Ὅσιος Ξενοφῶν καὶ συνοδία

26 Ἰανουαρίου

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη,
ποὺ ἔγινε ἡ Ἁγία Σοφία καὶ ἐμεγαλουργήθη.

Μαζὶ μὲ Ἰουστινιανὸ κάνει συνεργασία,
καὶ βοηθός του ἤτανε ποὺ ἐκτίσθη ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ σύζυγός του ἦταν καλή, τὴν ἔλεγαν Μαρία,
τὰ τέκνα τους ἀνέθρεψαν κατὰ Χριστοῦ παιδεία.

Τὸν πρῶτο λέν᾿ Ἀρκάδιο, τὸν ἄλλο Ἰωάννη,
σκέφτηκε μὲ τὴν σύζυγο ἐγκράτεια νὰ κάνῃ.

Τοὺς φύτεψε εὐσέβεια μέσα εἰς τὴν καρδιά τους
χαριτωμένα ἤτανε τὰ δύο καλὰ παιδιά τους.

Τὰ ἔστειλαν στὴ Βηρυττὸ ἐκεῖ νὰ μορφωθοῦνε,
ἀρρώστησε ὁ πατέρας τους καὶ πίσω τὰ καλοῦνε.

Πρὶν νὰ πεθάνῃ τὰ καλεῖ, τὰ νουθετεῖ κοντά του,
καὶ γιὰ τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ μιλεῖ εἰς τὰ παιδιά του.

Νὰ σέβονται τοὺς ἱερεῖς, πάντα νὰ τοὺς τιμοῦνε,
τάξι τῆς Ἐκκλησίας μας πάντα νὰ ἀκολουθοῦνε.

Λιτὸ νἆν᾿ τὸ τραπέζι σας σὰν μοναχοὶ νὰ ζεῖτε,
καὶ πάντα τὴν μητέρα σας πολὺ νὰ εὐλαβεῖσθε.

Τοὺς δούλους ὑπηρέτες σας πολὺ νὰ ἀγαπᾶτε,
ὅταν γεράσουνε καὶ αὐτοὶ νὰ τοὺς γηροκομᾶτε.

Καὶ τελευταία ἄκουσαν μιὰ παραγγελία,
τὸ νὰ κληρονομήσουνε Χριστοῦ τὴν βασιλεία.

Καὶ τὰ παιδιά του ἔκλαιγαν γιὰ τὶς παραγγελίες,
πρὶν φύγει ὁ πατέρας τους, ἔδινε ὁδηγίες.

Παρακαλοῦσε τὰ παιδιὰ μιὰ χάρη νὰ ζητήσῃ,
μιὰ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν λίγα χρόνια νὰ ζήσῃ.

Πατέρας συγκινήθηκε καὶ τὸ πρωὶ κοντά του
ἐκάλεσε καὶ μίλησε καὶ πάλι στὰ παιδιά του.

Τὴ νύχτα παρακάλεσα Θεὸν στὴν προσευχή μου
νὰ παρατείνῃ ἂν ἤθελε ἀκόμα τὴν ζωή μου.

Ὁ Θεὸς τὸν ἔκανε καλά, χαρῆκαν τὰ παιδιά του,
τοῦ σεβαστοῦ πατέρα τους εἶχαν τὴν συντροφιά του.

Τὰ ἔστειλε στὴ Βηρυττὸ παιδιὰ νὰ μορφωθοῦνε,
μὰ τρικυμία ἔπιασε, κόντεψαν νὰ πνιγοῦνε.

Σὰν εἴδανε τὸν κίνδυνο, κάνουν τὴν προσευχή τους,
νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὸ Χριστό, νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.

Οἱ ναῦτες καὶ ὁ πλοίαρχος ἔφυγαν ἀπ᾿ τὸ πλοῖο,
καὶ ἔμειναν τότε μοναχοὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ δύο.

Ἀσπάσθηκαν καὶ ἅρπαξαν καθένας μιὰ σανίδα,
στὴ θάλασσα ἐρίχθηκαν, μὲ τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα.

Θεὸς τοὺς ἐβοήθησε καὶ στὴ στεριὰ ἐβγῆκαν,
σὲ δύο μέρη μακρινὰ ποὺ δὲν ἀνταμωθῆκαν.

Εἰς τὴν ξηρὰ σὰν γλίτωσε βγῆκε ὁ Ἰωάννης,
γιὰ ἀδελφὸ παρακαλεῖ Θεὸν νὰ μὴν πεθάνῃ.

Ἀφιερώθη στὸν Θεόν, πάει στὸ μοναστήρι,
τὸν κράτησε ὁ ἡγούμενος, τοῦ ἔκανε τὸ χατήρι.

Ἐπροσευχήθη στὸν Θεὸν διὰ τὸν ἀδελφό του,
νὰ τὸν ξανάβρῃ, νὰ τὸν δῇ, πρὶν νὰ σβηστῇ τὸ φῶς του.

