Καταγωγὴ ὁ Ἅγιος εἶχε τὴν Καισαρεία
στῆς Παλαιστίνης βρίσκεται ἐκεῖ ἡ πολιτεία.
Ἄρχισε ἀσκητικὴ ζωὴ τότε στὴν Καισαρεία
ἦταν δεκαοκτὼ ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία.
Ἄφησε κόσμο καὶ χαρὲς στὴν ἔρημο πηγαίνει
καὶ ἀγωνίστηκε σκληρὰ εἰς τὸ βουνὸ ποὺ μένει.
Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κάνει σκληραγωγία
ἐπροσευχόταν ἔκανε ἐγκράτεια νηστεία.
Ἀσκήτευσε στὴν ἔρημο εἰκοσιέξι χρόνια
μὲ θεία χάρη ἐγιάτρευε καὶ ἀσθενεῖς ἀκόμα.
Τὸν πολεμᾶ ὁ διάβολος νὰ κάνῃ ἁμαρτία
δράκοντος τότε ἔγινε εἰς τὴν ἀκολουθία.
Ἐκεῖνος ἀπερίσπαστος τελείωσε τὸν ψαλμό του
καὶ τότε ἀποκρίθηκε ἀμέσως στὸν ἐχθρό του.
Τὸν ὀνομάζει ἄθλιο ἄδικα κοπιάζει
καὶ μὲ τὶς φαντασίες τοῦ αὐτὸν δὲν τὸν τρομάζει.
Ἔφυγε τότε ὁ σατανᾶς τὸν ὅσιο φοβερίζει
πῶς θὰ τοῦ στείλει πόλεμο καὶ θὰ τὸν ἐξορίζει.
Φοβέρα τοῦ ὁ ὅσιος ποτὲ δὲν δειλιάζει
διάβαζε Ἅγιες Γραφὲς κι ἀμέσως ἡσυχάζει.
Ὁ διάβολος προσπάθησε πάλι νὰ τὸν πειράξει
Θεοῦ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς καὶ ἤτανε ἐντάξει.
Κακιὰ γυναίκα ὁ σατανᾶς εἶχε δασκαλεμένη
τὴν στέλνει εἰς τὸν ὅσιο ἦταν μασκαρεμένη.
Ἦταν κακιᾶς διαγωγῆς ἐπῆγε νὰ τὸν πείσῃ
νὰ διεγείρει ἅγιον καὶ νὰ τὸν ξεμυαλίσῃ.
Φορέματά της ἔβγαλε ἦταν πολυτελείας
καὶ φόρεσε ἐνδύματα πτωχά της ἐπαιτείας.
Σ᾿ ἕνα σακούλι ροῦχα της στὸ χέρι τῆς κρατοῦσε
τὰ βήματά της στὸ κελὶ ὁσίου ὁδηγοῦσε.
Ἐνύκτησε σὰν βρέθηκε ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί του
τοῦ μίλησε ἀπάντηση νὰ πάρει τὴν φωνή του.
Ἔκλαιγε πὼς νυκτώθηκε καὶ εἶναι σὲ ξένα μέρη
ζητοῦσε μέσα στὸ κελὶ ὅσιος νὰ τὴν φέρει.
Στεναχωριέται ὁ ἅγιος ἦρθε σὲ ἀπορία
ἀμέσως τότε στὸν Θεὸν ζητοῦσε προστασία.
Ἡ θέση ἦταν δύσκολη δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ
ἂν τὴν ἐξόριζε ἀπὸ ῾κει ἴσως καὶ νὰ πεθάνῃ.
Σὰν προσευχήθη στὸν Θεόν, βγάζει ἀπόφασή του
τὴν βάζει μέσ᾿ στὸ σπήλαιο, παρὰ τὴν θέλησί του.
Φωτιὰ ἄναψε νὰ ζεσταθῇ, χουρμάδες γιὰ νὰ φάῃ,
καὶ ὁ ὅσιος στὸ σπήλαιο στὸ βάθος εἶχε πάει.
Ξημέρωσε κι ὁ ὅσιος ἐπῆγε νὰ τὴν διώξῃ,
ὅταν τὴν εἶδε ἐθαύμασε τὴν τόλμη της τὴν τόση.
Αὐτὴ ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα τότε εἶχε ξυπνήσει,
σὰν νύφη εἶχε στολιστεῖ γιὰ νὰ τὸν ξεμυαλίσῃ.
Εἶχε αὐξήσει ὁ πονηρὸς τὴν ὡραιότητά της,
ζάλισε τὸ Μαρτινιανὸ ποὺ εὑρέθηκε μπροστά της.
Τὸ βλέμμα της καὶ ἡ στάσι της ἔρωτα προκαλοῦσαν,
καὶ πάρα πολὺ τὰ λόγια της τὸν ἐστεναχωροῦσαν.
