὁ δέσποτας στὰ χέρια του τὴν πιάνει, σὲ κολυμβήθρα μὲ νερὸ εὐθὺς ἐκεῖ τὴν βάνει.
Ἐλούστηκε καὶ ἔφυγε ὅλη ἡ ἀκαθαρσία, καὶ ἔλαμπε ἡ περιστερὰ μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἐξύπνησε καὶ ἐσκέφτηκε ποιὰ ἦταν ἡ ὀπτασία, ἔμαθε ὅτι ἤτανε ἡ πόρνη Πελαγία.
Καὶ τὴν ἐδέχθη τὸ πρωὶ ἐκεῖ μὲ καλοσύνη, τῆς εἶπε πὼς μετάνιωσε ποὺ ἔδιωξε ἐκείνη.
Ἔλα νὰ ἐξομολογηθεῖς τὰ ἁμαρτήματά σου, θὰ ἀποβάλεις ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν μετάνοιά σου.
Μὲ συντριβή, κατάνυξη τὰ ἁμαρτήματά της, τὰ ἐξομολογήθηκε, καθαρίστηκε ἡ καρδιά της.
Πλοῦτο πολὺ συγκέντρωσε στὴν ἄσωτη ζωή της, τὰ μοίρασε ὅλα στοὺς πτωχοὺς νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.
Σὰν ἐξομολογήθηκε ἄμεσως ἐξαγνίσθη, τὴν αἰγυπτίαν Μαριὰμ ἀμέσως ἐμιμήθη.
Κατοίκησε σὲ σπήλαιο ἔκλαιγε καὶ ἐθρήνη,
γιὰ τὶς ἁμαρτίες της ποὺ ἔκανε ἐκεῖνη.
Μόνο ἄρτος καὶ νερὸ ἤτανε ἡ τροφή της,
καὶ μέσα ἐκεῖ στὸ σπήλαιο ἁγνήστη ἡ ψυχή της.
Στὸ σπήλαιον σὰν πέθανε ποὺ εἶχε ἁγιάσει,
τὸ Ἅγιον της λείψανο εἶχε εὐωδιάσει.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμιλία,
εἶπε γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ ποὺ ἦταν στὴν ἁμαρτία,
γύρισε στὸν πατέρα του βρῆκε τὴ σωτηρία.
Ὅλοι καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε,
καὶ νὰ μετανοήσουμε ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.
Ὅλους μᾶς δέχεται ὁ Θεὸς στὴν πατρικὴ ἀγκάλη,
σβήνει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ εἴμαστε ἀθῶοι πάλι.
Ἄνθρωπος τὴν μετάνοια ποτὲ μὴν ἀναβάλλει,
νὰ ᾿ναι ἡ ψυχή του καθαρὴ, ἥσυχο τὸ κεφάλι.
Σὲ ἕνα νέο ἔλεγαν γιὰ νὰ μετανοήσει,
ἀφοῦ σὰν ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς θὰ εἶχε ἁμαρτήσει.
Ἐγὼ εἶμαι νέος ἔλεγε, χαίρομαι τὴ ζωή μου,
ἅμα γεράσω θὰ σκεφτῶ νὰ σώσω τὴ ψυχή μου.
Ἀρρώστησε ὅμως κάποτε νέος στὴν ἡλικία,
δὲν ἐξομολογήθηκε καμιά του ἁμαρτία.
Ἐβάρυνε ἡ ἀσθένεια καὶ σὰν ψυχομαχοῦσε,
ὅλο γιὰ τὴ μετάνοια τότε ἐμιλοῦσε.
Πέθανε ἀμετανόητος σὲ ὅλη τὴ ζωή του,
καὶ πήρανε οἱ δαίμονες ἁμαρτωλὴ ψυχή του.
AB
- 62
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ (ἐπὶ τῆς Συλλήψεως)
Τὴν Ἁγία Ἄννα σήμερα γιορτάζει ἡ ἐκκλησία Θεοπρομήτορα Χριστοῦ καὶ ἔχει σημασία.
Ἡ Ἄννα καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ζοῦσαν στὴν Παλαιστίνη ὅμως ἤτανε ἄτεκνοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τεκνοποιήσουν ἡ ἀτεκνία νὰ λυθεῖ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουν.
Ἦταν θεοφοβούμενοι, γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη, τηροῦσαν ἐντολὲς Θεοῦ δίχως νὰ κάνουν λάθη.
Οἱ ἄλλοι τοὺς ἀπέφευγαν καὶ τοὺς καταφρονοῦσαν διότι ἦταν ἄτεκνοι, παιδιὰ δὲν ἐγεννοῦσαν.
Μιὰ μέρα πῆγε ὁ Ἰωακεὶμ δῶρα στὴν ἐκκλησία ἀνάμα καὶ ἕνα πρόσφορο γιὰ Θεία Λειτουργία.
Τὸν δέχτηκε ὁ ἱερεὺς μὲ ἄγριο τὸν τρόπο καταραμένο τὸν καλεῖ στὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.
Ἔκλαιγε ὁ Ἰωακεὶμ μέσα στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὴ στεναχώρια του στράφηκε στὴν οἰκία.
Εἶπε στὴν Ἄννα ὅτι ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἱερέα πὼς μὲς στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ δὲν φέρθηκε ὡραία.
Εἶπε στὴν γυναίκα του πὼς στὸ βουνὸ πηγαίνει νὰ κάνει προσευχὴ θερμὴ παιδὶ νὰ περιμένει.
Ἐσὺ τῆς εἶπε μεῖνε ἐδῶ στὸν κῆπο νὰ καθίσεις, δέηση κάνε στὸ Θεὸ, παιδὶ νὰ ἀποκτήσεις.
Καὶ ἔφυγε ὁ Ἰωακεὶμ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη ἀνέβει εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ, τὴν σύζυγο ἀφήνει.
Μὲ δάκρυα εἰς τὸ Θεὸ κάνει τὴν προσευχή του καὶ ὁ Θεὸς εἰσήκουσε τότε τὴ δέησή του.
Τὸν Γαβριὴλ Ἀρχάγγελο εἰς τὸ βουνὸ τὸν στέλνει καὶ τὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς εὐθὺς τοῦ παραγγέλνει.
Τοῦ δούλου μου Ἰωακεὶμ ἄκουσα προσευχή του ἡ λύπη θὰ γενεῖ χαρὰ καὶ θὰ χαρεῖ ἡ ψυχή του.
Μιὰ κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ εἶπε πὼς θὰ τοῦ δώσῃ ποὺ θὰ γεννήσει τὸ Χριστὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ.
Χαρμόσυνα εὐαγγέλια ὁ Ἰωακεὶμ λαμβάνει ἔφυγε καὶ χαρούμενος εἰς τὴν οἰκία φτάνει.
Τὰ ἀγγελικὰ τὰ ρήματα στὴν Ἄννα διηγεῖτε ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε πὼς καὶ σ᾿ αὐτὴν τὰ εἶπε.
Μεγάλη ἔνιωσαν χαρὰ, ἡ Ἄννα συλλαμβάνει μητέρα ἔτεκε Θεοῦ τὴν Παναγιὰ προφθάνει.
Προπάτορες παρήκουσαν Θεοῦ παραγγελία καὶ γένος τὸ ἀνθρώπινον ἔσωσε ἡ Παναγία.
Ὁ Κύριος τὴν διάλεξε τὴν Κεχαριτωμένη ἡ Κόρη ἡ Ἀειπάρθενος σώζει τὴν οἰκουμένη.
Ἡ Ἄννα καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ἔγιναν ἡ αἰτία ποὺ τὸ Σωτήρα γέννησε Χριστὸν ἡ Παναγία.
Τὸ Ἅγιὸν Σου ὄνομα Θεέ μου δοξασμένο εἰς τοὺς αἰῶνας ἅπαντας νὰ εἶναι εὐλογημένο.
Βοήθεια νὰ ἔχουμε ὅλοι τὴν Παναγία πατέρα της Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα τὴν Ἁγία.
ef
- 64
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΑΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ
Στὴ μνήμη τῶν Ταξιαρχῶν, ὁ κόσμος γιὰ νὰ μάθει, εἶπε γιὰ πρώτη ἀρετὴ ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη.
Μίλησε γιὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶπε ὁ Κύριός μας πρῶτα νὰ ἀγαπήσουμε Κύριον τὸν Θεόν μας.
Μετὰ τὴν πρώτη ἐντολὴ γιὰ δεύτερη μιλάει ἄνθρωπος τὸν πλησίον του πρέπει νὰ ἀγαπάει.
Πατέρες καὶ Ἀπόστολοι γράφουν γιὰ τὴν ἀγάπη ὁ κόσμος ποὺ ἔχει ἄγνοια νὰ διδαχτεῖ, νὰ μάθει.
Ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν πρέπει νὰ συγχωροῦμε σὰν τὸ δικό μας ἑαυτὸ ὅλους νὰ ἀγαποῦμε.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη: ὅλους νὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸν εἰδωλολάτρη.
Τὸ δόγμα νὰ μισήσουμε καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν σ᾿ ὅλη τὴ γῆ σὲ διαφόρους τόπους.
Γράφει οὐράνια συμβουλὴ ὁ Θεῖος Αὐγουστίνος: «Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Θεὸ εἶναι Θεὸς καὶ ἐκεῖνος, καὶ ὅποιος ἀγαπάει διάβολο εἶν᾿ διάβολος καὶ ἐκεῖνος».
Ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ τὸν Θεὸ πολὺ ἀγαποῦσε καὶ πῆγε Αὐτὸς στὸ σπίτι του καὶ τὸν φιλοξενοῦσε.
Οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀγάπησαν τὸν Οὐράνιο Πατέρα ἐπῆγαν στὸν Παράδεισο καὶ χαίρουν νύκτα-μέρα.
Εἶναι ἑκατομμύρια οἱ Ἅγιοι τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ἀγάπη χαίρουνε ζωῆς ἐπουρανίου.
Μ᾿ αὐτὲς τὶς λίγες συμβουλὲς τελείωσε ἡ ὁμιλία ἀγάπη εἶπε νὰ ἔχουμε νὰ βροῦμε σωτηρία.
ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΡΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
Τὸν κάλεσαν στὰ Τρίκαλα, ἔκανε ὁμιλία, εἶπε ὁ πατὴρ Φιλόθεος διὰ τὴν εὐτυχία.
Ὅλος ὁ κόσμος ἐρευνᾷ ποῦ εἶναι ἡ εὐτυχία μὰ λίγοι τὴν εὑρίσκουνε ποὺ ἔχουν Θεοῦ σοφία.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι νομίζουν ἂν πλουτίσουν θὰ ἔχουν ἄνετη ζωὴ καὶ εὐχάριστα θὰ ζήσουν.
Ἂν θυσαυρίζουν στὴ ζωὴ κάνουν μεγάλο λάθος τὰ χρήματα ποὺ μάζεψαν δὲν παίρνουν εἰς τὸν τάφο.
Καὶ οἱ ληστὲς τὸν πλούσιο παντοῦ τονε γυρεύουν τοῦ παίρνουνε τὰ χρήματα καὶ ἀκόμα τὸν φονεύουν.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο θυμίζει πὼς θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς ποτὲ μὴν θησαυρίζει.
Μονάχα εἰς τὸν οὐρανὸ ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένοι ἐκεῖ θὰ βροῦν τοὺς θησαυροὺς ποὺ εἶναι χαρισμένοι.
