Πατρίδα ποὺ γεννήθηκε ἦν ἡ Παφλαγονία,
εἶχε γονεῖς χριστιανοὺς Θεοδώρα ἡ Ἁγία.
Θεοκτίστη ἡ μητέρα της, πατέρας της Μαρῖνος,
καὶ Δρουγγαρίου ἀξίωμα εἶχε τότε ἐκεῖνος.
Ἤτανε αὐτοκράτορας ἐτότε εἰς τὴν πόλι,
καὶ εἰς τὴν περιφέρεια τοῦ Βυζαντίου ὅλη.
Θεόφιλος ὁ βασιλεύς, βασίλευε στὴν πόλι,
κι ἐγύρεψε βασίλισσα, νὰ μπῇ στὸ περιβόλι.
Κοπέλες δυὸ ἐξέλεξε, κάλεσε στὸ παλάτι,
γιὰ νὰ γενῇ βασίλισσα, ἡ ἄλλη θἆν᾿ στὴν ἄκρη.
Ἡ μία ἦταν Κασσιανή, ἡ ἄλλη Θεοδώρα,
ποὺ ἔγινε βασίλισσα καὶ ἑορτάζει τώρα.
Καὶ λέγει στὴν Κασσιανὴ ὁ βασιλεὺς ὡραία,
πὼς ἔγιναν ἐκ γυναικὸς τὰ φαῦλα εἰς σπουδαῖα.
Στὰ λόγια ποὺ τῆς ἔλεγε τὴν Εὔα ἐννοοῦσε,
ἐντράπηκεν ἡ Κασσιανὴ κι ἔπειτα ἀπαντοῦσε.
Ἔγιναν καὶ ἐκ γυναικός, λέγει στὸν βασιλέα,
τὰ «κρείττω», τὰ καλύτερα, ἀπὸ τὴν ὑπερτέρα.
Τὴν Θεοτόκο ἐννοεῖ ποὺ εἶν᾿ ἡ Παναγία,
ἐγέννησε Υἱὸν Θεοῦ, ἔφερε σωτηρία.
Τότε ἀπὸ ἐγωισμὸ Κασσιανὴ ἀφήνει,
καὶ Θεοδώρα διάλεξε βασίλισσα νὰ γίνῃ.
Ἀφιερώθη Κασσιανὴ εἰς τὸν Χριστὸν Νυμφίο,
ἔγινε τότε μοναχή, ἔζησε θεῖον βίον.
Ἔγραψε τὸ δοξαστικὸ Κασσσιανὴ ὁσία,
Μεγάλη Τρίτη ἑσπερινὸ τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι πολὺ περίφημο, τὸν κόσμο ἐνθουσιάζει,
Κασσιανὴ εὐχαριστεῖ καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Ἀνώτερη ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦν τῆς ἁγίας,
λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπὸ τῆς βασιλείας.
Καὶ ἔγινε βασίλισσα, ἔντυσε τὸ κορμί της,
ὅμως μὲ βάσανα πικρὰ πέρασε τὴν ζωή της.
Ὅλα ὅμως τὰ πέρασε, ἀφοῦ εἶχε καρτερία,
καὶ εἰς τὸ τέλος ἔγινε, ὡς ξέρουμε, Ἁγία.
Ὁ ἄνδρας της Θεόφιλος εἶχε ὀλιγοπιστία,
κι ἦταν σφοδρὸς πολέμιος στὴν εἰκονομαχία.
Ἡ Θεοδώρα ἔμεινε ἀκέραια στὴν πίστι,
εὐσέβεια ἀπ᾿ τὴν μητέρα της πῆρε τὴν Θεοκτίστη.
Τὸν Μιχαὴλ ἐγέννησε καὶ πέντε θυγατέρες,
εἰκόνες ἀσπαζότανε τὶς νύχτες καὶ ἡμέρες.
Αὐτὸ γινότανε κρυφὰ μέσ᾿ στὸ δωμάτιό της,
νὰ μὴν τὸ μάθῃ Θεόφιλος, θὰ γίνονταν ἐχθρὸς της.
Ἕνα παιδὶ ἠλίθιο στ᾿ ἀνάκτορα ἐζοῦσε,
ὅπου ἦταν ἡ βασίλισσα, τὴν παρακολουθοῦσε.
Μιὰ ἡμέρα τὴν ἀντάμωσε μέσ᾿ στὸ δωμάτιό της,
ποὺ τὶς εἰκόνες προσκυνᾶ καὶ κάνει τὸ σταυρό της.
