Ἅγιος Μάρτυς Ὑάκινθος ὁ Κουβικουλάριος

3 Ἰουλίου

Τρεῖς Ἰουλίου πάντοτε ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία
τὸν Ἅγιο Ὑάκινθο ἀπὸ τὴν Καισαρεία.

Τότε παντοῦ Τραϊανὸ εἴχανε βασιλέα,
εἰδωλολάτρης ἤτανε καὶ εἶχε καὶ παρέα.

Ὑάκινθος εἰκοσαετὴς ἦταν στὴν ἡλικία
εἰς βασιλέως ἀνάκτορο εἶχεν ὑπηρεσία.

Μὲ ἦθος καὶ σεμνότητα ἤτανε στολισμένος,
πίστι Χριστοῦ ἀπὸ γονεῖς ἀπὸ μικρὸς δοσμένος.

Κάνει γιορτὴ ὁ βασιλιάς, τὰ εἴδωλα τιμάει,
σὲ φαγητὰ εἰδωλόθυτα τὸν κόσμο προσκαλάει.

Ἑόρταζαν καὶ ἔτρωγαν ὅλοι οἱ αὐλικοί του,
οἱ πάντες ὑπακούανε εἰς τὴν διαταγή του.

Ὁ ἅγιος Ὑάκινθος ἐπῆγε σὲ μιὰν ἄκρη,
καὶ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ προσεύχεται μὲ δάκρυ.

Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν ὡς λύκοι πεινασμένοι,
ἀπὸ τὰ εἰδωλόθητα ποὺ ἦταν καλεσμένοι.

Κάποιος συστρατιώτης του, τοῦ ἔγινε προδότης
ποὺ ὑπηρέτης ἤτανε τοῦ σατανᾶ ἐν πρώτοις.

Πῆγε εἰς τὸ βασιλιά, Ὑάκινθο προδίδει,
πὼς στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὴν προσευχή του δίδει.

Δὲν ὑπακούει, βασιλιά, εἰς τὰ προστάγματά σου,
δὲν θυσιάζει στοὺς θεούς, δὲν τρώει τὰ φαγητά σου.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, ἀμέσως διατάζει,
νὰ φέρουν τὸν Ὑάκινθο καὶ εὐθὺς τὸν ἐξετάζει.

Ἀμέσως τὸν διέταξε ν᾿ ἀφήσῃ ἀνοησίες,
νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ εἶναι ἀπὸ θυσίες.

Καὶ ὁ γενναῖος ἀθλητὴς ἔκανε τὸ σταυρό του,
καὶ ἤτανε Ὑάκινθου ὁ βασιλιὰς ἐμπρός του.

Νὰ μὴν τὸ σώσω ἐγὼ ποτέ, τοῦ λέει, βασιλιά μου,
τὰ μολυσμένα κρέατα νὰ βάλω στὴν κοιλιά μου.

Ἤθελα ὅμως καὶ ἐσὺ Χριστὸν νὰ ἀναγνωρίσῃς,
καὶ μὴν λατρεύεις δαίμονες τὰ εἴδωλα ν᾿ ἀφήσῃς.

Ὅσοι τὸν ἄκουγαν ἐκεῖ τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε,
ἔξω φρενῶν ἐγίνανε ποὺ τὰ εἴδωλα ἐμισοῦσε.

Ἀνόητο καὶ ἐγωιστὴ τὸν εἶπε ὁ βασιλέας,
ποὺ γιὰ ἀληθινὸ Θεὸ τοῦ μίλησε ὡραία.

Τὰ εἴδωλα λατρεύουμε, ἔχουμε γιὰ θεούς μας,
αὐτὸν ποὺ λὲς δὲν ξέρουμε, οὔτε ἀπὸ πρόγονούς μας.

Τοῦ βασιλέως ἀπήντησε Ὑάκινθος μὲ θάρρος,
καὶ δὲν τὸν ἐφοβήθηκε καὶ ἂς ἦταν καὶ φαντάρος.

Τοῦ εἶπε εἶν᾿ ἀνάξιος τὸν Κτίστη νὰ γνωρίσῃ,
ποὺ ἔκανε τὸν οὐρανό, τὴν θάλασσα, τὴν κτίσι.

Φιλόχριστους εἶχα γονεῖς, ἔμαθα νὰ λατρεύω
Χριστὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἔμαθα καὶ πιστεύω.

Θηρίο ἦν ὁ βασιλιάς, δέταξε στὸ σῶμα
νὰ τὸν βασανίζουνε, νὰ δέρνουνε τὸ στόμα.

Ξεσχίζουν μὲ τὰ νύχια τους, τοῦ ἄνοιγαν τὸ στόμα,
κρέατα εἰδωλόθυτα τὸν τάϊζαν ἀκόμα.

