Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στὴν πρεσβυτέρα Ρώμη
καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι ἐσπούδασε ἀκόμη.
Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του,
εἴχανε πλούτη ἀρκετά, κι εὐσέβεια μαζί τους.
Ὁ πατριάρχης ἔβλεπε Μαρκιανοῦ τὸν ζῆλο,
τὸν ἔκανε πρεσβύτερο, τῆς Ἐκκλησίας στύλο.
Ὅταν χειροτονήθηκε, πέθαναν οἱ γονεῖς του,
σὲ Ἐκκλησία καὶ πτωχοὺς ἄδειασε τὸ πουγκί του.
Τοὺς πεινασμένους χόρτασε, ἔντυσε τοὺς ἀπόρους,
αὐτοὶ ποὺ ἤτανε πτωχοί, τοὺς ἔκανε εὐπόρους.
Ἐμίσησε τὶς ἡδονὲς ποὺ εἶχε ἡ νεότης,
ἔγινε φίλος τοῦ Χριστοῦ, γενναῖος στρατιώτης.
Διάβαζε Ἁγία Γραφή, πατερικὰ βιβλία,
στὸν ἑαυτόν του ἔβανε τῶν ἀρετῶν τὴν βία.
Ἐπολεμοῦσε τὴν κοιλιά, ἀκόμα καὶ τὰ μάτια,
καὶ τὴν ψυχὴ ἐπρόσεχε νὰ μὴ γενῇ κομμάτια.
Ἤξερε πὼς στὰ δύο αὐτὰ ζημιώνονται οἱ νέοι,
καὶ ὅταν τὰ νικήσουνε θἆναι καπεταναῖοι.
Ἐφρόντιζε κι ἐστόλιζε Ἁγίων ἐκκλησίες,
καὶ κόπους δὲν λογάριαζε, εἰς τὶς ὑπηρεσίες.
Ἔκτισε Ἱερὸ Ναό, εὑρῆκε τοποθεσία,
εἰς τὴν Φαρμακολύτρια Ἁγία Ἀναστασία.
Σὰν τέλειωσε ὁ Ἱερὸς Ναός, καλεῖ τὸν Πατριάρχη,
νὰ γίνουν τὰ ἐγκαίνια, στὴν ἑορτὴ νὰ ἄρχῃ.
Εἰκοσιδύο ἤτανε τοῦ μήνα Δεκεμβρίου,
ἡ μνήμη της, ποὺ πέταξε εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Ὁ Πατριάρχης ἔφθασε καὶ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων,
νὰ γίνουν τὰ ἐγκαίνια στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο.
Ἐπῆγε στὸν Μαρκιανὸ ἕνας πτωχὸς ἐπαίτης,
βοήθεια τοῦ ἐζήτησε γιὰ νὰ μὴν γίνῃ κλέπτης.
Ὁ ἅγιος δὲν κράταγε λεφτὰ γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ,
ἀλλὰ τὸν ἐλυπήθηκε στὴν φτώχεια του τὴν τόση.
Βγάζει κρυφὰ τὸ ράσο του καὶ στὸν πτωχὸ τὸ δίνει,
πρὶν γίνουν τὰ ἐγκαίνια κάνει ἐλεημοσύνη.
Πηγαίνει μέσ᾿ στὸ ἱερό, τὰ ἄμφια φοράει,
μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερεῖς καὶ αὐτὸς νὰ λειτουργάῃ.
Τραβοῦσε τὸ φελώνι του, νὰ μὴν τὸ δοῦν οἱ ἄλλοι,
ποὺ μέσα ἤτανε γυμνός, μὴν κάποιος τὸν προσβάλλει.
Στὸν ἅγιο Μαρκιανὸ ἔγινε ἕνα θαῦμα,
τὸν κοίταζαν οἱ κληρικοί, ἀπόρησαν στὸ πράγμα.
Μιὰ χρυσοΰφαντη στολὴ τὸν εἶδαν κι ἐφοροῦσε,
καὶ ὅλοι τὸν ἐφθόνησαν, καθένας ἀποροῦσε.
Στὸν Πατριάρχη ἔκαναν τότε καταγγελία,
πῶς φόρεσε χρυσὴ στολὴ κατὰ παραγγελία.
Ὁ Πατριάρχης τὸν καλεῖ, ἀμέσως τὸν μαλώνει,
καὶ ἦλθαν τοῦ Μαρκιανοῦ μέσ᾿ στὴν καρδιά του πόνοι.
Γιὰ νὰ ἀποδείξῃ ὁ ἅγιος πὼς λέγει τὴν ἀλήθεια,
ἐσήκωσε τὰ ἄμφια κι ἐφάνησαν τὰ στήθια.
Ἐτότε ἐκατάλαβαν πὼς εἶχε γίνει θαῦμα
τοῦ τὴν ἐχάρισε ὁ Χριστὸς γιὰ τοῦ ἐλεόυς πράγμα.
