Στὴν Ῥώμη ἐγεννήθηκε Μελάνη ἡ Ὁσία,
γονεῖς της ἦσαν πλούσιοι, ἔνδοξοι, μὲ ἀξία.
Ἡ κόρη ἐμεγάλωνε, ἦρθε σὲ ἡλικία,
γονεῖς νὰ τὴν παντρέψουνε εἶχαν ἐπιθυμία.
Αὐτὴ τοὺς τὸ ἀπέκοπτε πὼς παντρειὰ δὲν θέλει,
μὰ οἱ γονεῖς ἐπέμειναν, τὴν νίκησαν ἐν τέλει.
Εὑρῆκαν ἕνα νεαρό, ὡραῖο παλληκάρι,
ἦταν δέκα ἑπτὰ ἐτῶν, Μελάνη γιὰ νὰ πάρῃ.
Τὸν λέγαν Ἀπελλιανὸ τὸν ἄνδρα ποὖχε πάρει,
καὶ ὅταν στεφανώθηκαν τοῦ ζήτησε μιὰ χάρι.
Τὴν παρθενία ἀπὸ μικρὴ πολὺ τὴν ἐκτιμοῦσε,
ἂν ἤθελε κι ὁ ἄνδρας της τόνε παρακαλοῦσε,
γιὰ νὰ φυλάξῃ κι αὐτὸς μαζί της παρθενία,
διὰ νὰ ζήσουνε ἁγνοὶ Χριστοῦ τὴν βασιλεία.
Ἐδέχθη ὁ Ἀπελλιανός, τῆς εἶπε μὲ τὸ στόμα·
τὴν πρότασί σου δέχομαι, δὲν ἦν καιρὸς ἀκόμα.
Τῆς εἶπε νὰ ἀποκτήσουνε παιδὶ γιὰ κληρονόμο,
καὶ τότε νὰ βαδίσουνε τῆς παρθενίας δρόμο.
Θέλω διὰ τὴν γνώμη σου νὰ σὲ εὐχαριστήσω
καὶ παρθενίας τὴν ὁδὸ κι ἐγὼ ν᾿ ἀκολουθήσω.
Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συμφωνεῖ ἡ σύζυγος Μελάνη,
καὶ τότε εἰς τὸν ἄνδρα της ὑπακοὴ τοῦ κάνει.
Στὸν χρόνο ἐπάνω γέννησε ὡραῖο κοριτσάκι,
καὶ σὰν μητέρα στοργικὴ τοῦ ἔδινε φιλάκι.
Παρακαλεῖ τὸν ἄνδρα της καὶ θέλει νὰ τὸν πείσῃ,
ὑπόσχεσι ποὺ ἔδωσε νὰ μὴν τὴν λησμονήσῃ.
Ὁ ἄνδρας τῆς ἀπήντησε πὼς ὅταν ἀποκτήσῃ
τότε καὶ δεύτερο παιδὶ παρθένος πιὰ θὰ ζήσῃ.
Μελάνη συμβουλεύτηκε πνευματικοὺς πατέρες,
τῆς εἶπαν νἄχῃ ὑπομονὴ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Μελάνη τότε ἐγέννησε καὶ δεύτερο παιδί της
μὰ ὁ Θεὸς κανόνισε γιὰ τὴν ἀπόφασί της.
Μόλις βαπτίσαν τὸ παιδὶ ποὺ ἤτανε ἀγόρι,
ἔφυγε ἡ ψυχούλα του στ᾿ οὐρανοῦ τὰ ὄρη.
Τότε μετὰ τὸν τοκετὸ ἀῤῥώστησε ἡ Μελάνη,
ἄνδρας της πάει στὸν ἐπίσκοπο μιὰ δέησι νὰ κάνῃ.
Καὶ ἡ Μελάνη ἔξυπνη, εὑβρῆκε εὐκαιρία,
ἐζήτησε ἀπ᾿ τὸν ἄνδρα της νὰ ζοῦν ἐν παρθενίᾳ.
Ἐκεῖνος ὅταν τ᾿ ἄκουσε, ὑπακοὴ λαμβάνει,
τὸ ἔταξε εἰς τὸν Θεὸν ποὺ ὅρκο εἶχε κάνει.
Μελάνη τότε ἐχάρηκε, ξεχνᾶ ἀσθένειά της,
ποὺ δέχθηκε ὁ ἄνδρας της τὴ γνώμη τὴ δικιά της.
Κι ἄλλο ὅμως δυστύχημα στὸ σπίτι τους συμβαίνει,
τὸ μόνο κοριτσάκι τους ἀῤῥώστησε, πεθαίνει.
Τ᾿ ἀνδρόγυνο συμφώνησαν εἰς τὴν ὁδὸν Κυρίου,
νὰ πορευθοῦνε καὶ οἱ δυὸ ἐντὸς μοναστηρίου.
