Ὁ Ἅγιος Ἀκίνδυνος μαζὶ καὶ σύντροφοί του ὅλοι,
Εἴχανε τὴν καταγωγὴ ἀπὸ Περσίας πόλι.
Οἱ μάγοι πρῶτοι προσκυνοῦν Χριστὸν ἀπ᾿ τὴν Περσία,
Τώρα βασάνισαν πιστοὺς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Σαβώριος βασίλευε τότε εἰς τὴν Περσία,
Προδίδουν τρεῖς χριστιανοὺς νὰ βάλει τιμωρία.
Ἀκίνδυνος, Πηγάσιος, Ἀνεμπόδιστος ἦν τὰ ὀνόματά τους,
Διέταξε ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ κριθοῦν μπροστά του.
Τοὺς ρώτησε τὸ γένος τους καὶ τὸ ἐπάγγελμά τους,
Καὶ κεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν τὴν πίστι τὴν δικιά τους.
Κατάλαβε ὁ βασιλιὰς πὼς τὸν κοροϊδεύουν,
Ἂν δὲν τιμήσουν τοὺς θεοὺς ὅλους νὰ τοὺς παιδεύουν.
Τοῦ λέγει ὁ Ἀνεμπόδιστος γιὰ γένος καὶ πατρίδα,
Σὲ τρισυπόστατων Θεὸν ἔχομε τὴν ἐλπίδα.
Δικοί σας ψεύτικοι θεοὶ ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε,
Γιατὶ ὅσοι τοὺς προσκυνοῦν, στὴν κόλασι θὰ μποῦνε.
Ἄκουσε λόγια ὁ τύραννος σὰν τὸν θεριὸ βογκοῦσε,
Γιὰ φοβερὸ θανατικὸ ὅλους τοὺς ἀπειλοῦσε.
Γενναία του ἀπάντησαν μὲ δυνατὴ φωνή τους,
Ὅτι μὲ τὰ μαρτύρια θὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.
Κατόπιν μὲ ραβδίσματα βασάνιζαν τὸ σῶμα,
Καὶ τὸν Θεὸ εὐχαριστοῦν μὲ τὸ δικό τους στόμα.
Ὁ τύραννος σκοτίστηκε στὴ γῆ σὰν πεθαμένος,
Διέταξε ὅλοι νὰ καοῦν νὰ εἶναι εὐχαριστημένος.
Οἱ Ἅγιοι δυνατότεροι φάνηκαν μπροστά τους,
Καὶ οἱ φωτιὰ τοὺς δρόσισε λύθηκαν τὰ δεσμά τους.
Μὲ πρόσωπο χαρούμενο πῆγαν στὸν βασιλέα,
Νὰ θυσιάσουν εἴδωλα τοὺς ἔλεγε ὡραία.
Ἀκίνδυνος στὸ βασιλιὰ ἀμέσως τοῦ προτείνει,
Νὰ ‘ναὶ κωφὸς καὶ ἄλαλος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Καὶ τότε μὲ νοήματα ἦν σὰν δαιμονισμένος,
Ἐξέσκιζε τὰ ροῦχα τοῦ ἤτανε λυπημένος.
Κατόπιν ἐδιέταξε κρεβάτια σιδερένια,
Λίπος, ρετσίνι στὴ φωτιὰ μὲ πίσσα ἀλειμμένα.
Τότε ὅλοι οἱ μάρτυρες δεμένοι μὲ ἁλυσίδες,
Τοὺς ψήναν ὅλους στὴν φωτιὰ σὰν ψάρια καὶ σὰν γίδες.
Ὅλοι ἔψαλλαν μὲ φωνὴ ὡραία ψαλμωδία,
νὰ δίνῃ δύναμη ὁ Θεὸς νὰ ἀντέχουν τιμωρία.
Ὁ βασιλιὰς ἦν ἄπιστος καὶ τοὺς παρακαλάει,
Νὰ θυσιάσουν στοὺς θεοὺς στὰ εἴδωλα τοὺς πάει.
Ἅγιοι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κάνουν τὴν προσευχή τους,
Καὶ τότε ἔγινε σεισμὸς καὶ ὁ βασιλιὰς μαζί τους.
Ἄγαλμα Δία ἔπεσε καὶ ἔγινε κομμάτια,
Ἐτρόμαξε ὁ βασιλιὰς τὸ κοίταζε στὰ μάτια.
Μὲ τοὺς Ἁγίους ἐθύμωσε καὶ ἀμέσως διατάζει,
Καζάνι νὰ γεμίσουνε μολύβι καὶ νὰ βράζει.
Μάρτυρες ἔψελναν ψαλμοὺς ἐτότε καὶ ὅπως πάντα,
Σκεφτῆκαν στὸ μαρτύριο τοὺς Ἅγιους Σαράντα.
