Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὴ μυροβόλο Χίο
μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ διαβάζουμε τὸν βίο.
Ὁ Κόντογλου τὸν ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ὡραία
ἁγιογράφος ἤτανε καὶ ἄριστος συγγραφέας.
Σὰν διαβαστῇ μὲ προσοχὴ ὁ βίος τοῦ ἁγίου
τὰ μάτια θὰ δακρύσουνε φρικτοῦ του μαρτυρίου.
Παρασκευᾶς πατέρας του καὶ ..... ἡ μάνα
μὰ πέθανε ἐννιὰ μηνῶν καὶ ἤθελε παραμάνα.
Καὶ ξανὰ παντρεύτηκε ἐτότε ὁ πατέρας
καὶ τοὺς τὸ ἀνάθρεψε ἡ μητριὰ μητέρα.
Μὰ ὅταν ἐμεγάλωσε σὲ ξυλουργὸ τὸ δίνει
αὐτὸς τὸ πῆγε στὸ ψαρὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Γνωρίστηκε μὲ ἄλλα παιδιὰ καὶ πῆγε στὴν Καβάλα
ἀνοησίες ἔκαναν τὰ ἄκουγε τρεχάλα.
Καρπούζια πᾶνε νὰ κλέψουνε σὲ τούρκικο μποστάνι
ὁ Τοῦρκος ρίχνει τουφεκιὰ καὶ φεύγουν μάνι μάνι.
Ὁ Γιῶργος ἦταν πιὸ μικρός, νὰ τρέξῃ δὲν μποροῦσε,
μποστανιτζῆς τὸν ἔπιασε ποὺ τὸν ἐκυνηγοῦσε.
Τὸν μάλωσαν τὸν ἔδωσαν σὲ Τοῦρκο φαμελίτη
μὲ τὰ δικά του τὰ παιδιὰ νὰ ζοῦνε μὲς στὸ σπίτι.
Μεγάλη περιποίηση στὸν Γιῶργο εἶχαν κάνει
γονεῖς του καὶ τοὺς συγγενεῖς στὸ νοῦ του δὲν τοὺς βάνει.
Τὸν Γιῶργο κάλεσε πασὰς καὶ κάθησε κοντά του
κατηγορεῖ τὴν πίστι τοῦ παινεύει τὴν δικιά του.
Τοῦ πὲ ἡ πίστι στὸν Χριστὸν πὼς εἶναι παραμύθια
καὶ ὁ Νεμέτης σίγουρα πὼς εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Τοῦ εἶπε ἀκόμα ὁ πασὰς ἂν θέλει νά τουρκέψει
θὰ ἔχει καλοπέραση καὶ ὅτι τοῦ ἀρέσει.
Κατόπιν ἄλλα τοῦ ἔλεγε ἄλλαξε τὸ σκοπό του
νὰ μὴν μιλεῖ ἑλληνικὰ μὴν κάνει τὸ σταυρό του.
Τοῦ εἶπε ἂν ἀρνιότανε ὅσα εἶχε διατάξει
θὰ τὸ ἐπίανε σὰν τὸ ἀρνὶ στὰ γόνατα νὰ σφάξῃ.
Μὲ γαλουφιὲς κατάφεραν τὸ Γιῶργο αὐτὸ τὸ βράδυ
περιτομὴ τοῦ ἔκαναν στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Καὶ τότε ἀπὸ Γεώργιο τὸν λέγανε Ἀχμέτη
ὁ Γιῶργος ἐπικράθηκε καὶ εἴχενε σεχλέτι.
Θλιμμένος ἦν στὸ πρόσωπο εἶναι θολὸ τὸ βλέμμα
χαμόγελο δὲν ἄνθιζε χείλη τοῦ πικραμένα.
Μιὰ ἀόρατη φωνὴ κουδούνιζε στὰ αὐτιά του
ποὺ ἀρνήθηκε ἀληθινὴ τὴν πίστι τὴν δικιά του.
Ἕνα γιατὶ τὸν ἔτρωγε τὴν νύχτα καὶ τὴν μέρα
ποὺ ἔχασε τὴν λευτεριὰ στὴν τούρκικη παρέα.
Καὶ συνεχίζει ὁ Κόντογλου βίο ἁγίου γράφει
ὁ Γιῶργος κλαίει σὰν μικρὸ γιὰ τὰ δικά του λάθη.
Φοροῦσε ροῦχα τούρκικα καὶ ὅλο ἀναστενάζει
σὰν συναντοῦσε Ἕλληνες τὸ δρόμο τοῦ ἀλλάζει.
Γονεῖς του δὲν ἐγνώριζαν ποὺ ἦταν τὸ παιδί τους
καὶ πὼς ἀρνήθηκε Χριστὸν τὴν πίστι τὴν δική τους.