Ἐδῶ, στὴν πρόσκαιρη ζωὴ οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν πίστι καὶ ἔργα τοῦ Θεοῦ μόνο ἐκεῖνα μένουν.
Καὶ εἶπε τὴν παραβολὴ Λαζάρου καὶ πλουσίου ποὺ εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου.
Ἀπέθανε ὁ πλούσιος καὶ ὁ Λάζαρος ἀκόμα ποὺ δὲν τοῦ ἔδινε μπουκιὰ ψωμὶ νὰ βάλει στὸ στόμα.
Ὁ πλούσιος βλέπει Λάζαρο στοῦ Ἀβραὰμ τὸν κόλπο ἤθελε τότε καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο.
Παρακαλεῖ τὸν Ἀβραὰμ τὸ Λάζαρο νὰ στείλει λίγο νερὸ στὸ δάχτυλο νὰ δροσιστοῦν τὰ χείλη.
Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραὰμ ἔχει δικαιοσύνη ἐσὺ γλεντοῦσες στὴ ζωὴ αὐτὸς εἶχε ὀδύνη.
Μονάχα πιὸ πονετικὰ φάνηκαν τὰ σκυλάκια ποὺ τὶς πληγὲς τοῦ ἔγλυφαν, χέρια καὶ ποδαράκια.
Ὁ Λάζαρος τώρα χαίρεται, μόνο ἐσὺ λυπᾶσαι ἂς ἔκανες θέλημα Θεοῦ τώρα μαζί του νὰ ᾿σαι.
Εἶπε ὁ πατὴρ Φιλόθεος πλουσίους καὶ ἄλλους εἶδα γνώρισα ἀπὸ μικρὸς καὶ στὴ δική μου πατρίδα.
Ἦταν ἕνας πλούσιος ποὺ εἶχε φιλαργυρία ἐδάνειζε εἰς τοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκανε συμφωνία.
Ἂν δὲν πληρώσουν δάνειο νὰ ἔχει ἐξουσία νὰ παίρνει σπίτια, κτήματα, ζῷα, περιουσία.
Τὸν ἄνθρωπος αὐτὸ σὰν πέθανε τὸν ἀναθεματίζουν εἶχε ἀδικήσει τοὺς φτωχοὺς καὶ δὲν τὸν μακαρίζουν.
Σὲ τρία χρόνια ξέθαψαν τὸ σῶμα τοῦ πλουσίου ἔμεινε ὅμως ἄλιωτο ἐντὸς τοῦ κοιμητηρίου.
Τὸ μαυρισμένο σῶμα του εἶχε ἀνοικτὸ τὸ στόμα καὶ τὰ παιδιά του τρόμαξαν ὡς ἄν τὸ ᾿δαν ἀκόμα.
Τὰ χέρια ἦταν ἀνοιχτὰ σὰν νὰ ἤθελε νὰ ἁρπάξει τὰ τέκνα του εἰς τὴ ζωὴ δὲν τὰ εἶχε αὐτὰ διδάξει.
Τὸν πλοῦτο ποὺ τοὺς ἄφησε ἔφαγαν σὲ ἀσωτίες καὶ εἰς τὰ χαρτοπαίγνια καὶ ἄλλες ἁμαρτίες.
Ἕνας στὸ χαρτοπαίγνιο ἔχασε τὰ λεφτά του καὶ ἔβγαλε τὸ περίστροφο, τίναξε τὰ μυαλά του.
Τοῦ πλούσιου, συνέχισε, τὸ δεύτερο παιδί του ἀπὸ τὶς ἀσωτίες του σάπισε τὸ κορμί του.
Καὶ γιὰ τὸ τρίτο του παιδὶ ὁ Γέροντας διηγᾶται συμμαθητὴς του ἤτανε γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν λυπᾶται.
Κατήντησε καὶ αὐτὸ φτωχὸς καὶ ἅπλωνε τὸ χέρι δίψαγε καὶ πείναγε πολλὰ εἶχε ὑποφέρει.
Δὲν ἔδωσαν εἰς τοὺς φτωχοὺς ποτὲ καμιὰ δεκάρα τὰ ἔφαγαν καὶ πτώχευσαν γιατὶ εἴχανε κατάρα.
Δυστύχησε ὁ πατέρας καὶ τὰ παιδιά του ἀκόμα γι᾿ αὐτὸ τὸν ᾿βγαλαν ἄλοιωτο ἀπὸ τὸ μαῦρο χῶμα.
Διάβασε συγχωρητικὴ στὸν τάφο ὁ Δεσπότης σὲ τρία χρόνια ἤτανε στὴν θέση του τὴν πρώτη.
Σκέφτηκαν ἀφοῦ στὴ γῆ δὲν διαλύει τὸ σῶμα νὰ πεταχτεῖ στὴ θάλασσα, νὰ μὴν ἀκοῦνε βρώμα.
Στὸ σῶμα του ἐδέσανε μία μεγάλη πέτρα στὴ θάλασσα τὸ ἔριξαν σὲ βάθος δέκα μέτρα.
Ἡ θάλασσα τὸ ξέρασε εἰς τὴ στεριὰ τὸ βγάζει.
Ὅλοι ἀναθεμάτιζαν τὸ σῶμα τοῦ καΐρη μὲ πέτρες τὸν ἑβρίζανε σὰν ξένο μουσαφίρη.
Καΐρη τὸν ὀνόμασαν γιὰ τὴ φιλαργυρία ποὺ δὲν λυπόταν τοὺς φτωχοὺς ποὺ εἶχαν δυστυχία.
Στὸ Γέροντα Φιλόθεο εἶπε τὴν ἱστορία ἕνας γνωστὸς τὸν κάλεσε διὰ φιλοξενία.
Τοῦ εἶπε ὁ πατὴρ Φιλόθεος νὰ μὴν τὸν βλασφημάνε μνημόσυνο νὰ κάνουνε καὶ νὰ τὸν συγχωρᾶνε.
Ἔμαθε πὼς μνημόσυνο τοῦ ἔκαναν κατόπιν εἶχαν μεγάλη ἄγνοια τότε οἱ ἀνθρῶποι.
Παράδειγμα ὁ Κύριος ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τοὺς σταυρωτὰς συγχώρεσε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Σὰν ἔδωσε ὁ Γέροντας αὐτὴ τὴ νουθεσία πέτρες δὲν ἔριχναν τοτὲ οὔτε καὶ βλασφημία.
Ὅσοι τὰ ἀξιώματα λογίζουν εὐτυχία πλανῶνται καὶ αὐτοὶ πρόσκαιρη ἔχουν ἀξία.
Ὑπάρχουν ἀθλιότεροι ἀπ᾿ τοὺς προηγουμένους ποὺ ἑαυτούς τους θεωροῦν πολὺ εὐτυχισμένους.
Τρῶνε καλὰ καὶ πίνουνε καὶ κάνουν ἁμαρτίες θαρροῦν πὼς εἶναι εὐτυχεῖς μὲ τὶς ἀκολασίες.
Αὐτοὶ ἀποκτοῦν ἀσθένειες πᾶν᾿ στὰ νοσοκομεῖα στὸ τέλος καταφεύγουνε καὶ στὰ τρελοκομεῖα.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ εὐτυχία δὲν θωροῦν σὲ ὅλους τῆς γῆς τοὺς τόπους.
Ἐσεῖς τώρα ποὺ ἀκούετε αὐτὴ τὴν ὁμιλία ἄν θέλετε νὰ ὑπακούσετε θὰ ἔχετε εὐτυχία.
Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐνάρετοι ζοῦνε στὴν εὐτυχία διότι τηροῦν ἐντολές Θεοῦ μὲ καθαρὰ καρδία.
Καὶ φέρνει ὡς παράδειγμα Πρόδρομο Ἰωάννη ποὺ ἐβάπτισε τὸν Κύριο στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη.
Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος εἶχε πολλὴ πτωχία τροφὲς δὲν εἶχε τίποτα, ροῦχα οὔτε οἰκία.
Στὴν ἔρημο κατοίκησε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀσκεπὴς στὴν κεφαλὴ, ἡ ζώνη δερματίνη.
Δέρμα καμήλου ἐνδύθηκε, παπούτσια δὲν φοροῦσε μέρα καὶ νύκτα τὸν Θεὸ πάντα εὐχαριστοῦσε.
Καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ Πρόδρομο μιλάει πὼς εἶχε περιουσία του τὸ Θεὸ νὰ ἀγαπάει.
Οἱ ἄνθρωποι ἐφεύγανε ἀπὸ τὴν πολιτεία νὰ ἀκούσουνε τὸν Πρόδρομο ποὺ ἦταν στὴν ἐρημία.
Σὰν τὰ ἐλάφια ἔτρεχαν ποὺ ἦταν διψασμένα νὰ ἀκούσουνε λόγια Θεοῦ, σοφὰ, ἁγιασμένα.
Ἔτρωγε ἀγριόμελο καὶ ἄκριες τῶν χόρτων καὶ ἦταν πάντα εὐτυχὴς στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Μεγάλη ἦταν ἡ ἀρετὴ τοῦ Τίμιου Προδρόμου ἔμοιαζε ἡ γλώσσα του τοῦ θείου Χρυσοστόμου.
Καὶ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦταν φτωχοὶ καὶ ἐκεῖνοι εἶχαν μεγάλη ἀρετὴ, ἐμύριζαν σὰν κρίνοι.
Κήρυξαν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη φτωχοὶ ψαράδες ἤτανε, ὅμως εὐτυχισμένοι.
Ἄν ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδία τότε θὰ χαίρεται ἡ ψυχὴ καὶ θὰ ᾿χουμε εὐτυχία.
CD
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ
Ἐκήρυττε ὁ Κύριος τὸ εὐαγγέλιὸν Του καὶ νεαρὸς γονυπετὴς ἐστάθηκεν ἐμπρός του.
Τὸν ἐρωτᾷ διδάσκαλε ἀγαθὲ πὼς πρέπει ἐδῶ νὰ ζήσω καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν νὰ τὴν κληρονομήσω;
Καὶ ἀμέσως τότε ὁ Κύριος εὐθὺς τοῦ ἀπαντάει γιατὶ τὸν εἶπε ἀγαθὸν τὸν νεαρὸ ρωτάει.
Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς ἀπάντηση τοῦ δίνει, θέλει νὰ δείξει ὁ Κύριος τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἤτανε τέλειος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἐπίσης στὴ λέξη ποὺ εἶπε ἀγαθὸς ἔδωσε ἀπαντήσεις.
Καὶ βλέπουμε τὰ λάθη μας ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πὼς πρέπει ὅλοι νὰ ἔχουμε τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ὁ Κύριος ἦταν Θεὸς ἐμεῖς εἴμαστε χῶμα καὶ ἔχουμε ὑπερηφάνεια πολλὲς φορὲς ἀκόμα.
Λέμε πὼς εἴμαστε καλοὶ καὶ δίκαιοι ἀνθρῶποι πὼς ἔχουμε ἔργα ἀγαθὰ μοσχοβολοῦν οἱ τόποι.
Ἔχουμε ὑπερηφάνεια καὶ ὅλοι ἀγνοοῦμε ἀνοίγουμε τὸ στόμα μας στοὺς ἄλλους ὁμιλοῦμε.
Ἐὰν τὸ μηδὲν θὰ καυχηθεῖ τότε τὸν ἑαυτός μας θὰ πρέπει νὰ λογίσουμε καὶ ἐμεῖς μηδενικό μας.
