Στὴν Ἄγκυρα ποὺ βρίσκεται εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία,
ἕνα χωριὸ ἦν Συκεὰ στὰ μέρη Γαλατείας.
Μιὰ γυναίκα ζοῦσε ἐκεῖ μὲ δύο θυγατέρες,
ποὺ ἦσαν ὅλες δυστυχῶς κι οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑταῖρες.
Ἐλπίδα ἦν ἡ μάνα τους, Δέσποινα καὶ Μαρία,
ποὺ βουτηγμένες ἤτανε ὅλες στὴν ἁμαρτία.
Ὀνόματι ἕνας Κοσμᾶς ἐκοιμήθη μὲ Μαρία,
καὶ ἕνα ἀγόρι ἐγέννησε σὰν ἦρθε ἡ διορία.
Τὸ βρέφος ἕξι ἡμερῶν πῆγε νὰ τὸ βαπτίσῃ,
Θεόδωρο ὁ ἱερεὺς τὸ ἔχει ὀνοματίσει.
Σιγὰ σιγὰ μεγάλωνε παιδὶ μὲ τὴν μητέρα,
σχέδια γιὰ τὸ μέλλον τοῦ φρόντιζε κάθε ἡμέρα.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι εἶχεν ἀποφασίσει
νὰ στείλῃ τὸν Θεόδωρο, στὰ ἀνάκτορα νὰ ζήσῃ.
Μιὰ ἡμέρα ὁ Θεόδωρος προτοῦ νὰ ταξιδέψῃ,
ἅγιος τῆς μητέρας του τῆς ἄλλαξε τὴν σκέψι.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος στὸν ὕπνο της ἐφάνη,
τῆς εἶπε γιὰ τὸ Θεόδωρο, σχέδια ποὺ εἶχε κάνει.
Τῆς εἶπε ὁ βασιλεὺς Χριστὸς πὼς ἔχει τὸν σκοπό του,
καὶ θὰ τοῦ δώσῃ φώτισι νὰ γίνῃ ὄργανό του.
Δὲν ἔφυγε ὁ Θεόδωρος, μένει στὴ Συκεώνα,
ὀκτὼ χρονῶν σὰν ἔγινε, ἐμπῆκε στὸν ἀγώνα.
Τότε σὲ κάποιο δάσκαλο εὐθὺς τὸν παραδίνει,
παιδὶ πολὺ θεοσεβὲς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἕνας ἐζοῦσε στὸ χωριό, Στέφανος τ᾿ ὄνομά του,
ξενοδοχείου μάγειρος ἦν τὸ ἐπάγγελμά του.
Ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ σεβαστὸς στὴν πόλι,
γι᾿ αὐτὸ σε ὅλο τὸ χωριὸ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι.
Στὶς τρεῖς γυναῖκες ἐμίλησε, ἄφησαν ἁμαρτία,
κι ἐβοηθοῦσαν Θεόδωρο τότε στὴν ἐργασία.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα ὁ Στέφανος ἀκόμη,
πάντα ἐλεοῦσε τοὺς πτωχοὺς ποὺ γύριζαν σὲ δρόμοι.
Νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ περνοῦσε τὴν ἡμέρα,
καὶ πάντα θέλημα Θεοῦ ἔκανε κάθε ἡμέρα.
Ἄρεσε τοῦ Θεόδωρου καὶ εἶχε ἀποφασίσει,
καὶ τοῦ Στεφάνου τὴν ζωὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσῃ.
Ἐνήστευε κι ἐπροσεύχετο, ἐγύριζε ἀπὸ σχολεῖο,
κι ἐκοινωνοῦσε τακτικῶς Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὅταν δὲν εἶχε μάθημα, εἰς τὸ βουνὸ ἀνεβαίνει,
ποὺ ἦταν δίπλα στὸ χωριὸ μιὰ ἐκκλησιὰ κτισμένη.
Ὡραῖος νέος πάντοτε Θεόδωρο ὁδηγοῦσε,
στὴν ἐκκλησία τὸν πήγαινε καὶ τὸν ἐπαρατοῦσε.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦταν τὸ παλληκάρι
Θεόδωρος ἐδιάβαζε Γραφὲς καὶ Συναξάρι.
Τεσσάρων καὶ δέκα ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία,
πνευματικὸ Γλυκέριο εὑρῆκε στὴν ἐκκλησία.
