Ἅγιος Μάρτυς Σεβαστιανός

18 Δεκεμβρίου

Μεγάλα τὰ μαρτύρια οἱ ἅγιοι ἐτότες,
τοὺς κάνανε τοὺς χριστιανοὺς Νέρωνα στρατιῶτες.

Χέρια καὶ πόδια κόβανε, τοὺς βγάζανε τὰ μάτια,
ὅλο τὸ σῶμα κάνανε λουρίδες καὶ κομμάτια.

Ὁ Ἅγιος Σεβαστιανὸς μαζὶ μὲ συντροφιά του,
εἴδανε βάσανα πολλὰ τὰ μάτια τὰ δικά του.

Ἐπήγαινε στὶς φυλακὲς κινδύνευε ἡ ζωή του
τοὺς χριστιανοὺς δυνάμωνε μὲ θεία συμβουλή του.

Στὰ φυλακὴ ἐβάλανε Μάρκο καὶ Μαρκελίνο
ἦταν ἀδέρφια σαρκικὰ ἐν τῷ καιρὸ ἐκεῖνο.

Στὴ φυλακὴ οἱ ἄπιστοι τοὺς εἶχαν τιμωρία,
διότι δὲν ἐκάνανε στὰ εἴδωλα θυσία.

Τότε ἐξεστρατεύτηκαν ὅλοι οἱ συγγενεῖς τους,
γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα τους, ἀδέλφια καὶ γονεῖς τους.

Τοὺς ἐπίεζαν οἱ συγγενεῖς νὰ ἀλλαξοπιστήσουν,
νὰ προσκυνήσουν εἴδωλα μαζί τους γιὰ νὰ ζήσουν.

Πρῶτος ποὺ πῆγε φυλακὴ ἤτανε ὁ πατέρας
φυλακισμένα δύο παιδιὰ ἔκλαιγε κάθε μέρα.

Τοὺς εἶπε πράγματα πολλὰ νὰ λυπηθοῦν πατέρα
εἶδε ποὺ δὲν μετανοοῦν καὶ ἀρχίσει ἡ μητέρα.

Τὰ εἶδε μὲς στὴ φυλακὴ τραβοῦσε τὰ μαλλιά της
ἡ μάνα περισσότερο πονάει τὰ παιδιά της.

Σᾶς ἔδωσα τὸ γάλα μου γιὰ νασας μεγαλώσω
καὶ ἂν πάθετε μαρτύρια ἀπ᾿ τὸ κακὸ θὰ λιώσω.

Ὅταν τελειῶσαν οἱ γονεῖς ἐπῆγαν ἐμπροστά τους
γυναῖκες τους ποὺ κράταγαν παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά τους.

Ἐκλαίγανε μὲ τὰ παιδιὰ σὰν νὰ εἶδαν τὴν τιμωρία,
τοὺς ἄνδρες τοὺς ἐλέγανε πὼς ἔχουν ἀσπλαχνία.

Ἐκλαίγανε καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ἐθρηνολογοῦσαν
ποὺ θὰ σκοτῶναν τοὺς γονεῖς καὶ ὀρφανὰ θὰ ζοῦσαν.

Ἔκλαιγαν καὶ οἱ μάρτυρες πονοῦσαν σὰν πατέρες
καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια πενθοῦσε αὐτὲς τὶς μέρες.

Ἐκεῖ ὁ Σεβαστιανὸς φάνηκε παλλικάρι
κηρύττει Ἰησοῦν Χριστὸν δύναμη σὰν λιοντάρι.

Εἰς τῶν μαρτύρων συγγενεῖς ἔκανε ὁμιλία
νὰ πάψουνε τὰ κλάματα νὰ ἔχουν ἠρεμία.

Τοὺς εἶπε δίκιο θὰ εἴχανε στὴν λύπη τοὺς τὴν τόση
ἐὰν τοῦ ἀνθρώπου ἡ ζωὴ στὴ γῆ θὰ εἶχε τελειώσει.

Ἡ πίστι ἡ ὀρθόδοξη ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια
λέγει αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι παραμύθια.

Καὶ ὅποιος γιὰ Χριστὸν ἐδῶ τὸ αἷμα του θὰ χύσῃ
σίγουρα ἀτελεύτητη ζωὴ ἐκεῖ θὰ ζήσει.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὰ γήινα ἂς τὰ καταφρονοῦμε
νὰ ζήσωμε κατὰ Χριστὸν αἰώνια νὰ ζοῦμε.

Καὶ ἔπειτα εἰς τοὺς μάρτυρες παρραγγελία δίνει
νὰ εἶναι ἀμετακίνητοι στὴν πίστι τοὺς ἐκεῖνοι.

Γενναῖοι ἀμετακίνητοι μὴν φοβηθοῦν καθόλου
καὶ θὰ εἶναι πάντα νικητὲς στὴν πλάνη τοῦ διαβόλου.

