Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος

14 Ἀπριλίου

Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε Λιγούδιστα Ἀρκαδίας,
ὄνομα τοῦ πατέρα του τὸν λέγανε Ἠλία.

Μητέρα δὲν ἐγνώρισε γιατὶ εἶχε πεθάνει,
πατέρας του παντρεύτηκε, πῆρε γυναίκα ἄλλη.

Σὰν μητριὰ τὰ δύο παιδιὰ δείχνει ἀδιαφορία
ἀπὸ κοντά της φύγανε ἀπὸ στεναχωρία.

Ἔτσι ὁ πρῶτος ἀδερφὸς στὴν Τρίπολη πηγαίνει
σὲ τούρκικη οἰκογένεια τότε ὑπηρέτης μένει.

Ἐπῆγε καὶ ὁ Δημήτριος καὶ κάθησε κοντά του
καὶ ὁ μεγάλος ἀδερφὸς τὸν εἶχε συντροφιά του.

Μιὰ ἡμέρα ἐκεῖ ποὺ ἔχτιζαν, μάλωσαν τὸν Δημήτρη,
καὶ ὑπηρέτης ἔγινε σὲ ἄλλου Τούρκου σπίτι.

Δημήτρης ὅμως ἤτανε μικρὸς στὴν ἡλικία,
καὶ δυστυχῶς ἀρνήθηκε χριστιανικὴ θρησκεία.

Μὲ τούρκικα ἐνδύματα ἔντυσαν τὸ Δημήτρη,
καὶ πῆγε ἐκεῖ ὁ ἀδερφὸς γιὰ νὰ τὸν συναντήσῃ.

Τότε ἀντὶ νὰ λυπηθῇ διὰ τὸν ἀδερφό του,
ζήλεψε Τοῦρκος ἔγινε, ξεχνάει τὸ Χριστό του.

Λυπήθηκε σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ δύστυχος πατέρας,
νὰ συναντήσῃ τὰ παιδιὰ ἐπῆγε μίαν ἡμέρα.

Σὰν τὄμαθε Δημήτριος τότε ἀπ᾿ τὴν ντροπή του,
πατέρας του δὲν θέλησε νὰ μάθῃ ἄρνησί του.

Σὲ ἕνα μέρος κρύφτηκε καὶ ἤτανε κλεισμένος,
πατέρας δὲν τὸν ἔβρισκε κι ἦταν δυστυχισμένος.

Θέλει νὰ φύγῃ ὁ ἅγιος ἀπὸ τοῦ Τούρκου σπίτι,
γιατὶ αἰτία ἔγινε νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι.

Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ Τούρκου ἦταν κουρέα,
καὶ δοῦλος ὁ Δημήτριος, τοὺς ἔκανε παρέα.

Ἐκεῖ ἀνταμώνει χριστιανοὺς ποὺ πήγαιναν στὴ Σμύρνη,
μαζί τους τότε ἔφυγε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Στὴ Μαγνησία ἔφθασε, ὅπου ἦσαν γνωστοί του,
τότε σὲ ἕνα ἔμεινε γιὰ συντροφιὰ μαζί του.

Θέλει νὰ βρῇ πνευματικό, νὰ εἰπῇ τὴν ἁμαρτία,
ποὺ μὲ τοὺς Τούρκους δέχθηκε τὴν βρομερὴ θρησκεία.

Σ᾿ αὐτὸν ποὺ φιλοξένησε Δημήτριο στὸ σπίτι,
ὅλην τὴν ἱστορία του ὁ Μάρτυς ἐδιηγήθη.

Στὸ μέρος τῶν Κυδωνιῶν ἔστειλε τὸν Δημήτρη,
νὰ εἰπῇ εἰς τὸν ἡγούμενο πῶς ἄλλαξε τὴν πίστι.

Τοῦ ἡγουμένου εἶχε πεῖ τότε τὴν ἁμαρτία,
τὸν μύρωσε· ἡ συνείδησι εὑρῆκε ἡσυχία.

Εἰς τοῦ Προδρόμου τὴν Μονὴ ἐπῆγε νὰ προσκυνήσῃ,
παρακαλεῖ τὸν ἅγιο γιὰ νὰ τόνε βοηθήσῃ.

Ἄναψε πόθος μέσα του, θέλει νὰ μαρτυρήσῃ,
μεγάλο λάθος ἔκανε καὶ θέλει νὰ τὸ σβήσῃ.

Σὰν εἶπε σὲ ἕνα φίλο του μαρτύριο πὼς βάζει
ἀπὸ μαρτυρολόγιο ἐκεῖνος τοῦ διαβάζει.

