Ἅγιος Βησσαρίων Λαρίσσης

15 Σεπτεμβρίου

Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στὴν Πόρτα Θεσσαλίας
καὶ οἱ γονεῖς του ζούσανε δούλευαν ἐργασία.

Δέκα χρονῶν σὰν ἔγινε πῆγε μὲ δασκάλους
ἔμαθε γράμματα ἱερὰ τότε ἀπὸ ἄλλους.

Μελετοῦσε, διάβαζε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων
καὶ ἤθελε νὰ μιμηθῇ τὸν ἰδικόν τους βίον.

Ὁ Βησαρίων δέκα ἐτῶν ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ σπίτι
καὶ ἔγινε ὑποτακτικὸς Μάρκου Μητροπολίτη.

Ἐξομολογεῖτο τὰ κρυπτὰ ποὺ εἶχε ἡ καρδία
καὶ ζοῦσε στὴν ὑπακοὴ μιὰ ζωὴ ἁγία.

Μητροπολίτης ἔβλεπε ὅσιου ἀρετή του
καὶ τὸν ἐχειροτόνησε γιὰ βοηθὸ μαζί του.

Διάκο τὸν χειροτόνησε τὸν ἔκανε ἱερέα
τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς τους ἔκανε παρέα.

Μητρόπολη στὴ Λάρισα τότε εἶχε χηρέψει
ἔβαλαν Βησαρίωνα γιὰ νὰ ἀρχιερεύσῃ.

Ἀφοῦ ἀρχιεπίσκοπος ὅσιος εἶχε γίνει
μὲ φλόγα πόθο ἱερὸ ποίμνιο διευθύνει.

Σιτάρι πάντα μοίραζε διὰ τοὺς πεινασμένους
ἐπισκεπτόταν ἀσθενεῖς καὶ τοὺς φυλακισμένους.

Μαζὶ μὲ τὴν σωματικὴ τότε ἐλεημοσύνη
ἔκανε καὶ πνευματικὴ ἀνώτερη ἦν ἐκείνη.

Συμβούλευε τοὺς χριστιανοὺς ἐνάρετα νὰ ζοῦνε,
νὰ κάνουν θέλημα Θεοῦ, νὰ τὸν δοξολογοῦνε.

Στοῦ Ἀχελώου ποταμὸ ἕνα γεφύρι χτίζει,
δύσκολη ἦν διάβασις, ἀνθρώπους βασανίζει.

Πολλοὶ ἐπνίγοντο σ᾿ αὐτὸ ἔχαναν τὴν ζωή τους
ποὺ τὰ νερὰ τοὺς κύλαγαν εἰς τὴν διάβασή τους.

Σὰν χτίστηκε ἡ γέφυρα ἄνθρωποι τὴν κοιτοῦσαν
καὶ τὸν Θεὸν καὶ ὅσιον ὅλοι εὐχαριστοῦσαν.

Τότε δὲν ὑπήρχανε προνοίας ὑπουργεῖα
ἀνάγκες ἀναλάμβανε Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία.

Καὶ μοναστήρι ἔκτισε τότε στὴν ἐπαρχία
ἡ Μεταμόρφωσις Χριστοῦ ἦταν ἡ Ἐκκλησία.

Τὸ μοναστήρι ποὺ ἔκτισε ἦταν πολὺ μεγάλο
σ᾿ αὐτὴ τὴν περιφέρεια δὲν εἶχε τέτοιο ἄλλο.

Τριακόσια ἑξῆντα ἕξι ἤτανε κτισμένα τὰ κελία
ὅσες ἡμέρες ἀκριβῶς ἦν ἡ χρονολογία.

Ἔβαλε καὶ κανονισμὸ μέσα στὸ μοναστήρι
πάντα νὰ ζοῦν ἀσκητικὰ ὅλοι οἱ καλογῆροι.

Στὸ μέρος ποὺ μουγκρίζανε πρὶν ἄγρια θηρία,
τώρα φωνὲς ἀγγελικὲς κάνουν δοξολογία.

Τὰ ἔργα του στεφάνωσε αὐτὸ τὸ μοναστήρι
ποὺ ἀπὸ ζώων μουγκρήματα ψάλλουνε τὸ ψαλτήρι.

Ὁ Βησσαρίων πέρασε ὁσίως τὴν ζωή του,
δοξολογία στὸ Θεὸ ἦταν ἡ βιοτή του.

Σὰν μέλισσα φιλόπονος καὶ φίλεργος γυρίζει,
καὶ μὲ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ζωή του τερματίζει.