Ἄρχισε μὲ τὸν ὅσιο τότε τὴν ὁμιλία,
τοῦ εἶπε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Ἄκουσα γιὰ τὸ κάλλος σου, σὲ ἔβαλα στὴν καρδιά μου,
καὶ ἀπὸ ἄλλους ἔδωσὰ σε σὲ τὸν ἔρωτά μου.
Τοῦ εἶπε καὶ οἱ ἅγιοι πὼς ἦσαν παντρεμένοι,
ἔκαναν οἰκογένεια, ἦσαν εὐχαριστημένοι.
Ἐκλόνισε τὸν ἅγιο αὐτὴ ἡ ὁμιλία,
ποὺ ἔκανε ὁ παμπόνηρος σ᾿ αὐτὴν διδασκαλία.
Σὰν ἄνθρωπος νικήθηκε, τοῦ ἄναψε καμίνι,
χωρὶς κρασὶ τὸν μέθυσε, δὲν ξέρει τὶ νὰ γίνῃ.
Κατόπιν μετενόησε, εὐγῆκε ἀπ᾿ τὸ κελί του,
καὶ τὸν Θεὸν παρακαλεῖ μὴ χάσῃ τὴν ψυχή του.
Τοὺς λογισμούς του ἄλλαξε, καὶ ἤτανε ἐντάξει,
καὶ λίγα ξύλα φρίντισε ἐτότε νὰ συνάξῃ.
Μεγάλη ἄναψε φωτιά, ἀμέσως ἑτοιμάζει,
βγάζει τὰ ὑποδήματα πόδια ἐπάνω βάζει.
Πόνεσε μὲ τὸ κάψιμο, κλαίει καὶ ἀναστενάζει.
Σοῦ ἄρεσε τὸ κάψιμο, εἶπε στὸν ἑαυτό του,
ὅταν θὰ μπῇς στὴν κόλασι, θ᾿ ἀντέχεις τὸν καημό του.
Ἀμέσως κάνει προσευχὴ στὸ πταῖσμα ποὺ εἶχε πέσει,
καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσῃ.
Τότε σηκώθηκε ἀπ᾿ τὴ γῆ ποὺ ἤτανε πεσμένος,
καμμένα τὰ ποδάρια του καὶ στεναχωρεμένος.
Ὅταν ἡ γυνὴ ἐξάνοιξε τοῦ Ὁσίου αὐτὴ τὴν πρᾶξι,
σκέφτηκε τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει.
Μέσ᾿ στὴν φωτιὰ ἐπέταξε ροῦχα, χρυσαφικά της,
νὰ τιμωρήσῃ ἐθέλησε καὶ αὐτὴ τὰ σφάλματά της.
Ἀμέσως τότε ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου,
αἰτία ἦταν τῆς φωτιᾶς αὐτὴ τοῦ μαρτυρίου.
Ἐθύμωσε μὲ τὸν διάβολο ποὺ αὐτὴν εἶχε πειράξει,
νὰ πάῃ νὰ βρῇ τὸν ὅσιο, τὴν εἶχε διατάξει.
Λέγει στὸν Μαρτινιανὸ νὰ κάνῃ προσευχή του,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχή, νὰ πάρῃ τὴν εὐχή του.
Τότε, τῆς εἶπε ὁ γέροντας, δαίμονα θὰ νικήσῃς,
ὅταν τὶς ὑποσχέσεις σου δὲν θὰ τὶς λησμονήσῃς.
Τὶς ἡδονὲς νὰ τὶς μισῇς, εἶν᾿ τοῦ παρόντος βίου,
πάντα νὰ ὑποτάσσεσαι στὸ θέλημα Κυρίου.
Νὰ πᾶς στὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ βρεῖς Παύλα παρθένα,
νὰ συγχωρέσῃ ὁ Θεὸς ὅτι ἔχεις καμωμένα.
Ὅταν γυναίκα ἔφυγε, ἐμπῆκε στὸ κελί του,
σὰν τὸν προφήτη τὸν Δαυὶδ κάνει τὴν προσευχή του.
Ἡ γυναίκα κατευθύνθηκε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
τὴν ἁμαρτία ἄφησε καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους.
Ὁσία Παῦλα βρῆκε ἐκεῖ καὶ ἐξομολογήθη,
τὸ σχῆμα τῶν μοναζουσῶν χάρη Θεοῦ ἐνδύθη.
Ὅταν ἐμετανόησε, ἔκανε ἕνα θαῦμα,
διότι ἡ μετάνοια εἶναι μεγάλο πράγμα.
Γυναίκα πῆγε ἄρρωστη, στὰ μάτια της πονοῦσε,
τὴν Παῦλα ἐπαρακάλεσε γιὰ νὰ τὴν ἐβοηθοῦσε.
Τὴν νέα τότε μοναχὴ ἡ Παῦλα διατάζει,
νὰ εὐχηθῇ γιὰ τὴν τυφλή, ἐκείνη δὲν διστάζει.
