19 Ἀπριλίου
Ὁ ἅγιος ἐγεννήθηκε εἰς Αἶνο, εἰς τὴν Θράκη, Μητέρα λένε Κρυσταλλιά, πατέρα Κωνσταντῖνο, Μικρὸς ὁ Ἀθανάσιος ἔχασε τὸν πατέρα, Ἀκολούθησε ἕνα φίλο του, ἔπιασε ἐργασία, Ὁ φίλος του Ἀναστάσιος ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ πλοῖον, Ὁ Τοῦρκος τότε πλοίαρχος εἶχεν ἀποφασίσει Μιὰ ἡμέρα Τούρκων ὁ κριτὴς στὸ πλοῖο ταξιδεύει, Τοῦ εἶπε τὸν Ἀθανάσιο νὰ τὸν παρακινήσῃ, Στὴ Σμύρνη ὅταν φθάσανε ἦταν ἐτότε βράδυ, Τὴν πίστι δὲν ἀρνιότανε καὶ τότε μὲ μαχαίρι, Στὸ φοβερὸ τὸν κίνδυνο τότε ἔχασε τὴν σκέψι, Τὸν παίρνει τότε ὁ πλοίαρχος καὶ στὸν κριτὴ πηγαίνει, Τοῦ ἔκαναν περιτομή, ἀφοῦ εἶχε τουρκέψει, Ἀρρώστησε ὁ Ἀθανάσιος γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει, Ἐπῆρε λίγη ἄδεια κι ἐπῆγε στὴ μητέρα, Καὶ πάλι ἐπῆρε ἄδεια γιὰ νὰ ἀναχωρήσῃ, Καὶ τότε ἀπεφάσισε στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πάει, Γίνεται ἀγριάνθρωπος καὶ τόνε φοβερίζει. Μὲ δάκρυα προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία, Γυναίκα εἰς τὸν ὕπνο του βλέπει λευκοντυμένη, Τοῦ εἶπε τότε ἡ Παναγιά, θάρρος νὰ ἀπολαύσῃ, Τώρα στὴ Σμύρνη ὅταν πᾷς, Χριστὸν νὰ ὁμολογήσῃς, Αὐτὰ τὰ ἐδιηγήθηκε στοὺς σεβαστοὺς πατέρες, Μὲ ἅγιο μύρο τὸν ἔχρισε τότε ὁ πνευματικός του, Ἐκλείστηκε σ᾿ ἕνα κελὶ μὲ προσευχή, νηστεία, Σὲ πύργο πάλι ἔμενε, κάνει τὴν προσευχή του, Ἔξω κοιτοῦσε κι ἔβλεπε δαίμονες νὰ φωνάζουν, Ἐπῆγε κι ἐκοινώνησε στὴ θεία λειτουργία, Καὶ τότε Ἀγαθάγγελος ἀμέσως ὠνομάσθη, Ἡ θλίψη τότε ἔφυγε, ἦρθε ἡ θεία χάρι, Ὁ νοῦς του στὰ οὐράνια συνέχεια στραμμένος, Μὲ ἁλυσίδες ἔδενε ὁλόκληρο τὸ σῶμα, Τὸν ἅγιο Νικόλαο εἶδε στὸ ὄνειρό του, Τότε ἕνα πλοῖο ἔφευγε προορισμὸ τὴν Σμύρνη, Ἔγινε μεγαλόσχημος τότε ἀπ᾿ τοὺς πατέρες, Στὴ Σμύρνη ὁ Ἀγαθάγγελος εὐθὺς ἀλλάζει ὄψι, Τοῦ λέγει εἶσαι σκυθρωπός, πές μου τὶ σοῦ συμβαίνει, Σκέπτομαι ὅταν ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ πηγαίνει, Ὁ γέροντας ὁ Γερμανὸς τοῦ λέγει· μὴ φοβᾶσαι, Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος πλημμύρισε ἡ καρδιά του, Πέμπτη πρωὶ ἐγένετο συνέδριο στὴ Σμύρνη, Πρωὶ σὰν ἐξημέρωσε τούρκικα ροῦχα βάζει, Ὅταν τὸν θανατώσουνε νὰ πάρῃ λείψανό του, Εἰκόνα Ἀναστάσεως καὶ τὸ Σταυρὸ στὸ χέρι, Ὁ ὅσιος λέγει στὸν κριτὴ μὲ ἀνάγκασαν μὲ βία, Εἶμαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, κάνω ὁμολογία, Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅπλο μου, τοὺς χριστιανοὺς θὰ σώσῃ, Ἔδειξε καὶ ἀπ᾿ τὸν κόρφο του Ἀνάστασιν εἰκόνα, Κριτὴς τὸν ἐκαλόπιανε, δὲν ἄκουγε καθόλου, Σὰν εἶδε τότε ὁ δικαστὴς Ἀγαθαγγέλου ἀνδρεία, Προσεύχεται στὴ φυλακή, μετάνοιες καὶ νηστεία, Εἴκοσι μέρες φυλακὴ καὶ εἶδε στὸ ὅραμά του, Συγκατάδικούς του ἔλεγε νὰ κάνουν ἱκεσία Οἱ Τοῦρκοι ξημερώματα ἦρθαν καὶ τόνε παίρνουν, Σὰν ὁ κριτὴς κατάλαβε τὴν σταθερότητά του, Ἀμέσως τὸν ἁρπάξανε οἱ ἄγριοι οἱ Τοῦρκοι, Μιὰ ἡμέρα τὸν ἐσύρανε, τὴν ἄλλη ἡμέρα τώρα, Πλήθη ἀνθρώπων ἐγέμισαν ἐξέδρα τοῦ θανάτου, Ἐκεῖνος ἐφωτίζονταν, λαμπρὸ τὸ πρόσωπό του, Ἰμάμης τοῦρκος πρότεινε τὴν πίστι του νὰ ἀλλάξῃ, Εἰς τοὺς δημίους ἔλεγε μὲ μιὰ φωνὴ μεγάλη, Τότε μὲ ἀγριότητα καὶ τερατῶδες ὕφος, Ἀγαθαγγέλου πέταξε στὸν οὐρανὸ ἡ ψυχή του, Οἱ χριστιανοὶ ἐμάζευσαν αἷμα μὲ τὸ μαντήλι, Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὰ ἐγκαίνια ποὺ κάνει ἡ Ἐκκλησία, Στοῦ Ἐσφιγμένου τὴν Μονὴ τὸ ἅγιο λείψανό του Στὴν ἴδια ἐκείνη τὴν Μονὴ διάκος λιγοπιστοῦσε, Ἔλεγε ὅτι ἐσώθηκε, ἅγιος δὲν ἐγίνη, Ἔβγαλε ἕνα ἐξόγκωμα στὸ ἀριστερό του μάτι, Τότε τὴν ἁμαρτία του ἔνιωσε μοναχός του, Μὰ ἕνα βράδυ ὁ ἅγιος ἐπῆγε στὸ κρεβάτι Μετάνιωσε ὁ Γεράσιμος γιὰ τὸ ἁμάρτημά του, Βοήθεια νὰ σὲ ἔχουμε καὶ ἐγὼ ὁ βιογράφος, |