Εἶναι πολὺ διδακτικὸς ὁ βίος τοῦ ἁγίου,
ἀλλὰ καὶ συγκινητικὸς μεγάλου μαρτυρίου.
Ὑπέφερε μαρτύρια γιὰ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνους,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐξέχναγε τοὺς πόνους.
Ἂς γράψουμε ἀπ᾿ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὴν γέννησί του,
ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του, ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς του.
Πατρίδα του ἡ Ἄγκυρα εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία,
πατέρας του ἐπίστευε στὴν εἰδωλολατρία.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο ἡ χριστιανὴ μητέρα,
Σοφία τὴν ὀνόμαζαν, λευκὴ σὰν περιστέρα.
Πέθανε ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης,
καὶ ἡ Σοφία ἔμεινε, τὸν Κλήμη εἶχε κοντά της.
Προφήτευσε γιὰ τὸ παιδί· ὅταν θὰ μεγαλώσῃ,
μάρτυρας θὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τὸ σῶμα του θὰ δώσῃ.
Τοῦ ἔλεγε σωματικῶς αὐτὴ τὸ ἔχει γεννήσει,
πίστι νὰ ἔχῃ, ὑπομονή, γιὰ νὰ καρποφορήσῃ.
Ἦταν γενναία στὴν ψυχὴ τοῦ Κλήμη ἡ μητέρα,
ποὺ τέτοιες δὲν ὑπάρχουνε τὴν σήμερον ἡμέρα.
Καὶ ὅταν τὸ ἐκατήχησε ἡ μάνα τὸ παιδί της,
παρέδωσε εἰς τὸν Θεὸν τὴν ἅγια ψυχή της.
Τὶς συμβουλὲς ἐφύλαξεν ὁ Κλήμης στὴν καρδιά του,
ζοῦσε μοναχικὴ ζωή, μὲ τὸν Χριστὸ κοντά του.
Σὰν πέθανε ἡ μητέρα του, τὸν πῆρε μιὰ κυρία,
ἦταν ἐκείνη ἄτεκνη, τὴν ἔλεγαν Σοφία.
Εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ σαρκικὴ μητέρα,
ζοῦσαν χριστιανικὴ ζωή, μὲ Κλήμη πᾶσα ἡμέρα.
Τὸν Κλήμη τὸν ἀγάπησε σὰν γνήσιο παιδί της
καὶ ἐκεῖνος ἐμεγάλωσε μὲ εὐλάβεια δική της.
Ὁ Κλήμης ἐμεγάλωσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
εἶχε ὡς θεία ἀρετὴ τὴν ἐλεημοσύνη.
Ἔτρεφε ὀρφανὰ παιδιά, τὰ ἔντυνε ἀκόμη,
ποὺ πείναγαν κι ἐγύριζαν ξυπόλυτα σὲ δρόμοι.
Τοῦ ἔδινε ὅ,τι χρειάζεται θετὴ μάνα Σοφία,
νὰ δίνῃ πάντα στοὺς πτωχοὺς τροφή, ἐνδυμασία.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο· ἐμάθαινε στὰ παιδία,
τὰ κατηχοῦσε πάντοτε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἐνήστευε· μόνο ὄσπρια ἔτρωγε κάθε ἡμέρα·
ψάρια, τυριὰ καὶ κρέατα, τὰ ἔκανε ὅλα πέρα.
Εἶδαν αὐτὲς τὶς ἀρετὲς στὸν Κλήμη οἱ ἀνθρῶποι,
γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴκοσι χρονῶν τὸν ἔκαναν δεσπότη.
Σὰν ἔγινε ἐπίσκοπος, μικρὸς στὴν ἡλικία,
ἐλάμπρυνε μὲ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησία.
Ἐβάπτιζε μικρὰ παιδιὰ ὅταν τὰ κατηχοῦσε,
τοὺς νέους ποὺ ἦσαν ἄξιοι τοὺς ἐχειροτονοῦσε.
Εἰδωλολάτρης βασιλιὰς τὴν Ρώμη ἐδιοικοῦσε,
καὶ τὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ σκληρὰ ἐπολεμοῦσε.
Σὰν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἅγιος πολλὰ παιδιὰ βαπτίζει,
τὸν καλοπιάνει στὴν ἀρχή, μὰ καὶ τὸν φοβερίζει.
Τοῦ ἔταζε πράγματα πολλὰ ὅτι θὰ τὸν τιμήσῃ,
ἐὰν δεχόταν ψεύτικους θεοὺς νὰ προσκυνήσῃ.