Πηγαίνει στὸν Θεόφιλο καὶ νόημα τοῦ κάνει,
πὼς εἶδε τὴν βασίλισσα, σὲ πειρασμὸ τὸν βάνει.
Ὁ βασιλέας ἔλεγχο κάνει στὴ Θεοδώρα,
ἀπὸ τὸ νάνο τὸ μικρὸ αὐτὰ ποὺ ἀκούει τώρα.
Τοῦ ἄλλαξε συζήτησι, τὸν νάνο εἶπε ψεύτη,
ὅτι αὐτὴ ἐκτένιζε μαλλιά της στὸν καθρέπτη.
Καὶ ἄλλη φορὰ ἀνακάλυψε μάνα καὶ θυγατέρες,
εἰκόνες ποὺ ἀσπάζονταν τὶς νύκτες καὶ ἡμέρες.
Εἰκονομάχος φοβερὸς Θεόφιλος ἐγίνη,
ἐξόριζε, φυλάκιζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Δώδεκα ἔτη πέρασε στὴν αὐτοκρατορία,
ἔχασε τὴν ὑγεία του, εἶχε δυσεντερία.
Ἀρρώστησε πολὺ βαριά, κόντευε νὰ πεθάνῃ,
ἡ Θεοδώρα πρὸς Χριστὸν τὴν προσευχή της κάνει.
Τὸν ἔδερναν οἱ ἄγγελοι στὸν ὕπνο ποὺ κοιμόταν·
διὰ εἰκονομαχίαν μου, ἐκεῖνος συλλογιόταν.
Σὰν πέθανε ὁ Θεόφιλος ἦν βασιλιὰς ὁ γιός του,
τριῶν ἐτῶν ἦταν παιδὶ ὁ Μιχαὴλ υἱός του.
Καὶ τότε ἐπιτρόπευε μητέρα Θεοδώρα,
τὴν ἐξουσία ἔλαβε αὐτὴ ἡ ἴδια τώρα.
Σ᾿ ἐξορία καὶ φυλακὲς ἀνθρώπους ῾λευθερώνει,
εἰκόνες προσκυνούσανε καὶ ἦσαν κλειδωμένοι.
Συγκεντρωθῆκαν στὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας,
ἤτανε πρώτη Κυριακὴ σαρακοστῆς νηστείας.
Καθιερώθη ἡ ἑορτὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων,
Ὀρθοδοξίας Κυριακὴ εἶν᾿ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.
Βάρδα εἶχε ἕναν ἀδελφὸ τότε ἡ Θεοδώρα,
ἐζήλευεν τὴν ἀδελφὴ πὼς βασιλεύει τώρα.
Μὲ ἀνιψιό του Μιχαὴλ εἶχαν ἀποφασίσει,
μητέρα του καὶ ἀδελφὲς εἰς τὴν Μονὴ νὰ κλείσῃ.
Ἀκλόνητη ἡ βασίλισσα εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
ἔζησε μὲ πέντε κόρες της μιὰ ζωὴ ἁγία.
Κλεισμένες μὲ τὶς κόρες της μέσα στὸ μοναστήρι,
δοξολογοῦσαν τὸ Θεό, εἴχανε πανηγύρι.
Δολοφονήθηκαν κι οἱ δυό, ὁ γιὸς καὶ ἀδελφὸς της,
ὁ Βάρδας καὶ ὁ Μιχαὴλ μετὰ τὸ θάνατό της.
Αὐτὴ παρέδωκε ψυχὴ εἰς χεῖρας τοῦ Κυρίου·
ἦταν ἐτότε ἕνδεκα μηνὸς Φεβρουαρίου.
Θεοδώρα ἐδόξασε ὁ Θεὸς μετὰ τὸ θάνατό της,
ἔγινε ἀνακομιδὴ στ᾿ ἅγιο λείψανό της,
εὑρέθηκεν ἀκέραιο τὸ σῶμα τὸ δικό της.
Ἀπ᾿ τὴν Κωνσταντινούπολι στὴν Κέρκυρα τὸ πᾶνε,
καὶ εἶναι μέχρι σήμερα, ἄνθρωποι προσκυνᾶνε.
Τὸ ἔχουν στὴ Μητρόπολι καὶ προσκυνεῖται τώρα,
ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ Ἁγία Θεοδώρα.
Πάντες ἂς τὴν τιμήσουμε ποὺ ἔδωσε ἀξία,
καὶ Κυριακὴ δοξάζομεν ποὺ εἶν᾿ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὦ Ἅγιε Σπυρίδωνα καὶ Ἁγία Θεοδώρα,
προσεύχεσθε νὰ ἔλθουμε στοῦ οὐρανοῦ τὴν χώρα.
|