Προσεύχεται ἡ μοναχὴ ἡ μετανοημένη,
βλέπει ἡ ἄρρωστη τὸ φῶς καὶ εἶν᾿ εὐχαριστημένη.
Ὁ ὅσιος στὰ πόδια του ὑπέφερε ἑπτὰ μῆνες,
ποὺ τὰ εἶχε κάψει μὲ φωτιὰ καὶ πέρασε ὀδύνες.
Ἀπ᾿ τὸ κελί του ἔφυγε, ἐπῆγε στὸ λιμάνι,
καὶ βρῆκε ἕναν πλοίαρχο, ἐρώτηση τοῦ κάνει.
Ἂν ξέρει ἔρημο νησὶ ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ,
καὶ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ ἐκεῖ νὰ τὴν ἐζήσῃ.
Ξέρω, τοῦ λέγει, ἕνα νησί· θὰ σὲ εὐχαριστήσῃ·
ὁ ὅσιος καὶ ὁ πλοίαρχος ἔχουνε συμφωνήσει.
Ὁ πλοίαρχος εἰς τὸ νησὶ γιὰ τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο,
νὰ τοῦ πηγαίνει στὸ νησὶ νερό, ψωμί, αὐτὰ μόνο.
Μέσα στὸ πλοῖο μπήκανε, εἴχανε ξεκινήσει,
τὸ βράδυ κιόλας ἔφθασαν οἱ δύο στὸ ξερονήσι.
Τοῦ πρότεινε ὁ πλοίαρχος καλύβι νὰ τοῦ φτιάξῃ,
δὲν δέχτηκε ὁ ὅσιος ποὺ θέλει νὰ μονάσῃ.
Τὸν πολεμᾷ ὁ σατανᾶς πάλι στὸ ξερονήσι,
ἕνα καράβι βούλιαξε ποὺ εἶχε ναυαγήσει.
Οἱ ἐπιβάτες πνίγηκαν, γυνὴ μόνη ἐσώθη,
μὲ τρικυμία πνίγηκαν οἱ ναῦτες καὶ οἱ ἀνθρῶποι.
Μὲ μιὰ σανίδα σώθηκε γυναίκα ἦν ὡραία,
θέλησε μὲ τὸν ἀσκητὴ νὰ κάνουνε παρέα.
Προσπάθησεν ὁ Ἅγιος τότε νὰ τὴν βοηθήσῃ,
καὶ τὸν παγκάκιστο ἐχθρὸ ἐκεῖ νὰ τὸν νικήσῃ.
Προσεύχεται Μαρτινιανός, στὴν θάλασσα πηγαίνει,
τὴν ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ νερὸ τὴν θαλασσοδαρμένη.
Θέλει νὰ φύγει ὁ ἅγιος, μόνη νὰ τὴν ἀφήσῃ,
πρὶν πάῃ ἐκεῖ ὁ σατανᾶς καὶ νὰ τοὺς σκανδαλίσῃ.
Τῆς εἶπε γιὰ τὸν πλοίαρχο, νερό, ψωμὶ θὰ φέρνῃ,
νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος στὸ Θεὸ καὶ αὐτὴ νὰ ὑπομένῃ.
Στὴν κόρη σὰν εὐχήθηκε, στὴν θάλασσα πηγαίνει,
δύο δελφίνια τὸν κρατοῦν, πατᾶ στὴ γῆ καὶ βγαίνει.
Σὰν ξένος ἤθελε νὰ ζῇ καὶ ἔκανε πορεία,
καὶ μὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν ἔπιανε φιλία.
Χωριὰ καὶ πόλεις ἐγύρισε καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα,
ἄφησε τὴν ψυχούλα του, ὡραία σὰν τὰ κρίνα.
Ὁ πλοίαρχος πηγαίνει τροφὴ ἐκεῖ στὸ ξερονήσι,
ἡ κόρη τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴν τὴν λησμονήσῃ.
Νὰ πάρῃ καὶ ἐκεῖ τὴν σύζυγο ὅταν θὰ ξαναπάει,
γιὰ νὰ τὴν ντύσῃ ἀνδρικὰ ροῦχα νὰ τὴν φυλάῃ.
Ἐνήστευε, προσευχότανε, ὁσία εἶχε γίνει,
σὰν ἕξι χρόνια πέρασαν, ἐπέθανε κι ἐκείνη.
Πλοίαρχος καὶ γυναίκα του τὴν βρῆκαν πεθαμένη,
τὴν πῆραν καὶ ὁσιακῶς εἶν᾿ ἐνταφιασμένη.
Ὦ Ὅσιε Μαρτινιανέ, ἂς ἔχωμε τὴν εὐχή σου,
νὰ ἔχουμε ἠθικότητα, κάνε τὴν προσευχή σου.
|