Ἄκουσαν ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ μιὰ θεία εὐωδία,
κι ἐστήριξαν εἰς τὸν Θεὸν μέριμνα καὶ καρδία.
Πέθανε ὁ πατέρας της ἐτότε τῆς Μελάνης,
καὶ τότε θέλημα Θεοῦ μποροῦσε πιὰ νὰ κάνῃ.
Ἦταν ὁ Ἀπελλιανὸς ἐτῶν εἴκοσι τεσσάρων,
Μελάνη ἦταν εἴκοσι καὶ δὲν φοβόταν χάρο.
Ὡς ζεῦγος ἦσαν ζηλευτοί, μικροὶ στὴν ἡλικία,
καταπατοῦν τὶς ἡδονὲς γιὰ δόξα αἰωνία.
Σὲ μέρος ἡσυχαστικὸ ἐκάθησαν καὶ τόπον,
ἀπόλαυσι καὶ ἡδονὲς ἀρνήθηκαν ἀνθρώπων.
Εἴχανε εἰσοδήματα, χρημάτων ἀφθονία,
καὶ κάθε ἡμέρα ἔκαναν πολλὴ φιλοξενία.
Μελάνη κι Ἀπελλιανὸς πῆγαν στὴν Καρχηδόνα,
σὲ μοναστήρια πήγανε γιὰ θέρος καὶ χειμώνα.
Σὲ ἀνδρικὸ ὁ Ἀπελλιανός, γυναικεῖο ἡ Μελάνη,
καὶ ἡγουμένη ἤθελαν νὰ γίνῃ μάνι-μάνι.
Σὲ ἐκκλησίες καὶ μονὲς δίνουν περιουσία,
καὶ ἡ Μελάνη ἔκανε πολλὴ σκληρὴ νηστεία.
Σὰν ἔδυε ὁ ἥλιος μιὰ φορὰ δειπνοῦσε,
λίγη τροφὴ κι ἄνοστη ἔτρωγε σὰν πεινοῦσε.
Σπανίως λίγο ἔβανε λάδι στὸ φαγητό της,
ἀντὶ κρασὶ μόνο νερὸ δίνει στὸν ἑαυτό της.
Σιγὰ-σιγὰ συνήθισε Κυρίου ἡ ἀμνάδα,
κι ἔτρωγε μιὰ φορὰ μόνο τὴν ἑβδομάδα.
Ὅλην ἡμέρα ἔγραφε θρησκευτικὰ βιβλία,
πρώτευε ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ καλλιγραφία.
Ποτὲ δὲν ἐκουράστηκε τὰ ὅσα εἶχε γράψει,
πάντα μὲ πόθο ἱερὸ καρδιά της εἶχε ἀνάψει.
Δυὸ ὧρες μόνο κατὰ γῆς τὴν νύκτα ἐκοιμόταν,
καὶ τὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς νυκτὸς ἐπροσευχόταν.
Καὶ ἠσχολεῖτο ἔπειτα μὲ τὴν διδασκαλία,
ποὺ τὶς παρθένες δίδασκε ἐτότε ἡ ὁσία.
Ἐνήστευε τὴν Κυριακὴ καὶ τότε ἐπεμβαίνει,
ἔκανε παρατήρηση σ᾿ αὐτὴν ἡ ἡγουμένη.
Τῆς εἶπε εἶναι ἑορτή, ἡμέρα τοῦ Κυρίου,
λίγο λαδάκι ἐσὺ νὰ τρῶς φαῒ τοῦ μαγειρείου.
Τὸ παραδέχτηκε αὐτὸ χωρὶς τὴν θέλησί της,
ἡ ἡγουμένη χάρηκε γιὰ τὴν ὑπακοή της.
Ἐδιάβαζε τὴν Παλαιὰ καὶ Νέα Διαθήκη,
καὶ τὴν ψυχή της νηστικιὰ δὲν εἴχενε ἀφήκει.
Ὅλα τὰ σπουδαιότερα καὶ τὴν Γραφὴ κομμάτια,
τὰ ἔδινε διὰ τροφὴ στῶν χριστιανῶν τὰ μάτια.
Στὸ μοναστήρι τότε ἑπτὰ χρόνια εἶχε καθήσει,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα θέλει νὰ προσκυνήσῃ.
Μαζὶ μὲ Ἀπελλιανὸ ἐμπῆκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο,
Ἁγίους Τόπους πήγαιναν ἐτότε καὶ οἱ δύο.
Ἐπροσκυνήσανε παντοῦ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
συνομιλήσανε παντοῦ, μὲ εὐσεβεῖς ἀνθρώπους.
