Οἱ Ἅγιοι συνδέθηκαν εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους
ποὺ πῆγαν μὲ πολλοὺς προσκύνημα ἀνθρώπους.
Ὑψώσεως ἦταν γιορτὴ Σταυροῦ τοῦ Παναγίου
ἐκεῖ ἀντάμωσαν οἱ δύο Ἅγιοί του Κυρίου.
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ γονεῖς εἶχε μόνο πατέρα
καὶ ὁ Συμεὼν ἀντίθετα εἶχε μόνο μητέρα.
Σὰν ἔγινε εἴκοσι ἐτῶν τότε ὁ Ἰωάννης
πατέρας τὸν στεφάνωσε μὲ νύμφη καὶ στεφάνι.
Ὁ Συμεὼν μητέρα τοῦ γριὰ στὴν ἡλικία
ἦταν τότε ποὺ ἐπίασε μὲ Ἰωάννη τὴν φιλία.
Ἀγάπη εἴχανε πολλὴ Συμεὼν μὲ Ἰωάννη
Ἁγίους Τόπους προσκυνοῦν πῆγαν στὸν Ἰορδάνη.
Εἶδαν ὁσίους ἀσκητᾶς χάρηκε ἡ καρδιά τους
θέλουν νὰ γίνουν μοναχοί, νὰ σώσουν τὰς ψυχάς τους.
Ὁ Ἰωάννης ἔδειξε στὸ φίλο του δύο δρόμοι
καὶ λέγει εἰς τὸν Συμεὼν τὴν ἰδικήν του γνώμη.
Ὁ ἕνας δρόμος ὁδηγεῖ πηγαίνει ἐρημία
ὅποιος βαδίζει πρὸς αὐτὸν ζωὴ ἔχει αἰωνία.
Ὑπάρχει καὶ ὁ δεύτερος πάει στὴν πολιτεία
στὸ θάντατο ὀδγεῖ ψυχὲς νὰ βροῦν τὴν ἀπωλεία.
Κατόπιν προσευχήθηκαν Θεὸς νὰ τοὺς φωτίσῃ
καὶ δύο κλήρους ἔβαλαν ἐκεῖνος νὰ ὁρίσῃ.
Ὁ κλῆρος τότε ἔδειξε τὸν δρόμο τῆς ἐρήμου
καὶ μὲ χαρὰ ἐβάδζαν ὁδὸν τῆς ἀοιδίμου.
Ὁ Ἰωάννης τὸν Συμεὼν συμβούλευε μιὰ μέρα
στὸν κόσμο μὴν ἐπιστραφεῖ ἀγάπη στὴ μητέρα.
Καὶ ὁ Συμεὼν συμβούλευε τότε τὸν Ἰωάννη
γυναίκα του νὰ μὴν σκεφτῇ ποὺ πῆρε μὲ στεφάνι.
Μετὰ ἀπὸ τὶς συμβουλὲς ποὺ οἱ δύο εἶχαν κάνει
στοῦ Γερασίμου τὴν Μονὴ ἦρθαν στὸν Ἰορδάνη.
Νίκων ἦταν ἡγούμενος τοὺς βάζει στὴ Μονή του
καὶ ἄκουγαν μὲ προσοχὴ καὶ οἱ δύο τὴν συμβουλή του.
Καὶ λέγει εἰς τὸ Συμεὼν μητέρα μὴ λυπᾶται
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριατὸς θὰ τὴν περιποιᾶται.
Κατόπιν ἄλλη συμβουλὴ δίνει στὸν Ἰωάννη
μὴ λυπηθῇ γιὰ σύντροφο ποὺ ἔβαλε στεφάνι.
Γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ μεριμνᾶ, θὰ ἔχει γι᾿ αὐτὴν φροντίδα
καὶ ἡ γυναίκα στὸν Θεὸ θὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα.
Κατόπιν εἶπε καὶ στοὺς δύο θὰ σώσετε ψυχή σας
ποὺ εἰς τὸν κόσμο ἀφήσατε γονεῖς καὶ συγγενεῖς σας.
Κατόπιν τοὺς ἐρώτησε Κουράποτε νὰ γίνῃ
ὅσο τὸ συντομώτερον ἀπάντησαν ἐκεῖνοι.
Σὰν εἶδε τὴν ἀπόφαση ἔκανε τὴν κουρά τους
ράσα παλιὰ ἐφόρεσαν ἦν τὰ ἐνδύματά τους.
Συννενοήθηκαν καὶ οἱ δύο στὴν ἔρημο νὰ πᾶνε
Ἰωάννης τὸν ρωτᾶ γιὰ τροφὲς ἐκεῖ τὶ θὲ νὰ φᾶνε.
Ὁ Συμεὼν τοῦ ἁπαντὰ πὼς ὁ Θεὸς φροντίζει
καὶ τὰ κοράκια ποὺ βοοῦν ἐκεῖνος τὰ ταΐζει.
