Εἰς τὴν Ἀδριανούπολι πόλι Παφλαγονίας
γεννήθηκε ὁ Ἀλύπιος καὶ ζεῖ ζωὴ ἁγία.
Ἡ μητέρα τοῦ ἦταν ἔγκυος στὸ ὄνειρό της βλέπει
κρατοῦσε ὄμορφο ἀρνὶ καὶ ἤατν ὅτι πρέπει.
Εἶχε στὰ κέρατα τὰ δύο λαμπάδες ἀναμμένες
καὶ ἔδιναν στὸ σπίτι φῶς ἠλεκτροφωτισμένες.
Αὐτὸ ἦταν λαμπρότητος καὶ ἀρετῆς σημεῖον
ποὺ κόσμο θὰ ἐφώτιζεν μὲ ἰδικόν του βίο.
Καὶ πάλι ὅταν γέννησε εἶδε ἄλλη ὀπτασία
ἐπροσκυνοῦσαν τὸ παιδὶ ὅλη ἡ πολιτεία.
Σὰν ἔγινε τριῶν ἐτῶν ἐπέθανε ὁ πατέρας
καὶ τότε τὰ ὁράματα σκέπτεται ἡ μητέρα.
Καὶ τότε ἔνιωσε βαθιὰ πὼς ἔχουν σημασία
καὶ τοῦ δεσπότη τὸ παιδὶ δίνει στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ φρόντισε ὁ ἀρχιερεὺς πνευματικὸς πατέρας
Ἅγιον νόμο τοῦ Χριστοῦ διδάσκει κάθε μέρα.
Μικρὸς ἦν ὁ Ἀλύπιος ἤτανε μυαλωμένος
σὰν ἄνθος τοῦ περιβολιοῦ δαφνοστεφανωμένος.
Θεμέλιο βάζει στὴ ζωὴ ἐγκράτεια σωφροσύνη
οὔτε ἐχόρταινε ψωμί,πολὺ νερὸ δὲν πίνει.
Τὸν ἐνικοῦσε τὸν θυμὸ μὲ τὴν ταπεινοσύνη
καὶ προσπαθοῦσε τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα νὰ γίνῃ.
Καὶ τὸν ἐχειροτόνησε διάκονο ὁ ἀρχιερέας
εἰς τὶς ἐπάλξεις τὸν ὅρισε γιὰ μάχη Ἐκκλησίας.
Ἔκανε θεῖον κύρηγμα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία
τότε πνευματικοὺς καρποὺς εἶχε ἡ Ἐκκλησία.
Μὰ ὅμως ὁ Ἀλύπιος εἶχε ἀπόφασή του
καὶ στὴ μητέρα εἶπε κρυφὰ τὴν γνώμη ἡ δική του.
Τῆς ζήτησε τὴν ἄδεια ἀνατολὴ νὰ ζήσῃ
ποὺ μοναστήρια εἶχε ἐκεῖ μόνος νὰ κατοικήσῃ.
Μητέρα τοῦ παρακινεῖ Θεὸς νὰ τὸν φωτίσει
καὶ νὰ τοῦ στείλει ἄγγελο νὰ τὸν καθοδηγήσῃ.
Κάνουν οἱ δύο προσευχή, τοῦ δίνει τὴν εὐχή της
ἔφυγε ὁ Ἀλύπιος ἔμεινς μοναχή της.
Λυπήθηκαν οἱ ἄνθρωποι μὰ καὶ ὁ ἀρχιερέας
τὸν συναντᾶ στὰ Εὐχάιτα τοῦ μίλησε ὡραία.
Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τοῦ τὸν ἐπαρακαλοῦσε
ὁ Ἀλύπιος ἂν ἤθελε στὸν τόπο νὰ γυρνοῦσε.
Λυπήθηκε ὁ Ἀλύπιος ἀλλὰ τὴν νύκτα βλέπει
τοῦ ἐμιλοῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ πρέπει.
Ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν βρεθῇ κατὰ Θεὸν σὰν ζήσῃ
εἶναι στὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ ἔχῃ κατοικήσει.
Γύρισε στὴν πατρίδα του σὲ ἔρημο τόπο πάει
ὅμως νερὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ νὰ πιεῖ ὅταν διψάει.
Φτυάρι βαστᾶ στὰ χέρια του καὶ ἀξίνα εἶχε πάρει
διψοῦσε καὶ στὰ χείλη τοῦ νερὸ δὲν εἶχε βάλει.
Τότε ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ καὶ στὸ ὄνειρό του βλέπει
τοῦ εἶπε ἕνας ἄνθρωπος νὰ σκάψει ἐκεῖ ποὺ πρέπει.
