Στέφανος ἦν τὸ ὄνομα καὶ στέφανο τοῦ πρέπει
γιατὶ εἶναι ὁμολογητὴς καὶ μάρτυρας εὐέλπις.
Μοσχοβολᾶ ὁ βίος τοῦ Στεφάνου τοῦ ἁγίου
τοῦ γράφει ἄριστα βαθμὸ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου.
Πρὶν γεννηθῇ ὁ Στέφανος Θεὸν παρακαλοῦσαν
δύο κόρες μόνο εἴχανε ἀγόρι τοῦ ζητοῦσαν.
Ἄννα λένε τὴν μητέρα τοῦ πῆγε στὴν Ἐκκλησία
στῶν Βλαχερνῶν ποὺ γιόρταζε ἐκεῖ ἡ Παναγία.
Τὴν Παναγιὰ παρακαλεῖ ὁ ὕπνος τὴν ἐπαίρνει
γυναίκα εἶδε ὄμορφη γλυκὰ τῆς συντυχαίνει.
Ἄννα αὐτὸ ποὺ ζήτησες σύντομα θὰ ἀποκτήσῃς
καὶ θὰ γεννήσῃς ἕνα γιὸ Θεὸν νὰ εὐχαριστήσῃς.
Ἡ Ἄννα τότε ξύπνησε Θεὸν εὐχαριστοῦσε
ποὺ δῶρο θὰ τῆς ἔδινε αὐτὸ ποὺ λαχταροῦσε.
Σὲ λίγο μένει ἔγκυος Στέφανου ἡ μητέρα
τὸν πατριάρχη Γερμανὸ συνάντησε μιὰ μέρα.
Νὰ εὐλογήσῃ τὸ παιδὶ ποὺ εἶναι στὴν κοιλιά της
ἡ Ἄννα τὸν παρακαλεῖ ποὺ ἤτανε κοντά της.
Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἶπε νὰ τὸ εὐλογήσῃ
ἔβγαινε ἀπ᾿ τὸ στόμα τοῦ φλόγα νὰ τῆς μιλήσῃ.
Ἡ Ἄννα ὅταν γέννησε πῆγε στὴν Ἐκκλησία
ἀφιερώνει τὸ παιδὶ τότε στὴν Παναγία.
Ἦταν Μεγάλο Σάββατο ὁ Γερμανὸς βαπτίζει
Στέφανο τὸν ὀνόμασε ποὺ στέφανο τοῦ ἀξίζει.
Ἤτανε ἔξυπνος πολὺ εἰς τὴν νεότητά του
καὶ Χρυσοστόμου ἐθαύμαζε πολὺ ρητορικότητά του.
Φρόνιμος ἦταν εὐσεβὴς καὶ δὲν κατηγοροῦσε
χρήματα εἰς τὴν τσέπη τοῦ ποτὲ δὲν ἀποκτοῦσε.
Τότε ὁ Λέων Ἴσαυρος ἀνέβηκε στὸ θρόνο
καὶ ἤτανε πολέμιος τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Τότε ἐπῆραν οἱ γονεῖς παιδὶ τοὺς μάνι μάνι
καὶ σὲ Μονὴ τὸ δώσανε πατέρα Ἰωάννη.
Ἔκανε τότε ὁ γέροντας τὴν νύκτα λειτουργία,
καὶ μοναχὸ τὸν ἔντυσε, εἶχε ρασοφορία.
Δεκαέξι ἤτανε ἐτῶν Στέφανου ἡ ζωή του
μὰ ἀγρυπνοῦσε, νήστευε μεγάλη ἡ ἀρετή του.
Ἀπέθανε τοῦ Στέφανου ἐπίγειος πατέρας
ἡ ἀδελφή του ἔμεινε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα.
Εἶχε γίνει μοναχὴ ἡ ἄλλη ἀδερφή του
οἱ δύο μητέρα καὶ ἀδερφὴ τὶς πῆρε στὸ κελί του.
Καὶ μοναχὲς ἐγίνανε στὸ ἴδιο μαναστήρι
καὶ ἡγούμενο τὸν Στέφανο κάναν οἱ καλογῆροι.
Ὁ ὅσιος ὅμως ἤθελε νὰ ζεῖ σκληραγωγία
βάζει ἄλλο ἡγούμενο φεύγει γιὰ ἡσυχία.
Στὴν ἔρημο ἔκτισε κελὶ τὸ μῆκος δύο πῆχες
καὶ πλάτος ἦν ἐνάμιση ἔτσι ἤθελε νὰ ζήσῃ.
Γιὰ σκέπη εἶχε τὸ κελὶ τοῦ οὐρανοῦ τὰ μέρη
χιόνια χειμώνα πάγωνε ζέστη τὸ καλοκαίρι.
