Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης

19 Ἀπριλίου

Ὁ ἅγιος ἐγεννήθηκε εἰς Αἶνο, εἰς τὴν Θράκη,
μὲ τοὺς γονεῖς του ἔζησε ἀπὸ μικρὸ παιδάκι.

Μητέρα λένε Κρυσταλλιά, πατέρα Κωνσταντῖνο,
τὸ τέκνον Ἀθανάσιο ὀνόμασαν ἐκεῖνο.

Μικρὸς ὁ Ἀθανάσιος ἔχασε τὸν πατέρα,
μὲ πλοῖο ἐταξίδευε γιὰ νὰ τὰ βγάλῃ πέρα.

Ἀκολούθησε ἕνα φίλο του, ἔπιασε ἐργασία,
καὶ ἐδουλεύανε μαζὶ στά τουρκικὰ τὰ πλοῖα.

Ὁ φίλος του Ἀναστάσιος ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ πλοῖον,
καὶ ἄρχισαν τὰ βάσανα Ἀθανασίου βίον.

Ὁ Τοῦρκος τότε πλοίαρχος εἶχεν ἀποφασίσει
θέλει τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ.

Μιὰ ἡμέρα Τούρκων ὁ κριτὴς στὸ πλοῖο ταξιδεύει,
εἶδε τὸν Ἀθανάσιο στὸν πλοίαρχο τοῦ λέγει.

Τοῦ εἶπε τὸν Ἀθανάσιο νὰ τὸν παρακινήσῃ,
νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι του καὶ Τοῦρκος νὰ γυρίσῃ.

Στὴ Σμύρνη ὅταν φθάσανε ἦταν ἐτότε βράδυ,
παίρνει τὸν Ἀθανάσιο πλοίαρχος στὸ σκοτάδι.

Τὴν πίστι δὲν ἀρνιότανε καὶ τότε μὲ μαχαίρι,
στὴν πλάτη τὸν ἐπλήγωσε μὲ τὸ δεξί του χέρι.

Στὸ φοβερὸ τὸν κίνδυνο τότε ἔχασε τὴν σκέψι,
καὶ εἶπε εἰς τὸν πλοίαρχο πὼς θέλει νά τουρκέψῃ.

Τὸν παίρνει τότε ὁ πλοίαρχος καὶ στὸν κριτὴ πηγαίνει,
θὰ τὸν σκοτώσῃ, τοῦ ἔλεγε, Τοῦρκος ἐὰν δὲν γένῃ.

Τοῦ ἔκαναν περιτομή, ἀφοῦ εἶχε τουρκέψει,
ψεύτικη μωαμεθανικὴ θρησκεία εἶχε πιστέψει.

Ἀρρώστησε ὁ Ἀθανάσιος γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει,
σκεπτόταν τότε τὸν Χριστόν, τὴν κρίση ὅταν πεθάνῃ.

Ἐπῆρε λίγη ἄδεια κι ἐπῆγε στὴ μητέρα,
τῆς ἔδωσε λίγα λεφτὰ γιὰ νὰ τὰ βγάζῃ πέρα.

Καὶ πάλι ἐπῆρε ἄδεια γιὰ νὰ ἀναχωρήσῃ,
ἔνιωθε τὸ θανάσιμο ποὺ εἶχε ἁμαρτήσει.

Καὶ τότε ἀπεφάσισε στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πάει,
μὰ πάλι καὶ ὁ διάβολος ἐκεῖ τὸν πολεμάει.

Γίνεται ἀγριάνθρωπος καὶ τόνε φοβερίζει.
δικό του θὰ τὸν ἔκανε, στ᾿ αὐτί του ψιθυρίζει.

Μὲ δάκρυα προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία,
ζητοῦσε νὰ συγχωρεθῇ θανάσιμη ἁμαρτία.

Γυναίκα εἰς τὸν ὕπνο του βλέπει λευκοντυμένη,
ἡ Παναγία ἤτανε καὶ εὐθὺς τὸν συντυγχαίνει.

Τοῦ εἶπε τότε ἡ Παναγιά, θάρρος νὰ ἀπολαύσῃ,
θὰ λάβῃ τὸ μαρτύριο, Κύριο θὰ δοξάσῃ.

Τώρα στὴ Σμύρνη ὅταν πᾷς, Χριστὸν νὰ ὁμολογήσῃς,
μπροστὰ στοὺς μωαμεθανοὺς τὴν πίστι τους ν᾿ ἀφήσῃς.

Αὐτὰ τὰ ἐδιηγήθηκε στοὺς σεβαστοὺς πατέρες,
καὶ ὁ πατριάρχης τοῦ ῾δωσε θάρρος αὐτὲς τὶς μέρες.

Μὲ ἅγιο μύρο τὸν ἔχρισε τότε ὁ πνευματικός του,
καὶ ἔτσι πάλι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὀπαδός του.

