Ὁ ὅσιος γεννήθηκε στοῦ Βόλου ἐπαρχία,
γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Αὐγερινὸς λεγότανε τοῦ ἁγίου ὁ πατέρας
Κυράτζα τὴν ὀνόμαζαν ὁσίου τὴν μητέρα.
Τέσσερις εἶχε ἀδερφὲς καὶ ἄλλα τρία ἀδέρφια
καὶ τοὺς γονεῖς σεβότανε, τοὺς ἔκανε τὰ κέφια.
Νικόλαο τὸν λέγανε πρῶτα τὸ ὄνομά του
ἀλλὰ κατόπιν Γεδεῶν τὴν ὁσιότητά του.
Οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Ἕλληνες βάζουν φορολογία
δὲν μποροῦν νὰ ζήσουνε καὶ ἔχουν δυστυχία.
Καὶ τότε πῆγαν σὲ χωριὸ κοντὰ στὸ Βελεστίνο
ποὺ ἦταν τότε ξακουστὸ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.
Καὶ τότε τὸν Νικόλαο τὸν ἔδωσε ἡ μητέρα
σὲ ἐξάδελφό της βοηθό, στὸ μαγαζὶ ἐκεῖ πέρα.
Καὶ τὸ παιδὶ ὑπηρετεῖ ἀκούραστα τὸν θεῖο,
ποὺ μέρα νύχτα δούλευε εἰς τὸ παντοπωλεῖο.
Στὸ μαγαζὶ ὁ θεῖος του Τοῦρκο εἶχε πελάτη,
σὰν εἶδε τὸ Νικόλαο, τὸν βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι.
Καὶ λέγει εἰς τὸν θεῖο του τὸν Γιάννη ἐὰν θέλῃ,
καὶ στὸ χαρέμι σπίτι του νὰ πάρῃ τὸ κοπέλι.
Ὁ θεῖος του ἀρνήθηκε νὰ τοῦ τὸν παραδώσῃ
καὶ τοῦ εἶπε στὴν μητέρα του νὰ πάῃ νὰ τὸν δώσῃ.
Ἐθύμωσε ὁ Ἀγαρηνὸς στὸ σπίτι του πηγαίνει
σὲ ἑπτὰ ἡμέρες γύρισε καὶ μὲ τὴν βία τὸν παίρνει.
Νικόλαος Ἀγαρηνὸν τότε ὑπηρετοῦσε,
σὰν ἕνας χρόνος πέρασε, πατέρας τὸ ζητοῦσε.
Τοῦ εἶπε πὼς στὸν πόλεμο, τότε τὸ εἶχε πέμψει
καὶ ὅταν τὸ δεχότανε θὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει.
Σὰν ἦρθε πίσω τὸ παιδὶ ἀπόφαση τοῦ βγάνει
καὶ θέλει τὸ Νικόλαο Τοῦρκο νὰ τόνε κάνει.
Καὶ ἄρχισε ὁ μιαρὸς παιδὶ νὰ κολακεύει
μὲ περιποίηση πολὺ τοὺς Τούρκους νὰ ζηλεύει.
Νικόλαος ποὺ ἤτανε μικρὸς στὴν ἡλικία
ἀρνήθηκε Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀληθινὴ θρησκεία.
Τοῦ ἔκαναν περιτομὴ ποὺ ἄλλαξε θρησκεία
καὶ τὸν φωνάζαν Ἰμπραὴμ εἰς τὴν ὀνομασία.
Δύο μῆνες σὰν ἐπέρασαν τότε ἐσυναισθάνθει
πικρὰ σὰν Πέτρος ἔκλαιγε ἀρνήσεως τὰ λάθη.
Μιὰ νύχτα ἔφυγε κρυφὰ ἀπ᾿ τὸ ἀφεντικό του
δύο μῆνες πῆγε κάθησε στὸ σπίτι τὸ δικό του.
Κλαίγοντας πῆγε σπίτι τοῦ ἀντάμωσε πατέρα
τοῦ εἶπε γιὰ τὴν συμφορὰ ποὺ πέρασε ἐκεῖ πέρα.
Τὸν ἔστειλε σὲ ἕνα χωριὸ νὰ ἔχῃ ἡσυχία
μιὰ μοναχὴ εἶχε ἀδελφὴ τὴν ἔλεγαν Σοφία.
Ἔδωσε τὸν Νικόλαο ἡ θεία του σὲ κτίστη
τὸν πῆρε τότε βοηθὸν ταξίδεψαν γιὰ Κρήτη.
Ἔδερναν τὸν Νικόλαο ἐτότε οἱ τεχνίτες
ἀπὸ κοντά τους ἔφυγε ζοῦσε μὲ τηγανίτες.