Σὰν ἄκουσε ὁ Δημήτριος πίστι Νεομαρτύρων,
τότε ἡ καρδιά του ἄναψε κι ἐφλόγιζε τριγύρω.

Χρυσὴ κανδήλα κρέμασε στὸν Πρόδρομο Ἰωάννη,
ποὺ τὸν ἐπαρακάλεσε, βοήθεια νὰ τοῦ κάνῃ.

Σὰν εἶπε στὸν ἡγούμενο θέλει νὰ μαρτυρήσῃ,
στὴ Χίο σὲ πνευματικό, τοὖπε νὰ βρῇ τὴν λύσι.

Τὸν ἐδέχθη ὁ πνευματικὸς μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγάπη,
καὶ τοῦ ἐφανέρωσε σκοπὸ κι αὐτὰ ποὺ εἶχε πάθει.

Κατόπιν τὸν ἐπήνεσε διὰ τὴν προθυμία,
ποὺ θυσιάζει τὴν ζωὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Τοῦ εἶπε ἡ ἐξομολόγησις σβήνει τὴν ἁμαρτία,
ἀνθρώπους πρῴην ἁμαρτωλοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.

Τοῦ ἔφερε ὡς παράδειγμα Ἀπόστολο τὸν Πέτρο,
νὰ κανονίσῃ καὶ αὐτὸς τὸ ἰδικόν του μέτρο.

Μπορεῖς λοιπὸν νὰ βρῇς κι ἐσὺ τόπο καὶ ἡσυχία,
καὶ τότε μὲ μετάνοια θὰ σβήσῃς ἁμαρτία.

Τοῦ πετεινοῦ σὰν ἄκουσε ὁ Πέτρος τὴν φωνή του,
ἔκλαιγε δάκρυα πικρὰ σὲ ὅλη τὴν ζωή του.

Ὅμως καὶ τὸ μαρτύριον πάρα πολὺ ἀξίζει,
ἀνώτερο ἀπὸ μετάνοια Χριστὸς τὸ ἀναγνωρίζει.

Σὲ βλέπω ὅμως νεαρὸ πολὺ στὴν ἡλικία,
ἀντὶ γιὰ τὸ μαρτύριο κάνε ἔργα μετανοίας.

Ἄκουσε θεῖες συμβουλὲς ἀπ᾿ τὸν πνευματικό του,
μὰ ὅμως ὁ Δημήτριος μαρτύριο εἶχε σκοπό του.

Ζήτησε τοῦ πνευματικοῦ νὰ τὸν παρηγορήσῃ,
εἰς τὸν Μοριᾶ νὰ πορευθῇ, Χριστὸν νὰ ὁμολογήσῃ.

Λευκοντυμένο ἅγιο εἶδε στὴν προσευχή του,
τοῦ εἶπε στὸν ἀγώνα του πὼς θὰ ἦταν μαζί του.

Πάλι ἐξομολογήθηκε μὲ μάτια τῶν δακρύων,
καὶ τότε ἐκοινώνησε Ἀχράντων Μυστηρίων.

Εἰς τὸ χωριὸ σὰν ἔφθασε, ἐπῆγε στὸν κουρέα,
στὸν πρῴην του ἀφεντικὸ ποὺ ἔκαναν παρέα.

Τοὺς εἶπε ὁ Δημήτριος· γι᾿ αὐτὸ ἦρθα ἐδῶ πάλι
νὰ μαρτυρήσω τὸ Χριστό, νὰ κόψουν τὸ κεφάλι.

Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἁρπάξανε, τὸν πᾶν᾿ στὸν ἡγεμόνα,
ἄκουσε τὸν Δημήτριο, τοῦ ἔβαλε κανόνα.

Ὑπόσχεσι εἰς τὴν ἀρχὴ ἀρχίζει κολακεῖες,
εἶδε πὼς δὲν μετανοεῖ, τοῦ βάζει τιμωρίες.

Ὁ δικαστὴς τοῦ ἔλεγε νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι,
μὰ ὁ Δημήτριος θαρρετὰ ὀρθὰ ἀπολογήθη.

Τοὺς εἶπε· εἶμαι χριστιανός, τὴν πίστι δὲν ἀλλάζω,
σὲ πρόσκαιρα μαρτύρια ποτὲ δὲν δειλιάζω.

Ἄγριος ἦν ὁ ἀγαρηνὸς στὴν ὄψι καὶ στὴ γνώμη,
σὲ δικαστὴ ἀνώτερο τὸν ὁδηγεῖ ἀκόμη.

Τὰ λόγια καὶ φοβέρες τους δὲν κάμπτουν τὸν Δημήτρη,
τοῦ εἶπε πὼς Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι.