Ἐκλείστηκε σ᾿ ἕνα κελὶ μὲ προσευχή, νηστεία,
ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸν πίστι καὶ καρτερία.

Σὲ πύργο πάλι ἔμενε, κάνει τὴν προσευχή του,
μὰ πάλι τὸν πειράζουνε οἱ δαίμονες ἐχθροί του.

Ἔξω κοιτοῦσε κι ἔβλεπε δαίμονες νὰ φωνάζουν,
τοὺς καίει ποὺ προσεύχεται, γι᾿ αὐτὸ τόνε τρομάζουν.

Ἐπῆγε κι ἐκοινώνησε στὴ θεία λειτουργία,
ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς γιὰ ἄρνησι θρησκεία.

Καὶ τότε Ἀγαθάγγελος ἀμέσως ὠνομάσθη,
σχῆμα τὸ καλογερικὸν γιὰ ἐκεῖνον ἑτοιμάσθη.

Ἡ θλίψη τότε ἔφυγε, ἦρθε ἡ θεία χάρι,
τὸ πρόσωπον ἐφώτισε, σὰν τὸ λαμπρὸ φεγγάρι.

Ὁ νοῦς του στὰ οὐράνια συνέχεια στραμμένος,
γιὰ ἱερὸ μαρτύριο εἶν᾿ ἀποφασισμένος.

Μὲ ἁλυσίδες ἔδενε ὁλόκληρο τὸ σῶμα,
καὶ προετοιμαζότανε γιὰ τὸν σκληρὸ ἀγώνα.

Τὸν ἅγιο Νικόλαο εἶδε στὸ ὄνειρό του,
θάρρος πολὺ τοῦ ἔδωσε γιὰ τὸ μαρτύριό του.

Τότε ἕνα πλοῖο ἔφευγε προορισμὸ τὴν Σμύρνη,
ἔφυγε καὶ ὁ Ἀγαθάγγελος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἔγινε μεγαλόσχημος τότε ἀπ᾿ τοὺς πατέρες,
στὸ πλοῖο τὸν συνόδεψαν γιὰ τὶς φρικτὲς ἡμέρες.

Στὴ Σμύρνη ὁ Ἀγαθάγγελος εὐθὺς ἀλλάζει ὄψι,
ὁ γέροντάς του ὁ Γερμανὸς τὸν ἐρώτησε κατόπιν.

Τοῦ λέγει εἶσαι σκυθρωπός, πές μου τὶ σοῦ συμβαίνει,
καὶ τότε ὁ Ἀγαθάγγελος μὲ θάρρος συντυγχαίνει.

Σκέπτομαι ὅταν ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ πηγαίνει,
τελώνια ἐναέρια εἶν᾿ ἐξεταζομένη.

Ὁ γέροντας ὁ Γερμανὸς τοῦ λέγει· μὴ φοβᾶσαι,
σὲ θάνατο μαρτυρικὸ φεύγουν καὶ μὴ λυπᾶσαι.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος πλημμύρισε ἡ καρδιά του,
εἶχε χαρὰ καὶ γρήγορα ζητεῖ μαρτύριά του.

Πέμπτη πρωὶ ἐγένετο συνέδριο στὴ Σμύρνη,
νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ περνᾶ τὴν νύχτα ἐκείνη.

Πρωὶ σὰν ἐξημέρωσε τούρκικα ροῦχα βάζει,
καὶ τότε τὸν ἡγούμενο ὁ ἅγιος προστάζει.

Ὅταν τὸν θανατώσουνε νὰ πάρῃ λείψανό του,
στοῦ Ἐσφιγμένου τὴν Μονὴ νὰ εἶναι βοηθός τους.

Εἰκόνα Ἀναστάσεως καὶ τὸ Σταυρὸ στὸ χέρι,
ἐτράβηξε ὁλοταχῶς στοῦ κριτηρίου μέρη.

Ὁ ὅσιος λέγει στὸν κριτὴ μὲ ἀνάγκασαν μὲ βία,
καὶ ἔγινα μωαμεθανὸς στὴν ψεύτικη θρησκεία.

Εἶμαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, κάνω ὁμολογία,
καὶ τὸ Σταυρὸ ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ ἔδειξε παῤῥησίᾳ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅπλο μου, τοὺς χριστιανοὺς θὰ σώσῃ,
θρησκεία σας καὶ ἄλλες πολλὲς θὰ τὶς καταῤῥακώσῃ.

Ἔδειξε καὶ ἀπ᾿ τὸν κόρφο του Ἀνάστασιν εἰκόνα,
ποὺ εἶναι Ἀνάστασις Χριστοῦ καὶ μένει στὸν αἰώνα.

Κριτὴς τὸν ἐκαλόπιανε, δὲν ἄκουγε καθόλου,
ἀπέρριψε θρησκεία τους, ποὺ εἶναι τοῦ διαβόλου.

