Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὸ μέρος Ἰσαυρία
Δεκάπολη λεγότανε εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία.
Σέργιος ὁ πατέρας του, μητέρα τοῦ Μαρία
τὸν μορφώνει ἡ μητέρα τοῦ εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Οὐράνια ἐφρόντιζε, ἐπίγεια ἀπορρίπτει
ἔτρωγε ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσῃ.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν γιὰ νὰ τὸν ἀξιώσῃ
δοῦλος του νὰ ῾ναι γνήσιος καὶ νὰ τὸν δυναμώσῃ.
Φοροῦσε ροῦχα πτωχικὰ ἔντυνε τὸ κορμί του
πλούσιατον συμβούλευαν νὰ βάζει οἱ γονεῖς του.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε δὲν ἤτανε κοπέλι
γονεῖς του τὸν ἐπάντρεψαν χωρὶς αὐτὸς νὰ θέλει.
Καὶ τότε ἔφυγε κρυφὰ φύλαξε σωφροσύνη
σὲ μοναστήρι ἔφθασε καλόγερος νὰ γίνῃ.
Πέθανε ὁ πατέρας του, τὸν βρῆκε ἡ μητέρα
καὶ χάρηκε ποὺ στοῦ Θεοῦ ἦταν τὴν ἀτμοσφαίρα.
Μόνο μιὰ χάρι τοῦ ζητᾶ σὲ ἄλλο μοναστήρι
νὰ πάῃ ποὺ εἶχε ἀδελφό, τῆς κάνει τὸ χατήρι.
Ἡγούμενος μοναστηριοῦ αἱρετικὸς ἐφάνη
τὸν ἄκουσε ὁ Γρηγόριος καὶ ἀμέσως τὸν προσβάνει.
Ὁ γέροντας ἐθύμωσε τὸν ἔδειρε στὸ σῶμα
καὶ ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Μονὴ μὲ τὶς πληγὲς ἀκόμα.
Καὶ ὅταν ἔφυγε ἀπὸ κεῖ πάλι τὰ κατορθώνει
καὶ συγγενῆ μητέρας του σὲ μιὰ Μονὴ ἀνταμώνει.
Ἀρχιμανδρίτης Συμεὼν ἦταν τὸ ὄνομά του
καὶ χρόνια δεκατέσσερα ἐκάθησε κοντά του.
Μιὰ χάρι ἀπ᾿ τὸ γέροντα ὁ ὅσιος ζητάει
γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα κελὶ μόνος νὰ ξενυχτάει.
Σ᾿ ἕνα γκρεμὸ ἦταν σπηλιὰ ὁ γέροντας τὸν στέλνει
Γρηγόριος ἐχάρηκε καὶ στὴ σπηλιὰ πηγαίνει.
Μὰ σατανάδες κατοικοῦν σὲ ἐκεῖνο τὸ λιμέρι
ἀγρίεψαν σὰν εἴδανε τὸν ἅγιο στὰ μέρη. Ἤθελαν ἀπ᾿ τὸν τόπο τοὺς τὸν ἅγιο νὰ διώξουν
γι᾿ αὐτὸ πολλὰ τεχνάσματα σκέπτονται νὰ τοῦ δώσουν.
Νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς τοῦ ἐφωνάξαν ὅλοι
ἔπειτα ἔγιναν σκορπιοὶ τὸν τσίμπαγαν διαβόλοι.
Μὰ τὴν ἐλπίδα ὁ ἅγιος εἰς τὸν Θεὸν ἀφήνει
καὶ ἐξαφανιστήκανε ὅλοι τὴν ὥρα ἐκείνη.
Καὶ μετασχηματίστηκαν πάλι σὲ λίγες μέρες
ντυμένοι στρατιωτικοὶ μὲ ὅπλα καὶ μὲ σφαῖρες.
Ὁ ἅγιος γιὰ ὅπλο τοῦ ἔκανε τὸ σταυρό του
καὶ νικημένοι φύγανε ὅλοι ἀπὸ ἐμπρός του.
Καὶ τότε ἄλλη μηχανὴ σκέφτηκαν ὅπως πάντα
ἐννιὰ μαρτύρων ἤτανε Ἁγίων τῶν Σαράντα.
Τοῦ εἶπαν εἶναι οἱ Ἅγιοι καὶ ἤρθανε ἐδῶ μόνο
γιὰ νὰ τοῦ δώσουν δύναμη ἐναντίων τῶν δαιμόνων.
Ὁ ἅγιος τους γνώρισε σκληρὰ τότε φωνάζει
τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν σπηλιὰ καὶ τὴν ἐξουσιάζει.
