Ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη εἰς Κορίνθου ἐπαρχία,
πατέρας του Γεώργιος, μητέρα Ἀναστασία.
Ἐδιδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα στὸ σχολεῖο,
νὰ ἀποκτήσῃ ἤθελε τῶν μοναχῶν τὸ βίο.
Πῆγε στὸ Μέγα Σπήλαιο ἄξαφνα μίαν ἡμέρα,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχὸς κρυφὰ ἀπ᾿ τὸν πατέρα.
Τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας του, τὸν κάλεσε στὸ σπίτι,
διάβαζε Ἁγία Γραφή, δυνάμωνε στὴν πίστι.
Τὸν διορίζουν δάσκαλο Κορίνθου στὸ σχολεῖο,
καὶ ἕξι χρόνια ἀμισθὶ δίδασκε τὸ βιβλίο.
Ἀπόθανεν ὁ ἀρχιερεύς, ἐλυπηθῆκαν ὅλοι,
καὶ ἤθελαν ὁ Μακάριος νὰ κυβερνᾷ τὴν πόλι.
Κατάλαβε ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἐκαλοῦσε,
δὲν ἔφερε ἀντίρρησι σὲ ὅτι τοῦ ἐζητοῦσε.
Στὴν πόλι τότε ἔγραψαν γράμμα στὸν πατριάρχη,
ἀρχιερέας νὰ γενῇ, τὴν Κόρινθο νὰ ἄρχῃ.
Τὸν ἔκανε διάκονο, κατόπιν ἱερέα,
τὸν ἔστειλε στὴν Κόρινθο σωστὸ ἀρχιερέα.
Ἤτανε ταπεινόφρονας, δὲν εἶχε ὑπεροψία,
μὲ θεῖον ζῆλον κυβερνᾷ Κορίνθου Ἐκκλησία.
Ἐδίδασκε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ὡς στολίδι
ἀγάπη, πίστι στὸν Θεὸν κι ἐλπίδα δαχτυλίδι.
Τοὺς ἀναξίους ἱερεῖς βγάζει ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησία,
καὶ τοὺς ἀξίους ἄφησε γιὰ θεία λειτουργία.
Ὅμως αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἦν καταιγίδα τόση,
ποὺ πόλεμο ἀρχίσανε οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ρῶσοι.
Βλέποντας ὁ Μακάριος πόλεμο πρὶν ἀρχίσῃ,
στὴ Ζάκυνθο μὲ παρέα του εἴχανε ξεκινήσει.
Πρὶν φτάσουνε στὴ Ζάκυνθο ληστὲς μιὰ συμμορία,
τοὺς λήστεψαν, τοὺς πήρανε ὅλην περιουσία.
Τοὺς ἐχαρίσαν τὴν ζωή, ξεκίνησαν ὡραία,
στὴ Ζάκυνθο ἐφτάσανε μὲ τὸν ἀρχιερέα.
Οἱ κάτοικοι στὴ Ζάκυνθο τοὺς περιποιηθῆκαν,
Ἁγίου Διονυσίου λείψανο ἐπῆγαν κι ἐπροσκυνῆσαν.
Ὁ ὅσιος Μακάριος ἐπῆγε νὰ τιμήσῃ
τὸν Ἅγιο Γεράσιμο καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ.
Γύρισε ἀπὸ Κεφαλλονιά, ἡ μάχη εἶχε τελειώσει,
κι ἐπήγαινε στὴν Κόρινθο ποὺ εἴχανε γλιτώσει.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πάει.
καὶ κολλυβᾶδες μοναχούς, ἐμπρός του συναντάει.
Κἄπου εἶχαν μνημόσυνο μιὰ Κυριακὴν ἡμέρα,
καλέσαν τὸν Μακάριο νὰ παραστῇ ἐκεῖ πέρα.
Δὲν δέχτηκε ὁ Ἅγιος, τοὺς ἔστειλε ἕνα γράμμα,
πὼς οἱ κανόνες ἱεροὶ δὲν θέλουν τέτοιο πρᾶγμα.
Μνημόσυνο τὴν Κυριακὴ ποτὲ δὲν θὰ τελέσω,
καὶ τοὺς κανόνες ἱεροὺς θέλω νὰ ἐκτελέσω.
Χριστός μας ἀναστήθηκε τὴν Κυριακὴ ἡμέρα,
ἡμέρα ἦν χαρμόσυνη, ἡ λύπη κάνει πέρα.
Μνημόσυνα νὰ γίνονται ὅλη τὴν ἑβδομάδα,
ἐκτὸς ἡμέρα Κυριακῆς, εἶν᾿ τοῦ Θεοῦ ἀμνάδα.
