Ὅσιος Συμεὼν Μυροβλύτης
καὶ Ἅγιος Σάββας Σερβίας

13 Φεβρουαρίου
καὶ 14 Ἰανουαρίου ἀντιστοίχως

Σὲ πιάνει μιὰ συγκίνηση πολὺ σ᾿ αὐτὸ τὸν βίο,
σὰν διαβαστῇ μὲ προσοχὴ αὐτῶν τῶν δυὸ Ἁγίων.

Πατέρας ἦταν Συμεὼν καὶ Σάββας ὁ υἱός του,
καὶ εἶχε πατέρας τὸν υἱὸν θεῖο διδάσκαλό του.

Γεννήθηκαν οἱ ἅγιοι εἰς τῆς Σερβίας μέρη,
σὲ μοναστήρι πήγανε, ἔγιναν καλογέροι.

Ὁ Ἅγιος Σάββας εἶχε αὐτὸς πατέρα ἡγεμόνα,
ποὺ στὴν Σερβία φόρεσε βασιλικὴ κορῶνα.

Στέφανος ὁ πατέρας του καὶ Ἄννα ἡ μητέρα,
καὶ μὲ εὐλάβεια Θεοῦ ἐζοῦσαν κάθε μέρα.

Στὸν πόλεμο ὁ Στέφανος πῆγε νὰ πολεμήσῃ,
τὸν ἐνικῆσαν οἱ ἐχθροί, τὸν εἶχαν φυλακίσει.

Στὸν Ἅγιο Γεώργιο κάνει παράκλησί του,
ἀμέσως ἐλευθερώθηκε, ἐχάρισε τὴν ζωή του.

Ἔδιωξε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἦταν στὴ Σερβία,
ἐφρόντιζε γιὰ τοὺς πτωχούς, ποὺ εἶχαν δυστυχία.

Πατέρας καὶ μητέρα του, τοῦ Σάββα τοῦ Ἁγίου
τηρούσανε λεπτομερῶς τὶς ἐντολὲς Κυρίου.

Ἀπέκτησαν δύο παιδιά, υἱὸν καὶ θυγατέρα,
ἤθελαν περισσότερα, εὔχονταν κάθε ἡμέρα.

Θεὸς ἀκούει προσευχὴ ποὺ ἔκαναν οἱ δυό τους,
τοὺς ἐχάρισε τρίτο παιδί, τὸν Σάββα τὸν υἱόν τους.

Σὰν δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸν δέχθηκαν οἱ γονεῖς του,
κι ἐφρόντισαν χριστιανικὴ νὰ εἶν᾿ ἡ ἀνατροφή του.

Ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱερὰ βιβλία,
ὁ Σάββας τότε ἔμαθε σὲ σερβικὴ ὁμιλία.

Θαύμαζαν ὅλοι τὸ παιδὶ διὰ τὴν σύνεσί του,
οἱ ξένοι ποὺ τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.

Μὰ ὅσο ἐμεγάλωνε ὁ Σάββας εἰς τὰ χρόνια,
τὸν κόσμο αὐτὸ τὸν ἔβλεπε μάταιο καταφρόνια.

Νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς σὲ ἀγρυπνίες τρέχει,
ποὺ ζοῦσε στὰ ἀνάκτορα εἰς τὸν Θεὸν προστρέχει.

Ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, Θεὸν παρακαλοῦσε
νὰ τὸν ἀξιώσῃ μοναχόν, αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε.

Καὶ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ φιλανθρωπία,
στὸ ἔργο τὸ θεάρεστο εὑρῆκε εὐκαιρία.

Ἁγιορείτης μοναχὸς ἐπῆγε στὴ Σερβία,
τοῦ βασιλεῶς Συμεὼν ζητᾶ τὴν βοηθεία.

Ὁ Σάββας Ρῶσο μοναχὸ τόνε παραμερίζει,
γιὰ Ἅγιον Ὄρος τὸν ρωτᾶ καὶ αὐτὸς τὸν κατηχίζει.

Νὰ τὸν παντρέψουν φρόντιζαν ἐτότε οἱ γονεῖς του,
ἐκεῖνος ὅμως ἔβγαλε εὐθὺς ἀπόφασί του.

Τὸν γέροντα παρακαλεῖ μαζί του νὰ τὸν πάρῃ,
κρυφὰ ὅμως ἀπὸ γονεῖς, μὴν πάρουνε χαμπάρι.

Σὲ ἕνα μέρος ὅρισαν νὰ τόνε περιμένῃ,
μὲ τρόπο ποὺ ἐπινόησε γονεῖς του καταφέρνει.

