Καταγωγή της ἤτανε ἀπὸ τὴν Σικελία,
εἰδωλολάτρες δύο γονεῖς εἶχε αὐτὴ ἡ Ἁγία.
Μὰ ἡ Ἀγάθη πίστευε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
κατάλαβε πὼς ἤτανε ἀληθινὴ θρησκεία.
Ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦν μὲ ὅλη τὴν ψυχή της,
καὶ στοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα εἶχε τὴν προσευχή της.
Ἁγνότητα ἀφιέρωσε μὰ καὶ τὴν παρθενία
ἀμφότερα τὰ ἔδωσε εἰς τὸν Θεὸν ἡ Ἁγία.
Ἦταν ὡραία καλλονὴ σὲ σῶμα καὶ ψυχή της,
τὸν ἑαυτόν της φύλαξε ἡ κόρη μοναχή της.
Ἦταν ὅμως καὶ πλούσια Ἀγάθη ἡ Ἁγία,
ποὺ οἱ γονεῖς της ἄφησαν πολλὴ περιουσία.
Τίποτα δὲν ἐκράτησε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ Ἁγία,
τὰ μοίρασε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε γιὰ τὴν καλή της φήμη,
καὶ θέλει νὰ τὴν παντρευτῇ, γυναίκα του νὰ γίνῃ.
Εἰδωλολάτρης ἤτανε, ἐζοῦσε μέσ᾿ στὰ πάθη,
καὶ θέλησε τὴν χριστιανὴ νὰ λάβῃ τὴν Ἀγάθη.
Διέταξε καὶ φέρανε ἐμπρός του τὴν κοπέλα,
ἐνόμιζε θὰ τὴν γευθῇ, σὰν νἆταν καραμέλα.
Τὴν εἶδε καὶ ἐθάμπωσε τὸ ἥμερό της κάλλος,
γυναίκα του τὴν ἤθελε, νὰ μὴν τὴν πάρῃ ἄλλος.
Τῆς τάζει δόξες καὶ τιμές, ἐκείνη δὲν ἐδέχθη,
τὴν πρότασι ἀρνήθηκε καὶ ἀμέσως ἐπαιδεύθη.
Τὸ εἶχε πάρει ἀπόφαση ἀνύπαντρη νὰ μείνῃ,
τὸν ἑαυτόν της γύμναζε Νύμφη Χριστοῦ νὰ γίνῃ.
Ἀρνήθηκε τοῦ βρωμεροῦ τυράννου κολακεῖες,
καὶ στὴν Ἀγάθη τὴν ἁγνὴ ἄρχισαν τιμωρίες.
Μιὰ γυναίκα κάλεσε, τὴν λέγαν Φροντισία,
ἐζοῦσε μὲ ἐννέα κόρες της εἰς τὴν ἀκολασία.
Ὁ τύραννος παρήγγειλε νὰ τὴν ἐξεμυαλίσῃ,
καὶ τῆς Ἀγάθης τὰ μυαλὰ τύραννο ν᾿ ἀγαπήσῃ.
Τὴν πῆγαν σὲ ἕνα βρωμερὸ καὶ σιχαμένο σπίτι,
νὰ τῆς ἀλλάξουν τὰ μυαλά, νὰ πάρει τὸν ἀλήτη.
Δῶρα τῆς ἔταζαν πολλά, κατόπιν μὲ φοβέρες,
ἡ μάνα ἡ ἀνήθικη καὶ ἐννέα θυγατέρες.
Τοὺς ἔδωσε ἀπάντησι Ἀγάθη ἡ Ἁγία,
στὰ λόγια σας τὰ πρόστυχα δὲν δίνω σημασία.
Ἔχω τὸν νοῦ μου καθαρὸ καὶ ὅλο τὸ λογισμό μου,
καὶ στὴν καρδιά μου ἔβαλα τὸν Ἰησοῦν Χριστόν μου.
Ἡ Ἁγία κάνει προσευχή, Θεὸν παρακαλοῦσε,
νὰ φθάσῃ στὸ μαρτύριον, αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε.
Ἀμέσως εἰς τὸν ἔπαρχο πάει ἡ Φροντισία,
τοῦ εἶπε γιὰ τὴν ἄρνησι ποὺ εἶπε ἡ Ἁγία.
Ἐθύμωσε ὁ ἔπαρχος, ἀμέσως διατάσσει,
νὰ τοῦ τὴν ξαναφέρουνε γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσῃ.
Πάλι μὲ θάρρος σταθερὸ τοῦ λέγει ἡ Ἁγία,
ὅτι ἀγαπάει τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε, ἐὰν δὲν προσκυνήσῃ
τὰ εἴδωλά του γιὰ θεοὺς θὰ τὴν ἐξαφανίσῃ.