Ὁ ἅγιος ἀπέρριψε αὐτὴ τὴν πρότασί του,
καὶ ὁ τύραννος ἀγρίεψε γιὰ ἀνυπακοή του.
Νὰ ξεσχιθοῦν οἱ σάρκες του, ἀμέσως διατάζει,
νὰ φαίνονται τὰ σπλάγχνα του, σὰν τὸ θεριὸ φωνάζει.
Ἄρχισαν τὰ μαρτύρια τοῦ Κλήμεντος ἐτότες,
κουράστηκαν, μὰ τὸν κτυποῦν ἄγριοι στρατιῶτες.
Καὶ τὰ βασανιστήρια δυνάμωναν ἀκόμα,
ἔδερναν τὰ σαγόνια του, ἀκόμα καὶ τὸ στόμα.
Θυμήθηκε ὁ ἅγιος τὰ πάθη τοῦ Κυρίου,
ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἔπραξαν στὸν τόπο τοῦ Κρανίου.
Ὅταν αὐτὰ σκεπτότανε, τοῦ γλύκαιναν οἱ πόνοι,
ζητεῖ βοήθεια Χριστοῦ νὰ τόνε δυναμώνῃ.
Τὸν ἐδυνάμωσε ὁ Θεός, ἐγιάτρεψε τὶς πληγές του
ποὺ ἀνεβαίνανε ὁλοθερμα, Ἁγίου προσευχές του.
Ὁ τύραννος βλέπει θαύματα, ἐνόμιζε μαγεία·
δὲν ξέρει τὴν ἀληθινὴ ποὺ εἶναι ἡ Χριστοῦ θρησκεία.
Τὸν βάλανε στὴ φυλακή, τὸ ἔργο συνεχίζει,
εἰδωλολάτρες τὸν ζητοῦν, τὸν βρίσκουν, τοὺς βαπτίζει.
Στὴν φυλακὴ πάει Ἄγγελος, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ σταλμένος,
σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἦν ἐφοδιασμένος.
Ἐκείνους ποὺ ἐβάπτιζε, ἀμέσως κοινωνοῦσε,
στὴν φυλακὴ καθήκοντα Χριστοῦ μας ἐκτελοῦσε.
Σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς διὰ τὴν βάπτισίν τους,
τοὺς ἔσφαξε στὴ φυλακή, ἔσωσαν τὴν ψυχή τους.
Μετὰ σφαγὴ χριστιανῶν, τὸν Κλήμη ἐξετάζει,
τὴν πρότασί του ἀπέρριψε, βάσανα διατάζει.
Τὸν ἐξέσχισαν οἱ ἄσπλαχνοι μὲ νύχια σιδερένια,
καὶ ἐφαινόταν τὰ ὀστᾶ στὸ σῶμα κρεμασμένα.
Ἄνθρωπος Ἀγαθάγγελος βρισκότανε μαζί του,
νὰ μαρτυρήσῃ ἤθελε, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Τοὺς δύο βάνουν φυλακὴ νἆναι σὲ τιμωρία,
τοὺς βγάζουν καὶ τοὺς ρίχνουνε στὰ ἄγρια θηρία.
Σουβλιὰ πυρώνουν δυνατά, τοὺς μπήξανε στὰ νύχια,
καὶ μὲ λαμπάδες ἔκαιγαν τὸ σῶμα καὶ τὰ στήθια.
Στὴ θάλασσα τοὺς ἔριξαν, μὲ πέτρα νὰ πνιγοῦνε,
Ἀγγέλους ἔστειλε ὁ Θεὸς εἰς τὴν στεριὰ νὰ βγοῦνε.
Στὸν δρόμο ἐπερπατούσανε οἱ Ἅγιοι ἀντάμα,
ἄνθρωποι ἀνταμώσανε καὶ ἔγινε τότε θαῦμα.
Δύο τυφλοὺς ἐθεράπευσαν καὶ ἀλλονοῦ τὸ χέρι,
παράλυτο ἔκαναν καλὰ ποὺ χρόνια ὑποφέρει.
Οἱ τύραννοι ἐταράχτηκαν, βρέθηκαν νικημένοι,
καὶ ἐθριάμβευσε ὁ Χριστὸς σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ἐκεῖ ποὺ τὸν βασάνιζαν τὸν Ἅγιο μιὰ ἡμέρα,
εἶδε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ θετή του ἡ μητέρα.
Τὸν εἶδε μέσ᾿ στὴν φυλακὴ καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
τῆς διηγεῖτο ὁ Ἅγιος μαρτύρια ποὺ περνοῦσε.