Καὶ πάλι τὸν πολέμησαν σὰν ἄγρια θηρία
ἐπάλευε ἡ σάρκα του μὲ πάθος τῆς πορνείας.
Τὴ νύκτα τὸν ἐσούβλιζαν σὰν σίδερα ἀναμμένα
ἀντὶ νερὸ μὲ προσευχὴ Θεὸς τὰ ῾χε σβησμένα.
Στὸ σπήλαιο ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ φῶς τὸν περικυκλώνει
μὲ θεία χάρι ὁ Θεὸς τὸν ἅγιο δυναμώνει.
Σὰν Ἀβραὰμ τότε ὁ Θεὸς Ἁγίου παραγγέλνει
νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπήλαιο στὴν Ἔφεσο τὸν στέλνει.
Ἐπῆγε εἰς τὴν Ἔφεσο διάταγμα ἦταν θεῖο
γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ζητᾶ νὰ εὕρει πλοῖο.
Στὴν πόλι σὰν θὰ πήγαινε, θέλει νὰ ἀνταμώσῃ
καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς νὰ τοὺς ἀποστομώσῃ.
Ἐπῆγαν στὴν Προικόννησο ποὺ ἄραζαν τὰ πλοῖα,
στὸν ἅγιο ἕνας φτωχὸς κάνει φιλοξενία.
Τὸν ὁδήγησε ὁ Θεὸς στὸν Αἶνο γιὰ νὰ πάῃ
ἱππέα μὲ τὸ ἄλογο στὸ δρόμο συναντάει.
Ξεπέζευσε ἀπ᾿ τὸ ἄλογο τὸν Ἅγιο χτυποῦσε
τὸν γέμισε ἀπὸ πληγὲς καὶ τὸν ἐτυραννοῦσε.
Ὁ ἅγιος ὑπέμενε εἰς τὴν σκληρότητά του
ὁ νεαρὸς συγχώρεση ἐζήτησε κοντά του.
Τὸν συγχωρεῖ ὁ ἅγιος του εἶπε νὰ μὴν θυμώνει
καὶ ἀντὶ θυμὸ πραότητα νὰ βάλει στὸ τιμόνι.
Μὲ πλοῖο τότε ὁ ἅγιος ἐπῆγε στὴν Καβάλα
σὲ ἕνα ποτάμι εἶδε ληστὲς ποὺ λήστευαν τρεχάλα.
Ἅγιος δὲν φοβήθηκε ἐκάθησε κοντά τους
καὶ αὐτοὶ τότε σεβάστηκαν τὴν ἁγιότητά του.
Ποτάμι τὸν ἐπέρασαν εἶχαν ἐκεῖ καΐκι
καὶ δρόμο τὸν ὁδήγησαν γιὰ τὴν Θεσαλλονίκη.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὰν ἔφθασε στὴν Κόρινθο πηγαίνει
μὲ πλοῖο ἐταξίδεψε στὴν Σικελία βγαίνει.
Ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ρήγιον ὁ ἅγιος ἀκόμη
μὲ πλοῖο ἐταξίδευε ποὺ πήγαινε στὴ Ρώμη.
Τρεῖς μῆνες σὲ ἕνα σπήλαιο ἦταν ἐκεῖ κλεισμένος
ἀλλὰ τὸν ἐφανέρωσε ἕνας δαιμονισμένος.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐπαινοῦν διὰ ταπείνωσή του
στὴ Σικελία ἔφυγε διὰ διαμονή του.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ οἱ δαίμονες ἐνόχληση τοῦ κάνουν
τὴν ψάθα ποὺ κοιμότανε τώρα φωτιὰ τῆς βάζουν.
Γὰ νὰ κοιμᾶται ὁ ἅγιος εὑρῆκε ἕνα δέρμα
καὶ αὐτὸ μύγες τὸ γέμισαν τὸν ἐτσιμποῦσαν τέρμα.
Κατόπιν μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ἁγίου
ἔγιναν ὅλοι ἄφαντοι πολέμου τοῦ ἀγρίου.
Σὲ πύργο πῆγε ὁ ἅγιος ποὺ κατοικοῦσε πόρνη
ψυχὲς ἀνθρώπων κόλαζε γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνη.
Τοὺς ἄνδρες ἐσυμβούλευε μαζί της νὰ μὴν πᾶνε
γιατὶ τότε στὸ διάβολο ψυχὴ τοὺς τὴν πουλᾶνε.
