Ὅσιος Χριστόδουλος ἐν Πάτμῳ

16 Μαρτίου

Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε στὴ Νίκαια μιὰ μέρα,
Θεόδωρο πατέρα του καὶ Ἄννα τὴν μητέρα.

Ἔφυγαν ἀπ᾿ τὴν Νίκαια, πῆγαν στὴ Βυθηνία,
σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ χωριό, κι εὑρῆκαν ἡσυχία.

Ὅμως παιδιὰ δὲν εἴχανε, ἤτανε λυπημένοι,
τοὺς ἔστειλε ἕνα ὁ Θεὸς καὶ εἶν᾿ εὐχαριστημένοι.

Ἀγόρι ἦταν τὸ παιδί, ὀνομάζουν Ἰωάννη,
ἦν ταπεινὸς καὶ ἔξυπνος, κάθε ἐργασία κάνει.

Ἁγία Γραφὴ ἀχόρταγα ἄρχισε νὰ διαβάζῃ,
καὶ ὅλου τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά, στὴν ἄκρη αὐτὸς τὰ βάζει.

Γονεῖς τὸν ἀρραβώνιασαν, θέλουν νὰ τὸν παντρέψουν,
νὰ πάρῃ σύζυγο καλή, νὰ τὸν νοικοκυρέψουν.

Ὁ Ἰωάννης θεωρεῖ τοῦ σατανᾶ πλεκτάνη,
καὶ ἀπεφάσισε τὸ θέλημα Θεοῦ αὐτὸς νὰ κάνῃ.

Βρῆκε ἕνα πνευματικό, ἐνάρετο πατέρα,
Μικρᾶς Ἀσίας Ὄλυμπο ἀνέβηκε μιὰ μέρα.

Εἰς τὴν Μονὴ τὸν ἔβαλε καὶ μοναχὸ τὸν κάνει,
Χριστόδουλο ὀνόμασε τὸν πρῴην Ἰωάννη.

Ὁ γέροντας κοιμήθηκε τότε σὲ τρία χρόνια·
λυπήθηκε ὁ Χριστόδουλος, τοῦ εἶχε μιὰ συμπόνια.

Πέτρου καὶ Παύλου ἤθελε τάφους νὰ προσκυνήσῃ,
γιὰ Ρώμη ὁ Χριστόδουλος τότε εἶχε ξεκινήσει.

Τοὺς τάφους σὰν προσκύνησε, τοὺς ἐπαρακαλοῦσε,
μὲ προσευχὴ βοήθεια δικιά τους ἐζητοῦσε.

Στὸν ὕπνο του τοῦ εἴπανε θάρρος καὶ καρτερία
νὰ ἔχῃ πάντα στὴ ζωή, νὰ πάρῃ τὰ βραβεῖα.

Ἐπῆγε Ἱεροσσόλυμα σὰν ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Ρώμη,
στὸ Γολγοθᾶ προσκύνησε καὶ Βηθλεὲμ ἀκόμη.

Εἰκοσιπέντε ἦν χρονῶν, ἔγινε παλλικάρι,
τὰ μοναστήρια γύριζε, δύναμι σὰν λιοντάρι.

Τροφή του πάντα ἤτανε ψωμί, νερό, ἁλάτι,
καὶ εἶχε ὕπνο λιγοστό, ξεκούραζε τὴν πλάτη.

Ἐτότε στὴν Ἀνατολὴ ἔφριξαν σὰν θηρία,
ἄθεοι μωαμεθανοὶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ὁ ὅσιος Χριστόδουλος ζητοῦσε κατοικία,
ὁ πατριάρχης εἰς τὴν Κῶ τὸν στέλνει κατευθείαν.

Τοῦ ἔδωσαν χρήματα πολλά, ἔχτισε μοναστήρι,
γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς νὰ ζοῦν καὶ καλογῆροι.

Στὴν Κῶ ὅλοι ἐθαύμαζαν τὴν ἀρετὴ ὁσίου,
εἶχε πολλὴ πραότητα καὶ χάρι τοῦ Κυρίου.

Τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἤθελε ἡσυχία,
στὴν Πάτμο νὰ μετατεθῇ, ζητοῦσε εὐκαιρία.

Ζητεῖ ἀπὸ τὸ βασιλιὰ ποὺ πῆγε εἰς τὴν Πόλι,
στὴν Πάτμο γιὰ νὰ τοῦ δοθῇ ἡ ἐξουσία ὅλη.

Ὁ αὐτοκράτωρ πρόθυμος τὴν Πάτμο τοῦ δωρίζει,
ὁ ὅσιος Χριστόδουλος νὰ τήνε διορίζει.

Στὴν Πάτμο πάει ὁ ὅσιος καὶ κτίζει μοναστήρι,
ὁ ἴδιος εἶν᾿ ἡγούμενος, οἱ ἄλλοι καλογῆροι.

