Ὅσιοι Συμεών, Θεόδωρος καὶ Εὐφροσύνη

18 Ὀκτωβρίου

Ἔχουν μεγάλη ἔννοια οἱ βίοι τῶν Ἁγίων
ποὺ πέρασαν ἐδῶ στὴ γῆ θεάρεστον τὸν βίον.

Θεόδωρος καὶ Συμεὼν καὶ ὁσία Εὐφροσύνη
ἔχουν τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γεμάτοι καλοσύνη.

Οἱ δύο ἄνδρες ἀδελφοὶ εἴχανε γιὰ πατρίδα
Θεσσαλονίκη ὄμορφη Ἑλλάδα μᾶς ἐλπίδα.

Γονεῖς τοὺς ἦταν εὐσεβεῖς στὴν πόλι φημισμένοι,
μὲ τοῦ Θεοῦ τὶς ἀρετὲς ἤτανε στολισμένοι.

Τὰ δύο ἀδέλφια ἀρνήθηκαν κόσμο νὰ ἀκολουθήσουν,
καὶ ἄλλο δρόμο διάλεξαν ὁδὸν τοῦ Παραδείσου.

Εἰς τὶς σχολὲς ἐσπούδασαν μὲ μόρφωση σπανία,
τοὺς εὐχαριστοῦσε μάθημα ποὺ εἶναι ἡ θεολογία.

Τὰ δύο ἀδέλφια ἔγιναν ἄνδρες στὴν ἡλικία
ἐζήλεψαν τοὺς μοναχοὺς ποὺ ζοῦν στὴν ἐρημία.

Τὸν πλοῦτο ἐγκατέλειψαν τὴν δόξα καὶ γονεῖς τους,
ράσο φοροῦν μοναχικὸ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους.

Ἀνέβηκαν στὸν Ὄλυμπο ποὺ εἶν᾿ στὴ Θεσσαλία
ἐζοῦσαν μὲς στὰ σπήλαια δέηση καὶ νηστεία.

Ἔφυγαν ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο στὸ Ἅγιον Ὄρος πᾶνε
ποὺ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ τὸ φῶς Χριστοῦ σκορπᾶνε.

Ὡραία πέρασαν ἐκεῖ ἦρθε ἐπιθυμία
προσκυνητὲς νὰ γίνουνε στὴν πόλι τὴν ἁγία.

Φύγανε τότε ἀπὸ κεῖ πῆγαν Ἁγίους Τόπους
καὶ ἔγιναν προσκυνητὲς σὰν τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους.

Προσκύνησαν στὴ Βηθλεὲμ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐγεννήθει
καὶ ἄγγελμα ἔψαλλαν ἐκεῖ τὸ δόξα ἐν ὑψίστοις.

Γεμάτοι μὲ εὐλάβεια πῆγαν στὸν Ἰορδάνη
ποὺ ἐβαπτίσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ Πρόδρομο Ἰωάννη.

Τὰ θεῖα προσκυνήματα προσκύνησαν μὲ ἀγάπη
πρὸς τὸν Σωτῆρα μας Χριστό, τὰ Ἅγια του Πάθη.

Προσκυνητὲς ἐγίνανε καὶ στοῦ Σινᾶ τὰ μέρη
ἐνάρετοι ἀντάμωσαν ἄφθονοι καλογέροι.

Εἰς τὰ Ἱεροσσόλυμα στραφῆκαν καὶ καθῆσαν
τὸν Πατριάρχη Μάξιμο ἀέσως ἐγνωρίσαν.

Ὁ Πατριάρχης χάρηκε καὶ τοὺς παρλαμβάνει
ἀμέσως τοὺς χειροτονεῖ καὶ ἱερεῖς τοὺς κάνει.

Μιὰ νύχτα ποὺ κοιμότανε βλέπουν τὴν Παναγία
στὸ ὄνειρό τους καὶ οἱ δύο τοὺς δίνει ὁδηγία.

Νὰ πᾶνε στὴν Πελοπόνησο εἰκόνα της νὰ βροῦνε
τὴν ἔκανε Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σὰν πᾶνε θὰ τὴν δοῦνε.

Ὑπακοὴ ἐκάνανε οἱ δύο στὴν Παναγία
καὶ στὴν Ἑλλάδα γύρισαν πῆγαν στὴν Ἀχαϊα.

Στὸ δρόμο κόρη συναντοῦν τὴν λένε Εὐφροσύνη
καὶ ὅταν ἔφθασαν κοντά τους μίλησε ἐκείνη.

Τοὺς ἐχαιρέτησε θερμὰ μὲ τὰ ὀνόματά τους
ξαφνιάστηκαν σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ δύο μὲ τὰ αὐτιά τους.

