Τιβούρτιος Βαλεριανὸς καὶ μάρτυς Κικιλία
Μαρτύρησαν καὶ οἱ δύο μαζὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Στὴ Ρώμη ἐμαρτύρησαν ἦν εἰδωλολατρία
ποὺ Σέβηρος ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τὴν βασιλεία.
Εἰδωλολάτρες ποὺ γονεῖς εἶχε ἡ Κικιλία,
μὰ ἐκείνη πίστευε πολὺ εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Νηστεία κάνει προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνες
Ἐνάρετη εἶχε ζωὴ γεμάτη καλοσύνες.
Ἄγνοια εἶχαν οἱ γονεῖς γιὰ τὴν εὐσέβειά της
Μεγάλωσε τὴν πάντρεψαν μὲ σύζυγο κοντά της.
Τὸν λέγαν Βαλεριανὸ ἦταν εἰδωλολάτρης
Ἤλπιζε ὅτι θὰ δεχτῇ θρηκεία τὴν δικιά της.
Καὶ ὅταν παντρευτήκανε τὸν ἄνδρα τῆς ὁρκίζει
Θὰ τοῦ ἔλεγε ἕνα μυστικὸ νὰ μὴν τὸ ξεστομίζει.
Ἀμέσως τῆς ὁρκίστηκε ὅτι θὰ τὸ κρατήσῃ
Τὸ μυστικὸ ποὺ θὰ ἄκουγε δὲν θὰ τὸ ξεστομίσει.
Ἡ Κικιλία τοῦ μιλεῖ ἄγγελος τὴν προσέχει,
μὴ μολυνθῇ τὸ σῶμα της ἀπὸ βαρβάρου σχέση.
Ἂν μὲ ἰδεῖ πὼς σαρκικὰ στὸ σῶμα μου ζυγώσῃς
Θὰ στεναχωρεθῇ πολὺ καὶ θὰ σὲ θανατώσῃ.
Μὰ ὅταν δεῖ πὼς μ᾿ ἀγαπᾶς σὰν νὰ εἶμαι ἀδελφή σου
Θὰ σὲ ἀγαπᾶ ὅπως ἐμὲ θὰ ἔχεις τὴν ζωή σου.
Ἄκουσε ὁ Βαλεριανὸς σύζυγο καὶ θαυμάζει
Θέλει νὰ δεῖ τὸν ἄγγελο ποὺ πίστι τῆς προστάζει.
Ἡ Κικιλία τοῦ ἁπαντὰ θέλει ἑτοιμασία
εἴδωλα νὰ μὴν σέβεται νὰ ῾ρθει σὲ Ὀρθοδοξία.
Νὰ βαπτισθῇ τοῦ ἔλεγε εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα
καὶ τότε Ἄγγελοι Θεοῦ θὰ βλέπει στὴν ἀράδα.
Ὁ ἄνδρας τῆς τὴν ἄκουσε τοῦ μίλησε ὡραία
σὲ τὸν ἔστειλε ἦταν ἀρχιερέας.
Ἀρχιερεὺς τὸν δέχτηκε κάνει τὴν προσευχή του
νὰ τὸν φωτίσῃ ὁ Θεὸς στὴν πίστι τὴν δίκη του.
Ἕνα βιβλίο τοῦ δῶσε ἀμέσως νὰ διαβάσῃ
γιὰ νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ εἴδωλα νὰ ξεχάσῃ.
Μὲ λίγα λόγια διάβασε ἔγραφε τὸ βιβλίο
πῶς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς Ἁγίων.
Σὰν διάβασε ξαφνιάστηκε εἶπε μεγαλοφῶνος
Μέγας Θεὸς τῶν χριστιανῶν βαπτίστηκε ἀποτόμως.
Ἐγύρισε στὸ σπίτι τοῦ βρῆκε τὴν Κικιλία
μὲ ἄγγελο τοῦ οὐρανοῦ εἶχε συνομιλία.
Καὶ ἔδωσε ὁ ἄγγελος δύο στέφανα ἀπὸ κρίνα
φερμένα ἀπ᾿ τὸν Παράδεισο ἐμύριζαν σὰν σμύρνα.
Τοὺς εἶπε ἀπ᾿ τὸν Παράδεισο ὅτι ὁ Χριστὸς τὰ στέλνει
ψυχὴ καὶ σῶμα καθαροὶ μὴν εἶναι μολυσμένοι.
Τὰ ἄνθη δὲν θὰ μαραθοῦν ἂν ἔχουν σωφροσύνη,
θὰ εἶναι πάντα δροσερὰ ὡσὰν τὴν ὥρα ἐκείνη.
