Ὅσιος Διονύσιος ἐν Ὀλύμπῳ

23 Ἰανουαρίου

Ὅσιο Διονύσιο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία,
γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα ποὺ εἶναι στὴ Θεσσαλία.

Πατέρας του Νικόλαος, μητέρα Θεοδώρα
ἦσαν πτωχοὶ μὰ εὐσεβεῖς μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα.

Μικρὸς ποὺ ἐκοιμότανε ἔβλεπαν οἱ γονεῖς του,
ἕνα σταυρὸ ποὺ ἔλαμπε ἐπάνω στὸ κορμί του.

Σημεῖο ποὺ ἐφανέρωνε, ὅταν θὰ μεγαλώσῃ,
θὰ ἐπρόκοβε κατὰ Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴ θὰ σώσῃ.

Σὰν ἔγινε ἑπτὰ χρονῶν, ἐπῆγε στὸ σχολεῖο,
κι ἐδιάβαζε Ἁγία Γραφή, θεόπνευστο βιβλίο.

Ἰδιαιτέρως διάβαζε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
προσπάθησε νὰ μιμηθῇ τὸν ἰδικόν τους βίο.

Τὶς νύχτες προσευχότανε, ἔκανε ἀγρυπνία,
καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμαζαν μέσα στὴν κοινωνία.

Ὅταν ἐπέρασε καιρός, πεθάναν οἱ γονεῖς του,
μικρὰ παιδὰ ἐδίδασκε γιὰ τὴν διατροφή του.

Περιουσία του ἐμοίρασε, ἐπῆγε στὸ μοναστήρι,
ἐπάνω στὰ Μετέωρα, ποὺ εἶναι οἱ καλογῆροι.

Ἔμεινε ἀρκετὸ καιρό, ζοῦσε ζωὴ ἁγία,
καὶ τοῦ Θεοῦ τὶς ἐντολὲς τηροῦσε ἐν σοφίᾳ.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος τράβηξε, περιβόλι Παναγίας,
πῆγε νὰ εὕρῃ ἄσκησι, μὰ καὶ τὴν ἡσυχία.

Ηὗρε τὸν γερο-Σεραφεὶμ σὲ ἕνα μοναστήρι,
ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς μὲ ἄλλοι καλογῆροι.

Ὁ γέροντας ἐξετίμησε ἀρετὲς Διονυσίου,
ἔλαβε βαθμοῦ διακονικοῦ, μὰ καὶ πρεσβυτερίου.

Τὸν τίμησαν οἱ μοναχοὶ καὶ στὶς Καρυές, Πρωτᾶτον,
τὸν ἔβαλαν νὰ ἱερουργῇ, νὰ προηγεῖται πάντων.

Τοῦ ἄρεσε ἡ ἔρημος, ἄδεια παίρνει, φεύγει,
στοῦ Καρακάλου σπήλαιο ἐτότε καταφεύγει.

Ἕνα κελάκι ἔκτισε καὶ ἕνα ἐκκλησάκι
ἁγίας Τριάδος ὄνομα ἂς ἦταν καὶ μικράκι.

Ἐκεῖ ἐπροσευχότανε, ἐνήστευε, ἀγρυπνοῦσε
μὲ δάκρυα τὸν Κύριον πάντα παρακαλοῦσε.

Τὴν ἡμέρα τρώγει μιὰ φορά, σκυμμένος στὸ βιβλίο,
ἐδιάβαζε Ἁγία Γραφὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὸν βίο.

Ἀπέφευγε τὸν ἔπαινον πάντα ἀπὸ ἀνθρώπους,
κελὶ δὲν κλείδωνε ποτὲ στοὺς ἄγριους τοὺς τόπους.

Σὰν τρία χρόνια πέρασαν, στὴν ἔρημο εἶχε ζήσει,
θέλει στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ νὰ προσκυνήσῃ.

Ἐπῆγε κι ἐπροσκύνησε τοὺς ἁγιασμένους τόπους,
ἔλαβε χάρι ψυχικὴ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Πατριάρχης ἠθέλησε ποὺ εἶδε τὴν ἀρετή του,
διάδοχός του νὰ γενῇ στὴ θέσι τὴν δική του.

Μὰ δὲν ἀντήλλαξε σπηλιὰ μὲ τὸ πατριαρχεῖο,
θέλει νὰ ζῇ στὴν ἔρημο, νὰ ζήσῃ βίο θεῖο.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος στρέφεται στὸ ἐρημητήριό του,
ηὗρε τὴν ἡσυχία του, ἐδόξαζε τὸν Θεό του.

