Νικήτα ὁμολογητὴ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία,
ποὺ εἶναι ἀστέρι λαμπερὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γέννημα τῆς Καισάρειας καὶ τῆς Καππαδοκίας,
ἔγινε ὁμολογητὴς θερμὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Φιλάρετο τὸν ἔλεγαν ἁγίου τὸν πατέρα,
τὸ ὄνομά της ἄγνωστο ποὺ εἶχε ἡ μητέρα.
Γιατὶ μόλις γεννήθηκε εἰς τὴν ὀγδόη μέρα,
τὸν ἄφησε καὶ πέθανε δική του ἡ μητέρα.
Τὸν πῆρε, τὸν ἀνέθρεψε ἡ στοργικὴ γιαγιά του,
ἀπὸ μικρὸς φαινότανε γιὰ τὴν εὐσέβειά του.
Ἔγινε δώδκα χρονῶν τότε στὴν ἡλικία,
τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του μέρος περιουσίας.
Ἔδωσε ὁ Φιλάρετος πτωχοὺς καὶ Ἐκκλησία,
ὑπόλοιπο ποὺ ἔμεινε ἀπὸ περιουσία.
Ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Καισάρεια, Φιλάρετος πηγαίνει
σὲ μοναστήρι γύρεψε καλόγερος νὰ γένῃ.
Σὲ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ πέρασε τὴν ζωή του,
καὶ μὲ μοναχικὴ ζωὴ ἔσωσε τὴν ψυχή του.
Καὶ ὁ Νικήτας ἔφυγε κοντὰ ἀπ᾿ τὴν γιαγιά του,
τὸν πῆρε ὁ ἐπίσκοπος κι ἐκάθησε κοντά του.
Τὸν εἶδε, ἦταν φρόνιμος, κάνει χειροθεσία,
καὶ ἀναγνώστης ἔγινε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Τότε ὁ Νικήτας διάβαζε τὰ ἱερὰ βιβλία,
καὶ ἔδειξε εἰς τὴν μάθησιν μεγάλην εὐφυΐα.
Ὁ Νικήτας ἐμιμήθηκε παράδειγμα πατέρα,
καὶ ἀπ᾿ τὸν κόσμο ἔφυγε καὶ ἐκεῖνος μιὰν ἡμέρα.
Ἐθέρμανε τὴν πίστι του, ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν πόλι,
κι ἐπῆγε σ᾿ ἕνα σπήλαιο νὰ μὴν τὸν ξέρουν ὅλοι.
Ἐκεῖ ἦταν ἕνας μοναχός, Στέφανος τ᾿ ὄνομά του,
Νικήτας τὸν ἀντάμωσε, τὸν εἶχε συντροφιά του.
Τὸν δίδαξε ὁ Στέφανος διὰ νὰ καταλάβῃ,
ἀφήνει κοσμικὴ ζωή, μοναχικὴ νὰ λάβῃ.
Κατόπιν τὸν ὡδήγησε σὲ ἕνα μοναστήρι,
ποὺ Νικηφόρος γέροντας μαζὶ καὶ καλογῆροι.
Ὁ Νικηφόρος θαύμασε πολὺ τὴν ἀρετή του,
καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι τὸν κάλεσε μαζί του.
Ταράσιος τότε ἤτανε εἰς τὸ Πατριαρχεῖο,
καὶ τὸν Νικήτα ἐθαύμασε γιὰ ίδικόν του βίο.
Ἀμέσως τὸν χειροτονεῖ, τὸν κάνει ἱερέα,
μὲ Νικηφόρο ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Μονὴ ὡραία.
Τὸν ἔκανε διευθυντὴ μέσα στὸ μοναστήρι,
Νικήτας ἐδιεύθυνε ὅλους τοὺς καλογήρους.
Δὲν ἤτανε ἐγωιστής, ταπείνωσι εἶχε πάρει,
δυνάμεις πάντα ἔπαιρνε ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.
Περνοῦσε τὴν ἡμέρα του πάντοτε μὲ νηστεία,
μὲ προσευχή, μὲ διδαχή, μὰ καὶ μὲ ἐργασία.
Χάρισμα προορατικὸ εἶχε μὲ θεία χάρι,
θαυματουργοῦσε ἔπειτα Χριστοῦ τὸ παλληκάρι.
Ἄλαλο ἦν ἕνα παιδί, τὸ πῆγαν οἱ γονεῖς του,
καὶ στὸ Νικήτα δέονται νὰ κάνῃ προσευχή του.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσε Νικήτας ἱκεσία,
τότε στὸ ἄλαλο παιδὶ ἦρθε ἡ ὁμιλία.
Εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεὸ καὶ ἅγιον οἱ γονεῖς του,
θαῦμα μεγάλο ἔγινε μετὰ τὴν προσευχή του.
Κάποτε ἕνας μοναχὸς ἐπῆγε στὸ κελί του,
ὁ διάβολος δὲν ἤθελε, ἔβαλε τὸ κεντρί του.
Εἰς τοῦ Νικήτα εἴσοδο παρουσιάσθη φίδι,
γιὰ νὰ τρομάξῃ ὁ μοναχὸς καὶ μακριὰ νὰ φύγει.
Ὁ ὅσιος κατάλαβε πλεκτάνη τοῦ διαβόλου,
μὲ προσευχὴ τὸ ἔδιωξε, δὲν τρόμαξε καθόλου.
Μιὰ μέρα πῆγε στὴ μονὴ ἕνας δαιμονισμένος,
καὶ κόσμος ἔξω ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν συγκεντρωμένος.
Ἔβγαζε ἄγριες φωνὲς καὶ σπαραγμοὺς ἀκόμη,
ὅλος ὁ κόσμος τρόμαξε ποὺ ἦταν ἐκεῖ στοὺς δρόμους.
Δαιμονισμένος προσπαθεῖ τὴν πόρτα νὰ ἀνοίξῃ,
ποὺ ἀγρυπνοῦσαν μοναχοὶ καὶ ἡ πόρτα εἶχε κλείσει.
Στὴν πόρτα ἐβγῆκε ὁ ἅγιος, τὸν ἄνθρωπο σταυρώνει,
ἔφυγε τὸ δαιμόνιο καὶ τὸν ἐλευθερώνει.
Κατάμαυρο τὸν ἔνθρωπο τὸν εἴδανε οἱ ἀνθρῶποι,
ἔφυγε καὶ ἠρέμησαν, ἄρρωστος καὶ ἀνθρῶποι.
Ἦταν πολλὰ τὰ θαύματα Νικήτα τοῦ ἁγίου,
ποὺ εἶχε χάρι τοῦ Θεοῦ Πνεύματος παναγίου.
Τότε ποὺ ζοῦσε ὁ Ἅγιος δὲν ἦταν ἡσυχία,
ἤτανε τότε αἵρεσις καὶ εἰκονομαχία.
Ὁ Νικήτας ἐπολέμησε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
νὰ σταματήσῃ ἡ αἵρεσις καὶ ἡ εἰκονομαχία.
Ἐνόμιζαν οἱ αἱρετικοὶ πὼς εἰδωλολατρία
ἦταν σὰν προσκυνούσανε εἰκόνα τὴν ἁγία.
Τοὺς ἔλεγαν οἱ χριστιανοί· τὸ πρόσωπο τιμοῦμε,
ξύλα ἐμεῖς καὶ τὶς μπογιὲς ποτὲ δὲν προσκυνοῦμε.
Ἦταν τότε ὁ Κοπρώνυμος στὴν αὐτοκρατορία,
πολλὰ δεινὰ καὶ διωγμοὺς ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία.
Κάλεσε ψευδοσύνοδο νὰ ἀναθεματίσῃ
χριστιανοὺς ποὺ εἰκόνες ἅγιες εἶχαν τιμήσει.
Ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος ἀνέβηκε στὸ θρόνο,
ἦταν σκληρός, ἀπάνθρωπος, εἰκονομάχος μόνο.
Ὁ Νικηφόρος ἤτανε στὴν πόλι Πατριάρχης,
τὸν κάλεσε ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ τὸν διατάξῃ.
Κάλεσε τότε βασιλιὰ καὶ ὅλους τοὺς πατέρες,
νὰ ἀκούσουνε διαταγὴ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Ὁ βασιλέας μίλησε, ἤθελε νὰ τοὺς πείσῃ,
ἅγια εἰκονίσματα κανεὶς μὴν προσκυνήσῃ.
Τότε τὸν ἀποστόμωσαν σὰν εἶδαν τὶς φοβέρες,
τοῦ ἔλεγαν τὶ ἔγραφαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Νικήτας τότε ὁ ὅσιος εἶπε μὲ παρρησία,
αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ βασιλέας θύμωσε, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ,
σὲ φυλακὴ ἀπαίσια Νικήτα ὅσιο βάνει.