Στὴν Παναγιὰ δεήθηκε κόρη νὰ γίνῃ θαῦμα
ἡ Παναγιὰ ὑπάκουσε καὶ ἔγινε ἐν τῷ ἅμα.

Ὀλοθερμὰ προσεύχεται τότε ἡ Εὐφροσύνη
σὲ πέτρα ποὺ καθότανε τὸ θαῦμα εἶχε γίνει.

Κάνει σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἡ κόρη μὲ ραβδί της
πέτρα σὰν ἦταν ἄνθρωπος ἀκούει τὴν φωνή της.

Στὴ μέση τότε κόπηκε δίχως ἐκεῖ νὰ βρέχει
καὶ ἀμέσως γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα τρέχει.

Ὑπάρχει μέχρι σήμερα μὲ τὴν ὀνομασία
«πηγὴ τὴν ὀνομάζουνε τῆς κόρης τῆς Ἁγίας».

Οἱ Ἅγιοι ἐθαύμαζαν κάτι τοὺς ἠλεκτρίζει
πῶς ἤξερε ὀνόματα δίχως νὰ τοὺς γνωρίζει.

Ἡ κόρη τοὺς ἀπάντησε μὲ ταπεινοφροσύνη
πῶς τὴν εἰκόνα Παναγιᾶς τὴν εὔρηκε ἐκείνη.

Μέσ᾿ στὴν σπηλιὰ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ βλέπετε πιὸ πέρα
ἔβοσκα ἐκεῖ τὶς γίδες μου καὶ ἤμουν κάθε μέρα.

Μιὰ μέρα ἕνας τράγος ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ κοπάδι
τὸν πρόσεξα καὶ στὴ σπηλιὰ εὐθὺς τρέχει τροχάδι.

Σαγόνι του σὰν γύρισε πολλὴ εἶχε ὑγρασία
ὅμως ἐγὼ δὲν ἔδωσα καθόλου σημασία.

Ἀλλὰ ὁ τράγος στὴ σπηλιὰ καὶ ἄλλη μέρα μπαίνει
σαγόνι του καὶ κεφαλὴ πάλι ἦταν βρεγμένη.

Καὶ ἀπὸ περιέργεια ἀκολουθῶ τὸν τράγο
κάνω σημεῖο τοῦ σταυροῦ τότε μαζί του πάω.

Πολλὰ χορτάρια στὴ σπηλιὰ εἴχανε ξεφυτρώσει
καὶ ἀνάμεσα ἕνας κισσὸς στὴ φυλλωσιὰ τὴν τόση.

Καὶ γύρω γύρω τὴν σπηλιὰ τότε εἶχα κοιτάξει
ἀπὸ μιὰ πέτρα τὸ νερὸ ἔτρεχε εἶναι ἐντάξει.

Τότε ἀμέσως στὸ Θεὸ κάνω δοξολογία
καὶ τὸ ὄνομα ἄκουσα ἀπὸ τὴν Παναγία.

Δύο φορὲς τὸ ἄκουσα ὄνομα Εὐφροσύνη
ξαφνιάστηκα λυπόθυμη ἤμουν τὴν ὥρα ἐκείνη.

Στὸ δεξιὸ ἐκοίταξα τὸ μέρος τοῦ σπηλαίου
βρέθηκα πρὸ θεάματος θεσπέσιου σπουδαίου.

Ἀνάμεσα εἶδα στὸν κισσὸ εἰκόνα Παναγίας
ἔπεσα τότε καταγῆς μὲ δίχως ὁμιλία.

Μὲ ὅλη μου τότε τὴν ψυχὴ τὴν ἐπαρακαλοῦσα
θάρρος νὰ δίνῃ καὶ σὲ ἐμὲ ποὺ εἶναι Ἐλεοῦσα.

Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἄκουσὰ μοῦ λέει Εὐφροσύνη
εἶμαι μητέρα τοῦ Χριστοῦ μου ἀπαντᾶ Ἐκείνη.

Μὲ θάρρος τότε ἐκοίταξα εἰκόνα Παναγίας
πλημμυρισμένη ἀπὸ φῶς λαμπρῆς φωτοχυσίας.

Τότε τὴν παρακάλεσα νὰ κάνω προσταγή της
ἀλλὰ γιὰ δεύτερη φορὰ ἄκουσα τὴν φωνή της.

Μοῦ λέγει τρέξε στὸ χωριὸ ἐκεῖ θὰ συναντήσῃς
Θεόδωρον καὶ Συμεὼν νὰ τοὺς προϋπαντήσῃς.

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ ἄκουσαν συμβουλή μου
ἔρχονται μέγα σπήλαιο κατὰ διαταγή μου.

Εἶναι ψηλοὶ στὸ ἀνάστημα ἤρεμο πρόσωπό τους
ἔχουνε γένια μακριὰ καὶ μοιάζουνε οἱ δύό τους.