Διαβάζανε οἱ μοναχοὶ τότε Ἀκολουθία,
καὶ ὠφελήθηκε πολὺ ἐτότε ἡ ἁγία.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κάθησε ἡ ἱερὴ Μελάνη,
σ᾿ ἕνα κελὶ ποὺ ἔξοδα ἡ ἴδια εἶχε κάνει.
Ταλαιπωρεῖ μέσ᾿ στὸ κελὶ ἐκεῖ τὸν ἑαυτόν της,
κι ἄνθρωπο δὲν ἤθελε νὰ ἔβλεπε ἐμπρὸς της.
Ἄκουσαν τὴν φήμη της κορίτσια καὶ μητέρες,
κι ὅλες τὶς συμβούλευε ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
«Πηγαίνουν καὶ ἁμαρτωλὲς
κι ἐκεῖ γινόνταν μοναχές».
Τὶς κατηχοῦσε, γύριζαν εἰς τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο,
τὴν ἁμαρτία ἀρνιότανε καὶ τὸν παλιό τους κόσμο.
Τοὺς εἶπε νὰ προσεύχονται μὲ προσοχὴ μεγάλη,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι, νηστεία ἐπιβάλλει.
Μὲ ἀγάπη τὶς συμβούλευε, τοὺς ἔβανε κανόνα,
νὰ μὴ κλεισθοῦνε σὰν μωρὲς ἔξω ἀπ᾿ τὸν Νυμφώνα.
Φεύγει ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, πάει στὴν Καρχηδόνα,
εὑρῆκε ἕνα θεῖο της, τοῦ ἔβαλε κανόνα.
Ὁ θεῖος ἦταν ἀσεβὴς στὸν κόσμο ποὖχε ζήσει,
τὸν ὁδηγεῖ ἡ ἀνηψιὰ γιὰ νὰ μετανοήσῃ.
Καὶ τότε μετενόησε, τὸν εἶχε καὶ βαπτίσει,
καὶ τὴν ψυχή του στὸν Χριστὸ τότε εἶχε ἀφήσει.
Μάχεται γιὰ τὴν αἵρεσι τότε τοῦ Νεστορίου,
κι ὅλα τὰ φλυαρήματα δικοῦ του συμποσίου.
Τότε στὰ Ἱεροσόλυμα κάνει ἐπιστροφή της,
καὶ τότε τὰ ἐγκαίνια ἔκανε τοῦ ναοῦ της.
Προσκύνησε πάλι ξανὰ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
καὶ ὅτι εἶχε μοίρασε εἰς τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους.
Πῆγε στὸ ἅγιο σπήλαιο μαζὶ μὲ ἀδελφή της,
ἐκεῖ τὴν πληροφόρησε πὼς ἔφευγε ἡ ψυχή της.
Δέησι πρὸς τὸν Κύριο Μελάνη τότε κάνει,
καὶ τὴν δική της τὴν ψυχὴ νὰ πάρῃ σὰν πεθάνῃ.
Ἤτανε τότε ἑορτὴ ἡμέρα Χριστουγέννων,
ποὺ μπῆκε μέσ᾿ στὸ σπήλαιο τὸ φωτοστολισμένο.
Ἔπειτα λίγος πυρετὸς ἦρθε εἰς τὴν Μελάνη,
ἦρθε γι᾿ αὐτὴν ἡ ὥρα της κι ἔπρεπε νὰ πεθάνῃ.
Οἱ ἀδελφὲς τὴν κλαίγανε ποὺ ἤτανε κοντά της,
καὶ τὶς ἀποχαιρέτησε τότε μὲ τὴν καρδιά της.
Καὶ τότε εἰς τὸν Κύριον παρέδωσε ψυχή της,
οἱ κληρικοὶ καὶ ὁ λαὸς ἔκαναν τὴν ταφή της.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἤτανε ἡ ἡμερομηνία
ὁ μήνας ἦν Δεκέμβριος κι εἶχε τριάντα μία.
Θαύματα ἔκανε πολλὰ μὲ χάρι τοῦ Κυρίου,
εἰς τὴν ζωὴ καὶ κοίμησι λειψάνου της ἁγίου.
Ἔβγαλε ἕνα δαιμόνιο, ποὺ ἔπασχε μιὰ κόρη,
ἐβούλωσε τὸ στόμα της, νὰ τρώγῃ δὲν ἠμπόρει.
Ἄλλη γυναίκα ἔγκυος μέσα εἰς τὴν κοιλιά της,
εἶχε πεθάνει τὸ παιδί, πονοῦν τὰ σωθικά της.
Μὲ ζώνη της τὴν σταύρωσε ἐτότε ἡ Ὁσία,
ἐγέννησε νεκρὸ παιδὶ ποὺ εἶχε στὴν κοιλία.
Θερμὰ παρακαλοῦμέν σε Ὁσία μας Μελάνη,
δέησι κάνε στὸν Χριστὸν ἔλεος νὰ μᾶς κάνῃ.
|