Τὶ ἔχεις καὶ οὐκ ἔλαβες λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιατὶ ὑπερηφανεύεσαι ὅσο κανένας ἄλλος.
Σῶμα ζωὴ καὶ τὴν ψυχὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει καὶ μὲ χαρίσματα θεϊκὰ μᾶς ἔχει στεφανώσει.
Ἀνόητος εἶναι καὶ μικρὸς ἄνθρωπος σὰν καυχᾶται γιὰ τὰ ξένα πράγματα, μὰ δὲν τὸ συλλογᾶται.
Λέγει ἔπειτα στὸ νεαρὸ τὶς ἐντολὲς γνωρίζεις, ἄν τὶς φυλάξεις θὰ σωθεῖς, στὸν οὐρανὸ κερδίζεις.
Ἔκανε πὼς δὲν ἤξερε, τὸν Κύριο ρωτάει καὶ παρευθὺς ὁ Κύριος στὸν νέο ἀπαντάει:
«οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, Οὐ ψευδομαρτυρήσεις, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν».
Ἀπάντησε ὁ νεαρὸς στὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι αὐτὰ τὰ ἔκανε ποὺ εἶν᾿ τοῦ εὐαγγελίου.
Σὲ τὶ ἀκόμα ὑστερῶ ἐπίσης τὸν ρωτάει Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εὐθὺς τοῦ ἀπαντάει.
Ἂν θὲς νὰ γίνεις τέλειος, νὰ μὲ ἀκολουθήσεις ὅλη περιουσία σου στοὺς φτωχοὺς νὰ τὴ χαρίσεις.
Ὁ νέος ἦταν πλούσιος, ἔφυγε λυπημένος δὲν ἤλπιζε εἰς τὸν Θεὸ καὶ ἦταν στεναχωρημένος.
Νόμιζε τὸν πλοῦτο του φτωχοὺς ὅταν μοιράσει πὼς θὰ τὸν ἄφηνε Θεὸς τὸν ἴδιο νὰ πεινάσει.
Σὰν ἔφυγε εἶπε ὁ Κύριος πὼς θὰ δυσκολευτοῦνε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ πλούσιοι νὰ μποῦνε.
Οἱ μαθητὲς ἐρώτησαν πὼς θὰ σωθοῦν οἱ ἀνθρῶποι ὁ Κύριος σὰν τ᾿ ἄκουσε ἐμίλησε κατόπι.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτωχός, ἔχει ἀδυναμία μὰ θὰ νικήσει τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία.
Ὁ γέροντας Φιλόθεος σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμιλία ἔκανε στοὺς ἀκροατὲς σοφὴ διδασκαλία.
Τοὺς εἶπε γιὰ τὸν Ἀβραὰμ πλούσιος ἦταν ἐκεῖνος μὲ ἀγαθοεργίες του ἦταν μυρωμένος κρίνος.
Δὲν ἦταν ὑπερήφανος, εἶχε ταπεινοσύνη τὸν πλοῦτο του τὸν σκόρπιζε στὴν ἐλέημοσύνη.
Ξένους ἐγύρευε φτωχοὺς διὰ φιλοξενία τοὺς τάιζε χαρούμενος στὴν ἰδικὴ τοῦ οἰκία.
Τοὺς ἔπλυνε τὰ πόδια τους καὶ τοὺς περιποιεῖτο Ἁγία Τριάδα φιλοξένησε σὰν Ἅγιος ποὺ ἦτο.
Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἰὼβ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὰ ἐλεοῦσε τοὺς φτωχοὺς στοὺς ἰδικούς του τόπους.
Δυὸ μεγάλα οἰκήματα ὁ Ἰὼβ τότε εἶχε κτίσει τοὺς ἀνθρώπους τοὺς φτωχοὺς νὰ ἐξυπηρετήσει.
Στὸ ἕνα οἴκημα ἔβαλε γυναῖκες νὰ ζυμώνουν νὰ ἑτοιμάζουν φαγητὰ εἰς τοὺς φτωχοὺς νὰ δώνουν.
Καὶ εἰς τὸ ἄλλο ἔβαλε γυναῖκες νὰ ὑφαίνουν νὰ ντύνονται ὅλοι οἱ φτωχοὶ σῶμα τους νὰ ζεσταίνουν.
Ὁ διάβολος εἶδε τὰ ἔργα του καὶ τὸν εἶχε φθονήσει τὰ πλούτη ἂν θὰ τοῦ ᾿παιρνε τὸν Θεὸ θὰ βλασφημήσει.
Μὰ ὁ Θεὸς ἐγνώριζε πίστι καὶ ὑπομονή του.
Στὸ διάβολο παραχωρεῖ τὰ πλούτη νὰ ἀφαιρέσει μόνο ἡ ζωὴ καὶ ἡ ψυχὴ νὰ εἶν᾿ στὴν ἴδια θέση.
Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ ἀφαίρεσε ὅλα τὰ ἀγαθά του τὰ ζῷα τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιά του.
Καὶ ὁ Ἰὼβ ἀκλόνητος μὲ στόμα ἀνοιγμένο ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εὐλογημένο.
Τότε ἐδόξαζε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ παθήματά του κι ἄν περιουσία ἔχασε καὶ ζῷα καὶ παιδιά του.
Ἐζήτησε ὁ διάβολος ἀπ᾿ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ Ἰὼβ τὸ σῶμα νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἄδεια νὰ τὸν παιδεύσει ἀκόμα.
Νόμιζε ὁ παγκάκιστος ὅταν τὸν τυρρανήσει πὼς τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα Ἰὼβ θὰ βλασφημήσει.
Καὶ σὰν ἐδόθει ἄδεια ὁ διάβολος καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ ἐπλήγωσε πόδια ὡς τὸ κεφάλι.
Ἐλέπριασε τὸ σῶμα σκώληκες δυσωδία τὸν ἔβγαλαν τότε τὸν Ἰὼβ μέσα ἀπ᾿ τὴν οἰκία.
Ἀκόμα κι ἡ γυναίκα του ἀπ᾿ τὰ παθήματά του τοῦ ἐπετοῦσε τὸ ψωμὶ δὲν ζύγωνε κοντά του.
Ἔβλεπε τὴν ἀνάγκη του, τοῦ εἶπε νὰ βλασφημοῦσε τότε θὰ πέθαινε ὁ Ἰὼβ καὶ δὲν θὰ τὸν θωροῦσε.
Μὰ ὁ μακάριος Ἰὼβ ὀρθὰ εἶχε μιλήσει καὶ στὴ γυναίκα ἔλεγε γιὰ νὰ μετανοήσει.
Ὅσα μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς πρέπει νὰ τὰ δεχτοῦμε γιὰ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε.
Δώδεκα χρόνια ἦταν λεπρός, μόνος, βασανισμένος, τὸ καλοκαίρι πύρωνε χειμώνα παγωμένος.
Οἱ μύγες ἔγλυφαν πληγὲς κουνούπια τὸν τσιμποῦσαν σκνίπες καὶ ἄλλα ζιζάνια τὸν ἐταλαιπωροῦσαν.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔλεγαν πὼς ἦταν στὴ δυστυχία μὰ ἡ ψυχή μου ἔλεγε δὲν ἔπαθε καὶ ἔχω εὐτυχία.
Τοῦ ᾿παν πὼς εἶν᾿ ἁμαρτωλὸς καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία βάσανα τοῦ ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ εἶχε ταλαιπωρία.
Τότε ἀκούστηκε φωνὴ, λάμπει τὸ πρόσωπό του ὡς νέο τριαντατριῶν ἐτῶν εἶδαν τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Θεὸ ποὺ ἤλπιζε διπλὰ τοῦ εἶχε δώσει καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ τὸν εἶχε ἀξιώσει.
Πλούσιος ἦταν ὁ Ἰὼβ, πλοῦτος δὲν ἐμποδίζει ἀλλάζει μεταχείριση, ὁ ἄνθρωπος κανονίζει.
Ὅταν τὸν πλοῦτο οἱ ἄνθρωποι κρατοῦν μόνο δικό τους καὶ συνάνθρωπο δὲν ἐλεοῦν, κάνουν κακὸ στὸ ἑαυτό τους.
Ἀνθρώπους ὅταν ἐλεοῦν ποὺ ἔχουν δυστυχία κερδίζουνε τῶν Οὐρανῶν αἰώνια Βασιλεία.
Ὁ Γέροντας Φιλόθεος λέγει στὴν ἀφεντιά σας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εἶναι παράδειγμά σας.
Ποτὲ νὰ μὴν καυχώμεθα διὰ τὰς ἀρετὰς μας ἄν θέμε νὰ εἶναι ὁ Θεὸς παντοτεινὰ κοντά σας.
Ἐπαίνους νὰ μὴν θέλουμε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς ποῦνε νὰ ἔχουμε εὐχαρίστηση, ἂν μᾶς κατηγοροῦνε.
Θεὸς ὑψώνει ταπεινοὺς καὶ δίνει θεία χάρι, ὅλοι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ εὔχομαι μακάρι.
Τέλειωσε στὰ Θαψανὰ καὶ αὐτὴ τὴν ὁμιλία ὁ ὅσιος Φιλόθεος μὲ σοφὴ διδασκαλία.
EF
Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ
Γράφει ὁ πατήρ-Φιλόθεος διὰ τὴν βλασφημία πὼς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες ἁμαρτία.
Θηρίο γίνεται ὁ ἄνθρωπος σὰν λέγει βλασφημία γίνεται ἀγριότερος ἀπ᾿ τὰ ἄλογα θηρία.
Ὅπου βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀκούει βασφημία στὴν ἀγορὰ, εἰς την ξηρὰ, στὴν θάλασσα, τὰ πλοῖα.
Οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοὶ, μικροὶ μὰ καὶ μεγάλοι, καὶ στὰ σχολεῖα μαθητὲς ἀκόμα καὶ δασκάλοι.
Ἀπὸ ἀξιωματικοὺς καὶ ἀπὸ στρατιώτες ἀπὸ ποιμένες, γεωργοὺς καὶ ἀπὸ ἰδιώτες.
Εὐθύνη ἔχουμε καὶ ἐμεῖς ποὺ δὲν τοὺς ὁμιλοῦμε ἀκούομεν νὰ βλαστημοῦν καὶ ἀδιαφοροῦμε.
Καὶ συνεχίζει ὁ γέροντας πῆγε στὴν Ἀραβία καὶ ἄκουσε τοὺς Ἄραβες ποὺ ᾿λεγαν βλασφημία.
Ρώτησε ποῦ ἔμαθαν αὐτοὶ νὰ βλασφημοῦνε καὶ ἀμέσως ἀπ᾿ τοὺς Ἕλληνες αὐτοὶ τοῦ ἀπαντοῦνε.
Οὐαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα μας ποὺ ἔχει καταντήσει τὸ ὄνομα τοῦ Δημιουργοῦ αὐτὴ νὰ βλασφημήσει.
Νὰ ἀγωνιστοῦμε οἱ χριστιανοὶ μὲ πίστι, προθυμία νὰ παύσει εἰς τὴν Ἑλλάδα μας ἡ αἰσχρότης, ἡ ἁμαρτία.
OP
“ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΣ”
Ἄνθρωποι ἐκ τοῦ μηδενὸς στὴ γῆ σᾶς ἔχω φέρει γιατὶ ἡ γλώσσα βλασφημεῖ, λόγια πρὸς μὲ προσφέρει;
Ἀέρα νὰ ἀναπνέετε σᾶς δίνω φῶς στὰ μάτια ἄρτον γιὰ νὰ χορταίνετε νερὸ μὲς στὰ κανάτια.