Πενήντα δύο ἔφθασε στὴν ἡλικία χρόνια
καὶ εἶχε μιὰ ἀσθένεια σὲ ὅλο του τὸ σῶμα.

Προεῖδε ὁ μακάριος τότε τὸν θάνατό του
καὶ κάλεσε τοὺς κληρικοὺς νὰ βρίσκονται κοντά του.

Τοὺς ἐσυμβούλεψε σωστὰ νὰ σώσουν τὰς ψυχάς τους
καὶ νὰ φροντίζουν πάντοτε διὰ τὰ ποίμνιά τους.

Τελείωσε τὶς συμβουλὲς τοὺς πόδας στὸ κρεβάτι
ξάπλωσε ἐκ κόπων τοῦ ἐτότε ἀναπαύθει.

Δεκάτη τετάρτη του μηνὸς ἤτανε Σεπτεμβρίου
ποὺ ἔγινε ἡ κοίμησις Βησαρίων τοῦ ὁσίου.

Ὅμως διὰ τὴν ἑορτὴ Σταυροῦ Χριστοῦ Τιμίου
τὴν ἄλλη μέρα γίνεται ἡ ἑορτὴ Ἁγίων.

Τὸ Ἅγιόν του λείψανο μέσα στὴν Ἐκκλησία
μοσχοβολοῦσε ἔδινε ἄρρητη εὐωδία.

Καὶ ἡ Ἁγία Κάρα τοῦ μένει στὸ μοναστήρι
μὲ σεβασμὸ τὴν πήγανε ἐκεῖ οἱ καλογῆροι.

Θεὸς στὸν κάθε Ἅγιό του ῾δωσε θεία χάρι
καὶ εἰς τὸν Βησαρίωνα Χριστοῦ τὸ παλλικάρι.

Πανούκλας ἐθεράπευε ἦταν ἐπιδημία
ὑπέφερε ἡ Ἤπειρος καὶ ὅλη ἡ Θεσσαλία.

Καὶ ἔτσι τοῦ Βησαρίωνος ἡ Κάρα ἡ ἁγία
ἐσταματοῦσε τὸ κακὸ γινόταν λειτανία.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα τῆς Κάρας τοῦ Ἁγίου
ποὺ ἐκτελοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ θέλημα Κυρίου.

Ἔβρισε μιὰ μάγισσα τὴν Κάραν τοῦ Ἁγίου
καὶ τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ ἐντολὴ Κυρίου.

Στὸ πρόσωπό της ἔλαβε ράπισμα ἀοράτως
τρόμαξε τυφλώθηκε καὶ ἀμέσως πέφτει κάτω.

Τὴν πήγανε οἱ συγγενεῖς στὴν Κάρα τὴν ἁγία
καὶ ἐξομολογήθηκε σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία.

Καὶ τώρα βρίσκομαι τυφλὴ θὰ ζῶ ζωὴ ἁγία
ὅταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο θὰ βρῶ τὴν θεραπεία.

Τὴν σταύρωσε ἕνας ἱερεὺς μάγισσας τὸ κεφάλι
ἀνοίξανε τὰ μάτια τῆς εἶδε τὸ φῶς τῆς πάλι.

Ἐδόξασε τὸν Ἅγιο εἶχε μετανοήσει
τὰ μάγια τῆς τὰ ἄφησε χριστιανικὰ νὰ ζήσῃ.

Μιὰ διαθήκη ἄφησε τότε στὸ μοναστήρι
νὰ φυλάξουν πάντοτε ἐκεῖ οἱ καλογῆροι.

Στὸ μοναστήρι μηδαμῶς γυναίκα μὴν πατήσῃ
στὴν διαθήκη ἔγραφε ποὺ εἶχε αὐτὸς ἀφήσει.

Ληστὲς γυρίζαν τὰ χωριὰ καὶ τὰ λεηλατοῦσαν
καὶ τοὺς πατέρες κάτοικοι πολὺ παρακαλοῦσαν.

Ἔβαλαν τὶς γυναῖκες τοὺς μέσα στὸ μοναστήρι
τῆς διαθήκης χάλασαν καὶ Ἅγιου χατήρι.

Ἀμέσως τρομερὸς σεισμὸς μὰ καὶ ἀστραποβρόντια
τὸ μοναστήρι σχίστηκε ποὺ ἤτανε στὴν πόρτα.

Καὶ ἕνας ἱερομόναχος ποὺ ἔδωσε συμβουλή του
σὰν πέθανε εὑρέθηκε ἄλιωτο τὸ κορμί του.