Τὸ γράμμα αὐτὸ τοὺς μοναχοὺς εἶχε καυτηριάσει,
καὶ Μακαρίου ἐπιστολὴ στέλνουν στὸν πατριάρχη.
Ὁ πατριάρχης μοναχοὺς τότε ὑποστηρίζει,
τὸν Ἅγιο Μακάριο πολὺ τὸν φοβερίζει.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν περιπέτεια ὅσιος δὲν κλονίζει,
τὴν ἱερὰ παράδοσι πάντα ὑποστηρίζει.
Ἔλεγε σ᾿ ὅλη τὴν ζωή, πὼς δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ
τὴν Κυριακὴ μνημόσυνα κανένας νὰ τελέσῃ.
Ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα,
Χίο καὶ Πάτμο ἐγύρισε καὶ τὴν λοιπὴ Ἑλλάδα.
Ἀπὸ τὴν Πάτμο ἔφυγε, στὴν Κόρινθο πηγαίνει,
καὶ περιουσία πατρικὴ παίρνει καὶ διανέμει.
Ἔδωσε πλούτη στοὺς φτωχοὺς ποὺ ἦσαν στὴν Κορινθία,
ὑπόλοιπα τὰ ἔδωσε ὅλα στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἅγιος ἐσκέφτηκε ἀσκητικὰ νὰ ζήσῃ,
στὸ μοναστήρι μοναχὸς Θεὸν νὰ εὐχαριστήσῃ.
Τότε ἐπήγαινε παντοῦ, ἐταξίδευε μὲ πλοῖο,
ἀπὸ τὴν Σμύρνη ἔφυγε κι ἐπῆγε εἰς τὴν Χίο.
Οἱ Χιῶτες τὸν ἐβοήθησαν, ἔχτισε μοναστήρι,
καὶ ὅλοι τὸν παρακαλοῦν νὰ γίνῃ ἕνα χατίρι.
Τοῦ εἶπαν εἰς τὴν πόλι τους νὰ πάῃ νὰ κηρύξῃ,
καὶ ὀρθοδόξους χριστιανούς, ὅλους νὰ τοὺς στηρίξῃ.
Ἀπάντησε ὁ ἅγιος τότε μὲ παρρησία·
δὲν θέλω ὑπερηφάνεια, οὔτε κενοδοξία.
Εἰς τὸν Θεὸν θὰ ὁμιλῶ γιὰ ἐλαττώματά μου,
νὰ βλέπῃ τὶς κακίες μου, νὰ εἶναι βοηθὸς κοντά μου.
Ὅλος ὁ βίος του ἤτανε μιὰ συνεχὴς νηστεία,
δὲν ἔλεγε τὶ ἔκανε, δὲν εἶχε φαντασία.
Λίγες σταγόνες τοῦ λαδιοῦ ἔβαζε στὸ φαΐ του,
τὴν Κυριακὴ νὰ συντηρῇ γιὰ λίγο τὴν ζωή του.
Κρασὶ δὲν ἔβαζε ποτὲ εἰς τὸ δικόν του στόμα,
ἐφάρμοζε προστάγματα τοῦ ἱεροῦ κανόνα.
Ὁ πατριάρχης τὸν καλεῖ τὸν κόσμο νὰ διδάξῃ,
διὰ νὰ εἶναι στὸ Θεό, Μακάριος ἐντάξει.
Ἐκήρυττε τότε παντοῦ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
πὼς εἶναι ἡ ἀληθινὴ μόνο αὐτὴ θρησκεία.
Ἁπλῶν ἀνθρώπων τὶς ψυχὲς τὶς εἶχε κατακτήσει,
ποὺ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ εἶχε νὰ τοὺς μιλήσῃ.
Ἐδυνάμωνε τοὺς μάρτυρες μὴν ὀλιγοπιστήσουν,
ἐπήγαιναν στὸ μαρτύριο Χριστὸν νὰ ὁμολογήσουν.
Τὰ χρόνια του σὰν ἐπέρασαν ἔχασε τὴν ὑγεία,
ἐπαράλυσε τὸ χέρι του, τοὖρθε ἡμιπληγία.
Μῆνες ὀκτὼ ὁλόκληρους ἔμεινε στὸ κρεβάτι,
ὑπέφερε δὲν μπόρεσε γιὰ νὰ προσφέρῃ κάτι.
Καθημερινῶς τὰ μάτια του ἦσαν-ε βουρκωμένα,
ἔκλαιγε γι᾿ ἁμαρτίες του καὶ πάντα δακρυσμένα.
Οἱ μῆνες αὐτοὶ ἐπέρασαν μὲ τὴν ἀσθένειά του,
καὶ τότε τὸν ἐκάλεσε ὁ Κύριος κοντά του.