Κατόπιν ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν πείνα
σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι ἕναν παπὰ εἶδε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Ὁ ἱερέας ἐρωτάπαιδιμε ἀπορία
ποιὸς εἶναι πόθεν ἔρχεται καὶ ἔχει ταλαιπωρία.
Τότε βαριὰ μετάνοια ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὰ βάθη
μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς λέγει τὶ ἔχει πάθει.
Χαρὰ τοῦ δίνει ὁ ἱερεὺς τοῦ εἶπε νὰ μὴν θρηνήσῃ
καὶ ἂν ἤθελε ὁ Νικόλαος νὰ τὸν υἱοθετήσῃ.
Τὸ πῆρε τότε ὁ ἱερεὺς στὸ σπίτι τὸ δικό του
πρὶν πέντε μέρες ἔθαψε ἕνα μοναχογιό του.
Ἡ πρεσβυτέρα τὸ εἴδενε μὲ δίχως νὰ τὸ ξέρῃ,
δῶρον Θεοῦ θεώρησε σὰν νὰ ἦταν περιστέρι.
Σὰν γιὸ τῆς τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν περιποιόταν·
τὸν ἔμαθε ὑφαντικὴ κι ἐδούλευε σὰν πρῶτα.
Σὰν τρία χρόνια πέρασαν, ὁ ἱερεὺς πεθαίνει
καὶ ἔφυγε ὁ Νικόλαος, εὐθὺς σὲ πλοῖο μπαίνει.
Ἀπὸ τὴν Κρήτη ἔφυγε, Ἅγιον Ὄρος φθάνει
καὶ ἀμέσως τότε βρέθηκε στῆς Δάφνης τὸ λιμάνι.
Ἀνέβηκε εἰς τὶς Καρυὲς καὶ μοναχοὺς γνωρίζει
καὶ τότε εἴκοσι Μονὲς καὶ ἀσκηταριὰ γυρίζει.
Εἰκόνες ἐπροσκύνησε καὶ λείψανα ἁγίων
καὶ ζήτησε πνευματικὸ Ἁγίων Μυστηρίων.
Στὸ μοναστήρι ἔφθασε τότε τοῦ Καρακάλου
ἤτανε κατανυκτικὸς ὁ τόπος ἐκτὸς σάλου.
Εὑρῆκε ἐκεῖ πνευματικὸ καὶ ἐξομολογήθει
καὶ τότε ἐκοινώνησε καὶ ἐτακτοποιήθει.
Τότε ἐκάθησε ἐκεῖ περίπου σὲ ἕνα μήνα
ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ καὶ μοναχοῦ τὸ Σχῆμα.
Καὶ Γεδεῶν ἐλέγανε τότε τὸ ὄνομά του
μὲ δάκρυα ἐξέπλυνε τὰ ἁμαρτήματά του.
Κάνει μεγάλη ἄσκηση νηστεῖες ἀγρυπνίες
καὶ νεοκόρος ἔγινε κάνει ὑπηρεσίες.
Βίους ἁγίων διάβαζε ποὺ ἀρνήθηκαν θρησκεία
ἀλλὰ μὲ τὸ μαρτύριον σβήσαν τὴν ἁμαρτία.
Καὶ τότε φλόγα ἄναψε μέσα εἰς τὴν ψυχή του
τὸν ἑαυτόν του σκέφτηκε γιὰ ἄρνησι ἐδική του.
Ἀμέσως πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν προεστό του
στὸ Βελεστίνο ἔφθασε στὸν τόπο τὸ δικό του.
Μεγάλη Πέμπτη ἔφθασε καὶ τὸν τρελὸ ἐκεῖ κάνει
καὶ στὸ κεφάλι τοῦ φορεῖ τριαντάφυλλα στεφάνι.
Στὸ σπίτι τοῦ Ἀγαρηνοῦ τότε παρουσιάσθει
πέτρα κτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ κόντευε νὰ τὴν σπάσῃ.
Τὸν εἶδε ὁ Ἀγαρηνὸς ποὺ ἦταν σὲ αὐτὸ τὸ χάλι
τὸν ἐρωτᾷ γιατὶ φορεῖ λουλούδια στὸ κεφάλι.
Τότε τοῦ λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος πὼς εἶναι
καὶ ὅτι τὸν ἐξαπάτησε καὶ πέρασε ὀδύνες.
Μὲ ἔκανες καὶ ἀρνήθηκα γλυκήτατον Χριστόν μου
καὶ τώρα τὸν ὁμολογῶ Κύριον καὶ Θεόν μου.
