Ὁ ἅγιος γεννήθηκε Μπεζήλα Θεσσαλίας
ὄνομα εἶχε ἀγγελικὸ εἰς τὴν ὀνομασία.
Σωφρόνιος πατέρας τοῦ μητέρα τοῦ Μαρία
προσευχηθήκανε πολὺ γιὰ γέννησή του ἁγία.
Νέος ποὺ ἐμεγάλωνε ἔβαλε στὴ ζωή του
νὰ κάνῃ θέλημα Θεοῦ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Στὸ μοναστήρι πήγαινε καὶ τότε παρὰ χρῆμα
ἔγινε ἐκεῖ καὶ μοναχὸς μὲ τῶν ἀγγέλων σχῆμα.
Ὁ γέροντάς του στὴ μονὴ τὸν παρακολουθοῦσε
ἦν δυνατὸς στὴν προσευχὴ γραφὴ ἐμελετοῦσε.
Τὸν Σεραφεὶμ χειροτονεῖ γέροντας ἱερέα
εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζα νὰ λειτουργεῖ ὡραία.
Πεθαίνει τότε ἀρχιεπίσκοπος ποὺ ἤτανε Καρδίτσης
τὸν Σεραφεὶμ ἐψήφισαν νὰ ἀντικαταστήσῃ.
Μὲ κόπους καὶ ἀγῶνες τοῦ ποίμνιο ὁδηγοῦσε
κατ᾿ ὄνομα τὰ λογικὰ πρόβατα προσφωνοῦσε.
Εἰς τῶν Ἀγράφων τὰ βουνὰ Τούρκων πάει πεσκέσι
ἀγάδες τότε χάρηκαν τὸν εἴχανε στὴ μέση.
Τοῦ εἶπαν Τοῦρκος νὰ γενεῖ νὰ σώσῃ τὴν ζωή του
καὶ νὰ ἀρνηθῇ ὁ Σεραφεὶμ τὴν πίστι τὴν δική του.
Ὁ Σεραφεὶμ σὰν τ᾿ ἄκουσε βγάζει ἀπόφασή του
πῶς δὲν ἀρνιέται τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.
Οἱ Τοῦρκοι σὰν τὸ ἄκουσαν στὸν δικαστὴ τὸν πᾶνε
μὲ τρόπο ἄρχισαν γλυκὸ νὰ τὸν περιπλανᾶνε.
Τοῦ μίλησε ὁ δικαστῆς πὼς Τοῦρκος γιὰ νὰ γίνῃ
κι ἀμέσως τότε ὁ Σεραφεὶμ ἀπάντηση τοῦ δίνει.
Δὲν τὸν ἀρνιέμαι τὸν Χριστὸ τὸ σῶμα νὰ γλιτώσω
χίλια κομμάτια κάνε τὸ πίστι δὲν θὰ παραδώσω.
Ὁ δικαστῆς ταράχτηκε σὰν νὰ εἶχε δυναμίτη
διέταξε τὸν ἔδειραν καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν μύτη.
Τὸν Σεραφεὶμ στὴ φυλακὴ κατόπιν εἶχαν κλείσει
ψωμί, νερὸ δὲν τοῦ διναν μήπως μετανοήσῃ.
Εἶχε χαρὰ ὁ ἅγιος στὴ φυλακὴ κλεισμένος
ποὺ γιὰ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν φυλακισμένος.
Τὸν βγάζουν ἀπ᾿ τὴν φυλακὴ ἀπάντηση νὰ δώσῃ
ὁ δικαστὴς τὸν ἐρωτᾷ ἂν ἔχει μετανιώσει.
Ὁ ἅγιος τοῦ ἁπαντᾷ πὼς βρίσκονται στὴν πλάνη
Μωάμεθ ἦν ἀγράμματος, θεὸν τὸν εἶχαν κάνει.
Ἅγιον δένουν δυνατὰ πιέζουν τὴν κοιλιά του
μεγάλη πέτρα ἔβαλαν νὰ βγοῦν ἐντόσθιά του.
Τοῦ ἔκοβαν τὶς σάρκες τοῦ πολὺ γιὰ νὰ πονοῦσε
χῶμα καὶ βρώμικο νερὸ τοῦ δίναν σὰν διψοῦσε.
Οἱ δήμιοι ἐθαύμαζαν ἁγίου καρτερία
δὲν ἄλλαζε τὴν πίστι του μὲ κάθε τιμωρία.
Τότε ὁ ἐξουσιαστὴς δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ,
καὶ ἔβγαλε ἀπόφαση ὁ ἅγιος νὰ πεθάνῃ.