Χίλια ὀκτακόσια καὶ ὀκτὼ ἦταν ὁ θάνατός του,
ἐπῆγε μὲ τοὺς ἀσκητὲς νὰ εἶναι σύντροφός τους.
Γράφομε λίγα θαύματα τοῦ ὁσίου Μακαρίου,
ποὺ ἔγιναν εἰς τὴν ζωὴ καὶ θάνατον ἁγίου.
Στὴ Χίο ἦταν ἄρρωστη καὶ εἶχε παραλύσει,
μὲ εὐλογιὰ στὸ σῶμα της, ἀδύνατο νὰ ζήσῃ.
Τὸ χέρι της ἐσταύρωσαν μὲ κάλυμμα ἁγίου,
ἀμέσως ἔγινε καλὰ μὲ θαῦμα τοῦ ὁσίου.
Μιὰ κοπέλα δυστυχῶς τὴν εἶχε κυριεύσει
μέσα της πνεῦμα ἀκάθαρτο γιὰ νὰ τὴν καταστρέψῃ.
Ἐβλασφημοῦσε κι ἔβγαιναν φωνὲς ἀπὸ τὸ στόμα,
ὁ σατανᾶς τὴν παίδευε καὶ ὅλο της τὸ σῶμα.
Τὴν σταύρωσαν μὲ ἱερὸ λείψανο Μακαρίου,
κι ἐλευθερώθηκε καὶ αὐτὴ μὲ χάρι τοῦ Ἁγίου.
Ἤτανε ἕνας ἄνθρωπος νέος στὴν ἡλικία,
εἶχε ἀρρώστια ἀγιάτρευτη τὴν λέν᾿ ὑδρωπικία.
Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ,
γυναίκα του στὸν Ἅγιο χάρι εἶχε ζητήσει.
Τὸν σταύρωσε ὁ ἱερεὺς μὲ λείψανο Ἁγίου,
ὁ ὄγκος ἐδιάλυσε εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.
Μὲ φοβερὴ ἀσθένεια ἕνα παιδὶ πονοῦσε,
ἡ μύτη του ἦταν κόκκινη καὶ τὸν ἐτυραννοῦσε.
Ἦταν γεμάτος κρέατα πάντα ὁ οὐρανίσκος,
καὶ τὸ παιδὶ ὑπέφερε ποὺ ἦταν νεανίσκος.
Λέγεται «ὀκταπόδιον» ἡ φοβερὴ ἀρρώστια,
τὸ αἷμα ἔτρεχε πολύ, δὲν πιάνουν γιατροσόφια.
Τὸν ἐβασάνιζαν γιατροὶ τότε σαράντα ἡμέρες,
ἀρρώστια ποὺ εἶχε τὸ παιδὶ δὲν ἔπαιρνε φοβέρες.
Ἁγίου τότε ἐζήτησαν τὴν θεία βοηθεία,
καὶ τὸ παιδὶ εὑρέθηκε στὴ θεία Λειτουργία.
Ἀκαθαρσίες βγαίνουνε ἀπ᾿ τοῦ παιδιοῦ τὸ στόμα,
τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἡ μύτη του ἀκόμα.
Τέλος τὸ ἐσταύρωσε ὁ παππᾶς μὲ λείψανο τ᾿ ἁγίου,
καὶ ἔγινε τὸ παιδὶ καλὰ εἰς τὸ νησὶ τῆς Χίου.
Γυναίκα μία Χιώτισσα ἐχτύπησε μὲ λιθάρι,
στὸ μέτωπο τὸ αἷμα της ἔτρεχε σὰν ποτάμι.
Γιατροὶ ἀπελπιστήκανε, τὴν εἴχανε ἀφήσει,
εἶπαν νὰ ἐξομολογηθῇ, νὰ πάῃ νὰ κοινωνήσῃ.
Μιὰ μοναχὴ λεγότανε τότε Ἀγαθονίκη,
εἰς τὴν ἑτοιμοθάνατη τῆς ἔφερε τὴν νίκη.
Τῆς εἶπε νὰ ἐπικαλεσθῇ βοήθεια τοῦ ἁγίου,
τὸν ἐπικαλέσθηκε καὶ ἦταν εὐχὴ Κυρίου.
Τὴ νύχτα ποὺ ἐκοιμότανε, ὁ ἅγιος κάνει θαῦμα,
τοὺς ἐπιδέσμους ἔβγαλε ὁ ἴδιος ἀπ᾿ τὸ τραῦμα.
Ὦ Ἅγιε Μακάριε, δῶσε μας τὴν εὐχή σου,
γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ ὁ Θεός, κάνε τὴν προσευχή σου.
|