Ἀγάθη πάλι ἀρνήθηκε, βρίζει θεοὺς ἀκόμα,
οἱ στρατιῶτες τὴν χτυποῦν, τῆς ἕλιωσαν τὸ στόμα.
Στὴ φυλακὴ τὴν ἔβαλαν, Ἀγάθη τὴν Ἁγία,
γιὰ νὰ σκεφτῇ ὁ τύραννος μεγάλη τιμωρία.
Τὴν ἔβαλαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἐρίξαν χάμω,
Ἀγάθη εἶχε τὴν χαρά, σὰν πήγαινε σὲ γάμο.
Ὁ τύραννος ἐξέτασι κάνει τὴν ἄλλη μέρα
γιὰ νὰ ἀρνηθῇ πάλι Χριστό, λέγει στὴ θυγατέρα.
Τὰ μάτια της ἀστράψανε, λέγει μὲ παρρησία·
δὲν τὸν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ ἔπαρχος ἀπὸ ὀργὴ γεμάτος διατάζει·
νὰ γυμνωθῇ ὁλοτελῶς ὁ βρομερὸς προστάζει.
Τὰ χέρια της νὰ δέσουνε πίσω σε μιὰ κολώνα,
κεφάλι, χέρια, πόδια της νὰ καίουνε ἀκόμα.
Ἀγάθη εἰς τὸν τύραννον λέγει μὲ παρρησία·
ἐσὺ νομίζεις δύστυχε πὼς ἔχω τιμωρία.
Τὰ βάσανα ὅλα αὐτὰ ποὺ τώρα ὑποφέρω,
εἰς τὸν Νυμφίον μου Χριστὸ θὰ ἀρέσω καὶ τὸ ξέρω.
Βασάνισε τὸ σῶμα μου νὰ πάρω τὸ στεφάνι,
στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ τρέξω μάνι μάνι.
Ἔφριξε ὁ τύραννος στὰ λόγια τῆς Ἁγίας
νὰ ξεριζώσουν τοὺς μαστούς, εἶπε τῆς μακαρίας.
Καὶ ἔκοψαν οἱ δήμιοι μαστοὺς μὲ τὸ μαχαίρι,
καὶ ἡ Ἁγία τοὺς σκληροὺς πόνους αὐτὴ ὑποφέρει.
Ἐξέσχισαν τὸ στῆθος της μὲ βαρβαρότητά τους,
νὰ ξεριζώσουν τοὺς μαστούς, γιὰ νὰ χαρῇ ἡ καρδιά τους.
Τὸ ἔδαφος ἀπὸ ἁγνὸ αἷμα εἶχε γεμίσει,
οἱ πόνοι της ἀβάστακτοι, τὴν εἶχαν τυραννήσει.
Ἐπρόσβαλε τὸν τύραννο ἐτότε ἡ Ἁγία,
διαταγὴ ποὺ ἔδωσε ἦταν παρανομία.
Τοῦ εἶπε πὼς ἐθήλαζε μαστοὺς ἀπ᾿ τὴν μητέρα,
τότε ποὺ ἤτανε μικρὸς τὴν νύκτα καὶ τὴν μέρα.
Τὴν ρίχνουνε στὴ φυλακή, ὁ τύραννος προστάζει,
λίγο νερὸ λίγο ψωμὶ νὰ τρώῃ διατάζει.
Παρήγγειλε στοὺς φύλακες τὶς πόρτες νὰ προσέξουν,
μὴν μποῦν στὴ φυλακὴ κρυφά, γιατροὶ νὰ τὴν γιατρέψουν.
Ἄσπλαγχνος ἦν ὁ τύραννος, Χριστὸς τὴν ἀγαπάει,
ἀπόστολος Πέτρος καὶ Ἄγγελος στὴν φυλακή της πάει.
Μέσ᾿ στὸ κελλὶ τὸ σκοτεινὸ ἦταν φυλακισμένη,
μεσάνυχτα εἶδε ἕνα φῶς, αἴθουσα φωτισμένη.
Πόρτες ἀνοίγουν φυλακῆς, φύλακες παίρνουν δρόμο,
ἐτρόμαξαν οἱ δύστυχοι κι ἐπάτησαν τὸ νόμο.
Ἡ Ἁγία βλέπει γέροντα ποὺ κράταγε δοχεῖο,
νὰ τῆς γιατρέψῃ τὶς πληγές, ἤτανε ἰατρεῖο.
Μαζί του εἶχε συντροφιὰ ὡραῖο νεανία,
λαμπάδα κράταγε ψηλά, ἦταν φωτοχυσία.