Τοὺς εἶπε· πάει στὸ βουνό, ἐλάφια νὰ κυνηγήσῃ,
τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδεια, τὸν ἔχουνε ἀφήσει.

Ἔφυγε μὲ τοὺς δούλους του, στὸν Ἅγιον Ὄρος πάει,
Ἁγιορείτη γέροντα πάντα ἀκολουθάει.

Κλαῖγαν ἀπαρηγόρητοι τοῦ Σάββα οἱ γονεῖς του,
ἀπὸ τὸν κόσμο ἔμαθαν ἐτότε τὴν φυγή του.

Ἀνθρώπους στέλνουν, τὸν ζητοῦν, καὶ πίσω νὰ τὸν φέρουν,
γιατὶ τοῦ Σάββα στέρησιν αὐτοὶ δὲν ὑποφέρουν.

Τὸν βρήκανε στὸ ρωσικὸ ἐτότε μοναστήρι,
τοὺς τάϊσε καλὰ φαγιά, σὰν νὰ ἦταν πανηγύρι.

Ἔφαγαν κι ἐχόρτασαν, ἐπῆγαν στὴν ἀγρυπνία,
ὕπνος βαρὺς τοὺς ἔπιασε εἰς τὴν ἀκολουθία.

Ἔπεσαν καὶ κοιμήθηκαν καὶ ὁ Σάββας ἀνεβαίνει,
εἰς τὸν ἐπάνω ὄροφο χαρτί, μολύβι παίρνει.

Ἔγραψε μιὰ ἐπιστολὴ νὰ στείλῃ στὸν πατέρα,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἔστειλε ποὺ ῾φύγαν ἄλλη μέρα.

Ἀνθρώπους σὰν κοιμήθηκαν εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἐπῆγε εἰς τὸν γέροντα καὶ μοναχὸ τὸν ντύνει.

Σὰν ἔγινε καλόγερος, Θεὸν εὐχαριστοῦσε,
ποὺ ἠξιώθη καὶ ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσε.

Εἰς τοὺς γονεῖς του ἔστειλε γράμμα φορέματά του,
καὶ ἀπ᾿ τὴν κουρὰ τοὺς ἔστειλε κομμένα τὰ μαλλιά του.

Ἔκλαιγαν καὶ τὰ ἐφύλαγαν τότε οἱ δύο γονεῖς του,
ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸ δοῦν, εἶχαν ἀπόφασί τους.

Γράμμα λοιπὸν τοῦ στείλανε καὶ τὸν παρακαλοῦνε,
νὰ ἐπιστρέψῃ σπίτι τους, ποὺ θέλουν νὰ τὸν δοῦνε.

Χαρὰ μεγάλη ἔλαβε ὁ Σάββας μὲ τὸ γράμμα,
πέρασε ἡ συγκίνησις καὶ γράφει ἐν τῷ ἅμα.

Τὸ γράμμα συγκηνητικό, θλίβεται ἡ ψυχή μου
νὰ ῾ρθῶ κοντὰ σας εὔκολη θὰ εἶναι ἡ φυγή μου.

Ὅμως μᾶς λέγει ὁ Θεός· «ἀνάξιος γιὰ μένα,
ὅποιος ἀγαπάει πιὸ πολὺ πατέρα ἢ μητέρα».

Ὡσὰν γονεῖς σᾶς ἀγαπῶ, σέβομαι, ἱκετεύω,
φοράω ράσο ἱερὸ καὶ τὸν Θεὸ λατρεύω.

Σὲ ἱκετεύω βασιλιᾶ, ἐπίγειε πατέρα,
ἀγώνα ἀποστολικὸ ἔδειχνες κάθε ἡμέρα.

Τοὺς λύκους τῶν αἱρέσεων ἔδιωξες μὲ μανία,
ναοὺς εἰδώλων γκρέμισες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἂν θέλεις ὦ πατέρα μου, ἄκου τὴν συμβουλή μου,
τὸ θρόνο σου παράτησε, κατοίκησε μαζί μου.

Τὰ ἴδια αὐτὰ ἰσχύουνε στὴ σεβαστὴ μητέρα,
Θεὸν ἂς ἀφοσιωθῇ νὰ ζῇ ἁγία ἡμέρα.

Τοῦ ἔγραψε παράδειγμα τοῦ νεαροῦ πλουσίου,
ποὺ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.

Ἂν θέλῃ τὸν παράδεισο νὰ τὸν κληρονομήσῃ,
παλάτια, σπίτια, χρήματα εἰς τοὺς πτωχοὺς ν᾿ ἀφήσῃ.

Διάβασε ὁ αὐτοκράτορας τὸ γράμμα τοῦ παιδιοῦ του,
ἔκλαψε καὶ φωτίστηκε τοῦ βασιλιᾶ ὁ νοῦς του.

