Φιλεία ἐγεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ στὴ Θράκη
Καὶ ὠνομάσθη Κυριακὸς ἦταν μικρὸ παιδάκι.
Γράμματα τότε ἱερὰ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του
Τὸν δίδαξαν νὰ μελετᾶ γιὰ συναναστροφή του.
Εἶδε τὴν φρονιμάδα του ἐτότε ὁ δεσπότης
Ἀμέσως τὸν χειροτονεῖ νὰ γίνῃ ἀναγνώστης.
Στεκόταν πάντα ὄρθιος στὴ Θεία Λειτουργία
Τὸ νοῦ τοῦ εἶχε στὸ Θεὸ ποὺ ἔψαλλε λόγια θεία.
Ἀπέφευγε δὲν ἤθελε ἄλλοι νὰ τὸν παινοῦνε
Εἶχε χαρὰ σὰν ἄκουγε νὰ τὸν κατηγοροῦνε.
Πρῶτος πηγαίνει σὲ ἐκκλησιὰ καὶ φεύγει τελευταῖος
Ἔψαλλε μὲ γλυκιὰ φωνὴ συμορφωμένος νέος.
Ἔγινε εἴκοσι χρονῶν γυναίκα ἐνυμφέφθη
Στὸ δρόμο πάλι ἀρετῆς μετὰ τὴν γυνὴ εὑρέθη.
Ἕνα ἀγόρι ἀπέκτησαν τότε μὲ συμφωνία
Καὶ ἡ γυναίκα δέχτηκε νὰ ζοῦν ἐν παρθενίᾳ.
Μὲ θεῖα λόγια συζητᾶ τότε στὴ σύζυγό του
Καὶ μὲ χαρὰ ἐδέχτηκε τὸν ἱερὸ σκοπό του.
Ἐνίκησε μὲ ἐπιμονὴ καὶ τὴν γαστριμαργία
Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ κάνει αὐστηρὴ νηστεία.
Ξερὸ ψωμὶ μόνο ἔτρωγε πίνει νερὸ τὸ βράδυ
Καὶ τὸ Σαββατοκύριακο λίγο κρασὶ καὶ λάδι.
Λιγόστευσε τὸ φαγητὸ γιὰ νὰ τὸ συνηθίσει
Καὶ ἀπὸ τὰ πάθη τὴν καρδιὰ τότε νὰ καθαρίσει.
Βίους ἁγίων διάβαζε γέμιζε τὴν καρδιά του
Καὶ ἡ συνετὴ γυναίκα τοῦ γνώμη εἶχε δικιά του.
Ἀκούει ἀγώνας μοναχῶν τους εἶχε ἀγαπήσει
Καὶ θέλει στὸ παράδειγμα νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ.
Εἶπε εἰς τὴν γυναίκα του νὰ πάῃ στὸ μοναστήρι
Ἐκείνη τὸν ἐμπόδισε τῆς κάνει τὸ χατήρι.
Δὲν ἤθελε ὁ ὅσιος γυναίκα νὰ ἔχῃ λύπη
Καὶ τότε ἔκτισε κελὶ μικρὸ μέσα στὸ σπίτι.
Τὰ χέρια του ἐδούλευαν δὲν τὰ εἶχε στὴν ἀργία
Δίχτυα γειτόνων ἕραβε διὰ φιλανθρωπία.
Ἠθέλησε νὰ τιμωρεῖ τὸν ἑαυτόν του ἀκόμα
Καὶ σίδερο δένει βαρὺ ὁ ὅσιος ἀκόμα.
Ἐπλήγωσε τὸ σῶμα του, ἔβγαζε δυσοσμία
Μὰ ἔνιωθε ὁ ἅγιος χαρὰ εἰς τὴν καρδία.
Τὸν ἑαυτόν του ἐμέμφονταν, ἀκάθαρτον τὸν λέει,
καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τὴν ἔδιωχνε καὶ κλαίει.
Τὴν νύχτα ἔφευγε κρυφὰ ἔφευγε ἀπ᾿ τὸ κελί του
Στὴν ἐρημιὰ ἐπήγαινε νὰ κάνῃ προσευχή του.
Στὸν κόσμο πάντα ἔκανε μεγάλες καλοσύνες
Οἱ ἄνθρωποι τὸν γνώρισαν στὶς ἐλεημοσύνες.
Ἕνας φτωχὸς στὸ σπίτι τοῦ ζητᾶ ἐλεημοσύνη
ὁ ἅγιος προσπάθησε τὰ πόδια νὰ τοῦ πλύνει.
Ὁ ξένος τότε ἀρνήθηκε καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀφήσῃ
γιὰ Πέτρου τὸ παράδειγμα τοῦ εἴχενε μιλήσει.