Κρυφοκλαιγε τοὺς χριστιανοὺς δὲν θέλει νὰ τοὺς βλέπει
οὔτε ψωμὶ οὔτε νερὸ ἔλεγε δὲν τοῦ πρέπει.
Δούλεψε στὰ καράμπουνα περάσαν τρία χρόνια
γιὰ νὰ μὴν βλέπει χριστιανοὺς ἔβαλε τὸν κανόνα.
Κάποτε ἐταξίδεψε ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Χίο
στὸ σπίτι τοῦ τὸ πατρικὸ τὸν ἔβγαλε τὸ πλοῖο.
Μὰ σὲ ταξίδι ἔλειπε τοῦ Γιώργου ὁ πατέρας
καὶ εἰς τὴν Χίο στράφηκε εὐθὺς τὴν ἴδια μέρα.
Λίγος καιρὸς ἐπέρασε πατέρα ἀνταμώνει
σὰν εἶδε τὸ Γεώργιο κλαίει καὶ δὲν μερώνει.
Καλύτερα νὰ σὲ ἔβλεπα τοῦ λέγει ἀπεθαμένο
παρὰ νὰ βλέπω τὸν υἱὸν ἀλλαξοπιστημένο.
Ὁ γιὸς στεναχωρέθηκε δουλεύει στὸ λιμάνι
συγχωριανὸς τοῦ τὸν θωρεῖ ἐρώτηση τοῦ κάνει.
Εἶσαι ὁ Γιώργης ἐρωτᾶ ἐβούλωσε τὸ στόμα
ἀπάντηση δὲν τοῦ ἔδωσε ντρεπότανε ἀκόμα.
Γιώργη τὸν λὲν οἱ χριστιανοί, Ἀχμὲτ τὸν λὲν οἱ Τοῦρκοι
καὶ τοῦ ἁγίου ἔκαναν τὴν κεφαλὴ γιαούρτι.
Μέρα καὶ νύκτα ἕλιωνε πάντα συλλογσμένος
νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ ἦταν κατοικημένος.
Μὰ ἕνας Χιώτης μιὰ βραδιὰ τὸν βλέπει στὸ λιμάνι
τοὺς Τούρκους φοβηθήκανε θὰ φεύγαν μάνι μάνι.
Ταξίδευε ὁ Γεώργιος μαζὶ μὲ τὴν παρέα
λιμένα τοῦ Ἀϊβαλιοῦ ἐβγήκανε ὡραία.
Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα χριστιανὸ στ᾿ Ἀϊβαλὶ ὁ Γιώργης
καὶ ἡ ζωὴ εἰρήνευε ἄρχισε νὰ προκόβει.
Εἶπε τὴν ἱστορία τοῦ ὁ Γιώργης σὲ γριούλα
τὴν εἶχε σὰν μητέρα του καὶ τῆς τὰ εἶπε οὖλα.
Μιὰ κοπέλα ἀγάπησε καὶ μυστικό του πάλι
καὶ αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε εἰς τῆς γριᾶς κεφάλι.
Καὶ νέα τὸν Γεώργιο τὸν εἶχε συμπαθήσει
καὶ στὴ γριὰ ἐπρότεινε γονεῖς της νὰ μιλήσῃ.
Ἔτρεξε τότε ἡ γριὰ εἶπε τὴν ἱστορία
ποὺ ἄκουσε ἀπ᾿ τὸ Γεώργιο μὲ δίχως ὑποψία.
Ὅτι ἀλλαξοπίστησε πὼς εἴχενε τουρκέψει
μὰ τώρα εἶναι χριστιανὸς καὶ ἔχει ὡραία θέση.
Γνώριζαν χαρακτήρα τοῦ ἔδωσαν τὰς εὐχάς τους
θὰ ἔδιναν τὴν κόρη τους γιὰ στεφανώματά τους.
Μὰ ἄξαφνὰ τὰ πράγματα ἀλλάξανε πορεία
ἡ νύφη εἶχε ἀδερφὸ ποὺ εἶχε καχυποψία.
Διεστραμμένος ἤτανε τὸν Γιώργη ἀντιπαθοῦσε
μίσος πολὺ τὸν φλόγιζε καὶ δὲν τὸν χαιρετοῦσε.
Μὰ τότε ἡ κακία τοῦ ἀκόμα μεγαλώνει
πηγαίνει τότε στὸν ἀγὰ Γεώργιο προδώνει.
Τοῦ εἶπε πὼς ἦταν χριστιανὸς καὶ Τοῦρκος εἶχε γίνει
καὶ τώρα πάλι γύρισε εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Ἀμέσως στὸ Ἀϊβαλὶ τὸ τούρκικο ἀσκέρι
δεμένο τὸν Γεώργιο εἰς τὸν πασὰ νὰ φέρει.