Καὶ τότε ὁ Ἀγαρηνὸς στὸν δικαστὴ πηγαίνει
Μεγάλη ἦν Παρασκευὴ καὶ ὁ πασὰς τὸν κρίνει.
Ὁ ἅγιος προσεύχεται στὴν κεφαλὴ στεφάνι
στὰ χέρια κόκκινα αὐγὰ εἰς τὸν κριτὴ προφτάνει.
Δίνει τὰ δῶρα στὸν κριτὴ λέγει Χριστὸς Ἀνέστη
καὶ ὁ κριτὴς εἰς τὸ μυαλὸ ὡσὰν κριτὴ ὑπέστη.
Ἀμέσως τότε ὁ πασὰς ἐρώτηση τὸν βάνει
ἐσὺ εἶσαι τρελοπασᾶς ἢ τὸν τρελό μας κάνεις;
Ὁ ἅγιος δὲν ἀπαντᾶ καφὲ τοῦ παραγγέλνει
ὁ ὑπηρέτης πρόθυμος στὸν ἅγιο τὸν φέρνει.
Ταμβάκο ζητᾶ ὁ ἅγιος του δίνουν ταμβακέρα
καὶ ὁ κριτὴς τὸν μάλωσε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Τοῦ εἶπε ὅπως ἄστραπτε αὐτὴ ἡ ταμπακέρα
ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία τοὺς λαμποκοπᾶ σὰν μέρα.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος σὰν ἔκλεισε τὸ στόμα
ἔλαβε φώτιση Θεοῦ καὶ τοῦ ἁπαντὰ ἀκόμα.
Τοῦ εἶπε ἡ ταμπακέρα σου ἀστράφτει καὶ γυαλίζει
ἀπ᾿ ἔξω ὅταν τὴν κοιτᾶς σὰν φῶς σὲ ἠλεκτρίζει.
Μὰ μέσα ὅταν τὴν ἰδεῖς βρῶμα καὶ δυσωδία
ἔτσι εἶναι ἀληθινὰ δική σας ἡ θρησκεία.
Μαύρη εἶναι καὶ βρωμερὴ καὶ ἀκόμα σιχαμένη
στὸ πρόσωπο τοῦ ἔριξε καφὲ καὶ τὸν προσβαίνει.
Ἐθύμωσε ὁ δικαστῆς βγάζει διαταγή του
τὸν ἅγιον φυλάκισαν καὶ ἔδειξε τὴν ὀργή του.
Μαρτύρια οἱ Ἀγαρηνοὶ κάνουν τοῦ Ἁγίου πάλι
σὰν ἔβρισε τὴν πίστι τοὺς τοῦ ξύρισαν κεφάλι.
Τοῦ κόψανε τὰ πόδια του μὰ καὶ τὰ δύο χέρια
ὁ ἅγιος εἶχε χαρὰ ὡσὰν τὰ περιστέρια.
Ἀγαρηνοὶ τὸν βλαστημοῦν καὶ τὸν κοροιδεύουν
δὲν ἔπαψαν οὔτε στιγμὴ ἅγιον νὰ παιδεύουν.
Μαρτύρια τοῦ ἔκαναν καὶ εἶναι εὐχαριστημένος
νόμιζε στὸν Παράδεισο πὼς ἦταν ξαπλωμένος.
Μὲ τὰ πολλὰ μαρτύρια ψυχή του παραδώνει
πολὺ τὸν ἐβασάνισαν τὰ βάσανα καὶ οἱ πόνοι.
Τότε ἡμέρα ἤτανε τριάντα Δεκεμβρίου
καὶ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.
Οἱ χριστιανοὶ ἐπρόσφεραν καὶ χρήματα καὶ δῶρα
καὶ τοῦ ἁγίου λείψανο ἔχουνε πάρει τώρα.
Τὸ ἔθαψαν στὸν Τύρναβο μὲ παρουσία ὅλων
στὴν Ἐκκλησία τὸ ἔθαψαν τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ἐκεῖ τὸ ἐνταφίασε ὁ ἐπίσκοπος Λαρίσης
καὶ ἱερεὺς καὶ χριστιανοὶ ἦταν ἐκεῖ ἐπίσης.
Τὸ ἱερόν του λείψανο δέκα ἐννέα ἔτη
ἤτανε εἰς τὸν Τύρναβο σεμνὰ καὶ ὅπως πρέπει.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται Μονὴ τοῦ Καρακάλου
καὶ κάνει θαύματα πολλὰ σὲ χριστιανοὺς καὶ ἄλλους.
Ἅγιε μάρτυς Γεδεῶν δέηση κάνε τώρα
γιὰ τὴν γλυκιὰ πατρίδα μας νὰ μὴν τὴν πιάνει μπόρα.
|