Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἦν ἡ καταγωγή του,
Ἀσία στὴ Νεάπολι, ἦσαν ἐκεῖ οἱ γονεῖς του.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἤτανε ἱερέας,
μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ἐλειτουργοῦσε ὡραία.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα εἰς τὴν ἱεροσύνη,
ἀγάπη καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη.
Ἐργάσθηκε θεοπρεπῶς σὲ ὅλον του τὸν βίο,
καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα τοὺς βίους τῶν Ἁγίων.
Τὸν κάλεσαν σὲ μιὰ γιορτὴ τότε νὰ λειτουργήσῃ,
σὲ ἕνα χωριὸ Μαλακοπὴ γιὰ νὰ τοὺς εὐλογήσῃ.
Ἡ πόλις ἦταν μακριὰ καὶ ἐκεῖνος γεροντάκι,
γιὰ τὴν συγκοινωνία του
εἶχε ἕνα γαϊδουράκι.
Καὶ ὅταν ἐξεκίνησε, ἔκανε τὸ σταυρό του,
νἄχῃ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν προορισμό του.
Χαρούμενος στὸ πρόσωπο καὶ ὄρεξη μεγάλη,
καὶ ἄρχισε μὲ τὸ στόμα τοῦ τροπάρια νὰ ψάλει.
Μὰ πρὶν νὰ φτάσῃ στὸ χωριὸ ποὺ τὸν εἶχαν καλεσμένο,
ἀντάρτες τὸν περίμεναν τὸν δρόμο εἶχαν κλεισμένο.
Τοῦρκοι βοσκοὶ ἐβόσκανε ἐκεῖ τὰ πρόβατά τους,
καὶ ἔδειξαν στὸν Ἅγιον τὴν ἀγριότητά τους.
Τὸν ἔδερναν στὸ σῶμα τοῦ ὥσπου νὰ ξεψυχήσῃ,
τὰ ροῦχα τοῦ τὰ πτωχικὰ ἐπήρανε ἐπίσης.
Γυμνὸ ἐτότε καὶ νεκρὸ τὸ ἅγιο λείψανό του ,
σὲ μιὰ χαράδρα τὸ ἔριξαν νὰ μὴν θωροῦν ἐμπρός τους.
Τέλος λοιπὸν μαρτυρικὸ εἶχε ὁ Θεοῦ Λευίτης,
ὁ μάρτυς ὁ Γεώργιος καὶ ὁ Νεοπολίτης.
Οἱ κάτοικοι Μαλακοπὴς εἴχανε ἀγωνία,
πῶς καὶ δὲν πῆγε ὁ παπὰς νὰ κάνῃ λειτουργία.
Ἀνησυχία εἴχανε γιὰ τὴν ἀργοπορία,
καὶ ἄρχισαν τὴν ἔρευνα εἰς τὴν ὁδοιπορία.
Τὸν δρόμο ὅλο ἔψαχναν ποὺ εἴχενε βαδίσει,
βρῆκαν τὸ Ἅγιο λείψανο ποὺ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν γκρεμίσει.
Σὰν κεραυνὸς τοὺς χτύπησε ὅταν τὸ εἶδαν ὅλοι,
ποὺ λειτουργία θὰ ἔκανε εἰς τὴν δική τους πόλι.
Ἐθρήνησαν καὶ πένθησαν ὅλοι οἱ μαλακοπιότες,
ποὺ σκότωσαν τὸν Ἅγιο ἄπιστοι προδότες.
Καὶ τότε μὲ συγκίνηση τὸ λείψανο Ἁγίου,
ἐκεῖ τὸ ἐνταφίασαν στὸ τόπο τοῦ μαρτυρίου.
Σὰν πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς μιὰ χήρα ἕνα βράδυ,
τῆς μίλησε ὁ Ἅγιος κοιμόταν στὸ σκοτάδι.
Εἶπε γιὰ τὴν διαδρομὴ καὶ τὸ μαρτύριό του,
καὶ γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῇ γιὰ Ἅγιο λείψανό του.
Θέλησε ἀνακομιδὴ καὶ εἰδοποιεῖ τὴν χήρα,
μὰ δὲν ἐνδιαφέρθηκε τότε ἡ κακομοίρα.
Ξαναπαρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος στὸ ὄνειρό της,
καὶ τῆς παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἄρνησή της.