Τοὺς ἐκαθάρισε πληγὲς μὲ καθαρὰ μαντήλια,
ποὺ τραύματα εἴχανε πολλὰ στὸ στόμα καὶ στὰ χείλια.
Πάρα πολλὰ μαρτύρια ἔκαναν τῶν Ἁγίων,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλο τους τὸν βίον.
Καὶ τέλος τοῦ Ἀγαθάγγελου τοῦ κόβουν τὸ κεφάλι,
ποὺ ἡ Σοφία τὸ ἔθαψε μαζὶ μὲ σῶμα πάλι.
Ὁ Κλήμης ὅταν ἔμαθε διὰ τὸν σύντροφόν του,
Ἀγαθαγγέλου θάνατον δόξαζε τὸν Θεόν του.
Τὸν Κλήμη τὸν ἐδέσανε σὲ ξύλο καὶ λιθάρι,
δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ μὲ ὑπομονὴ καὶ χάρι.
Μαρτύρια καὶ βάσανα, ξυλοδαρμοὶ καὶ πόνοι,
ἐπέρασεν ὁ Ἅγιος εἰκοσιοκτὼ χρόνοι.
Εἶχε ἕνα πόθο στὴν ψυχὴ ἡ εὐσεβὴς Σοφία·
νὰ ἰδῇ τὸν Κλήμη ζωντανὸ νὰ κάνῃ Λειτουργία.
Θεοφανίων μιὰ βραδιὰ ποὺ κάναν ἀγρυπνία,
ἐπῆγαν εἰς τὴν φυλακὴ παιδιὰ μὲ τὴν Σοφία.
Δῶρα δίνει στοὺς φύλακες καὶ ἔλυσαν τὸν Κλήμη,
δεμένο ποὺ τὸν εἴχανε, φοβόταν μὴν τοὺς φύγῃ.
Τὸν ἔντυσε ἡ πάνσεμνη λευκὴ στολὴ ἁγία,
τοῦ ἔβαλε ὠμοφόριον, ἐπῆγαν στὴν Ἐκκλησία.
Προγνώρισε τὸ τέλος του ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
καὶ ἐπροσευχήθη στὸ Θεὸ γιὰ τὴν θετὴ μητέρα.
Ἀκόμα προσευχήθηκε, ὁ Κύριος νὰ τοὺς δώσῃ
ὅσοι τὸν ἑορτάζουνε ψυχή τους νὰ τοὺς σώσῃ.
Λειτούργησε, κοινώνησε Ἀχράντων Μυστηρίων,
καὶ τέλος τοὺς ἐπότισε κήρυγμα πολὺ θεῖον.
Εἶπε θὰ τὸν σκοτώσουνε σὲ δώδεκα ἡμέρες,
μὲ δύο διακόνους του, μὲ ξίφος ἢ μὲ σφαῖρες.
Ἡμέρες ὅταν πέρασαν μέσα στὴν Ἐκκλησία,
ἦταν ἡμέρα Κυριακή, ἔκανε Λειτουργία.
Εἰς τὴν Ἁγία Τράπεζα, σκυμμένο τὸ κεφάλι,
δύο διακόνους ἔσφαξαν πρὸς τὴν ζωὴ τὴν ἄλλη.
Ἐφρόντισε γιὰ τὴν ταφὴ ἡ εὐσεβὴς Σοφία,
λαμπάδες, θυμιάματα καὶ θεία ὑμνωδία.
Σὰν θησαυρὸ πολύτιμο σὲ καθαρὸ σινδόνι,
ἐτύλιξε τὸ σῶμα ποὺ στὸν τάφο εἶναι μόνη.
Μαζὶ μὲ Ἀγαθάγγελο ποὺ εἶχε ἐνταφιάσει,
ἔθαψε τὸν υἱὸν θετόν, ἐκεῖ νὰ ἡσυχάσῃ.
Ἐκάθησε στὸν τάφο του, κάνει τὴν προσευχή της,
νὰ κάνουν οἱ Ἅγιοι προσευχή, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.
Τὴν προσευχὴ τὴν ἄκουσαν, ποὺ ἔκανε ἡ Σοφία,
καὶ τὴν προσκάλεσε ὁ Θεὸς καὶ αὐτὴν τὴν μακαρία.
Προσευχηθεῖτε Ἅγιοι, πολὺ παρακαλοῦμε,
μὲ ἱερὲς πρεσβεῖες σας, ὅλοι μας νὰ σωθοῦμε.
|