23 Ἰανουαρίου
Ὅσιο Διονύσιο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία, Πατέρας του Νικόλαος, μητέρα Θεοδώρα Μικρὸς ποὺ ἐκοιμότανε ἔβλεπαν οἱ γονεῖς του, Σημεῖο ποὺ ἐφανέρωνε, ὅταν θὰ μεγαλώσῃ, Σὰν ἔγινε ἑπτὰ χρονῶν, ἐπῆγε στὸ σχολεῖο, Ἰδιαιτέρως διάβαζε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, Τὶς νύχτες προσευχότανε, ἔκανε ἀγρυπνία, Ὅταν ἐπέρασε καιρός, πεθάναν οἱ γονεῖς του, Περιουσία του ἐμοίρασε, ἐπῆγε στὸ μοναστήρι, Ἔμεινε ἀρκετὸ καιρό, ζοῦσε ζωὴ ἁγία, Στὸ Ἅγιον Ὄρος τράβηξε, περιβόλι Παναγίας, Ηὗρε τὸν γερο-Σεραφεὶμ σὲ ἕνα μοναστήρι, Ὁ γέροντας ἐξετίμησε ἀρετὲς Διονυσίου, Τὸν τίμησαν οἱ μοναχοὶ καὶ στὶς Καρυές, Πρωτᾶτον, Τοῦ ἄρεσε ἡ ἔρημος, ἄδεια παίρνει, φεύγει, Ἕνα κελάκι ἔκτισε καὶ ἕνα ἐκκλησάκι Ἐκεῖ ἐπροσευχότανε, ἐνήστευε, ἀγρυπνοῦσε Τὴν ἡμέρα τρώγει μιὰ φορά, σκυμμένος στὸ βιβλίο, Ἀπέφευγε τὸν ἔπαινον πάντα ἀπὸ ἀνθρώπους, Σὰν τρία χρόνια πέρασαν, στὴν ἔρημο εἶχε ζήσει, Ἐπῆγε κι ἐπροσκύνησε τοὺς ἁγιασμένους τόπους, Ὁ Πατριάρχης ἠθέλησε ποὺ εἶδε τὴν ἀρετή του, Μὰ δὲν ἀντήλλαξε σπηλιὰ μὲ τὸ πατριαρχεῖο, Στὸ Ἅγιον Ὄρος στρέφεται στὸ ἐρημητήριό του, Θέλει τὸ ἐκκλησάκι του ἐκεῖ νὰ μεγαλώσῃ, Μόνος του ἐργαζότανε, πέτρες ἐκουβαλοῦσε, Πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ καλόγερος μιὰ ἡμέρα, Τὸν Ὅσιο βοήθησαν, πέτρες ἐκουβαλοῦσαν, Νόμισε ἦσαν ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ μοναχός, οἱ δυό τους εἶχαν μείνει· Τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Ἅγιος ποὺ τότε εἶχε γίνει, Τὸ εἶπε ὁ ἄλλος μοναχὸς καὶ κόσμος τὸ εἶχε μάθει, Ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος ἔφυγε, στὴ Βέροια πηγαίνει, Διάβαζε κάποιος μοναχὸς ἕν᾿ μαγικὸ βιβλίο, Τὸ βράδυ εἰς τὸν ὕπνο του βλέπει ἕναν ἀράπη, Θὰ τοῦ ἔδινε ὅ,τι ἤθελε γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσῃ· Μόνο Θεόν μου προσκυνῶ, λέγει εἰς τὸν ἐχθρό του, Ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε, παράκλησι εἶχε κάνει, Περιοδεῖες ἔκανε καὶ ἐξομολογοῦσε Ὅσοι ἐξομολογοῦνταν ἐκεῖ, ἔκανε εἰρωνία, Δὲν τοῦ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὴ γῆ ἐδῶ νὰ μένῃ, Στὴν Κατερίνη πέρασε, μέσα στὴν πολιτεία, Κοπέλες τραγουδούσανε, τοὺς νέους προκαλοῦσαν, Λόγια πικρὰ καὶ ἄσχημα, τοῦ εἶπε μιὰ κοπέλα, Ὁ ὅσιος τὴν ἐπέπληξε καὶ τὴν ἐπιτιμάει, Ἐφώναζε, ἐτσίριζε, τὰ πόδια της χτυποῦσε, Γονεῖς της δὲν ἐμπόρεσαν νὰ δώσουν ἐξηγήσεις, Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει, Αὐτὸ τὸ ἐπῆρε μάθημα σὲ ὅλη τὴν ζωή της, Ἕνα παιδὶ μονάκριβο εἶχε κάποια μητέρα, Σὰν πέρασε λίγος καιρός, ἐγύρισε στὸ σπίτι, Τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο τοῦ βγάζει ἀπ᾿ τὸ κεφάλι, Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ ὅσιος ἐπῆγε στὸ χωριό της, Τὴν ἐμάλωσε ὁ ὅσιος, τὴν κάλεσε ἀθλία, Τῆς εἶπε· εἶναι δύστυχη, παιδί της δὲν θὰ ζήσῃ, Προφήτευσε πὼς αὔριο παιδί της θὰ πεθάνῃ, Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ παιδὶ σὲ δένδρο ἀνεβασμένο, Τοῦ εἶπε μιὰ γερόντισσα δὲν θέλει πιὰ νὰ ζήσῃ, Τῆς ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· σήμερα θὰ πεθάνῃς, Σὲ λίγη ὥρα ἀρρώστησε μὲ ὁσίου προφητεία, Σὲ ἕνα χωριὸ συγκύπτουσα στὴ γῆ εἶχε τὸ κεφάλι, Βρισκότανε ὁ ὅσιος εἰς τὴν Μονὴ Πηλίου, Εἰς τὴν Μονὴ στὸν Ὄλυμπο, ἐκεῖ νὰ ἀναχωρήσῃ, Χαιρέτησε τοὺς ἀδελφούς, τὰ τέκνα, τοὺς πατέρες, Μὴν ἀμελοῦνε τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μετανοοῦνε, Ἐπῆγε εἰς τὸν Ὄλυμπο, εὑρῆκε τοὺς Πατέρες, Εἶπε συχνὰ τοὺς λογισμοὺς νὰ ἐξομολογοῦνται, Ἐργόχειρο νὰ κάνουνε, νὰ ἔχουνε ἀγάπη, Κατόπιν προσευχήθηκε, δεήθηκε Κυρίου, Τὸ πνεῦμα του παρέδωσε, στὸν οὐρανὸ πηγαίνει, Θαύματα ἔκανε πολλὰ μετὰ τὴν κοίμησί του, Ὅσιε, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἐκεῖ στὴν κοίμησί σου, |