Οἱ Ἅγιοι ἦταν ὑγιεῖς γιατὶ εἶχε γίνει θαῦμα,
Ἀφθόνιος ἐπιστέψε σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ πράγμα.
Ἦταν ἀπ᾿ τοὺς βασανιστὲς τυράννους στρατιώτης,
Καὶ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἐπιστέψε ἐν πρώτοις.
Διέταξε ὁ τύραννος νὰ μὴν ἀργοπορήσουν,
Τὸν στρατιώτη Ἀφθόνιο νὰ ἀποκεφαλίσουν.
Ἐπροσευχήθη στὸν Θεό, συγχώρησι ζητάει,
Οἱ Ἅγιοι ποὺ ἤτανε παρὸν στὸν οὐρανὸ νὰ πάῃ.
Οἱ δήμιοι ἐτέλεσαν ἀποκεφαλισμό του,
Ἐνταφίασαν πιστοὶ τὸ ἅγιο λείψανό του.
Κατόπιν τότε ὁ τύραννος Ἁγίους φοβερίζει,
Μέσα σὲ δέρματα βοδιῶν τὰ σώματα στηρίζει.
Τοὺς ἔριξαν στὸν ποταμὸ ὅλους τους νὰ πνιγοῦνε,
Ἐβγήκανε ὅλοι ζωντανοὶ τύραννο συναντοῦνε.
Ἐνόμιζεν οἱ δήμιοι πὼς δὲν τοὺς εἶχαν πνίξει,
Καὶ τοὺς τιμώρησε καὶ αὐτοὺς σὰν νὰ τοῦ ἦρθε πλήξη.
Διέταξε προτοῦ πνιγοῦν νὰ τοὺς κοποῦν τὰ χέρια,
Καὶ πίστεψαν εἰς τὸν Χριστὸν ἀθώα περιστέρια.
Καὶ μὲ τὸν τρόπο τοῦ αὐτὸ ἄνθρωποι τοῦ ἀγρίου,
Τέσσερεις ‘γιναν Ἅγιοι στὸ ὄνομα Κυρίου.
Δύο χριστιανοὶ στὴν σύγκλητο Χριστὸν ὁμολογοῦνε,
Τὸν βασιλέα ἔβρισαν τὰ εἴδωλα μισοῦνε.
Τὸ ὄνομα φιλόλογος Ἐλπιδοφόρος ἄλλος,
Τοὺς ἐσκότωσε καὶ τοὺς δύο ἔγινε τότε σάλος.
Γιὰ τοὺς Ἁγίους σκέφτηκε μιὰ ἄλλη τιμωρία,
Τρεῖς λάκκους νὰ ἀνοίξουνε μὲ ἑρπετὰ θηρία.
Ἐκεῖ ἔριξαν τοὺς μάρτυρες ἔκαναν προσευχή τους,
Καὶ τότε ἄγγελοι Θεοῦ ἐβρέθηκαν μαζί τους.
Δὲν ἄγγιξαν τοὺς μάρτυρες ἐτότε τὰ θηρία,
Καὶ ὑγιεῖς ἐβγήκανε ἀπὸ τὴν τυραννία.
Ἀναίσθητος ὁ τύραννος δὲν ἄλλαξε στὴ γνώμη,
ποὺ πωρωμένος ἤτανε καὶ ἀπ᾿ τὰ θεριὰ ἀκόμα.
Διέταξε στοὺς μάρτυρες σώματα νὰ ξεσχίσουν,
Καὶ τελευταία καὶ τοὺς τρεῖς νὰ ἀποκεφαλίσουν.
Ἐγύριζαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὴν χριστιανοσύνη,
Τριακοσίους θανάτωσαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Τὸν Ἅγιο Ἀκίνδυνος καλεῖ ὁ βασιλέας,
Μαζὶ μὲ δύο συναθλητὲς ποὺ ἤτανε παρέα.
Μὲ πονηριὰ τῆς ἀλεποὺς λέγει πὼς τοὺς λυπᾶται,
Δὲν πρέπει θάνατο πικρὸ ἐσεῖς οἱ τρεῖς νὰ πᾶτε.
Δῶρα τοὺς ἔταξε πολλὰ γιὰ νὰ ἀλλάξουν γνώμη,
Πῶς τοὺς λυπᾶται ἔλεγε καὶ ἄλλα πολλὰ ἀκόμη.
Μὴ μᾶς λυπᾶσαι τοῦ ἀπαντοῦν καὶ μὴν μᾶς δώσῃς δῶρα,
Τὴν γνώμη δὲν ἀλλάζουμε οὔτε ὕστερα οὔτε τώρα.
Ἔξω φρενῶν ὁ τύραννος ἐτότε τὴν ὥρα ἐκείνη,
Ἄφησαν τὴν πραότητα θηρίο εἶχε γίνει.