Τὴ νύκτα θὰ ῾φευγαν κρυφὰ ἦν ἀνοικτὴ ἡ πόρτα
ὅπως τὴν βρῆκαν ἀνοικτὴ ὅταν εἰσῆλθαν πρῶτα.
Ξύπνησε ὁ ἡγούμενος στὴν πόρτα τοὺς προφταίνει
Ἄγγελοι τοὺς συνόδευαν μὲ λαμπάδα ἀναμμένη.
Ὁ Νίκων τοὺς εὐλόγησε κάνει τὴν προσευχή του
καὶ ἔφυγαν χαρούμενοι ποὺ πηήραν τὴν εὐχή του.
Στὴν ἔρημο ποὺ πήγανε ὁ πειρασμὸς στὸ νοῦ τους
τοὺς θύμιζε νὰ σκέπτονται πάντοτε τοὺς δικούς τους.
Τὸν Συμεὼν νὰ λυπηθῇ γερίντισσα μητέρα
καὶ Ἰωάννη σύζυγο ποὺ ἄφησε ἐκεῖ πέρα.
Προσεύχοντι εἰς τὸν Θεὸν νὰ βροῦν παρηγορία
γιὰ τὴν μητέρα Συμεὼν Ἰωάννου τὴν Συμβία.
Ὁ Ἰωάννης Ἄγγελο εἶδε στὸ ὄνειρό του
τοῦ εἶπε τὸν πατέρα του μὴν ἔχει στὸ μυαλό του.
Τοῦ εἶπε μὴν λυπᾶται πιὰ τὴν σύζυγο ἐπίσης
θὰ τὴν πάει στὸ Θεὸ αἰώνια νὰ ζήσῃ.
Ἐπίσης καὶ ὁ Συμεὼν σὲ ὅραμα μιὰ μέρα
μήνυμα παίρνει ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἐκοιμήθει ἡ μητέρα.
Λυτρώθηκαν τότε καὶ οἱ δύο ποὺ εἶχαν τὴν φροντίδα
καὶ πῆραν ἀπὸ τὸ Θεὸ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐλπίδα.
Στὴν ἔρημο ἀσκήθηκαν εἴκοσι ἐννέα ἔτη
τὸν δάβολο ὑπέταξαν καὶ πάθη τους εἰσέτι.
Μιὰ μέρα λέγει ὁ Συμεὼν πὼς θὰ ἀναχωρήσῃ
στὸν κόσμο νὰ εἶναι σὰν πιστὸς πολλοὺς νὰ ὠφελήσῃ.
Ὁ Ἰωάννης τ᾿ ἄκουσε περίλυπος ἐγίνει
δὲν θέλει νὰ ἀποχωριστῇ τὴν συντροφιὰ ἐκείνη.
Σὰν εἶδε ὅμως Συμεὼν τὴν σταθερή του γνώμη
εἶδε ἦν θέλημα Θεοῦ καὶ ζήτησε συγνώμη.
Ἔδινε τότε συμβουλὲς ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο
νὰ μὴν χαθῇ ὁ Συμεὼν στοῦ κόμου περιβάλλον.
Ἀφοῦ ἐπροσευχήθηκαν οἱ δύο ἀσπασθῆκαν
ἐπὶ πολλὴ ὥρα στὴν ὁδὸ ἀποχαιρετιστήκαν.
Ἦταν σκληρὸς ὁ χωρισμὸς μὲ δάκρυα στὰ μάτια
ὁ Ἰωάννης γύρισε σὰν λυημένη πάπια.
Ἅγιους Τόπυς Συμεὼν πῆγε νὰ προσκυνήσῃ,
ζήτησε μὲ ταπείνωσι τὸ ἔργο του νὰ ἀρχίσῃ.
Ἔκανε τότε τὸν «Σαλλὸ» μὴν τὸν ἀναγνωρίσουν
οἱ ἄνθρωποι ποὺ θαύματα οἱ ἄνθρωποι μὴν τιμήσουν.
Πῆγε εἰς τὴν Ἔδεσσα μάγειρας τὸν ζητάει
μαγειρεμένα φαγητὰ τοῦ εἶπε νὰ πουλάει.
Τάισε ὅλους τοὺς πτωχοὺς δίχως λεφτὰ νὰ πάρῃ
τὸ βράδυ ψάχνει ὁ μάγειρας ἦν ἄδειο τὸ συρτάρι.
Ὁ μάγειρας τὸν ἔδειρε τὸν διώχνει, τὸν ὑβρίζει
ὁ Συμεὼν δὲν ἔφυγε τὸ βράδυ ἐκεῖ καθίζει.
Τὴ νύκτα βάζει κάρβουνα στὸ δεξιό του χέρι
τ᾿ ἄναψε καὶ λιβάνιζε θυσία νὰ προσφέρει.