Ὁ ἕνας ἦταν Ἄγγελος, φύλακας τῆς Ἁγίας,
καὶ Πέτρος ὁ Ἀπόστολος γιατρὸς γιὰ θεραπεία.
Τῆς εἶπε ὁ Ἀπόστολος ἦρθε νὰ τὴν γιατρέψῃ,
τὸν ἔστειλε ὁ Κύριος, ποὺ αὐτὴ εἶχε πιστέψει.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἀπόστολος, ἐδέχθη ἡ Ἁγία,
οἱ δύο ἔγιναν ἄφαντοι μετὰ τὴν θεραπεία.
Ἀγάθη κάνει προσευχὴ γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ
Θεὸν ποὺ ἔγινε καλά, πληγὲς νὰ ἐξαφανίσῃ.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐπήγανε Ἀγάθη στὸ παλάτι,
τὴν φοβερίζει ὁ τύραννος ἀκόμα μὲ γινάτι.
Δὲν προσκυνοῦσε τοὺς θεούς, τότε τὴν ἐρωτάει·
ποιὸς τὴν ἔκανε καλά; ἡ Ἁγία ἀπαντάει·
«Μὲ γιάτρεψε Ἰησοῦς Χριστὸς
ποὺ εἶναι Θεὸς ἀληθινός».
Κηρύττω καὶ ὁμολογῶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μου,
καὶ θὰ τὸν ἔχω βοηθὸ σὲ ὅλη τὴν ζωή μου.
Ἀνάβει ὁ τύραννος φωτιὰ καὶ ἀμέσως διατάζει,
καὶ τὴν Ἁγία ἔγδυσαν καὶ στὴ φωτιὰ τὴν βάζει.
Μαρτύριο φρικιαστικὸ ἔνιωσε ἡ Ἁγία,
παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ στείλῃ βοηθεία.
Ἀμέσως ἔγινε σεισμός, σπίτια ἐγκρεμιστῆκαν,
ἄνθρωποι σκοτωθήκανε καὶ ἐξαφανιστῆκαν.
Κόσμος πάει στὸν τύραννο καὶ τόνε ἐφοβερίζει,
γιὰ τὴν Ἀγάθη χριστιανή, ποὺ αὐτὸς τὴν βασανίζει.
Φοβήθηκε ὁ τύραννος, ἀμέσως διατάζει,
Ἀγάθη εἰς τὴν φυλακὴ νὰ βάλουνε προστάζει.
Προσεύχεται στὴ φυλακὴ καὶ πάλιν ἡ Ἁγία,
στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἔκανε ἱκεσία.
Κύριε, σὲ παρακαλῶ, κάνε μου μιὰ χάρι,
τὸ πρόσωπό σου νὰ ἰδῶ καὶ σήμερα μακάρι.
Τελείωσε τὴν προσευχὴ καὶ τότε ἐκοιμήθη,
καὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, εὐθέως συναντήθη.
Μὲ δάκρυα οἱ χριστιανοὶ λείψανο τῆς Ἁγίας
τὸ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια σὰν ἔγινε ἡ κηδεία.
Νέοι φανῆκαν ἑκατὸ στὸν τάφο τῆς Ἁγίας,
Ἄγγελοι ἀπ᾿ τὸν οὐρανό, τιμὴ γιὰ τὴν κηδεία.
Μὲ πλάκα τὴν ἐσκέπασαν καὶ ἄφαντοι ἐγινῆκαν,
ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ καὶ ἐξαφανιστῆκαν.
Σὰν ἔμαθε ὁ τύραννος πὼς πέθανε ἡ Ἁγία,
ἔφυγε μὲ τὸ ἄλογο ἔξω ἀπ᾿ τὴν πολιτεία.
Ἔτρεξε εἰς τὰ κτήματα ποὺ εἶχε ἡ Ἁγία,
δικά του νὰ τὰ ἔκανε ἀπὸ φιλαργυρία.
Μὰ ὁ πανάγαθος Θεὸς βλέποντας τὴν κακία
καὶ γιὰ βασανηστήρια ποὔκανε στὴν Ἁγία,
σκληρὰ τὸν ἐτιμώρησε ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθῃ,
ὅπως καὶ αὐτὸς ἀπάνθρωπα ἐφέρθη στὴν Ἀγάθη.
Καβάλησε τὸ ἄλογο, περνοῦσε ἕνα ποτάμι,
τὸν σκότωσαν τὰ ἄλογα, καὶ πνίγηκε τροχάδη.
Ἁγία Ἀγάθη μάρτυρα καὶ νύμφη τοῦ Χριστοῦ μας,
γιὰ τὶς ψυχές μας πρέσβευε Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
|