Καὶ ὁ Ἀρκάδιος σὰν σώθηκε, κάνει τὴν προσευχή του,
σὰν τ᾿ ἀδελφοῦ του ἔμοιαζε τότε καὶ ἡ δική του.

Βρῆκε ἀνθρώπους τοῦ ἔδωσαν ροῦχα καὶ φαγητό του,
κοιμᾶται καὶ σὲ ὄνειρο βλέπει τὸν ἀδελφό του.

Διατὶ κλαῖς Ἀρκάδιε συνέχεια γιὰ μένα,
Θεὸς μᾶς ἔσωσε τοὺς δύο, ὅπως ἐμὲ καὶ ἐσένα.

Χάρηκε καὶ εὐχαρίστησε Θεὸν μὲ τὴν καρδιά του,
ποὺ γλίτωσε τὸν ἀδελφὸ νὰ εἶναι συντροφιά του.

Ὁ Ἀρκάδιος ταξίδεψε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους,
καὶ ὅταν ἐπροσκύνησε συνάντησε ἀνθρώπους.

Στὸν δρόμο βλέπει γέροντα, τοῦ λέει τὸν καημό του,
ὁ γέροντας τοῦ ἁπαντᾷ πὼς ζεῖ ὁ ἀδελφός του.

Ἀρκάδιος καὶ γέροντας πιάστηκαν ἀπ᾿ τὸ χέρι,
στ᾿ Ἁγίου Σάββα τὴν Μονὴ ἔγινε καλογέρι.

Ὁ Ξενοφῶν ξαφνιάστηκε τὶ ἔγιναν τὰ παιδιά του,
εἶχε δύο χρόνια νὰ τὰ ἰδῇ, πονοῦσε ἡ καρδιά του.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους του, τοῦ εἶπε τὰ συμβάντα,
μέσα στὸ πλοῖο πνίγηκαν καὶ χάθηκαν γιὰ πάντα.

Τὴν εἴδησι τότε αὐτὴ ἄκουσε καὶ Μαρία,
καὶ στὸν Θεὸ ἐκάνανε καὶ οἱ δύο εὐχαριστία.

Κάνανε τότε προσευχή, βλέπουν στὸ ὄνειρό τους,
εἴχανε φωτοστέφανο τὰ δύο στὸ μέτωπό τους.

Χαρήκανε οἱ δύο γονεῖς, Ἁγίους Τόπους πᾶνε,
ἐλπίζουν καὶ τὰ δύο παιδιὰ ἐκεῖ θὰ συναντᾶνε.

Στὸν ἱερὸν τὸ Γολγοθᾶ ἐπῆγαν κι ἐπροσκυνῆσαν,
καὶ τὰ παιδιά τους μοναχοὺς εἶδαν καὶ τὰ γνωρίσαν.

Πῆγαν μαζὶ μὲ γέροντα ποὺ τὰ εἶχε αὐτὸς μαζί του,
ἦσαν τὰ καλογέρια του, οἱ ὑποτακτικοί του.

Ὁ γέροντας καὶ ὅλοι μαζὶ εἶχαν τραπεζαρία,
γνωρίστηκαν ὅλοι μαζί· εἶπαν τὴν ἱστορία.

Γιὰ τὸ καραβοτσάκισμα, γλιτῶσαν μὲ σανίδα,
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, γονεῖς τοὺς ξαναεῖδαν.

Ὅταν τ᾿ ἀκοῦσαν οἱ γονεῖς πῆραν χαρὰ μεγάλη
ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ Θεὸν δοξάζουν πάλι.

Ξενοφῶν καὶ ἡ σύζυγος ἔγιναν καλογέροι,
ἔζησαν τότε χωριστὰ στὰ ἅγια ἐκεῖνα μέρη.

Ἐπούλησαν τὰ ὑπάρχοντα ποὺ εἴχανε στὴν Πόλι,
καὶ σὲ ναοὺς καὶ σὲ φτωχοὺς τὴν ἐμοιράσαν ὅλη.

Σὲ γυναικῶν ἱερὰ μονὴ ἐπῆγε τὴν Μαρία,
ἁγίασε καὶ σὲ ἄρρωστους ἔκανε θεραπεία.

Τυφλοὺς τοὺς ἔκανε καλά, μὰ καὶ δαιμονισμένους,
ὅλους τοὺς ἐλευθέρωνε, τοὺς καταρρακωμένους.

Ὁ ὅσιος δὲ Ξενοφῶν στὴν ἔρημο πηγαίνει,
τρίχινα ροῦχα φόρεσε, Χριστοῦ τὸν δρόμο παίρνει.

Ἑορτάζεται ἡ οἰκογένεια ὁλόκληρη τ᾿ Ἁγίου,
εἰκοσιέξι τοῦ μηνὸς τοῦ Ἰανουαρίου.

Μὲ τὶς πρεσβεῖες ὅλων αὐτῶν, εἴθε ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ
ὅλους ἐμᾶς ἁμαρτωλούς, συγχώρησι νὰ δώσῃ.