Θέλει τὸ ἐκκλησάκι του ἐκεῖ νὰ μεγαλώσῃ,
καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοηθεῖ στὴν τόλμη του τὴν τόση.

Μόνος του ἐργαζότανε, πέτρες ἐκουβαλοῦσε,
ξύλα καὶ χῶμα καὶ νερὸ μὲ κόπο προσπαθοῦσε.

Πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ καλόγερος μιὰ ἡμέρα,
καὶ εἶδε ἄλλους δύο μαζί του κάνανε παρέα.

Τὸν Ὅσιο βοήθησαν, πέτρες ἐκουβαλοῦσαν,
στοῦ Διονυσίου τὸ καλὸ ἔργο ἐπροσπαθοῦσαν.

Νόμισε ἦσαν ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν,
ἔγιναν ὅμως ἄφαντοι, εἶπε νὰ τοὺς ταΐσουν.

Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ μοναχός, οἱ δυό τους εἶχαν μείνει·
δὲν ξέρανε οἱ ἄγνωστοι ποιοὶ ἤτανε ἐκεῖνοι.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Ἅγιος ποὺ τότε εἶχε γίνει,
δὲν τὸ εἶπε τότε πουθενὰ ἀπὸ ταπεινοσύνη.

Τὸ εἶπε ὁ ἄλλος μοναχὸς καὶ κόσμος τὸ εἶχε μάθει,
ἐκεῖ ποὺ ἦταν τέσσερις βρέθηκαν δύο μονάχοι.

Ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος ἔφυγε, στὴ Βέροια πηγαίνει,
καὶ στοῦ Προδρόμου τὴν Μονὴ μαζὶ μὲ ἄλλους μένει.

Διάβαζε κάποιος μοναχὸς ἕν᾿ μαγικὸ βιβλίο,
ποὺ τῶν δαιμόνων προσευχὲς ἔγραφε μέσα βίο.

Τὸ βράδυ εἰς τὸν ὕπνο του βλέπει ἕναν ἀράπη,
παρουσιάσθη ἄξαφνα ἐπάνω στὸ κρεβάτι.

Θὰ τοῦ ἔδινε ὅ,τι ἤθελε γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσῃ·
φοβήθηκε ὁ μαναχὸς καὶ προσευχὴ εἶχε ἀρχίσει.

Μόνο Θεόν μου προσκυνῶ, λέγει εἰς τὸν ἐχθρό του,
ἕνα χαστούκι δέχτηκε τότε στὸ μάγουλό του.

Ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε, παράκλησι εἶχε κάνει,
ἡ Παναγιὰ τὸν φύλαξε νὰ μὴν τὸ ξανακάνῃ.

Περιοδεῖες ἔκανε καὶ ἐξομολογοῦσε
μὰ ἕνας δημογέροντας τὸν ἅγιο μισοῦσε.

Ὅσοι ἐξομολογοῦνταν ἐκεῖ, ἔκανε εἰρωνία,
ὁ Ἅγιος τὸ ἔμαθε, τὸν ἔβαλε τιμωρία.

Δὲν τοῦ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὴ γῆ ἐδῶ νὰ μένῃ,
τὸν πέθανε, γιατὶ ψυχὴ ἤτανε πορωμένη.

Στὴν Κατερίνη πέρασε, μέσα στὴν πολιτεία,
τραγούδια ἀκούει ἄσεμνα, ἄσχημα καὶ ἀστεῖα.

Κοπέλες τραγουδούσανε, τοὺς νέους προκαλοῦσαν,
τὶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος, πολὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν.

Λόγια πικρὰ καὶ ἄσχημα, τοῦ εἶπε μιὰ κοπέλα,
τοῦ δίνει δηλητήριο ἀντὶ γιὰ καραμέλα.

Ὁ ὅσιος τὴν ἐπέπληξε καὶ τὴν ἐπιτιμάει,
καὶ ἡ κοπέλα ἀφρίζοντας στὸ σπίτι της εἶχε πάει.

Ἐφώναζε, ἐτσίριζε, τὰ πόδια της χτυποῦσε,
μέσα της εἶχε σατανᾶ καὶ τὴν ἐτυραννοῦσε.

Γονεῖς της δὲν ἐμπόρεσαν νὰ δώσουν ἐξηγήσεις,
οἱ φίλες της τοὺς ἔδωσαν ὅλες διευκρινίσεις.

Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει,
τῆς ἔδωσε τὴν ἄφεσι, γιατρεύτηκε ἐκείνη.