Σὲ μοναστήρι ὁ ὅσιος μοναχὸς εἶχε γίνει
καὶ δεκατεσσάρων ἐτῶν ὁ γιὸς τοῦ εἶχε γίνει.
Πῆγε καὶ τὸν ἀντάμωσε ὁ υἱὸς εἶχε ζηλέψει
καὶ ζήτησε νὰ μείνει ἐκεῖ καὶ νὰ καλογερέψει.
Μητέρα του λυπήθηκε τραβοῦσε τὰ μαλλιά της
ποὺ τὸ παιδί της ἤθελε νὰ ἔχῃ συντροφιά της.
Μὰ τὸ παιδὶ δὲν ἄκουσε ἐτότε τὴν μητέρα
καὶ κάθησε ὡς μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα.
Πέρασαν μῆνες δεκαοχτὼ καὶ εἶχε ἀρρωστήσει
ἀρρώστησε καὶ πέθανε πατέρα εἶχε ἀφήσει.
Πατέρας μένει μοναχὸς καὶ τὸν Θεὸ δοξάζει
ὁ γέροντας τὸν Κυριακὸ Κύριλο ὀνομάζει.
Στὸ μοναστήρι ὁ Κύριλος κάνει σκληραγωγία
τὸν ἑαυτόν του τιμωρεῖ μὲ αὐστηρὴ νηστεία.
Ἡγούμενος τὸν Κύριλο τὸν εἴχενε ἐλέγξει
ἀλλὰ στὸ τέλος ζήτησε νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσει.
Ἕνας του πρόσφερε λεπτὰ ὁ ὅσιος δὲν τὰ παίρνει
παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ δωρητὴς πολύ του ἐπιμένει.
Περιουσία δώσαμε τοῦ εἶπε ἐμεῖς δική μας
δικά σου ὅταν πάρουμε θὰ εἶναι βάρος στὴν ψυχή μας.
Ὁ βιογράφος ποὺ ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ἁγίου
γράφει ἕναν διάλογο ἐντὸς μοναστηρίου.
Τοὺς μοναχοὺς ὁ ἡγούμενος ἐτότε καυγαδίζει
ὁ ὅσιος τὸν ἔλεγξε καὶ τόνε συνετίζει.
Τοῦ λέγει ὅλοι οἱ μοναχοὶ ποὺ βρίσκονται κοντά σου
ποιμένας εἶσαι ὁλονῶν αὐτὰ εἶναι πρόβατά σου.
Μὲ πάθος καὶ μὲ τὸν θυμὸ νὰ μὴν καταδικάζεις
δὲν φέρνεις ἀποτέλεσμα τοὺς μοναχοὺς τρομάζεις.
Τοὺς ἄτακτους συμβούλευε πάντα νὰ πειθαρχοῦνε
καὶ τοὺς κανόνες ἱεροὺς ὅλοι νὰ σεβαστοῦνε.
Τὴ συμβουλὴ ἐδέχτηκε εἶχε μετανοήσει
καὶ εἶπε εἰς τὸν ὅσιο νὰ τοῦ τὸ συγχωρήσῃ.
Μιὰ μέρα ὁ βιογράφος τοῦ μαζί του εἶχε μιλήσει
τοῦ εἶπε ὁμιλία ἀπὸ γιατρὸ ποὺ εἶχε συναντήσει.
Τὰ σύκα εἶναι ὠφέλιμα πρωὶ σὰν φαγωθοῦνε
καὶ ἔτρωγε ἕνας μοναχὸς πρωὶ ποὺ ὅλοι ξυπνοῦνε.
Ὁ ὅσιος τὸν μοναχὸ τὸν παρακολουθοῦσε
τὰ σύκα ὅταν ἔτρωγε ἤπια του μιλοῦσε.
Ἀλλὰ μόνο εἰς τὸν γιατρὸ καὶ ἐσὺ ἔχεις ἁμαρτία
μόλις ξυπνᾶς νὰ θὲς ναφας λέγεται λαιμαργία.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μᾶς τὸ ἀπαγορεύει
εἰς τὸ εἰκοσιτετράωρο μιὰ ὥρα νὰ ξοδεύει.
Λέγει στὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ ὑπηρετῇ τὸ σῶμα
οἱ ἄλλες ὧρες στὴν ψυχὴ νὰ ξοδευτοῦν ἀκόμα.
Ψυχὴ μᾶς εἶναι ἀθάνατη καὶ ἡ τροφὴ ἀξίζει
ὅμως τὸ σῶμα μᾶς φθαρτὸ μέσα στὴ γῆ σαπίζει.
Ὁ ὅσιος μὲ προσοχὴ ἑαυτόν του ἐξετάζει
καὶ ἄγρυπνος πάντα τὴν ψυχὴ στολίζει καὶ ἑτοιμάζει.
