Εἶναι πολλοὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία,
ἁγίων Πάντων πάντοτε τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.
Καταγωγὴ ὁ Ἅγιος εἶχε Καππαδοκία,
Βασίλειος, Γρηγόριος, στὴν ἴδια ἐπαρχία.
Ἦταν ὁ Οἰκουμένιος ἀνιψιὸς ἁγίου Ἀχιλλίου
τοῦ πολιούχου Λάρισας, θαυματουργοῦ Ἁγίου.
Μεγάλωνε ὁ Ἅγιος, προέκοπτε στὴ γνῶσι,
καὶ ὅλοι ἐθαυμάζανε τὴν ἀρετὴ τὴν τόση.
Τὶς ἅγιες ἐμελέταγε γραφές, ἔκανε ἀγρυπνία,
καὶ ἐνικοῦσε σατανᾶ μὲ προσευχή, νηστεία.
Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
τὸν ἔκρινε ὡς ἄξιο γιὰ τὴν ἱερωσύνη.
Εἶχε καὶ ἄλλο ἀνιψιό, τὸν ἔλεγαν Ῥηγῖνον,
στὴ Λάρισα μὲ Οἰκουμένιον τὸν ἔφεραν κι ἐκεῖνον.
Ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπους τοὺς δύο ἀνιψιούς του,
ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα ἅγιον τοὺς ἤθελε δικούς του.
Τότε τοῦ Οἰκουμένιου εἰς τὴν χειροτονία,
Ἄγγελοι ἔψαλλαν φωνὲς μέσα στὴν ἐκκλησία.
Καὶ τότε εἰς τὰ Τρίκαλα ἐδιόρισε δεσπότη,
στῆς Παναγίας τὸν ναὸ νὰ ἔχῃ θέσι πρώτη.
Κατατροπώνει αἱρετικοὺς μὲ λόγια του τὰ θεῖα,
καὶ Ἰουδαίους πολεμᾶ καὶ εἰδωλολατρεία.
Τότε ἀνεκήρυξε Χριστὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
εἰδωλολάτρες καὶ αἵρεσι ἀνέτρεψε ἐκεῖνος.
Ὁ σατανᾶς στὸν Ἄρειο εἰσῆλθε καὶ μὲ λύσσα,
διὰ Χριστὸν ἐκήρυττε Θεὸν δὲν εἶναι ἴσα.
Σύνοδο τότε ἔκανε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
Ἄρειον κατατρόπωσε κι ἐνίκησε ἐκεῖνος.
Ἐπῆγε καὶ ὁ Ἀχίλλιος μὲ δύο ἀνιψιούς του,
Ῥηγῖνον καὶ Οἰκουμένιον, τοὺς εἶχε βοηθούς του.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἀντίπαλος Ἀρείου,
ἐκεῖ ἐθαυματούργησε εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.
Λιθάρια ἐκεῖ σε μιὰ γωνιὰ τὰ εἶχαν μαζεμένα,
ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἐμίλησε σὲ ἕνα.
Ἐὰν ὁμοούσιος Υἱὸς εἶναι μὲ τὸν Πατέρα,
νὰ ἀναβλύσῃς λάδι εὐθύς, λιθάρι, ἐδῶ πέρα.
Τὸν λόγο αὐτὸ τελείωσε καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα,
καὶ ἀπ᾿ τὸ λιθάρι ἔτρεχε τὸ λάδι ἐν τῷ ἅμα.
Τὸν ἅγιο τὸν ἐφίλησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
τὸ θαῦμα ὅταν εἶδε αὐτό, ἐχάρηκε κι ἐκεῖνος.
Διὰ τὸ θαῦμα ἐχάρησαν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες,
πολλοὶ ἐπιστέψαν στὸ Χριστὸ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Ὁ Ἄρειος δὲν ἐπίστεψε κι ἔμεινε εἰς τὴν πλάνη,
ὁ σατανᾶς καὶ ὁ ἐγωισμὸς τὸν εἴχανε μωράνει.
Καὶ ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος ἐμίλησε τοῦ Ἀρείου,
ἀλλὰ δὲν ἐσυμμορφώθηκε, εἶχε μορφὴ θηρίου.
Ἐπροσευχήθη στὸν Θεό, ἐμίλησε στὸ λιθάρι,
νὰ βγάλῃ ἄφθονο νερὸ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.
Καὶ τὸ λιθάρι ἔβγαλε νερὸ γύρω τριγύρω,
καὶ οἱ πατέρες ἔβλεπαν, ποὺ ἔστεκαν τριγύρω.