Διέταξε στὴν φυλακὴ νὰ μποῦν μὲ ἁλυσίδες,
Οἱ Ἅγιοι στὸν Θεὸ εἶχαν τὶς ἐλπίδες.
Διέταξε τοὺς δούλους του νὰ ἀνάψουνε καμίνι,
Γιὰ νὰ καοῦν τὰ σώματα καὶ στάχτη νὰ μὴν μείνει.
Ὁ Ἀκίνδυνος κατάλαβε τοῦ τυράννου κακία,
Τοῦ εἶπε γιὰ τὴν μητέρα τοῦ ὄνομα προφητεία.
Σαβώριο σὲ ὀνόμασε ἐτότε ἡ μητέρα,
Ὅπου σημαίνει ὄνομα διαβόλων τὸν πατέρα.
Σὺ ἔγινες χειρότερος παιδὶ ἀνθρωποκτόνων,
Χαίρεσαι αἵματα σὰν δεῖς φονιὰ τοῦ δολοφόνου.
Ταράχθηκε ὁ ἀσεβὴς ποὺ ἄκουσε ὄνομά του,
Καὶ ρώτησε μητέρα του ποὺ ἤτανε κοντά του.
Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε γιὰ τὴν ὀνομασία,
Δὲν ἤξερε τὸ ὄνομα ποιὰ ἔχει σημασία.
Μὲ λένε οἱ ἐλεεινοὶ εἶμαι πατὴρ δαιμόνων,
Ἐὰν ἀλήθεια εἶναι αὐτὸ εὐθὺς σὲ θανατώνω.
Ἡ μάνα χαμογέλασε μούδιασε στὰ στήθια,
Τοῦ εἶπε ὅτι ἄνθρωποι τοῦ εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Ἐθύμωσε ὁ ἀσεβὴς σὰν ἄλογο χτυπάει,
Ἀλήθεια εἶπε ἡ μανά του καὶ τὴν γρονθοκοπάει.
Ἔπεσε ἡ γερόντισσα στὰ πόδια τῶν Ἁγίων,
Καὶ τοὺς ζητὰ βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ θηρίο.
Σῶστε εἰς τὸ γῆρας μου γιατὶ ἔχω ἁμαρτήσει,
Τώρα τὸ βλέπω φανερὰ διάβολο ἔχω γεννήσει.
Τὸν καταταράσθει ἡ μάνα του καὶ εἶπε στοὺς Ἁγίους,
Μαζί τους νὰ τὴν ἔχουνε ζωὴ τῆς αἰωνίως.
Φωτιὰ μεγάλη ἄναψαν τότε οἱ στρατιῶτες,
Καὶ αὐτοὶ ἐμετανόησαν καὶ πίστεψαν ἐτότες.
Παρακαλοῦν τοὺς Ἅγιους νὰ κάνουν προσευχή τους,
Στὸν ἀληθινὸ Θεὸ νὰ σώσουν νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.
Τοὺς κατηχοῦν οἱ Ἅγιοι γέμισαν εὐφροσύνη,
Μὲ τοὺς Ἁγίους ἔπεσαν καὶ στὴν φωτιὰ ἐκείνη.
Εὐχαριστοῦν τοὺς Ἅγιούς τους εἶχαν κατηχήσει,
Καὶ δὲν φοβήθηκαν ἡ φωτιὰ τὸ σῶμα τους νὰ ψήσῃ.
Ἤτανε εἴκοσι ὀκτὼ ποὺ πέσαν στὸ καμίνι,
Καὶ ἡ μητέρα βασιλιὰ πήδησε καὶ ἐκείνη.
Οἱ Ἅγιοι τότε ἔψαλαν καὶ οἱ τρεῖς μὲς στὸ καμίνι,
Ὤ, σὰν τὸν λάκκο Δανιὴλ ἦταν ἡ ὥρα ἐκείνη.
Ὅλος ὁ τόπος γέμισε μεγάλη εὐωδία,
ποὺ πρόσφεραν εἰς τὸν Θεὸ εὐάρεστη θυσία.
Κατόπιν πῆραν χριστιανοὶ ἅγια λείψανά τους,
μὲ εὐλάβεια ἐνταφίασαν τἆχαν βοήθειά τους.
Θαύμασαν οἱ χριστιανοὶ τὸ βίο τῶν Ἁγίων,
ποὺ δὲν ἐδειλίασανε μαρτύρια ἀγρίων.
Ἤτανε ἐτότε τοῦ μηνὸς δευτέρα Νοεμβρίου,
ποὺ οἱ ψυχές τους πήγανε στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Προσεύχεστε τώρα γιὰ μᾶς πολὺ παρακαλοῦμε,
μὲ τοῦ Θεοῦ πρεσβεῖες σᾶς ὅλοι μας νὰ σωθοῦμε.
|