Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος ἐν τῇ Ἀντιοχεία
καὶ οἱ γονεῖς του ἤτανε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὅταν πεθάναν οἱ γονεῖς ἦν μόνος του στὸ σπίτι
ἐμελετοῦσε θεία Γραφὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Ὅλος ἀφιερώθηκε εἰς τὴν ὁδὸν Κυρίου
καὶ ἔγινε κήρυκας θερμὸς Ἁγίου Εὐαγγελίου.
Σὲ μέρη Πόντου βρέθηκε καὶ τότε ἀνταμώνει
τὸν Πέτρο τὸν Ἀπόστολο ἤτανε οἱ δύο μόνοι.
Χριστιανοὶ ἐβάπτισαν εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Παγκράτιος παρέδωσε ὅλη περιουσία
σὲ ὅσους ἤτανε πτωχοὶ καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησία.
Ἔφυγε ὁ Παγκράτιος πῆγε στὴ Σικελία
εἰδωλολάτρες πίστεψαν εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Γυναίκα εἰδωλολάτρισσα εἶχε γεμίσει λέπρα
τὴν κάνει ὁ Ἅγιος καλὰ καὶ φάνηκε καὶ ψεύτρα.
Ἡ λέπρα ὅταν πέρασε Θεὸ ἐβλαστημοῦσε
καὶ λέπρα τὴν ξανάπιασε καὶ τὴν ἐτυραννοῦσε.
Πῆγε εἰς τὸν Ἅγιο κλαίει καὶ μετανιώνει
Παγκράτιος τὴν συμπονεῖ καὶ τὴν ὑγεία δώνει.
Ἐπέστρεψε εἰς τὸν Χριστὸ εἴδωλα καταστρέφει
τὴν βάπτισε διάκονο καὶ Βενεδίκτα εὑρέθει.
Ἡ Βενεδίκτα κάλεσε τὸν Ἅγιο στὸ σπίτι
τοῦ ἔδειξε χρυσάφι της ποὺ εἶχε ἀποκτήσει.
Τῆς εἶπε τότε ὁ Ἅγιος χρυσάφι νὰ σκορπίσῃ
στὴν Ἐκκλησία στοὺς πτωχοὺς μὲ τὸ Θεὸ νὰ ζήσῃ.
Καὶ ἀμέσως τότε ἄκουσε Ἁγίου Παγκρατίου
καὶ τὸ χρυσάφι μοίρασε εἰς ἀδελφοὺς Κυρίου.
Καὶ ἄλλους τοὺς θεράπευσε ποὺ εἶχαν ἀρρωστήσει
ὀκτὼ χιλιάδες πίστεψαν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Στὴν πόλι δύο ἀδελφὲς ὀρφανὲς εἶχε βαπτίσει
καὶ διακόνισσες ζητοῦν νὰ τὶς χειροτονήσῃ.
Χειροτόνησε τὴν μιὰ καὶ μὲ τὴν Βενεδίκτα
ποὺ ἦταν διακόνισσα ἐζοῦσαν μέρα-νύκτα.
Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως ἦταν εἰδωλολάτρης
ἀνήθικος, ἐλεϊνὸς καὶ ἀκόμα σαρκολάτρης.
Διακόνισσας τὴν ἀδελφὴ ἤθελε νὰ ἀποκτήσῃ
νὰ πάρῃ γιὰ γυναίκα του, μαζί του γιὰ νὰ ζήσῃ.
Καλεῖ τὴν διακόνισσα νὰ πάρῃ ἀπόφασή της
ἐκείνη τοῦ ἀρνήθηκε νὰ δώσῃ ἀδελφή της.
Ὁ ἄρχοντας ὀργίσθηκε προσπάθησε μὲ βία
καὶ Ἅγιος νὰ ἀντισταθοῦν ἔδινε ὁδηγία.
Κατέφυγε στὶς μάγισσες γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσουν
τοῦ ἀπαντοῦν πὼς δὲν μποροῦν νὰ τόνε βοηθήσουν.
Ὁ ἄρχοντας ὁ ἀσεβὴς στὴ φυλακὴ τὶς βάνει
ἡ διάκονος τὴν ἀδελφὴ διδασκαλία κάνει.
Ἐμὲ τὴν διακίνισσα αὔριο θανατώνουν
καὶ ὑποσχέσεις μὴν δεχθῇς ὅτι καὶ ἂν σοῦ δώνουν.
Ἡ ἀδελφή της ἁπαντὰ θὰ ἀρνηθῇ τὰ δῶρα
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θὰ ὑποφέρει τώρα.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρχοντας πάλι τὴν ἀνακρίνει
μὰ ἤτανε ἀρνητικὴ ἀπάντησε ἀπὸ ἐκείνη.
