Μορφώνεται ὁ χριστιανὸς στοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
ψυχή του κατανύγεται στὸν ἰδικόν τους βίο.
Τὸν ὅσιο Γρηγόριο τὸν λένε Σιναΐτη,
διότι στὸ Ὄρος τὸ Σινᾶ προσκύνησε μὲ πίστι.
Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ Λούκουλο στὴν Ἀσία,
γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ εἶχαν περιουσία.
Ἔτσι ὁ μικρὸς Γρηγόριος ἀπὸ μικρὸς στὸ σπίτι,
ἔμαθε ἀπὸ τοὺς γονεῖς γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Τότε μεγάλη συμφορὰ ἔπεσε στὴν Ἀσία,
οἱ Τοῦρκοι οἱ Ἀγαρηνοὶ κάνουν λεηλασία.
Αἰχμάλωτους ἀπήγαγαν Γρηγόριο καὶ γονεῖς του,
σκλάβους νὰ τοὺς πουλήσουνε, τοὺς πήρανε μαζί τους.
Γονεῖς καὶ ὁ Γρηγόριος πῆγαν στὴν Ἐκκλησία,
νὰ τοὺς γλιτώσῃ ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὴν αἰχμαλωσία.
Σὰν ἄκουσαν τὴν προσευχὴ ἐκκλησιαζομένοι,
πολὺ ἐσυγκινήθηκαν, εἶν᾿ ἀποφασισμένοι.
Τυρράνους νὰ πληρώσουνε, ἀργύρια νὰ δώσουν,
Γρηγόριο καὶ τοὺς γονεῖς νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν.
Λύτρα ἐδῶσαν χριστιανοὶ εἰς τὴν Λαοδικεία,
Γρηγόριος καὶ οἱ γονεῖς βρῆκαν ἐλευθερία.
Κατόπιν ὁ Γρηγόριος πρὸς Κύπρο ταξιδεύει,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχὸς καὶ γέροντα γυρεύει.
Μοναχικὸ τὸ ἔνδυμα γέροντας τόνε ντύνει,
χωρὶς κανονικὴ κουρὰ Γρηγόριο ἀφήνει.
Ἀπὸ τὴν Κύπρο ἔφυγε καὶ στὸ Σινᾶ πηγαίνει,
νηστεύει καὶ προσεύχεται, ἀκολουθία ψέλνει.
Λίγο νεράκι καὶ ψωμὶ περνοῦσε πᾶσα ἡμέρα,
ἀηδονιοῦ εἶχε φωνή, ἔψαλε τὴν φλογέρα.
Μητέρα ἦν τῶν ἀρετῶν ἡ ταπεινοφροσύνη,
μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοή, ἀπέκτησε καὶ ἐκείνη.
Τὸ βράδυ πάντα ἔκλεινε τὶς πόρτες στὸ κελί του,
καὶ προσευχόταν στὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.
Διάβαζε μὲ εὐλάβεια, εἶχε φιλομαθεία,
εἰς τὴν Ἁγία τὴν Γραφὴ κι Ἁγίων τὰ βιβλία.
Τὸν ζήλεψε ὁ σατανᾶς· γιὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ,
πείραξε ἄλλους μοναχούς, τὸν εἴχανε φθονήσει.
Ἐνάρετος ὁ Γρηγόριος, παγίδες ἐχθροῦ σβήνει,
τὴ νύχτα φεύγει ξαφνικὰ καὶ τὴν Μονὴ ἀφήνει.
Ἐπῆρε τὸ Γεράσιμο ἐτότε μαθητή του,
Ἁγίους Τόπους προσκυνοῦν, νἆν᾿ ὁ Θεὸς μαζί τους.
Καλοὺς Λιμένας ἐτράβηξαν, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Κρήτη,
εὑρῆκαν ἕνα σπήλαιο, τὸ εἴχανε γιὰ σπίτι.
Ἐκεῖ περνοῦσαν τὸν καιρὸ μὲ προσευχή, νηστεία,
λίγο νερό, λίγο ψωμί, κι ἐδιάβαζαν βιβλία.
Εὑρῆκε ἕνα γέροντα, Ἀρσένιο ὄνομά του,
καὶ ὠφελήθηκε πολὺ μὲ λόγια θεϊκά του.
Νὰ ἔχῃ «φυλακὴ νοὸς» λέγει τοῦ Γρηγορίου,
καὶ τὴν καρδίαν καθαράν, δοσμένη τοῦ Κυρίου.