Ἔγινα ἄνθρωπος, γιὰ σᾶς Θεὸς καὶ μὲ μισεῖτε ἀντὶ νὰ μὲ δοξάζετε ἐσεῖς μὲ βλασφημεῖτε.
Ἐγὼ ἐταπεινώθηκα διὰ νὰ σᾶς ἀνυψώσω νὰ ἀνέβεται στὸν οὐρανὸ ψυχές σας νὰ σᾶς σώσω.
Ἄνθρωποι λέγει ὁ Κύριος γιατὶ μὲ βλασφημεῖτε ἐπείνασα, ἐδίψασα ἐσεῖς νὰ χορτασθεῖτε.
Μὲ σταύρωσαν εἰς τὸν σταυρὸν δίχως καμιὰ αἰτία διὰ νὰ συγχωρεθεῖ δική σας ἁμαρτία.
Τὸ Ἅγιον μοῦ Βάπτισμα σᾶς ἔχει καθαρίσει γιατὶ λοιπὸν τὸ στόμα σας ἐμὲ νὰ βλασφημήσει;
Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Μου δίδω γιὰ εὐχαριστία εἶν᾿ τὸ μεγάλο δῶρο μου, κάνω γιὰ ἐσᾶς θυσία.
Τὰ πάθη στὴν εἰκόνα μου βλέπετε, δὲν λυπάσθε ἀντὶ νὰ συμπονέσετε, ἐσεῖς μὲ βλασφημᾶτε.
Ἐγίνατε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἑαυτοὺς ἐνόμιζον ἐνάρετους, σπουδαίους.
Ἐκεῖνοι μὲ ἐσταύρωσαν μιὰ φορὰ καὶ μόνο ἐσεῖς μὲ βλασφημεῖτε σχεδὸν ὅλο τὸ χρόνο.
Βλάσφημοι ὁ διάβολος σκότισε τὸ μυαλό σας σᾶς ἔγινε διδάσκαλος ὁ πονηρὸς ἐχθρός σας.
Ἐγὼ σᾶς παρακολουθῶ καὶ ὅταν ἐσεῖς κοιμάστε καὶ ὅταν μὲ ὑβρίζετε καὶ ὅτι συλλογάσθε.
Ἂν δὲν μετανοήσετε καὶ παύσετε βλασφημία θὰ πᾶτε εἰς τὸν τάρταρον, κόλασην αἰωνία.
Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας, ἐγέρθειτε, ξυπνῆστε τὴν βλασφημία κόψετε, ὅλοι μετανοεῖτε.
Καὶ δίνει εἰς τοὺς βλάσφημους μιὰ παραγγελία: δικαία κρίσις θὰ γενεῖ Δευτέρα Παρουσία.
Θὰ εἶμαι ἀδυσώπητος τότε ἀπέναντί σας ὅσοι δὲν μετανιώσετε νὰ σώστε τὴν ψυχή σας.
Ὅσοι δὲν μετανιώσετε στὴν κόλαση θὰ πᾶτε θὰ κλαῖτε ἐκεῖ αἰώνια, ἡ ψυχή σας θὰ λυπᾶται.
Διότι μετάνοια οὐκ ἔστιν ἐν τῷ Ἅδη Παράδεισος εἶναι τὸ φῶς, στὸν Ἅδη τὸ σκοτάδι.
IJ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΝ
Τοὺς στέλνει συγχαρητήρια ποὺ εἶχαν ὁμιλία καὶ ἂν θένε νὰ ἀκούσουνε δική του νουθεσία.
Νὰ εἶναι σεμνοὶ, ἐνάρετοι νὰ ἔχουν Θεοῦ σοφία καὶ μὴν ζηλεύουνε τὸ χρυσὸ ποὺ φέρει ἁμαρτία.
Εἰς Σόδομα καὶ Γόμορα γίνονται τὰ τοπία καὶ στέλνει ὁ Θεὸς φωτιὰ καίει τὴν ἁμαρτία.
Ξενοδοχεῖον τοῦ χωριοῦ θέλουν οἱ Ναουσαῖοι στὴ Νάουσα νὰ χτίσουνε οἱ γέροι καὶ οἱ νέοι.
Νὰ δέχονται τόν τουρισμὸ στῆς Νάουσας τὴν πόλι ὅπου θὰ εἶχαν καταφύγιο ἐκεῖ τουρίστες ὅλοι.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος συμβούλεψε ὡραία
ταξίδια τῆς ἀναψυχῆς, μονάχα τάξη βάζει.
Δὲν ἀπαγόρευσε ὁ Θεὸς καὶ τὴν ψυχαγωγία ὅταν ὑπάρχει ἀρετὴ καὶ λείπει ἡ ἁμαρτία.
Ἀνάπτυξη τοῦ τουρισμοῦ ζητοῦν οἱ Ναουσαῖοι τοὺς συμβουλεύει ὁ γέροντας καὶ μὲ ἀγάπη λέει:
Οἱ ξένοι ποὺ ἔρχονται ἐδῶ τώρα τὸ καλοκαίρι ἔχουν δικά τους ἔθιμα, πατρίδας τους τὰ μέρη.
Ἂν θέλετε νὰ ἀκούσετε ὅλοι τὸν γέροντὰ σας σᾶς δίνω μιὰ συμβουλή, ἀνοίξατε τὰ αὐτιὰ σας.
Νὰ συστηθεῖ ἐπιτροπὴ μὲ δάσκαλο καὶ ἱερέα καὶ σεβαστοὶ χριστιανοὶ νὰ γίνουν μιὰ παρέα.
Τουρίστες ὅταν ἔρχονται νὰ τοὺς καλωσορίσουν στὴν πολιτεία Νάουσα μὲ ἀγάπη νὰ μιλήσουν.
Καὶ νὰ τοὺς πεῖτε ἔθιμα πὼς ἔχουμε δικά σας ποὺ θὰ τὰ διατηρήσουμε στὴν νέα γενεά σας.
Τὰ ἤθη ποὺ ἔχετε ἐσεῖς στὰ ἰδικὰ σας μέρη ὁ κόσμος ὁ χριστιανικὸς διόλου δὲν τὰ ξέρει.
Νὰ τοὺς εἰποῦν παράδειγμα γιὰ τὴν ἐνδυμασία νὰ μὴν γυρίζουνε γυμνοὶ μέσα στὴν πολιτεία.
Σὰν κολυμποῦν στὴ θάλασσα καὶ εἶναι στὴν παραλία καὶ τότε νὰ ἔχουν μπανιερὰ γιατὶ εἶναι ἁμαρτία.
Καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔρχονται σεμνὰ νάνε ντυμένες νὰ μὴν κυκλοφοροῦν γυμνές, τὸ σῶμα τους, βαμμένες.
Βάζουνε κόκκινη μπογιά, βάφουνε χείλη, νύχια σὰν παπαροῦνες κόκκινες καὶ τοῦ γυαλιοῦ τὰ ὀρνίθια.
Φοροῦνε ροῦχα ἀνδρικὰ, κοντὰ παντελονάκια, τοὺς ἄνδρες σκανδαλίζουνε, γυρίζουν τὰ σοκάκια.
Ἡ ἐπιτροπὴ τὴ σύσταση στόν τουρισμὸ θὰ κάνει θὰ τοὺς μιλήσει ὄμορφα, δίχως νὰ τοὺς προσβάνει.
Θὰ τοὺς εἰπεῖ στὴ Νάουσα ἂν θέλετε νὰ ζεῖτε, μὲ τὰ δικά σας ἔθιμα ὅλοι συμμορφωθεῖτε.
Ἐὰν δεχτοῦν τὶς συμβουλὲς ἂς ἔρχονται στὴν Πάρο,
εἰδάλλως στὴν πατρίδα τους ἂς κάνουνε τσιγάρο.
Καὶ μὴν ζηλεύεται λεφτὰ οὔτε τὰ ἔθιμά τους γιατὶ δὲν ἦν ὀρθόδοξη ἡ πίστι ἡ δικιά τους.
Ψαράδες ζοῦσαν τίμια ὅλοι οἱ Ναουσαῖοι, στὴν θάλασσα καὶ στὴν στεριὰ ὅλοι νοικοκυραῖοι.
Θὰ πρέπει νὰ φυλάξετε ψυχὴ καὶ τὴν τιμή σας καὶ ὁ οὐράνιος Θεὸς θὰ ᾿ναι πάντα μαζί σας.
Ταῦτα γιὰ τόν τουρισμὸ εἶπε στοὺς Ναουσαίους τοὺς εἶπε λόγια τοῦ Θεοῦ στοὺς γέρους καὶ στοὺς νέους.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΠΕΝΘΟΥΣΑ
Τώρα ὁ πατὴρ Φιλόθεος παραμυθία κάνει σὲ χήρα ποὺ ὁ ἄνδρας της ἤδη εἶχε πεθάνει.
Ὡς Πατέρας σας πνευματικὸς αἰσθάνθηκα τὴ θλίψι ποὺ ἔμαθα τὸ θάνατο, ὁ ἄνδρας σας, σᾶς λείπει.
Ἀκούστε ὅμως μιὰ φωνὴ ποὺ λέγει ὁ θεῖος Παῦλος Θεσαλλονίκη ἔγραψε ὡς δάσκαλος μεγάλος.
Ὅταν πεθάνει ὁ χριστιανὸς νὰ ἔχετε ἐλπίδα γιατὶ πηγαίνει στὸ Θεὸ, σὲ ἀληθινὴ πατρίδα.
Ἀκόμα λέγει ὁ Ἀπόστολος δὲν ἔχουμε ἐδῶ πόλι ζωὴν τὴν ἀτελεύτητον ἐπιθυμοῦμεν ὅλοι.
Στὴν γῆ ὅσοι γεννήθηκαν καὶ ὅσοι θὰ γεννηθοῦνε στὸν κόσμο ἐδῶ τὸν πρόσκαιρο ἐκεῖθεν θὰ διαβοῦνε.
Μὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι δικαιοσύνη Θεὸς κατὰ τὰ ἔργα μας εἰς τὴν ψυχήν μας δίνει.
Ὅσοι εἶναι ὑπερήφανοι, ἔχουνε ἀδικία ἄπιστοι, φαῦλοι, ἀσεβεῖς καὶ τὴν συκοφαντία.
Βλάσφημοι, φαῦλοι, ἀσεβεῖς, μὲ φθόνο στὴν καρδία πᾶνε σὲ τόπο σκοτεινὸ, δὲν ἔχουν σωτηρία.
Ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν εὐσέβεια, πίστι, δικαιοσύνη εἶναι θεοφοβούμενοι, κάνουν ἐλεημοσύνη εἶναι σὲ τόπο ἀναψυχῆς, δὲν ἔχει ἐκεῖ ὀδύνη.
Ἀείμνηστος ὁ ἄνδρας της ἐνίκησε τὰ πάθη καὶ ὡς κορωνίδα ἀρετῶν ἀπέκτησε ἀγάπη.
Εἶναι σὲ τόπον φωτεινὸ τῶν ἐκλεκτῶν ὁσίων στοῦ Παραδείσου τὰς σκηνὰς καὶ οἴκους τῶν Ἁγίων.
Δὲν πρέπει νὰ λυπόμαστε γιὰ τὸν θάνατόν του γιατὶ ἔχει εὐτυχία καὶ χαρὰ τώρα ὁ ἑαυτός του.