Διέταξε τὴν διάκονο νὰ τὴν ἐβασανίσουν
τότε φρικτὰ μαρτύρια ἀμέσως νὰ ἀρχίσουν.
Ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε κοκκίνησε τὸ χῶμα
ποὺ ἀπὸ τὴν διάκονο ἐξέσχιζαν τὸ σῶμα.
Σὰν εἶδε τότε ὁ τύραννος βάσανα δὲν φοβίζουν
ἀμέσως ἐδιέταξε τὴν ἀποκεφαλίζουν.
Καὶ ἠξιώθη ἡ διάκονος στὰ χέρια τοῦ ἀγρίου
νὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν Κύριο στέφανο μαρτυρίου.
Σὲ λίγες μέρες ὁ ἄρχοντας κάλεσε νὰ ἐξετάσῃ
τῆς εἶπε εἰς τὸν Σκάμανδρο Θεὸ νὰ θυσιάσῃ.
Θὰ εἶσαι ἡ γυναίκα μου καὶ ὅλες τὶς ἀνέσεις
δῶρα πολλὰ καὶ ἀπόλαυση ἀπὸ ἐμὲ θὰ ἔχεις.
Ἐγὼ Χριστόν μου προσκυνῶ ἀπάντησε μὲ θάρρος
οὔτε θεούς σου προσκυνῶ οὔτε ἄνδρα θὰ σὲ πάρω.
Ὁ ἄρχοντας ἐθέριεψε καὶ ἄγριοι ἀτρατιῶτες
νὰ εὐχαριστήσουν τύραννο τὴν παίδεψαν ἐτότε.
Ἡ μάρτυς εἶχε ὑπομονὴ μεγάλη καρτερία
τῆς ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ καὶ ἔγινε Ἁγία.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος πῆρε τὸ λείψανό της
στὸν τάφο διακόνισσας καὶ ἦταν στὸ πλευρό της.
Ἀργότερα οἱ χριστιανοὶ ἔκτισαν Ἐκκλησία
τιμήσουν δύο ἀδελφὲς διὰ τὴν μαρτυρία.
Μὲ τὴν δραστηριότητα Ἁγίου Παγκρατίου
ἐπλήθηναν οἱ χριστιανοὶ πρὸς δόξα τοῦ Κυρίου.
Ἦταν ἐκεῖ αἱρετικοὶ ἀλλὰ καὶ Ἰουδαῖοι
ἐσκέπτοντο τὸν Ἅγιο νὰ φόνευαν Ἑβραῖοι.
Ὁ Ἅγιος τους μίλησε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία
στὶς Συρακοῦσες μὲ ἄρνηση ἔφυγαν ἐξορία.
Σὲ Ἄβαρους αἰχμάλωτους ἔκανε ὁμιλία
καὶ πίστεψαν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι τὴν Ἁγία.
Χειροτονοῦσε ἱερεῖς ἔκανε ἐπισκόπους
καὶ ἔκαναν κηρύγματα στοὺς χριστιανοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνας ἦν ἐπιφράδειος τὸν κάνει ἱερέα
τὸν στέλνει στὰ κηρύγματα τὸν εἶχε καὶ παρέα.
Μιὰ μέρα εἰς τὸ δρόμο τοῦ γυναίκα συναντάει
καὶ ἀμέσως ἐμαγεύτηκε τὸν Ἅγιο κοιτάει.
Τὴν ἐρωτᾷ ὁ Ἅγιος γιατὶ δὲν προχωράει
ἄνθρωπος εἶσαι ἢ Θεός, ἐκείνη τὸν ρωτάει.
Τὸν ἄνδρα τῆς εἰς τὸν ἀγρὸν πάει νὰ εἰδοποιήσῃ
τὸν Ἅγιο αὐτὸ ἄνθρωπο κι ἐκεῖνος νὰ γνωρίσῃ.
Τὸν εἶδε τὸν ἐγνώρισε πιστὸν τὸν εἶχε κάνει
κι ἀμέσως τὸν ἐβάπτισε δίπλα εἰς τὸ ποτάμι.
Τὴ νύχτα σκούζει ὁ διάβολος πὼς τὸν ἔχει ἀδικήσῃ
γιατὶ ἐκεῖ ὁ Παγκράτιος πολλοὺς εἶχε βαπτίσει.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ζοῦσε στὴν ἐπαρχία
συνέχιζε τὸ ἔργο τοῦ εἰς τὴν ταυρομενεία.