Τὸν ἐφίλησε ὁ βασιλεύς, ἐζήτησε τὴν εὐχή τουμ
τοῦ εἶπε νὰ μὴν τὸν λησμονῇ ποτὲ στὴν προσευχή του.
Ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος στὰ Τρίκαλα γυρίζει,
καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς εἰς τὸν Χριστὸν γυρίζει.
Κρυφὰ εἶχε ἀσκητήριο, ἔκανε ἀγρυπνίες,
ἄνθρωποι μὴν τὸν ξέρουνε, ἀσκήσεις καὶ νηστεῖες.
Σὲ ἡλικία ἔφθασε τότε ἡ δική του,
καὶ πλέον εἶχε ἀφιχθῆ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Θεὸν ἐδοξολόγησε καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε,
ποὺ τὸν ἐτίμησε πολὺ στὸν κόσμο ὅταν ζοῦσε.
Εὐλόγησε μὲ χέρια του ὅλο τὸ ποίμνιό του,
καὶ στὸν Θεὸ παρέδωσε ψυχὴν καὶ ἑαυτόν του.
Ἡ πόλις τὸν ἐθρήνησε τότε στὴν κοίμησί του,
κι ἔγιναν θαύματα πολλὰ τότε εἰς τὴν ταφή του.
Μετέφεραν οἱ χριστιανοὶ λείψανο τοῦ Ἁγίου,
νὰ τὸ ἐνταφιάσουνε εἰς τὸν Ναὸ Κυρίου.
Στὸ δρόμο ὅμως ἔπεσε ἀπὸ ἀπροσεξία,
λίγο ἀπὸ τὸ λείψανο κι ἦταν ἐν ἀφασίᾳ.
Ἕνας τσομπάνος κάποτε πῆγε γιὰ νὰ ποτίσῃ,
ἐγλίτωσε τὸ κοπάδι του, ἐπῆγε νὰ τὸ δροσίσῃ.
Ὁ κόσμος ἤτανε ξερός, μὰ μιὰ πηγὴ ἀναβλύζει,
ἐσκάλισε, ἁγίου λείψανο εὑρῆκε νὰ μυρίζῃ.
Ἐχάρηκε ποὺ βρέθηκε λείψανο τοῦ ἁγίου
ποὺ πρῶτα αὐτὸ εἶχε χαθῆ, Πατρὸς Οἰκουμενίου.
Τὸ ἐσήκωσε ὁ ἀρχιερεὺς ἐπάνω στὸ κεφάλι,
καὶ στῶν Τρικάλων ἐκκλησιὰ μὲ σεβασμὸ ἔχει βάλει.
Τὸ ἅγιόν του λείψανο θαύματα ἐπιτελοῦσε,
ὅποιος μὲ πίστι ἱερὴ θερμὰ παρακαλοῦσε.
Ἡμέρα ποὺ ἦταν μνήμη του, νερὸ ἔβγαζε τὸ σῶμα,
τὸ θαῦμα ποὺ στὴ Σύνοδο ἐθύμιζε ἀκόμα.
Ἐπήγαιναν στὴν μνήμη του καὶ ἀπὸ ξένους τόπους,
ἐπαίρνανε ἁγιασμὸ νὰ δίνουν στοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ δεύτερο Οἰκουμένιο ἑορτάζει Ὀρθοδοξία,
ποὺ ἤτανε ἐπίσκοπος Τρικάλων ἐκκλησία.
Τοῦ Παύλου τὰς ἐπιστολὰς καὶ Ἀποστόλων Πράξεις
καὶ εἰς ἑπτὰ καθολικὰς ἑρμήνεψε ἐντάξει.
Εἶχε μεγάλη ἀρετὴ καὶ ἄλλα χαρίσματά του,
μὰ καὶ μεγάλη μόρφωσι ἡ ἁγιότητά του.
Θεάρεστα ἐποίμαινε πάντα τὸ ποίμνιό του,
ἔλεγε λόγια θεϊκὰ τὸ στόμα τὸ δικό του.
Σὰν ἔφθασε τὸ τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ,
καὶ ἡ ψυχή του ἔφυγε μὲ τὸν Θεὸ νὰ μείνῃ.
Ἡμέρα ποὺ ἐκοιμήθηκε ἦταν οἱ τρεῖς Μαΐου,
καὶ ἑορτάζονται καὶ οἱ δύο αὐθημερὸν ἰδίου.
Ὦ ἅγιοι Οἰκουμένιοι, γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
πρεσβεία πάντα κάνετε, νὰ εἴμεθα σωσμένοι.
|