Συγκάλεσε συμβούλιο, ἐπιστολὴ διαβάζει,
στὶς ἐκκλησίες καὶ πτωχοὺς τὰ πλούτη του μοιράζει.

Ἐδιάβασε ὁ βασιλιὰς τὸ γράμμα στὸ λαό του,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχὸς νὰ ζήσῃ μὲ τὸ γιό του.

Τοὺς εἶπε νὰ φυλάξουνε πίστι, Ὀρθοδοξία,
νὰ πολεμοῦν τὴν αἵρεσι καὶ εἰδωλολατρία.

Ἔκλαιγαν ὅταν ἄκουσαν γιὰ τὴν ἀπόφασί του,
τὸν εἶχαν σὰν πατέρα τους στὴ συναναστροφή του.

Ἔχρισε τότε Στέφανο, τὸ γιό του βασιλέα,
γιὰ Ἅγιον Ὄρος τράβηξε, νὰ ζήσῃ ἐκεῖ ὡραία.

Ἐφόρεσε μοναχικὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
καὶ ἔγινε καλόγρια τοῦ Σάββα ἡ μητέρα.

Καὶ ἀπὸ Ἄννα λέγεται ἔπειτα Ἀναστασία,
πρῶτα ἦταν βασίλισσα, τώρα ἔγινε ἁγία.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔφθασε ὁ Συμεὼν μὲ γιό του,
ὑπηρετοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι βασίλειό του.

Ἐμοίρασε τὰ χρήματα μαζί του ποὺ εἶχε πάρει,
ἵδρυσε Σερβικὴ Μονὴ λέγεται «Χιλιανδάρι».

Ὁ Συμεὼν ἀρρώστησε ποὺ ζεῖ μὲ τὸ παιδί του,
καὶ τότε ἐκατάλαβε τελειώνει ἡ ζωή του.

Παιδί του εὐχαρίστησε, ἐζήτησε τὴν εὐχή του,
διότι ἐνδιαφέρθηκε νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Ἤτανε συγκηνητικὴ ἡ συγκατάθεσί του,
ἔφυγε ἀπὸ βασιλιὰς νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Τὴν προσευχή του ἔκανε καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια,
ἄνοιξαν καὶ κοιτάζουνε τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.

Τὸ ἱερό του λείψανο μύριζε εὐωδία,
ἤτανε δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφησε βασιλεία.

Τὸ Σάββα τὸν χειροτονοῦν ἐπίσκοπο Σερβίας,
δὲν θέλησε εἰς τὴν ἀρχή, τὸν πείσαν μὲ τὴν βία.

Ἔκανε ἀγώνα ἱερὸ μετὰ χειροτονία,
ἄπιστους καὶ αἱρετικοὺς φέρνει σ᾿ Ὀρθοδοξία.

Στὸν ἀδελφό του ἐπίσκεψι ἐπῆγε γιὰ νὰ κάνῃ,
ὥστε νὰ πάῃ νὰ τὸν δῇ, τότε εἶχε πεθάνει.

Ἐπροσευχήθηκε θερμὰ καὶ εὐθὺς τὸν ἀνασταίνει,
Τίμιο Ξύλο τοῦ ἔδωσε, στ᾿ Ἅγιον Ὄρος μένει.

Ἁγίους Τόπους νὰ διαβῇ Σάββας ἀποφασίζει,
βαριὰ φουρτούνα εἴχανε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ταξίδι.

Προσεύχεται ὁ ἅγιος, γλίτωσαν τὴν ζωή τους
εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸν μὲ ὅλη τὴν ψυχή τους.

Σὰν ἔφθασε τὸ τέλος του, καλεῖ τοὺς μαθητές του,
δῶρα τοὺς ἐχάρισε πολλά, εὐχὲς καὶ συμβουλές του.

Τὸ Σάββατο ἐκοινώνησε Ἀχράντων Μυστηρίων,
τὸ πρόσωπόν του ἔλαμψε μὲ ἅγιόν του βίον.

Πολὺς καιρὸς σὰν πέρασε ἀπὸ τὴν κοίμησί του,
ἀνοίξανε τὸν τάφο του νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.

Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε· θαυμάζουν οἱ δικοί του,
ποὺ τοῦ ἐκτίμησε ὁ Θεὸς ἁγία βιοτή του.

Ἅγιε Σάββα ἔνδοξε, ποὺ εἶσαι ἀπ᾿ τὴν Σερβία,
πρέσβευε καὶ ὑπὲρ ἡμῶν νὰ βροῦμε σωτηρία.