Αὐτὸ τὸ ἐπῆρε μάθημα σὲ ὅλη τὴν ζωή της,
παντρεύτηκε, κι ἐπέρασε θεάρεστα ζωή της.

Ἕνα παιδὶ μονάκριβο εἶχε κάποια μητέρα,
καὶ σὲ Μονὴ καλόγερος ἑντύθηκε μιὰ ἡμέρα.

Σὰν πέρασε λίγος καιρός, ἐγύρισε στὸ σπίτι,
κοίταξε τὴν μητέρα του, τὸν εἶδε εἶχε λύπη.

Τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο τοῦ βγάζει ἀπ᾿ τὸ κεφάλι,
κοντά της τὸν ἐκράτησε ὡς κοσμικὸ καὶ πάλι.

Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ ὅσιος ἐπῆγε στὸ χωριό της,
πῆγε ἡ γυναίκα νὰ τὸν ἰδῇ, ποὺ κέλεψε τὸν γιό της.

Τὴν ἐμάλωσε ὁ ὅσιος, τὴν κάλεσε ἀθλία,
ποὺ τοῦ παιδιοῦ της ἔβγαλε θεία ἐνδυμασία.

Τῆς εἶπε· εἶναι δύστυχη, παιδί της δὲν θὰ ζήσῃ,
νὰ τὄχῃ στὰ γεράματα νὰ τὴν κληρονομήσῃ.

Προφήτευσε πὼς αὔριο παιδί της θὰ πεθάνῃ,
καὶ ἐκείνη θὰ τιμωρηθῇ γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ παιδὶ σὲ δένδρο ἀνεβασμένο,
ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε ἦταν ἀπεθαμένο.

Τοῦ εἶπε μιὰ γερόντισσα δὲν θέλει πιὰ νὰ ζήσῃ,
γιὰ νὰ δουλεύῃ δὲν μπορεῖ, θέλει νὰ ξεψυχήσῃ.

Τῆς ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· σήμερα θὰ πεθάνῃς,
πάρε τρία ἀργύρια γιὰ τὴν ταφὴ νὰ κάνῃς.

Σὲ λίγη ὥρα ἀρρώστησε μὲ ὁσίου προφητεία,
ἀπέθανε καὶ ἔγινε ἀμέσως ἡ κηδεία.

Σὲ ἕνα χωριὸ συγκύπτουσα στὴ γῆ εἶχε τὸ κεφάλι,
ὁ ὅσιος ἐδεήθηκε, καλὰ ἔγινε πάλι.

Βρισκότανε ὁ ὅσιος εἰς τὴν Μονὴ Πηλίου,
κι οὐράνια ἀποκάλυψι βλέπει παρὰ Κυρίου.

Εἰς τὴν Μονὴ στὸν Ὄλυμπο, ἐκεῖ νὰ ἀναχωρήσῃ,
καὶ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ τὸ πνεῦμα νὰ ἀφήσῃ.

Χαιρέτησε τοὺς ἀδελφούς, τὰ τέκνα, τοὺς πατέρες,
ὅλους τοὺς ἐσυμβούλευε ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Μὴν ἀμελοῦνε τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μετανοοῦνε,
γιὰ νὰ γλιτώσουν κόλασι, Παράδεισο νὰ μποῦνε.

Ἐπῆγε εἰς τὸν Ὄλυμπο, εὑρῆκε τοὺς Πατέρες,
καὶ ἐκεῖ τοὺς δίνει συμβουλὲς ποὺ ἔζησε λίγες μέρες.

Εἶπε συχνὰ τοὺς λογισμοὺς νὰ ἐξομολογοῦνται,
νὰ μὴν φωλιάζουν δαίμονες, ψυχὲς νὰ τυραννοῦνται.

Ἐργόχειρο νὰ κάνουνε, νὰ ἔχουνε ἀγάπη,
μὲ δέησι καὶ προσευχὴ νὰ κόβουνε τὰ πάθη.

Κατόπιν προσευχήθηκε, δεήθηκε Κυρίου,
ἦταν ἡμέρα εἰκοστρεῖς τοῦ Ἰανουαρίου.

Τὸ πνεῦμα του παρέδωσε, στὸν οὐρανὸ πηγαίνει,
τὸ τίμιόν του λείψανο στὴν Ἐκκλησία μένει.

Θαύματα ἔκανε πολλὰ μετὰ τὴν κοίμησί του,
πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ νὰ πάρῃ τὴν εὐχή του.

Ὅσιε, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἐκεῖ στὴν κοίμησί σου,
παρακαλοῦμε δῶσε μας ἄνωθεν τὴν εὐχή σου.