Ἀμέσως τότε ἔσκαψε μὲ ἀξίνη καὶ τὸ φτυάρι
καὶ βρῆκε δροσερὸ νερὸ μὲ τὸ σταμνὶ νὰ πάρῃ.
Εὐχαριστήθηκε πολὺ καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει
καὶ νὰ κτισθῇ ναὸς ἐκεῖ Ἀλύπιος ἑτοιμάζει.
Ἐπίσκοπος δὲν ἔδωσε ἄδεια γιὰ νὰ κτίσει
ἤθελε τὸν Ἀλύπιο μαζί του γιὰ νὰ ζήσῃ.
Ἀλύπιος κατοίκησε μὲς στὰ νεκροταφεῖα
ἦταν εἰδωλολατρικὸ πιστεύανε στὸ Δία.
Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως τὸν ἐπεριγελοῦσαν
θὰ τὸν σκοτῶναν δαίμονες ποὺ ἐκεῖ ἑκατοικοῦσαν.
Ἄφοβος μένει ὁ ἅγιος δαίμονες δὲν φοβᾶται
ἐλπίδα ἔχει στὸ Θεὸ καὶ δι᾿ αὐτὸ καυχᾶται.
Τὸν κάλεσε ὁ ἀρχιερεύς, ἐπῆγε στὴν Καρχηδόνα,
κοντὰ εἰς τὸν ναὸν ἔκανε τὸν κανόνα..
Τὸν ξύπνησε στὸν ὕπνο του ἡ ἁγία Εὐφημία
καὶ πήγανε στὸν τόπο του τότε μὲ συντομία.
Ἔδειξε στὸν Ἀλύπιο μιὰ Ἐκκλησία νὰ κτίσει
καὶ πῆγε τότε ὁ σατανᾶς διὰ νὰ τὴν γκρεμίσει.
Μὰ ἔκανε ἐγκαίνια μὲ τὸν ἀρχιερέα
καὶ τότε ὅλοι οἱ δαίμονες σκορπίζονται στὸν ἀέρα.
Ἐκεῖ πηγαῖναν ἄνθρωποι μαζί του συζητοῦσαν
ἔχανε ἡσυχία του καὶ τὸν στεναχωροῦσαν.
Σὲ στύλο ἀνέβηκε ψηλὰ ὄρθιος πάντα νὰ ῾ναὶ
καὶ ἡ ψυχή του καὶ ὁ νοῦς Θεὸν νὰ προσκυνᾶνε.
Τὴν λαύρα τοῦ καλοκαιριοῦ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα
καὶ τὶς βροχὲς καὶ τὶς βροντὲς ὑπέμεινε ἀκόμα.
Μεγάλη γενναιότητα ἔδειξε καὶ ἀνδρεία
ὑπομονὴ στὸ σῶμα τοῦ ἔδειχνε καρτερία.
Λίγο ψωμὶ λίγο νερὸ τὸ σῶμα συντηροῦσε
μὲ πονηρίας πνεύματα τότε ἐπολεμοῦσε.
Οἱ προσευχὲς Ἀλύπιου τοὺς δαίμονες νικοῦσαν
μὲ πέτρες ἀπ᾿ τὴν λύπη τοὺς τὸν ἐπετροβολοῦσαν.
Μιὰ μέρα πλήγωσαν πολὺ τὸν ἅγιο στὴν πλάτη
καὶ τὴν σανίδα τοῦ ἔσπασαν ποὺ εἶχε γιὰ κρεβάτι.
Σήκωσε τότε ὁ ἅγιος τὰ μάτια του ἐπάνω
ὁ στύλος ἔστεκε ψλὰ σὰν τὸ ἀεροπλάνο.
Καὶ εἶπε εἰς τοὺς δαίμονες ἐκεῖνο τὸ λιθάρι
κατὰ τὴν μέρα κρίσεως μαζί του θὰ τὸ πάρει.
Δὲν λογαριάζω δαίμονες ἔχω κτυπήματὰ σας
καὶ σὰν παιχνίδια τῶν παιδιῶν τὰ βλέπω ἐμπροστὰ σας.
Σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ δαίμονες ἔφυγαν φοβισμένοι
Ἀλύπιος τοὺς ἔδιωξε καὶ ἦν κατατρεγμένοι.
Στὸ στύλο τοῦ Ἀλύπιου μητέρα κατοικοῦσε
σ᾿ ἕνα καλύβι ἔμενε καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.
Ἐζοῦσε μὲ ἐργόχειρο γιὰ τὴν διατροφή της
ἐτάιζε καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἅγιο παιδί της.
Μιὰ μέρα ἕνας ἄνθρωπος ἕναν ὀβολὸ τῆς δίνει
ἀντὶ νὰ πάρῃ τρόφιμα κάνει ἐλεημοσύνη.