Μὰ θὰ μοῦ πεῖτε νεαρὸς δὲν ἔπρεπε νὰ πεθάνει, τὸν βρῆκε ἕτοιμο ὁ Θεὸς καὶ ξέρει τὶ θὰ κάνει.
Μὰ ἄφησε καὶ ὀρφανὰ καὶ χήρα τὴν μητέρα καὶ ζεῖ καὶ ἡ μητέρα του τὴν σήμερον ἡμέρα.
Ὁ γέροντας τότε τὸν Ἰὼβ φέρνει παράδειγμά του εἰς τὸν Θεὸν δὲν γόγγυζε γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά του.
Δὲν εἶπε ἤτανε μικρὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ πάρει δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ ἄξιο παλλικάρι.
Καὶ εἶπε «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένο» καὶ μὲ τὴ βούληση Θεοῦ ἦταν εὐχαριστημένος.
Τὴν σύζυγον ποὺ ἄφησε καὶ τώρα εἶναι χήρα τὴν προστατεύει ὁ Θεός, δὲν εἶναι κακομοίρα.
Καὶ τὰ παιδιά του ὀρφανὰ Θεὸς τὰ προστατεύει τὰ ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τους, πλησίον τους ὁδεύει.
Νὰ μὴν λυπούμεθα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του σὲ λίγο καὶ ἐμεῖς καιρὸ θὰ εἴμεθα μαζί του.
Ἐκεῖ θὰ ἀγαλλόμεθα ὅλα τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἔχει ἡ οὐράνιος Θεοῦ ἡ Βασιλεία.
Τότε ἐπαρηγόρησε τὴ χήρα καὶ τὰ παιδιά της ἤτανε λόγια θεϊκὰ, εὐφράνθει ἡ καρδιά της.
Παρηγοροῦσε ὁ γέροντας τὰ ὀρφανὰ, τὶς χῆρες, νὰ ἔχουνε θεϊκὴ χαρὰ, μὴν εἶναι κακομοῖρες.
GH
- 82
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑ
Βίον καὶ ἔργα γέροντα βάζω ἄνω τελεία νὰ ἀντιγράψω πράγματα διὰ τὴν ἐκκλησία.
Σὲ ἕνα περιοδικὸ γιὰ ἐκκλησία γράφει λατρεία τὴ χριστιανικὴ ὁ κόσμος νὰ τὴ μάθει.
Εἰς τὸν ὀρθόδοξον ναὸν σὲ κάθε ἐκκλησία Ἁγία Τριὰς παρίσταται μὰ καὶ ἡ Παναγία.
Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι κι Ἁγίων συνοδεία καὶ ὁ χριστιανικὸς λαὸς εἶναι στὴν ἐκκλησία.
1ον: Οἱ Ἅγιες Εἰκόνες Ἂς δοῦμε τώρα στὴ σειρὰ ὅλα τὶ συμβολίζουν Ἁγίες εἰκόνες βλέπουμε ψυχὲς χαρὰ γεμίζουν.
Κυρίου ἐνανθρώπηση ὅλοι ὁμολογοῦμεν καὶ τῶν Ἁγίων βάσανα καὶ τὸν δοξολογοῦμε.
2ον: Ὁ Θόλος τοῦ Ναοῦ Εἰκόνα Παντοκράτορος ἔχει ζωγραφισμένο μὰ καὶ τὸν πολυέλαιο στὴ μέση κρεμασμένο.
3ον: Ἡ Ἁγία Τράπεζα Εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ τάφος τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον μὲ νόμον τοῦ Θεοῦ μας. κάτω ἀπ᾿ τὴν Ἁγία Τράπεζα Λείψανα τῶν Ἁγίων ἐκεῖ εἶναι καὶ ἀναπαύονται σὲ εὐτυχισμένο βίο.
4ον: Ἡ Ἁγία Πρόθεση Καὶ ἡ Ἁγία Πρόθεση τὴ Φάτνη εἰκονίζει τὸν Γολγοθὰ τῆς χάριτος τὸν θρόνο ἐνθυμίζει.
5ον: Τὰ Καλύμματα Τὰ καλύμματα εἶναι τὰ Σπάργανα Χριστοῦ τοῦ γεννηθέντος ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια στὸν τάφο τοῦ ταφέντος.
6ον: Ὁ Ἐπίσκοπος Φορεῖ λαμπρὰ ἐνδύματα στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ εἰκονίζει Κύριον καὶ ἔχουν σημασία.
7ον: Οἱ Ἱερεῖς Τοὺς Ἀποστόλους οἱ ἱερεῖς εἰς τὸν ναὸν εἰκονίζουν καὶ Ἀρχαγγέλους ποὺ Θεοῦ θρόνον περιτειχίζουν.
8ον: Τὸ Κανδήλι Καὶ τὸ κανδήλι ποὺ ἀνάβουμε ἔχει τὴ σημασία εἶναι Χριστοῦ τὸ ἔλεος καὶ φῶς στὴν ἐκκλησία.
9ον: Τὸ Θυμιατήρι καὶ ἀναμμένα κάρβουνα κοιλία Παναγίας μας καὶ ἐκεῖνο εἰκονίζει δέχθηκε πῦρ θεότητος δίχως νὰ τὴν φλογίζει.
10ον: Τὸ Θυμίαμα Χάριν Ἁγίου Πνεύματος θυμίαμα θυμίζει καὶ ἡ ψυχὴ τῶν χριστιανῶν μοσχοβολᾶ καὶ ἀνθίζει.
11ον: Οἱ 4 ἁλυσίδες τοῦ θυμιατοῦ Τέσσερις εὐαγγελιστὰς ἐκείνους εἰκονίζουν ποὺ ἔγραψαν εὐαγγέλιον, λόγια Θεοῦ θυμίζουν.
12ον: Τὰ 12 κουδουνάκια τοῦ θυμιατοῦ Αὐτὰ πάλι εἰκονίζουνε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ποὺ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιον σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, εἰς ὅλους.
13ον: Τὸ κερὶ Χάρην Ἁγίου Πνεύματος κι ἐκεῖνο μᾶς θυμίζει καὶ μαλακότητα ψυχῆς τὸ νοῦ μας τὸν φωτίζει.
14ον: Τὸ πρόσφορο Τὴν Θεοτόκον Δέσποινα τὸ πρόσφορο εἰκονίζει Εἰσόδιά της στὸ Ναὸ Παρθένου μᾶς θυμίζει.
Ἀκόμα ἀπὸ τὸ πρόσφορο βγαίνει Χριστοῦ τὸ σῶμα ποὺ κοινωνοῦμε οἱ χριστιανοὶ καὶ ἀντίδωρο ἀκόμα.
Βγαίνει μερίδα Παναγιᾶς καὶ τῶν ἑννιὰ Ταγμάτων Ποὺ εἶναι στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ Ἀγγέλων Ἀοράτων.
15ον: Ἡ καμπάνα Καὶ οἱ καμπάνες ποὺ κτυποῦν ἔχουνε σημασία Ἄγγελοι θὰ σαλπίσουνε στὴ Δευτέρα Παρουσία.
16ον: Τὰ φῶτα Τὰ φῶτα μᾶς θυμίζουνε τὸν νοῦ μας ὅλο φωτίζουν Χάρην Ἁγίου Πνεύματος ψυχή μας πλημμυρίζουν.
17ον: Τὰ τρίκηρα Τὰ τρίκηρα ποὺ ἀνάβουνε ἔχουνε σημασία καὶ ἐκεῖνα συμβολίζουνε Τριάδα τὴν Ἁγία.
18ον: Τὰ δίκηρα Τὰς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ τὰ δίκηρα σημαίνουν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος καὶ εἰς τὸν Ναὸν νὰ μένουν.
19ον: Τὰ δώδεκα φῶτα Τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολους ἐκεῖνα συμβολίζουν ποὺ σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ ἀνθρώπους νὰ φωτίζουν.
20ον: Τὰ Ἑπτάλυχνα Εἶναι τὰ ἑπτὰ χαρίσματα Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ποὺ δίνει σὲ κάθε ἄνθρωπο ἡ χάρις τοῦ Κυρίου.
21ον: Τὰ μονόφωτα Τὸ ἑνιαῖο δείχνουνε Τριάδας τῆς Ἁγίας ἤ Ἅγιος τὴν εἰκόνα του ἢ καὶ τῆς Παναγίας.
22ον: Τὸ ἀναμμένο κερὶ στὴ Μικρὰ Εἴσοδο Τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο ἐκεῖνο συμβολίζει ποὺ πρὶν τὸ κήρυγμα Χριστοῦ ἐκεῖνο κατηχίζει.
23ον: Τὰ Ἑξαπτέρυγα Μὰ καὶ τὰ Ἑξαπτέρυγα ἔχουνε σημασία ἀγγέλους εἰκονίζουνε ποὺ ἔχει ἡ ἐκκλησία.
24ον: Ὑψώνει ὁ ἱερεὺς τὸ εὐαγγέλιο Σοφία Ὀρθοὶ ὅταν θὰ πεῖ Ἀνάστασῃ εἰκονίζει καὶ ὅταν θὰ μπεῖ στὸ ἱερὸ Ἀνάληψη θυμίζει.
25ον: Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος Ἔχει ἡ Μεγάλη Εἴσοδος σπουδαία σημασία γιατὶ εἰκονίζει τοῦ Χριστοῦ Δευτέρα Παρουσία.
Καὶ τὴν Ἀποκαθήλωση στοῦ Γολγοθὰ πορεία Λαμπάδες καὶ θυμίαμα εἶναι σταυροφορία.
Ὅμως δὲν εἶναι σύμβολο ἡ θεία Κοινωνία Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δίνει ἐν ἀληθείᾳ.
ba
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς στὰ Θαψανὰ στὴν Πάρο σὰν ἐκοιμήθει ὁ ὅσιος ἔγραψε μὲ τὸ θάρρος.
Γιατὶ ποὺ ζοῦσε στὴ ζωὴ στὸν ἁγιασμένο τόπο δὲν ἤθελε ὁλοτελῶς τὸν ἔπαινο ἀνθρώπων.
Ὅμως μετὰ τὸν θάνατο ἡ ψυχή του ἡ Ἁγία ἔσπειρε ἔργα ἀγαθὰ καὶ βρῆκε σωτηρία.
Ἔκρυπτε τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὰ παλαίσματά του καὶ τώρα φανερώνονται τὰ κατορθώματά του.
Καὶ γράφει ἡ γερόντισσα λίγα ἀπ᾿ τὴ ζωή του τρεῖς μῆνες ἦταν ἄρρωστος καὶ ἔφυγε ἡ ψυχή του.
Ἦταν ἐνενηνταεπτὰ τὰ ἔτη ἐδῶ ποὺ ζοῦσε πνευματικὴ ἐργασία του ποτὲ δὲν σταματοῦσε.
Ἀδιάλειπτη ἡ προσευχὴ, μελέτη, συγγραφή του διδασκαλία ἔκανε καὶ ἐξομολόγησή του.
Σὲ Γέροντα πολυσέβαστο ἀφήναμε ἁμαρτίας καὶ συμβουλὲς μᾶς ἔδινε γιὰ κάθε μιὰ αἰτία.
Διακαὴς ὁ πόθος του ψυχὲς νὰ ὠφελήσει καὶ τὸ γηρασμένο σῶμα του εἶχε περιφρονήσει.
Τὸ φῶς εἰς τὸ κελίον του ἄναβε κάθε βράδυ δυόμιση ὧρες κοιμότανε στὴς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Πρὶν νὰ σημάνει τάλαντο γιὰ τὴν ἀκολουθία ἔγραφε δυὸ ἐπιστολὲς σὲ ἀλληλογραφία.
