14 Ἀπριλίου
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε Λιγούδιστα Ἀρκαδίας, Μητέρα δὲν ἐγνώρισε γιατὶ εἶχε πεθάνει, Σὰν μητριὰ τὰ δύο παιδιὰ δείχνει ἀδιαφορία Ἔτσι ὁ πρῶτος ἀδερφὸς στὴν Τρίπολη πηγαίνει Ἐπῆγε καὶ ὁ Δημήτριος καὶ κάθησε κοντά του Μιὰ ἡμέρα ἐκεῖ ποὺ ἔχτιζαν, μάλωσαν τὸν Δημήτρη, Δημήτρης ὅμως ἤτανε μικρὸς στὴν ἡλικία, Μὲ τούρκικα ἐνδύματα ἔντυσαν τὸ Δημήτρη, Τότε ἀντὶ νὰ λυπηθῇ διὰ τὸν ἀδερφό του, Λυπήθηκε σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ δύστυχος πατέρας, Σὰν τὄμαθε Δημήτριος τότε ἀπ᾿ τὴν ντροπή του, Σὲ ἕνα μέρος κρύφτηκε καὶ ἤτανε κλεισμένος, Θέλει νὰ φύγῃ ὁ ἅγιος ἀπὸ τοῦ Τούρκου σπίτι, Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ Τούρκου ἦταν κουρέα, Ἐκεῖ ἀνταμώνει χριστιανοὺς ποὺ πήγαιναν στὴ Σμύρνη, Στὴ Μαγνησία ἔφθασε, ὅπου ἦσαν γνωστοί του, Θέλει νὰ βρῇ πνευματικό, νὰ εἰπῇ τὴν ἁμαρτία, Σ᾿ αὐτὸν ποὺ φιλοξένησε Δημήτριο στὸ σπίτι, Στὸ μέρος τῶν Κυδωνιῶν ἔστειλε τὸν Δημήτρη, Τοῦ ἡγουμένου εἶχε πεῖ τότε τὴν ἁμαρτία, Εἰς τοῦ Προδρόμου τὴν Μονὴ ἐπῆγε νὰ προσκυνήσῃ, Ἄναψε πόθος μέσα του, θέλει νὰ μαρτυρήσῃ, Σὰν εἶπε σὲ ἕνα φίλο του μαρτύριο πὼς βάζει Σὰν ἄκουσε ὁ Δημήτριος πίστι Νεομαρτύρων, Χρυσὴ κανδήλα κρέμασε στὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, Σὰν εἶπε στὸν ἡγούμενο θέλει νὰ μαρτυρήσῃ, Τὸν ἐδέχθη ὁ πνευματικὸς μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγάπη, Κατόπιν τὸν ἐπήνεσε διὰ τὴν προθυμία, Τοῦ εἶπε ἡ ἐξομολόγησις σβήνει τὴν ἁμαρτία, Τοῦ ἔφερε ὡς παράδειγμα Ἀπόστολο τὸν Πέτρο, Μπορεῖς λοιπὸν νὰ βρῇς κι ἐσὺ τόπο καὶ ἡσυχία, Τοῦ πετεινοῦ σὰν ἄκουσε ὁ Πέτρος τὴν φωνή του, Ὅμως καὶ τὸ μαρτύριον πάρα πολὺ ἀξίζει, Σὲ βλέπω ὅμως νεαρὸ πολὺ στὴν ἡλικία, Ἄκουσε θεῖες συμβουλὲς ἀπ᾿ τὸν πνευματικό του, Ζήτησε τοῦ πνευματικοῦ νὰ τὸν παρηγορήσῃ, Λευκοντυμένο ἅγιο εἶδε στὴν προσευχή του, Πάλι ἐξομολογήθηκε μὲ μάτια τῶν δακρύων, Εἰς τὸ χωριὸ σὰν ἔφθασε, ἐπῆγε στὸν κουρέα, Τοὺς εἶπε ὁ Δημήτριος· γι᾿ αὐτὸ ἦρθα ἐδῶ πάλι Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἁρπάξανε, τὸν πᾶν᾿ στὸν ἡγεμόνα, Ὑπόσχεσι εἰς τὴν ἀρχὴ ἀρχίζει κολακεῖες, Ὁ δικαστὴς τοῦ ἔλεγε νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι, Τοὺς εἶπε· εἶμαι χριστιανός, τὴν πίστι δὲν ἀλλάζω, Ἄγριος ἦν ὁ ἀγαρηνὸς στὴν ὄψι καὶ στὴ γνώμη, Τὰ λόγια καὶ φοβέρες τους δὲν κάμπτουν τὸν Δημήτρη, Ὁ δικαστὴς ἀπόρησε μὲ γενναιότητά του, Τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν φοβερίσουν, Τὸ ἄκουσε ὁ Δημήτριος ποὺ ἤτανε δεμένος, Στὸ δρόμο μαρτυρίου του ὁ Δημήτριος φωνάζει, Δίνει τρία κτυπήματα εἰς τὴν διαταγή του, Δήμιος πρῶτο κτύπημα στὴν κεφαλή του βάνει, Τὸ «Μνήσθητί μου Κύριε» σὰν τὸ ληστὴ φωνάζει, Ράπισμα δίνει ὁ δήμιος στὸν Ἅγιο Δημήτρη, Στὸ δεύτερο τὸ κτύπημα τὸ ἐπαναλαμβάνει, Ὅμως τὴν τίτη τὴν φορὰ ἁγία κεφαλή του, Ἡ ὥρα τρίτη ἤτανε, δέκα καὶ τρεῖς τ᾿ Ἀπρίλη, Ὁ βιογράφος Ζηλωτὴς ἤτανε τῶν Ἁγίων Τὸ αἷμα του οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ λείψανό του, Πολλοὶ ἐθεραπεύθησαν ποὺ ἦσαν ἀρρωστημένοι, Τὸ ἱερόν του λείψανο θαύματα εἶχε κάνει, Σὲ λίγη ὥρα ποὺ ἔκοψαν ἁγία κεφαλή του, Ἤτανε ροδοκίτρινο, λαμπρὸ τὸ πρόσωπό του, Καὶ ἄλλο θαῦμα οἱ χριστιανοὶ στὸ λείψανο κοιτοῦσαν, Ἕνα καὶ περισσότερο μέτρο ἀπ᾿ τὴν γῆ ἐπάνω, Τρία ἡμερονύκτια ἔλαμπε σὰν τὸ χιόνι, Οἱ χριστιανοὶ μὲ χρήματα τότε τὸ ἀγοράσαν, Ἕνα παιδὶ ἀρρώστησε βαριὰ γιὰ νὰ πεθάνῃ, Μιὰ γυναίκα ἤτανε τυφλὴ στὸ ἕνα μάτι, Ὦ, Ἅγιε Δημήτριε, γενναῖο παλληκάρι, |