Τὸ σῶμα του μὲ σίδερα ἦταν σιδερωμένο
Μιὰ ψάθα εἰς τὸ πάτωμα ἦταν γονατισμένος.
Μιὰ χήρα ἦταν πλούσια ἤθελε νὰ μονάσῃ
τὸν ρώτησε καὶ ἀπάντησε τὸν πλοῦτο νὰ μοιράσῃ.
Τότε τὴν κάνει μοναχὴ καὶ τὴν ἐγκαταστήνει
σὲ γυναικεία ἱερὰ Μονὴ αὐτὸς τὴν παραδίνει.
Ὁ Λέοντας ὁ ἰσχυρὸς ποὺ ἤτανε στὸ θρόνο
πέθανε καὶ Κοπρώνυμο ἄφησε κληρονόμο.
Ἤτανε ἄσπονδος ἐχθρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες
καὶ νὰ καοῦν μὲ τὴν φωτιὰ ἔγραψε στοὺς κανόνες.
Οἱ μοναχοὶ τὸν μίσησαν καὶ τοὺς λιθοβολοῦσε
καὶ πατριάρχη ἄλλαξε καὶ αὐτὸν τὸν ἐμισοῦσε.
Ὁ ὅσιος τους χριστιανοὺς τοὺς ἐπαρηγοροῦσε
νὰ εἶναι βράχοι ἀκλόνητοι Χριστὸν τοὺς ὁδηγοῦσε.
Εἰκονομάχος βασιλιὰς Σύνοδο εἶχε κάνει
ὑπογραφὴ μιὰ ζήτησε Στέφανος νὰ βάνει.
Δὲν φεύγω ἐγὼ ἀπὸ τὸ φῶς νὰ πάω στὸ σκοτάδι
ἀκόμα καὶ ἂν τὸ αἷμα μου τὸ χύσουνε τροχάδι.
Θύμωσε ὁ αὐτοκράτορας Στέφανο φοβερίζει
καὶ στρατιώτης στέλνει δύο καὶ τόνε φυλακίζει.
Ὁ Στέφανος στὴ φυλακὴ ὅπου τὸν εἶχαν βάλει,
τὴν “Ἄχραντον Εἰκόνα σου” ἄρχισε ἐκεῖ νὰ ψάλλει.
Ὁ βασιλιὰς στὸ Στέφανο στήνει ἄλλες παγίδες
παράτησε τοῦ παλατιοῦ καὶ κόσμου τὶς φροντίδες.
Νέο στέλνει στὸν Στέφανο γιὰ νὰ καλογερεύσῃ
μὰ ἄλλα εἶχε κατὰ νοῦ ὅσιο νὰ πομπεύσῃ.
Τὸ παλλικάρι ἔφυγε πῆγε στὸ μοναστήρι
στὸν Στέφανο τὸν πήγανε τότε οἱ καλογῆροι.
Τοῦ λέγει ἦρθα γέροντα νὰ μὲ μαυροφορέσεις
θέλω νὰ γίνω μοναχὸς γρήγορα ἂν μπορέσεις.
Τὸν Στέφανο κατάφερε μὲ τὴν ἐπιμονή του,
μὰ τότε τὸν ἐπρόδωσε ἦν μαύρη ἡ ψυχή του.
Στὸν βασιλέα ἔτρεξε ἦν μαυροφορεμένος,
ὁ κόσμος τὸν ἐκοίταξε ποὺ ἦταν συγκεντρωμένος.
Τότε ὁ αὐτοκράτορας στὸν κόσμο ποὺ τὸν βλέπει
εἶπε μιὰ λέξη βλάσφημη στὸν Στέφανο δὲν πρέπει.
Κοίταξε ὁ τρισκατάρατος ποὺ εἶχε τέτοια τόλμη
καὶ μοναχὸ τὸν ἔκανε ποὺ ἦταν παιδὶ ἀκόμη.
Οἱ αὐλικοὶ ἐφώναξαν Στέφανος νὰ πεθάνῃ,
καὶ ἀμέσως τότε ὁ βασιλιὰς τὰ ράσα του τὰ βγάνει.
Τὸν νέο τότε ἔντυσε, τὸν κάνει στρατιώτη,
τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι στὴ θέση του τὴν πρώτη.
Βγάζει ὁ βασιλιὰς διαταγὴ καῖνε τὸ μοναστήρι
καὶ ἐξόρισαν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλους τοὺς καλογήρους.
Καὶ τότε παίρνουν τὸν Στέφανο Χρυσούπολη τὸν πᾶνε
οἱ ἄθεοι τὸν ἔφτυναν καὶ ἄλλοι τὸν χτυπᾶνε.