Ἀλλὰ ὅταν ἔσβηνε τὸ φῶς καὶ ἦταν στὸ σκοτάδι προσεύχονταν γιὰ τὶς ψυχὲς μὴν πᾶνε εἰς τὸν Ἅδη.
Εἰς τὴν τροφήν του αὐστηρῶς εἶχε μεγάλη βάση καὶ ἴσως σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ δὲν εἶχε αὐτὸς χορτάσει.
Αἱ ἀδελφαὶ προσπάθησαν τότε νὰ ἀνακαλύψουν τὶ θὰ ἄρεσε στὸν γέροντα νὰ τὸν φιλοξενήσουν.
Σὲ δίσκο ἔβαζαν γλυκὰ καὶ φαγητὸ νὰ ἀρέσει ἄθικτο τὸν ἐπέστρεφε στὴν πρώτη του τὴ θέση.
Τὸ βράδυ μετὰ τ᾿ ἀπόδειπνο στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησιὰ Ἁγίου Νεκταρίου.
Μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ τὴν εἰκόνα προσκυνοῦσε ἄναβε τὸ κεράκι του, τὸ Θεὸ εὐχαριστοῦσε.
Παράγγελνε στὶς μοναχὲς νὰ κάνουν κομποσχοίνι νὰ κρατηθεῖ ἀνώθευτη ὅλη ἡ χριστιανοσύνη.
Σὰν εἶχε ἕνα πρόβλημα ἔκανε ἀσιτία, ἔκανε μόνο προσευχὴ πολλὴ, μὲ προθυμία.
Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἐλάχιστο φαγάκι τὸ Σάββατο τὴν Κυριακὴ μόνο ἔτρωγε λαδάκι.
Τὶς ἄλλες μέρες ὅταν ἀπόδειπνο τὸ βράδυ εἶχε τελειώσει Ἔτρωγε λίγο ἀντίδωρο γιὰ βρώση καὶ γιὰ πόση.
Δὲν ἔδινε στὸ σῶμα του τροφὴ γιὰ νὰ χορτάσει, εἶχε ἀδαμάντινη ψυχὴ ἁγίους εἶχε φτάσει.
Μέχρι ἐνενηνταδύο ἐτῶν ἔκανε λειτουργία στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Θαψανῶν ποὺ εἶν᾿ ἡ Παναγία.
Μεγάλη εἶχε κατάνυξη καὶ δάκρυα στὰ μάτια, ἐνόμιζε πὼς βρίσκεται στὰ τοῦ Θεοῦ παλάτια.
Μιλοῦσε ἡ παρουσία του στῶν μοναζουσῶν καρδίας καὶ ἐξεμηδένιζε ἐχθροῦ ὅλας τὰς μεθοδίας.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν κοντά του νὰ τὸν πάρει καὶ οἱ μοναχὲς μὲ προσευχὴ ζητοῦσαν ἄλλη χάρι.
Νὰ τὸν ἀφήσει ὁ Θεὸς χρόνια νὰ ζήσει ἀκόμα θέλανε νὰ τὸν βλέπουνε μὴν εἶναι μὲς στὸ χῶμα.
Χίλια ἐνιακόσια ἑβδομήντα ἀρρώστησε μικρὴ εἶχε ἀσθενεία τοῦ ἔδωσε ἀκόμα ὁ Θεὸς ζωὴ μιὰ δεκαετία.
Σὰν ἔφθασε εἰς τὸ τέλος του, τρεῖς μῆνες πρὶν πεθάνει ἐφαίνετο σὰν ἄγγελος, ὅπου στὴ γῆ ἐφάνει.
Ἐρχότανε οἱ χριστιανοὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του οὐράνιον ἐνόμιζον τὴν ὄψη τὴ δική του.
Ἀρχιμανδρίτης πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν χαριτώσῃ καὶ ὁ γέροντας παρακαλεῖ νὰ τὸν ξομολογήσει.
Τὸν ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀρχιμανδρίτη λέει αὐτὸ εἶχε παράπονο, καὶ ἡ ψυχή του κλαίει.
Μὲ παραδίδουν στὸν ἐχθρὸ λέγει στὸν ἱερέα μὲ στέλνουνε στὸ διάβολο νὰ κάνουμε παρέα.
Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε γιὰ ταπεινολογία, ἀλλὰ ἤτανε ξεχείλισμα μὲ καθαρὰ καρδία.
Στοὺς Ἁγίους Πάντες τὸ βουνὸ ἔκανε ἀγρυπνία μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ πολλὴ νηστεία.
Προφήτου τὸ ἀντίδωρο ἦταν στὴν ἐκκλησία ἔτρωγε σὰν τελείωνε ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἔλεγε καὶ στὶς μοναχὲς νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἐκεῖ νὰ ἐκκλησιαστοῦν μὰ καὶ νὰ κοινωνήσουν.
Χίλια ἐννιακόσια ἑβδομήντα ἐννιὰ ἑορτὴ Προφήτη Ἠλία ἡ ἄνοδος εἰς τὸ βουνὸ ἦταν ἡ τελευταία.
Ἁγίους Πάντας χαιρετᾷ καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία κατάλαβε πὼς βάρυνε τότε ἡ ἡλικία.
Λυπότανε οἱ ἀδελφὲς ποὺ εἶχε ἀσθενήσει ἐνῷ ἐκεῖνος χάρηκε ποὺ θὰ ἀναχωρήσει.
Τοὺς ἔλεγε μὴν λυπηθοῦν διὰ τὴν ἀπουσία γιατὶ θὰ ἤτανε μαζὶ, ἂν εὕρει παρρησία.
Καὶ τώρα ποὺ μᾶς ἔφυγε στὸν τάφο του ἐκεῖ πέρα τοῦ λέμε ὅτι ἔχουμε τὸν Ἅγιο Πατέρα.
Μὲ τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα βλέπουμε νὰ γυρίζει, μὲ δέηση μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν μᾶς στηρίζει.
Ἔλεγε εἰς τὶς ἀδελφὲς ἂν ἐξομολογηθοῦνε καὶ ἁμαρτίας ξέχασαν, θὰ πρέπει νὰ γραφτοῦνε.
Νὰ τὶς εἰποῦν ἄλλη φορὰ εἰς τὸν πνευματικόν τους καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν καθαρὴ ψυχὴ στὸν ἑαυτόν τους.
Χιλιάδες ἦταν οἱ ψυχὲς ποὺ ἐξομολογοῦσε δὲν ἔκανε ποτὲ κακὸ, τὸν κόσμο ὠφελοῦσε.
Ἁγίους ἄνδρας πάντοτε ἐρήμου ἐμιμεῖτο ζοῦσε ζωὴ θεάρεστον καὶ σὰν ἐκείνους ἦτο.
Τὸ κλάμα καὶ τὰ δάκρυα εἶχε στὴν προσευχή του καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς δεχόταν τὴ δέησή του.
op
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΓΕΙΟΥ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Ἠσθένησε ὁ σεβαστὸς πνευματικὸς πατέρας τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὶν Καθαρὰ Δευτέρα.
Φεβρουαρίου δεκαεπτὰ χίλια ἐννιακόσια ὀγδόντα εἰς τὸ κρεβάτι ἔπεσε ποὺ δὲν κοιμόταν πρῶτα.
Καὶ δὲν ξανασηκώθηκε ποτὲ ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι οἱ ἀδελφὲς τὸν ἐρωτοῦν νὰ τοῦ προσφέρουν κάτι.
Διδασκαλία ἔκαναν τὰ ἅγιά του χείλη σὰν ἔβαζε εὐλογητὸς φόρεσε πετραχείλι.
Ἔλεγε “Δόξα σοὶ ὁ Θεός” πάντα στὴν προσευχή του ὤσπου μποροῦσε νὰ ὁμιλεῖ καὶ εἶχε τὴ φωνή του.
Ἔζησε ἕνα τρίμηνο, τὸν εἴχανε πλησίον καὶ ἔπειτα στὰ σκηνώματα ἐπῆγε τῶν Ἁγίων.
Ἦταν γιὰ ἐμᾶς τὶς μοναχὲς μεγάλη εὐλογία μᾶς ἔφερε Ἅγιο γέροντα ἐδῶ ἡ Παναγία.
Ἦταν κλειστὰ τὰ χείλη, γαλήνια ἡ μορφή του ὅταν κτυποῦσε τάλαντο ἔκανε προσευχή του.
Τοῦ ἔλεγαν νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ τὴν ἀσθένειά του, τὸν ἐρωτοῦσαν καὶ ἔκαναν πάντα διαταγάς του.
Τοὺς εἶπε νὰ διαβάσουνε πρῶτα ἀκολουθία τὸν Μέγα Συναξαριστὴ καὶ ἔπειτα ἡσυχία.
Τὸ βράδυ ποὺ ἐδιάβαζαν ἐκεῖ ἀκολουθία ἐρώταγε τὶς ἀδελφὲς μὴν ἔλειπε καμία.
Γιατροὶ τοῦ δώσαν φάρμακα νὰ τοῦ περνούν τὸν πόνο τὰ ἔπαιρνε γιὰ ὑπακοὴ στοὺς γιατροὺς νὰ κάνει μόνο.
Οἱ πόνοι του ἐγλύκαιναν μὲ τὴν ἀκολουθία ποὺ διάβαζαν οἱ μοναχὲς καὶ εἶχαν σημασία.
Τὴν Μ. Παρασκευὴ ἔκανε πολὺ σκληρὴ νηστεία οὔτε τὰ χείλη δρόσιζε μαζὶ καὶ ἀσιτία.
Τὰ θεῖα Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἄκουγε γεγονότα,
εἶχε τὸ νοῦ στὸ Γολγθᾶ, προσκυνητὴς ἦν πρῶτα.
Περίμενε τὸ θάνατο, εἶχε χαρὰ μεγάλη, ἀπάντησε σὲ ἀδελφὴ ποὺ ἦταν στὸ προσκεφάλι.
Σᾶς κούρασα τοὺς ἔλεγε ὅταν τοῦ δίναν κάτι φαγώσιμο ἢ καὶ νερὸ ἐπάνω στὸ κρεβάτι.
Ὅμως διὰ τὸν κόπον σας καὶ τὴν ὑπηρεσία θὰ σᾶς πληρώσει πλούσια ἡ Δέσποινα Παναγία.
Τὸν γύριζαν στὴν κλίνην του ποὺ εἶχε ἀκινησία νὰ βλέπει τὶς παρακαλεῖ εἰκόνα Παναγίας.
Παρακαλοῦσε τὴν Παναγιὰ μαζί του νὰ τὸν πάρει μὴν τὸν ξεχάσει ἄρρωστο ποὺ ἦταν στὸ μαξιλάρι.
Τὸ Πάσχα ὅταν ἔφτασε στοῦ κρεβατιοῦ τὴν θέση παρακαλεῖ νὰ ψάλλουνε ὅλες Χριστὸς Ἀνέστη.
Ὁ πόνος ὅταν ἐρχότανε στὸ σῶμα στὸ κεφάλι «Ὁ Ἄγγελος ἐβόα...», ἔλεγε σὲ μοναχὴ νὰ ψάλλει.
Ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας σὰν ἄκουγαν τὰ αὐτιά του αὐτοὶ ἤτανε τὰ φάρμακα γιὰ τὴν ἀσθένειά του.