Εἶχε σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ, τίποτα δὲν παθαίνει,
τὸ σῶμα του καὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἦταν μολυσμένη.

Τρελάθηκε ὁ Τραϊανός, εἶδε αὐτὰ ποὺ κάνει
καὶ ἔβγαλε διαταγὴ στὴ φυλακὴ τὸν βάνει.

Τὸν βγάζει ἀπὸ τὴν φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν καλοπιάσῃ,
καὶ εἰς τοὺς ψεύτικους θεοὺς λέγει νὰ θυσιάσῃ.

Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, πίστι μου δὲν ἀλλάζω,
καὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ ψυχή μου δὲν κολάζω.

Ὁ τύραννος κοκκίνησε τότε ἀπ᾿ τὸ θυμό του,
διέταξε νὰ κρεμαστῇ νὰ γδέρνουν τὸ πλευρό του.

Κοκκίνησαν οἱ βασανιστὲς μὲ αἷμα τοῦ Ἁγίου,
σύμφωνα μὲ διαταγὴ Τραϊανοῦ ἀγρίου.

Στὰ βάσανά του ὁ μάρτυρας τὸ βασιλιὰ φωνάζει,
πὼς εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τίποτα δὲν τρομάζει.

Διέταξε ὁ βασιλιὰς νὰ τόνε φυλακίσουν
καὶ μόνο εἰδωλόθυτα φαγιὰ νὰ τὸν ταΐσουν.

Κρέατα εἰδωλόθυτα τοῦ πήγαιναν νὰ φάγῃ
νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ τὶς ὧρες του περνάει.

Τριάντα μέρες καὶ ὀκτὼ στὴ φυλακὴ κλεισμένος,
διὰ τὴν πίστι στὸν Χριστὸ ἦταν βασανισμένος.

Εἶδε ὁ ἀρχιφύλακας τὴν τελευταία ἡμέρα,
στὴ σκοτεινὴ τὴν φυλακὴ φῶς ἔλαμπε σὰν ἡμέρα.

Στὸν ἅγιο χαρούμενο εἶδε τὸ πρόσωπό του,
δύο λευκοφόροι Ἄγγελοι βρίσκονταν στὸ πλευρό του.

Ἕνας σκεπάζει σῶμα του, ὁ ἄλλος ἀπ᾿ τὴν ἄλλη,
ἔβαζε φωτοστέφανο στ᾿ ἁγίου τὸ κεφάλι.

Τρόμαξε ὁ φύλακας, πάει στὸν βασιλέα,
ἐκεῖ τοῦ ἐξιστόρησε γιὰ πράγματα σπουδαῖα.

Τύραννος ἄπιστο σκυλί, εἶπε, εἶν᾿ φαντασίες,
καὶ τότε ἐδιέταξε μεγάλες τιμωρίες.

Σὲ δύο ἡμέρες τὸν καλεῖ, νἄρθῃ πάλι μπροστά του,
ἅγιον ἐφοβέριζε μὲ βαρβαρότητά του.

Σὰν ἄνοιξαν τὴν φυλακή, τὸν βρῆκαν πεθαμένο,
καὶ γύρω-γύρω Ἄγγελοι λαμπάδες ἀναμμένο.

Διέταξε ὁ βασιλιάς, φρουροῦν τὸ λείψανό του,
νὰ μὴν τὸ πάρουν χριστιανοὶ καὶ σκάσῃ ἀπ᾿ τὸ κακό του.

Τὴ νύχτα ὅμως Ἄγγελος φωτίζει ἱερέα,
Τιμόθεο ὀνόματι, τὸ ἐκήδευσεν ὡραία.

Σὲ μία χήρα τὄδωσε νὰ τὸ διαφυλάξῃ,
σὲ μαρμαρένια λάρνακα τὸ εἶχε αὐτὴ φυλάξει.

Σαράντα μέρες ἔμεινε δίχως νερὸ καὶ γεῦμα,
τρεφότανε στὴ φυλακὴ μὲ ἅγιον τὸ Πνεῦμα.

Μὲ πίστι καὶ μὲ προσευχὴ περνοῦσε τὴν ζωή του
κι ἁγίασε ὁ Ὑάκινθος αἰώνια τὴν ψυχή του.

Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, στὶς τρεῖς τοῦ Ἰουλίου,
καὶ εἶναι ἀγαλλώμενος εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.

Ὦ ἅγιε Ὑάκινθε, ἄνθος τοῦ Παραδείσου,
προσεύχου πάντοτε γιὰ ἐμᾶς, νἄχωμε τὴν εὐχή σου.