Ὁ ἅγιος γεννήθηκε εἰς τὴν Παφλαγονία
ἤτανε ἐλεήμονας εἶχε ψυχὴ ἁγία.
Ἐπίσημος στὸν τόπο του μὲ ἀξίωμα ὑπάτου
καὶ ἦταν πολὺ φιλάρετος ὡς ἦν τὸ ὄνομά του.
Ἤτανε πάμλουτος πολὺ εἶχε περιουσία
μὰ φρόντιζε γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ εἶχε τὴν ἀξία.
Πρόβατα εἶχε αὐτὸς πολλὰ δώδεκα χιλιάδες
καὶ ἑξακόσια ἀριθμὸ ἄλογα καὶ γελάδες.
Εἶχε ἀμπέλια, κτήματα, χωράφια καὶ ὑπηρέτες
τρώγανε ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντα καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ κλέφτες.
Γυναίκα του Θεοσεβῆ, υἱὸς τοῦ Ἰωάννη
ἡ Ὑπατία κόρη του καὶ Εὐανθία ἡ ἄλλη.
Κοπέλες ὡραιότερες ἦταν ἐκεῖ τοῦ τόπου
καὶ εἴχανε εὐγενικὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄφθονα ὁ Φιλάρετος μὲ πίστι καὶ μανία
δεύτερος ἦταν Ἀβραὰμ εἰς τὴν φιλοξενία.
Τὰ πλούτη του ἐμοίραζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
τοὺς πεινασμένους ἔτρεφε καὶ τοὺς φτωχούςτους ντύνει.
Ὁ σατανᾶς ἐφθόνησε τότε τὴν ἀρετή του
τὸν πείραξε δὲν ἤθελε νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα στὴν ἐλεημοσύνη
καὶ τέλος ἔνεινε πτωχὸς δὲν εἶχε πιὰ νὰ δίνῃ.
Ἐμοίρασε τὰ ζῶα του καὶ τὴν περιουσία
καὶ οἱ κλέφτες τὴν ἐπαίρνανε δὲν τοὺς κρατᾶ κακία.
Γείτονας τοῦ Φιλάρετου τὸ βόδι εἶχε ψοφήσει
καὶ πῆγε στὸν Φιλάρετο νὰ τὸν παρηγορήσῃ.
Καὶ τότε ὁ Φιλάρετος δώρισε τὸ δικό του
ὁ γέροντας τὸν θαύμασε καὶ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Μὲ ἕνα βόδι στράφηκε ποὺ πῆγε εἰς τὸ σπίτι
τὸν ἐρωτᾷ ἡ γυναίκα του· γιατὶ τὸ ἕνα λείπει.
Τῆς εἶπε ὅτι τοῦ ἔφυγε νὰ πάῃ νὰ βοσκήσῃ
ὁ γιὸς τοὺς ὅταν τὸ ἄκουσε πῆγε νὰ τὸ ζητήσῃ.
Τὸ βρῆκε εἰς τὸ γείτονα ποὺ ἔκανε ζευγάρι
ὁ γιὸς νομίζει ἀπὸ κλοπὴ ὅτι τὸ εἶχε πάρει.
Καὶ μὲ θυμὸ στὸν γείτονα τότε εἶχε μιλήσει
τοῦ ἁπαντὰ ὁ πατέρας τοῦ τὸ εἶχε αὐτὸ χαρίσει.
Ἐπῆγε τότε σπίτι τοῦ τὸ εἶπε στὴν μητέρα
μαντήλι ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς πετὰ τὸ κάνει πέρα.
Ἄσπλαχνο λέει τὸν ἄνδρα της ποὺ βρέθηκε μπροστά του
πῶς δὲν λυπᾶται οὔτε αὐτὴ οὔτε καὶ τὰ παιδιά του.
Ἀμίλητος ὁ ἅγιος στὴ γλώσσα εἶχε μείνει
γιὰ νὰ μὴν χάσῃ τὸν μισθὸ τῆς ἐλεημοσύνης.
Τῆς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ τὰ πουλιὰ τὰ τρέφει
καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ πεινάσουμε σὰν κάνουμε ὅτι πρέπει.
Σὲ πέντε μέρες ψόφησε τὸ βόδι τοῦ γειτόνου
καὶ τὸ ἄλλο τοῦ τὸ χάρισε ποὺ εἶχε ἕνα μόνο.
Τότε γυναίκα καὶ παιδιὰ ἐκλαίγανε στὸ σπίτι
σὰν ἔμαθαν τὸ βόδι τους πὼς τὸ ἔδωσε καὶ λύπη.