Τὸν ἐτιμώρησε βαριά, γρήγορα νὰ πεθάνῃ,
ποὺ σχέδια τοῦ βασιλιᾶ ἐμπόδισε νὰ κάνῃ.
Κατόπιν ἦρθε ἡ σειρὰ νὰ κάνῃ τιμωρία,
τὸν Πατριάρχη ἔκανε ἀμέσως ἐξορία.
Καὶ ἄνθρωπο ἀνόητο ἀνέβασε στὸ θρόνο,
νὰ δείξῃ τὴν κακία του καὶ ἀπὸ φθόνο μόνο.
Θεόδοτο τὸν ἔλεγαν αὐτὸ τὸν βασιλέα,
εἶχε ὡραῖο ὄνομα ὄχι ψυχὴ ὡραία.
Κάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς μαζί του νὰ μιλήσουν,
ὅτι αὐτὸς τοὺς ἔλεγε πρέπει νὰ συμφωνήσουν.
Ὁ ἀσεβὴς Ἀρμένιος στὴν αὐτοκρατορία,
ἔμαθε γιὰ ἀρχιερεῖς δὲν κάνουν πειθαρχία.
Τοὺς δήμιους διέταξε γιὰ νὰ τοὺς βασανίσουν,
ἀμέσως τοὺς συνέλαβαν τὰ βάσανα ν᾿ ἀρχίσουν.
Στὰ σπλάχνα τοὺς ἐκτύπησαν καὶ ἔπειτα στὰ μάτια,
καὶ τοὺς ἐλιθοβόλησαν, τοὺς ἔκαναν κομμάτια.
Νικήτας τότε ὁ ὅσιος ἦταν φυλακισμένος,
μαζὶ καὶ ἄλλους μοναχοὺς ἦταν ἁλυσσωμένος.
Κατάδικος Νικόλαος ἔβριζε τὸν Νικήτα,
κι ἔβλεπε τὸν πατέρα του στὸ ὄνειρο τὴν νύχτα.
Πρὶν λίγο ὁ πατέρας τοῦ Νικόλαου εἶχε πεθάνει,
καὶ τότε ποὺ κοιμότανε παράπονα τοῦ κάνει.
Παιδί μου, ὦ Νικόλαε, Νικήτα μὴν τὸν βρίζῃς,
αἰτία γίνεσαι ἐσὺ κι ἐμένα βασανίζεις.
Σὰν ἄκουσε ὁ Νικόλαος τὴν συμβουλὴ πατέρα,
μετάνιωσε κι ἐνάρετος ἐζοῦσε κάθε ἡμέρα.
Ἐδίδασκε στὴ φυλακή, τὸν κάνουν ἐξορία,
ἑπτὰ ἡμέρες συνεχῶς κάνει πεζοπορία.
Μέσα στὸ ψύχος, σὲ βροχὲς καὶ ἄφθονα τὰ χιόνια,
ὁ ἅγιος ἐβάδιζε, δὲν ἔβρισκε συμπόνια.
Τὸν ἅγιο σ᾿ ἕνα νησὶ τὸν στείλαν ἐξορία,
τιμᾶται σὲ αὐτὸ τὸ νησὶ ἡ Ἁγία Γλυκερία.
Πάλι τὸν ἐφυλάκισαν, μὰ ὁ Θεὸς τὸν βγάνει,
ποὺ εἶδε τὴν ὑπομονὴ ἁγίου θαῦμα κάνει.
Ἐφόνευσαν τὸν Λέοντα τότε μὲ τὸ μαχαίρι,
τὸν ἄθεο αὐτοκράτορα μὲ τὸ δεξί τους χέρι.
Στὸ θρόνο ἦρθε ὁ Μιχαήλ, δίνει ἐλευθερία,
ἐλευθερώνει χριστιανούς, σώζει Ὀρθοδοξία.
Τότε ἐλευθερώθηκε ὁ ὅσιος Νικήτας,
καὶ ἤτανε ἐλεύθερος ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας.
Ἔφυγε τότε ὁ ὅσιος, πῆγε στὸ μοναστήρι
καὶ θαύματα ἔκανε πολλά, τὰ γράφουν καλογῆροι.
Σὰν λίγα χρόνια ἔζησε τὴν τρίτη Ἀπριλίου,
πῆγε ἡ ἁγία του ψυχὴ εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Πολὺ παρακαλοῦμέν σε, ὦ ὅσιε Νικήτα,
διὰ ἐμᾶς πρεσβεῖες σου, γιὰ νὰ σωθοῦμε ζήτα.
|