Ὁ δικαστὴς ἀπόρησε μὲ γενναιότητά του,
ἀπελπισμένος βρέθηκε ἡ ἐξοχότητά του.

Τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν φοβερίσουν,
καὶ ἂν δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστὸν νὰ ἀποκεφαλίσουν.

Τὸ ἄκουσε ὁ Δημήτριος ποὺ ἤτανε δεμένος,
καὶ γελαστὸς στὸ πρόσωπο, ἦν εὐχαριστημένος.

Στὸ δρόμο μαρτυρίου του ὁ Δημήτριος φωνάζει,
Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦ δέεται καὶ δοξάζει.

Δίνει τρία κτυπήματα εἰς τὴν διαταγή του,
τοῦ Δημητρίου νὰ κοπῇ εὐθὺς ἡ κεφαλή του.

Δήμιος πρῶτο κτύπημα στὴν κεφαλή του βάνει,
ἀμέσως ὁ Δημήτριος τὴν προσευχή του κάνει.

Τὸ «Μνήσθητί μου Κύριε» σὰν τὸ ληστὴ φωνάζει,
καὶ δεύτερο τώρα κτύπημα δήμιος ἑτοιμάζει.

Ράπισμα δίνει ὁ δήμιος στὸν Ἅγιο Δημήτρη,
σὰν ἄκουσε τὴν προσευχὴ εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.

Στὸ δεύτερο τὸ κτύπημα τὸ ἐπαναλαμβάνει,
τὸ «Μνήσθητί μου Κύριε», εἶπε προτοῦ πεθάνῃ.

Ὅμως τὴν τίτη τὴν φορὰ ἁγία κεφαλή του,
ἔμεινε πιὰ ἀμίλητος παρέδωσε ψυχή του.

Ἡ ὥρα τρίτη ἤτανε, δέκα καὶ τρεῖς τ᾿ Ἀπρίλη,
ποὺ ἡ ψυχή του ἔγινε ἀκοίμητο καντήλι.

Ὁ βιογράφος Ζηλωτὴς ἤτανε τῶν Ἁγίων
καὶ ἔγραψε τοῦ Δημήτριου ἀπὸ ἀρχῆς τὸν βίο.

Τὸ αἷμα του οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ λείψανό του,
τὸ πήρανε στὸ σπίτι τους, νὰ τὸ ἔχουν φυλαχτό τους.

Πολλοὶ ἐθεραπεύθησαν ποὺ ἦσαν ἀρρωστημένοι,
τὸ ἅγιον τὸ αἷμα του φάρμακο εἶχε γίνει.

Τὸ ἱερόν του λείψανο θαύματα εἶχε κάνει,
τὸν ἔβλεπαν οἱ χριστιανοὶ ποὺ εἶχεν ἀποθάνει.

Σὲ λίγη ὥρα ποὺ ἔκοψαν ἁγία κεφαλή του,
ἀνοίξανε τὰ μάτια του, σὰν ζωντανὴ ἡ μορφή του.

Ἤτανε ροδοκίτρινο, λαμπρὸ τὸ πρόσωπό του,
ὁ ἅγιος χαρούμενος ἔδωσε ἑαυτόν του.

Καὶ ἄλλο θαῦμα οἱ χριστιανοὶ στὸ λείψανο κοιτοῦσαν,
λευκοφοροῦν νέοι ἄνθρωποι, στὴ γῆ δὲν ἐπατοῦσαν.

Ἕνα καὶ περισσότερο μέτρο ἀπ᾿ τὴν γῆ ἐπάνω,
τὸ λείψανο ἐψάλλανε εἰς πεῖσμα τῶν τυράννων.

Τρία ἡμερονύκτια ἔλαμπε σὰν τὸ χιόνι,
οἱ Τοῦρκοι εἶπαν νὰ καῇ, τὴν πίστι τους τυφλώνει.

Οἱ χριστιανοὶ μὲ χρήματα τότε τὸ ἀγοράσαν,
τὸ πήρανε ἐλεύθερο καὶ τὸ ἐναταφιάσαν.

Ἕνα παιδὶ ἀρρώστησε βαριὰ γιὰ νὰ πεθάνῃ,
τοῦ ἁγίου τὸ πουκάμισο τὴν θεραπεία κάνει.

Μιὰ γυναίκα ἤτανε τυφλὴ στὸ ἕνα μάτι,
αἷμα ἁγίου ἐπλύθηκε κι εἶναι χαρὰ γεμάτη.

Ὦ, Ἅγιε Δημήτριε, γενναῖο παλληκάρι,
ἀρρώστους σὺ ὑγίαινε, εἶσαι Μοριᾶ καμάρι.