Στεναχωρέθηκαν πολὺ γιὰ γέροντα πατέρα
ποὺ δὲν θὰ εἴχανε ψωμὶ νὰ φᾶνε τὴν ἡμέρα.
Ὁ γέροντας τοὺς ἔλεγε μὴν στεναχωρηθοῦνε
ἔχει κρυμμένα χρήματα νὰ τρῶνε ὅσο θὰ ζοῦνε.
Εἶχε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε προφητεία
προέβλεψε τὶ θὰ γενεῖ εἰς τὴν δική του οἰκία.
Ἣν ἕνας στρατιωτικὸς ψόφησε τὸ ἄλογό του
ἀμέσως ὁ Φιλάρετος χαρίζει τὸ δικό του.
Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνας πτωχός του ζήτησε μιὰ χάρι
νὰ τοῦ δίνε ποὺ ἡ γελάδα τοῦ εἶχε ἕνα μοσχάρι.
Τὸ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τότε γιὰ εὐλογία
καὶ ἀκούει ἀπ᾿ τὴν γυναίκα τοῦ καυγᾶ πολυλογία.
Μοσχάρι ὅταν τὸ ἔδωσε ἡ ἀγελάδα κλαίει
καὶ ἀμέσως ἡ γυναίκα τοῦ ἄσπλαχνο τὸν λέει.
Καὶ τὴν γελάδα τοῦ ἔδωσε δῶρο τὴν ἄλλη μέρα
τὰ ζῶα δύο ἐσμίξανε παιδὶ μὲ τὴν μητέρα.
Μεγάλη παίνα ἔπεσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
ὁσίου οἰκογένεια ἐπείνασε καὶ ἐκείνη.
Καὶ τότε ὁ Φιλάρετος γαιδούρι τοῦ εἶχε πάρει
δανείστηκε ἀπ᾿ τὸ χωριὸ ἕξι κιλὰ σιτάρι.
Σὰν ἔφτασε στὸ σπίτι τοῦ ἕνας πτωχὸς ζητάει
λίγο σιτάρι νὰ τοῦ ἔδινε πεινοῦσε νὰ τὸ φάει.
Νευρίασε ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μισὸ σιτάρι
ἐμέτρησε καὶ στὸν πτωχό του εἶπε νὰ τὸ πάρει.
Καὶ ὁ πτωχὸς δὲν μπόρεσε τὸ βάρος νὰ σηκώσῃ
τοῦ ἔδωσε γαιδουράκι τοῦ τὸ στάρι νὰ φορτώσῃ.
Στὸ τέλος δίνει στὸν πτωχὸ ὑπόλοιπο σιτάρι
καὶ τὸ τραπέζι ἄδειασε μαζὶ καὶ τὸ συρτάρι.
Φιλάρετος Θεοσεβῆ καὶ τὰ παιδιὰ πεινᾶνε
ἕνα καρβέλι μὲ ψωμὶ δανείστηκε νὰ φᾶνε.
Τότε γυναίκα καὶ παιδιὰ εἶχε οἰκονομήσει
καὶ πῆγε σὲ ἄλλο γείτονα ἐκεῖ γιὰ νὰ δειπνήσῃ.
Τὴν φτώχεια τοῦ ἕνας φίλος του τὴν ἔπηρε χαμπάρι
τοῦ ἔστειλε στὸ σπίτι τοῦ σαράντα κιλὰ σιτάρι.
Πέντε κιλὰ καθένας τους θὰ ἔπαιρνε μερδικό του
ὁ ἅγιος εἰς τοὺς πτωχοὺς ἔδωσε τὸ δικό του.
Γυναίκα τότε καὶ παιδιὰ τρώγαν μερίδιό τους
ὁ ἅγιος τότε νηστικὸς στεκότανε ἐμπρός τους.
Δὲν εἶχε τότε ὁ ἅγιος ἐκτὸς λίγα μελίσσια
ποὺ σὰν πηγαῖναν οἱ πτωχοί, τοὺς χόρταινε περίσσια.
Ἐτότε ἐβασίλευε βασίλισσα Εἰρήνη
μὲ Κωνσταντῖνο τὸν υἱὸν εἶχαν δικαιοσύνη.
Ἐγύρευε ἡ βασίλισσα νύμφη γιὰ τὸν υἱόν της
καὶ τότε θὰ παρέδινε τὸ θρόνο τὸ δικό της.
Σκέφτηκαν νὰ διαλέξουνε τὴν πιὸ ὡραία κόρη
νὰ ζήσῃ στὴ βασίλισσα μὲ τὸ δικό της ἀγόρι.
Ἔστειλε ἀξιωματικοὺς τὶς πόλεις νὰ γυρίσουν
νὰ βροῦνε τὴν κατάλληλη καλὰ νὰ ἐρευνήσουν.
