5 Ἰανουαρίου
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γράφει αὐτὸν τὸν βίο, Εἶναι πολὺ ψυχωφελὲς καὶ ὅποιος τὸν διαβάσῃ Ὁσία ἡ Συγκλητικὴ εἰς τὴν Μακεδονία Πῆγαν στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ οἰκογένειά τους, Σπούδασε ἡ Συγκλητικὴ σὲ μόρφωσι ἀνωτέρα, Ὡραία ἦταν στὴ ψυχή, ὡραία καὶ στὸ σῶμα, Γονεῖς της τὴν παρακινοῦν νὰ παντρευτῇ ἐπίσης Ἀρνήθηκε ἡ κόρη τους τὴν πρότασι ἐκείνη· Αὐτὸν συλλογιζότανε τὴν νύκτα καὶ ἡμέρα, Ἔτρεχε στὰ κηρύγματα, ποτὲ δὲν ἀμελοῦσε, Σὰν πέρασε λίγος καιρός, πεθάναν οἱ γονεῖς της, Σὲ μοναστήρι πήγανε, βρῆκε ἕναν ἱερέα, Εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε πλούτη, περιουσία, Ἡσύχασε ποὺ ἐνδύθηκε τὴν ταπεινοφροσύνη, Ὡς μοναχὴ στὶς ἀρετὲς τὶς ἄλλες ξεπερνοῦσε, Ἦσαν κρυφὰ τὰ ἔργα της καὶ κατορθώματά της Ἀπέφευγε κάθε ἀνδρὸς πάντα συνομιλία, Ὁ διάβολος τὴν πολεμᾶ, ἔχθρα ἔχει μαζί της, Ἀγάπη, πίστι, προσευχὴ ἐνδύθηκεν ἐκείνη, Μὲ αὐτὰ νικιόταν ὁ ἐχθρός, ὁ πόλεμος τελειώνει, Οἱ ἀδελφὲς παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς ὁμιλήσῃ, Μὲ μετριοφροσύνη της δὲν θέλει νὰ μιλήσῃ, Καὶ ἔτσι παρακινήθηκε, κάνει διδασκαλία, Τοὺς εἶπε· ἡ ἀμέλεια πὼς εἶναι ὁ ἐχθρός μας, Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ κόσμο ψυχικόν σου, Αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς εἶπε ὁ Κύριός μας Τὰ μάτια μας, τὴν γλώσσα μας νὰ χαλιναγωγοῦμε, Λόγια αἰσχρὰ καὶ ἀδιάντροπα δὲν πρέπει νὰ τὰ λέμε, Ὅταν κοιμᾶσαι στὸ κελὶ καὶ εἶσαι μοναχή σου, Μὲ τὶς αἰσθήσεις πολεμᾶ ἐσὺ νὰ ἁμαρτήσῃς, Ὅτι πορνεύεις ὁ ἐχθρὸς σοῦ φέρνει φαντασία, Μὴν κάνῃς συγκατάθεσι στοῦ σατανᾶ τὰ ἔργα, Ὅταν μᾶς δείξῃ ὁ πονηρὸς πρόσωπὸν τι ὡραῖον, Νὰ βγάλουμε τὰ μάτια του, νὰ γδέρνουμε τὴν σάρκα, Μὲ τέτοιους πάντα λογισμοὺς νὰ διώχνωμε τὴν σκέψι, Τὸ σῶμα εἶναι βρομερό, νεκρὸ εἰς τὴν οὐσία, Οἱ ἀρετὲς νὰ κρύβουνε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, Τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ἔκρυβε ἡ ὁσία, Τοὺς εἶπε διὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφανείας, Κενοδοξία γκρέμιζε ποὺ εἶναι ἁμαρτία, Εἶναι μεγάλη ἀρετὴ ἡ ταπεινοφροσύνη, Σὰν λείπει ἡ ταπείνωσι, δὲν ἔχει σωτηρία, Ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε τὴν ταπεινοφροσύνη, Καὶ ἂν τὶς ἐφαρμόσωμε ὅλες τὶς ἐντολές του, Ὅταν σὲ βρίσῃ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὑποφέρῃς Γιὰ τὸ θυμὸ ἐμίλησε καὶ τὴν μνησικακία, Εἶπε γιὰ τὴν καταλαλιὰ καὶ τὴν χαιρεκακία, Στοὺς παντρεμένους ὁ Θεὸς θέλει παιδοποιία, Ὅλες τὶς ἐσυμβούλευε νἄχουν ἀκτημοσύνη, Τοὺς λογισμοὺς νὰ διώχνωμεν ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός μας, Μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν νὰ εἴμαστε στὴ μάχη, Εἶναι πολλὰ τὰ ὅπλα του, ἐχθροῦ μας διαβόλου, Σὰν βρίζουνε τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μιλεῖ καθόλου, Ὅταν μὲ παραχώρησι ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσῃ, Διώχνει τὶς ἁμαρτίες του ἄνθρωπος σὰν ἀρρωστήσῃ, Ἂς μὴν λυπόμαστε λοιπὸν γιὰ τὴν ἀσθένειά σας, Στὸ σῶμα ἂν ἀρρωστήσουμε Θεὸν νὰ εὐχαριστοῦμε Τοὺς ἔκανε μαθήματα πολλὰ γιὰ τὴν νηστεία Αὐτὰ καὶ ἄλλα διδάγματα ἔλεγε ἡ ὁσία, Τὴν ἐμίσησε ὁ σατανᾶς· τὸ ἔργο ποὺ εἶχε κάνει Ἐζήτησε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ νὰ τήνε πολεμήσῃ, Ἐπλήγωσε τὸ σῶμα της καὶ τὰ ἐντόσθιά της, Αἱμοβόρος ἦταν ὁ ἐχθρὸς γιὰ νὰ τὴν θανατώσῃ, Ὀγδόντα ἤτανε χρονῶν ἐτότε ἡ ὁσία, Ἐπόνεσε τὸ δόντι της, ἐσάπισε ἡ σιαγόνα, Ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πληγὴ μεγάλη δυσοσμία, Ἐκάλεσαν ἕνα γιατρό, μιὰ ἀλοιφὴ τῆς κάνει, Ἐπλήγωσε ὁ σατανᾶς τὸ ἅγιον της τὸ στόμα Τρεῖς μῆνες ἀγωνίστηκε τότε ἡ μακαρία, Τρεῖς ἡμέρες πρὶν νὰ κοιμηθῇ, ἀγγέλων ὀπτασία Τὴν τρίτη ἡμέρα ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ ἀνέβη, |