Χαρὰ μεγάλη ἐλάμβανε ὅταν ἐκοινωνοῦσε μὲ πόθο καὶ κατάνυξη Θεὸν εὐχαριστοῦσε.
Δυὸ φορὲς τὸν πρόσεξαν ποὺ εἶχε κοινωνήσει τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν ἥλιος στὴ φύση.
Σὰν κοινωνοῦσε ἔλεγε Θεὸς νὰ τονε πάρει στὴ προσευχὴ παρακαλεῖ γιὰ νὰ τοῦ κάνει χάρι.
Μιὰ ἑβδομάδα πιὸ μπροστὰ προτοῦ τὰ μάτια κλείνει τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε καὶ εἶχε καὶ γαλήνη.
Τὸν ἐρωτοῦσαν ποὺ κοίταζε τὸν ὄροφο κελιοῦ του τὶ ἔβλεπε ὁ γέροντας τὶ ἔβαζε στὸ νοῦ του.
Καὶ εἰς τοὺς συνανθρώπους του τότε μὲ ἀγάπη λέγει Θεὸν πὼς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθει.
Ἡ μέρα ἐκδημίας του ἦταν ὀχτὼ Μαΐου γιορτὴ Ἰωάννου Εὐαγγελιστοῦ καὶ Ἁγίου Ἀρσενίου.
Δευτέρα ἡ ὥρα πρωινὴ ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία ἔβαλε τὸ εὐλογητὸ καὶ δίνει ὁδηγία.
Ἐγὼ θὰ φύγω σήμερα εἶπε μὲ παρρησία, σὲ λίγη ὥρα ἄρχισε, εἶχε ἀδιαθεσία.
Οἱ ὀφθαλμοί του ἀπλανῶς ἔβλεπαν τοῦ ὁσίου ἐπῆρε τρεῖς ἀναπνοὰς τὸ ἀσθενὲς κορμί του καὶ τότε εἰς τὸν Κύριο ἐπέταξε ἡ ψυχή του.
Ἤτανε ἐνενηνταεπτὰ ἐτῶν σὰν τέλειωσε τὸ βίο ἐπῆγε εἰς τὸν Κύριον εἰς τὸν χορὸ Ἁγίων.
Παρακαλοῦμεν σὲ θερμὰ Ἅγιε γέροντά σας προσεύχου πάντα στὸν Θεὸν νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς μας.
ef
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τὰ γεγονότα ἔγραψε μὲ τὸ δικό του χέρι
ὁ γέροντας τὰ ἔζησε ὁ κόσμος νὰ τὰ ξέρει.
Τὸ 1917 ἦρθε στὸ μοναστήρι
νέος ἀπὸ τὴν Νάουσα νὰ τοῦ γενεῖ χατήρι.
Ἄρρωστη εἶχε πεθερὰ καὶ μὲ παρακαλοῦσε
θέλει νὰ ἐξομολογηθεῖ μὰ καὶ νὰ κοινωνοῦσε.
Θὰ πήγαινα στὸν Ἀμπελὰ ποὺ εἶχε ἐξοχικό της
καὶ θὰ μὲ ἐσυνόδευε ὁ νεαρὸς γαμβρὸς της.
Ἐπειδὴ ἤμουν ἀσθενὴς μὲ ζάλη στὸ κεφάλι
σκέφθηκα νὰ μὴν πήγαινα, μετάνιωσα καὶ πάλι.
Γέροντας Ἱερόθεος ἦταν στὸ μοναστήρι
μοῦ εἶπε εἰς τὸν νεαρὸν νὰ κάνω τὸ χατήρι.
Ἔκανα τότε ὑπακοὴ σὲ ἵππο εἶχα ἱππεύσει
καὶ ὄνο τότε ὁ νεαρὸς εἶχε καβαληκεύσει.
Λίγο ἀπ᾿ τὴ Μονὴ εἴχαμε προχωρήσει
τῆς Θείας Μεταλήψεως εὐχὰς εἶχα ἀρχίσει.
«Ἰδοὺ βαδίζω ἔλεγον πρὸς Θείαν Κοινωνία»
Ἀφινίασε ὁ ἵππος μου, ἦρθα σὲ ἀπελπισία.
Ἐπήδησε καὶ ἔπεσα ἐπάνω σὲ ἕνα τοῖχο
τὸ πρόσωπο καὶ κεφαλὴ ἐκτύπησα σὲ λίθο.
Ἠσθάνθην τότε κτύπημα, σὰν νἄβγαινε ἡ ψυχή μου,
καὶ ξαπλωμένο εἰς τὴν γῆ ἤτανε τὸ κορμί μου.
Ὁ ἵππος μου ἀφινιασθεὶς ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου,
σὲ λίγη ὥρα ἔπειτα ἐστέκετο μπροστά μου.
Ὁ νεαρὸς μ᾿ ἐκοίταξε, εἶδε ποὺ εἶχα χτυπήσει,
ἐνόμιζε πὼς πέθανα καὶ εἶχε λιποθυμήσει.
Ζαλίστηκε· κάτω στὴ γῆ ἔπεσε ἀπ᾿ τὸν ὄνο,
ὅταν μὲ κοίταξε στὴ γῆ ἐξαπλωμένο μόνο.
Ἀπὸ τὴ μύτη μου ἄρχισε νὰ τρέχῃ πολὺ αἷμα,
ἐνόμιζα τὰ σπλάγχνα μου πὼς ἤτανε σπασμένα.
Στὸ δρόμο τότε ἐφάνηκε ἕνα μικρὸ παιδάκι,
εἶχε νερὸ κι ἐπλύθηκα καὶ ἤπια καὶ λιγάκι.
Ἡ χάρις Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θεία Κοινωνία μὲ ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κίνδυνο καὶ ἐχθροῦ τὴν κακουργία.
Ὁ φθονερὸς διάβολος ἐφθόνησε τὴν γραία δὲν ἤθελε μὲ τὸ Χριστὸ νὰ τὰ περνᾷ ὡραία.
Μὰ τὸν κατήσχυνε ὁ Θεὸς ποὺ εἶχε φιλανθρωπία ἐξομολογήθει καὶ ἔλαβε τὴν Θεία Κοινωνία.
Καὶ ὅταν ἐπιστρέψαμε μαζὶ μὲ συνοδό μου στὸ μέρος ποὺ ἐκτύπησα ἐκεῖ εἶχα τὸ μυαλό μου.
Σὰν ἐπλησίασα κοντὰ εἶδα σὲ ἕνα βράχο τράγο μεγάλου σχήματος τὸν διάβολο μονάχο.
Μὲ κέρατα καὶ μὲ οὐρὰ καὶ ἄγριο τὸ βλέμμα μὲ ὅλη τὴν βλοσυρότητα ἐκοίταζε ἐμένα.
Δὲν ἤθελε ὁ παγκάκιστος νὰ ἐξομολογήσω καὶ τὴν ἄρρωστη γερόντισσα νὰ τηνε κοινωνήσω.
Ὁ παντοδύναμος Θεὸς τὰ πάντα κατορθώνει τὸν ἄνθρωπο τὸν ἐλεεῖ, ἐχθρὸ ἀποστομώνει.
1972 ὁ γέροντας γράφει γιὰ ἄλλο θαῦμα ποὺ τὸ προξένησε ὁ ἐχθρὸς στὸ σῶμα του μὲ τραῦμα.
Ἤτανε ἡ παραμονὴ στὶς 2 Σεπτεμβρίου γιορτάζαν τὴν Ἀνακομιδὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Θὰ ἔφευγε ὁ ἡγούμενος ἀπὸ τὴ Λογγοβάρδα καὶ στὴ Μονὴ τῶν Θαψανῶν θὰ πήγαινε ἀράδα.
Δυόμιση ἡ ὥρα ξύπνησε νὰ κάνει ἑτοιμασία στὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ εἶν᾿ στὴν ἀκολουθία.
Μὰ ὁ ἐχθρὸς ὁ διάβολος πάντα τὸν πολεμοῦσε τὶς ἀρετὲς τοῦ γέροντα πάντοτε τὶς μισοῦσε.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος ὁ ἴδιος αὐτὰ τὰ γράφει ἀπὸ μισόκαλο ἐχθρὸ τα ὅσα εἶχε πάθει.
Τὴν θύραν τοῦ κελιοῦ του μόλις τὴν εἶχε ἀνοίξει τέσσερα μέτρα μακριὰ ὁ ἐχθρὸς τὸν εἶχε ρίξει.
Ξυπνᾷ ἱερομόναχο ποὺ ἦταν στὸ κελί του τὸν π.Ἐπιφάνιο νὰ δεῖ κατάστασῄ του.
Φώναξε π. Ἀβραὰμ ποὺ ἦταν στὴ γειτονιά του βοήθησε ὅτι ἤξερε διὰ τὰ τραύματά του.
Τηλεφώνησε σὲ γιατρὸ ποὺ ἦταν στὴν Παροικία μὲ ἐνδιαφέρον ἔτρεξε εἰς τὴν ὑπηρεσία.
Τοῦ καθαρίζει τὶς πληγὲς καὶ φάρμακα τοῦ βάζει
τὸν γέροντα Φιλόθεο μὲ προσοχὴ ἐξετάζει.
Κατόπιν τοῦ παράγγειλε λίγο νὰ παραμείνει
ὤσπου νὰ γιάνουν οἱ πληγὲς νὰ βρίσκεται
στὴν κλίνη.
Εἶχε σκοπὸ ὁ διάβολος βαριὰ νὰ τὸν κτυπήσει στὸν Ἅγιο Νεκτάριο μὴν πάει νὰ λειτουργήσει.
Ὁ διάβολος ψιθύριζε πὼς θὰ τὸν θανατώσῃ,
ὁ γέροντας δὲν δείλιαζε στὴν ἔχθρα του
τὴν τόση.
Τοῦ ἔλεγε ὁ ἡγούμενος μὲ τὸ δικό του στόμα ὅτι κι ἂν κάνεις σατανὰ δὲν σὲ φοβοῦμαι ἀκόμα.
Εἶσαι δειλός, ἀνίσχυρος ὅταν Σταυροῦ σημεῖον τρέμεις παγκάκιστε ἐχθρὲ σὰν ἄγριο θηρίο.
Ἐπιθυμία σατανὰ ἦταν νὰ μὲ φονεύσῃ
ἄδεια τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο νὰ μὲ παιδεύσῃ.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔκανε τώρα θαῦμα,
ἐπουλωθῆκαν οἱ πληγὲς ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Ὁ ἰατρὸς διέταξε νὰ μείνῃ εἰς τὴν κλίνη
ὁ γέροντας αἰσθάνθηκε καλὰ πὼς εἶχε γίνει.
Σὰν περιστέρι πέταξε πῆγε νὰ λειτουργήσει τὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ τὸν εὐχαριστήσει.
Τοῦ ἔγιανε ὅλες τὶς πληγὲς, τοῦ ἔδωσε ὑγεία
καὶ πῆγε στὸν Ἑσπερινὸ καὶ Θεία Λειτουργία.
Διέλυσε τὰς μηχανὰς ἐχθροῦ ἀνθρωποκτόνου καὶ ἔμεινε στὴν κακία του καθηλωμένος μόνου.
Ἐτέλεσαν Ἑσπερινὸν καὶ θεία Ἀγρυπνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς θεία μυσταγωγία.