Στοῦ Φιλαρέτου πήγανε νὰ σὲ φιλοξενήσῃ
καὶ μὲ χαρὰ πῆγε κι αὐτὸς νὰ τοὺς προΰπαντησει.
Γυναίκα τοῦ διέταξε ἑτοίμασε τραπέζι
δὲν εἶχε ὅμως φαγητὰ μὸν μέλι – πετιμέζι.
Τὸν ἄνδρα τῆς ἐμάλωσε δὲν ἄφησε μιὰ κότα
τελείωσε ὅμως ὁ καβγὰς καὶ χτύπησε ἡ πόρτα.
Ἀρνιά, κριάρια ἔστηλαν ἄρχοντες ἀπ᾿ τὴν χώρα
ἄδεια ἦταν ἡ τράπεζα γεμάτη εἶναι τώρα.
Τριάνταεξι ἄτομα κάθησαν στὸ τραπέζι
ἐχόρτασαν μὲ τὰ φαγητὰ κι ἀκόμα περισεύει.
Θέλησαν ἀξιωματικοὶ νὰ βροῦν τοῦ βασιλέα
καὶ νὰ γίνῃ βασίλισσα μία ὡραία νέα.
Δύο ἐγγονὲς ὁ Φιλάρετος τῆς ἔφερε στὴ μέση
τοῦ Κωνσταντίνου βασιλιὰ νὰ πάρῃ ὅποια ἀρέσει.
Ὁ βασιλεὺς σὰν εἶδε τὴν τάξη καὶ εὐγενία
τὴν πρώτη στεφανώθηκε τὴν λέγανε Μαρία.
Σὰν ἔκανε τοὺς γάμους του τότε ὁ βασιλέας
τοῦ Φιλαρέτου συγγενεῖς ἐπροίκησεν ὡραία.
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τότε Θεὸν δοξάζει
ποὺ σὲ παλάτι βασιλιὰ εἶναι καὶ ἐξουσιάζει.
Τοὺς ἔδωσε ὁ βασιλιὰς πολλὰ λεφτὰ χωράφια
ἀλλὰ καὶ τρόφιμα πολλὰ ἐγέμισαν τὰ ράφια.
Τὸ μερδικό του ὁ Ἅγιος εἰς τοὺς πτώχους τὸ δίνει
σκοπό του εἶχε στὴ ζωὴ τὴν ἐλεημοσύνη.
Δέκα ἡμέρες πρόβλεψε τέλος τοῦ πρὶν πεθάνει
πρόβλεψε ὑποθῆκες τοῦ πρὶν φύγει νὰ τὶς κάνει.
Ἀμέσως τότε ἀρρώστησε ἔπεσε στὸ κρεβάτι
τοὺς συγγενεῖς ἐκάλεσε νὰ ἀναγγείλει κάτι.
Ἡ μέρα τῆς ἀρρώστιας ἐτότε ἡ ἐνάτη
τὸν βασιλιὰ θέλει νὰ δεῖ ξημέρωνε δεκάτη.
Μιλοῦσε παραβολικὰ καὶ καταλάβαν ὅλοι
πῶς τὸν καλοῦσε ὁ Θεὸς στὸ αἰώνιο περιβόλι.
Καὶ σὰν τὸ καταλάβανε κλαίγανε οἱ συγγενεῖς του
καὶ οἱ πτωχοὶ σὰν τὸ ἔμαθαν ἔκλαιγαν τὴν φυγή του.
Εὐχήθηκε στὴ γυναίκα του καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του
καὶ ἱλαρὸς στὸ πρόσωπο κάνει τὴν προσευχή του.
Ἔψαλλε τὸν ψαλμὸν Δαυὶβ “γιὰ ἔλεος καὶ κρίση”
καὶ εὐωδία γέμισε Φιλάρετου τὸ σπίτι.
Καὶ “τὸ Πιστεύω” ἔλεγε καὶ ἄφησε τελευταία
ἔλεγε τὸ “Πάτερ ἡμῶν” ἀργὰ ἀργὰ καὶ ὡραία.
Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε “νὰ γίνῃ θέλημά του”
παρέδωσε ψυχούλα του στὰ χέρια τὰ δικά του.
Ἦταν τότε τοῦ μηνὸς ἡ πρώτη Δεκεμβρίου
ἡ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.
Ὁ βασιλιὰς καὶ σύγκλητος πήγανε στὴν κηδεία
θάψαν τὸ σῶμα μὲ τιμὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὦ Ἅγιε Φιλάρετε γεμάτος καλοσύνη
ποὺ ἤσουν πατέρας τῶν πτωχῶν στὴν ἐλεημοσύνη.
|