Στὸ στύλο ὅταν γύρισε ὁ γιὸς τὴν ἐρωτάει
τὶ τρόφιμα ἀγόρασε ἐκείνη ἀπαντάει.
Τὸν ὀβολόν μου στοὺς πτωχοὺς ἔδωσα καὶ ἐλπίζω
εὐχὲς πολλὲς μοῦ δώσανε καὶ δὲν κακοκαρδίζω.
Ὁ ὅσιος ἐχάρηκε στὸ ἔργο τῆς μητέρας
τὴν εὐλογεῖ μὲ τὴν ψυχὴ εἶχε ἅγια μητέρα.
Ἔγινε τότε μοναχὴ ἁγίου ἡ μητέρα
ποὺ εἶδε ἕνα ὅραμα στὸν ὕπνο τῆς μιὰ μέρα.
Εἶδε νὰ ψάλλουν μοναχὲς ἄκουσε εὐωδία
πῆγε ἐτότε καὶ αὐτὴ νὰ μπεῖ στὴ συνοδία.
Καὶ τόε ἐμποδίστηκε ἄνθρωπος παρὰ χρῆμα
ἐμπήκαν ὅσες εἴχανε ἀγγελικὸ τὸ σχῆμα.
Τὸ ὄνειρο σὰν ξύπνησε εἶπε εὐθὺς στὸ γιό της
θέλει νὰ γίνῃ μοναχὴ νὰ σώσῃ ἑαυτόν της.
Ἔγινε τότε μοναχὴ καὶ αὐτὴ ἡ μακαρία
ἑπτὰ φορὲς μερόνυκτο κάνουν δοξολογία.
Λίγο ἀπ᾿ τὸ στύλο μακριὰ ἔκτισαν μοναστήρι
ἐκεῖνο ἦταν ἀνδρικὸ ἦταν οἱ καλογῆροι.
Καὶ εἰς τὸν στύλο ὁ ἅγιος μὲ τοὺς ἀγγέλους ψάλλει
φάνηκε φῶς οὐράνιο στ᾿ Ἁγίου τὸ κεφάλι.
Ἤτανε φῶς οὐράνιο ἀπ᾿ τὸν Θεὸν σταλμένο
ὁ ἅγιος στὸν στύλο τοῦ εἶχε σταυρὸ μπηγμένο.
Εἶδε σταυρὸν βασίλισσα καὶ τὸν παρακαλοῦσε
νὰ τῆς τὸν στείλει στ᾿ ἀνάκτορα καὶ θὰ τὸν προσκυνοῦσε.
Χρήματα εἰς τὸν ἅγιο στέλνει μαζὶ καὶ δῶρα
δύο ἄνδρες τὸν ἀτάμωσαν μὰ προφητεύει τώρα.
Τοὺς λέγει ἡ βασίλισσα σταυρὸν δὲν τὸν λαμβάνει
λίγες ἡμέρες στὴ ζωὴ θὰ εἶναι καὶ θὰ πεθάνει.
Στοὺς ἄνδρες δύο ἀπάντησε τότε πολὺ ὡραία
ἕνας θὰ γίνει βασιλιὰς καὶ ἄλλος ἀρχιερέας.
Ὅπως τὰ εἶπε ὁ ἅγιος ἔτσι καὶ εἶχαν γίνει
καὶ ἔκανε θαύματα πολλὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ὁ ἅγιος Ἀλύπιος εἶχε μεγάλη χάρι
ἀγώνα τὸν πνευματικὸν ἐβγῆκε παλλικάρι.
Ἔχυνε δάκρυα πολλὰ στὸ πάθος τοῦ Κυρίου
ποὺ στὸ σταυρό του ἔβλεπε σώματος Παναγίου.
Ἔζησε ἑξήντα ἑπτὰ ψηλὰ ἀνεβασμένος
στὸ στύλο προσευχότανε ἦν στὸ Θεὸ δοσμένος.
Στὸ στύλο πῆγε ἕνας γυμνὸς τὸν εἶδε νὰ κρυώνει
βγάζει εὐθὺς τὸ ράσο του καὶ στὸ γυμνὸ τὸ δίνει.
Ἕνας τσομπάνος ἔβλεπε πὼς ράσο δὲν φοροῦσε
τοῦ ἔφερε κάτι ντύθηκε καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε.
Ἦταν ὑπεραιωνόβιος στὰ ἑκατό του χρόνια
τὸ καλοκαίρι ἔκαιγε καὶ τὸ χειμώνα χιόνια.
Στὴν κοίμησή του τρέξανε δάφοροι ἀνθρῶποι
ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀπὸ ὅλοι ἐκεῖ τσὶ τόποι.
Ὦ Ἅγιε Ἀλύπιε καὶ τοῦ Χριστοῦ Στυλίτη
δυνάμωνέ μας στερεὰ εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
|