Σὲ εἰκονομάχους ἔβαλε ὁ ἅγιος κανόνα
νὰ ἔχῃ τὸ ἀνάθεμα νὰ μὴ φιλεῖ εἰκόνα.
Καὶ τότε στὸ Προικόνησο τὸν κάνουν ἐξορία
ἐζοῦσε μὲ τὰ χόρτα ἐκεῖ καὶ ἔκανε νηστεία.
Ὁ ἅγιος θαυματουργεῖ ἔχει ταπεινοσύνη
τυφλὸς εἰκόνα προσκυνᾶ καὶ φῶς εὐθύς του δίνει.
Καὶ μοναχοὺς ὁ ἅγιος στὴ θάλασσα γλιτώνει
στὸ πλοῖο ποὺ καθότανε κρατοῦσε τὸ τιμόνι.
Γυναίκα στὴν Ἡράκλεια εἶχε αἱμοραγία
μὲ προσευχὴ ὁ ἅγιος τῆς ἔδωσε ὑγεία.
Καὶ ἕνας ἦταν ἄρρωστος σκυμμένο τὸ κεφάλι
καὶ δὲν μποροῦσε ὄρθιος νὰ δεῖ ἀνθρῶποι ἄλλοι.
Προσκύνησε εἰκονίσματα Χριστοῦ καὶ Παναγίας
καὶ ἀμέσως εἰς τὸν ἄνθρωπο ξανάρθε ἡ ὑγεία.
Μιὰ μέρα ὁ αὐτοκράτορας συζήτησε μαζί του
γιατὶ ἦταν ἀντίθετη ἡ γνώμη ἡ δική του.
Γιατὶ μᾶς λὲς αἱρετικοὺς Στέφανε, ἐρωτάει
βγάλατε ἀπ᾿ τὶς ἐκκλησιὲς εἰκόνες ἀπαντάει.
Ἀκόμα τὶς ἐκάψατε καὶ τὶς ποδοπατεῖτε
ὅμως γι᾿ αὐτὸ ποὺ κάνατε σκληρὰ θὰ παιδευτεῖτε.
Καὶ τότε εἰς τὸν ἅγιο στήνει ἄλλες παγίδες
ὅταν δὲν πάτησαν Χριστὸν μονάχα τὶς σανίδες.
Εἰκόνα ἀπὸ νόμισμα στὸν βασιλέα δείχνει
ζωγραφισμένος βασιλιὰς τὸ πάτησε τὸ ρίχνει.
Μάθημα δίνει ὁ ἅγιος πὼς εἶναι ἁμαρτία
εἰκόνες ὅποιος τὶς πατᾶ δὲν ἔχει σωτηρία.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ τιμὴ γιὰ νὰ τοῦ δείξουν
ἐθέλησαν τὸν ἅγιο στὴ θάλασσα νὰ πνίξουν.
Τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ ποὺ ἦταν ἐκεῖ κλεισμένοι
τριακόσιοι σαράντα μάρτυρες εἶχαν τιμωρημένοι.
Ἄλλου βγάνουν τὰ μάτια τοῦ ἄλλου κόβουν τὰ αὐτιά του
ποὺ δὲν ἔκαναν τοῦ βασιλιὰ ὅλοι προστάγματά του.
Τὴν γνώμη εἶδε ὁ βασιλιὰς ὅτι δὲν θὰ μπορέσει
ἰδέα του γιὰ νὰ δεχτῇ θέλει νὰ τὸν φονεύσῃ.
Διέταξε τὸν ἅγιο πὼς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι
ἐκεῖ θὰ τὸν θανάτωναν γιὰ νὰ χαροῦνε ὅλοι.
Ἐπήρανε τὸν ἅγιο μὲ ξύλο στὸ κεφάλι
τὸν κτύπησε ὁ δήμιος γιὰ νὰ ὑποφέρει πάλι.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Ἅγιος παρέδωσε ψυχή του
τελείωσαν τὰ βάσανα ποὺ εἶχε ἡ ζωή του.
Ἤτανε εἰκοσιοκτῶ τοῦ μήνα Νοεμβρίου
ποὺ ἡ ψυχή του ἐπέταξε στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Τὴν Τρίτη ἡμέρα Ἅγιου ἀπὸ τὸν θάνατό του
σκοτάδι μαῦρο ἔγινε εἴδανε τὸ κακό τους.
Ὅλοι τότε κατάλαβαν πὼς ἦταν τιμωρία
ποὺ ὅσιον βασάνισαν σὰν ἄγρια θηρία.
Μαζὶ μὲ πρωτομάρτυρα Στέφανε Ἅγιε νέε
προσευχηθεῖτε καὶ γιὰ μᾶς ἀτρόμητε γενναῖε.
|