Εἶπε στὸ Βαλεριανὸ μιὰ χάρι νὰ ζητήσῃ,
ἐζήτησε ἀπ᾿ τὰ εἴδωλα ἀδερφός του νὰ γυρίσει.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔφθασε στὸ σπίτι ὁ ἀδερφός του,
τὸν ἔλεγαν Τιβούρτιον καὶ κάθησε ἐμπρός τους.
Μαζὶ συνομιλούσανε καὶ ἄκουσε εὐωδία
κι ἐρώτησε τὸν ἀδερφὸ μαζὶ καὶ Κικιλία.
Καὶ τότε ὁ Βαλεριανὸς λέγει στὸν ἀδερφό του
ἐὰν πιστέψῃ στὸν Θεὸ θὰ πάρει στέφανό του.
Εἴδωλα προσκυνούσανε τὰ ἔργα τῶν δαιμόνων,
ἕνας Θεὸς ἀληθινὸς στὸν κόσμο εἶναι μόνο.
Τὸν ἐκατήχησε πολὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
πράγματα ποὺ δὲν γνώριζε τοῦ εἶπε ἡ Κικιλία.
Τιβούρτιος ἐπιστέψε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη
ἡ Κικιλία χάρηκε ἁγνὸ φιλὶ τοῦ δίνει.
Δαλμάτιος ἦν ἔπαρχος ἐτότε εἰς τὴν Ρώμη
ἐσκότωνε τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄταφους ἀκόμη.
Τὰ δύο ἀδέρφια πήγαιναν μαζὶ καὶ Κικιλία
καὶ ἔθαβαν τὰ σώματα μέσα στὴν πολιτεία.
Τὰ δύο ἀδέρφια πρόδωσαν στὸν ἔπαρχο καὶ ἀρχίζει
ἔβγαλε μιὰ διαταγὴ εὐθύς τους φυλακίζει.
Ἡ Κικιλία πῆγε ἐκεῖ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ ἄρχισε νὰ μιλήσῃ.
Τοὺς λέγει ἀνδρεία δείξετε ἐν ὥρᾳ μαρτυρίου
νὰ πάρετε τὸν στέφανο ζωῆς τῆς αἰωνίου.
Ἔπαρχος ἐδιέταξε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πόλι
ἂν δὲν τιμήσουν εἴδωλα νὰ σκοτωθοῦνε ὅλοι.
Δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα τοὺς κόβουν τὸ κεφάλι
καὶ στρατιὰ οὐράνια ἄκουσαν ἐκεῖ νὰ ψάλλει.
Τὸ θέαμα σὰν εἴδανε τοὺς εἴχανε πιστεύσει
καὶ στὸ Χριστὸ βαπτίστηκαν ἄνθρωποι τετρακόσιοι.
Καὶ συλλαμβάνει ὁ τύραννος τότε τὴν Κικιλία
ἦταν βράχος ἀτράνταχτος εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Σὲ ἕνα καζάνι ἔβαλαν πολὺ νερὸ νὰ βράζει
ἁγία μέσα ἔριξαν τίποτα δὲν τὴν σκιάζει.
Ὡσὰν νὰ ἦταν σὲ δροσιὰ ἔχαιρε ἡ ἁγία
δὲν ἔπαθε ἀπὸ φωτιὰ ἐνόχληση καμία.
Σὰν εἶδε αὐτὸ ὁ τύραννος βγάζει διαταγή του
τὴν ἔσφαξε ὁ δήμιος ἐκεῖ μὲ τὸ σπαθί του.
Πῆγαν τὴν νύχτα χριστιανοὶ νὰ πάρουν λείψανό της
ὅμως τὴν βρῆκαν ζωντανὴ ἔκανε τὸ σταυρό της.
Τοὺς εἶπε ἀπὸ τὸν Κύριο ζήτησε μιὰ χάρι
τρεῖς μέρες νὰ εἶναι ζωντανὴ καὶ ἔπειτα νὰ τὴν πάρῃ.
Ἀμέσως πάει σπίτι της καὶ τὸ ἀφιερώνει
τὸ ἅγιόν της λείψανο ἀρρώστια νὰ γλιτώνει.
Σὲ τρεῖς ἡμέρες ἔπειτα μετὰ ἀπὸ αἴτησή της
ἐπέταξε στὸν οὐρανὸ ἡ ἅγια ψυχή της.
Εἰκοσιδύο ἤτανε ἐτότε Νοεμβρίου
ποὺ ἔγινε ἡ κοίμησις μαζὶ καὶ μαρτυρίου.
Ἦταν ἀνδρεία στὴν ψυχὴ ἡ Ἁγία Κικιλία
ἔγινε νύμφη τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἄνω βασιλεία.
|