Τότε στὸν δημογέροντα σηκώνετε πηγαίνει,
τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Ἅγιο ἤτανε τρομαγμένη.
Νεαπολίτες ἔφτασαν τότε μὲ προθυμία,
μὲ τὸν παπὰ Νεόφυτο ποὺ ‘χὲ ἐφημερία.
Βρῆκαν τὸ Ἅγιο λείψανο γεμάτο εὐωδία,
τὸν προσκυνοῦσαν οἱ πιστοὶ καὶ πέρναν εὐλογία.
Εἰς τοῦ παπᾶ Νεόφυτο τὸ ἔφεραν στὸ σπίτι,
καὶ τὸ καντήλι ἀκοίμητο τὸ ἀναβαν μὲ πίστι.
Αὐτὸ ὅμως δὲν ἄρεσε στὴ δημογεροντία,
καὶ ὁ παπὰς Νεόφυτος τὸ πάει στὴν Ἐκκλησία.
Ὅλα τὰ μέλη ἀρρώστησαν τῆς δημογεροντίας,
στὸν ὕπνο τοὺς ὁ Ἅγιος τους δίνει ὁδηγία.
Νὰ πᾶνε πάλι τὸ λείψανο ἐκεῖ ποὺ τὸ ‘χᾶν πάρει,
ὁ ἱερεὺς Νεόφυτος αὐτὸς νὰ κουμαντάρει.
Σὰν πήγανε τὸ λείψανο θέση προηγουμένη,
οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν καλὰ ποὺ ‘τᾶν ἀρρωστημένοι.
Θαύματα ἔκανε πολλὰ λείψανο τοῦ Ἁγίου,
λίγα θὰ γράψουμε ἐδῶ πρὸς δόξα τοῦ Κυρίου.
Ἕναν παπὰς ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸ λείψανό του,
πῆρε ἕνα κόκαλο μικρό, νὰ τὄχῃ φυλακτό του.
Σὰν λίγες μέρες πέρασαν, ἔλαβε τιμωρία,
ἀρρώστησε ὁ ἱερεὺς καὶ ὅλη ἡ οἰκία.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψῃ,
στὸν ὕπνο του τὸν εἰδοποιεῖ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃ.
Ἐτρόμαξε ὁ ἱερεὺς στὸν ὕπνο του τὸ βράδυ,
κι αὔριο ἐπέστρεψε, καὶ μία στάμνα λάδι.
Δώδεκα ἐτῶν παιδί, τὸν λέγαν Ἰωάννη,
ἔπαθε νευρασθένεια, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ.
Τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια του στὴν Λάρνακα Ἁγίου,
σὲ τρεῖς μέρες ἔγινε καλὰ μὲ χάριν τοῦ Κυρίου.
Γυναίκα θεραπεύτηκε τὴν ἔλεγαν Μαρία,
καὶ γιὰ ἕνα θαῦμα ἔλεγε δική του ἱστορία.
Ἕξι χρονῶν ἦταν ἄρρωστη μὲ θεία κατοικοῦσε,
τὴν ἔκανε ὁ Ἅγιος καλὰ στὸ μέρος ποὺ πονοῦσε.
Κάποτε στὴν Νεάπολη ἤτανε ξηρασία,
ἔβρεξε ὅταν ἔκαναν τὸ λείψανο λιτανεία.
Τὸ χίλια ἐννιακόσια εἴκοσι ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία,
εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔφεραν δῶρα στὴν Ἐκκλησία.
Λείψανα Ἁγίων ἔφεραν καὶ Ἁγίου Γεωργίου,
θαῦμα στὴν ἀναχώρηση ἔγινε τοῦ πλοίου.
Ἐπίασε θαλασσοταραχὴ ποὺ φύγαν ἀπ᾿ τὸ λιμάνι,
οἱ μάντες καὶ ὁ πλοίαρχος δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ.
Τοῦ Ἅγιου τότε λείψανο ἐπῆγαν γιὰ νὰ δοῦνε,
ὅλοι ποὺ ταξιδεύανε καὶ νὰ προσευχηθοῦνε.
Ἡ ἀγριεμένη θάλασσα ἐγίνηκε γαλήνη,
ὁ Ἅγιος τὸ θαῦμα τοῦ ἔκανε τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ὦ Ἅγιε Γεώργιε νέε Νεαπολίτη,
προσεύχου νὰ ‘χοῦμε Χριστοῦ τὰ ἐλπίδα καὶ τὴν πίστι.
|