Σὰν τέλειωσε ὁ ἅγιος αὐτὴ τὴν ὁμιλία
ἦρθε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, λαμπρὴ φωτοχυσία.

Καὶ τότε ἐκατάλαβαν πὼς ἐπιβεβαιώνει
τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Θεὸς τὰ συμπληρώνει.

Σὰν ἄκουσε μιὰ ἄρρωστη ὁσίου ὁμιλία
τὴν σταύρωσε ὁ ἅγιος καὶ βρῆκε θεραπεία.

Γάιος ἀρχιεπίσκοπος ποὺ ἤτανε στὴ Ρώμη
φιλοῦσε Σεβαστιανὸ ποὺ εἶχε ἀνδρεία γνώμη.

Ἐβλέπανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἅγια ζωή του
καὶ πίστευαν εἰς τὸν Χριστὸν μὲ τὴν διαγωγή του.

Τοὺς χριστιανοὺς ὁ ἔπαρχος βγάζει διαταγή του
νὰ γίνονται μαρτύρια νὰ χαίρεται ἡ ψυχή του.

Γυναίκα νὰ προσευχηθῇ πάει στὴν Ἐκκλησία
τὸ ὄνομά της ἤτανε Ζωὴ στὴν κοινωνία.

Στὸν ἄρχοντα τὴν ὁδηγοῦν νὰ ἀλλάξῃ τὴν θρησκεία
οἱ στρατιῶτες ἔκαναν βάσανα τυραννία.

Ὁ ἄρχοντας προσπάθησε μυαλό της νὰ γυρίσει
τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνᾶ νὰ μὴν τὴν τυραννήσῃ.

Σὰν εἶδε καὶ ἀρνήθηκε διέταξε καὶ πάλι
νὰ τὴν κρεμάσουνε ψηλὰ καὶ κάτω τὸ κεφάλι.

Ὅμως ἡ Ζωὴ δὲν ἄντεξε σὲ λίγο εἶχε πεθάνει
καὶ ὁ ἄπιστος ὁ ἔπαρχος σκέφτηκε τὶ νὰ κάνῃ.

Τῆς δένουν πέτρα στὸ λαιμὸ στοῦ Τίβερη ποτάμι
ἐκεῖ μαρτύρησε ἡ Ζωὴ ἔπλεε σὰν καλάμι.

Ζωῆς ὁ ἄντρας τὸ ἄκουσε ποτάμι πάει νὰ ψάξῃ
τὸ λείψανο γυναίκας του νὰ τὸ ἐνταφιάσῃ.

Πῆρε καὶ Κλαύδιο μαζὶ αὐτοῦ τὸ ὄνομά του
ὅμως ἀνθρῶποι τῆς φρουρᾶς τοὺς πήρανε κοντά τους.

Τοὺς ἐμαστίγωσαν σκληρὰ γιατὶ δὲν προσκυνοῦσαν
τὰ εἴδωλα τὰ ψεύτικα καὶ τοὺς ἐτυραννοῦσαν.

Τοὺς δέσαν πέτρα στὸ λαιμὸ στὸν Τίβερη τοὺς ρίχνουν
αἱμοβόροι ἀγριάνθρωποι τὴν ἀσπλαχνία δείχνουν.

Μάρκο καρφώνουν μὲ καρφιὰ καὶ μάρτυρα Μαρκελίνο
καὶ βρῆκαν θάνατο σκληρὸ πικρὸ σὰν τὸ Κινίνο.

Ἅγιον Σεβαστιανὸ ἄφησαν τελευταία
τοῦ κάνει ὁ Διοκλητιανὸς ἀνάκριση ὡραία.

Ὁ ἅγιος τὸν βασιλιὰ ἀμέσως τὸν προσβάνει
ποὺ τοῦ εἶπε πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ θέλει νὰ ἀποθάνει.

Τρελάθηκε ὁ βασιλιὰς ἀμέσως διατάζει
νὰ σκεπαστῇ τὸ σῶμα του νὰ σκούζει νὰ σπαράζει.

Τὸν πῆγαν γιὰ ἐκτέλεση κάνει τὴν προσευχή του
μὲ σφαῖρες σὰν τὸν ἀχινὸ γέμισαν τὸ κορμί του.

Δεκάτη ὀγδόη ἤτανε τοῦ μήνα Δεκεμβρίου
ποὺ πέταξε ἡ ψυχούλα του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.

Μιὰ εὐσεβὴς ἀρχόντισσα, στὸ ὄνομα Λουκίνη,
τοῦ ἅγιου τὸ λείψανο τὸ ἔθαψε ἐκείνη.

Μάρτυρα Σεβαστιανὲ εἰς τὴν χριστιανοσύνη
δέηση κάνε στὸν Θεὸ φώτιση νὰ μᾶς δίνει.