Ἐχάρηκε ὁ γέροντας ἦταν θεραπευμένος ποὺ ὁ ἐχθρὸς διάβολος ἦταν τραυματισμένος.
gh
ΕΤΕΡΟΝ ΘΑΥΜΑ
Τώρα ὁ Σταῦρος Κακανδὴς γράφει μιὰ ἱστορία μὲ θαῦμα ἔγινε καλὰ καὶ εἶδε θεραπεία.
Τὸ 1940 στὸν πόλεμο εἶχε ὑπηρεσία εἴκοσι χρονῶν νεαρὸς στὴν ἀεροπορία.
Ἐτότε τραυματίστηκε εἶχε παραπληγία, στὸ κάτω μέρος σώματος ἦτο σὲ ἀκινησία.
Πῆγε εἰς τὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ ἐκεῖ ἐτραυματίσθη στὸ ἴδιο μέρος ἀκριβῶς ποὺ εἶχε ξαναχτυπήσει.
Τώρα τὸ ἀποτέλεσμα ἡ ἐπιδείνωσίς του τοῦ ἔφερε κατάσταση βαριὰ γιὰ τὴ ζωή του.
Καὶ τέλος στὴν Ἀμερικὴ ἡ πατρίδα μὲ εἶχε στείλει καὶ ἔκανα ἐγχείρηση στὴ σπονδυλική μου στήλη.
Διάγνωση τῶν ἰατρῶν ἦταν “τετραπληγία” τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου εἶχαν παραλυσία.
Γιατρὸς εἰς τὴν Ἀμερικὴ νὰ κάνω προσευχή μου καὶ ὁ Θεὸς ὅταν ζητῶ θὰ σώσῃ τὴν ψυχή μου.
Νὰ θέλω ἐγὼ καὶ νὰ ζητῶ Θεὸς νὰ μὲ ἰατρεύσει καὶ ἡ δική μου ἡ ψυχὴ αὐτὸ τῆς ἔχει ἀρέσει.
Ἐγὼ εἶχα ἄγνοια Θεοῦ δὲν ἤξερα θρησκεία ὅμως γαλήνη ἔνιωθα στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδία.
Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ἔφθασα στὴν Ἀθήνα Νοσοκομεῖον Ψυχικοῦ εἶχε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Μιὰ μέρα ἕνας καλόγερος στὰ μαῦρα ἦταν ντυμένος ἐρώταγε ποιὸς ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα γυρισμένος.
Τοῦ ἔδειξαν τὸ κρεβάτι καὶ κάθησε κοντά μου μοῦ ἐρωτοῦσε πράγματα διὰ τὴν ἀφεντιά μου.
Μοῦ εἶπε ἄν εἶμαι εὐτυχὴς ποὺ εἶμαι σ᾿ αὐτὴ τὴ θέση τοῦ λέγω εἶμαι παράλυτος καὶ πὼς νὰ μοῦ ἀρέσει.
Ἔχεις μαζί σου τὸν Θεὸν ποὺ πρὶν εἶχες ξεχάσει, νὰ μὴν γογγύζεις σὲ ἀγαπᾷ, ἀρρώστια θὰ περάσει.
Καὶ πρὶν νὰ φύγει τὸν ρωτῶ: «παππούλη μου ποιὸς εἶσαι;» θά σου τὸ πῶ τὸ ὄνομα γιὰ νὰ μὲ ἐνθυμεῖσαι.
Εἶμαι εἰς Ἱερὰ Μονὴ στὴν Λογγοβάρδα Πάρο Φιλόθεος ἡγούμενος ἔφευγε καὶ τὸν ρωτῶ καὶ τὸ ἄλλο.
Παππούλη ποιὸς σὲ ἔστειλε νὰ ἐπισκεφτεῖς ἐμένα ποὺ εἶμαι ἕνας παράλυτος καὶ ἦρθα ἀπὸ τὰ ξένα;
Τοῦ λέει τότε ὁ γέροντας τώρα θὰ σοῦ ἐξηγήσω ἄν χρειαστεὶς βοήθεια μου, γράψε μου νὰ ἀπαντήσω.
Καὶ ἄλλη μιὰ ἐρώτηση τοῦ εἶπε μὲ παρρησία νὰ πλησιάσω τὸν Θεὸ ὑπάρχει δυσκολία;
Δυὸ πράγματα στὸν ἄνθρωπο νὰ εὕρει σωτηρία εἶναι ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ Θεία Κοινωνία.
Σὲ λίγους μῆνες ἔκανε ἐξομολόγησή του Πατέρα τὸν Φιλόθεο ποὺ μίλησε μαζί του.
Στὸν Ἅγιο Νεκτάριο παρακαλεῖ μαζί του νὰ πᾶνε εἰς τὴν Αἴγινα γιὰ ἀσθένεια δική του.
Ἐπήγαν καὶ εἰς τὴν Μονὴ παράκληση εἶχε γίνει Ἁγίου Νεκταρίου λείψανα μὲ δάκρυα ἐπροσκύνει.
Σὰν τελείωσε ἡ παράκληση μίλησε μιὰ κυρία τὸν Σταῦρο ποὺ ἦταν δίπλα της εἶχε μιὰ ἀπορία.
Ἀπ᾿ τὸν πάτερ Φιλόθεο ποιὸς ἄλλος ἱερέας ἔψαλλε μὲς στὸ ἱερὸ τόσο πολὺ ὡραία;
Ρωτοῦν πάτερ Φιλόθεο γιὰ νὰ τοὺς ἀπαντήσει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τὸ πρόβλημα εἶχε λύσει.
Πάτερ τὸν εἴδατε καὶ ἐσεῖς ὁ Σταῦρος ἐρωτοῦσε ναὶ καὶ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ σὲ ὁ γέροντας ἀπαντοῦσε.
Ἐπέστρεψα στὸ ἵδρυμα καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα γιατὶ ψυχὴ καὶ σώμα μου ἰάθη ἐν τῷ ἅμα.
Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτὴ αἰσθάνθηκα ὑγεία ψυχὴς μὰ καὶ τοῦ σώματος γιὰ μένα σωτηρία.
Μὲ τὸν π. Φιλόθεο εἴχαμε ξαναπάει τώρα Ἁγίου Λείψανα ζητᾷ νὰ προσκυνάει.
Ὁ Σταῦρος συγκλονίστηκε μὲ πίστι προσευχήθη στὸν Ἅγιο Νεκτάριο ὑγεία τοῦ ἐζήτει.
Ἐζήτησε ἀπ᾿ τὸν Ἅγιον τότε διπλὴ τὴ χάρι νὰ ὑγιαίνει ἡ ψυχὴ καὶ σῶμα τοῦ μακάρι.
Σὰν εἶδε πίστι ὁ Ἅγιος ὑγεία ἐζητοῦσε μεγάλο θαῦμα τοῦ ἔκανε καὶ ἐπεριπατοῦσε.
Ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Αἴγινα πῆγε νοσοκομεῖο καὶ θέλησε νὰ περπατᾷ μὲ πόδια του τὰ δύο.
Ξέχασε τὰ βήματα ποὺ περπατοῦσε πρῶτα νὰ ξεκινήσει θέλησε ἄλλους ἀνθρώπους ἐρώτα.
Ρώτησε τοὺς ἰατροὺς ἂν κάνει νὰ περπατήσει, ὄχι τοῦ εἶπαν οἱ γιατροὶ· ὅλοι εἶχαν συμφωνήσει.
Μοῦ λένε πὼς στηρίζεσαι νὰ σηκωθεὶς ἐπάνω τοὺς λέγω μόνο στὸν Θεὸν τὴν προσευχή μου κάνω.
Καλέσαμε τοὺς ἀσθενεῖς εἰς τὸν ναὸν νὰ ᾿ρθοῦνε νὰ δοῦν τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε Θεὸν νὰ εὐχαριστοῦνε.
Ὁ ἱερεὺς ἱδρύματος μᾶς εἶπε τὶ συμβαίνει καὶ εἶναι ὅλοι οἱ ἄρρωστοι ἐδῶ συγκεντρωμένοι.
Σ᾿ αὐτήν του τὴν ἐρώτηση ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσω τοῦ λέγω ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ περιπατήσω.
Καὶ λέγει Δόξα τῷ Θεῷ παραμονῇ Ἁγίων αὔριο εἶναι ἑορτὴ Ἁγίων Ἀναργύρων.
Μὲ ἔπιασαν τότε τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ δυό μου χέρια νόμιζα πὼς φτερούγιζα ὡσὰν τὰ περιστέρια.
Στὸ ἐκκλησάκι ἔκανα τὰ πρῶτα βηματάκια ἐγέμισαν ἀπὸ δάκρυα τὰ δυό μου τὰ ματάκια.
Ψάλλοντας μὲ συγκίνηση μὲ ὅλη τὴ φωνὴ μοῦ δοξολογοῦσα τὸν Θεὸν χαιρόταν ἡ ψυχή μου.
Τότε ὅλοι οἱ ἀνάπηροι ἀρχίσανε νὰ κλαῖνε καὶ στὸν Θεὸν μὲ προσευχὴ καὶ παρρησία λένε.
Ἰάτρευσέ μας καὶ ἐμᾶς εἶσαι Θεὸς μεγάλος γιατὶ στὸν κόσμο ἀληθινὸς δὲν εἶν᾿ κανένας ἄλλος.
Ἐκάναμε παράκληση ἄνθρωποι μὲ κοιτοῦσαν μὲ εἶδαν καὶ περπάταγα Θεὸν δοξολογοῦσαν.
Ὅσοι τὴν θεία πρόνοια εἶχαν παραμερίσει σὰν εἶδαν καὶ ἐπερπάταγα εἶχαν μετανοήσει.
Θεὸς φωτίζει ἰατροὺς νὰ ἔχουν ἐπιστήμη μὰ πρωτοπόρον τὸν Θεὸν νὰ ἔχουνε ἐκεῖνοι.
Κύριος δίνει φάρμακα ἀπὸ τὴ γῆ βοτάνη νὰ γιατρευτοῦν ἀσθένειες ἄνθρωπος μὴν πεθάνει.
Ὁ Σταῦρος σὰν ἔγινε καλὰ ἀπ᾿ τὴν δοκιμασία ἐδόξαζε πρῶτα τὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδία.
Ἐβάδιζε μὲ ἄγνοια σὲ ὅλη τὴν ζωή του ἐκοίταζε τὸ σῶμα του καὶ ὄχι τὴν ψυχή του.
Τοῦ δίνει ὁ Θεὸς ἀσθένεια γιὰ νὰ μετανοήσει μεγάλο δῶρο στὴν ψυχὴ αἰώνια νὰ ζήσει.
Ἐγνώρισε τὸν γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο ποὺ ζωντανὸς ὡσὰν νεκρὸς ἦταν σὲ ἕνα λάκκο.
Καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τοῦ ἔκανε τὸ θαῦμα παράλυτος πολλῶν ἐτῶν ἰάθει ἐν τῷ ἅμα.
Δοξολογοῦσε τὸν Θεὸν μὲ ὅλη τὴν καρδιά του καὶ τοῦ Ἁγίου προσκυνεῖ Ἅγια Λείψανά του.
Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεὸς Παρθένος Παναγία καὶ πάντες ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἔχει ἡ ὀρθοδοξία.
Πνευματικὲ πατέρα μου δὲν εἶμαι ἐγὼ σὲ θέση νὰ σὲ παινέσω ὁ ἀνάξιος καὶ νὰ μοῦ συγχωρέσεις.
Λίγα ἐσταχυολόγησα ἀπὸ Ἅγια ζωή σου μιὰ χάρι μόνο σοῦ ζητῶ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου.
Ἀμήν.
IJ