Καὶ τὸ παιδὶ ἐρώτησε ἂν μοναχὸς θὰ γίνῃ·
εἰς τὸν Θεὸν θέλω νὰ ζῶ, εἶπε τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἔγινε τότε μοναχὸς καὶ στὸ βουνὸ πηγαίνει,
ἁγίου Γεωργίου ἐκκλησιὰ κρύπτη ἔχει καὶ μένει.
Μητέρα ἀπὸ τὸ χωριὸ τροφὲς τοῦ ἔχει φέρει,
ἐκεῖνος δὲν τὶς ἔτρωγε, θέλει νὰ ὑποφέρῃ.
Ἐπερνοῦσε τὴν ἡμέρα του μὲ προσευχή, νηστεία,
ἔτρωγε λίγα λάχανα ἀπὸ διακονία.
Εἶχε τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ κι ἐθαυματουργοῦσε,
ἔβγαλε πνεῦμα πονηρό, γυναίκα τυραννοῦσε.
Ἄλλη γυναίκα πῆγε ἐκεῖ, παιδί της πεθαμένο,
ὁ ἅγιος προσεύχεται, φεύγει ἀνεστημένο.
Ἤτανε ὁ Θεόδωρος τότε παιδὶ ἀκόμη,
μόνο δέκα καὶ ὀκτὼ ἐτῶν καὶ θαῦμα φανερώνει.
Ἔμαθε ὁ ἐπίσκοπος θαύματα τοῦ Ἁγίου,
στὴν ἐκκλησιὰ ἀνταμώθηκαν ἁγίου Γεωργίου.
Θαύμασε ὁ ἐπίσκοπος τὴν πίστι του τὴν τόση,
καὶ τὸν ἐχειροθέτησε ἀμέσως ἀναγνώστη.
Διάκονο τὸν ἔκανε εὐθὺς τὴν ἄλλη ἡμέρα,
μὰ καὶ τὴν μεθεπόμενη τὸν κάνει ἱερέα.
Ἦταν δεκαοκτὼ χρονῶν ποὺ ἔγινε ἱερέας,
προσηύχετο εἰς τὸν Θεὸν μὲ εὐλάβεια ὡραία.
Ἐπῆγε κι ἐπροσκύνησε καὶ τοὺς ἁγίους τόπους,
ἐκεῖ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστὸς νὰ σώσῃ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐπροσκύνησε κι ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν πατρίδα,
στὸν ἅγιο Γεώργιο ποὺ εἶχε τὴν ἐλπίδα.
Στὸν βόρβορο ἐβυθίστηκε τ᾿ ἁγίου ἡ μητέρα,
καὶ δὲν ἐμετανόησε ζωή της τὴν προτέρα.
Ἕναν ἀξιωματικὸ παντρεύτηκε κατόπι,
καὶ ἦταν ἕνας ὁ ἄνδρας της καὶ ὄχι πολλοὶ ἀνθρῶποι.
Ἡ θεία του καὶ ἡ γιαγιὰ λεγόταν Ἐλπιδία,
θαύμασαν ἁγιότητα Θεόδωρου ἁγία.
Γιαγιὰ τότε ἐμόνασε ἡ θεία Δεσποινία,
ἐπέθανε μὲ μετάνοια, ζωὴ εἰς αἰωνία.
Ἀνθρώπους βάζει ὁ διάβολος ἅγιο νὰ σκοτώσουν,
κι ἐπῆγαν εἰς τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ τὸν ἀνταμώσουν.
Τότε ἀπὸ τὸ σπήλαιο φωτιὰ μεγάλη βγαίνει,
φοβήθηκαν καὶ ἔφυγαν, ὅλοι τους τρομαγμένοι.
Τότε ὁ δολοφόνος του, τοῦ ἐζήτησε συγνώμη,
μετάνιωσε καὶ ἔζησε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν γνώμη.
Μιὰ μέρα ἀρρώστησε βαριὰ εἰς τὸ μοναστήρι,
τότε τὸν ἐθεράπευσαν οἱ ἅγιοι Ἀναργύροι.
Τρίτη φορὰ ἐταξίδεψε γιὰ τοὺς ἁγίους τόπους,
θαύματα ἔκανε πολλὰ σὲ ἄρρωστους ἀνθρώπους.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐθέλησε νὰ καθήσῃ,
καὶ στὴν πατρίδα ποὺ ἔφυγε νὰ μὴν ξαναγυρίσῃ.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἐπῆγε στὸ ὄνειρό του,
νὰ πάῃ στὴν πατρίδα του νὰ ἔχῃ τὸ ποίμνιό του.