Οἱ χριστιανοὶ εἰδοποιοῦν Γιῶργο Χιοπολίτη
καὶ ὁ Γιώργης τότε κρύφτηκε σὲ γκρεμισμένο σπίτι.
Προσεύχεται ὁ Γεώργιος ἐκεῖ ποὺ ἦν κλεισμένος
νὰ μαρτυρήσῃ στὸν Χριστὸ ἦν ἀποφασισμένος.
Φεύγει ἀπ᾿ τὸν κρυψώνα του καὶ στὸν πασὰ πηγαίνει
τὸν καλοπιάνει ὁ πασὰς μὰ δὲν τὰ καταφέρνει.
Ἐγὼ Γιώργης γεννήθηκα καὶ Γιώργης θὰ πεθάνω
κοκάλωσε τότε ὁ πασὰς στὰ λόγια τοῦ ἐπάνω.
Σὰν σκύλος τότε γαύγιζε τοὺς Τούρκους διατάζει
νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ βρακὶ γυμνὸν νὰ τὸν κοιτάζει.
Πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἔκαναν ἀκόμη
ὁ μάρτυρας Γεώργιος δὲν ἄλλαξε τὴν γνώμη.
Ἀκόμα καὶ στὴ φυλακὴ ποὺ ἦταν φυλακισμένος
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ ἦν εὐχαριστημένος.
Ἀπελπιζόταν ὁ πασὰς εἶχε ἀποφασίσει
τὸν μάρτυρα Γεώργιο νὰ ἀποκεφαλίσει.
Τὸ ἔμαθε ὁ Γεώργιος καὶ εἶχε ἀνησυχήσει
ποὺ Ἄχραντα Μυστήρια δὲν εἶχε κοινωνήσει.
Καμώθηκε ἕνας παπὰς πὼς εἶχε καυγαδίσει
τότε μὲ ἕναν χριστιανὸ τὸν εἶχαν φυλακίσει.
Γιώργης ἐξομολογήθηκε μὲ συντριβὴ μεγάλη
καὶ Ἅγια Μυστήρια κατόπιν μεταλάβει.
Καὶ τότε σὰν κοινώνησε ἡμέρεψε ἡ καρδιά του
γιατὶ ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ ἦταν βοήθειά του.
Καὶ τότε τοῦ Γεώργιου ἑτοίμασαν σφαγή του
στὸ θρόνο κάθησε ὁ ἀγὰς καὶ δώδεκα συνοδοί του.
Τὸν ἅγιο ἐφέρανε τότε εἰς τὴν πλατεία
εἰς τὸν Θεὸν προσεύχεται ζητάει βοηθεία.
Τὸν ἐρωτάει ὁ μουφτὴς ἐὰν μετανοήσῃ
μὴν κόψουνε τὴν κεφαλὴ νὰ περπατῇ νὰ ζήσῃ.
Ὄχι εἶπε ὁ ἅγιος κούνησε τὸ κεφάλι
δὲν τὸν ἀρνιέται τὸν Χριστὸν ἐδήλωσε καὶ πάλι.
Τότε ὁ Χασάνης βλαστημᾶ σχίζει πουκάμισό του
καὶ μὲ μαχαίρι χάραξε ἁγίου τὸ λαιμό του.
Τότε ὁ Τοῦρκος δήμιος ἔκοψε μὲ χαντζάρι
τὴν κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα σὰν νὰ τανε δοξάρι.
Ἕνα μεγάλο μουγκρητὸ ἀκούσθει ἡ φωνή του
στὴν πλάκα μονοκόματο ἔπεσε τὸ κορμί του.
Ἐπίτηδες δὲν ἔκοβε γρήγορα τὸ μαχαίρι
γιὰ νὰ πονάει ὁ ἅγιος σκληρὰ νὰ ὑποφέρει.
Εἰκοσιπέντε ἤτανε ἐτότε Νοεμβρίου
ποὺ ἔγινε μαρτύριον Ἁγίου Γεωργίου.
Διὰ Χριστὸν μαρτύρησε μάρτυς Χιοπολίτης
εἰκοσιδύο ἦν ἐτῶν ὁ ἅγιος ἐπίσης.
Οἱ χριστιανοὶ πῆραν κρυφὰ λείψανο τοῦ ἁγίου
καὶ στὸ ναὸ τὸ ἔβαλαν Ἁγίου Γεωργίου.
Ὦ Ἅγιε Γεώργιε θεῖε Χιοπολίτη
ἐμεῖς στὸν ἅγιον Θεὸν σὲ ἔχουμε μεσίτη.
|