Ὅλα ὅσα ἀκούσατέ μου τὰ εἶπε ἡ Παναγία
καὶ ἦρθα πρὸς συνάντησιν κατόπιν ἡ ἰδία.

Οἱ Ἅγιοι ἐχάρηκαν ἀμέσως ξεκινᾶνε
στὴν εἴσοδο σὰν ἔφθασαν ἀμέσως προσκυνᾶνε.

Πῆγαν στὸ ἐσωτερικὸ καὶ Παναγιᾶς εἰκόνα
φεγγοβολοῦσε στὸν κισσὸ σὰν μιὰ χρυσὴ κορῶνα.

Γονάτισαν τότε στὴ γῆ Θεὸν δοξολογοῦνε
γιὰ θαῦμα τὸ λαμπρότατον ποὺ ἔτυχε νὰ δοῦνε.

Ἄκουσαν τότε μιὰ φωνὴ ἔλεγε τὶ θὰ γίνει
κατόπιν εἰς τὸ σπήλαιο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Τὴν ἄλλη μέρα οἱ Ἅγιοι φωτιὰ εἶχαν ἀνάψει
χόρτα καὶ ξύλα καὶ κλαδιὰ αὐτὴ γιὰ νὰ τὰ κάψει.

Σὲ ἕνα μέρος τῆς σπηλιᾶς φίδι ἑκατοικοῦσε
καὶ ὅταν ἔκαψε φωτιὰ σὰν τὸ πουλὶ πετοῦσε.

Καὶ τότε βλῆμα(ἦταν παρόμοιο) βγῆκε ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα
ἐσκότωσε τὸν δράκοντα τὸν ἔριξε στὸ χῶμα.

Χτυπιόταν μέσα στὴ φωτιὰ μαζὶ μὲ οὐρλιαχτά του
ἔμεινε μόνο ἄψητη ἡ ραχοκοκκαλιά του.

Τότε Ἁγία Τράπεζα στὸ σπήλαιο ἐφάνη
ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λειτουργία εἶχε κάνει.

Ὁ ἴδιος ἁγιογράφησε εἰκόνα Παναγίας
ποὺ εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιο μίλησε ἡ ἰδία.

Ἄνθρωποι πήγαιναν ἐκεῖ ἦταν ἀρρωστημένοι
καὶ γύριζαν στὰ σπίτια τοὺς ὅλοι θεραπευμένοι.

Οἱ Ἅγιοι τότε στόλισαν καλὰ τὸ μοναστήρι
καὶ κατοικοῦσαν μὲ αὐτοὺς καὶ Ἅγιοι καλογῆροι.

Μετέτρεψαν τὸ σπήλαιο πνευματικὴ κυψέλη
ἔβγαινε ἀπ᾿ τὸ στόμα τοὺς τὸ νέκταρ καὶ τὸ μέλι.

Ὁ κόσμος ἐκαμάρωνε ἐνάρετη ζωή τους
σὰν διψασμένοι ἔλαφοι παίρνουν τὴν συμβουλή τους.

Οἱ Ἅγιοι στοὺς χριστιανοὺς κάνουν διδασκαλία
γι᾿ αὐτὸ πάντα ἐγύριζαν καὶ πόλεις καὶ χωρία.

Θεόδωρος καὶ Συμεὼν πατέρες θεοφόροι
καὶ Εὐφροσύνη ἡ ἁγνὴ καὶ εὐτυχισμένη κόρη.

Ἐργάστηκαν ὅλοι μαζὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία
καὶ ἀξιώθηκαν μιλιὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἦρθε ὅμως τὸ τέλος τῶν ἀδελφῶν Ἁγίων
θεάρεστα τελείωσαν τὸν ἐπὶ γῆς τους βίον.

Πρῶτα ἐκοιμήθει ὁ Συμεών, ὁ Θεόδωρος κατόπιν
εἰς τὸ Μεγάλο Σπήλαιο τοὺς ἔθαψαν ἀνθρῶποι.

Κοιμήθηκαν οἱ Ἅγιοι κι Ἁγία Εὐφροσύνη
σὲ ἕνα μικρὸ διάστημα κοιμήθηκε κι ἐκείνη.

Πενήντα ἕξι ἦν ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία
ὅταν στὸ Μέγα Σπήλαιο κοιμήθηκε ἡ Ἁγία.

Τρεῖς ὁσίους μάρτυρες τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία
Ὀκτωβρίου δεκαοχτῶ ἡ ἡμερομηνία.

Ὀρθοδοξία τίμησαν νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή τους
νὰ μὴν ξεχνοῦνε εὔχομαι καὶ ἐμᾶς στὴν προσευχή τους.