Ἐξεκίνησεν ὁ ἅγιος κι ἐπῆγε στὴν πατρίδα,
ὁ ἅγιος Γεώργιος τὸν ἐγέμισε ἐλπίδα.
Πλῆθος ἀρρώστων ἔφθαναν τότε στὸ μοναστήρι,
ὅλους τοὺς ἔκανε καλὰ καὶ εἶχαν πανηγύρι.
Γυναίκα εἶχε ἕνα παιδί, τυφλὸ ἐκ γενετῆς του,
τὸν ἅγιο παρακαλεῖ νὰ κάνῃ προσευχή του.
Προσεύχεται ὁ Θεόδωρος, μὲ θέρμη στὴν καρδιά του,
καὶ ἄνοιξαν τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ μάτια τὰ ἰδικά του.
Κόρη ἑνὸς ἀξιωματικοῦ ἦταν δαιμονισμένη,
καὶ μὲ θερμή του προσευχή, εὐθὺς τὸ πνεῦμα βγαίνει.
Ἕνα παιδὶ τοῦ βασιλιᾶ, ἄρρωστο στὸ παλάτι,
τοῦ γάτρεψε ὅλες τὶς πληγές, ῾σηκώθη ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι.
Ἐπῆρε καὶ τὰ λείψανα τ᾿ ἁγίου Γεωργίου,
καὶ τὴν ἁγία κάρα του, ποὺ ἦταν Μονὴ ἰδίου.
Στὸν τόπο ἔτυχε αὐτὸν μεγάλη ξηρασία,
κι ἐζήτησε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδώρου προστασία.
Ὑπάκουσε ὁ Ἅγιος κι ἔκανε λιτανεία,
τρεῖς ἡμέρες ἔβρεχε ὁ Θεὸς εἰς τὴν τοποθεσία.
Ὅλοι ἐδόξασαν Θεόν, εἶν᾿ εὐχαριστημένοι,
ποὺ ἀνομβρία ἔκανε τὴν γῆ κατεστραμμένη.
Καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος πληγὲς εἶχε στὸ σῶμα,
ταλαιπωρία ἔφερε στὸ σῶμα του ἀκόμα.
Τότε ὅμως μιμήθηκε Ἀπόστολο τὸν Παῦλο,
ποὺ εἶχε εἰς τὸ σῶμα του τὸν σκώλωπα μεγάλο.
Καὶ ὅμως καὶ ἂν ὑπέφερε, τὸ σῶμα κι ἂν πονοῦσε,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν καὶ πόνους ἐξεχνοῦσε.
Τὰ μοναστήρια ἐγύριζε, χωριὰ καὶ ἄλλους τόπους,
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν θεία λειτουργία,
ἐμίλησε ὁ Θεόδωρος εἰς τὴν Ἁγία Σοφία.
Γιὰ νὰ μετανοήσουνε, εἶπε στὴν ὁμιλία,
νὰ συγχωρέσῃ ὁ Θεὸς τὴν κάθε ἁμαρτία.
Καὶ τότε ὅλοι προσεύχονται, κάνανε λιτανεία,
μὲ πρόμαχο προστάτιδα εἰκόνα Παναγίας.
Καὶ τότε στὸν Κεράτιο ἔκανε τρικυμία,
ποὺ τοῦ ἐχθροῦ ἐβούλιαξαν μέσ᾿ στὸ λιμάνι πλοῖα.
Ἐνίκησε ὁ Ἡράκλειος Πέρσες εἰς δική τους πόλι,
καὶ ἐδοξάζουν τὸν Θεὸ τότε ἀνθρῶποι ὅλοι.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐγύρισε στὴ Μονή του,
γεμάτη ἀπὸ θαύματα ἤτανε ἡ ζωή του.
Ἔλυνε μίση πολιτῶν καὶ μίση ἀνδρογύνων,
ποὺ ὅλα αὐτὰ ἐγίνοντο εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.
Ἐσυμβούλευε τοὺς χριστιανοὺς μὴ βλασφημοῦν καθόλου,
καὶ πάντα νὰ ἀποφεύγουνε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Γιὰ τὴν ἀγάπη ἔλεγε· εἶναι ἀρετὴ μεγάλη,
βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη.
Θεάρεστα ἐπέρασε Θεόδωρος τὴν ζωή του,
νὰ μᾶς θυμᾶται εὔχομαι ὅλους στὴν προσευχή του.
Ἡμέρα ποὺ ἐκοιμήθηκε εἴκοσι δυὸ Ἀπριλίου,
καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
|