Τὸν ἅγιον ἐπήγαιναν διὰ ἐκτέλεσή του
τὸν ἔβριζε ἀράπισσα λόγια αἰσχρὰ μαζί του.
Μὲ ἱλαρὸ τὸ πρόσωπο ἅγιος τὴν κοιτάζει
τὸ πρόσωπό της στράβωσε γύρισε ἀπ᾿ τὴν ἄλλη.
Τὸν ἅγιον οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες
σὰν ἀρνὶ τὸν σούβλισαν οἱ ἄπιστοι ἐτότες.
Πρὶν νὰ πεθάνῃ ὁ ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του
καὶ στὸν οὐράνιο Θεὸ παρέδωσε ψυχή του.
Ἦταν τότε τοῦ μηνὸς τέσσερις Δεκεμβρίου
ἡ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου.
Τὸ ἅγιόν του λείψανο ἄταφο εἶχε μείνει
ἡ δυσοσμία ἔφυγε καὶ εὐωδία δίνει.
Πέρασαν μέρες ἔκοψαν ἁγία κεφαλή του
καὶ στὸ κοντάρι ἔβαλαν νὰ χαίρονται μαζί του.
Ἔβαλαν καὶ ἄλλων κεφαλὲς ἁγίων στὰ κοντάρια
νὰ φαίνονται ἐκεῖ ψηλὰ σὰν νὰ ἤτανε φανάρια.
Στὰ Τρίκαλα ἡγούμενος ἁγίου τὸ κεφάλι
πενήντα γρόσια ἔδωσε νὰ τὸ ἀγοράσῃ πάλι.
Ἔστειλε ἕναν Ἀλβανὸ τὴν κεφαλὴ νὰ πάρῃ
ποὺ τοῦ ἁγίου εἴχανε μπηγμένη στὸ κοντάρι.
Ξεκρέμασε τὴν κεφαλὴ μπηγμένη ἦν στὸ ξύλο
αὐτὸς ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἔτρεχε σὰν τὸ σκύλο.
Οἱ φύλακες τὸν κυνήγησαν κοντὰ σὲ ἕνα ποτάμι
τοὺς εἶδε καὶ φοβήθηκε ἐσκέφθει τὶ θὰ κάνει.
Ἁγίου κεφάλι ἔριξε ἀμέσως μὲς στὸ ρέμα
τὰ χέρια τοῦ ἦταν ἀδειανὰ ἐγλίτωσε τὸ πταῖσμα.
Καλαμωτὲς στὸν ποταμὸ ψαράδες εἶχαν βάλει
καὶ ἐκεῖ μέσα ἄραξε ἁγίου τὸ κεφάλι.
Δύο ψαράδες ψάρευαν σὲ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι
ὁ ἕνας πῆγε σπίτι του νὰ κοιμηθῇ τὸ βράδυ.
Τὴ νύχτα ποὺ κοιμότανε βλέπει ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι
πύρινο στύλο ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἔφτανε ὡς τὸ φράχτη.
Τρόμαξε καὶ κρύφτηκε σὲ δέντρου μιὰ κουφάλα
τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε σὰν νὰ εἶχε μιὰ ζαλάδα.
Τὸ ἄλλο βράδυ καὶ οἱ δύο ἐκεῖ εἶχαν ξενυχτήσει
καὶ βλέπουν πάλι ἅγιο φῶς τοὺς εἶχε ἠλεκτρίσει.
Καὶ ὅταν ἐξημέρωσε καὶ ἔβλεπε τὸ μάτι
βλέπουν ἁγίου κεφαλὴ σὰν ψάρι μὲς στὸ φράχτη.
Τότε οἱ δύο τὴν γνώρισαν σέβονταν προσκυνᾶνε
Δουσίκου τοῦ ἡγούμενου στὴν Λάρισα τὴν πᾶνε.
Ἀκόμα μέχρι σήμερα σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι
Πατέρες καὶ προσκυνητὲς κάνουνε πανήγυρι.
Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Κάρα τοῦ πάντα εὐωδιάζει
πάντοτε κάνει θαύματα ὁ κόσμος τὴν θαυμάζει.
Τῶν Μυροφόρων Κυριακὴ κάνουνε λειτανία
καὶ στὴν Καρδίτσα μὲ πομπὴ παν᾿ κεφαλὴ ἁγία.
Εἶναι μεγάλος ἅγιος Φαναριοφαρσάλων
ποὺ ἠξιώθη ὁ ἅγιος μαρτύριο μεγάλο.
Προσεύχου τώρα στὸν Χριστὸν ποὺ ἔχεις παρρησία
γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
|