Σὰν εἶδε τότε ὁ δικαστὴς Ἀγαθαγγέλου ἀνδρεία,
τὸν βάζει μέσ᾿ στὴν φυλακὴ καὶ δέρεται ἀγρία.

Προσεύχεται στὴ φυλακή, μετάνοιες καὶ νηστεία,
εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Εἴκοσι μέρες φυλακὴ καὶ εἶδε στὸ ὅραμά του,
πὼς ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ πορευθῇ κοντά του.

Συγκατάδικούς του ἔλεγε νὰ κάνουν ἱκεσία
σὰν μαρτυρίου ὑποστῇ σκληρὴ δοκιμασία.

Οἱ Τοῦρκοι ξημερώματα ἦρθαν καὶ τόνε παίρνουν,
καὶ πάλι στὸ κριτήριον εἰς τὸν κριτὴν τὸν φέρνουν.

Σὰν ὁ κριτὴς κατάλαβε τὴν σταθερότητά του,
νὰ καρατομηθῇ ἔδωσε διαταγὴ δικιά του.

Ἀμέσως τὸν ἁρπάξανε οἱ ἄγριοι οἱ Τοῦρκοι,
στὸ δρόμο τὸν ἐσέρνανε, ὅλοι μαζὶ μπουλούκι.

Μιὰ ἡμέρα τὸν ἐσύρανε, τὴν ἄλλη ἡμέρα τώρα,
θὰ ἀποκεφαλίζεται στὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα.

Πλήθη ἀνθρώπων ἐγέμισαν ἐξέδρα τοῦ θανάτου,
τέλος ἁγίου νὰ ἰδοῦν καὶ τὰ μαρτύριά του.

Ἐκεῖνος ἐφωτίζονταν, λαμπρὸ τὸ πρόσωπό του,
καὶ σὰν ἀθῶο πρόβατο εἰς τὸ μαρτύριό του.

Ἰμάμης τοῦρκος πρότεινε τὴν πίστι του νὰ ἀλλάξῃ,
ὅσιος πίστι στὸν Χριστὸ τότε εἶχε φυλάξει.

Εἰς τοὺς δημίους ἔλεγε μὲ μιὰ φωνὴ μεγάλη,
κτυπήσετε μὲ δύναμι, κόψετε τὸ κεφάλι.

Τότε μὲ ἀγριότητα καὶ τερατῶδες ὕφος,
ἔκοψε Ἁγίου κεφαλὴ μὲ δύναμι τὸ ξίφος.

Ἀγαθαγγέλου πέταξε στὸν οὐρανὸ ἡ ψυχή του,
καὶ ἔπεσαν τότε καταγῆς κεφάλι καὶ κορμί του.

Οἱ χριστιανοὶ ἐμάζευσαν αἷμα μὲ τὸ μαντήλι,
νὰ τὸ ἔχουνε γιὰ φυλαχτό, σὰν λάδι στὸ καντήλι.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὰ ἐγκαίνια ποὺ κάνει ἡ Ἐκκλησία,
ὀστᾶ μαρτύρων βάζουνε, μοιράζουν εὐλογία.

Στοῦ Ἐσφιγμένου τὴν Μονὴ τὸ ἅγιο λείψανό του
Ἀγαθαγγέλου βρίσκεται μὲ λόγο ἰδικόν του.

Στὴν ἴδια ἐκείνη τὴν Μονὴ διάκος λιγοπιστοῦσε,
τὸν ἅγιο Ἀγαθάγγελο δὲν ἁγιοτιμοῦσε.

Ἔλεγε ὅτι ἐσώθηκε, ἅγιος δὲν ἐγίνη,
μὰ τοῦ ἔδειξε ὁ ἅγιος πρέπει σωστὰ νὰ κρίνῃ.

Ἔβγαλε ἕνα ἐξόγκωμα στὸ ἀριστερό του μάτι,
πονοῦσε, δὲν κοιμότανε ἐπάνω στὸ κρεβάτι.

Τότε τὴν ἁμαρτία του ἔνιωσε μοναχός του,
κινδύνευε ὁ Γεράσιμος νὰ χάσῃ καὶ τὸ φῶς του.

Μὰ ἕνα βράδυ ὁ ἅγιος ἐπῆγε στὸ κρεβάτι
ἐκαθάρισε κι ἐγιάτρεψε τὸ πονεμένο μάτι.

Μετάνιωσε ὁ Γεράσιμος γιὰ τὸ ἁμάρτημά του,
ἔγινε τότε ἱερεὺς τὸν εἶχε βοήθειά του.

Βοήθεια νὰ σὲ ἔχουμε καὶ ἐγὼ ὁ βιογράφος,
συγχώρεσὲ με ἂν ἔκανα στὸ βίο σου ἕνα λάθος.