Μὲ προσευχὲς καὶ συμβουλὲς εἶχε μετανοήσει
ἔγινε ἡ πόρνη μοναχὴ κατὰ Θεὸν νὰ ζήσῃ.
Ἔργα ἁγίου ὁ διάβολος ποὺ ἔβλεπε ἀκόμα
δράκος καὶ φίδι ἔγινε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Τὸν ἅγιον φοβέριζε νὰ τὸν κατασπαράξῃ
ἄφοβος καὶ ἀτρόμητος δὲν εἶχε αὐτὸς τρομάξῃ.
Ἡ πόρνη μετανόησε διαβόλου ἐργαστήρι
ἀμέσως τὸ μετέτρεψε ἔγινε μοναστήρι.
Ὁ ἅγιος γιὰ τὸν δράκοντα τὴν προσευχή του κάνει
ἀμέσως θαῦμα ἔγινε ἔφυγε δὲν ἐφάνη.
Δαιμόνιο ἀπὸ ἄνθρωπο ἐκεῖ εἶχε βγαλμένο
καὶ ἅγιο τὸν φώναξε τότε ὁ θεραπευμένος.
Ὁ ἅγιος λυπήθηκε ποὺ τὸν τιμᾶ ὁ κόσμος
καὶ τότε ἀναγκάστηκε ἔφυγε ἀποτόμως.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζε πηγὴ εἶχε συναντήσει
καὶ θέλησε μὲ τὸ νερὸ γλώσσα του νὰ δροσίσει.
Σαρακηνὸς εὑρέθη ἐκεῖ τὸ ἄλογο νὰ ποτίσει
σήκωσε τὸ κοντάρι του νὰ τὸν δολοφονήσῃ.
Τὸ χέρι ἔμεινε ξερὸ πρὶν ἅγιο φονεύσῃ
τὸν παρακάλεσε θερμὰ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
Λυπήθηκε ὁ ἅγιος του ἄγγιξε τὸ χέρι
ἀμέσως θεραπεύτηκε ἔγινε περιστέρι.
Χάρισμα προορατικὸν ἅγιος εἶχε πάρει
ὁ ὅσιος Γρηγόριος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.
Εἶπε σὲ κάποιο μοναχὸ ποὺ κάνει ἐργοχειρό του
λίγες ἡμέρες στὴ ζωὴ θὰ ρθῇ ὁ θάνατός του.
Καὶ τότε ἐπαληθεύτηκαν τὰ λόγια τοῦ ἁγίου
πῆγε ἡ ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Ἀφήνουμε τὰ θαύματα τὶς ἀρετὲς νὰ ποῦμε
γιὰ νὰ τὰ μάθουν χριστιανοὶ θὰ τὰ διηγηθοῦμε.
Θεία μελέτη ἔκανε σὲ ὅλη τὴν ζωή του
νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ ἦταν ἡ ἄσκησή του.
Δὲν ἔβλεπε ὄνειρα ποτὲ ἦν γρήγορος στὶς πράξεις
ἄσαρκος ἦταν ἄγγελος ἐδῶ στὴν γῆ ἐντάξει.
Ψυχή του ἐκαθάρισε καὶ σῶμα ἀπ᾿ τὰ πάθη
μὲ τὴν ἐξομολόγηση ἐσβήνοντο τὰ λάθη.
Καὶ μιὰ ἄλλη ἀρετὴ τὴν ταπεινοφρωσύνη
ποὺ ἱερεὺς σὰν ἔγινε ἐφάνηκε καὶ ἐκείνη.
Ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς πατέρες ἐμιμῆτο
καὶ τοῦ Ἰὼβ τὰ βάσανα ἀμέσως ἐνθυμεῖτο.
Ἀκόμα ποὺ καὶ ἱερεὺς πτωχὰ ἦταν ντυμένος
μὲ ὅλες του τὶς ἀρετὲς ἦν λαμπροφορεμένος.
Σὰν ἔφθασε τὸ τέλος τοῦ ἔπεσε στὸ κρεβάτι
ἀρρώστησε τὸ σῶμα τοῦ λιθίαση εἶχε πάθει.
Προγνώρισε τὸ τέλος ὁ Ἅγιος πρὶν πεθάνει
στοὺς οὐρανοὺς τώρα ἡ ψυχὴ κόπους ἀπολαμβάνει.
Ἡ μακαρία του ψυχὴ εἴκοσι Νοεμβρίου
ἐπῆγε νὰ ἀναπαυθῇ εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Ὦ Ἅγιε Γρηγόριε ἔχεις Θεοῦ τὴν χάρι
προσεύχου στὸν Παράδεισο νὰ ζήσουμε μακάρι.
|