Ὅσοι ἀκολουθούσανε τὴν αἵρεσι Ἀρείου,
ἐπίστεψαν ὅλοι στὸ Χριστὸ μὲ θαῦμα τοῦ Ἁγίου.
Ἔγινε μία πυρκαγιὰ γύρω στὴν Ἐκκλησία,
μὲ προσευχὴ τὴν ἔσβησε, μὰ καὶ μὲ λιτανεία.
Μιὰ γυναίκα ἀνέστησε, ποὺ τότε ἐγκυμονοῦσε,
καὶ τὸ παιδὶ μέσ᾿ στὴν κοιλιὰ καὶ αὐτὸ χοροπηδοῦσε.
Χτίζει Ναὸν ὁ Ἅγιος, διάβολος τὸν πειράζει,
ἐπάνω σ᾿ ἕνα μάρμαρο κάθεται καὶ καγχάζει.
Τὸν ἐμάλωσε ὁ ἅγιος, τὸ ἔργο ἐμποδίζει,
μὲ προσευχὴ τὸν ἔδιωξε καὶ ἐργασία ἀρχίζει.
Τὴ νύχτα τότε ἐγύριζε, ἀνθρώπους ἐλεοῦσε,
ἦταν πολὺ πονόψυχος, καὶ τοὺς ἐσυμπαθοῦσε.
Ἐλέησε τοὺς ζωντανούς, μὰ καὶ τοὺς πεθαμένους,
πολὺ περιποιότανε, τοὺς παραπεταμένους.
Τοὺς ἔλουζε, τοὺς ἔντυνε, σὰν ζωντανὸς μιλοῦσε,
καὶ τελευταῖον ἀσπασμὸν ἀπὸ αὐτοὺς ζητοῦσε.
Ἐσηκωνόταν ὁ νεκρός, ποὺ εἶχε γίνει θαῦμα,
σὰν τέλειωνε ὁ ἀσπασμός, νεκρὸς ἦν ἐν τῷ ἅμα.
Κάποτε πῆγε ὁ ἅγιος σὲ ἕναν τραπεζίτη,
νὰ ἐξαργυρώσῃ χρήματα, ποὺ εἶχε εἰς τὸ σπίτι.
Τὸν ἅγιο ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐκμεταλλευόταν,
τοῦ ἔδινε λιγότερα ἀπ᾿ ὅσα χρειαζόταν.
Τὸ ἤξερε ὁ ἅγιος, ὅμως δὲν τοῦ ἐμιλοῦσε,
οὔτε κακία ἐκράτησε, ποὺ σατανᾶ ἐχωροῦσε.
Ἔφυγε τότε ὁ ἅγιος, στὸ σπίτι του πηγαίνει,
ὁ τραπεζίτης δοῦλο του κρυφὰ Ἁγίου στέλνει.
Βρίσκει νεκρὸν ὁ ἅγιος, στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει,
ἀγόρασε ἀπὸ μαγαζί, ὅλα τῆς χρείας παίρνει.
Τὸν ἔλουσε, τὸν ἔντυσε, κι ἀμέσως ἀνεστήθη,
ἀπέδωσαν τὸν ἀσπασμὸν ὡς ἔκαναν συνήθη.
Ὁ δοῦλος τότε ἐτρόμαξε, πάει στ᾿ ἀφεντικό του,
ὅτι εἶδε καὶ ὅτι ἄκουσε τὸ στόμα τὸ δικό του.
Ἐκεῖνος μετενόησε καὶ ἄλλαξε τὴν σκέψι,
καὶ ἔδωσε στὸν ἅγιο λεφτά, ὅσα τοῦ εἶχε κλέψει.
Στὶς πόρνες ἔδινε λεφτά, ψωμὶ νὰ φᾶν᾿, νὰ ζήσουν,
ἀνάγκη νὰ μὴν ἔχουνε ξανὰ νὰ ἁμαρτήσουν.
Πολλὲς ἐμετανόησαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
καὶ μοναχὲς ἐγίνανε, ἦλθαν σὲ σωφροσύνη.
Ἐζήτησαν ἀπ᾿ τὸν ἅγιο, ἔκτισε μοναστήρι,
ἔκλαιγαν ἁμαρτίες τους, σὰν νἆχαν πανηγύρι.
Τὸν βίο του ἐτελείωσε μὲ ἀγαθοεργίες,,
μὲ ἐλεημοσύνες ἄφθονες καὶ θεῖες Λειτουργίες.
Ἔκανε τέλος προσευχὴ στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου,
καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς δέκα Ἰανουαρίου.
Εὔχομαι μὲ πρεσβεῖες του καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε,
καὶ μὲ τὸ ἔλεος Θεοῦ ἅπαντες νὰ σωθοῦμε.
|