Γυναίκα τοῦ τοῦ μάγειρα εἶδε αὐτὸ τὸ πράγμα
τὸ χέρι του δὲν κάηκε γιατὶ εἶχε γίνει θαῦμα.
Ἀνθρώπων φεύγει τὶς τιμὲς κάνει κρεοφαγία
καὶ μιὰ ἑβδομάδα ἔπειτα ἔκανε ἀσιτία.
Ἐρχόταν ἡ Σαρακοστὴ καὶ ἔκανε νηστεία
Μεγάλη Πέμπτη ἔτρωγε πάντα μὲ λαιμαργία.
Τὸν ἔβριζαν οἱ ἄνθρωποι τοὺς εἶχε σκανδαλίσει
νηστεία τὴν σαρακοστὴ δὲν εἶχαν ἐννοήσῃ.
Σὲ ἕνα μέρος χόρευαν κόρες καὶ τραγουδοῦσαν
τὶς ἔσωσε ὁ Ἅγιος ποὺ θὰ παραστρατοῦσαν.
Τὸν εἶδαν τὸν περιγελοῦν λέγουν αἰσχρὰ τραγούδια
προσεύχεται τυφλόνωνται ὅλα τὰ κοπελούδια.
Συγχώρεση τότε ζητοῦν τὸν ἐρωτοῦνε κάτι
τελείως ἐτυφλώθηκαν ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι.
Παρακαλοῦν τὸν Ἅγιο τὰ μάτια νὰ γιατρέψῃ
καὶ ὁ ὅσιος τους ἁπαντὰ εἶχε ἁγνὴ τὴν σκέψη.
Ὅποια δεχθῇ ἕνα φίλημα στὸ μάτι τὸ τυφλό της
ἀμέσως θὰ θεραπευτῇ καὶ θὰ ἰδεῖ τὸ φῶς της.
Ὅσες θέλησε ὁ Θεὸς τὸ φίλημα δεχτῆκαν
τῆς φίλησε ὁ Ἅγιος καὶ ἐθερεπευτήκαν.
Οἱ ἄλλες ποὺ δὲν θέλησαν φίλημα τοῦ Ἁγίου
μὲ ἕνα μάτι ἔβλεπαν ἐπὶ παρόντος βίου.
Σὰν ἔφυγε ὁ Ἅγιος ἐφώναζαν ἐκεῖνες
ἐδέχοντο τὸ φίλημα ἔκλαιγαν σὰν Σειρῆνες.
Δὲν δέχτηκε ὁ Ἅγιος νὰ κάνῃ θεραπεία
διότι θὰ ἐγίνοντο πόρνες εἰς τὴν Συρία.
Μέχρι θανάτου ἔμειναν μὲ τὴν ἀναπηρία
καὶ τὶς ψυχὲς τοὺς γλίτωσαν ἀπὸ τὴν ἀσωτία.
Ὁ Συμεὼν κατάλαβε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του
καὶ Ἰωάννη διάκονο ἐκάλεσε μαζί του.
Τοῦ εἶπε νὰ γράψει ἀμέλεια γιὰ τὸν οἰκτρόν του βίο
καὶ θὰ πεθάνει καὶ αὐτὸς κατόπιν τοῦ ὁσίου.
Τοῦ εἶπε τὰ ἐναέρια πνεύμτα θὰ περάσῃ
καὶ νὰ φροντίσῃ τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὰ ξεπεράσῃ.
Τοῦ εἶπε γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ ἐλεημοσύνη
πῶς βοηθάει τὴν ψυχὴ αὐτὴ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τελείωσε ὁμιλία τοῦ ἔκανε προσευχή του
καὶ στὸ καλύβι ἔδωσε στὸν Κύριο ψυχή του.
Ἐπῆγαν δύο φίλοι του τὸν βρῆκαν πεθαμένο
σ᾿ ἕνα σωρὸ τὰ κλήματα ἄψυχο πεθαμένο.
Γιὰ νὰ θεωρηθῇ τρελὸς ὁ πάνσοφος ἐκεῖνος
ἐξάπλωσε στὰ κλήματα καὶ πέθανε σὰν κτῆνος.
Φίλοι τὸν πῆραν οἱ πτωχοὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν
Ἅγιοι Ἄγγελοι ἔψαλλαν νὰ τὸν ἐγκωμιάσουν.
Στὸν τάφο μέσα ἔθαψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου
μὰ τέλος ἄλλη βούληση ἤτανε τοῦ Κυρίου.
Σὲ δύο μέρες ἄνοιξαν τὸν τάφο εἶδαν θαῦμα
μετέφερε τὸ λείψανο Κύριος ἐν τῷ ἅμα.
Τὴν ἴδια μέρα πέθανε στὴν ἔρημο Ἰωάννης
καὶ οἱ δύο ἔβαλαν στὸν οὐρανὸ ὁλόφωτο στεφάνι.
|