Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος

5 Φεβρουαρίου

Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στὴν πόλι τὴν Ἀθήνα,
Τουρκοκρατία ἤτανε τότε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Πατέρας του Δημήτριος, μητέρα Καλομοίρα,
ἦσαν πτωχοί, μὰ εἴχανε τῆς εὐσεβείας πείρα.

Ἀντώνης σὲ Τοῦρκο Ἀλβανὸ δουλεύει κάθε ἡμέρα,
νὰ ζῇ αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς καὶ νὰ τὰ βγάζουν πέρα.

Τὸν πούλησε τὸ ἀφεντικὸ σ᾿ Ἀγαρηνοὺς ἀνθρώπους,
μὰ ἤτανε ὅλοι ἄγριοι, θηρία εἰς τοὺς τρόπους.

Μόλις τὸν ἀγοράσανε, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη
ἔλεγαν στὸν Ἀντώνιο Τοῦρκος πρέπει νὰ γίνῃ.

Ἐκεῖνος τότε ἀρνήθηκε καὶ δέρνουν τὸν Ἀντώνη,
χωρὶς ψωμί, χωρὶς νερό, ἔτσι νὰ τελειώνῃ.

Στὴν πίστι τὴν ὀρθόδοξη ἤτανε ριζωμένος,
καὶ στὴν Ἑλλάδα τὴν πιστὴ ἦταν στερεωμένος.

Τὸν πῆραν οἱ Ἀγαρηνοί, στὸν Δούναβι νὰ πᾶνε,
πέντε φορὲς οἱ ἄγριοι σὲ ἄλλους τὸν πουλᾶνε.

Τὸ ἕνα τὸ ἀφεντικὸ σκληρότερο ἀπ᾿ τὸ ἄλλο,
θέλανε νά τουρκέψουνε Ἀντώνη δίχως ἄλλο.

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι πουλᾶνε τὸν Ἀντώνη,
τὸν ἀγοράζει χριστιανός, γρόσια τετρακόσια δίνει.

Βρῆκε ἐκεῖ ὁ Ἀντώνιος πνευματικὸ πατέρα,
σὰν ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε μιὰ ἡμέρα.

Στὸ νέο του ἀφεντικὸ ἦν εὐχαριστημένος,
ποὺ ἤτανε ὀρθόδοξος, στὴν πίστι βαπτισμένος.

Μιὰ νύχτα εἰς τὸ ὄνειρο βλέπει τὴν Παναγία,
ποὺ ὑποσχέσεις ἔδινε, ἀλλὰ καὶ ὁδηγία.

Βοήθεια καὶ παρηγοριὰ ἔδινε στὸν Ἀντώνη,
ἀνδρεῖος νὰ εἶν᾿ στὰ βάσανα καὶ θὰ τὸν δυναμώνῃ.

Στὸ ἐργαστήρι κάθονταν εὐθὺς τὴν ἄλλη ἡμέρα,
χιλίαρχος Ἀγαρηνὸς ἐπέρασε ἐκεῖ πέρα.

Τοῦρκος ἤσουν καὶ γύρισες, ἔλεγε στὸν Ἀντώνη,
θὰ πάει στὸν διοικητή, τοῦ εἶπε δὲν γλιτώνει.

Πῆρε καὶ ψευδομάρτυρες καὶ στὸν κριτὴ τὸν πάει,
γιὰ ἀρνησίχριστον αὐτὸν τότε τὸν μαρτυράει.

Τοῦ εἶπαν τοῦ διοικητῆ πὼς εἶχε αὐτός τουρκέψει,
καὶ ὁ κριτὴς ἐρώτησε τὸν Ἅγιο νὰ πιστέψῃ.

Μὲ δίχως φόβο, θαρρετά, δίνει ὁμολογία,
Ἀντώνης δὲν ἀρνήθηκε ποτὲ Ὀρθοδοξία.

Τὸν καλοπιάνει ὁ κριτής, ὑπόσχεση τοῦ δίνει,
πὼς θὰ εἶναι περίβλεπτος μωαμεθανὸς ἂν γίνῃ.

Στὶς ὑποσχέσεις ὁ Ἅγιος δὲν δίνει σημασία,
μὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν κριτὴ κάνει κοροϊδία.

Τὸν λέγει κακοκέφαλο, πὼς τὸν κοροϊδεύει,
καὶ σὲ βασανηστήρια θὰ μπῇ νὰ τὸν παιδεύῃ.

Δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ Χριστόν, εἶπε Ἀντώνης,
στὸ βάρβαρο κριτὴ καὶ τὸν ἀποστομώνει.

Βασάνισὲ με, χτύπα με, κόψε μου τὸ κεφάλι,
Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ θὰ πεθάνω πάλι.

Ἄθελα τότε ὁ κριτὴς τόνε καταδικάζει,
ποὺ ἄκουσε τὸν Ἅγιο τὴν τόλμη καὶ θαυμάζει.

Ἀγαρηνοὺς τότε ὁ κριτὴς ψεῦτες τοὺς ὀνομάζει,
ποὺ εἶδε τὸν Ἀντώνιο νὰ μὴν τὸν δειλιάζῃ.

Στὴ φυλακὴ ἐβάλανε ἐτότες τὸν Ἀντώνη,
τοὺς κρατουμένους κατηχεῖ καὶ τοὺς ἐνδυναμώνει.

Τὸν βγάλαν ἀπ᾿ τὴν φυλακή, βεζίρης τὸν ρωτάει,
ἂν γίνῃ μωαμεθανός, ἢ γιὰ σφαγὴ θὰ πάῃ.

Πῶς δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστόν, τοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνης,
μὲ τὸ σπαθὶ ὁ δήμιος ἐτότε τὸν σκοτώνει.

Ὅμως ἀκόμα πρὶν σφαγῇ, κάνει τὴν προσευχή του,
στὸν Κύριο ποὺ θὰ ἔδινε σὲ λίγο τὴν ψυχή του.

Κύριε εἰς τὰς χεῖράς σου, τὸ πνεῦμα παραδίδω,
ποὺ τώρα θὰ μὲ σφάξουνε οἱ δήμιοι σὲ λίγο.

Σὰν πρόβατο τοῦ ἔκοψαν τ᾿ Ἁγίου τὸ κεφάλι,
καὶ ἡ ψυχή του πέταξε στοῦ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ λείψανα τοῦ Ἁγίου,
τὸ ἔθαψαν μὲ ἄσματα εἰς τὸν Ναὸν Κυρίου.

Ἀγόρασαν τὸ λείψανο μὲ γρόσια ἑβδομῆντα,
γεννήθηκε μετὰ Χριστὸν χίλια ἑπτακόσια πενήντα.

Μαρτύριόν του ἔγινε πέντε Φεβρουαρίου,
καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.

Διὰ Χριστὸν ἐθυσίαζαν οἱ νέοι τὴν ζωή τους,
δεόμεθα νὰ ἔχουνε κι ἐμᾶς στὴν προσευχή τους.