Ἅγιοι Μάρτυρες Φώτιος καὶ Ἀνίκητος

12 Αὐγούστου

Ἦταν Διοκλητιανὸς στὴν αὐτοκρατορία
βασάνιζε τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Εἰδωλολάτρες γιόρταζαν τότε στὴ Βηθανία
καὶ εἰς τοὺς ψεύτικους θεοὺς ἐκάνανε θυσία.

Ἄρχισε ὁ αὐτοκράτορας ἔκανε ὁμιλία
νὰ προσκυνήσουν χριστιανοὶ τὴν εἰδωλολατρεία.

Φοβέριζε πὼς τοὺς θεοὺς ὅποιος δὲν τοὺς τιμήσῃ
μὲ ὄργανα πολὺ σκληρὰ θὰ τόνε τιμωρήσῃ.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τρέμανε τοῦ τύραννου φοβέρα
καὶ ἦταν νεκρικὴ σιγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Σὰν τέλειωσε τὶς ἀπειλὲς ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι
μὲ θάρρος ἕνας χριστιανὸς τὴν ὁμιλία παίρνει.

Μάταιά του εἶπε βασιλεῦ νὰ μᾶς τρομοκρατήσῃς
φοβέρες γιὰ τοὺς φίλους σου αὐτὲς νὰ τὶς ἀφήσῃς.

Τρέμει ὁ αὐτοκράτορας σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμιλία
ἀπὸ γενναῖο χριστιανὸ τέτοια ὁμολογία.

Ἀνίκητος καὶ τύραννος μαζὶ λογομαχοῦσαν
θεοποιοῦσε εἴδωλα καὶ δὲν ἐσυμφωνοῦσαν.

Ἀγρίεψε ὁ βασιλιὰς μὲ θάρρος τοῦ ἁγίου
καὶ στὸ μυαλό του ἔβαζε σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου.

Νὰ γυμνωθῇ ὁ Ἅγιος ἀμέσως διατάζει
καὶ ἀμέσως νὰ μαστιγωθῇ ὁ τύραννος κραυγάζει.

Ἄγρια αὐλάκια ἔτρεχε τὸ αἷμα ἀπ᾿ τὸ σῶμα
ἔγινε ὅλο κόκκινο σὰν τὴν φωτιὰ ἀκόμα.

Ὁ βασιλιὰς παρακαλεῖ θεοὺς νὰ θυσιάζει
καὶ τοῦ διαβόλου τὸ παιδὶ τύραννο ὀνομάζει.

Ἀγρίεψε ὁ βασιλιὰς καὶ σὲ ὀργὴ ξεσπάει
σὲ πεινασμένο λέοντα λύνει γιὰ νὰ τὸν φάει.

Ὁρμάει τότε ὁ λέοντας νὰ τὸν κατασπαράξει
καὶ σὰν εἶδε τὸν ἅγιό του φέρθηκε ἐντάξει.

Τοῦ ἔγλυψε ὅλες τὶς πληγὲς τοῦ λιονταριοῦ ἡ γλώσσα
τὸν ἅγιο ἔκανε καλὰ δίχως νὰ πάρῃ γρόσια.

Διέταξε ὁ τύραννος ἀποκεφάλισή του
ὁ δήμιος ἐσήκωσε τὸ χέρι μὲ ὁρμή του.

Τὸ χέρι ὅμως τοῦ δήμιου ἔμεινε ὑψωμένο
καὶ στὸν ἀγέρα ἤτανε ἀκούνητο πιασμένο.

Ὁ βασιλιὰς δὲν πίστεψε στὸ θαῦμα ποὺ εἶχε γίνει
μόνο ἐδιέταξε τροχὸ φωτιὰ μὲ τὸ καμίνι.

Μὰ ἡ φωτιὰ καίει σκοινιὰ ποὺ ἤτανε δεμένος
ἔσβησε τότε ἡ φωτιὰ καὶ εἶν᾿ ἐλευθερωμένος.

Μολύβι ἔβρασαν πολὺ μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι
καὶ ἔριξαν τὸν ἅγιο ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνῃ.

Σώθηκε πάλι ὁ ἅγιος μὲ δύναμη Κυρίου
σκοπὸς τοῦ ματαιώθηκε τύραννός του ἀγρίου.

Ἦταν ἐκεῖ ὁ Φώτιος τ᾿ ἁγίου ἀνιψιός του
ἀσπάζεται τὸ μάρτυρα τὸ θεῖο τὸ δικό του.

Ἐπρόσβαλε τὸν τύραννο γιὰ τὴν παλιανθρωπιά του
τὸν εἶπε ἀναιδέστατο γιὰ τὴν σκληρότητά του.

Ἐθύμωσε ὁ βασιλιὰς ἔχει ἀποφασίσει
καὶ βγάζει τὴν διαταγὴ νὰ ἀποκεφαλίσῃ.

Ὅρμησε τότε ὁ ἅγιος βάζει τὰ δυνατά του
ἀντὶ νὰ σφάξῃ ἅγιο, κόβει τὰ γόνατά του.

Ἀπέθανε ὁ δήμιος, ὁ βασιλιὰς σαστίζει
τότε τοὺς δύο ἁγίους ἀμέσως φυλακίζει.

Ὁ ἅγιος Λουκιανὸς ἦταν φυλακισμένος
ἁγίους ἐχαιρέτησε καὶ ἦταν εὐχαριστημένος.

Τρεῖς μέρες ἦταν φυλακὴ πάλι τὸν ἀνακρίνει
τιμὲς καὶ ἀξιώματα τοὺς εἶπε πὼς τοὺς δίνει.

Νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς, στὴν εἰδωλολατρεία
τὸν πράσβαλαν οἱ ἅγιοι γιὰ ψεύτικη θρησκεία.

Διέταξε ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ δύο νὰ κρεμαστοῦνε
μὲ νύχια νὰ τοὺς ξύνουνε καὶ ἔπειτα νὰ καοῦνε.

Κατόπιν ἐδιέταξε νὰ τοὺς λιθοβολήσουν
οἱ πέτρες δὲν τοὺς πείραξαν δὲν ἤθελε νὰ ζήσουν.

Δύο χρόνια μὲς στὶς φυλακὲς ἦταν φυλακισμένοι
ὁ Φώτιος καὶ Ἀνίκητος καρτερικὰ κλεισμένοι.

Τοὺς βγάζει ἀπὸ τὴν φυλακὴ δὲν ἤθελε νὰ ζοῦνε
ἕνα καμίνι ἄναψε ἐκεῖ γιὰ νὰ καοῦνε.

Οἱ ἅγιοι προσεύχονται νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ
καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸ τέλος νὰ τοὺς δώσῃ.

Καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀκούει προσευχή τους
στὸν θρόνο τὸν οὐράνιο ἐπῆγε ἡ ψυχή τους.

Ἐφύλαξε ὁ Κύριος σῷα τὰ σώματά τους
μιὰ τρίχα δὲν ἐκάηκε στὰ ἅγια λείψανά τους.

Τὰ πήρανε οἱ χριστιανοὶ καὶ μὲ δοξολογία
τὰ ἔθαψαν οἱ χριστιανοὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Μεγάλα ἀναστήματα ἔχει ἡ χριστιανοσύνη
γιατὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμη τοὺς δίνει.

Ἀνίκητε καὶ Φώτιε νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σας
παρακαλοῦμε βάζετε καὶ ἐμᾶς στὴν προσευχή σας.

Καὶ τώρα λίγα θαύματα γράφουμε τῶν ἁγίων
ποὺ γίνεται ἀντιγραφὴ ἀπ᾿ τὸ δικόν τους βίο.

Στὴν Κρήτη ἐκεῖ τους χτίσανε Ἁγίων Ἐκκλησία
σὲ μιὰ σπηλιὰ εἰς τὰ Χανιὰ καὶ κάνουν λειτουργία.

Ζητοῦν ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ ἄρρωστοι θεραπεία
στὸ Φώτιο καὶ Ἀνίκητο καὶ βρίσκουν τὴν ὑγεία.

Στὴν Ἐκκλησία τοὺς αὐτὴ θαῦμα γίνεται μόνο
τὴ μέρα ποὺ γιορτάζουνε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.

Τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο παπὰς ὅταν διαβάζει
σὲ μιὰ μεριὰ στὸ σπήλαιο ἁγίασμα σταλάζει.

Κατόπιν σὲ ἄλλες ἐποχὲς χειμώνα καλοκαίρι
δὲν στάζει τὸ ἀγάσμα κάθε ἄνθρωπος τὸ ξέρει.

Στέρνα μὲ βρόχινο νερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία
καὶ τὸ ἔχουνε στὴ μνήμη τους καὶ παίρνουν εὐλογία.

Κάποιο καιρὸ οἱ πειρατὲς σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία
πῆγαν νὰ πάρουν χριατιανοὺς νὰ ῾χουν αἰχμαλωσία.

Θαυματουργοῦν οἱ Ἅγιοι στὴν πράξη τῶν ἀγρίων
ὅπως τὰ γράφει ἱστορικὸς στὸν ἰδικόν τους βίον.

Ἐπῆγαν σὰν προσκυνητὲς εἶχαν ἀνάψει φῶτα
τοὺς τύφλωναν οἱ Ἅγιοι δὲν βλέπανε τὴν πόρτα.

Σὰν εἴδανε οἱ πειρατὲς τότε αὐτὸ τὸ θαῦμα
ἐτρόμαξαν καὶ φύγανε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε στὸν καπετὰν Μανώλη
τὴν μέρα ποὺ γιορτάζανε ἦν μαζεμένοι ὅλοι.

Τραπέζι ἑτοιμάζανε τρώγαν τὰ φαγητά τους
ἐπῆγε καὶ ὁ Μανωλιὸς καὶ κάθησε κοντά τους.

Κάθησε ἔτρωγε καὶ αὐτὸς χωρὶς νὰ προσκυνήσῃ
οὔτε σταυρό του ἔκανε ἁγίους νὰ τιμήσῃ.

Ὁ παπα-Γιάννης πρόσεξε καὶ λέει στὸ Μανώλη
γιατὶ ἐσὺ δὲν προσκυνᾶς ὅπως ἐκάμαν ὅλοι;

Γυρίζει λέει στὸν παπὰ οἱ Ἅγιοι δὲν θωροῦνε
καὶ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο αὐτοὶ δὲν κατοικοῦνε.

Ἔπειτα ὁ κόσμος ἔφυγε κατευχαριστημένος
ὁ Μανωλιὸς δὲν ἔφυγε ἦν ἀπολιθωμένος.

Οἱ Ἅγιοι τὸν ἔβαλαν ἐτότες τιμωρία
ποὺ σεβασμὸ δὲν ἔδειξε στὴν μνήμη τους ἁγία.

Κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ τοῦ παπᾶ τὴν γνώμη
κάθησε στὸν ἑσπερινὸ καὶ ζήτησε συγνώμη.

Οἱ ἅγιοι τὸν συγχώρησαν ἔκανε λειτουργία
εὐχαριστεῖ ὁ Μανωλιὸς ποὺ τοῦ ῾δωσαν ὑγεία.