Ἕναν ἄνδρα λέγαν Εὐάγριο τὸν εἶχε βοηθό του
καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ἅγιος νὰ ῾ναι διάδοχός του.
Ἄρχοντας ἤτανε ἐκεῖ εἴδωλα προσκηνοῦσε
τὸν Ἅγιο Παγκράτιο πάρα πολὺ ἐμισοῦσε.
Τὸν μίσησε θανάσιμα θέλει νὰ τὸν φονεύσῃ
καὶ εἶπε καὶ στοὺς φίλους του τὶς ἰδικὲς τοῦ σκέψεις.
Δέχθηκαν τὶς προτάσῃς τοῦ οἱ φίλοι του ἐκεῖνοι
μὲ τρόπο ἀποφάσισαν τὸ τέλος του νὰ γίνῃ.
Μιὰ βραδιὰ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του
καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ὁμιλεῖ, ἀκούει τὴν φωνή του.
Παγκράτιε λέγει ἡ φωνὴ νὰ πάῃ νὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔχει ἑτοιμάσῃ.
Καὶ τότε ἐκείνη τὴν στιγμὴ πῆγε ἀπ᾿ τὸ παλάτι
ἄνθρωπος στὸν Παγκράτιο νὰ ἀναγγείλει κάτι.
Ὁ ἀσεβὴς ὁ ἄρχοντας θέλει νὰ εὐλογήσῃ
ὁ Ἅγιος Παγκράτιος κρέατα ποὺ ῾χε ψήσει.
Εἶχαν ἐκεῖ ἀγάλματα θεοὺς καὶ προσκυνοῦσαν
τρώγανε καὶ πίνανε καὶ ἐγλεντοκοποῦσαν.
Ὁ Ἅγιος τὰ ἔβλεπε ποὺ ἦταν στὸ τραπέζι,
δὲν ἔτρωγε, δὲν ἔπινε, ὅλους τοὺς περιπαίζει.
Κάνει σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ τοὺς παρακαλάει
κανένας τοὺς τὰ εἴδωλα νὰ μὴν τὰ προσκυνάει.
Τότε κτυποῦν τὸν Ἅγιο μαζὶ μὲ ἡγεμόνα
ἄθλιε μάγε τὸν ἔλεγαν μὲ φοβερὸ κανόνα.
Τὸν ρίχνουν τότε καταγῆς κάνει τὴν προσευχή του
παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ λάβει τὴν ψυχή του.
Ἐξαντλημένος ὁ Ἅγιος στὰ χέρια τῶν ἀγρίων
ἀπέθανε μαρτυρικῶς τὸν ἰδικόν του βίον.
Τὸ σῶμα τοῦ οἱ ἀσεβεῖς μαζὶ τὸ πῆραν ὅλοι
σὲ ἕνα βράχο τὸ ἔριξαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι.
Τοὺς ἔκανε ἕναν ἔλεγχο τότε ἕνα παλλικάρι
τὸ ἔριξαν καὶ αὐτὸ μαζὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ λιθάρι.
Τὸ ἅρπαξε ἕνας Ἄγγελος χωρὶς νὰ πάθει κάτι
καὶ βγῆκε σῶο τὸ παιδὶ ἦρθε στὸ μονοπάτι.
Εὐάγριος καὶ Τατιανὸς τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου
τὸ βρῆκαν ποὺ ῾χε σφηνωθεῖ στὸν βράχο τοῦ ἀγρίου.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἐσκότωσαν εὐθὺς τὴν ἴδια μέρα
ἄλλοι τοὺς ἔσφαξαν καὶ αὐτοὺς στὴν κεφαλὴ μὲ σφαίρα.
Ἑπτὰ ἡμερὲς πέρασαν ἔκαναν Λειτουργία
καὶ εἶδαν ἕνα ὅραμα, μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Δώδεκα ἄνδρες ἤτανε ὁλόλευκα ντυμένοι
Παγκράτιος πρὸς Εὐάγριο εὐθὺς τὸν συντυγχαίνει.
Στὴ θήκη ποὺ εἶν᾿ τὸ σῶμα μου θέλω νὰ ἑτοιμάσῃς
μέσα στὸ χῶμα γρήγορα νὰ πᾶς καὶ νὰ τὸ θάψεις.
Βρῆκε τὸν Βονιφάτιο ἔκαναν ἀγρυπνία
στὴ γῆ θάβουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ὁδηγία.
Ὦ Ἅγιε Παγκράτιε καὶ γυναικῶν μαρτύρων
τὰ Ἅγια σας Λείψανα κάνουν γύρω.
|