Ὅμως νερὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ, κάνει τὴν προσευχή του,
κι ἔτρεξε ἄφθονο νερὸ μετὰ ἀπὸ τὴν εὐχή του.

Ἀκόμα μέχρι σήμερα στὸ ἴδιο μέρος τρέχει,
εἶναι νερὸ γλυκύτατο, τὸ μοναστήρι βρέχει.

Κάποτε ὑποφέρανε ἄνθρωποι ἀπὸ πείνα,
κι ἐπήγαιναν στὸν ὅσιο τότε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Ὁ ὅσιος τοὺς λυπότανε, δὲν χάλαγε χατίρι,
καὶ ὅλοι ἐτρῶγαν κι ἔπιναν ἐκεῖ στὸ μοναστήρι.

Μιὰ ἡμέρα ἐδιέταξε ὅσιος τὸν ταμία,
στὸν κόσμο ὅλο ποὺ εἶναι ἐκεῖ νὰ ἔχῃ τραπεζαρία.

Ἔχουμε λίγα τρόφιμα, ταμίας ἀπαντάει,
τὰ πράγματα εἶναι δύσκολα, ὁ κόσμος γιὰ νὰ φάῃ.

Τοῦ λέγει πρῶτα ὁ ὅσιος· πρῶτα νὰ κανονίζῃς
τὴν δύναμι ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ὑπολογίζῃς.

Μόλις τὰ εἶπε ὁ ὅσιος, ἔγινε ἕνα θαῦμα
ἡ τράπεζα ἐγέμισε μὲ φαγητὰ ἐν τῷ ἅμα.

Χορτάσανε σὰν ἔφαγαν ὅλοι ἐκεῖ ἀνθρῶποι,
καὶ τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦν ποὺ εἶν᾿ σὲ δικοί τους τόποι.

Ὁ ὅσιος προαισθάνθηκε τότε τὴν κοίμησί του,
τοὺς μοναχοὺς ἐκάλεσε, δίνει τὴν συμβουλή του.

Ὅταν τοὺς ἐπαράγγελνε καὶ ἔδινε ὁδηγία,
φοβήθηκαν Ἀγαρηνοὺς καὶ πῆγαν στὴν Εὐβοία.

Εἶπε νὰ ξεκινήσουνε στὴν Πάτμο γιὰ νὰ πᾶνε,
ἐλευθερώθη τὸ νησὶ κι ἀμέσως ξεκινᾶνε.

Τὸ ταπεινό μου λείψανο νὰ πάρετε μαζί σας,
νὰ τὸ ἔχετε παρηγοριά, σὰν εἶστε μοναχοί σας.

Καὶ ὅταν τοὺς εὐλόγησε, ἐπέταξε ἡ ψυχή του
τοῦ ὅσιου Χριστόδουλου νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.

Χίλια ἑκατὸν ἕνα ἤτανε, δεκαέξι τοῦ Μαρτίου,
ἡ κοίμησις ποὺ ἔγινε ἐτότες τοῦ ὁσίου.

Τὸ ἱερόν του λείψανο εἶν᾿ ἀρωματισμένο,
καὶ εἰς τῆς Πάτμου τὸ νησὶ τὄχουν ταφιασμένο.

Θὰ γράψουμε δύο θαύματα πολλὰ ποὺ εἶχε κάνει
ὅταν ἐζοῦσε στὴ ζωὴ καὶ ὅταν εἶχε πεθάνει.

Βοσκὸς ἀπὸ τὴν Κάλυμνο ἐπῆγε στὴ γιορτή του,
τὸν τιμωρεῖ ὁ ἅγιος γιὰ τὴν διαγωγή του.

Ἐπῆγε κι ἐπροσκύνησε, εἶχε πολὺ λαχτάρα,
καὶ κομματάκι ἔκοψε ἀπὸ ἁγίου κάρα.

Ὑπέστη ἀτυχήματα στὴν οἰκογένειά του,
κατόπιν τὸ ἐπέστρεψε μὲ τὴν μετάνοιά του.

Ἐπῆγε ἕνας φοραντζῆς σκληρὸς στὸ μοναστήρι,
μεγάλο φόβο ἔνιωσαν τότε οἱ καλογῆροι.

Οἱ μοναχοὶ τοῦ μίλησαν καὶ τὸν παρακαλοῦνε,
δὲν ἔχουν νὰ πληρώσουνε, τοὺς φόρους ποὺ ζητοῦνε.

Κατόπι ἐμετανόησε, φουρτούνα τόνε πιάνει
συγνώμη ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ζητεῖ εἰς τὸ λιμάνι.

Ὦ Ἅγιε Χριστόδουλε, κάνε γιὰ ἐμᾶς πρεσβείας,
νὰ ἔχωμε βοήθεια Χριστοῦ καὶ Παναγίας.