Κάποτε πείνα ἔπεσε ἐκεῖ πολὺ μεγάλη
ἄνθρωποι ἀρρωσταίνανε καιεπεθαίναν ἄλλοι.
Τοῦ δίναν ὁσίου ἕνα ψωμὶ γιὰ νὰ τὸ εὐλογήσῃ
τότε ἐπλύθηνε αὐτὸ πολλοὺς εἶχε ταίσει.
Σταυρὸ ἔκανε ὁ ἅγιος, σύνηθεια ἁγία,
εὐχαριστοῦσε πάντοτε μητέρα Παναγία.
Καὶ εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸ ἔκανε προσευχή του
μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ἄνοιγε τὴν ψυχή του.
Σκεπτόταν ἀπ᾿ τὰ Σεραφεὶμ καὶ Χερουβεὶμ Κυρίου
πῶς εἶναι τιμιότερος καὶ ὅπλον σωτηρίου.
Ἐπάνω του σταυρώθηκε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου
καὶ ἄνοιξε τὸν παράδεισο μὲ πάθους τοῦ τοῦ θείου.
Τὸν ἑαυτόν του ὀνόμαζε ἁμαρτωλὸ μεγάλο
εἶχε ταπείνωσι πολὺ καὶ ἐξύψωνε τὸν ἄλλο.
Πῆγε ἀξιωματικὸς μαζί του νὰ μιλήσῃ
νὰ ἀκούσῃ συμβουλὲς καλὲς καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ.
Τοῦ εἶπε πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ δικαία κρίση
σωστὸ νὰ εἶν᾿ τὸ συμπέρασμα προτοῦ ἀποφασίσει.
Κάποτε σὲ ἕναν βασιλιὰ ἐμίλησε ὡραία
τοῦ εἶπε ὡραῖες συμβουλὲς καὶ πράγματα σπουδαῖα.
Τοῦ εἶπε νὰ ἔχῃ πραότητα καὶ ἤρεμη τὴν ψυχή του
καὶ τότε θὰ εὐφραίνεται γιὰ τὴν διαγωγή του.
Ὁ βασιλιὰς ὁ ἀληθὴς γιὰ νὰ ἔχῃ ἐξουσία
νὰ ἐλευθερώσῃ πάθη του καὶ κάθε ἁμαρτία.
Τὸν εὐχαριστεῖ ὁ βασιλιὰς διὰ τὴν συμβουλά του
καὶ ἔδωσε ἐνδύματα πτωχοὺς νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Σὲ ἕνα χωριὸ τὸν ἅγιο γυναίκα ἐγκωμιάζει
σὰν τ᾿ ἄκουσε ἕνας ἄπιστος τὸν ἔβριζε κραυγάζει.
Τὸν μάλωσαν δὲν σταματᾶ ἀπὸ αἰσχρολογία
μὰ τότε ἀπὸ δίκαιο Θεὸ ἔλαβε τιμωρία.
Καὶ τότε πόνο φοβερὸ ἔνιωσε στὴν κοιλιά του
σὲ μιὰ ὥρα χύθηκαν ὅλα τὰ ἔντερά του.
Γράφουμε μιὰ συμβουλὴ ὁ ἅγιος εἶχε δώσῃ
χαρὰ θὰ ἔχει ὁ χριστιανὸς ποὺ θὰ τὴν ἐφαρμόσει.
Γιὰ νὰ σταθῇ ταπείνωσι διὰ τὸν ἑαυτόν μας
νὰ τὸν βαθμολογήσουμε ἕνα μηδὲν ἐντός μας.
Ἐγέρασε κατάλαβε κοντεύει νὰ πεθάνῃ
καὶ σὲ ὅσους ἤτανε παρὼν παραγγελία κάνει.
Τὸ σῶμα του νὰ θάψουνε στὸν τάφο μὲς στὸ χῶμα
καὶ πέτρες στὸ κεφάλι του νὰ βάλουνε ἀκόμα.
Σὰν πέρασαν μέρες πολλὲς μὲ τὸ νερὸ στὸ στόμα
τότε παρέδωσε ψυχὴ καὶ ζεῖ εἰς τὸν αἰώνα.
Τότε ἡμέρα ἤτανε στὶς δύο Δεκεμβρίου
ἡ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.
Μιὰ τυφλὴ στὴν Κάρα τοῦ ἄγγιξε πρόσωπό της
ἀμέσως ἐγιατρεύτηκε καὶ εἶδε εὐθὺς τὸ φῶς της.
Ἅγιε ὁσιώτατε, ἁγίασες τὴν ψυχή σου,
προσεύχου πάντα στὸν Θεὸν νὰ ἔχωμε τὴν εὐχή σου.
|