Γιὰ νὰ νικᾶ τὸ διάβολο, νὰ κάνῃ προσευχή του,
νὰ εἶναι κατανυκτική, νἄχῃ ταπείνωσί του.
Τὰ λόγια αὐτὰ θεμέλιωσαν πίστι τοῦ Γρηγορίου,
ποὺ Ἀρσένιος τοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου.
Ἀπὸ τὴν Κρήτη ἔφυγε, στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πάει,
πολλοὺς ἐνάρετους μοναχοὺς ἐκεῖ τοὺς συναντάει.
Ὁ βιογράφος Κάλλιστος ποὺ ἦταν μαθητής του,
στὸν Ἅγιο Γρηγόριο γράφει γιὰ τὴν μορφή του.
Ἀπ᾿ τὸ κελί του ἔβγαινε μετὰ τὴν προσευχή του,
ἐστόλιζε φωτοστέφανο πάντα τὴν κεφαλή του.
Ἐδίδασκε ὁ Γρηγόριος τότε τοὺς Ἁγιορεῖτες
ποὺ ἔρχονταν καὶ τὸν ἄκουγαν ἀπὸ μονὲς καὶ σκῆτες.
Προσέχετε μικρόβιο τῆς ὑπερηφανείας,
μὴν κατοικήσῃ μέσα σας καρπὸς τῆς ἁμαρτίας.
Θερμῶς νὰ προσευχόμεθα, νὰ εἴμεθα κοντά του,
νὰ ἐκτελοῦμε τοῦ Χριστοῦ ἅγιο θέλημά του.
Νὰ ἔχετε συναίσθησι γιὰ ἁμαρτήματὰ σας,
καὶ τότε ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ βρίσκεται κοντὰ σας.
Ὁ σατανᾶς ποὺ ἔβλεπε τὸ ἔργο του νὰ ἀκμάζῃ,
πάλι τὸν φθόνο στὶς καρδιὲς τῶν μοναχῶν τοὺς βάζει.
Καὶ δίνει πάλι ὁ Ἅγιος στὸ σατανᾶ τὴν λύπη,
ἤρεμος καὶ γαλήνιος μονὴν ἐγκαταλείπει.
Πῆγε σὲ τόπο ἔρημο, μονῆς Σίμωνος Πέτρα,
ἐνίκησε τὸ διάβολο, ποὺ εἶχε δικά του μέτρα.
Καὶ τώρα λίγα γράφομε ἀπὸ τὴν ὁμιλία,
ποὺ ἔκανε στοὺς μοναχοὺς τότε διδασκαλία.
Ἡ ἡσυχία καὶ ἡ προσευχὴ τὸ νοῦν πάντα αὐξάνει,
μὲ πρώτη τὴν ὑπακοὴ πρώτη ἀπ᾿ ὅλες βάνει.
Τὸ πένθος καὶ τὰ δάκρυα εἶναι ἡ ἐργασία,
διὰ τὸν κάθε χριστιανὸ ποὺ θέλει σωτηρία.
Μὴν σταματᾶ ἡ προσευχή, τὸ ἐπαναλαμβάνει,
ποὺ καθαρίζεται ὁ νοῦς καὶ θεῖον φῶς λαμβάνει.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ,
ἐλέησὸν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Νὰ ἐπαναλαμβάνετε, μὴν σταματᾶ καθόλου,
μ᾿ αὐτὴν νικᾶ ὁ χριστιανὸς τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ἂν ἴσως μὲ τὴν προσευχὴ κουράζονται οἱ ὦμοι,
ὅμως διὰ τὸν Κύριον ὑπόμεινον ἀκόμη.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίνεται στοὺς ἀνθρώπους,
ἐκεῖνοι ποὺ γιὰ Κύριον βιάζουν ἑαυτόν τους.
Πατέρες λέν᾿ νὰ κάνωμε τὴν προσευχὴ μὲ στόμα,
καὶ ἄλλοι συμβουλεύουνε καὶ μὲ τὸ νοῦν ἀκόμα.
Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶ τὸν εἶχε μαθητή του,
καὶ ἔφθασε τὸ τέλος του γιὰ ἀναχώρησί του.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς ἕξι Ἀπριλίου,
νὰ ἔχωμε τὴν εὐχούλα του, Ὁσίου Γρηγορίου.
|